Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1069 / 2014    (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 1069/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

B1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 5 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "MARINIS - ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", που εδρεύει στην …και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Τρίμη.
Του αναιρεσιβλήτου: Ι. Μ. του Τ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Λαμπρόπουλο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-11-2006 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 463/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4907/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 27-12-2012 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Κόμης διάβασε την από 23-10-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 και 4 της Υπουργικής Απόφασης 51266/2955/1975 (ΦΕΚ Β' 1458/10-12-1975) "περί καθορισμού των ωρών εργασίας του προσωπικού τουριστικών λεωφορείων αυτοκινήτων (ΠΟΥΛΜΑΝ)", που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση των άρθρων 2 του Ν.Δ. 4020/1959 και 2 του Α.Ν. 199/1936, όπως τροποποιήθηκε με την Υπουργική Απόφαση 1907/1987 (ΦΕΚ Β' 594/10-11-1987), η απασχόληση των οδηγών των τουριστικών λεωφορείων αυτοκινήτων (ΠΟΥΛΜΑΝ), πλην των εκτελούντων αστική ή υπεραστική συγκοινωνία, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις 13 ώρες ημερησίως και τις 72 εβδομαδιαίως. Στις ώρες αυτές περιλαμβάνονται: α) ο χρόνος οδηγήσεως, ο οποίος δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις 8 ώρες ημερησίως, ούτε τις 48 ώρες εβδομαδιαίως. Η καθ' υπέρβαση των 45 ωρών εβδομαδιαίως και μέχρι συμπληρώσεως του 48ώρου ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας απασχόληση των μισθωτών τούτων, λογίζεται ως υπερεργασία κατά την έννοια του άρθρου 659 του ΑΚ, β) ο χρόνος παραλαβής και παραδόσεως του αυτοκινήτου, γ) ο χρόνος τυχόν επισκευής του αυτοκινήτου κατά τη διάρκεια της διαδρομής και δ) τα διαλείμματα κατά τη διάρκεια της διαδρομής και οι διακοπές εντός και εκτός έδρας. Για την πέραν του 8ώρου απασχόληση θα καταβάλλεται το ωρομίσθιο, εξευρισκόμενο διά διαιρέσεως των 6/25 του συμπεφωνημένου ή νομίμου μισθού διά του αριθμού 45 (ήδη όμως 40 σύμφωνα με την Υ.Α. 11770/84) και προσαυξημένο κατά ποσοστό: α) 25% για τις μέχρι 60 ώρες ετησίως, β) 50% για τις πέραν των 60 ωρών ετησίως και μέχρι 120 και γ) 75% για τις πέραν των 120 ωρών ετησίως. Με το άρθρο 6 της από 14-2-1984 ΕΓΣΣΕ (Υ.Α. 11770/1984) ορίστηκε ότι "η διάρκεια της εβδομαδιαίας εργασίας των εργαζομένων, που απασχολούνται σε οποιοδήποτε εργοδότη με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου όλης της χώρας, ορίζεται σε 40 ώρες. Οι αποδοχές των εργαζομένων, παρά τον περιορισμό των ωρών εργασίας, δεν μειώνονται...". Εξάλλου, με το άρθρο 4 παρ. 1 της από 22-3-2000 Σ.Σ.Ε. "για τους όρους αμοιβής και εργασίας των οδηγών τουριστικών λεωφορείων όλης της χώρας πλην Κρήτης", που κηρύχθηκε υποχρεωτική με την Υ.Α. 10931/2000 (ΦΕΚ Β' 748/16-6-2000) από 14-4-2000 (και ίσχυσε έως 31-3-2001), ορίζεται, ότι οι αποδοχές του πίνακα του άρθρου 2 της παρούσας Σ.Σ.Ε. αφορούν σε πενθήμερη εβδομαδιαία απασχόληση κατά τους όρους και τις προϋποθέσεις της υπ' αριθμ. 51266/2955/1975 αποφάσεως του Υπουργού Εργασίας και της υπ' αριθμ. 38/1985 αποφάσεως της Δευτεροβάθμιας Διαιτησίας, οι οποίες και ρυθμίζουν, αποκλειστικά πλέον, τις ώρες εργασίας σε εβδομαδιαία βάση και συγκεκριμένα 9 ώρες ημερησίως οδήγηση και 45 ώρες εβδομαδιαίως και συνολική απασχόληση μέχρι 13 ώρες ημερησίως. Σε περίπτωση υπερβάσεως του 9ώρου της οδήγησης ημερησίως και απασχόλησης μέχρι 13 ώρες υπάρχει νόμιμη υπερωριακή εργασία, ενώ η απασχόληση από 40 μέχρι 48 ώρες εβδομαδιαίως συνιστά υπερεργασία. Κατά τα λοιπά ισχύουν οι διατάξεις της υπ' αριθμ. 51266/2955/1975 Υ.Α. Περαιτέρω, με το ομοίου περιεχομένου άρθρο 4 των Σ.Σ.Ε. και Διαιτητικών Αποφάσεων "για τους όρους αμοιβής και εργασίας των οδηγών τουριστικών λεωφορείων (Πούλμαν) όλης της χώρας", που επακολούθησαν, ήτοι της από 12-6-2001 Σ.Σ.Ε., που κηρύχθηκε υποχρεωτική με την Υ.Α. 13595/2001 (ΦΕΚ Β' 1449/22-10-2001), της από 28-5-2002 Σ.Σ.Ε., που κηρύχθηκε υποχρεωτική με την Υ.Α. 11804/2002 (ΦΕΚ Β' 927/23-7-2002), της υπ' αριθμ. 31/2003 Δ.Α., που κηρύχθηκε υποχρεωτική με την Υ.Α. 10112/2004 (ΦΕΚ Β' 23/14-1-2004), της υπ' αριθμ. 9/2004 Δ.Α., που κηρύχθηκε υποχρεωτική με την Υ.Α. 11864/2004 (ΦΕΚ Β' 943/23-6-2004), της από 23-6-2005 Σ.Σ.Ε., που κηρύχθηκε υποχρεωτική με την Υ.Α. 12830/2005 (ΦΕΚ Β' 1388/7-10-2005) και της υπ' αριθμ. 24/2006 Δ.Α., που κηρύχθηκε υποχρεωτική με την Υ.Α. 12541/ 2006 (ΦΕΚ Β' 1297/13-9-2006), ορίζεται, ότι οι αποδοχές του πίνακα του άρθρου 2 αφορούν σε πενθήμερη εβδομαδιαία απασχόληση κατά τους όρους και τις προϋποθέσεις της υπ' αριθμ. 51266/2955/1975 αποφάσεως του Υπουργού Εργασίας, όπως ισχύει, και της υπ' αριθμ. 38/1985 αποφάσεως της Δευτεροβάθμιας Διαιτησίας, οι οποίες και ρυθμίζουν τις ώρες εργασίας σε εβδομαδιαία βάση και συγκεκριμένα 8 ώρες ημερησίως οδήγηση και 40 ώρες εβδομαδιαίως και συνολική απασχόληση μέχρι 13 ώρες ημερησίως. Για κάθε ώρα απασχολήσεως πέραν των 40 ωρών εβδομαδιαίως καθορίζεται η αμοιβή όπως ειδικότερα ρυθμίζεται με το Ν. 2874/2000 (άρθρο 4 παρ. 2, 3, 4 και 5) και με το Ν. 3385/2005 (με το άρθρο 1 του οποίου αντικαταστάθηκε το άρθρο 4 του Ν. 2874/2000 από 1-10-2005). Από τις προαναφερθείσες διατάξεις συνάγεται ότι απαγορεύεται και είναι παράνομη η εργασία οδήγησης καθ' εαυτή των οδηγών τουριστικών λεωφορείων αυτοκινήτων, που υπερβαίνει τις 9 ώρες ημερησίως ή τις 45 ώρες εβδομαδιαίως έως 31-3-2001 και έκτοτε (από 1-4-2001) τις 8 ώρες ημερησίως ή τις 40 ώρες εβδομαδιαίως, καθώς και η εργασία γενικώς, η οποία, μαζί με τα κατά την διαδρομή διαλείμματα και τις διακοπές οδήγησης εντός και εκτός έδρας και τις λοιπές περιστάσεις που καθορίζονται στην ως άνω παράγραφο 1 του άρθρου 1 της Υ.Α. 51266/2955/1975, δηλαδή τον χρόνο παραλαβής και παράδοσης του αυτοκινήτου και τον χρόνο τυχόν επισκευής του κατά τη διάρκεια της διαδρομής, υπερβαίνει τις 13 ώρες ημερησίως και τις 72 ώρες εβδομαδιαίως, ενώ η πέραν των 8 ωρών (ή των 9 ωρών έως 31-3-2001) μέχρι 13 ωρών ημερησίως και 72 εβδομαδιαίως απασχόληση, που περιλαμβάνει και τις παραπάνω άλλες, εκτός της οδήγησης περιστάσεις, είναι επιτρεπόμενη εργασία, για την αμοιβή της οποίας εφαρμόζονται οι προδιαληφθείσες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. Και ναι μεν, κατά το άρθρο 3 στοιχ. α' (άρθρο 3 της Οδηγίας 2002/15/ΕΚ) του Π.Δ. 167/2006 (ΦΕΚ Α' 179/22-8-2006) "Προσαρμογή της Ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της υπ' αριθμ. 2002/15/ΕΚ Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την οργάνωση του χρόνου εργασίας των εκτελούντων κινητές δραστηριότητες οδικών μεταφορών (L80/23-3-2002)", η ισχύς του οποίου (Π.Δ. 167/ 2006) άρχισε από τις 23-3-2005, δεν περιλαμβάνονται στον χρόνο εργασίας των μετακινούμενων εργαζομένων (οδηγών) τα κατά το άρθρο 5 διαλείμματα, ο κατά το άρθρο 6 χρόνος ανάπαυσης, καθώς και οι κατά το στοιχείο β' του παρόντος άρθρου 3 "περίοδοι υποχρέωσης διαθεσιμότητας", πλην όμως, κατά το άρθρο 10 (άρθρο 10 της Οδηγίας) του ως άνω Π.Δ. 167/2006, "Το παρόν διάταγμα δεν εμποδίζει την εφαρμογή ή τη θέσπιση ευνοϊκότερων νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εκτελούντων κινητές δραστηριότητες οδικών μεταφορών, ή την εφαρμογή συλλογικών συμβάσεων ή άλλων συμφωνιών μεταξύ κοινωνικών εταίρων, ευνοϊκότερων για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των μετακινούμενων εργαζομένων. Η εφαρμογή του παρόντος δεν μπορεί να επιφέρει υποβάθμιση της γενικής προστασίας των εργαζομένων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 αυτού". Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε ανελέγκτως, εκτός άλλων, και τα ακόλουθα, που ενδιαφέρουν εδώ: Με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων στις 12-4-1993, ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος προσλήφθηκε από την εναγομένη, ήδη αναιρεσείουσα, ανώνυμη εταιρεία για να εργαστεί, με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, ως οδηγός τουριστικού λεωφορείου (ΠΟΥΛΜΑΝ), με μηνιαίες αποδοχές τις καθοριζόμενες από τις εκάστοτε ισχύουσες οικείες Σ.Σ.Ε. Με την παραπάνω ειδικότητα ο ενάγων απασχολήθηκε στην επιχείρηση της εναγομένης έως τις 8-5-2006, καθόσον η τελευταία στις 9-5-2006 κατήγγειλε εγγράφως την σύμβαση εργασίας του. Ο ενάγων - δέχθηκε περαιτέρω το Εφετείο - κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από 1-1-2001 έως 8-5-2006 εργαζόταν καθημερινά από Δευτέρα έως Παρασκευή, απασχολούμενος κατά τις ώρες από 05:30' έως 16:30' ή από 06:00' έως 17:00', ήτοι επί 11 ώρες κατά μέσο όρο την ημέρα, στις οποίες περιλαμβάνονται, ο χρόνος οδήγησης, ο οποίος δεν υπερέβαινε τις 6 - 8 ώρες ημερησίως, ο χρόνος παραλαβής και παράδοσης του αυτοκινήτου, τα διαλείμματα και οι διακοπές. Ειδικότερα - όπως δέχεται το Εφετείο - ο ενάγων οδηγούσε κυρίως το με αριθμό κυκλοφορίας ... τουριστικό λεωφορείο (και σπάνια οχήματα με διαφορετικό αριθμό κυκλοφορίας), που ανήκε στην εκμετάλλευση της εναγομένης, το οποίο παραλάμβανε καθημερινά από το χώρο στάθμευσης αυτού, που διατηρεί η εναγομένη στον Κολωνό, περί ώρα 05:30' έως ώρα 06:00' και το παρέδιδε στον ίδιο χώρο μετά το πέρας της εργασίας του. Μετέφερε δε καθημερινά, είτε μαθητές από και προς το Αρσάκειο Σχολείο (κατά το σχολικό έτος) είτε εργατοϋπαλληλικό προσωπικό της εταιρείας "INTRACOM" από και προς τον χώρο των εγκαταστάσεων αυτής στην Παλλήνη, πραγματοποιώντας πρωϊνά και απογευματινά δρομολόγια, διάρκειας το καθένα δύο ωρών περίπου. Ο ενάγων, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβούσε μεταξύ των δρομολογίων αυτών (πρωϊνών - απογευματινών), είτε παρέμενε σε ετοιμότητα προς παροχή εργασίας στον παραπάνω χώρο στάθμευσης των οχημάτων της εναγομένης είτε πραγματοποιούσε κατ' εντολή αυτής δρομολόγια μεταφοράς προσώπων σε διάφορες εκδηλώσεις, όπως μαθητών για επιμορφωτικές δραστηριότητες, τουριστών από τον αερολιμένα στο ξενοδοχείο όπου θα διέμεναν και το αντίστροφο, ή σε κάποιο αρχαιολογικό χώρο. Επίσης, ο ενάγων πραγματοποιούσε εκδρομές εντός Ελλάδος, μονοήμερες, αλλά και περισσότερων ημερών, που δεν υπερέβαιναν τις τέσσερις ημέρες, κατά τις οποίες εργαζόταν ορισμένες φορές και κατά την Κυριακή και κατά ημέρα υποχρεωτικής αργίας, απασχολούμενος επί οκτώ (8) ώρες ημερησίως, για δε την εργασία του κατά την Κυριακή ελάμβανε αναπληρωματική ημέρα αναπαύσεως σε άλλη εργάσιμη ημέρα της εβδομάδας. Από τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά - συνεχίζει το Εφετείο - προκύπτει ότι ο ενάγων προσέφερε την εργασία του στην εναγομένη υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης και όχι διαλείπουσας απασχόλησης, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται εκείνη, και ότι κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (1-1-2001 έως 8-5-2006) πραγματοποιούσε εβδομαδιαίως, από Δευτέρα ως και Παρασκευή, υπερεργασία, ιδιόρρυθμη υπερωριακή απασχόληση και νόμιμη υπερωριακή απασχόληση και ακολούθως, κατά μερική παραδοχή της ένδικης αγωγής, ύστερα από εξαφάνιση της πρωτόδικης αποφάσεως (υπ' αριθμ. 463/2009 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών), επιδίκασε το Εφετείο στον ενάγοντα - αναιρεσίβλητο αμοιβές για υπερεργασία, ιδιόρρυθμη υπερωριακή απασχόληση και νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, τις οποίες υπολόγισε βάσει των νομίμων χρονικών ορίων εργασίας, που ίσχυαν, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, για τους οδηγούς τουριστικών λεωφορείων. Βάσει των ως άνω παραδοχών, το Εφετείο, δεχόμενο με σαφήνεια ότι ο χρόνος παραλαβής και παραδόσεως του τουριστικού λεωφορείου (ΠΟΥΛΜΑΝ) από τον αναιρεσίβλητο και τα διαλείμματα κατά τη διάρκεια της διαδρομής και οι διακοπές εντός και εκτός έδρας συνυπολογίζονται στο συνολικό ημερήσιο και εβδομαδιαίο χρόνο απασχολήσεως αυτού για τον προσδιορισμό της υπερεργασιακής, της ιδιόρρυθμης υπερωριακής και της νόμιμης υπερωριακής απασχόλησής του, δεν παραβίασε τις εφαρμοσθείσες διατάξεις της 51266/2955/1975 κανονιστικής αποφάσεως του Υπουργού Απασχολήσεως, όπως τροποποιήθηκε με την Υ.Α. 1907/1987, ούτε εκείνες των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και των Αποφάσεων Διαιτησίας, που αφορούν τους οδηγούς των τουριστικών λεωφορείων, οι οποίες ήταν εφαρμοστέες, ούτε παρείδε τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ότι δεν συνυπολογίζονται στον χρόνο ημερήσιας απασχολήσεως του οδηγού τουριστικού λεωφορείου, ο χρόνος παραλαβής και παράδοσης του αυτοκινήτου, τα διαλείμματα και οι διακοπές, τον οποίο (ισχυρισμό), αντιθέτως, αντιμετώπισε και τον απέρριψε εκ του πράγματος. Επίσης, δεν παραβίασε, με τη μη εφαρμογή τους, τις διατάξεις του άρθρου 3 στοιχ. α' (άρθρο 3 της Οδηγίας 2002/15/ΕΚ) του Π.Δ. 167/2006, οι οποίες άρχισαν να ισχύουν από 23-3-2005, και δεν αναιρούν την ισχύ των ως άνω διατάξεων του εσωτερικού δικαίου που εφαρμόσθηκαν, οι οποίες είναι ευνοϊκότερες εκείνων και, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 10 του εν λόγω Π.Δ. 167/2006, το διάταγμα αυτό δεν εμποδίζει την εφαρμογή ή την θέσπιση νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων ή την εφαρμογή συλλογικών συμβάσεων ή άλλων συμφωνιών μεταξύ κοινωνικών εταίρων, ευνοϊκότερων για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εκτελούντων κινητές δραστηριότητες οδικών μεταφορών εργαζομένων και η εφαρμογή του Π.Δ. 167/2006 δεν μπορεί να επιφέρει υποβάθμιση της γενικής προστασίας των εργαζομένων αυτών. Έτσι, ο πρώτος λόγος του αναιρετηρίου, κατά το μέρος του, από το άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, με το οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για παραβίαση των διατάξεων της υπ' αριθμ. 51266/2955/1975 Υπουργικής Αποφάσεως και του άρθρου 3 στοιχ. α' (άρθρο 3 της υπ' αριθμ. 2002/15/ΕΚ Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου) του Π.Δ. 167/2006, καθώς και κατά το μέρος του, με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι υπέπεσε στην πλημμέλεια, που προβλέπεται από το άρθρο 559 αριθμ. 8 ΚΠολΔ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ο ίδιος (πρώτος) λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το εκ του άρθρου 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ μέρος του, με το οποίο προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Εφετείο παραβίασε, με τη μη εφαρμογή τους, τις σχετικές με την χρονική διάρκεια της οδήγησης, των διαλειμμάτων και των περιόδων ανάπαυσης, διατάξεις των άρθρων 6, 7 και 8 του Κανονισμού (ΕΟΚ) με αριθμ. 3820/1985 του Συμβουλίου της 20-12-1985 "για την εναρμόνιση ορισμένων κοινωνικών διατάξεων στον τομέα των οδικών μεταφορών", με αποτέλεσμα να δεχθεί (το Εφετείο) τις αγωγικές αξιώσεις του αναιρεσιβλήτου για υπερεργασία, ιδιόρρυθμη υπερωριακή εργασία και υπερωριακή εργασία, πρέπει να απορριφθεί, επίσης, ως αβάσιμος, γιατί, σύμφωνα με το άρθρο 11 του εν λόγω υπ' αριθμ. 3820/1985 Κανονισμού του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάθε κράτος - μέλος μπορεί να εφαρμόζει κατώτατα όρια μεγαλύτερα ή ανώτατα όρια μικρότερα από αυτά που καθορίζονται στα άρθρα 6 έως 8 του παρόντος Κανονισμού, ο οποίος, ωστόσο, εξακολουθεί να εφαρμόζεται μόνο στους οδηγούς που εκτελούν διεθνείς μεταφορές σε οχήματα με άδεια κυκλοφορίας εκδόσεως άλλου κράτους - μέλους. Ενόψει δε του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ανελέγκτως, ότι οι ένδικες ως άνω αγωγικές αξιώσεις του αναιρεσιβλήτου εκτείνονται από 1-1-2001 έως 8-5-2006, ο ίδιος (πρώτος) λόγος της αναιρέσεως, κατά το εκ του άρθρου 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ μέρος του, με το οποίο προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Εφετείο παραβίασε, με τη μη εφαρμογή τους, και τις σχετικές με τον χρόνο οδήγησης, τα διαλείμματα και τις περιόδους αναπαύσεως, διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 561/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15-3-2006, είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, στηριζόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, αφού, σύμφωνα με το άρθρο 29 του Κανονισμού αυτού, η ισχύς του αρχίζει στις 11 Απριλίου 2007, δηλαδή μετά τη λήξη του επίδικου χρονικού διαστήματος (1-1-2001 έως 8-5-2006). Περαιτέρω, για να έχει νομική πληρότητα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 στοιχ. α' του ΚΠολΔ, το δικόγραφο της αγωγής οδηγού τουριστικού λεωφορείου, με την οποία διώκεται η καταβολή αμοιβής για υπερεργασία και υπερωριακή απασχόληση, λόγω υπερβάσεως του χρόνου της συνολικής απασχολήσεως, θα πρέπει να αναφέρεται η εργασιακή σχέση και οι όροι αυτής, καθώς και η διάρκεια της εβδομαδιαίας και καθ' εκάστη εργάσιμη ημέρα απασχολήσεως, χωρίς να είναι απαραίτητος, για τη σύμφωνα με τις προαναφερθείσες εφαρμοστέες διατάξεις θεμελίωση των αξιώσεων αυτών, ο προσδιορισμός του ημερήσιου και εβδομαδιαίου χρόνου οδήγησης και του χρόνου των διαλειμμάτων και διακοπών, αφού η αξιούμενη αμοιβή για υπερεργασία και υπερωριακή απασχόληση δεν στηρίζεται σε υπέρβαση του νόμιμου χρόνου ημερήσιας ή εβδομαδιαίας οδήγησης (ΑΠ 199/2004). Επομένως, ο ίδιος (πρώτος) λόγος αναιρέσεως και κατά το εκ του άρθρου 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ μέρος του, κατ' ορθή εκτίμησή του, περί νομικής αοριστίας της αγωγής λόγω μη προσδιορισμού των παραπάνω στοιχείων, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατά το άρθρο 559 αριθμ. 14 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 262 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, άλλως απορρίπτεται, και αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Η έλλειψη των παραπάνω στοιχείων δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε έγγραφα, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 416 του ΑΚ, που ορίζει ότι η ενοχή αποσβέννυται με καταβολή, συνάγεται ότι στοιχεία της ενστάσεως εξοφλήσεως είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Επομένως, για να είναι σαφής και ορισμένη, ειδικότερα, η υποβαλλόμενη από τον εναγόμενο εργοδότη ένσταση εξοφλήσεως των πάσης φύσεως αποδοχών και αξιώσεων του εργαζομένου από την σχέση εργασίας, με την επίκληση σχετικών έγγραφων στοιχείων (αποδείξεων πληρωμής, μισθοδοτικών καταστάσεων) περί πληρωμής όλων των απαιτήσεών του, δεν αρκεί να διαλαμβάνεται κατά τρόπο γενικό το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε στον μισθωτό για την εργασία του, εκτός αν πρόκειται για μία και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, αλλά πρέπει να αναφέρονται αναλυτικά και τα επί μέρους ποσά που καταβλήθηκαν για την κάθε μία αιτία και ο χρόνος καταβολής αυτών, γιατί μόνο με αυτές τις διευκρινήσεις είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος και η προστασία έτσι του εργαζομένου από τυχόν καταστρατήγηση των εργατικών νόμων που απαγορεύουν τον περιορισμό των δικαιωμάτων του για την απόληψη των ελαχίστων ορίων αποδοχών (άρθρα 3, 174, 679 ΑΚ, 8 του Ν. 2112/1920, 8 παρ. 4 του Ν. 4020/1959). Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, με τα άρθρα 18 του Ν. 1082/1980 και 20 παρ. 2 του Ν. 1469/1984 (με την οποία παρ. 2 προστέθηκε εδάφιο ε' στο τέλος της παρ. 9 του άρθρου 26 του Α.Ν. 1846/ 1951) επιβάλλεται στους εργοδότες η υποχρέωση να χορηγούν, εφόσον πρόκειται περί φυσικών ή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού τους, εκκαθαριστικό σημείωμα ή, σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος, ανάλυση μισθοδοσίας. Και στις δύο περιπτώσεις πρέπει να απεικονίζονται αναλυτικά οι πάσης φύσεως αποδοχές του προσωπικού, καθώς και οι κρατήσεις που έγιναν σ' αυτές. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα προσκομιζόμενα διαδικαστικά έγγραφα προκύπτει, ότι ο αναιρεσίβλητος (ενάγων), επικαλούμενος, με την ένδικη από 10-11-2006 αγωγή του, ότι εργάσθηκε στην επιχείρηση της αναιρεσείουσας (εναγομένης), με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως οδηγός τουριστικού λεωφορείου (ΠΟΥΛΜΑΝ), ζήτησε να υποχρεωθεί η αναιρεσείουσα να καταβάλει σ' αυτόν για αμοιβή πρόσθετης εργασίας, αμοιβή υπερεργασίας και ιδιόρρυθμης υπερωριακής απασχολήσεως, για αποζημίωση λόγω παράνομης υπερωριακής απασχολήσεως, για αμοιβή λόγω εργασίας κατά τις Κυριακές και τις αργίες και για το επίδομα που δικαιούνται οι οδηγοί τουριστικών λεωφορείων, οι οποίοι εκτελούν τουριστικές μεταφορές (εποχιακό επίδομα), τα ποσά που αναλυτικά αναφέρονται στην αγωγή για κάθε μία από τις αξιώσεις του αυτές και συνολικά το ποσό των 81.405 ευρώ, το οποίο του οφείλει η αναιρεσείουσα, κυρίως με βάση την μεταξύ τους σύμβαση εργασίας και επικουρικώς κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Η αναιρεσείουσα, προς απόκρουση της αγωγής αυτής, ισχυρίσθηκε με τις πρωτόδικες και τις ενώπιον του Εφετείου κατατεθείσες προτάσεις της, ότι έχει εξοφλήσει πλήρως και ολοσχερώς τις ένδικες αξιώσεις του αναιρεσιβλήτου και ότι αυτό προκύπτει από τις μετ' επικλήσεως προσκομιζόμενες αποδείξεις πληρωμής - μισθοδοσίας του αντιδίκου της, συνταχθείσες με μηχανογραφικό σύστημα και φέρουσες την ανεπιφύλακτη υπογραφή του, στις οποίες αναφέρεται το συνολικό ποσό που κατέβαλε μηνιαίως, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (1-1-2001 έως 8-5-2006), στον αναιρεσίβλητο για αποδοχές και αποζημιώσεις, μετ' αφαίρεση των νομίμων κρατήσεων, παραθέτοντας στη συνέχεια το ύψος του ποσού, που κατέβαλε κάθε μήνα στον αναιρεσίβλητο για αποδοχές και αποζημιώσεις, μετ' αφαίρεση των νομίμων κρατήσεων. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η ένσταση αυτή εξοφλήσεως, υπό την παραπάνω διατύπωσή της, ήταν αόριστη, διότι δεν διελάμβανε τα καταβληθέντα επί μέρους ποσά για κάθε μία από τις ως άνω ένδικες αξιώσεις του αναιρεσιβλήτου, η αοριστία δε αυτή δεν μπορούσε να συμπληρωθεί παραδεκτά με τις επικαλούμενες από την αναιρεσείουσα εξοφλητικές αποδείξεις, ενόψει μάλιστα και του ότι, κατά τα εκτιθέμενα στις προτάσεις της, οι αποδείξεις αυτές αναφέρουν μόνο το συνολικό ποσό που κατέβαλε η αναιρεσείουσα στον αναιρεσίβλητο κάθε μήνα του επίδικου χρονικού διαστήματος για αποδοχές και αποζημιώσεις, μετ' αφαίρεση των νομίμων κρατήσεων, χωρίς περαιτέρω προσδιορισμό των επί μέρους ποσών, που απαρτίζουν το συνολικό αυτό ποσό, και της αιτίας για την οποία καταβλήθηκε κάθε επί μέρους ποσό, δηλαδή οι εν λόγω εξοφλητικές αποδείξεις δεν είναι αναλυτικές, σύμφωνα με τις επιταγές των παραπάνω διατάξεων των άρθρων 18 του Ν. 1082/1980 και 20 παρ. 2 του Ν. 1469/1984 και έτσι μπορεί να περιλαμβάνουν και καταβληθέντα ποσά προς εξόφληση άλλων απαιτήσεων του αναιρεσιβλήτου (όπως για δώρα εορτών, για αποδοχές και επίδομα αδείας κ.λπ.), που δεν περιελήφθησαν στην ένδικη αγωγή. Με τα δεδομένα αυτά, το Εφετείο, το οποίο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας την προβληθείσα από την αναιρεσείουσα ένσταση εξοφλήσεως, δεν κήρυξε παρά το νόμο απαράδεκτο και δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 416, 424 (δικαίωμα για εξοφλητική απόδειξη) του ΑΚ, 18 του Ν. 1082/1980 και 20 παρ. 2 του Ν. 1469/1984. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το μέρος του, με το οποίο προβάλλεται η εκ του άρθρου 559 αριθμ. 14 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι παρά το νόμο το Εφετείο απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας την ένσταση εξοφλήσεως που προέβαλε η αναιρεσείουσα, και κατά το μέρος του εκ του άρθρου 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, με το οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για παραβίαση των προαναφερθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, είναι αβάσιμος και απορριπτέος ως προς αμφότερα τα μέρη του αυτά. Ο ίδιος (δεύτερος) λόγος αναιρέσεως, ως προς τις αιτιάσεις που περιλαμβάνονται σ' αυτόν, ότι το Εφετείο δεν παραβίασε μόνο την διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ, αλλά παραβίασε και τις διατάξεις των άρθρων 422 (καταλογισμός σε περίπτωση περισσότερων χρεών), 441 και 442 (πρόταση συμψηφισμού) του ΑΚ, και ότι έτσι υπέπεσε στην από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, είναι απορριπτέος, προεχόντως, ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δεν περιέλαβε κρίση σχετικά με ζήτημα περί εφαρμογής ή μη των διατάξεων αυτών, οι οποίες, πάντως, μετά την απόρριψη, κατά τ' άνω, της ενστάσεως εξοφλήσεως, που προέβαλε η αναιρεσείουσα, ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, δεν ευρίσκουν πεδίο εφαρμογής στην ένδικη υπόθεση. Ο ίδιος λόγος αναιρέσεως και κατά το μέρος του, με το οποίο η αναιρεσείουσα, επικαλούμενη το άρθρο 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια, ότι διέλαβε ανεπαρκείς αιτιολογίες, γιατί δεν προσδιορίζει τις έννομες συνέπειες των καταβολών που πραγματοποίησε, προς εξόφληση, ολική ή έστω μερική, κατά το άρθρο 416 ΑΚ, των ενδίκων αξιώσεων του αναιρεσιβλήτου, είναι επίσης απορριπτέος, πρωτίστως, ως στηριζόμενος σε αναληθή προϋπόθεση, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει καμία πραγματική παραδοχή και κανένα αποδεικτικό πόρισμα δεν διατύπωσε το Εφετείο αναφορικά με την εξόφληση, με καταβολή, ή μη των ενδίκων αξιώσεων του αναιρεσιβλήτου. Ο ίδιος (δεύτερος) λόγος αναιρέσεως, κατά το εκ του άρθρου 559 αριθμ. 11 ΚΠολΔ μέρος του, με το οποίο προβάλλεται ως πλημμέλεια η μη λήψη υπόψη από το Εφετείο των εξοφλητικών αποδείξεων, που επικαλέστηκε και προσκόμισε η αναιρεσείουσα, κρισίμων για την απόδειξη του ισχυρισμού της ότι έχει εξοφλήσει πλήρως και ολοσχερώς τις ένδικες αξιώσεις του αντιδίκου της, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, δεδομένου ότι ο ισχυρισμός αυτός της αναιρεσείουσας ήταν, κατά τα προεκτεθέντα, αόριστος και απαράδεκτος και ως εκ τούτου δεν ασκούσε επιρροή στην έκβαση της δίκης, πέραν του ότι, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 11 του ΚΠολΔ, κατά την οποία αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν, συνάγεται ότι ο λόγος αυτός αναιρέσεως δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν εισήλθε στην αποδεικτική διαδικασία, ώστε να επιβάλλεται η λήψη υπόψη των άνω αποδεικτικών μέσων, αλλά απέρριψε την αγωγή ή την ένσταση ως μη νόμιμη ή ως αόριστη, όπως στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, το οποίο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε την προβληθείσα από την αναιρεσείουσα ένσταση εξοφλήσεως ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Επίσης, ο ίδιος λόγος αναιρέσεως και κατά το από τον αριθμό 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ μέρος του, με το οποίο η αναιρεσείουσα αποδίδει στο Εφετείο την πλημμέλεια ότι παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων και συγκεκριμένα των εξοφλητικών αποδείξεων, που επικαλέσθηκε και προσκόμισε, οι οποίες συνιστούσαν πλήρη απόδειξη ότι έχει εξοφλήσει τις ένδικες αξιώσεις του αναιρεσιβλήτου, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, προεχόντως διότι, για την εκδίκαση της υποθέσεως τηρήθηκε η ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ), με αποτέλεσμα να μην ιδρύεται, οπωσδήποτε, αναφορικά με το παραπάνω αποδεικτικό μέσο (έγγραφες εξοφλητικές αποδείξεις), το οποίο εκτιμάται, κατά τον κανόνα του άρθρου 340 ΚΠολΔ, ελεύθερα από το δικαστήριο της ουσίας, λόγος αναιρέσεως από τη διάταξη αυτήν του άρθρου 559 αριθμ. 12 του ΚΠολΔ. Τέλος, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 559 αριθμ. 13 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος της αποδείξεως, ως εσφαλμένη εφαρμογή νοείται η παρά τους ορισμούς του άρθρου 338 ΚΠολΔ κατανομή του (υποκειμενικού) βάρους αποδείξεως, η οποία προϋποθέτει την έκδοση αποφάσεως περί αποδείξεως. Τέτοια, όμως, απόφαση δεν εκδίδεται κατά την διαδικασία των εργατικών διαφορών, που τηρήθηκε για την συζήτηση της ένδικης αγωγής, κατά την οποία οι διάδικοι έως το τέλος της συζητήσεως στο ακροατήριο προσάγουν όλα τα αποδεικτικά μέσα και η συζήτηση στο ακροατήριο πρέπει, όσο είναι δυνατόν, να τελειώνει σε μία δικάσιμο (άρθρο 670 ΚΠολΔ). Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως και κατά το μέρος του, από το άρθρο 559 αριθμ. 13 ΚΠολΔ, με το οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για παραβίαση των ορισμών του νόμου σχετικά με το βάρος της αποδείξεως, είναι απαράδεκτος. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, που ηττήθηκε, να πληρώσει τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, κατά το νόμιμο αίτημα αυτού (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 27-12-2012 αίτηση της ανώνυμης εταιρείας , με την επωνυμία "MARINIS - ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", για αναίρεση της υπ' αριθμ. 4907/2012 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα να πληρώσει τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 14 Μαΐου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή