Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1749 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Συνέργεια, Επεκτατικό αποτέλεσμα.




Περίληψη:
Βούλευμα παραπεμπτικό για κακουργηματική απάτη. Άμεση συνέργεια σε αυτήν. Αναίρεση βουλεύματος για έλλειψη αιτιολογίας και μη ορθή εφαρμογή του νόμου. Παραπομπή στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών για νέα κρίση. Επέκταση αποτελέσματος και για τον μη ασκήσαντα αναίρεση άμεσο συνεργό κατηγορουμένου.




Αριθμός 1.749/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ -----
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, (ο οποίος ορίσθηκε με την 42/2009 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γρηγορίου Μάμαλη), Νικόλαο Ζαΐρη και Παναγιώτη Ρουμπή - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 6 Μαΐου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, περί αναιρέσεως του με αριθμό 2.022/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Ζ. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) Ψ1, 2) Ψ2 και 3) Ψ3.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητά τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Δεκεμβρίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1976/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 111/31.3.2009 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Eισάγω στο Συμβούλιό σας την προκειμένη ποινική δικογραφία και εκθέτω τα εξής:
Ι. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το 1512/2007 βούλευμα παρέπεμψε στο ακροατήριο του αρμόδιου Τριμελούς Εφετείου Αθηνών για κακουργήματα τους κατηγορουμένους: α) Χ και β) Ζ για να δικαστούν ως υπαίτιοι ο μεν πρώτος για απάτη κατά συρροή και κατ'εξακολούθηση με προξενηθείσα ζημία που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ, ο δε δεύτερος για άμεση συνέργεια στη πράξη αυτή του πρώτου (βλ. βούλευμα).
ΙΙ. Κατά του βουλεύματος αυτού ασκήθηκαν νομοτύπως από τους κατηγορουμένους εφέσεις και το Συμβούλιο Εφετών με το 2022/2008 βούλευμα, αφού δέχθηκε τυπικά, απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμες τις εφέσεις (βλ. βούλευμα). Το βούλευμα αυτό επιδόθηκε νομίμως στους κατηγορουμένους και συγκεκριμένα στον μεν Χ στις 27-11-2008, στον δε Ζ την 1-12-2008 (βλ. σχετικά αποδεικτικά). Στις 4-12-2008 εμφανίσθηκε στην αρμόδια υπάλληλο του Εφετείου Αθηνών ο κατηγορούμενος Χ και δήλωσε ότι ασκεί αναίρεση κατά του 2022/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών για: α) έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Για τη δήλωση αυτή συντάχθηκε η με αριθμό 198/4-12-2008 έκθεση αναιρέσεως (βλ. έκθεση). Η αίτηση αυτή πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ουσιαστικά, γιατί πρόκειται για ένδικο μέσο που ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως, από διάδικο που είχε σχετικό δικαίωμα, αφού με το προσβαλλόμενο βούλευμα παραπέμπεται για κακουργηματικό χαρακτήρα πράξεις, στην δε σχετική έκθεση εμπεριέχονται σαφείς και ορισμένοι λόγοι αναίρεσης.

ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 386 παρ.1 ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας άλλον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από τα οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος σε πράξη ή παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά, που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από το δράστη που έχει ειλημμένη την απόφαση να μη εκπληρώσει την υποχρέωση, θεμελιούται και τότε το αδίκημα της απάτης. Περαιτέρω, μετά την αντικατάσταση της παρ.3 του άρθρου 386 του ΠΚ με το άρθρο 14 παρ.4 του ν. 2721/1999, η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και στην περίπτωση κατά την οποία το παράνομο περιουσιακό όφελος που επιδίωξε ο δράστης ,ή η αντίστοιχη συνολική ζημία που προκλήθηκε, υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ ( 73.000 ευρώ). Γίνεται εξάλλου δεκτό ότι για την στοιχειοθέτηση της αξιόποινης απάτης πρέπει το περιουσιακό όφελος που επιδίωξε ο δράστης να προέρχεται από την περιουσία του βλαπτομένου, στη διάθεση της οποίας προέβη ο παραπλανηθείς, έτσι ώστε το όφελος αυτό να αποτελεί την ανάστροφη όψη της περιουσιακής βλάβης. Πρέπει δηλαδή ανάμεσα στη βλάβη της ξένης περιουσίας και στο όφελος που επιδιώκει ο δράστης, να υπάρχει υλική αντιστοιχία ή υλική ταυτότης, από την οποία υλική αντιστοιχία προκύπτει ο χαρακτήρας του εγκλήματος της απάτης ως εγκλήματος περιουσιακής μεταθέσεως (βλ. ΑΠ 502/2008).
ΙV. Περαιτέρω, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' ΚΠοινΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σε αυτό με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει, ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι κατ1 επιλογή μερικά εξ αυτών. Εξάλλου λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 484 παρ.1 περ. β του ΚΠοινΔ συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση της διάταξης γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του συμβουλίου από την ανάκριση ή προανάκριση που διενεργήθηκε, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Αρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως. V. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμα του, με επιτρεπτή αναφορά του στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών και μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων (καταθέσεις μαρτύρων, έγγραφα, απολογίες κατηγορουμένων), δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Ο πρώτος κατηγορούμενος Χ είναι δήμαρχος του Δήμου Άνω Λιοσίων Αττικής, ενώ ο δεύτερος κατηγορούμενος Ζ τυγχάνει αντιδήμαρχος στον ίδιο παραπάνω δήμο. Οι μηνυτές υποστηρίζουν ότι, ο πρώτος κατηγορούμενος υπό την παραπάνω ιδιότητα του διέπραξε το έγκλημα της απάτης κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση με προξενηθείσα ζημία που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ, ύστερα από άμεση συνεργεία του δευτέρου κατηγορουμένου. Πλέον συγκεκριμένα οι μηνυτές υποστηρίζουν ότι ο πρώτος κατηγορούμενος Χ: Στα ..., την 15/10/2001, την 24/10/2001, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του ίδιου εγκλήματος, με σκοπό ν' αποκομίσει άλλος και δη ο Δήμος Άνω Λιοσίων Αττικής, παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε με πρόθεση ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, το δε περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ. Συγκεκριμένα έχοντας την ιδιότητα του Δημάρχου του Δήμου Άνω Λιοσίων Αττικής εμφανίστηκε στους μηνυτές Ψ2, Ψ3 το γένος ... και στον Ψ1, από τους οποίους οι δύο πρώτοι (Ψ2 και Ψ3) ήταν συγκύριοι, συννομείς και συγκάτοχοι εξ αδιαιρέτου και κατ' ισομοιρία ενός οικοπέδου συνολικής επιφάνειας 213.98 τ.μ.. κειμένου στον Δήμο Άνω Λιοσίων, επί της οδού ...(πρώην ...), επί του οποίου είχαν ανεγείρει κατοικία που περιελάμβανε ισόγειο διαμέρισμα (πλήρως αποπερατωμένο), επιφανείας 104τ.μ., στο οποίο και διέμεναν, καθώς και ημιτελές διαμέρισμα στον πρώτο υπέρ του ισογείου όροφο, επιφάνειας 65,55τ.μ. και η οποία (κατοικία) πλήγηκε από τον σεισμό της 7ης Σεπτεμβρίου 1999, με αποτέλεσμα να είναι κατεδαφιστέα, ο δε τρίτος (Ψ1) ήταν κύριος, νομέας και κάτοχος του Τμήματος 2 ενός ενιαίου οικοπέδου, εμβαδού του όλου 211,20τ.μ. κειμένου στη θέση ΒΙΟ.ΠΑ. του Δήμου Ανω Λιοσίων, στο Ο.Τ. 3072 και επί της οδού ..., επί του οποίου ο ίδιος είχε ανεγείρει οικοδομή αποτελούμενη από ισόγειο διαμέρισμα, εμβαδού 69,75τ.μ. και ημιτελή κατασκευή πρώτου ορόφου, εμβαδού 50,95τ.μ. και τους διαβεβαίωσε την 15/10/2001 τους Ψ2, Ψ3 και την 24/10/2001 τον Ψ1, ότι:α) ήταν αρωγός και συμπαραστάτης στο πρόβλημα που ανέκυψε λόγω του σεισμού της 7/9/1999 με τις ως άνω οικίες, β)εν γνώσει του παρέστησε ψευδώς σ' αυτούς κατά τις ανωτέρω ημερομηνίες ότι, επειδή το όλο ακίνητο τους βρίσκεται σε χώρο που έχει χαρακτηριστεί από τον Δήμο Άνω Λιοσίων ως Βιοτεχνικό Πάρκο, που επρόκειτο να ανήκει ιδιοκτησιακά στον Δήμο, υπήρχε η δυνατότητα να παραδώσουν στον τελευταίο (Δήμο Άνω Λιοσίων), την παραπάνω ιδιοκτησία τους, έτσι ώστε να την διαχειρίζονται τα αρμόδια όργανα του (Δήμου) κατά το δοκούν, γ)τους έπεισε να παραιτηθούν από το δικαίωμα αποζημίωσης της ιδιοκτησίας τους από την Πράξη Εφαρμογής του Βιοτεχνικού Πάρκου και να λάβουν ως αντάλλαγμα από δύο διαμερίσματα (οι Ψ2 Ψ3 όπως και ο Ψ1) επιφανείας 77τ.μ. το καθένα, που βρίσκονται στη θέση ... του ιδίου Δήμου και τα οποία ανήκουν μεν στην ιδιοκτησία του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας (Ο.Ε.Κ.), αλλά δυνάμει υφιστάμενης από τότε ακόμη σύμβασης, δ)τους έπεισε ότι, τα ακίνητα που θα τους έδινε ο επρόκειτο να παραχωρηθούν μέσω του Δήμου Άνω Λιοσίων με οριστικά παραχωρητήρια σε άστεγους σεισμοπαθείς του. Με τις ανωτέρω παραστάσεις έπεισε τους μηνυτές να συνάψουν την 15/10/2001 οι Ψ3, Ψ2 και την 24/10/2001 ο Ψ1, έγγραφη συμφωνία με τον Δήμο Άνω Λιοσίων, νομίμως εκπροσωπούμενο από τον τότε Αντιδήμαρχο Ζ, δυνάμει της οποίας ο μεν Δήμος Άνω Λιοσίων ανέλαβε την υποχρέωση να ενεργήσει για την έκδοση από τον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας των προσωρινών και στη συνέχεια των οριστικών παραχωρητηρίων και την παράδοση τους εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος από την υπογραφή του ως άνω συμφωνητικού στους μηνυτές, οι δε τελευταίοι (μηνυτές), σε καθεμία περίπτωση παρέδωσαν στον εν λόγω Δήμο την κατοχή των ακινήτων τους, δηλώνοντας ρητώς ότι ο Δήμος Άνω Λιοσίων θα δύναται να διαχειρίζεται αυτά όπως το επιθυμεί. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν ο Ψ2, στο υπ' αριθ. 266 διαμέρισμα του ισογείου, 77τ.μ. στίχος 64, η Ψ3 στο υπ' αριθ. 267 διαμέρισμα του ισογείου εμβαδού 77τ.μ. στίχος 64 και ο Ψ1 στο υπ' αριθ. 270 διαμέρισμα του ισογείου εμβαδού 77τ.μ. στίχος 65 και στο υπ' αριθ. 271 διαμέρισμα του ισογείου εμβαδού 77τ.μ. στίχος 65. Επιπλέον με την ίδια ως άνω συμφωνία και έχοντες πειστεί από τις προεκτεθείσες παραστάσεις, οι μηνυτές παραιτήθηκαν, μεταξύ άλλων, από το δικαίωμα τους να λάβουν αποζημίωση την οποία εδικαιούντο από την Πράξη Εφαρμογής του ΒΙΟ.ΠΑ., που κυρώθηκε με την ΠΕΧΩ 2495/Φ. τροπ./21-8-2001 απόφαση Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής, καθώς και από κάθε αξίωση ή απαίτηση έναντι του Δήμου Άνω Λιοσίων, θεωρώντας και αναγνωρίζοντας ότι λαμβάνοντας τα πιο πάνω διαμερίσματα στην κατοχή τους, έχουν αποζημιωθεί και ικανοποιηθεί πλήρως. Επίσης υποστηρίζουν οι μηνυτές ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος Ζ στα Άνω Λιόσια Αττικής την 15/10/2001, την 24/10/2001, έχοντας την ιδιότητα του Αντιδημάρχου του Δήμου Άνω Λιοσίων, με πρόθεση και γνωρίζοντας την διάπραξη απ' αυτόν του παραπάνω εγκλήματος της απάτης υπέγραψε υπό την ως άνω ιδιότητα του και εκπροσωπώντας νομίμως τον εν λόγω Δήμο τις από 15/10/2001 και 24/10/2001 έγγραφες συμφωνίες, που συνήφθησαν ανάμεσα στον Δήμο αυτόν και τους μηνυτές Ψ2 και Ψ3 το γένος Ψ1, η πρώτη από τις συμφωνίες αυτές, και τον μηνυτή Ψ1 η δεύτερη, καθιστώντας έτσι δυνατό οι μηνυτές να παραδώσουν στον Δήμο Άνω Λιοσίων τα περιγραφόμενα παραπάνω ακίνητα τους, να εγκατασταθούν σε διαμερίσματα που δεν επρόκειτο να μεταβιβαστούν σ'αυτούς από τον Ο.Ε.Κ. και να παραιτηθούν, μεταξύ άλλων, από το δικαίωμα τους να λάβουν αποζημίωση την οποία εδικαιούντο από την πράξη εφαρμογής του ΒΙΟ.ΠΑ., καθώς και από κάθε αξίωση, απαίτηση έναντι του Δήμου Άνω Λιοσίων, θεωρώντας και αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι λαμβάνοντας τα πιο πάνω διαμερίσματα στην κατοχή τους, έχουν αποζημιωθεί και ικανοποιηθεί πλήρως. Όπως αποδείχθηκε όμως εκ των υστέρων οι παραπάνω διαβεβαιώσεις των κατηγορουμένων είναι ψευδείς καθότι: α) ο Δήμος Άνω Λιοσίων, σε αντίθεση με όσα ο πρώτος κατηγορούμενος διαβεβαίωσε τους μηνυτές δεν είχε τη δυνατότητα να ενεργήσει για την έκδοση από τον Ο.Ε.Κ. των προσωρινών και οριστικών παραχωρητηρίων και την παράδοση στους μηνυτές των ιδίων ως άνω διαμερισμάτων και δη εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος από την υπογραφή του ως άνω συμφωνητικού, β)δεν υπήρχε συμφωνία μεταξύ του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας (Ο.Ε.Κ.) και του Δήμου Άνω Λιοσίων για παραχώρηση στον Δήμο Άνω Λιοσίων των διαμερισμάτων, στα οποία εγκαταστάθηκαν οι μηνυτές, γ) τα εν λόγω διαμερίσματα, στα οποία οι μηνυτές, κατά τα ανωτέρω εγκαταστάθηκαν, άνηκαν κατά κυριότητα στον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας και προορίζονταν αποκλειστικά για τους πλημμυροπαθείς δικαιούχους του εν λόγω Οργανισμού, καθώς με την υπ' αριθ. 290/1999 ΠΥΣ (ΦΕΚ 165 Α/1995) και τις υπ' αριθ. 50251/1998 (ΦΕΚ 395 Δ/1998) και 50502/1997 (ΦΕΚ 529 Δ/1997) αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας, είχε ρυθμισθεί η παραχώρηση εργατικών κατοικιών από τον οικισμό που είχε ανεγερθεί από τον Ο.Ε.Κ. στην περιοχή ... στους πλημμυροπαθείς δικαιούχους του Οργανισμού, στους οποίους δεν συγκαταλέγονταν οι μηνυτές. Εκτιμώντας τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την κυρία ανάκριση το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών δέχθηκε με το προσβαλλόμενο με αριθμό 1512/2007 Βούλευμα του (για όσους λόγους αναφέρονται σ' αυτό) ότι, προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής κατά των εκκαλούντων κατηγορουμένων και παρέπεμψε αυτούς ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστούν ως υπαίτιοι της πράξεως που έχει αποδοθεί στον καθένα. Με την κρινομένη έφεση των οι εκκαλούντες - κατηγορούμενοι υποστηρίζουν ότι, δεν εκτιμήθηκαν ορθώς από το πρωτοβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης με αποτέλεσμα να παραπεμφθούν αυτοί στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για πράξη που δεν τέλεσαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι, οι εκκαλούντες κατέθεσαν "τυπικές" εφέσεις. Πέρα δηλαδή της αιτιάσεως ότι (κατά λέξη) "... εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις το Συμβούλιο και εσφαλμένα υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στο νόμο και εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο ...", ουδέν συγκεκριμένο πραγματικό περιστατικό ή νομικό ισχυρισμό επικαλούνται οι εγκαλούντες, ώστε να αιτιολογήσουν επαρκώς την άποψη των περί εσφαλμένης εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων. Ο παραπάνω, έστω και γενικά διατυπωμένος, λόγος εφέσεως είναι σαφής, ορισμένος και πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 474 παρ. 2 Π.Κ. Πρακτικώς βέβαια η γενική διατύπωση "περί μη ορθής εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων" σημαίνει ότι, το Συμβούλιο Εφετών θα πρέπει να κρίνει τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία (όπως και το εκκαλούμενο Βούλευμα), χωρίς όμως να "εστιάσει" σε κάποιο συγκεκριμένο "παράπονο" των εκκαλούντων. Από την εκ νέου εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων της δικογραφίας (σε συνδυασμό και με τους λόγους εφέσεως) που αναφέρθηκαν παραπάνω, με βεβαιότητα συνάγεται ότι: 1) Κατά την υπογραφή των από 15-10-2001 και 24-10-2001 ιδιωτικών συμφωνητικών ο πρώτος κατηγορούμενος διαβεβαίωσε τους μηνυτές, (και ο δεύτερος υπέγραψε την σχετική συμφωνία) ότι: ο Δήμος Άνω Λιοσίων αναλαμβάνει την υποχρέωση να ενεργήσει για την έκδοση παραχωρητηρίων (προσωρινών και στη συνέχεια οριστικών) από τον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας, και την παράδοση τους στους συμβαλλόμενους ιδιοκτήτες σεισμοπαθείς, που θα εγκατασταθούν όμως άμεσα τόσο αυτοί όσο και οι οικογένειες τους στα εξής διαμερίσματα του οικισμού κατοικιών στη θέση ..., δηλαδή: α) Ο Ψ2 στο υπ' αριθμόν 266 διαμέρισμα του ισογείου εμβαδού 77 τ.μ., στίχος 64, β) η Ψ3 στο υπ' αριθμό 267 διαμέρισμα του ισογείου εμβαδού 77 τ.μ., στίχος 64, όπως αυτό προκύπτει από τα σχετικά έγγραφα της Τεχνικής Υπηρεσίας του Δήμου Άνω Λιοσίων και γ) ο Ψ1 στα με αριθμό 270και 271 διαμερίσματα ισογείου εμβαδού 77 τ.μ. και 77 τ.μ. αντίστοιχα, Β) ο πρώτος κατηγορούμενος διαβεβαίωσε τους μηνυτές ότι η παράδοση των παραχωρητηρίου θα υλοποιηθεί εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος από της υπογραφής των ιδιωτικών συμφωνητικών. Βέβαιον πάντως είναι ότι, μέχρι και σήμερα οι μηνυτές δεν έχουν καταστεί κύριοι των ακινήτων, όπως εγγράφως τους είχε διαβεβαιώσει ο πρώτος κατηγορούμενος και την διαβεβαίωση αυτή υπέγραψε ο δεύτερος κατηγορούμενος, υπό την ιδιότητα του ως αντιδήμαρχος του Δήμου Άνω Λιοσίων. Επίσης βέβαιον είναι ότι, τα εν λόγω διαμερίσματα, τα οποία ο πρώτος κατηγορούμενος υποσχέθηκε στους μηνυτές, ανήκαν κατά κυριότητα στον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας και προορίζονταν αποκλειστικά για τους πλημμυροπαθείς δικαιούχους του εν λόγω Οργανισμού. Σημειωτέον ότι, με τις ψευδείς αυτές παραστάσεις του απέβλεπε (ο πρώτος κατηγορούμενος, εν γνώσει και του δευτέρου) στο να αποκομίσει ο Δήμος Άνω Λιοσίων Αττικής, παράνομο περιουσιακό όφελος κατά το ποσό της αξίας του δικαιώματος κυριότητας καθενός απ' αυτούς (τους μηνυτές) επί των ακινήτων, τα οποία παρέδωσαν στον εν λόγω Δήμο, παραιτούμενοι από κάθε δικαίωμα, αξίωση σχετικά με αποζημίωση από την Πράξη Εφαρμογής του ΒΙΟ.ΠΑ. Το παράνομο περιουσιακό αυτό όφελος συνίσταται: α) όσον αφορά καθέναν από τους μηνυτές Ψ2 και Ψ3, στην αξία του ημίσεως της συγκυριότητας επί του ακινήτου της οδού .... (πρώην ...) δηλ., του εξ αδιαιρέτου επί του επιπέδου έκτασης 213,98τ.μ. και της επ' αυτού οικίας, αποτελούμενης από ένα ισόγειο διαμέρισμα και ένα ημιτελές διαμέρισμα στον Α' όροφο και δη στο ποσό των 100.000€, που αποτελεί το ήμισυ της αξίας του όλου εν λόγω ακινήτου, β) όσον αφορά τον Ψ1 συνίσταται στην αξία της κυριότητας του επί του ακινήτου της οδού ... και δη στο ποσό των 140.000€, αντίστοιχη δε είναι σε καθεμία περίπτωση και η περιουσιακή ζημία που καθένας από τους μηνυτές υπέστη. Η συμπεριφορά του δεύτερου κατηγορουμένου συνίσταται στο ότι, έχοντας την ιδιότητα του αντιδημάρχου του Δήμου Άνω Λιοσίων και γνωρίζοντας την διάπραξη απ' αυτόν του παραπάνω αδικήματος από τον πρώτο κατηγορούμενο, υπέγραψε υπό την ως άνω ιδιότητα του και εκπροσωπώντας νομίμως τον εν λόγω Δήμο τις από 15/10/2001 και 24/10/2001 έγγραφες συμφωνίες, που συνήφθησαν ανάμεσα στον Δήμο και τους μηνυτές Ψ2 και Ψ3 (η πρώτη από τις συμφωνίες αυτές) και τον μηνυτή Ψ1 (η δεύτερη συμφωνία), καθιστώντας έτσι δυνατό οι μηνυτές να παραδώσουν στον Δήμο Άνω Λιοσίων τα περιγραφόμενα παραπάνω ακίνητα τους, να εγκατασταθούν σε διαμερίσματα που δεν επρόκειτο να μεταβιβαστούν σ' αυτούς από τον Ο.Ε.Κ. και να παραιτηθούν, μεταξύ άλλων, από το δικαίωμα τους να λάβουν αποζημίωση την οποία εδικαιούντο από την πράξη εφαρμογής του ΒΙΟ.ΠΑ., καθώς και από κάθε αξίωση, απαίτηση έναντι του Δήμου Άνω Λιοσίων, θεωρώντας και αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι λαμβάνοντας τα πιο πάνω διαμερίσματα στην κατοχή τους, έχουν αποζημιωθεί και ικανοποιηθεί πλήρως. Είναι δε πλέον ή βέβαιον ότι, χωρίς την υπογραφή του δευτέρου κατηγορουμένου στα σχετικά ιδιωτικά συμφωνητικά, οι μηνυτές δεν θα είχαν αποδεχθεί τις διαβεβαιώσεις του πρώτου κατηγορουμένου και δεν θα είχαν ενεργήσει κατά τον τρόπο που ενήργησαν. Όλα τα παραπάνω αποδεικνύονται κατά τρόπο που, ουδεμία αμφιβόλου επιδέχεται, από τις ανακριτικές καταθέσεις των μηνυτών. Ειδικότερα ο μηνυτής - πολιτικώς ενάγων Ψ2 στην από 31-5-2006 ανακριτική του κατάθεση επιβεβαιώνει χαρακτηριστικά ότι "... πριν τους σεισμούς από το Δήμο μας είχαν ρωτήσει αν θέλουμε χρήματα ή να μεταβούμε σε άλλο ακίνητο με τα ίδια τετραγωνικά και συγκεκριμένα σε μονοκατοικία .Και αυτό γιατί εκεί επρόκειτο να γίνει πάρκο. Εμείς είχαμε ζητήσει να πάμε σε μονοκατοικία . Μετά το σεισμό του 1999 ο Δήμαρχος μας είπε προφορικά, σε εμένα, τη σύζυγο μου και τον πεθερό μου Ψ1, ότι μπορούσε να μας παραχωρήσει δύο διαμερίσματα σε εμένα και τη σύζυγο μου και δύο διαμερίσματα στον πεθερό μου, από ότι μας είπε ο Δήμαρχος η έκταση στην οποία είχαν κατασκευαστεί οι κατοικίες του ΟΕΚ ήταν ιδιοκτησίας του Δήμου. Σε αντάλλαγμα ο ΟΕΚ, από ότι μας διαβεβαίωσε ο Δήμαρχος, έδωσε πενήντα από τα διαμερίσματα που κατασκευάστηκαν στον Δήμο Άνω Λιοσίων. Επομένως σύμφωνα με όσα μας είπε ο Δήμαρχος τα διαμερίσματα αυτά που θα παίρναμε αποτελούσαν ιδιοκτησία του Δήμου. Αυτό όμως δεν ήταν αληθές διότι ο Δήμος δεν έχει αποκτήσει ούτε μέχρι σήμερα την κυριότητα των διαμερισμάτων αυτών .Επίσης ο δήμαρχος μας είπε ότι υπήρχε σύμβαση μεταξύ του ΟΕΚ και του Δήμου Άνω Λιοσίων, για παραχώρηση των συγκεκριμένων κατοικιών από τον πρώτο, στον δεύτερο. Όπως όμως μας διαβεβαίωσε προφορικώς και εγγράφως ο ΟΕΚ τέτοια σύμβαση μεταξύ του ΟΕΚ και του Δήμου άνω Λιοσίων δεν υφίσταται, οι δε εργατικές κατοικίες ορίστηκε να παραχωρηθούν σε πλημμυροπαθείς δικαιούχους του ΟΕΚ. Εμείς με τις διαβεβαιώσεις αυτές του Δημάρχου πειστήκαμε και φύγαμε από το προηγούμενο σπίτι μας. Σήμερα μένουμε στα διαμερίσματα αυτά που όλως περιέργως μας έχουν παραχωρηθεί από τον ΟΕΚ και υπάρχει και σχετικό πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής. Ωστόσο μέχρι σήμερα έχουμε τη χρήση μόνο των διαμερισμάτων και δεν έχουμε καταστεί κύριοι αυτών των ιδιοκτησιών. Δεν μπορώ να προσδιορίσω την αξία του προηγούμενου ακινήτου μας από το οποίο φύγαμε, ούτε την αξία των διαμερισμάτων που μένουμε τώρα . Θεωρώ ότι η αξία αυτή σε κάθε περίπτωση υπερβαίνει τις 75.000 ευρώ . Αν γνωρίζαμε την κατάσταση αυτή, δηλαδή ότι θα είμαστε μέχρι σήμερα μετέωροι , δεν θα δεχόμασταν να φύγουμε από την παλιά μας κατοικία. Η παλιά μας "κατοικία , και η δικιά μου και του πεθερού μου, έχει κατεδαφιστεί, προκειμένου να γίνει το πάρκο. Υπάρχουν άνθρωποι στην περιοχή που πρόκειται να υλοποιηθεί το πάρκο, που παρέμειναν στις παλιές τους κατοικίες και δεν δέχθηκαν- να φύγουν ,Αυτές οι κατοικίες δεν κατεδαφίστηκαν... " (Βλέπ. την από 31-5-2006 ανακριτική κατάθεση Ψ2). Επίσης ο μηνυτής - πολιτικώς ενάγων Ψ1 στην από 31-5-2006 ανακριτική του κατάθεση επιβεβαιώνει χαρακτηριστικά ότι "... ο Δήμαρχος μας είπε ψέματα ως προς την ύπαρξη συμφωνίας του Δήμου με τον ΟΕΚ .Ενώ ειδικότερα μας είπε ότι ο Δήμος είχε πάρει από τον ΟΕΚ κάποιες εργατικές κατοικίες και συγκεκριμένα 35 σπίτια αυτό δεν ήταν αληθές. Δεν υπάρχει τέτοια συμφωνία μεταξύ ΟΕΚ και Δήμου Άνω Λιοσίων .Εμείς αν γνωρίζαμε αυτό δεν θα υπογράφαμε το συγκεκριμένο ιδιωτικό συμφωνητικό και δεν θα δεχόμασταν να εγκαταλείψουμε τις παλιές μας ιδιοκτησίες. Στα καινούρια διαμερίσματα μας παραχωρήθηκε μόνο η χρήση και δεν έχουμε αποκτήσει κυριότητα. Την πραγματικότητα την γνώριζε και ο αντιδήμαρχος που υπέγραψε το ιδιωτικό συμφωνητικό. Είμαι 81 ετών και ουσιαστικά έχω μόνο τη χρήση ενός ακινήτου .Το ίδιο έπαθε και η κόρη μου με τον γαμπρό μου. Το παλιό μου ακίνητο άξιζε 125.000 ευρώ Το παλιό μου σπίτι γκρεμίστηκε και από εκείνο το σημείο υπάρχει διασταύρωση δρόμου που εντάσσεται στο βιομηχανικό πάρκο. Και το δικό μου και το ακίνητο του γαμπρού μου κατεδαφίστηκε .Κάποιοι άλλοι ιδιοκτήτες της περιοχής δεν δέχθηκαν να φύγουν και σήμερα παραμένουν στις κατοικίες τους . Ενώ πρώτα ο Δήμος τους πίεζε να φύγουν, τώρα δεν τους πιέζει πια. Το παλιό ακίνητο της κόρης μου και του γαμπρού μου άξιζε γύρω στις 230.000 ευρώ ...." (Βλέπ. την από 31-5-2006 ανακριτική κατάθεση Ψ1). VI. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές ανακύπτει ζήτημα έλλειψης της απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, λόγω ασαφειών, αντιφάσεων και λογικών κενών κατά την έκθεση των γεγονότων, για τους ίδιους δε λόγους ανακύπτει ζήτημα εκ πλαγίου παράβασης ουσιαστικής ποινικής διάταξης και συγκεκριμένα του άρθρου 386 § § 1 και 3β' Π.Κ., αφού είναι ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος, περί του αν ορθά εφαρμόσθηκε η παραπάνω διάταξη και έτσι το βούλευμα να στερείται νόμιμης βάσης. Συγκεκριμένα υπάρχει βασική αντίφαση το ποιά υπήρξε η βλάβη της περιουσίας των φερομένων ως παθόντων, σε σχέση με το παράνομο περιουσιακό όφελος που επεδίωξε ο κατηγορούμενος. 'Ετσι ενώ γίνεται δεκτό ότι τα δύο ακίνητα των παθόντων δεν μεταβιβάσθηκαν, συνεπεία των απατηλών ενεργειών του αναιρεσείοντα, κατά κυριότητα στον Δήμο, αλλά μόνον ως προς τη κατοχή και ότι οι παθόντες διατηρούν την κυριότητα αυτών, εντελώς αντιφατικά γίνεται δεκτό ότι η περιουσιακή βλάβη ανέρχεται στη συνολική αξία των ακινήτων και με τον τρόπο αυτό η κατηγορία προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα. Περαιτέρω ενώ γίνεται δεκτό ότι στα πλαίσια της συμφωνίας οι παθόντες παρέδωσαν την κατοχή δύο οικοδομών που είχαν υποστεί σοβαρές ζημίες από τον σεισμό και είχαν χαρακτηριστεί ως κατεδαφιστέες και έλαβαν ως αντάλλαγμα, με την φροντίδα του κατηγορουμένου Δημάρχου, τέσσερα (4) καινουργή διαμερίσματα τα οποία εδώ και μία οκταετία περίπου χρησιμοποιούν ανενόχλητοι από οιονδήποτε, δεν γίνεται στο βούλευμα οποιαδήποτε αναφορά σχετικά με το ποιό συνολικά ποσό ωφελήθηκαν οι παθόντες από την μέχρι τώρα χρήση των διαμερισμάτων αυτών, ώστε κατά το ποσό αυτό να μειωθεί η περιουσιακή βλάβη που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν εκ της μεταβιβάσεως της κατοχής των ακινήτων τους στον Δήμο. Περαιτέρω ως στοιχείο της απατηλής συμπεριφοράς, με την οποία σύμφωνα με το βούλευμα, επιδιώχθηκε η επίτευξη παράνομου περιουσιακού οφέλους στον Δήμο 'Ανω Λιοσίων, φέρεται να αποτελεί ότι οι παθόντες πείσθηκαν να παραιτηθούν από το δικαίωμα αποζημίωσης της ιδιοκτησίας τους από τη πράξη εφαρμογής του Βιοτεχνικού Πάρκου, δεν γίνεται όμως οποιαδήποτε αναφορά στο βούλευμα σε τί ποσό ανέρχεται αυτή η αποζημίωση και ποιός φορέας ήταν υπόχρεος για την καταβολή του, ώστε να είναι δυνατόν να κριθεί ότι κατ'αυτόν τον τρόπο ωφελήθηκε ή ήταν δυνατόν να ωφεληθεί παρανόμως ο Δήμος 'Ανω Λιοσίων. VII. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα πρέπει να αναιρεθεί, κατά τους βάσιμους λόγους της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εκ πλαγίου παράβασης ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, κατά τους βάσιμους λόγους αναίρεσης και η υπόθεση να τεθεί για νέα κρίση ενώπιον του ίδιου Συμβουλίου, χωρίς τη συμμετοχή των ίδιων Δικαστών τόσο για τον αναιρεσείοντα, όσο και για τον συγκατηγορούμενό του Ζ, που δεν άσκησε αναίρεση και κατηγορείται ως άμεσος συνεργός του αναιρεσείοντος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 469 Κ.Π.Δ.
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω Ι. Να αναιρεθεί το 2022/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και
ΙΙ. Να παραπεμφθεί η υπόθεση στο σύνολό της για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο χωρίς τη συμμετοχή των ίδιων Δικαστών. Αθήνα 23 Φεβρουαρίου 2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής".

Αφού άκουσε τον ως άνω Αντεισαγγελέα Αρείου Παγου, που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ., όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και εάν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, κατά δε τη διάταξη της παραγράφου 3 του ίδιου ως άνω άρθρου του Π.Κ., όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, που άρχισε να ισχύει από την ημερομηνία δημοσιεύσεως του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από τις 3.6.1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή των 15.000 ευρώ, σύμφωνα με την καθορισθείσα από τη διάταξη του άρθρου 5 του ν.2943/2001 επίσημη αντιστοιχία, ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή των 73.000 ευρώ, σύμφωνα με την καθορισθείσα από τη διάταξη του άρθρου 5 του ν.2943/2001 επίσημη αντιστοιχία. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, απαιτείται η προς το σκοπό παρανόμου περιουσιακό οφέλους εν γνώσει παράσταση από τον δράστη ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, εξαιτίας των οποίων παραπλανάται άλλος και πείθεται να προβεί σε πράξη ή παράλειψη ή ανοχή, ένεκα της οποίας ως άμεσο αποτέλεσμα επέρχεται ή βλάβη (ζημία) στην περιουσία του παραπλανηθέντος ή τρίτου, ασχέτως αν πραγματοποιήθηκε ο σκοπός του περιουσιακού οφέλους του δράστη ή του τρίτου, ο δε υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και συγχρόνως να υπερβαίνει το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή των 15.000 ευρώ ή, ανεξάρτητα από το εάν διαπράττει ο υπαίτιος απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, να υπερβαίνει το συνολικό περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα συνολική ζημία το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή των 73.000 ευρώ. Ακόμη, κατά τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 98 του Π.Κ., όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 του ν.2721/1999, που άρχισε να ισχύει από τις 3.6.1999, η αξία του αντικειμένου της πράξης και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε (ΑΠ 403/2008 και ΑΠ 17/2004 ΠΧ ΝΔ/594). Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση (κυρία ή προανάκριση) για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Τέλος, υπάρχει εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ'αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δ' εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που αποτελεί λόγο αναίρεσης κατ' άρθρο 484 παρ. 1 περ. β' του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν δεν αναφέρονται στο βούλευμα κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά τα προκύψαντα πραγματικά γεγονότα ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια την αιτιολογία, είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση.
Στην προκειμένη περίπτωση, το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 2.022/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών απέρριψε ως αβάσιμη την υπ' αριθμ. 350/21.6.2007 έφεση του αναιρεσείοντος Χ κατά του υπ' αριθμ. 1.512/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο έχει παραπεμφθεί αυτός στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών για να δικασθεί ως υπαίτιος τέλεσης του εγκλήματος της απάτης κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση με προξενηθείσα ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, ενώ με το ίδιο βούλευμα έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο του ιδίου ως άνω δικαστηρίου ο συγκατηγορούμενος του αναιρεσείοντος Ζ για να δικασθεί ως άμεσος συνεργός στην ως άνω πράξη αυτού (του Χ), που φέρεται ότι τέλεσε ο αναιρεσείων στα ... στις 15 και 24 Οκτωβρίου 2001 με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ενός και του αυτού εγκλήματος (απάτης). Ειδικότερα, το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών δέχθηκε, με καθολική αναφορά στην πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών και μετά από εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων (καταθέσεις μαρτύρων, έγγραφα, απολογίες κατηγορουμένων), κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο πρώτος κατηγορούμενες Χ είναι δήμαρχος του Δήμου Άνω Λιοσίων Αττικής, ενώ ο δεύτερος κατηγορούμενος Ζ τυγχάνει αντιδήμαρχος στον ίδιο παραπάνω δήμο. Οι μηνυτές υποστηρίζουν ότι, ο πρώτος κατηγορούμενος υπό την παραπάνω ιδιότητα του διέπραξε το έγκλημα της απάτης κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση με προξενηθείσα ζημία που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ, ύστερα από άμεση συνεργεία του δευτέρου κατηγορουμένου. Πλέον συγκεκριμένα οι μηνυτές υποστηρίζουν ότι ο πρώτος κατηγορούμενος Χ: Στα ..., την 15/10/2001, την 24/10/2001, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του ίδιου εγκλήματος, με σκοπό ν' αποκομίσει άλλος και δη ο Δήμος Άνω Λιοσίων Αττικής, παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε με πρόθεση ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, το δε περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ. Συγκεκριμένα έχοντας την ιδιότητα του Δημάρχου του Δήμου Άνω Λιοσίων Αττικής εμφανίστηκε στους μηνυτές Ψ2, Ψ3 το γένος ... και στον Ψ1, από τους οποίους οι δύο πρώτοι (Ψ2 και Ψ3) ήταν συγκύριοι, συννομείς και συγκάτοχοι εξ αδιαιρέτου και κατ' ισομοιρία ενός οικοπέδου συνολικής επιφάνειας 213.98 τ.μ., κειμένου στον Δήμο Άνω Λιοσίων, επί της οδού ... (πρώην ...), επί του οποίου είχαν ανεγείρει κατοικία που περιελάμβανε ισόγειο διαμέρισμα (πλήρως αποπερατωμένο), επιφανείας 104τ.μ., στο οποίο και διέμεναν, καθώς και ημιτελές διαμέρισμα στον πρώτο υπέρ του ισογείου όροφο, επιφάνειας 65,55τ.μ. και η οποία (κατοικία) πλήγηκε από τον σεισμό της 7ης Σεπτεμβρίου 1999, με αποτέλεσμα να είναι κατεδαφιστέα, ο δε τρίτος (Ψ1) ήταν κύριος, νομέας και κάτοχος του Τμήματος 2 ενός ενιαίου οικοπέδου, εμβαδού του όλου 211,20τ.μ. κειμένου στη θέση ΒΙΟ.ΠΑ. του Δήμου Ανω Λιοσίων, στο Ο.Τ. 3072 και επί της οδού ..., επί του οποίου ο ίδιος είχε ανεγείρει οικοδομή αποτελούμενη από ισόγειο διαμέρισμα, εμβαδού 69,75τ.μ. και ημιτελή κατασκευή πρώτου ορόφου, εμβαδού 50,95 τ.μ. και τους διαβεβαίωσε την 15/10/2001 τους, Ψ2, Ψ3 και την 24/10/2001 τον Ψ1, ότι: α) ήταν αρωγός και συμπαραστάτης στο πρόβλημα που ανέκυψε λόγω του σεισμού της 7/9/1999 με τις ως άνω οικίες, β)εν γνώσει του παρέστησε ψευδώς σ' αυτούς κατά τις ανωτέρω ημερομηνίες ότι, επειδή το όλο ακίνητο τους βρίσκεται σε χώρο που έχει χαρακτηριστεί από τον Δήμο Άνω Λιοσίων ως Βιοτεχνικό Πάρκο, που επρόκειτο να ανήκει ιδιοκτησιακά στον Δήμο, υπήρχε η δυνατότητα να παραδώσουν στον τελευταίο (Δήμο Άνω Λιοσίων), την παραπάνω ιδιοκτησία τους, έτσι ώστε να την διαχειρίζονται τα αρμόδια όργανα του (Δήμου) κατά το δοκούν, γ)τους έπεισε να παραιτηθούν από το δικαίωμα αποζημίωσης της ιδιοκτησίας τους από την Πράξη Εφαρμογής του Βιοτεχνικού Πάρκου και να λάβουν ως αντάλλαγμα από δύο διαμερίσματα (οι Ψ2 Ψ3 όπως και ο Ψ1) επιφανείας 77τ.μ. το καθένα, που βρίσκονται στη θέση ... του ιδίου Δήμου και τα οποία ανήκουν μεν στην ιδιοκτησία του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας (Ο.Ε.Κ.), αλλά δυνάμει υφιστάμενης από τότε ακόμη σύμβασης, δ) τους έπεισε ότι, τα ακίνητα που θα τους έδινε ο επρόκειτο να παραχωρηθούν μέσω του Δήμου Άνω Λιοσίων με οριστικά παραχωρητήρια σε άστεγους σεισμοπαθείς του. Με τις ανωτέρω παραστάσεις έπεισε τους μηνυτές να συνάψουν την 15/10/2001 οι Ψ3, Ψ2 και την 24/10/2001 ο Ψ1, έγγραφη συμφωνία με τον Δήμο Άνω Λιοσίων, νομίμως εκπροσωπούμενο από τον τότε Αντιδήμαρχο Ζ, δυνάμει της οποίας ο μεν Δήμος Άνω Λιοσίων ανέλαβε την υποχρέωση να ενεργήσει για την έκδοση από τον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας των προσωρινών και στη συνέχεια των οριστικών παραχωρητηρίων και την παράδοση τους εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος από την υπογραφή του ως άνω συμφωνητικού στους μηνυτές, οι δε τελευταίοι (μηνυτές), σε καθεμία περίπτωση παρέδωσαν στον εν λόγω Δήμο την κατοχή των ακινήτων τους, δηλώνοντας ρητώς ότι ο Δήμος Άνω Λιοσίων θα δύναται να διαχειρίζεται αυτά όπως το επιθυμεί. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν ο Ψ2, στο υπ' αριθ. 266 διαμέρισμα του ισογείου, 77τ.μ. στίχος 64, η Ψ3 στο υπ' αριθ. 267 διαμέρισμα του ισογείου εμβαδού 77τ.μ. στίχος 64 και ο Ψ1 στο υπ' αριθ. 270 διαμέρισμα του ισογείου εμβαδού 77τ.μ. στίχος 65 και στο υπ' αριθ. 271 διαμέρισμα του ισογείου εμβαδού 77τ.μ. στίχος 65. Επιπλέον με την ίδια ως άνω συμφωνία και έχοντες πειστεί από τις προεκτεθείσες παραστάσεις, οι μηνυτές παραιτήθηκαν, μεταξύ άλλων, από το δικαίωμα τους να λάβουν αποζημίωση την οποία εδικαιούντο από την Πράξη Εφαρμογής του ΒΙΟ.ΠΑ., που κυρώθηκε με την ΠΕΧΩ 2495/Φ. τροπ./21-8-2001 απόφαση Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής, καθώς και από κάθε αξίωση ή απαίτηση έναντι του Δήμου Άνω Λιοσίων, θεωρώντας και αναγνωρίζοντας ότι λαμβάνοντας τα πιο πάνω διαμερίσματα στην κατοχή τους, έχουν αποζημιωθεί και ικανοποιηθεί πλήρως. Επίσης υποστηρίζουν οι μηνυτές ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος Ζ στα ... την 15/10/2001, την 24/10/2001, έχοντας την ιδιότητα του Αντιδημάρχου του Δήμου Άνω Λιοσίων, με πρόθεση και γνωρίζοντας την διάπραξη απ' αυτόν του παραπάνω εγκλήματος της απάτης υπέγραψε υπό την ως άνω ιδιότητα του και εκπροσωπώντας νομίμως τον εν λόγω Δήμο τις από 15/10/2001 και 24/10/2001 έγγραφες συμφωνίες, που συνήφθησαν ανάμεσα στον Δήμο αυτόν και τους μηνυτές Ψ2 και Ψ3 το γένος ..., η πρώτη από τις συμφωνίες αυτές, και τον μηνυτή Ψ1 η δεύτερη, καθιστώντας έτσι δυνατό οι μηνυτές να παραδώσουν στον Δήμο Άνω Λιοσίων τα περιγραφόμενα παραπάνω ακίνητα τους, να εγκατασταθούν σε διαμερίσματα που δεν επρόκειτο να μεταβιβαστούν σ'αυτούς από τον Ο.Ε.Κ. και να παραιτηθούν, μεταξύ άλλων, από το δικαίωμα τους να λάβουν αποζημίωση την οποία εδικαιούντο από την πράξη εφαρμογής του ΒΙΟ.ΠΑ., καθώς και από κάθε αξίωση, απαίτηση έναντι του Δήμου Άνω Λιοσίων, θεωρώντας και αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι λαμβάνοντας τα πιο πάνω διαμερίσματα στην κατοχή τους, έχουν αποζημιωθεί και ικανοποιηθεί πλήρως. Όπως αποδείχθηκε όμως εκ των υστέρων οι παραπάνω διαβεβαιώσεις των κατηγορουμένων είναι ψευδείς καθότι: α) ο Δήμος Άνω Λιοσίων, σε αντίθεση με όσα ο πρώτος κατηγορούμενος διαβεβαίωσε τους μηνυτές δεν είχε τη δυνατότητα να ενεργήσει για την έκδοση από τον Ο.Ε.Κ. των προσωρινών και οριστικών παραχωρητηρίων και την παράδοση στους μηνυτές των ιδίων ως άνω διαμερισμάτων και δη εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος από την υπογραφή του ως άνω συμφωνητικού, β) δεν υπήρχε συμφωνία μεταξύ του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας (Ο.Ε.Κ.) και του Δήμου Άνω Λιοσίων για παραχώρηση στον Δήμο Άνω Λιοσίων των διαμερισμάτων, στα οποία εγκαταστάθηκαν οι μηνυτές, γ) τα εν λόγω διαμερίσματα, στα οποία οι μηνυτές, κατά τα ανωτέρω εγκαταστάθηκαν, άνηκαν κατά κυριότητα στον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας και προορίζονταν αποκλειστικά για τους πλημμυροπαθείς δικαιούχους του εν λόγω Οργανισμού, καθώς με την υπ' αριθ. 290/1999 ΠΥΣ (ΦΕΚ 165 Α/1995) και τις υπ' αριθ. 50251/1998 (ΦΕΚ 395 Δ/1998) και 50502/1997 (ΦΕΚ 529 Δ/1997) αποφάσεις του Υπουργού Εργασίας, είχε ρυθμισθεί η παραχώρηση εργατικών κατοικιών από τον οικισμό που είχε ανεγερθεί από τον Ο.Ε.Κ. στην περιοχή ... στους πλημμυροπαθείς δικαιούχους του Οργανισμού, στους οποίους δεν συγκαταλέγονταν οι μηνυτές.
Εκτιμώντας τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την κυρία ανάκριση το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών δέχθηκε με το προσβαλλόμενο με αριθμό 1512/2007 βούλευμα του (για όσους λόγους αναφέρονται σ' αυτό) ότι, προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής κατά των εκκαλούντων κατηγορουμένων και παρέπεμψε αυτούς ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστούν ως υπαίτιοι της πράξεως που έχει αποδοθεί στον καθένα. Με την κρινομένη έφεση των οι εκκαλούντες - κατηγορούμενοι υποστηρίζουν ότι, δεν εκτιμήθηκαν ορθώς από το πρωτοβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης με αποτέλεσμα να παραπεμφθούν αυτοί στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για πράξη που δεν τέλεσαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι, οι εκκαλούντες κατέθεσαν "τυπικές" εφέσεις. Πέρα δηλαδή της αιτιάσεως ότι (κατά λέξη) "... εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις το Συμβούλιο και εσφαλμένα υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στο νόμο και εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο ...", ουδέν συγκεκριμένο πραγματικό περιστατικό ή νομικό ισχυρισμό επικαλούνται οι εγκαλούντες, ώστε να αιτιολογήσουν επαρκώς την άποψη των περί εσφαλμένης εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων. Ο παραπάνω, έστω και γενικά διατυπωμένος, λόγος εφέσεως είναι σαφής, ορισμένος και πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 474 παρ. 2 Π.Κ. Πρακτικώς βέβαια η γενική διατύπωση "περί μη ορθής εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων" σημαίνει ότι, το Συμβούλιο Εφετών θα πρέπει να κρίνει τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία (όπως και το εκκαλούμενο Βούλευμα), χωρίς όμως να "εστιάσει" σε κάποιο συγκεκριμένο "παράπονο" των εκκαλούντων. Από την εκ νέου εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων της δικογραφίας (σε συνδυασμό και με τους λόγους εφέσεως) που αναφέρθηκαν παραπάνω, με βεβαιότητα συνάγεται ότι: 1) Κατά την υπογραφή των από 15-10-2001 και 24-10-2001 ιδιωτικών συμφωνητικών ο πρώτος κατηγορούμενος διαβεβαίωσε τους μηνυτές, (και ο δεύτερος υπέγραψε την σχετική συμφωνία) ότι: ο Δήμος Άνω Λιοσίων αναλαμβάνει την υποχρέωση να ενεργήσει για την έκδοση παραχωρητηρίων (προσωρινών και στη συνέχεια οριστικών) από τον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας, και την παράδοση τους στους συμβαλλόμενους ιδιοκτήτες σεισμοπαθείς, που θα εγκατασταθούν όμως άμεσα τόσο αυτοί όσο και οι οικογένειες τους στα εξής διαμερίσματα του οικισμού κατοικιών στη θέση ..., δηλαδή: α) Ο Ψ2 στο υπ' αριθμόν 266 διαμέρισμα του ισογείου εμβαδού 77 τ.μ., στίχος 64, β) η Ψ3 στο υπ' αριθμό 267 διαμέρισμα του ισογείου εμβαδού 77 τ.μ., στίχος 64, όπως αυτό προκύπτει από τα σχετικά έγγραφα της Τεχνικής Υπηρεσίας του Δήμου Άνω Λιοσίων και γ) ο Ψ1 στα με αριθμό 270 και 271 διαμερίσματα ισογείου εμβαδού 77 τ.μ. και 77 τ.μ. αντίστοιχα, Β) ο πρώτος κατηγορούμενος διαβεβαίωσε τους μηνυτές ότι η παράδοση των παραχωρητηρίου θα υλοποιηθεί εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος από της υπογραφής των ιδιωτικών συμφωνητικών.
Βέβαιον πάντως είναι ότι, μέχρι και σήμερα οι μηνυτές δεν έχουν καταστεί κύριοι των ακινήτων, όπως εγγράφως τους είχε διαβεβαιώσει ο πρώτος κατηγορούμενος και την διαβεβαίωση αυτή υπέγραψε ο δεύτερος κατηγορούμενος, υπό την ιδιότητα του ως αντιδήμαρχος του Δήμου Άνω Λιοσίων. Επίσης βέβαιον είναι ότι, τα εν λόγω διαμερίσματα, τα οποία ο πρώτος κατηγορούμενος υποσχέθηκε στους μηνυτές, ανήκαν κατά κυριότητα στον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας και προορίζονταν αποκλειστικά για τους πλημμυροπαθείς δικαιούχους του εν λόγω Οργανισμού. Σημειωτέον ότι, με τις ψευδείς αυτές παραστάσεις του απέβλεπε (ο πρώτος κατηγορούμενος, εν γνώσει και του δευτέρου) στο να αποκομίσει ο Δήμος Άνω Λιοσίων Αττικής, παράνομο περιουσιακό όφελος κατά το ποσό της αξίας του δικαιώματος κυριότητας καθενός απ' αυτούς (τους μηνυτές) επί των ακινήτων, τα οποία παρέδωσαν στον εν λόγω Δήμο, παραιτούμενοι από κάθε δικαίωμα, αξίωση σχετικά με αποζημίωση από την Πράξη Εφαρμογής του ΒΙΟ.ΠΑ. Το παράνομο περιουσιακό αυτό όφελος συνίσταται: α) όσον αφορά καθέναν από τους μηνυτές Ψ2 και Ψ3, στην αξία του ημίσεως της συγκυριότητας επί του ακινήτου της οδού ... (πρώην ...) δηλ., του εξ αδιαιρέτου επί του επιπέδου έκτασης 213,98τ.μ. και της επ' αυτού οικίας, αποτελούμενης από ένα ισόγειο διαμέρισμα και ένα ημιτελές διαμέρισμα στον Α' όροφο και δη στο ποσό των 100.000€, που αποτελεί το ήμισυ της αξίας του όλου εν λόγω ακινήτου, β) όσον αφορά τον Ψ1 συνίσταται στην αξία της κυριότητας του επί του ακινήτου της οδού ... και δη στο ποσό των 140.000€, αντίστοιχη δε είναι σε καθεμία περίπτωση και η περιουσιακή ζημία που καθένας από τους μηνυτές υπέστη.
Η συμπεριφορά του δεύτερου κατηγορουμένου συνίσταται στο ότι, έχοντας την ιδιότητα του αντιδημάρχου του Δήμου Άνω Λιοσίων και γνωρίζοντας την διάπραξη απ' αυτόν του παραπάνω αδικήματος από τον πρώτο κατηγορούμενο, υπέγραψε υπό την ως άνω ιδιότητα του και εκπροσωπώντας νομίμως τον εν λόγω Δήμο τις από 15/10/2001 και 24/10/2001 έγγραφες συμφωνίες, που συνήφθησαν ανάμεσα στον Δήμο και τους μηνυτές Ψ2 και Ψ3 (η πρώτη από τις συμφωνίες αυτές) και τον μηνυτή Ψ1 (η δεύτερη συμφωνία), καθιστώντας έτσι δυνατό οι μηνυτές να παραδώσουν στον Δήμο Άνω Λιοσίων τα περιγραφόμενα παραπάνω ακίνητα τους, να εγκατασταθούν σε διαμερίσματα που δεν επρόκειτο να μεταβιβαστούν σ' αυτούς από τον Ο.Ε.Κ. και να παραιτηθούν, μεταξύ άλλων, από το δικαίωμα τους να λάβουν αποζημίωση την οποία εδικαιούντο από την πράξη εφαρμογής του ΒΙΟ.ΠΑ., καθώς και από κάθε αξίωση, απαίτηση έναντι του Δήμου Άνω Λιοσίων, θεωρώντας και αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι λαμβάνοντας τα πιο πάνω διαμερίσματα στην κατοχή τους, έχουν αποζημιωθεί και ικανοποιηθεί πλήρως. Είναι δε πλέον ή βέβαιον ότι, χωρίς την υπογραφή του δευτέρου κατηγορουμένου στα σχετικά ιδιωτικά συμφωνητικά, οι μηνυτές δεν θα είχαν αποδεχθεί τις διαβεβαιώσεις του πρώτου κατηγορουμένου και δεν θα είχαν ενεργήσει κατά τον τρόπο που ενήργησαν. Όλα τα παραπάνω αποδεικνύονται κατά τρόπο που, ουδεμία αμφιβόλου επιδέχεται, από τις ανακριτικές καταθέσεις των μηνυτών. Ειδικότερα ο μηνυτής - πολιτικώς ενάγων Ψ2 στην από 31-5-2006 ανακριτική του κατάθεση επιβεβαιώνει χαρακτηριστικά ότι "... πριν τους σεισμούς από το Δήμο μας είχαν ρωτήσει αν θέλουμε χρήματα ή να μεταβούμε σε άλλο ακίνητο με τα ίδια τετραγωνικά και συγκεκριμένα σε μονοκατοικία .Και αυτό γιατί εκεί επρόκειτο να γίνει πάρκο. Εμείς είχαμε ζητήσει να πάμε σε μονοκατοικία. Μετά το σεισμό του 1999 ο Δήμαρχος μας είπε προφορικά, σε εμένα, τη σύζυγο μου και τον πεθερό μου Ψ1, ότι μπορούσε να μας παραχωρήσει δύο διαμερίσματα σε εμένα και τη σύζυγο μου και δύο διαμερίσματα στον πεθερό μου, από ότι μας είπε ο Δήμαρχος η έκταση στην οποία είχαν κατασκευαστεί οι κατοικίες του ΟΕΚ ήταν ιδιοκτησίας του Δήμου. Σε αντάλλαγμα ο ΟΕΚ, από ότι μας διαβεβαίωσε ο Δήμαρχος, έδωσε πενήντα από τα διαμερίσματα που κατασκευάστηκαν στον Δήμο Άνω Λιοσίων. Επομένως σύμφωνα με όσα μας είπε ο Δήμαρχος τα διαμερίσματα αυτά που θα παίρναμε αποτελούσαν ιδιοκτησία του Δήμου. Αυτό όμως δεν ήταν αληθές διότι ο Δήμος δεν έχει αποκτήσει ούτε μέχρι σήμερα την κυριότητα των διαμερισμάτων αυτών .Επίσης ο δήμαρχος μας είπε ότι υπήρχε σύμβαση μεταξύ του ΟΕΚ και του Δήμου Άνω Λιοσίων, για παραχώρηση των συγκεκριμένων κατοικιών από τον πρώτο, στον δεύτερο. Όπως όμως μας διαβεβαίωσε προφορικώς και εγγράφως ο ΟΕΚ τέτοια σύμβαση μεταξύ του ΟΕΚ και του Δήμου άνω Λιοσίων δεν υφίσταται, οι δε εργατικές κατοικίες ορίστηκε να παραχωρηθούν σε πλημμυροπαθείς δικαιούχους του ΟΕΚ. Εμείς με τις διαβεβαιώσεις αυτές του Δημάρχου πειστήκαμε και φύγαμε από το προηγούμενο σπίτι μας. Σήμερα μένουμε στα διαμερίσματα αυτά που όλως περιέργως μας έχουν παραχωρηθεί από τον ΟΕΚ και υπάρχει και σχετικό πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής. Ωστόσο μέχρι σήμερα έχουμε τη χρήση μόνο των διαμερισμάτων και δεν έχουμε καταστεί κύριοι αυτών των ιδιοκτησιών. Δεν μπορώ να προσδιορίσω την αξία του προηγούμενου ακινήτου μας από το οποίο φύγαμε, ούτε την αξία των διαμερισμάτων που μένουμε τώρα. Θεωρώ ότι η αξία αυτή σε κάθε περίπτωση υπερβαίνει τις 75.000 ευρώ . Αν γνωρίζαμε την κατάσταση αυτή, δηλαδή ότι θα είμαστε μέχρι σήμερα μετέωροι, δεν θα δεχόμασταν να φύγουμε από την παλιά μας κατοικία. Η παλιά μας "κατοικία, και η δικιά μου και του πεθερού μου, έχει κατεδαφιστεί, προκειμένου να γίνει το πάρκο. Υπάρχουν άνθρωποι στην περιοχή που πρόκειται να υλοποιηθεί το πάρκο, που παρέμειναν στις παλιές τους κατοικίες και δεν δέχθηκαν να φύγουν. Αυτές οι κατοικίες δεν κατεδαφίστηκαν... " (Βλέπ. την από 31-5-2006 ανακριτική κατάθεση Ψ2). Επίσης ο μηνυτής - πολιτικώς ενάγων Ψ1 στην από 31-5-2006 ανακριτική του κατάθεση επιβεβαιώνει χαρακτηριστικά ότι "... ο Δήμαρχος μας είπε ψέματα ως προς την ύπαρξη συμφωνίας του Δήμου με τον ΟΕΚ. Ενώ ειδικότερα μας είπε ότι ο Δήμος είχε πάρει από τον ΟΕΚ κάποιες εργατικές κατοικίες και συγκεκριμένα 35 σπίτια αυτό δεν ήταν αληθές. Δεν υπάρχει τέτοια συμφωνία μεταξύ ΟΕΚ και Δήμου Άνω Λιοσίων. Εμείς αν γνωρίζαμε αυτό δεν θα υπογράφαμε το συγκεκριμένο ιδιωτικό συμφωνητικό και δεν θα δεχόμασταν να εγκαταλείψουμε τις παλιές μας ιδιοκτησίες. Στα καινούρια διαμερίσματα μας παραχωρήθηκε μόνο η χρήση και δεν έχουμε αποκτήσει κυριότητα. Την πραγματικότητα την γνώριζε και ο αντιδήμαρχος που υπέγραψε το ιδιωτικό συμφωνητικό. Είμαι 81 ετών και ουσιαστικά έχω μόνο τη χρήση ενός ακινήτου. Το ίδιο έπαθε και η κόρη μου με τον γαμπρό μου. Το παλιό μου ακίνητο άξιζε 125.000 ευρώ Το παλιό μου σπίτι γκρεμίστηκε και από εκείνο το σημείο υπάρχει διασταύρωση δρόμου που εντάσσεται στο βιομηχανικό πάρκο. Και το δικό μου και το ακίνητο του γαμπρού μου κατεδαφίστηκε. Κάποιοι άλλοι ιδιοκτήτες της περιοχής δεν δέχθηκαν να φύγουν και σήμερα παραμένουν στις κατοικίες τους. Ενώ πρώτα ο Δήμος τους πίεζε να φύγουν, τώρα δεν τους πιέζει πια. Το παλιό ακίνητο της κόρης μου και του γαμπρού μου άξιζε γύρω στις 230.000 ευρώ ...." (Βλέπ. την από 31-5-2006 ανακριτική κατάθεση Ψ1)".
Με βάση όμως τις παραπάνω παραδοχές ανακύπτει ζήτημα έλλειψης της απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, λόγω ασαφειών, αντιφάσεων και λογικών κενών κατά την έκθεση των γεγονότων, για τους ίδιους δε λόγους ανακύπτει ζήτημα εκ πλαγίου παράβασης ουσιαστικής ποινικής διάταξης και συγκεκριμένα του άρθρου 386 § § 1 και 3β' Π.Κ., αφού είναι ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος, περί του αν ορθά εφαρμόσθηκε η παραπάνω διάταξη και έτσι το βούλευμα να στερείται νόμιμης βάσης. Συγκεκριμένα υπάρχει αντίφαση αναφορικά με την βλάβη της περιουσίας των φερομένων ως παθόντων, σε σχέση με το παράνομο περιουσιακό όφελος που επεδίωξε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος. Έτσι ενώ γίνεται δεκτό ότι τα δύο ακίνητα των παθόντων δεν μεταβιβάσθηκαν, συνεπεία των απατηλών ενεργειών του αναιρεσείοντα, κατά κυριότητα στον Δήμο, αλλά μόνον ως προς τη κατοχή και ότι οι παθόντες διατηρούν την κυριότητα αυτών, εντελώς αντιφατικά γίνεται δεκτό ότι η περιουσιακή βλάβη ανέρχεται στη συνολική αξία των ακινήτων και με τον τρόπο αυτό η κατηγορία προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα.
Περαιτέρω ενώ γίνεται δεκτό ότι στα πλαίσια της συμφωνίας οι παθόντες παρέδωσαν την κατοχή δύο οικοδομών που είχαν υποστεί σοβαρές ζημίες από τον σεισμό και είχαν χαρακτηριστεί ως κατεδαφιστέες και έλαβαν ως αντάλλαγμα, με την φροντίδα του κατηγορουμένου Δημάρχου, τέσσερα (4) καινουργή διαμερίσματα τα οποία εδώ και μία οκταετία περίπου χρησιμοποιούν ανενόχλητοι από οιονδήποτε, δεν γίνεται στο βούλευμα οποιαδήποτε αναφορά σχετικά με το ποιο συνολικά ποσό ωφελήθηκαν οι παθόντες από την μέχρι τώρα χρήση των διαμερισμάτων αυτών, ώστε κατά το ποσό αυτό να μειωθεί η περιουσιακή βλάβη που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν εκ της μεταβιβάσεως μόνο της κατοχής των ακινήτων τους στον Δήμο. Περαιτέρω ως στοιχείο της απατηλής συμπεριφοράς, με την οποία σύμφωνα με το βούλευμα, επιδιώχθηκε η επίτευξη παράνομου περιουσιακού οφέλους στον Δήμο Άνω Λιοσίων, φέρεται να αποτελεί ότι οι παθόντες πείσθηκαν να παραιτηθούν από το δικαίωμα αποζημίωσης της ιδιοκτησίας τους από τη πράξη εφαρμογής του Βιοτεχνικού Πάρκου, δεν γίνεται όμως οποιαδήποτε αναφορά στο βούλευμα σε τί ποσό ανέρχεται αυτή η αποζημίωση και ποιος φορέας ήταν υπόχρεος για την καταβολή του, ώστε να είναι δυνατόν να κριθεί ότι κατ' αυτόν τον τρόπο ωφελήθηκε ή ήταν δυνατόν να ωφεληθεί παρανόμως ο Δήμος Άνω Λιοσίων.
Επομένως, οι σχετικοί από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' του ΚΠΔ λόγοι αναίρεσης της κρινόμενης αιτήσεως αναίρεσης για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης (περί απάτης) και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι βάσιμοι και πρέπει κατά παραδοχή αυτών να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα ως προς τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Χ. Το αποτέλεσμα δε τούτο πρέπει, ενόψει του ότι οι ως άνω δύο λόγοι αναίρεσης δεν προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του αναιρεσείοντα, να επισημανθεί και στον φερόμενο ως άμεσο συνεργό του αναιρεσείοντα στην ίδια πράξη Ζ, που δεν άσκησε αναίρεση κατά του προσβαλλόμενου βουλεύματος (άρθρο 469 ΚΠΔ). Ακολούθως, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, του οποίου η σύνθεση είναι δυνατή από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που έχουν αποφανθεί προηγουμένως (άρθρα 485 παρ. 1 και 519 παρ. 1 ΚΠΔ).

Για τους λόγους αυτούς
Αναιρεί το υπ' αριθμ. 2.022/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ως προς το μέρος που αφορά τον αναιρεσείοντα Χ, ως προς την παραπομπή του ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών για να δικασθεί ως υπαίτιος του ότι με περισσότερες πράξεις του, που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, με σκοπό να αποκομίσει άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε με πρόθεση ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει του παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, το δε περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ, δηλονότι για την αξιόποινη πράξη της απάτης κατ' εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος, που φέρεται ότι τέλεσε στα ... στις 15.10.2001 και στις 24.10.2001.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το ως άνω μέρος της, για νέα κρίση, στο αυτό Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους Δικαστές, εκτός εκείνων που αποφάνθηκαν προηγουμένως. Και Επεκτείνει το αποτέλεσμα τούτο και ως προς τον κατηγορούμενο, άμεσο συνεργό του αναιρεσείοντος, Ζ
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Ιουνίου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 3 Αυγούστου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή