Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Υπεξαίρεση, Απιστία Δικηγόρου.
Περίληψη:
Το άρθρο 31 παρ. 2 του ΚΠΔ αναφέρει ότι πρέπει να κλητεύεται στην προανακριτική εξέταση ο ύποπτος, χωρίς, όμως, από τη διάταξη αυτή να καθιερώνεται και ρητή υποχρέωση κλήτευσης υπό την έννοια ότι, αν δεν κληθεί και μάλιστα νόμιμα ο τελευταίος, δεν περατώνεται νόμιμα η προκαταρκτική εξέταση και να δημιουργείται κάποια ακυρότητα αυτής. Απορρίπτει αναίρεση για απόλυτη ακυρότητα και έλλειψη αιτιολογίας σε παραπεμπτικό βούλευμα για κακουργηματική υπεξαίρεση και απιστία δικηγόρου.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1374/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα και Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανάσιο Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 17 Φεβρουαρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 543/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και o αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Μαΐου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1068/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη με αριθμό 370/10-8-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠοινΔ, την αριθμ. 92/16-5-2008 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, οδ. ..., η οποία ασκήθηκε αυτοπροσώπως από τον ίδιο και στρέφεται κατά του αριθμ. 543/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω δε τα ακόλουθα.
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το αριθμ. 2392/2007 βούλευμά του, παρέπεμψε τον ήδη αναιρεσείοντα κατηγορούμενο στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου και απιστία δικηγόρου (άρθρα 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 375 παρ. 2α-1β, 233 εδ. α-β ΠΚ).
Κατά του παραπάνω βουλεύματος ο αναιρεσείων κατηγορούμενος άσκησε έφεση. Επί της εφέσεως αυτής εξεδόθη το αριθμ. 543/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών το οποίο απέρριψε την έφεση αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη.
Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με την κρινόμενη αίτησή του, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο στις 6-5-2008 με θυροκόλληση, επειδή συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 155 ΚΠοινΔ, στη συνέχεια δε επιδόθηκε στις 8-5-2008 και στον διορισθέντα αντίκλητό του δικηγόρο Αθηνών Θρασύβουλο Κονταξή, η δε αίτηση ασκήθηκε στις 16-5-2008 ενώπιον του Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Εφετείου Αθηνών Διαμαντή Δημητρόπουλου, συνετάγη δε από εκείνον η αριθμ. 92/16-5-2008 έκθεση, στην οποία διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκε και συγκεκριμένα η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η απόλυτη ακυρότητα. Τέλος, το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως αφού παραπέμπει τον αναιρεσείοντα και για κακούργημα. Κατόπιν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως.
Κατά τη διάταξη της παραγ. 1 του άρθρου 375 ΠΚ όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και κατά την διάταξη της παραγ. 2 του ίδιου ως άνω άρθρου, όπως αντικ. με το άρθρο 1 παρ. 9 του Ν. 2408/96, αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης σε βαθμό κακουργήματος απαιτείται α) το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος, που είναι κινητό πράγμα, να είναι ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού ανήκει κατά το αστικό δίκαιο, σε άλλον και όχι στο δράστη, β) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά τον χρόνο τελέσεως της πράξεως, να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο, στο δράστη, γ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από τον δράστη και υπάρχει όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη, δ) συνδρομή μιας τουλάχιστον περίπτωσης από τις αναφερόμενες περιοριστικά στη δευτέρα παράγραφο του πιο πάνω άρθρου, μεταξύ των οποίων και εκείνης που ο ιδιοκτήτης έχει εμπιστευθεί το πράγμα στο δράστη λόγω της ιδιότητός του ως εντολοδόχου και ε) το πράγμα κατά τον χρόνο τελέσεως της αξιόποινης πράξεως να έχει ιδιαίτερα μεγάλη αξία. Υποκειμενικά απαιτείται δόλια προαίρεση του δράστη, που εκδηλώνεται με οποιανδήποτε ενέργεια, η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησής του να ενσωματώσει χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο το πράγμα στη δική του περιουσία. Το ζήτημα αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κρίνεται ανέλεγκτα από το δικαστήριο της ουσίας με βάση τον χρόνο τελέσεως της πράξης και αναλόγως της αξίας που έχει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση το υπεξαιρεθέν αντικείμενο και δεν προσδιορίζεται από το νόμο κάποιο συγκεκριμένο ποσό ως μέτρο για το χαρακτηρισμό της αξίας ως ιδιαίτερα μεγάλης (ΑΠ 1846/1997 ΠΧ, ΜΗ, 619). Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 719 του ΑΚ προκύπτει ότι ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα οτιδήποτε έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή προκαταβλήθηκε, κατ'άρθρο 721 ΑΚ σ'αυτόν από τον εντολέα για την εκτέλεσή της ή απέκτησε από την εκτέλεσή της. Ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων που έλαβε ή προκαταβλήθηκαν σ'αυτόν για την εκτέλεση της εντολής, είτε αυτά λήφθηκαν σε μετρητά είτε με κατάθεση σε προσωπικό λογαριασμό του. Γι'αυτό σε περίπτωση μη απόδοσης στον εντολέα και παράνομης ιδιοποίησης όσων έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή προκαταβλήθηκαν σ'αυτόν και δεν διατέθηκαν προς τούτο διαπράττει το αδίκημα της υπεξαίρεσης του άρθρου 375 ΠΚ (ΑΠ 1426/2004 ΠΧ, ΝΕ, 610, ΑΠ 614/1998 ΠΧ, ΜΘ, 60, ΑΠ 367/88 ΠΧ, ΛΓ, 43).
Περαιτέρω, κατά την έννοια της διάταξης αυτής (375 παρ. 2 ΠΚ) σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 713 ΑΚ προκύπτει ότι για να έχει ο υπαίτιος της υπεξαίρεσης την ιδιότητα του εντολοδόχου, πρέπει μεταξύ του παθόντος και του δράστη της υπεξαίρεσης να έχει συναφθεί σύμβαση εντολής (ΑΠ 1258/98 ΠΧ, ΜΘ, 691).
Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 233 εδ. α του ΠΚ, δικηγόρος ή άλλος νομικός παραστάτης που βλάπτει με πρόθεσή του εκείνον, των συμφερόντων του οποίου έχει αναλάβει τη νομική προστασία... τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών. Κατά δε το εδάφ. β' της άνω διάταξης, αν όμως ενήργησε αφού συνεννοήθηκε με αυτούς που έχουν αντίθετα συμφέροντα ή επιδιώκοντας κέρδος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από την παραπάνω διάταξη (233 εδ. α) προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απιστίας δικηγόρου, το οποίο συρρέει αληθινά με το έγκλημα της κακουργηματικής υπεξαίρεσης (ΑΠ 217/79 ΠΧ, ΚΘ, 453, Κωστάρας Συστ. Ερμ. ΠΚ άρθρο 233 αριθμ. 55) απαιτείται α) η ιδιότητα του δράστη ως δικηγόρου ή άλλου νομίμου συμπαραστάτη β) η ανάθεση σ'αυτόν υπόθεσης με εντολή ή με έμμισθη εντολή ακόμη και ενέργεια στα πλαίσια της εντολής, που η υπόθεση μπορεί να είναι δικαστική ή εξώδικη γ) η από πρόθεση πρόκληση βλάβης των συμφερόντων εκείνου, του οποίου έχει αναλάβει τη νομική προστασία, η οποία μπορεί να μην είναι αποκλειστικά περιουσιακή, δ) ενέργεια στα πλαίσια του επαγγέλματος του δικηγόρου και όχι άσχετη με αυτό (ΑΠ 1128/2004 ΠΧ, ΝΕ, 517). Η βλάβη, με την επέλευση της οποίας τελειώνεται το αδίκημα είναι δυνατόν να επέλθει τόσο από ενέργεια δικηγόρου, όσο και από παράλειψη (Μπουρόπουλος Ποιν. Κώδ. υπ'άρθρο 233). Η επιβαρυντική περίσταση (εδάφ. τελευταίο) συντρέχει αν ο δράστης του αδικήματος του προηγουμένου εδαφίου ενήργησε επιδιώκοντας κέρδος, ως τέτοιο δε νοείται μόνο το υλικό και όχι και η ηθική ωφέλεια.
Περαιτέρω το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά, στην εφαρμοσθείσα ουσιαστικά ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αξιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα (ΑΠ 1073/2006, ΑΠ 1565/2002 ΠΧ, ΝΓ, 536, ΑΠ 1011/2000 ΠΧ, ΝΑ, 244). Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου ή του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, για την πληρότητα της αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα είναι επιτρεπτή η καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, η οποία καλύπτει και το κεφάλαιο της μνείας των αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 1687/2002 σε Συμβούλιο Π.Χ., ΝΓ, 638, ΑΠ 336/2002 σε Συμβούλιο Π.Χρ. ΜΖ, 33).
Στην κρινόμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αλλά και με συμπληρωματικές δικές του σκέψεις, δέχθηκε ανελέγκτως, ότι από τη συνεκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων στην εισαγγελική πρόταση αποδεικτικών μέσων και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις του εγκαλούντα και των ενόρκως εξετασθέντων μαρτύρων, όλα τα έγγραφα που είναι συνημμένα στη δικογραφία, σε συνδυασμό προς την απολογία του κατηγορουμένου και τα διαλαμβανόμενα στο υπόμνημα αυτού καθώς και στην κρινόμενη έφεσή του, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Ο κατηγορούμενος-εκκαλών Χ1 είναι δικηγόρος, διατηρώντας δικηγορικό γραφείο στη συμβολή των οδών .... στην .... Σε βάρος του εγκαλούντα Ψ1 εκκρεμούσε ποινική δικογραφία για παραβάσεις του νόμου περί ναρκωτικών σε βαθμό κακουργήματος, στα πλαίσια δε της σχετικής ανάκρισης είχαν κατασχεθεί εις χείρας του τα χρηματικά ποσά των 14.200 ευρώ και 100 δολαρίων ΗΠΑ, καθώς και ένα βιβλιάριο καταθέσεων της Εθνικής Τράπεζας με αριθμό λογαριασμού ... και με κατατεθειμένο το ποσό των 24.405,08 ευρώ. Ο τελευταίος αυτός λογαριασμός δεσμεύτηκε στις 3-3-2004 με την υπ'αριθμ. 166/3-3-2004 Διάταξη του Ανακριτή του Γ' Τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Πληρεξούσιο δικηγόρο του ο εγκαλών για την υπεράσπισή του και για την εν γένει διεκπεραίωση της ως άνω υποθέσεώς του διόρισε τον κατηγορούμενο. Η εν λόγω υπόθεση εκδικάστηκε στις 24-2-2005 ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, στην σχετική δε συνεδρίαση ο κατηγορούμενος πράγματι παραστάθηκε ως συνήγορος υπεράσπισης του νυν εγκαλούντος και εξεδόθη η υπ'αριθμ. 108-116/24-2-2005 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου. Με την απόφαση αυτή, παρότι ο εγκαλών καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης οκτώ (8) ετών και ΧΠ 6.000 ευρώ, διατάχθηκε η απόδοση σ'αυτόν ως ιδιοκτήμονα των ως άνω κατασχεθέντων εις χείρας του χρηματικών ποσών των 14.200 ευρώ και 100 δολαρίων ΗΠΑ, καθώς και του βιβλιαρίου καταθέσεων της Εθνικής Τράπεζας, με αριθμό λογαριασμού ... και με κατατεθειμένο το ποσό των 24.405,09 ευρώ. Κατόπιν αυτού, ο εγκαλών, δυνάμει του υπ'αριθμ. ... πληρεξουσίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Αθανασίου Δράγιου του Αριστείδη, παρεχώρησε ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα στον κατηγορούμενο Χ1 καθώς και στον αδελφό του Φ1, όπως, αντ'αυτού και για λογαριασμό του, είτε από κοινού, είτε ο καθένας χωριστά, αναλαμβάνουν, μεταξύ των άλλων, χρήματα από τον ανωτέρω υπ'αριθμ. ... τραπεζικό λογαριασμό του και υπογράφουν κάθε εξοφλητική απόδειξη. Στις 12-5-2005, κάνοντας χρήση του ανωτέρω πληρεξουσίου, ο κατηγορούμενος, ενεργώντας ως πληρεξούσιος δικηγόρος του εγκαλούντα, αλλά και ως εντολοδόχος αυτού, εμφανίστηκε στο υποκατάστημα .... της Εθνικής Τράπεζας και ανέλαβε το ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ποσό των 24.400 ευρώ από τον προαναφερόμενο τραπεζικό λογαριασμό, το οποίο παρακράτησε ο ίδιος χωρίς κανένα νόμιμο δικαιολογητικό λόγο και το ενσωμάτωσε παράνομα στην περιουσία του, χωρίς να το αποδώσει αμέσως, σύμφωνα με εντολή που είχε λάβει από το εγκαλούντα, στον πιο πάνω αδελφό του τελευταίου Φ1. Ταυτόχρονα, με την ενέργειά του αυτή, έβλαψε με πρόθεση τον παραπάνω εγκαλούντα πελάτη του, των συμφερόντων του οποίου είχε αναλάβει την νομική προστασία, επιδιώκοντας κέρδος και δη το ποσό των 24.400 ευρώ, το οποίο, κατά τα ανωτέρω, παράνομα ιδιοποιήθηκε.
Απολογούμενος ο κατηγορούμενος, δέχεται μεν ότι εισέπραξε το ως άνω ποσό των 24.400 ευρώ, αλλά υποστηρίζει στη συνέχεια ότι η συμφωνία που είχε κάνει με τον εγκαλούντα ήταν ότι, εφόσον η ποινή που θα επιβαλλόταν στον τελευταίο θα ήταν κατώτερη των δέκα ετών και εφόσον με την απόφαση του δικαστηρίου θα του απεδίδοντο τα ανωτέρω κατασχεθέντα και δεσμευθέντα χρηματικά ποσά, τότε θα τα εισέπραττε και θα τα κρατούσε ο ίδιος ως αμοιβή του. Ισχυρίζεται επίσης ότι για το λόγο αυτό εξέδωσε την υπ'αριθμ. ... απόδειξη παροχής υπηρεσιών στο όνομα του εγκαλούντος πελάτη του για ποσό 17.900 ευρώ, την οποία μάλιστα καταχώρησε στο βιβλίο εσόδων-εξόδων του γραφείου του, ενώ δέχεται ότι έχει λάβει και κάποιο άλλο χρηματικό ποσό από τον αδελφό του εγκαλούντα, πολύ μικρότερο των 12.000 ευρώ, πλην όμως αυτό αφορούσε αμοιβή του για άλλη υπόθεση.
Οι ανωτέρω ισχυρισμοί του κατηγορουμένου κρίνονται προφανώς αβάσιμοι, καθόσον ο μάρτυρας Φ1 (αδελφός του εγκαλούντα) καταθέτει ενόρκως ότι το ανωτέρω ποσό των 24.400 ευρώ ο κατηγορούμενος όφειλε και είχε συμφωνηθεί να το αποδώσει σ'αυτόν, ενώ την αμοιβή του ως άνω κατηγορουμένου είχε καταβάλει σ'αυτόν ο ίδιος ο μάρτυρας τμηματικά και δη ποσό 4.000 ευρώ δύο μήνες περίπου πριν την εκδίκαση της υπόθεσης και ποσό 8.000 ευρώ μετά την έκδοση της ως άνω αποφάσεως και μάλιστα χωρίς να λάβει σχετικές αποδείξεις παροχής υπηρεσιών. Την τελευταία αυτή καταβολή των 8.000 ευρώ επιβεβαιώνει ενόρκως και ο μάρτυρας Ε1, εργοδότης του ανωτέρω Φ1. Eίναι προφανές ότι ο κατηγορούμενος εξέδωσε πολύ αργότερα (Ιούλιο 2005) την απόδειξη παροχής υπηρεσιών ποσού 17.900 ευρώ, επειδή οχλείτο για την επιστροφή του ποσού των 24.400 ευρώ από τον εγκαλούντα και τον αδελφό του. Εξάλλου, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι τα δεσμευθέντα χρήματα είχαν συμφωνηθεί ως αμοιβή του, έρχεται σε αντίθεση και με την κοινή λογική, καθόσον, αν αυτό ήταν αληθές, στο προρρηθέν πληρεξούσιο θα έπρεπε να αναφέρεται ως εντολοδόχος μόνον ο ίδιος και όχι ο αδελφός του εγκαλούντα Φ1.
Ακόμα το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δέχθηκε ότι η παρακράτηση του αναληφθέντος χρηματικού ποσού των 24.400 ευρώ δεν οφείλεται σε συμφωνία του κατηγορουμένου με τον εγκαλούντα, να λάβει δηλαδή ο πρώτος το εν λόγω ποσό ως νόμιμη αμοιβή για την εκπροσώπηση του εγκαλούντος στο ποινικό δικαστήριο και σε κάθε περίπτωση, σε άσκηση δικαιώματος επισχέσεως, μέχρι να του καταβληθεί η συμφωνηθείσα αμοιβή και ότι το ποσό των 12.000 ευρώ, το οποίο ο κατηγορούμενος είχε ήδη λάβει από τον Φ1 ως συμφωνηθείσα αμοιβή για την εκπροσώπηση του ήδη εγκαλούντος ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά στις 18-2-2005, δόθηκε αποκλειστικά και μόνον για τη συγκεκριμένη αιτία και δεν επρόκειτο για αμοιβή του κατηγορουμένου για άλλες υποθέσεις, που αυτός διεξήγαγε για λογαριασμό του Φ1, (όπως παράσταση στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Πειραιά στις 7-6-2005, διαφορά αυτού με το δικηγόρο Δ1).
Με βάση τις παραδοχές και τις σκέψεις αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος του εκκαλούντος-κατηγορουμένου για τις αξιόποινες πράξεις της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητός του ως εντολοδόχου και της απιστίας δικηγόρου και για το λόγο αυτό απέρριψε την από αυτόν ασκηθείσα, κατά του αριθμ. 2392/2007 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, έφεση ως κατ'ουσίαν αβάσιμη και επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα.
Περαιτέρω το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, καθόσον αφορά το αίτημα του κατηγορουμένου περί άρσεως των περιοριστικών όρων που έχουν επιβληθεί σ'αυτόν για τις αξιόποινες πράξεις της κακουργηματικής υπεξαίρεσης και της απιστίας δικηγόρου, δυνάμει της υπ' αριθμ. 43/7-11-2006 διατάξεως του 7ου Τακτικού Ανακριτή Πλημμελειοδικών Αθηνών, η ισχύς της οποίας διατηρήθηκε με το αριθμ. 2392/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε ότι είναι απολύτως αναγκαίο να διατηρηθούν οι ως άνω περιοριστικοί όροι, προκειμένου να διασφαλιστούν οι επιδιωκόμενοι στο άρθρο 296 Κ.Ποιν.Δ. σκοποί, ενόψει μάλιστα και του γεγονότος ότι, όπως και ο ίδιος ο αιτών-κατηγορούμενος παραδέχεται με την έφεσή του, έχει ήδη καταδικασθεί για άλλες αξιόποινες πράξεις και έχει κρατηθεί στις φυλακές ... και ... και μάλιστα για ικανό χρονικό διάστημα, όπως αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι έλαβε πέντε (5) τακτικές άδειες απουσίες, αφού, κατά την κρίση του, προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής για τις αποδιδόμενες σ'αυτόν πράξεις της κακουργηματικής υπεξαίρεσης και της απιστίας δικηγόρου και με βάση τις παραδοχές και τις σκέψεις αυτές απέρριψε το αίτημα του για άρση των περιοριστικών αυτών όρων.
Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με αυτά που δέχθηκε και ακολούθως απέρριψε με το προσβαλλόμενο βούλευμα του ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου με αριθμό 2392/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, αναφορικά με τις πράξεις της κακουργηματικής υπεξαίρεσης και απιστίας δικηγόρου, καθώς και το αίτημα αυτού περί άρσεως των περιοριστικών όρων, που του έχουν επιβληθεί για τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις δυνάμει της αριθμ. 43/7-11-2006 διατάξεως του 7ου Τακτικού Ανακριτή Πλημμελειοδικών Αθηνών, η ισχύς της οποίας διατηρήθηκε με το αριθμ. 2392/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων, για τα οποία κρίθηκε παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 375 και 233 Π.Κ., τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, καθώς και τους λόγους για τους οποίους κρίθηκε απολύτως αναγκαίο να διατηρηθούν οι περιοριστικοί όροι για την επίτευξη των αναφερομένων στο άρθρο 296 Κ.Π.Δ. σκοπών.
Περαιτέρω, όπως ρητώς αναφέρεται στο αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών για να μορφώσει την παραπεμπτική για τον αναιρεσείοντα κρίση του επί της συγκεκριμένης υποθέσεως, έλαβε υπόψη "τις καταθέσεις του εγκαλούντα και των ενόρκως εξετασθέντων μαρτύρων, όλα τα έγγραφα που είναι συνημμένα στη δικογραφία, σε συνδυασμό προς την απολογία του κατηγορουμένου και τα διαλαμβανόμενα στο υπόμνημα αυτού καθώς και στην κρινόμενη έφεσή του". 'Αρα δίχως αμφιβολία έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα έγγραφα τα οποία επικαλέστηκε και προσκόμισε ο κατηγορούμενος με την αριθμ. 570/2007 έφεση του, γεγονός που συνάγεται και από το όλο περιεχόμενο του σκεπτικού του προσβαλλομένου βουλεύματος και δεν συνάγεται το αντίθετο, ούτε από τη μη ιδιαίτερη μνεία αυτών ή τη μη αναφορά του περιεχομένου των, ούτε από το ότι το Συμβούλιο δεν κατέληξε σε απαλλακτική κρίση για τον αναιρεσείοντα. Ακόμη, δεν είναι βάσιμη η αιτίαση ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα προέβη σε επιλεκτική εκτίμηση και αξιοποίηση του αριθμ. ... πληρεξουσίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Αθανασίου Δράγιου του Αριστείδη, με το οποίο ο εγκαλών Ψ1 παρεχώρησε ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο καθώς και στον Φ1, όπως αντ'αυτού και για λογαριασμό του, είτε από κοινού, είτε ο καθένας χωριστά, αναλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, χρήματα από τον αριθμ. ... τραπεζικό λογαριασμό του και ότι δεν έλαβε υπόψη του τις από Ιανουάριο και Ιούνιο 2005 εξουσιοδοτήσεις αυτού (Ψ1) προς τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο, οι οποίες είχαν νόμιμα θεωρηθεί από τη Δικαστική Φυλακή ..., με τις οποίες χορηγούσε σ'αυτόν το δικαίωμα αναλήψεως των χρημάτων. Η ιδιαίτερη μνεία στο σκεπτικό του βουλεύματος μόνο του αριθμ.... πληρεξουσίου γίνεται γιατί το συμβούλιο αποδίδει σ'αυτό μεγαλύτερη αποδεικτική σημασία, αφού με το πληρεξούσιο αυτό έγινε η ανάληψη των χρημάτων, χωρίς από το γεγονός αυτό να υποδηλώνεται ότι δεν συνεκτιμήθηκαν και οι από Ιανουάριο και Ιούνιο 2005 εξουσιοδοτήσεις. Οι λοιπές αναφερόμενες στην κρινόμενη αίτηση αιτιάσεις του αναιρεσείοντα πλήττουν, με το πρόσχημα της ελλείψεως της αιτιολογίας, την επί της ουσίας κρίση του Συμβουλίου Εφετών, η οποία όμως δεν ελέγχεται αναιρετικώς και για το λόγο αυτό πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες. Συνεπώς ο εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ'Κ.Π.Δ. λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι αβάσιμος.
Αβάσιμος επίσης είναι ο λόγος της αίτησης αναίρεσης για απόλυτη ακυρότητα επειδή δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις που καθορίζουν την κίνηση της ποινικής δίωξης από τον Εισαγγελέα και συγκεκριμένα αυτές των άρθρων 43 παρ. 1 και 31 παρ. 2 Κ.Π.Δ., όπως τροποποιήθηκαν με τα άρθρα 4 και 2 Ν.3160/2003, αντίστοιχα, καθόσον, κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, καίτοι ενεργήθηκε από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών προκαταρκτική εξέταση, ύστερα από την από 23-9-2005 έγκληση του Ψ1 κατ'αυτού, ο ίδιος δεν κλήθηκε νόμιμα για παροχή εξηγήσεων με αποτέλεσμα να μη περατωθεί νόμιμα η προκαταρκτική εξέταση και να είναι άκυρη η ασκηθείσα, στη συνέχεια, κατ'αυτού ποινική δίωξη με την από 20-4-2006 παραγγελία του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών προς τον Ανακριτή του 7ου Τακτικού Τμ. Αθηνών για διενέργεια κυρίας ανακρίσεως και να παραβιασθεί έτσι το δικαίωμα εμφάνισης, εκπροσώπησης και υπεράσπισης αυτού ως υπόπτου, διότι όπως προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, και συγκεκριμένα από το από 8-12-2005 αποδεικτικό επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πταισματοδικείου Αθηνών ..., αλλά και από το προσβαλλόμενο βούλευμα, ο αναιρεσείων είχε κληθεί, από την εντεταλμένη για τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης Πταισματοδίκη Αθηνών του 9ου Τμήματος, νόμιμα, να παράσχει εξηγήσεις, στην αναγραφομένη στην έγκληση διεύθυνση κατοικίας του και δη στην οδό ... και..., η οποία εφόσον δεν είχε διενεργηθεί προανάκριση, θεωρείται ως τόπος κατοικίας του (ΑΠ 193/2006, ΑΠ 1010/2006), αφού από τα μέχρι τότε στοιχεία της δικογραφίας δεν προέκυπτε και ως εκ τούτου δεν ήταν γνωστό στην επιδίδουσα αρχή, ότι αυτός είχε άλλη γνωστή διαμονή και ειδικότερα, ότι ήταν κρατούμενος στη δικαστική φυλακή ... από 14-11-2005, αλλά και πέραν αυτών, ναι μεν σύμφωνα με το τελευταίο εδ. της παραγράφου 2 του άρθρου 31 Κ.Π.Δ. πρέπει να κλητεύεται πράγματι ο ύποπτος, όμως η διάταξη αυτή δεν καθιερώνει και ρητή υποχρέωση κλητεύσεως του υπόπτου υπό την έννοια ότι αν δεν κληθεί και δη νόμιμα ότι δεν περατώνεται νόμιμα η προκαταρκτική εξέταση ώστε να δημιουργείται ακυρότητα αυτής και της εν συνεχεία ασκηθείσας ποινικής δίωξης, αφού θα ακολουθήσει προανάκριση ή κυρία ανάκριση, όπως συνέβη στην προκείμενη περίπτωση, όπου και θα γίνει κλήση για απολογία οπωσδήποτε -άρθρα 245 παρ. 1 και 270 παρ. 1 Κ.Π.Δ. (Κονταξής Κ.Ποιν.Δ. υπό άρθρο 31).
Επομένως το Συμβούλιο Εφετών, που με το προσβαλλόμενο βούλευμα του, απέρριψε τον σχετικό, περί απολύτου ακυρότητας, λόγο εφέσεως, ορθά έκρινε.
Συνεπώς οι λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1α' και δ' Κ.Ποιν.Δ. είναι αβάσιμοι και, πρέπει, να απορριφθούν, συνακολούθως δε να απορριφθεί η ένδικη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.).
Για τους λόγους αυτούς-
Προτείνω: 1) Να απορριφθεί η υπ'αριθ. 92/16-5-2008 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1 του κατοίκου ..., κατά του αριθμ. 543/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
2) Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Αθήνα 7 Ιουλίου 2008
Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Ευτέρπη Κουτζαμάνη
Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά τη διάταξη της παραγ. 1 του άρθρου 375 ΠΚ όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και κατά την διάταξη της παραγ. 2 του ίδιου ως άνω άρθρου, όπως αντικ. με το άρθρο 1 παρ. 9 του Ν. 2408/96, αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης σε βαθμό κακουργήματος απαιτείται α) το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος, που είναι κινητό πράγμα, να είναι ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού ανήκει κατά το αστικό δίκαιο, σε άλλον και όχι στο δράστη, β) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά τον χρόνο τελέσεως της πράξεως, να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο, στο δράστη, γ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από τον δράστη και υπάρχει όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη, δ) συνδρομή μιας τουλάχιστον περίπτωσης από τις αναφερόμενες περιοριστικά στη δεύτερη παράγραφο του πιο πάνω άρθρου, μεταξύ των οποίων και εκείνης που ο ιδιοκτήτης έχει εμπιστευθεί το πράγμα στο δράστη λόγω της ιδιότητός του ως εντολοδόχου και ε) το πράγμα κατά τον χρόνο τελέσεως της αξιόποινης πράξης να έχει ιδιαίτερα μεγάλη αξία. Υποκειμενικά απαιτείται δόλια προαίρεση του δράστη, που εκδηλώνεται με οποιανδήποτε ενέργεια, η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησής του να ενσωματώσει χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο το πράγμα στη δική του περιουσία. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 719 του ΑΚ προκύπτει ότι ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα οτιδήποτε έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή προκαταβλήθηκε, κατ'άρθρο 721 ΑΚ, σ'αυτόν από τον εντολέα για την εκτέλεσή της ή απέκτησε από την εκτέλεσή της. Ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων που έλαβε ή προκαταβλήθηκαν σ'αυτόν για την εκτέλεση της εντολής, είτε αυτά λήφθηκαν σε μετρητά είτε με κατάθεση σε προσωπικό λογαριασμό του. Γι'αυτό, σε περίπτωση μη απόδοσης στον εντολέα και παράνομης ιδιοποίησης όσων έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή προκαταβλήθηκαν σ'αυτόν και δεν διατέθηκαν προς τούτο διαπράττει το αδίκημα της υπεξαίρεσης του άρθρου 375 ΠΚ. Περαιτέρω, κατά την έννοια της διάταξης αυτής (375 παρ. 2 ΠΚ) σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 713 ΑΚ προκύπτει ότι για να έχει ο υπαίτιος της υπεξαίρεσης την ιδιότητα του εντολοδόχου, πρέπει μεταξύ του παθόντος και του δράστη της υπεξαίρεσης να έχει συναφθεί σύμβαση εντολής. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 233 εδ. α του ΠΚ, δικηγόρος ή άλλος νομικός παραστάτης που βλάπτει με πρόθεσή του εκείνον, των συμφερόντων του οποίου έχει αναλάβει τη νομική προστασία... τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών. Κατά δε το εδάφ. β' της άνω διάταξης, αν όμως ενήργησε αφού συνεννοήθηκε με αυτούς που έχουν αντίθετα συμφέροντα ή επιδιώκοντας κέρδος, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από την παραπάνω διάταξη (233 εδ. α) προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απιστίας δικηγόρου, το οποίο συρρέει αληθινά με το έγκλημα της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, απαιτείται α) η ιδιότητα του δράστη ως δικηγόρου ή άλλου νομίμου συμπαραστάτη β) η ανάθεση σ'αυτόν υπόθεσης με εντολή ή με έμμισθη εντολή ακόμη και ενέργεια στα πλαίσια της εντολής, που η υπόθεση μπορεί να είναι δικαστική ή εξώδικη γ) η από πρόθεση πρόκληση βλάβης των συμφερόντων εκείνου, του οποίου έχει αναλάβει τη νομική προστασία, η οποία μπορεί να μην είναι αποκλειστικά περιουσιακή, δ) ενέργεια στα πλαίσια του επαγγέλματος του δικηγόρου και όχι άσχετη με αυτό. Η βλάβη, με την επέλευση της οποίας περατούται το αδίκημα, είναι δυνατόν να επέλθει τόσο από ενέργεια δικηγόρου, όσο και από παράλειψη. Η επιβαρυντική περίσταση (εδάφ. τελευταίο) συντρέχει αν ο δράστης του αδικήματος του προηγουμένου εδαφίου ενήργησε επιδιώκοντας κέρδος, ως τέτοιο δε νοείται μόνο το υλικό Τέλος, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά, στην εφαρμοσθείσα ουσιαστικά ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αξιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου ή του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, για την πληρότητα της αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα είναι επιτρεπτή η καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, η οποία καλύπτει και το κεφάλαιο της μνείας των αποδεικτικών μέσων. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ'αριθμ. 543/2008 βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, έκρινε ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, ορθώς αποφάνθηκε με το υπ'αρ. 2392/2007 βούλευμά του, ότι προέκυπταν σοβαρές ενδείξεις σε βάρος του αναιρεσείοντος, για τις πράξεις της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου και της απιστίας δικηγόρου (άρθρα 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 375 παρ.2α-1β, 233 εδ.α-β του ΠΚ) και τον παρέπεμψε συνακόλουθα ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, για να δικασθεί ως υπαίτιος των πράξεων αυτών και απέρριψε την εκ μέρους του αναιρεσείοντος ασκηθείσα έφεση. Ειδικότερα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αλλά και με συμπληρωματικές δικές του σκέψεις, δέχθηκε ότι, από το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων και από τα έγγραφα, σε συνδυασμό προς την απολογία του εκκαλούντος κατηγορουμένου και τα διαλαμβανόμενα στο υπόμνημα αυτού και στην κρινόμενη έφεσή του, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος-εκκαλών Χ1 είναι δικηγόρος, διατηρώντας δικηγορικό γραφείο στη συμβολή των οδών ..., στην .... Σε βάρος του εγκαλούντα Ψ1 εκκρεμούσε ποινική δικογραφία για παραβάσεις του νόμου περί ναρκωτικών σε βαθμό κακουργήματος, στα πλαίσια δε της σχετικής ανάκρισης είχαν κατασχεθεί εις χείρας του τα χρηματικά ποσά των 14.200 ευρώ και 100 δολαρίων ΗΠΑ, καθώς και ένα βιβλιάριο καταθέσεων της Εθνικής Τράπεζας με αριθμό λογαριασμού ... και με κατατεθειμένο το ποσό των 24.405,08 ευρώ. Ο τελευταίος αυτός λογαριασμός δεσμεύτηκε στις 3-3-2004 με την υπ'αριθμ. 166/3-3-2004 Διάταξη του Ανακριτή του Γ' Τμήματος του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Πληρεξούσιο δικηγόρο του ο εγκαλών για την υπεράσπισή του και για την εν γένει διεκπεραίωση της ως άνω υποθέσεώς του διόρισε τον κατηγορούμενο. Η εν λόγω υπόθεση εκδικάστηκε στις 24-2-2005 ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, στην σχετική δε συνεδρίαση ο κατηγορούμενος πράγματι παραστάθηκε ως συνήγορος υπεράσπισης του νυν εγκαλούντος και εξεδόθη η υπ'αριθμ. 108-116/24-2-2005 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου. Με την απόφαση αυτή, παρότι ο εγκαλών καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης οκτώ (8) ετών και ΧΠ 6.000 ευρώ, διατάχθηκε η απόδοση σ'αυτόν ως ιδιοκτήμονα των ως άνω κατασχεθέντων εις χείρας του χρηματικών ποσών των 14.200 ευρώ και 100 δολαρίων ΗΠΑ, καθώς και του βιβλιαρίου καταθέσεων της Εθνικής Τράπεζας, με αριθμό λογαριασμού ... και με κατατεθειμένο το ποσό των 24.405,09 ευρώ. Κατόπιν αυτού, ο εγκαλών, δυνάμει του υπ'αριθμ. ... πληρεξουσίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Αθανασίου Δράγιου του Αριστείδη, παρεχώρησε ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα στον κατηγορούμενο Χ1 καθώς και στον αδελφό του Φ1, όπως, αντ'αυτού και για λογαριασμό του, είτε από κοινού, είτε ο καθένας χωριστά, αναλαμβάνουν, μεταξύ των άλλων, χρήματα από τον ανωτέρω υπ'αριθμ. ... τραπεζικό λογαριασμό του και υπογράφουν κάθε εξοφλητική απόδειξη. Στις 12-5-2005, κάνοντας χρήση του ανωτέρω πληρεξουσίου, ο κατηγορούμενος, ενεργώντας ως πληρεξούσιος δικηγόρος του εγκαλούντα, αλλά και ως εντολοδόχος αυτού, εμφανίστηκε στο υποκατάστημα ... της Εθνικής Τράπεζας και ανέλαβε το ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ποσό των 24.400 ευρώ από τον προαναφερόμενο τραπεζικό λογαριασμό, το οποίο παρακράτησε ο ίδιος χωρίς κανένα νόμιμο δικαιολογητικό λόγο και το ενσωμάτωσε παράνομα στην περιουσία του, χωρίς να το αποδώσει αμέσως, σύμφωνα με εντολή που είχε λάβει από το εγκαλούντα, στον πιο πάνω αδελφό του τελευταίου Φ1. Ταυτόχρονα, με την ενέργειά του αυτή, έβλαψε με πρόθεση τον παραπάνω εγκαλούντα πελάτη του, των συμφερόντων του οποίου είχε αναλάβει την νομική προστασία, επιδιώκοντας κέρδος και δη το ποσό των 24.400 ευρώ, το οποίο, κατά τα ανωτέρω, παράνομα ιδιοποιήθηκε.
Απολογούμενος ο κατηγορούμενος, δέχεται μεν ότι εισέπραξε το ως άνω ποσό των 24.400 ευρώ, αλλά υποστηρίζει στη συνέχεια ότι η συμφωνία που είχε κάνει με τον εγκαλούντα ήταν ότι, εφόσον η ποινή που θα επιβαλλόταν στον τελευταίο θα ήταν κατώτερη των δέκα ετών και εφόσον με την απόφαση του δικαστηρίου θα του απεδίδοντο τα ανωτέρω κατασχεθέντα και δεσμευθέντα χρηματικά ποσά, τότε θα τα εισέπραττε και θα τα κρατούσε ο ίδιος ως αμοιβή του. Ισχυρίζεται επίσης ότι για το λόγο αυτό εξέδωσε την υπ'αριθμ. ... απόδειξη παροχής υπηρεσιών στο όνομα του εγκαλούντος πελάτη του για ποσό 17.900 ευρώ, την οποία μάλιστα καταχώρησε στο βιβλίο εσόδων-εξόδων του γραφείου του, ενώ δέχεται ότι έχει λάβει και κάποιο άλλο χρηματικό ποσό από τον αδελφό του εγκαλούντα, πολύ μικρότερο των 12.000 ευρώ, πλην όμως αυτό αφορούσε αμοιβή του για άλλη υπόθεση.
Οι ανωτέρω ισχυρισμοί του κατηγορουμένου κρίνονται προφανώς αβάσιμοι, καθόσον ο μάρτυρας Φ1 (αδελφός του εγκαλούντα) καταθέτει ενόρκως ότι το ανωτέρω ποσό των 24.400 ευρώ ο κατηγορούμενος όφειλε και είχε συμφωνηθεί να το αποδώσει σ'αυτόν, ενώ την αμοιβή του ως άνω κατηγορουμένου είχε καταβάλει σ'αυτόν ο ίδιος ο μάρτυρας τμηματικά και δη ποσό 4.000 ευρώ δύο μήνες περίπου πριν την εκδίκαση της υπόθεσης και ποσό 8.000 ευρώ μετά την έκδοση της ως άνω αποφάσεως και μάλιστα χωρίς να λάβει σχετικές αποδείξεις παροχής υπηρεσιών. Την τελευταία αυτή καταβολή των 8.000 ευρώ επιβεβαιώνει ενόρκως και ο μάρτυρας Ε1 εργοδότης του ανωτέρω Φ1. Eίναι προφανές ότι ο κατηγορούμενος εξέδωσε πολύ αργότερα (Ιούλιο 2005) την απόδειξη παροχής υπηρεσιών ποσού 17.900 ευρώ, επειδή οχλείτο για την επιστροφή του ποσού των 24.400 ευρώ από τον εγκαλούντα και τον αδελφό του. Εξάλλου, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι τα δεσμευθέντα χρήματα είχαν συμφωνηθεί ως αμοιβή του, έρχεται σε αντίθεση και με την κοινή λογική, καθόσον, αν αυτό ήταν αληθές, στο προρρηθέν πληρεξούσιο θα έπρεπε να αναφέρεται ως εντολοδόχος μόνον ο ίδιος και όχι ο αδελφός του εγκαλούντα Φ1. Τέλος, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με δικές του συμπληρωματικές σκέψεις δέχθηκε ότι η παρακράτηση του αναληφθέντος χρηματικού ποσού των 24.400 ευρώ δεν οφείλεται σε συμφωνία του κατηγορουμένου με τον εγκαλούντα, να λάβει δηλαδή ο πρώτος το εν λόγω ποσό ως νόμιμη αμοιβή για την εκπροσώπηση του εγκαλούντος στο ποινικό δικαστήριο και σε κάθε περίπτωση, σε άσκηση δικαιώματος επισχέσεως, μέχρι να του καταβληθεί η συμφωνηθείσα αμοιβή και ότι το ποσό των 12.000 ευρώ, το οποίο ο κατηγορούμενος είχε ήδη λάβει από τον Φ1 ως συμφωνηθείσα αμοιβή για την εκπροσώπηση του ήδη εγκαλούντος ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιά στις 18-2-2005, δόθηκε αποκλειστικά και μόνον για τη συγκεκριμένη αιτία και δεν επρόκειτο για αμοιβή του κατηγορουμένου για άλλες υποθέσεις, που αυτός διεξήγαγε για λογαριασμό του Φ1, (όπως παράσταση στο Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Πειραιά στις 7-6-2005, διαφορά αυτού με το δικηγόρο Δ1)". Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των προαναφερομένων εγκλημάτων, για τα οποία ο αναιρεσείων κρίθηκε παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 375 και 233 του ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, Επίσης, το Συμβούλιο Εφετών, αναφέρει λεπτομερώς στην προσβαλλομένη απόφασή του και τους λόγους για τους οποίους κρίθηκε αναγκαίο να διατηρηθούν οι περιοριστικοί όροι για την επίτευξη των αναφερομένων στο άρθρο 296 ΚΠΔ σκοπών, εγκειμένων εις το ότι ο αναιρεσείων έχει καταδικαστεί στο παρελθόν για άλλες αξιόποινες πράξεις και έχει κρατηθεί στις φυλακές ..., ... και ... για μεγάλο χρονικό διάστημα. Περαιτέρω, όμως ρητώς αναφέρεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, προκειμένου να μορφώσει την παραπεμπτική για τον αναιρεσείοντα κρίση του για τα συγκεκριμένα αδικήματα, έλαβε υπόψη "τις καταθέσεις του εγκαλούντα και των ενόρκως εξετασθέντων μαρτύρων, όλων τα έγγραφα που είναι συνημμένα στη δικογραφία, σε συνδυασμό προς την απολογία του κατηγορουμένου και τα διαλαμβανόμενα στο υπόμνημα αυτού, καθώς και στην υπό κρίση έφεσή του". Από τη διατύπωση αυτή προκύπτει δίχως αμφιβολία ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα έγγραφα τα οποία επικαλέσθηκε και προσεκόμισε ο αναιρεσείων με την υπ'αρ. 570/2007 έφεσή του, γεγονός που συνάγεται και από το γενικό περιεχόμενο του σκεπτικού του βουλεύματος και δεν συνάγεται το αντίθετο, ούτε από την έλλειψη ιδιαίτερης μνείας των εγγράφων αυτών και της αναφοράς του περιεχομένου τους, ούτε, άλλωστε, και από το ότι το Συμβούλιο δεν κατέληξε σε απαλλακτική για τον αναιρεσείοντα κρίση. Περαιτέρω, δεν είναι βάσιμη η αιτίαση ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα προέβη σε επιλεκτική εκτίμηση και αξιοποίηση του υπ'αριθ ... πληρεξουσίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Αθανασίου Δράγιου, με το οποίο ο εγκαλών Ψ1 παραχώρησε ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα στον αναιρεσείοντα, όπως και στον Φ1, όπως αντ'αυτού και για λογαριασμό του, είτε από κοινού, είτε ο καθένας χωριστά, αναλαμβάνουν, εκτός των άλλων, χρήματα από τον υπ'αρ. .... τραπεζικό του λογαριασμό και ότι δεν έλαβε υπόψη του τις από Ιανουάριο και Ιούνιο του 2005 εξουσιοδοτήσεις αυτού (Ψ1) προς τον αναιρεσείοντα, οι οποίες είχαν νόμιμα θεωρηθεί από τη Δικαστική Φυλακή ..., με τις οποίες χορηγούσε σ'αυτόν το δικαίωμα αναλήψεως χρημάτων. Η ιδιαίτερη μνεία στο σκεπτικό του βουλεύματος μόνο του υπ'αρ. ... συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου γίνεται γιατί το Συμβούλιο αποδίδει σ'αυτό μεγαλύτερη αποδεικτική αξία, αφού, με το αναφερόμενο πληρεξούσιο, έγινε η ανάληψη του ποσού των 24.400 ευρώ, χωρίς από το γεγονός αυτό να υποδηλώνεται ότι δεν συνεκτιμήθηκαν και οι εξουσιοδοτήσεις του Ιανουαρίου και Ιουνίου του 2005. Οι υπόλοιπες αιτιάσεις που περιέχονται στην ένδικη αίτηση αναίρεσης, είναι απαράδεκτες, διότι, με το πρόσχημα της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η επί της ουσίας κρίση του Συμβουλίου Εφετών, η οποία όμως δεν ελέγχεται αναιρετικά. Επομένως, ο εκ του άρθρου 484 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμος.
ΙΙ. Με το δεύτερο λόγο της ένδικης αίτησης αναίρεσης, ο αναιρεσείων επικαλείται απόλυτη ακυρότητα, επειδή δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις που καθορίζουν την κίνηση της ποινικής δίωξης από τον Εισαγγελέα και ειδικότερα αυτές των άρθρων 31 παρ.12 και 43 παρ.1 του ΚΠΔ, καθόσον, σύμφωνα με τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς του, μολονότι ενεργήθηκε από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών προκαταρκτική εξέταση, συνεπεία συνεπεία της από 23-9-2005 έγκλησης του Ψ1 κατ'αυτού, ο ίδιος δεν κλήθηκε νόμιμα για παροχή εξηγήσεων, με αποτέλεσμα να μη περατωθεί νόμιμη η, ως άνω, προκαταρκτική εξέταση και ως εκ τούτου, να είναι άκυρη η μετέπειτα κατ'αυτού ασκηθείσα ποινική δίωξη με την από 20-4-2006 παραγγελία του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών προς τον 7ο Τακτικό Ανακριτή Αθηνών για διενέργεια κυρίας ανάκρισης και έτσι να παραβιασθεί το δικαίωμα εμφάνισης, εκπροσώπησης και υπεράσπισης του αναιρεσείοντος, ως υπόπτου. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων τη δικογραφίας και συγκεκριμένα από το από 8-12-2005 αποδεικτικό επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πταισματοδικείου Αθηνών ..., αλλά και από το ίδιο το προσβαλλόμενο βούλευμα, ο αναιρεσείων είχε πράγματι κληθεί, από την εντεταλμένη για τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης Πταισματοδίκη του 9ου τμήματος Αθηνών, νόμιμα, για να παράσχει εξηγήσεις στην αναγραφόμενη στην έγκληση διεύθυνση κατοικίας του, δηλαδή στην οδό ... και ..., η οποία, εφόσον δεν είχε διενεργηθεί προανάκριση, θεωρείται ως τόπος κατοικίας του, αφού από τα μέχρι τότε στοιχεία της δικογραφίας δεν προέκυπτε και ως εκ τούτου δεν ήταν γνωστό στην επιδίδουσα αρχή, ότι αυτός είχε άλλη γνωστή διαμονή. Αλλά και πέρα από αυτά, ναι μεν, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 31 του ΚΠΔ, πρέπει πράγματι να κλητεύεται ο ύποπτος, όμως, η διάταξη αυτή, δεν καθιερώνει και ρητή υποχρέωση κλητεύσεως του υπόπτου, υπό την έννοια ότι αν δεν κληθεί και μάλιστα νόμιμα, δεν περατώνεται νομίμως η προκαταρκτική εξέταση, σε κάθε δε περίπτωση δεν δημιουργήθηκε κάποια ακυρότητα αυτής και κατ'επέκταση, και της εν συνεχεία ασκήθείσας ποινικής δίωξης, ενόψει του ότι επακολούθησε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, κυρία ανάκριση, κατά την οποία κλήθηκε ο αναιρεσείων και απολογήθηκε, ασκώντας συγχρόνως όλα τα δικαιώματα που του παρέχει ο νόμος. Επομένως, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, απέρριψε τον σχετικό, ως άνω λόγο εφέσεως του αναιρεσείοντος, ορθά έκρινε. Μετά από αυτά και μη υπάρχοντος ετέρου λόγου προς έρευνα, πρέπει η ένδικη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρ. 583 παρ.1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ'αρ. 92/16-5-2008 αίτηση του Χ1, κατοίκου ..., οδός ..., για αναίρεση του υπ'αρ. 543/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Μαρτίου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ