Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 914 / 2013    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Κλήτευση.




Περίληψη:
Αναίρεση Εισαγγελέως Αρείου Πάγου κατά αθωωτικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων. Λόγος αναιρέσεως: Η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας
της αποφάσεως. Η αναφορά στο προοίμιο του αιτιολογικού της απόφασης ότι έλαβε υπόψη και την απολογία του κατηγορουμένου ενώ ο τελευταίος δεν παρέστη οφείλεται σε προφανή παραδρομή. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος Εισαγγελέα συνιστούν αμφισβήτηση της ουσίας των παραδοχών του Εφετείου και είναι απαράδεκτες. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης.




Αριθμός 914/2013

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Μαρία Βασιλάκη-Εισηγήτρια και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Απριλίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέα Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 4856/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με κατηγορούμενο τον Χ. Κ. του Κ., κάτοικο ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Γ. Π. του Θ., κάτοικο ... που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους του Σπυρίδωνα-Ιωάννη Κλαδά και Ανδρέα Γαβαλά.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Αναστάσιος Κανελλόπουλος, ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό 56 και ημερομηνία 18 Δεκεμβρίου 2012 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1369/2012.
Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που ζήτησε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξουσίους δικηγόρους του πολιτικώς ενάγοντος, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 513§1 εδ.γ' ΚΠΔ ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 156-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Κατά το άρθρο 515§2 εδ.α' του ίδιου Κώδικα εάν εμφανισθεί ο αναιρεσείων η συζήτηση γίνεται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, ακόμα και αν κάποιος από αυτούς δεν εμφανίστηκε.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα υπό ημερομηνία 21-2-2013 και 25-2-2013 αποδεικτικά επίδοσης της επιμελήτριας δικαστηρίων Εισαγγελίας Αρείου Πάγου …ο κατηγορούμενος Χ. Κ., κλητεύθηκε από τον αναιρεσείοντα Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα με θυροκόλληση καθώς και ο αντίκλητος δικηγόρος του Σπήλιος Σπηλιάκος για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, πλην όμως δεν εμφανίσθηκε κατ' αυτήν και την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ενώ εμφανίσθηκαν ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και οι λοιποί διάδικοι (βλ. πρακτικά του Δικαστηρίου αυτού για τη συζήτηση της προκειμένης υπόθεσης). Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο αυτό θα προχωρήσει στη διαδικασία σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι και θα εξετάσει περαιτέρω την υπόθεση.
Από τη διάταξη του άρθρου 505 παρ. 2 εδ. α' του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε καταδικαστικής ή αθωωτικής αποφάσεως οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και αυτός της ελλείψεως της απαιτούμενης από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της υπερβάσεως εξουσίας. Ειδικά προκειμένου για αθωωτική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου της αθωότητας, που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ν.δ. 73/1974), τέτοια έλλειψη αιτιολογίας, που ιδρύει τον από τη διάταξη του άρθρου 510 στοιχ. Δ ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει είτε όταν δεν εκτίθενται καθόλου στην απόφαση πραγματικά περιστατικά, είτε όταν δεν αιτιολογεί το δικαστήριο με σαφήνεια και πληρότητα γιατί δεν πείστηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου από τα αποδεικτικά μέσα που προσδιορίζονται στα πρακτικά και τα οποία έλαβε υπόψη για τον σχηματισμό της κρίσεώς του. Δεν απαιτείται, όμως, για την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αθωωτικής απόφασης να εκθέτει το δικαστήριο σ' αυτή περιστατικά από τα οποία πείστηκε για την αθωότητα του κατηγορουμένου, δεδομένου ότι αντικείμενο απόδειξης στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορουμένου. Περαιτέρω, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, για να θεωρηθεί η δικαστική απόφαση αιτιολογημένη πρέπει να προκύπτει από αυτήν ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά προκειμένου να διαμορφώσει την κρίση του.
Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ, όπως αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999 που άρχισε να ισχύει από 3-6-1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ. β)... Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται* α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Τα γεγονότα μπορεί να αναφέρονται στην προσωπική κατάσταση, τη φερεγγυότητα, το επάγγελμα, τις έννομες σχέσεις, τη νομική κατάσταση του πράγματος, το κύρος ή την ισχύ δικαιοπραξιών κλπ. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 4856/2012 απόφαση του, το Τριμελές Εφετείο (Κακουργημάτων) Αθηνών, που την εξέδωσε, κήρυξε αθώο τον κατηγορούμενο της αποδιδόμενης σ' αυτόν αξιόποινης πράξεως της απάτης σε βαθμό κακουργήματος. Από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι το παραπάνω Δικαστήριο, αφού εκτίμησε τα προσδιοριζόμενα σε αυτή κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, δέχτηκε στο αιτιολογικό του, τα εξής: "Ο κατηγορούμενος Χ. Κ. ήταν ο νόμιμος εκπρόσωπος και μοναδικός μέτοχος της, κατά το άρθρο 43α του ν. 3190/1955, μονοπρόσωπης ΕΠΕ, με την επωνυμία "ΠΡΑΪΜ ΓΙΩΤΙΝΓΚ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ", και τον διακριτικό τίτλο ΠΡΑΪΜ ΓΙΩΤΙΝΓΚ ΕΠΕ, που είχε έδρα στον ... στην οδό ... Με το από 7-10-2003 και με αριθμό .../03 συμβολαιογραφικό έγγραφο, που έχει συντάξει ο Συμβ/φος Αθηνών Ιωάννης-Χριστόφορος Κόλλιας, η εν λόγω εταιρεία μετατράπηκε σε ανώνυμη, σύμφωνα με το άρθρο 67 του ν. 2190/1920, αφού τηρήθηκαν και οι απαιτούμενες στην ίδια διάταξη διατυπώσεις δημοσιότητας και έλαβε την επωνυμία "ΠΡΑΪΜ ΓΙΩΤΙΝΓΚ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ, ΕΜΠΟΡΙΚΗ, ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ, ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και τον διακριτικό τίτλο "PRIME YACHTING Α.Ε.". Σύμφωνα με το από 8-1-2004 πρακτικό του ΔΣ της ανώνυμης εταιρείας, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ τ.ΑΕ και ΕΠΕ, αριθ. 974 της 4-2-2004, η εκπροσώπηση της εταιρείας αυτής ανατέθηκε, μέχρι 30-6-2004, στον Πρόεδρο του ΔΣ και Διευθύνοντα Σύμβουλο αυτής, που ήταν ο ίδιος ο κατηγορούμενος και, ακολούθως, με μεταγενέστερη απόφαση, του ΔΣ, που δημοσιεύθηκε ομοίως νομότυπα στο ΦΕΚ, η θητεία αυτού παρατάθηκε μέχρι την 30-6-2007.
Σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 67 παρ. 1 του ν. 2190/1920, με τη μετατροπή της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης στον εταιρικό τύπο της ανώνυμης, η νομική προσωπικότητα της εταιρείας δεν μεταβάλλεται, δηλαδή-δεν λήγει η νομική προσωπικότητα της ΕΠΕ και δεν δημιουργείται νέα νομική προσωπικότητα με τον τύπο της ΑΕ, αλλά συνεχίζεται η ίδια νομική προσωπικότητα υπό άλλο εταιρικό τύπο, ήτοι εκείνον της ΑΕ, με αποτέλεσμα η ανώνυμη εταιρεία να καθίσταται αυτοδικαίως φορέας όλων των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της προϋπάρχουσας εταιρείας περιορισμένης ευθύνης και οι τυχόν εκκρεμείς δίκες μεταξύ της τελευταίας και τρίτων να συνεχίζονται από την ανώνυμη πλέον εταιρεία, χωρίς καμία διατύπωση και χωρίς να προηγηθεί βίαιη διακοπή της δίκης, όπως θα συνέβαινε αν η ΕΠΕ είχε λυθεί και είχε παύσει να υφίσταται, (βλ. και Δ. Τζουγανάτο στο "Δίκαιο της Ανώνυμης Εταιρείας", με επιμέλεια Ευαγγ. Περάκη, υπ' άρθρο 67, παρ. Ι.-2, αριθ. 7, σελ, 675-676 και τις εκεί-παραπαμπές ). Η ανωτέρω εταιρεία, και με τις δύο νομικές μορφές της, είχε αντικείμενο την εκναύλωση σκαφών αναψυχής, με σκοπό το εμπορικό κέρδος από τους ναύλους, που αποκόμιζε, και είχε στην ιδιοκτησία της, για την εξυπηρέτηση του σκοπού αυτού, στις αρχές του 2004, δέκα (10) σκάφη αναψυχής. Το καλοκαίρι του 2004 προβλεπόταν ιδιαίτερα επικερδές, λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων - Αθήνα 2004, που θα συγκέντρωναν πολλούς αλλοδαπούς υψηλού εισοδήματος στην Ελλάδα, οι οποίοι, με την ευκαιρία της παρακολούθησης των Αγώνων, θα ήταν πρόθυμοι να ναυλώσουν ένα σκάφος αναψυχής για να περιηγηθούν τη χώρα. (Εξ ετέρου η εταιρεία είχε ανάγκη χρηματοδοτήσεως για αποπληρωμή του τιμήματος αγοράς του ημίσεως του στόλου της, που είχε πρόσφατα αγορασθεί, αλλά και για την εν γένει συντήρηση, εξοπλισμό και επάνδρωση όλων των σκαφών της). Ο κατηγορούμενος είχε ιδιαίτερα φιλικές σχέσεις με τον έτερο αρχικά συγκατηγορούμενό του, Σ. Κ., (ως προς τον οποίο η υπόθεση δεν εισάγεται), ο οποίος δραστηριοποιείτο επαγγελματικά σε διάφορες εμπορικές διαμεσολαβήσεις και επιχειρήσεις αντιπροσωπείας. Ο τελευταίος είχε διαβεβαιώσει τον κατηγορούμενο ότι μπορεί να του εξεύρει χρηματοδότη από το εξωτερικό με συμφέροντες όρους για την κάλυψη των αναγκών της εταιρείας του. (Εάν ο κατηγορούμενος ήθελε απλώς να πωλήσει τον στόλο του, ήταν πολύ εύκολο τότε, λόγω της προσδοκώμενης κερδοφορίας να εξεύρει αγοραστή και εντός Ελλάδος, με τίμημα ανάλογο της εμπορικής αξίας των σκαφών του, χωρίς να χρειασθεί μεσίτη και δεν θα προέβαινε σε μετατροπή του εμπορικού τύπου της εταιρείας του για να διευκολύνει τον επιχειρηματικό του σκοπό, αφού μετά την πώληση ο σκοπός αυτός θα έπαυε να υπάρχει). Κατ' ακολουθία της συνεννοήσεως αυτής, στις 2-3-2004, ο κατηγορούμενος έδωσε ειδική πληρεξουσιότητα στον ανωτέρω μεσολαβητή, δυνάμει του υπ' αριθ. .../2-3-2004 ειδικού πληρεξουσίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ευγενίας Παπακωνσταντίνου, με την ιδιότητα, όμως, του νομίμου εκπροσώπου της Μονοπρόσωπης ΕΠΕ και όχι της νεοσυσταθείσας ΑΕ, όπως, με σκοπό "την χρηματοδότηση της εταιρείας από ιδιωτικό ή τραπεζικό φορέα στο εξωτερικό", πωλεί, παραχωρεί, μεταβιβάσει και παραδίδει ή δεσμεύει σκάφη ανήκοντα στην εταιρεία. Η αναγραφή της ΕΠΕ ως παρέχουσας την πληρεξουσιότητα και όχι της ΑΕ, που την είχε υποκαταστήσει έγινε, διότι οι-εγγραφές των επίμαχων σκαφών στο Νηολόγιο του Πειραιά εμφάνιζαν μέχρι τότε ως πλοιοκτήτρια εταιρεία την ΕΠΕ, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα αντίγραφα των εγγράφων εθνικότητας των σκαφών, σε συνδυασμό με την από 18-2-2004 εξουσιοδότηση του κατηγορουμένου προς τον δικηγόρο του Κ., Γεώργιο Βλαχόπουλο, για να αναλάβει αυτά από το οικείο Νηολόγιο και να τα επιδείξει προς μελλοντικό χρηματοδότη. Από τη γραμματική διατύπωση του ανωτέρω πληρεξουσίου, αλλά και το πνεύμα του, σε συνδυασμό με την τελευταία εξουσιοδότηση, συνάγεται ότι η πληρεξουσιότητα αυτή δεν αφορούσε την εξεύρεση αγοραστή και τη σύναψη με αυτόν ουσιαστικής πωλήσεως των σκαφών της εταιρείας, αλλά η αναφερόμενη δυνατότητα του πληρεξουσίου "να πωλεί και μεταβιβάζει" τα εταιρικά σκάφη εννοούσε, προφανώς, την καταπιστευματική μεταβίβασή τους στον μελλοντικό χρηματοδότη της εταιρείας, ως εμπράγματη εγγύηση, δίκην πλασματικού ενεχύρου, για το ότι το δάνειο, που θα χορηγούσε αυτός προς την εταιρεία του κατηγορουμένου θα αποπληρωνόταν στο ακέραιο, (lex commissoria). Η τελευταία ερμηνεία υπαγορεύεται και από το γεγονός ότι ακριβώς την ίδια χρονική περίοδο, (27-2-2004), ο Κ. είχε αναλάβει με τους ίδιους όρους να εξασφαλίσει χρηματοδότηση και για την ιδίου αντικειμένου εταιρεία "EASY YACHTING" του Α. Φ., πλην όμως στην περίπτωση αυτή συντάχθηκε, ως αντέγγραφο, ιδιωτικό συμφωνητικά, στο οποίο διευκρινίζονταν τα πραγματικά όρια της χορηγηθείσας προς τον Σ. Κ. πληρεξουσιότητας, (βλ. αυτό προσκομιζόμενο). Τέτοιο αντέγγραφο δεν κρίθηκε αναγκαίο να συνταχθεί στην περίπτωση του κατηγορουμένου, λόγω της προαναφερθείσας στενής φιλικής σχέσης του με τον Κ.. Η ίδια ως άνω ερμηνεία, περί της παροχής, πληρεξουσιότητας από τον κατηγορούμενο προς τον εμφανισθέντα ως διαμεσολαβητή, ενισχύεται και από το περιεχόμενο της επιστολής υπό ημερομηνία 22-3-2004, (βλ. αυτήν προσκομιζόμενη), που απηύθυνε ο δικηγόρος Γεώργιος Βλαχόπουλος για λογαριασμό του Κ. προς τον δικηγόρο Δημήτρη Λεοντακιανάκο, ως εκπρόσωπο του ήδη μηνυτή Γ. Π., όπου αναφέρεται καθαρά η καταπιστευματική μεταβίβαση σκαφών προς εξασφάλιση απαιτήσεως.
Ακολούθως, με χρήση του ανωτέρω από 2-3-2004 πληρεξουσίου, το οποίο, όμως, είχε την ως άνω περιορισμένη ισχύ μεταξύ παρέχοντος την πληρεξουσιότητα και πληρεξουσίου, ο Κ. προέβη στις ακόλουθες ενέργειες: (α) Την επομένη της συντάξεως του ανωτέρω πληρεξουσίου, δηλαδή στις 3-3-2004, στο Μόναχο της Γερμανίας, υπέγραψε, ως αντιπρόσωπος της - φερόμενης ως πωλήτριας - μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης του κατηγορουμένου, δέκα πωλητήρια συμβόλαια των ανωτέρω σκαφών, ήτοι ένα συμβόλαιο για καθένα από τα 10 συνολικά σκάφη αντίστοιχα, (bil of sales), με αντισυμβαλλόμενο - αγοραστή τον ήδη μηνυτή Γ. Π. Με τα εν λόγω συμβόλαια καταρτίσθηκαν ενοχικές - υποσχετικές συμβάσεις πωλήσεως και μόνο, καθόσον οι αντίστοιχες εμπράγματες πωλήσεις, με την μεταβίβαση της κυριότητας των σκαφών στον αγοραστή-δια της σχετικής-μεταβολής στο νηολόγιο, (άρθρο 6 εδ. β' - γ' του ΚΙΝΔ), επέρχονται εφόσον πληρωθούν και οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις, όπως αυτές αναφέρονται στο προσκομιζόμενο έγγραφο του Τμήματος Νηολογίου του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς. Στις συμβάσεις αυτές, που ενέχουν εξασφάλιση απαιτήσεως, αναφέρεται ότι το αντίστοιχο "τίμημα" για κάθε-σκάφος, δηλαδή: 80.000 + 80.000 + 90.000 + 100.000 + 130.000 + 140.000 + 150.000 + 150.000-+ 160.000 + 170.000 ευρώ και συνολικά 1.250.000 ευρώ, καταβλήθηκε εν όλω από τον αγοραστή στον αντιπρόσωπο της πωλήτριας εταιρείας. (β) Δύο ημέρες αργότερα στο Γενικό Προξενείο της Ελλάδας στο Μόναχο βεβαιώθηκε αρμοδίως το γνήσιο της υπογραφής του Σ. Κ. στις συμβάσεις αυτές. Επίσης την ίδια ημέρα αυτός υπέγραψε, ενώ βεβαιώθηκε το γνήσιο της υπογραφής του στο ίδιο Προξενείο, δέκα (10) εξοφλητικές αποδείξεις, ήτοι μία αντίστοιχα για κάθε πωληθέν σκάφος, περί του ότι το ανάλογο για κάθε σκάφος τίμημα, (χωρίς όμως να εξειδικεύεται το κάθε επί μέρους ποσό), καταβλήθηκε από τον αγοραστή Γ. Π. προς τον ίδιο, (Κ.), ως αντιπρόσωπο και για λογαριασμό της αντιπροσωπευόμενης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του ίδιου του μηνυτή η καταβολή των χρημάτων δεν έγινε μέσω τραπεζικού λογαριασμού, αλλά σε μετρητά, καθόσον από την επαγγελματική του δραστηριότητα, ως χονδρέμπορος λαχανικών, είχε διαθέσιμο το ποσό του 1.250.000 ευρώ στην κατοχή του. Επίσης, ο κατά την προανάκριση εξετασθείς μάρτυρας του μηνυτή Α. Κ. κατέθεσε ότι ήταν αυτόπτης μάρτυρας της καταβολής του εν λόγω ποσού σε μετρητά, η οποία έγινε, κατά τους ισχυρισμούς του, την ίδια ημέρα, κατά την οποία συντάχθηκαν οι εξοφλητικές αποδείξεις και βεβαιώθηκε το γνήσιο της υπογραφής του λαβόντος, (Κ.), στο Ελληνικό Προξενείο του Μονάχου, δηλαδή στις 5-3-2004. Εν συνεχεία ο ήδη κατηγορούμενος ισχυρίσθηκε ότι το ανωτέρω πληρεξούσιο αφορούσε μόνο εντολή προς τον εκεί πληρεξούσιο για να έλθει σε διαπραγματεύσεις με τρίτους για δάνειο και όχι για να συνάψει οποιαδήποτε σύμβαση με αυτούς. Επίσης αρνήθηκε, ειδικότερα, ότι είχε παράσχει πληρεξουσιότητα στον Κ. για να συνάψει σύμβαση πωλήσεως των σκαφών της εταιρείας του με τρίτους, έστω και καταπιστευματική, καθώς και ότι έλαβε οποιοδήποτε ποσό σε εκτέλεση αυτής, είτε ως τίμημα της πωλήσεως, είτε ως δάνειο. Κατ' ακολουθία αυτών αρνήθηκε και να παράσχει στον ήδη μηνυτή τα αναγκαία στοιχεία για να πραγματοποιηθεί και η εμπράγματη σύμβαση της πωλήσεως με τη μεταβίβαση των σκαφών στον τελευταίο ως αγοραστή. Κατόπιν τούτου ο Γ. Π. κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 22-3-2004 αίτησή του, εναντίον της εταιρείας του κατηγορουμένου, (αλλά και εκείνης του Α. Φ.), για την λήψη ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζήτησε, για εξασφάλιση της απαιτήσεώς του για την επιστροφή του τιμήματος, λόγω αδικαιολογήτου πλουτισμού, (άρθρο 904 ΑΚ), καθώς και για ισόποση τουλάχιστον αποζημίωση, λόγω αδικοπραξίας, (άρθρο 914 ΑΚ), την συντηρητική κατάσχεση των επίμαχων σκαφών. Επί της αιτήσεως αυτής χορηγήθηκε στις 22-3-2004 από το ανωτέρω Δικαστήριο προσωρινή διαταγή, με την οποία απαγορεύθηκε κάθε μεταβολή στη νομική και πραγματική κατάσταση των επίμαχων σκαφών. Η αίτηση συζητήθηκε, τελικά, στις 21-5-2004 και εκδόθηκε επ' αυτής η υπ' αριθμ. 5912/04 απορριπτική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου. Λόγω της ως άνω δικαστικής εμπλοκής τα επίμαχα σκάφη δεν μπόρεσαν να χρησιμοποιηθούν σύμφωνα με τον προορισμό τους, μέσα στο καλοκαίρι του 2004, κατά το οποίο αναμενόταν να είναι ιδιαίτερα κερδοφόρα, με περαιτέρω αποτέλεσμα να κηρυχθεί η ανώνυμη εταιρεία του κατηγορουμένου, σε πτώχευση με την υπ' αριθ. 788/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που δημοσιεύθηκε στις 2-6-2005, με χρόνο παύσεως πληρωμών την 14-1-2005.
Από όλα τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά συνάγονται τα εξής κρίσιμα συμπεράσματα:
(Α) Το ψευδώς δηλωθέν, δια του ως άνω πληρεξουσίου υπ' αριθ. .../2-3-2004 της Συμβ/φου Αθηνών Ευγενίας Παπακωνσταντίνου, προς τον ήδη μηνυτή, ότι ο κατηγορούμενος ήταν, κατά το χρόνο καταρτίσεως της επίδικης πωλήσεως σκαφών αναψυχής, νόμιμος εκπρόσωπος της μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με τον τίτλο "PRIME YACHTING Ε.Π.Ε." και όχι της ανώνυμης εταιρείας με τον τίτλο "PRIME YACHTING Α.Ε.", που είχε αντικαταστήσει ως προς τη νομική μορφή και μόνο την προηγούμενη ΕΠΕ, (όπως ήταν η πραγματικότητα), δεν ήταν πρόσφορο για να δημιουργήσει ακυρότητα της συμβάσεως πωλήσεως και έτσι ο κατηγορούμενος πωλητής να ματαιώσει την απαίτηση του μηνυτή για παράδοση των πωληθέντων ή για επιστροφή του τιμήματος, ιδιοποιούμενος παράνομα το τελευταίο, εάν και εφόσον είχε καταβληθεί. Επομένως αίρεται ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς, που αποδίδεται στον κατηγορούμενο και της ισχυριζομένης ζημίας του μηνυτή, και επιπλέον τίθεται σε αμφιβολία ο δόλος του κατηγορουμένου. Ειδικότερα, εφόσον ο πληρεξούσιος ενήργησε μέσα στα όρια της δοθείσας πληρεξουσιότητας, όπως ισχυρίζεται ο μηνυτής, και δοθέντος ότι η πωλήτρια εταιρεία, είτε με τη νομική μορφή της ΕΠΕ, είτε με εκείνη ΑΕ, είχε παραμείνει το ίδιο νομικό πρόσωπα, (βλ. ανωτέρω), και ο κατηγορούμενος ήταν νόμιμος εκπρόσωπος και των δύο εταιρικών μορφών του ίδιου νομικού προσώπου, έπεται ότι η εταιρεία, και με τη νομική μορφή της της AG δεσμευόταν από τη σύμβαση και υπείχε έναντι του αντισυμβαλλομένου της υποχρέωση παραδόσεως των πωληθέντων, (έστω και τυπικά εφόσον η σύμβαση ήταν καταπιστευματική), άλλως, σε περίπτωση υπερημερίας, είχε όλες τις υποχρεώσεις που προβλέπονται για τον υπερήμερο πωλητή στις σχετικές διατάξεις του ΑΚ. Αλλά, ακόμη κι αν ο ανωτέρω πληρεξούσιος ενήργησε εκτός των ορίων της δοθείσας πληρεξουσιότητας, όπως ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος, και πάλι η σύμβαση δεν είναι άκυρη, αλλά το κύρος της "ήρτηται" από την έγκριση του αντιπροσωπευομένου, η οποία, εάν δοθεί, ισχυροποιεί αναδρομικά τη δικαιοπραξία, ενώ, πριν από αυτήν, παρέχεται δικαίωμα υπαναχωρήσεως στον αντισυμβαλλόμενο του ψευδοαντιπροσώπου και αναζητήσεως των δοθέντων από αυτόν σε εκτέλεση της ματαιωθείσας δικαιοπραξίας, (άρθρα 229, 230 και 239 του ΑΚ). Τα ανωτέρω ισχύουν τόσο για την εξουσία αντιπροσωπεύσεως του Σ. Κ., όσο και για την εξουσία εκπροσωπήσεως του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρείας από τον κατηγορούμενο Χ. Κ. Όλα τα ανωτέρω δεδομένα από άποψη αστικού δικαίου, ήταν ικανά να εκθέσουν τον κατηγορούμενο και την ανώνυμη, (πλέον), εταιρεία, που εκπροσωπούσε, σε δικαστικά μέτρια από πλευράς του μηνυτή, (με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, όπως αίτηση συντηρητικής κατασχέσεως κλπ., αλλά και με την τακτική, διαδικασία), με τα οποία θα υποχρεωνόταν και το τυχόν καταβληθέν τίμημα να επιστρέψει, είτε με άμεση καταβολή, είτε μέσω πλειστηριασμού των εταιρικών σκαφών, αλλά και να υποστεί διαφυγόντα κέρδη, που θα οδηγούσαν στην οικονομική καταστροφή του, όπως πράγματι τελικά συνέβη. Επομένως: - (α) Η επικαλούμενη ζημία δεν μπορούσε να προέλθει με τον τρόπο που εσφαλμένα υπολαμβάνεται στο κατηγορητήριο, δηλαδή απλά με επίκληση από τον κατηγορούμενο της αλλαγής του νομικού τύπου της εταιρείας που εκπροσωπούσε, καθώς και του ότι ο εμφανισθείς πληρεξούσιος αυτής δεν την δέσμευε, μόνο και μόνο από το γεγονός της αλλαγής αυτής, με αποτέλεσμα, δήθεν, την επιτυχή απόκρουση, έτσι, οποιασδήποτε αξιώσεως του εμφανισθέντος ως αντισυμβαλλομένου της. - (β) Με τα ίδια δεδομένα, αντικρούεται από την κοινή λογική η εκδοχή να παρέστησε ψευδώς ο κατηγορούμενος ότι εκπροσωπεί άλλη εταιρική μορφή από την υφισταμένη, με σκοπό να ιδιοποιηθεί, χωρίς να παράσχει αντάλλαγμα, το τίμημα της επίδικης πωλήσεως, αφού έτσι διακινδύνευε μεγαλύτερη ζημία.
Περαιτέρω, όμως, ούτε και η επικαλούμενη ζημία αποδείχθηκε ότι συνέτρεξε, αλλά ούτε και ότι ο κατηγορούμενος προσπορίσθηκε αντίστοιχο παράνομο όφελος. Ειδικότερα δεν αποδείχθηκε ότι πράγματι ο μηνυτής κατέβαλε στον εμφανισθέντα ως πληρεξούσιο της εταιρείας του κατηγορουμένου, (Σ. Κ.), το ποσό της ισχυριζόμενης ζημίας του 1.250.000 ευρώ, ούτε ότι ο εν λόγω πληρεξούσιος απέδωσε το ίδιο χρηματικό ποσό στον κατηγορούμενο.
Το εν λόγω συμπέρασμα στηρίζεται στα ακόλουθα τεκμήρια: (1) Ο Σ. Κ. δεν είχε ορισθεί παράλληλα και ως [δεκτικός-καταβολής για λογαριασμό της εταιρείας και μάλιστα ενός τόσο μεγάλου χρηματικού ποσού, γεγονός το οποίο οι νομικοί σύμβουλοι του μηνυτή θα του είχαν ασφαλώς επισημάνει για μια τόσο σοβαρή συναλλαγή. (2) Δεν υπάρχουν παραστατικά εκταμίευσης από Τράπεζα για ένα τόσο μεγάλο ποσό εκ μέρους του μηνυτή και ο ισχυρισμός του ότι είχε πρόχειρα διαθέσιμο ένα τόσο μεγάλο ποσό σε μετρητά, από τις εισπράξεις που έκανε ως χονδρέμπορος λαχανικών στο Μόναχο, δεν είναι πειστικός. (3) Δεν υπάρχουν τραπεζικά παραστατικά για τη μεταφορά του εν λόγω ποσού από τον Κ. στο Μόναχο, προς τον κατηγορούμενο ή την εταιρεία του στην Ελλάδα. (4) Ο μηνυτής είχε πλήρη άγνοια για τις επιχειρήσεις εκμεταλλεύσεως σκαφών αναψυχής και εντούτοις δεν ζήτησε να -ελέγξει τα προς πώληση σκάφη πριν προβεί, κατά τους ισχυρισμούς του, στην καταβολή ενός τόσο υψηλού τιμήματος. (5) Ο Σ. Κ. ενεργώντας ως πληρεξούσιος της εταιρείας του κατηγορουμένου, πρώτα υπέγραψε τα πωλητήρια των σκαφών ως πωλητής, χωρίς να λάβει άμεσα οποιοδήποτε τίμημα, στις 3-3-2004, και μόνο ύστερα από δύο ημέρες, δηλαδή στις 5-3-2005, υπέγραψε στις αντίστοιχες εξοφλητικές αποδείξεις ότι έλαβε το τίμημα των πωληθέντων, οπότε βεβαιώθηκε και το γνήσιο της υπογραφής του στο Ελληνικό Προξενείο το Μονάχου και φέρεται, κατά τον μηνυτή και τον μάρτυρά του Α. Κ., ότι έλαβε χώρα η καταβολή. Όμως, κατά τη λογική των συναλλαγών, κανείς πωλητής δεν δεσμεύεται να παραδώσει το πωληθέν, χωρίς να έχει προηγουμένως εξασφαλίσει ότι το τίμημα, (και μάλιστα όταν είναι ιδιαίτερα μεγάλο, όπως εν προκειμένω), πρόκειται σίγουρα να καταβληθεί. (6) Στο περιεχόμενο της προαναφερθείσας, από 22-3-2004, επιστολής του δικηγόρου Γεώργιου Βλαχόπουλου, (που ενεργούσε για λογαριασμό του Κ.), προς τον δικηγόρο του ήδη μηνυτή Δημήτρη Λεοντακιανάκο, επεξηγείται πειστικά ότι ο Κ. είχε συσσωρεύσει οφειλές προς τον ήδη μηνυτή ύψους ισόποσου περίπου με το αντικείμενο της προκειμένης διαφοράς, (δηλ. 1.250.000 ευρώ), από προηγούμενες (άγνωστες) μεταξύ τους συναλλαγές, ότι ο μηνυτής Γ. Π. είχε εξασφαλίσει δάνειο, υπέρ του ίδιου και του οφειλέτη του Κ., από γνωστούς του επενδυτές στην Ιταλία, ύψους 2.000.000 έως 4.000.000 ευρώ, ότι, εφόσον ο εν λόγω οφειλέτης λάμβανε το δάνειο αυτό, έστω και εν μέρει, θα μπορούσε να εξοφλήσει τον Π. και ότι ο τελευταίος προκειμένου να πείσει τους Ιταλούς επενδυτές να προβούν σε εκταμίευση του δανείου, ζήτησε από τον Κ. να τον εφοδιάσει με πιστοποιητικά κυριότητας ελληνικών σκαφών αναψυχής στο όνομά του, των οποίων την διαχείριση στην Ελλάδα θα είχε ο Κ., έτσι ώστε να εμφανίζονται και οι δύο φερέγγυοι προς τους Ιταλούς.
Με τα δεδομένα αυτά το τίμημα της επίδικης πωλήσεως δεν καταβλήθηκε μετρητοίς, αλλά συμψηφιστικά με την απόσβεση ισόποσης οφειλής του Κ. προς τον Π.. Ο Κ. απέμεινε βέβαια, έτσι, υπόχρεος προς τον ήδη κατηγορούμενο για το τίμημα της πωλήσεως. Μετά όμως την άρνηση των Ιταλών να προβούν σε εκταμίευση του δανείου, για ανεξακρίβωτους λόγους, η απόδοση από τον Κ. προς τον κατηγορούμενο του δήθεν εισπραχθέντος τιμήματος ήταν πλέον αδύνατη. Αλλά και ο Π. έμεινε ακάλυπτος στην απαίτησή του κατά Κ., -έχοντας μόνο απαίτηση κατά της εταιρείας του κατηγορουμένου, δίκην πλασματικής "εγγυήσεως" υπέρ του αρχικού οφειλέτη του. Βέβαια ο Σ. Κ. προτίμησε να. εξαφανισθεί, παραλείποντας να ικανοποιήσει τον Π., αλλά και να βοηθήσει τον κατηγορούμενο στην διαφορά, στην οποία είχε, εξαιτίας του, εμπλακεί με τον Π.. Τέλος ο μηνυτής, (Γ. Π.), επιδιώκει να ικανοποιηθεί πλέον από τον κατηγορούμενο και την εταιρεία του, εφόσον είναι αδύνατο να ικανοποιηθεί από τον Κ..
Τα ανωτέρω αποδεικτικά συμπεράσματα δεν αντίκεινται κατ' αποτέλεσμα, αλλά και κατά τις περισσότερες παραδοχές από τις οποίες αντλούνται, τόσο στην απόφαση υπ' αριθ. 5912/04 του Μον/λούς Πρωτοδικείου Πειραιά, διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, που απέρριψε την αίτηση του ήδη μηνυτή για την επιβολή συντηρητικής κατασχέσεως σε βάρος της εταιρείας του κατηγορουμένου, όσο και στην απόφαση υπ' αριθ. 3884/2008 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, τακτικής διαδικασίας, με την οποία απορρίφθηκε η σχετική με την αντίστοιχη αστική διαφορά τακτική αγωγή του ήδη μηνυτή κατά του κατηγορουμένου, της ανώνυμης εταιρείας που εκπροσωπούσε, καθώς και άλλων φερομένων ως συνυπεύθυνων προσώπων. Κατ' ακολουθία όλων άσων προαναφέρθηκαν ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί αθώος της αποδιδόμενης σε αυτόν αξιόποινης πράξης, της από κοινού απάτης με ζημία άνω των 73.000 (και ήδη των 120.000) ευρώ, που προβλέπεται και τιμωρείται από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1-3β' ΠΚ. Σύμφωνα με τις παραδοχές και τις σκέψεις αυτές, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, με την έννοια που αναπτύχθηκε, αφού περιέχει τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχτηκαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, τις αποδείξεις που τα θεμελιώνουν, καθώς και τους συλλογισμούς με τους οποίους το Δικαστήριο έκρινε αθώο τον κατηγορούμενο. Ειδικότερα, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία δέχθηκε το Δικαστήριο, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι ο κατηγορούμενος δεν διέπραξε την απάτη για την οποία κατηγορήθηκε, εκτίθενται δε στην απόφαση οι σκέψεις με τις οποίες το Δικαστήριο οδηγήθηκε στο διατυπούμενο στο ως άνω διατακτικό του απαλλακτικό πόρισμα. Η αιτίαση του αναιρεσείοντος Εισαγγελέα ότι στην αιτιολογία της αποφάσεως, διατυπώνεται ασάφεια ως προς τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο αθωώθηκε ο κατηγορούμενος εκ του γεγονότος ότι στο προοΐμιο του αιτιολογικού αναφέρεται ότι έλαβε υπόψη και την "απολογία του κατηγορουμένου" ενώ αυτός δεν παρέστη, είναι απορριπτέα ως αβάσιμος, καθόσον εκ προφανούς και μόνο παραδρομής αναφέρεται τούτο στην απόφαση. Με όλες δε τις λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος Εισαγγελέως επιχειρείται διάφορος εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και των προσκομισθέντων υπό του κατηγορουμένου εγγράφων στο Εφετείο, και ως εκ τούτου συνιστούν αμφισβήτηση της ουσίας των άνω παραδοχών του Εφετείου, ήτοι ανεπίτρεπτη προσβολή της περί τα πράγματα ανέλεγκτης κρίσεως του δικαστηρίου της ουσίας και είναι απορριπτέες ,ως απαράδεκτες. Επομένως είναι αβάσιμος ο από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ μοναδικός και παραδεκτός λόγος αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την με αριθμ. εκθ. 56/18-12-2012 αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της 4856/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Μαΐου 2013.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 18 Ιουνίου 2013.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή