Αριθμός 2028/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γεώργιο Γεωργέλλη, Δημήτριο Κράνη, Αντώνιο Ζευγώλη και Ιωάννη Χαμηλοθώρη Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 17 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Σ. συζύγου Κ. Κ. Κ., το γένος Ο. Π., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Κωνσταντέλλο.
Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως οιονεί καθολικής διαδόχου της "ΕΘΝΙΚΗΣ ΚΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε", η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Σταυρούλα Καραθάνου.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28 Δεκεμβρίου 2005 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 6430/2007 αναβλητική και 5872/2009 οριστική του ιδίου δικαστηρίου και 1472/2011 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 14 Ιουνίου 2011 αίτησή της και τους από 20 Ιουλίου 2012 πρόσθετους λόγους αναίρεσης. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Κράνης, ανέγνωσε την από 20 Σεπτεμβρίου 2012 έκθεση του κωλυομένου να συμμετέχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Νικολάου Λεοντή, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και των πρόσθετων λόγων της.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, η πληρεξούσια της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία υπ' αριθ. 1472/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που απέρριψε στην ουσία την από 19.10.2009 έφεση και τους από 31.8.2010 πρόσθετους λόγους έφεσης της αναιρεσείουσας κατά της υπ' αριθ. 5872/2009 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία μετά την έκδοση της υπ' αριθ. 6430/2007 αναβλητικής κατά το άρθρ. 249 ΚΠολΔ απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου είχε απορρίψει ερήμην της αναιρεσίβλητης την εναντίον της από 28.12.2005 αγωγή της αναιρεσείουσας. Με την αγωγή αυτή, επικαλούμενη η αναιρεσείουσα αδικοπρακτική συμπεριφορά της αντιδίκου της και προηγουμένως της ΕΘΝΙΚΗΣ ΚΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, οιονεί καθολική διάδοχος της οποίας είναι η αναιρεσίβλητη, ζήτησε, όπως παραδεκτά περιόρισε την αγωγή της, να υποχρεωθεί η αναιρεσίβλητη να την αποζημιώσει με το ποσό των 168.698,57 ευρώ και να αναγνωρισθεί ότι της οφείλει το ποσό των 90.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την αδικοπρακτική συμπεριφορά της και προηγουμένως της ΕΘΝΙΚΗΣ ΚΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564, 566§1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577§1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς τους λόγους της (άρθρ. 577§3 ΚΠολΔ ). Παραδεκτά επίσης με το από 20.7.2012 ιδιαίτερο δικόγραφο η αναιρεσείουσα άσκησε ως προς τα προσβαλλόμενα με την αίτηση αναίρεσης κεφάλαια της εφετειακής απόφασης πρόσθετους λόγους (άρθρ. 569§2 ΚΠολΔ), οι οποίοι πρέπει να συνεξετασθούν με τους κύριους λόγους της αίτησης αναίρεσης.
2. Κατά τις διατάξεις των άρθρ. 321, 322, 324 και 331 ΚΠολΔ, το δεδικασμένο, που πηγάζει κατά λογική αναγκαιότητα από το σκοπό της πολιτικής δίκης και αποτυπώνει το τέλος ενεργοποίησης του δικαιοδοτικού μηχανισμού, που τέθηκε σε κίνηση προκειμένου να αποκατασταθούν οι διαταραγμένες ισορροπίες στο χώρο του ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή αποτελεί έννομη συνέπεια της δικαστικής απόφασης που διασφαλίζει τη δεσμευτικότητα του περιεχομένου της, απορρέει από τις τελεσίδικες αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων και εκτείνεται τόσο στο ουσιαστικό ζήτημα αναφορικά με έννομη σχέση που κρίθηκε ύστερα από άσκηση αγωγής, ανταγωγής, κύριας παρέμβασης ή ένστασης συμψηφισμού, όσο και στο δικονομικό ζήτημα που κρίθηκε σε συνάρτηση με το ουσιαστικό ζήτημα, υπάρχει δε μεταξύ των ίδιων προσώπων με την ίδια ιδιότητα μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε, κυρίως ή παρεμπιπτόντως, και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία. Ειδικότερα ταυτότητα νομικής αιτίας υπάρχει όταν σε μεταγενέστερη δίκη ανακύπτει ως νομικό γεγονός παραγωγικό, τροποποιητικό ή καταργητικό της επίδικης έννομης σχέσης αυτό που στηρίζει ήδη τελεσίδικη απόφαση, δηλαδή απαιτείται ταυτότητα της διάταξης που συγκρότησε τη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της τελεσίδικης απόφασης προς τη διάταξη που επικαλείται ρητά ή σιωπηρά ο ενάγων προκειμένου να στηρίξει τη νέα του αγωγή, ενώ ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει όταν τα περιστατικά που συγκροτούν το πραγματικό της νομικής διάταξης που εφαρμόστηκε σε προηγούμενη δίκη, είναι τα ίδια μ' αυτά που συγκροτούν το πραγματικό της εφαρμοστέας και στη νέα δίκη νομικής διάταξης (ΑΠ 1198/1997). Η ταυτότητα, εξ άλλου, των προσώπων ως αναγκαία υποκειμενική προϋπόθεση για τη λειτουργική ενέργεια του δεδικασμένου είναι επακόλουθο του ισχύοντος στην πολιτική δίκη κατά το άρθρ. 106 ΚΠολΔ συζητητικού συστήματος και σημαίνει ότι το δεδικασμένο δεσμεύει μόνον τα πρόσωπα μεταξύ των οποίων κατά τα άρθρ. 325 - 329 ΚΠολΔ ισχύει και πάντως μόνον εφόσον αυτά βρίσκονται σε σχέση αντιδικίας και όχι ομοδικίας (ΑΠ 1025/1993). Αποκλείεται έτσι η επέκταση του δεδικασμένου σε τρίτα πρόσωπα απλώς και μόνον επειδή η διαφορά τους είναι όμοια κατά την ιστορική και νομική αιτία της με το αντικείμενο δίκης στην οποία δεν μετείχαν και ούτε βέβαια είναι κατ' αρχήν δυνατή η ανάλογη διεύρυνση των δεσμευόμενων από το δεδικασμένο προσώπων [βλ. και Κονδύλη, Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ (2007) §29 σ.587 - 591]. Μάλιστα τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου ισχύουν και ως προς τα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως με την απόφαση και καταλαμβάνονται από το δεδικασμένο της με τις προϋποθέσεις του άρθρ. 331 ΚΠολΔ, δηλαδή εφόσον αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος και το δικαστήριο ήταν υλικά αρμόδιο να αποφασίσει και για τα παρεμπίπτοντα αυτά ζητήματα. Κατά την έννοια αυτή το δεδικασμένο χαρακτηρίζεται σε όλες τις σχετικές περιπτώσεις ως ουσιαστικό σε αντιδιαστολή προς το τυπικό δεδικασμένο ή τελεσιδικία της απόφασης και καλύπτει ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό ως ενιαίο σύνολο (ΑΠ 1019/1993? 1137/2006), εμποδίζοντας να αμφισβητηθεί μεταξύ των αυτών προσώπων και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση που το στηρίζει, δηλαδή το σύνολο των έννομων συνεπειών που κρίθηκαν ότι απορρέουν από την έννομη σχέση και όχι τα πραγματικά γεγονότα που τη γέννησαν ή αναλόγως την κατέλυσαν. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο, στο οποίο ανακύπτει εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό, το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο που προκύπτει από την προηγούμενη τελεσίδικη απόφαση, λαμβάνοντας αυτό ως αμάχητη αλήθεια, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η άσκηση νέας αγωγής για το δικαίωμα που καλύπτεται από το δεδικασμένο (ne bis in idem), η οποία, αν παρόλα αυτά ασκηθεί, απορρίπτεται ως απαράδεκτη (ΑΠ 47/2006? 613/2007? 522/2008? 249/2011? 256/2011? 1286/2011). Εξαίρεση από τη διπλή αυτή δέσμευση δικαιολογείται όταν ο κρίσιμος για τη μεταγενέστερη δίκη χρόνος διέρρευσε υπό νομικό καθεστώς διαφορετικό από εκείνο που υπήρχε κατά τον κρίσιμο στην προηγούμενη δίκη χρόνο, κατά τον οποίο και κρίθηκε η επίδικη τότε απαίτηση, αφού στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει η αναγκαία για την ενεργοποίηση του δεδικασμένου ταυτότητα νομικής αιτίας (ΟλΑΠ 34/1992? ΑΠ 128/2008) ή όταν στη μεταγενέστερη αγωγή γίνεται επίκληση νέων πραγματικών περιστατικών που συντελέστηκαν σε χρόνο που ήταν αδύνατη πλέον η παραδεκτή επίκλησή τους στο πλαίσιο της προηγούμενης δίκης (ΑΠ 1312/2006? 641/2008? 226/2001). Αν κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, το δεδικασμένο ισχύει ακόμη και όταν το αντικείμενο της μεταγενέστερης δίκης είναι διαφορετικό από το αντικείμενο της δίκης που προηγήθηκε, έχει όμως ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη με βάση την έννομη σχέση που πρόκειται να κριθεί και στη νέα δίκη, στην οποία ανακύπτει έτσι ως προδικαστικό ζήτημα (ΟλΑΠ 10/2002? ΑΠ 659/2003? 1663/2006? 6/2008? 1394/2008). Η τελεσίδικη, επομένως, απόφαση, που εκδόθηκε σε προηγούμενη δίκη και επιδίκασε για ορισμένο χρονικό διάστημα με βάση συγκεκριμένες διατάξεις αποζημίωση ή άλλες απαιτήσεις, αποτελεί δεδικασμένο και σε νέα δίκη, μεταξύ των αυτών διαδίκων, όταν αξιώνεται με βάση το ίδιο νομικό καθεστώς η επιδίκαση απαιτήσεων από την αυτή βασική έννομη σχέση για μεταγενέστερο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο δεν άλλαξαν, εκτός από το χρόνο, τα υπόλοιπα περιστατικά (ΑΠ 1186/1993? 111/2008). Κατά την ίδια έννοια αν με αγωγή που προηγήθηκε αποτέλεσε αντικείμενο της δίκης μέρος μόνον της όλης απαίτησης, το οποίο και επιδικάστηκε, δεδικασμένο γεννιέται μόνον ως προς το μέρος αυτό, αφού το επιπλέον δεν προβλήθηκε και ούτε από το δικαστήριο κρίθηκε. Μπορεί λοιπόν ο δικαιούχος να ζητήσει ακολούθως έννομη προστασία για το υπόλοιπο της ίδιας απαίτησης με νέα αγωγή, χωρίς να αποκρούεται από το δεδικασμένο. Ωστόσο, αν με την προηγούμενη αγωγή η απαίτηση είχε ασκηθεί ως αποτελούσα το όλον και η απόφαση που εκδόθηκε δεν έκρινε για το μέρος, αλλά για το όλον της απαίτησης, δηλαδή θεώρησε ότι η απαίτηση, όπως ασκήθηκε, αποτελεί την όλη απαίτηση, αποκλείεται να ζητηθεί με νέα αγωγή και άλλο ποσό της ίδιας απαίτησης, αφού κρίθηκε ήδη ότι η απαίτηση του δικαιούχου ήταν μόνον αυτή που επιδικάστηκε (ΟλΑΠ 14/2002? 20/2002? ΑΠ 659/ 2003). Στην περίπτωση αυτή η νέα αγωγή δεν αφορά μέρος απαίτησης, που δεν ασκήθηκε με προηγούμενη αγωγή, δηλαδή δεν πρόκειται για αγωγή μέρους (Teilklage), αλλά για αγωγή συμπληρωματική απαίτησης (Ζusatzklage), που ασκήθηκε με προηγούμενη αγωγή ως αποτελούσα την όλη απαίτηση [βλ. και Π. Αρβανιτάκη, Τα χρονικά όρια του δεδικασμένου (1995) §6 σ. 268 - 272]. Αντίθετα δεδικασμένο δεν γεννιέται ως προς άλλες ιστορικές βάσεις στις οποίες θα μπορούσε να στηριχθεί το επίδικο δικαίωμα, αλλά δεν προβλήθηκαν και δεν εξετάσθηκαν, ούτε καλύπτει απαιτήσεις που δεν ασκήθηκαν και τις οποίες το δικαστήριο επίσης δεν εξέτασε, όπως αυτό προκύπτει από τις αιτιολογίες της ίδιας της απόφασης (ΟλΑΠ 15/1998? ΑΠ 1312/2006? 998/2008). Η ύπαρξη δηλαδή και η έκταση του δεδικασμένου προκύπτουν μόνον από το περιεχόμενο της απόφασης και όχι της αγωγής που κρίθηκε, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενό της ή αν αντίθετα το υπερέβη ή απομακρύνθηκε απ' αυτό (ΑΠ 298/2004), παράγεται δε δεδικασμένο και από λανθασμένη απόφαση (ΑΠ 659/2003? 1663/2006? 111/2008), όπως και από απόφαση που εκδίδεται επί αναγνωριστικής αγωγής, αφού και στην περίπτωση αυτή τέμνεται η διαφορά, όπως ακριβώς και επί καταψηφιστικής αγωγής (ΟλΑΠ 959/1985? ΑΠ 47/2006? 522/2008? 613/ 2007? 522/2008). Εξ άλλου λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 16 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ ιδρύεται και όταν το δικαστήριο της ουσίας κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει δεδικασμένο, πρέπει δε, για να είναι ο λόγος αυτός ορισμένος, να καθορίζεται στο αναιρετήριο με σαφήνεια το αντικείμενο της δίκης που προηγήθηκε, τα ζητήματα που κρίθηκαν σ' αυτή με δύναμη δεδικασμένου εν όψει του αντικειμένου της νέας δίκης και οι παραδοχές του δικαστηρίου με τα πραγματικά περιστατικά που προσδιορίζουν την πλημμέλεια της προσβαλλόμενης απόφασης, ώστε να μπορεί να κριθεί αν παραβιάσθηκαν οι διατάξεις του ΚΠολΔ για το δεδικασμένο και μάλιστα αν πρόκειται για ψευδή ερμηνεία ή εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων αυτών (ΑΠ 1509/2002? 1098/2011? 1343/2013). Ελέγχεται έτσι με το λόγο αυτό η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς το αν τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά απ' αυτό συνιστούν την έννοια του δεδικασμένου και μάλιστα στην έκταση και στα αποτελέσματα που του προσέδωσε η προσβαλλόμενη απόφαση, όσο και η κρίση του ίδιου δικαστηρίου σχετικά με τη συνδρομή ή όχι των προϋποθέσεων του δεδικασμένου, εφόσον αυτή στηρίζεται μόνο σε διαδικαστικά έγγραφα, η εκτίμηση του περιεχομένου των οποίων υπόκειται, κατά το άρθρ. 561§2 ΚΠολΔ, στον αναιρετικό έλεγχο για την έρευνα της βασιμότητας του προβαλλόμενου λόγου αναίρεσης (ΑΠ 1459/2003? 998/2008). Ειδικότερα, μολονότι κατά το άρθρ. 332 ΚΠολΔ το δεδικασμένο λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, δεν αφορά, ωστόσο, τη δημόσια τάξη, αφού οι σχετικές μ' αυτό διατάξεις εξυπηρετούν τα ιδιωτικά πρωτίστως συμφέροντα και όχι άλλα ανώτερα κοινωνικά συμφέροντα. Επομένως, η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να λάβει υπόψη του το δεδικασμένο ιδρύει τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, εφόσον ο σχετικός με το δεδικασμένο ισχυρισμός προτάθηκε κατά το άρθρ. 562§2 ΚΠολΔ νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας και ρητά απορρίφθηκε, δηλαδή περιέχεται στην απόφαση του δικαστηρίου αρνητική κρίση για τη συνδρομή του δεδικασμένου, πρέπει δε αυτό να αναφέρεται στο αναιρετήριο, αλλιώς ο λόγος αναίρεσης είναι και πάλι αόριστος και απορριπτέος (ΟλΑΠ 1339/1985? ΑΠ 1002/2005? 2/2006). Αντίθετα, αν στην απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν περιέχεται η οποιαδήποτε κρίση για την ύπαρξη ή ανυπαρξία δεδικασμένου, δεν ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 16, αλλά από τον αριθμό 8(β) του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, με την προϋπόθεση, που πρέπει επίσης να αναφέρεται στο αναιρετήριο, ότι ο διάδικος προσκόμισε στο δικαστήριο της ουσίας την τελεσίδικη απόφαση, από την οποία απορρέει το δεδικασμένο και το επικαλέσθηκε προς απόδειξη ή απόκρουση της ένδικης αγωγής (ΑΠ 853/2001? 130/2004? 1858/2005? 1098/2011? 1343/2013? 929/2014). Στη συγκεκριμένη περίπτωση προκύπτει από την παραδεκτή κατά το άρθρ. 561§2 ΚΠολΔ επισκόπηση της ένδικης αγωγής ότι σύμφωνα με τα εκτιθέμενα σ' αυτή κρίθηκε αμετάκλητα με την υπ' αριθ. 9732/1996 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και αποτελεί πλέον δεδικασμένο ότι η άρνηση της ΕΘΝΙΚΗΣ ΚΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ να συναινέσει ήδη το Μάϊο του 1985 στην εξάλειψη της βαρύνουσας το ακίνητο της αναιρεσείουσας επί των οδών ... και ... του Δήμου Αθηναίων υποθήκης, που είχε εγγράψει σ' αυτό προς εξασφάλιση του χορηγηθέντος στην αναιρεσείουσα το έτος 1970 τοκοχρεωλυτικού δανείου των 170.000 δραχμών, καθώς και να άρει τις αναγκαστικές κατασχέσεις που είχε επιβάλλει στο ίδιο ακίνητο προς είσπραξη του ποσού του δανείου, μολονότι η αναιρεσείουσα της προσέφερε μετά την από μέρους της καταγγελία του δανείου το πράγματι οφειλόμενο το Μάϊο του 1985 ποσό των 57.903 δραχμών, ισχυριζόμενη κακόβουλα η δανείστρια τράπεζα ότι η οφειλή από το δάνειο υπερέβαινε δήθεν το ποσό του 1.000.000 δραχμές, συνιστά αδικοπρακτική συμπεριφορά της, η οποία είχε ως αποτέλεσμα να ματαιωθεί τότε η πώληση του ενυπόθηκου ακινήτου στον Γ. Π., από την οποία η αναιρεσείουσα θα λάμβανε τίμημα 8.000.000 δραχμών και να προκληθεί έτσι σ' αυτή ζημία 10.000.000 δραχμών, αφού το ποσό αυτό θα εισέπραττε από την έντοκη κατάθεση του τιμήματος σε πιστωτικό ίδρυμα κατά το διάστημα από 1.6.1985 έως 31.5.1990 με επιτόκιο 25% κατά μέσο όρο ετησίως. Περαιτέρω, εκτίθεται στην ένδικη αγωγή ότι εκτός από το παραπάνω ποσό, που αναγνωρίστηκε με την ως άνω απόφαση ότι υποχρεούται η δανείστρια τράπεζα να καταβάλει ως αποζημίωση στην αναιρεσείουσα, αυτή υπέστη κατά την ίδια έννοια επιπλέον ζημία 168.698,57 ευρώ κατά το επόμενο χρονικό διάστημα από 1.6.1990 έως 31.12.2002, κατά το οποίο το τίμημα των 8.000.000 δραχμών, αν δεν είχε απολεσθεί, θα παρέμενε εξακολουθητικά κατατεθειμένο σε πιστωτικό ίδρυμα και θα απέφερε ως τόκους, με εξάμηνο ανατοκισμό (κεφαλαιοποίηση) των τόκων, το ποσό αυτό των 168.698,57 ευρώ, το οποίο ζητείται ήδη με την ένδικη αγωγή να υποχρεωθεί η αναιρεσίβλητη, ως οιονεί καθολική διάδοχος της δανείστριας τράπεζας, να καταβάλει νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής στην αναιρεσείουσα. Με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 1472/2011 εφετειακή απόφαση απορρίφθηκαν ως προς την αξίωση αυτή της αναιρεσείουσας οι λόγοι της έφεσής της και επικυρώθηκε αντίστοιχα η εκκαλούμενη οριστική απόφαση που απέρριψε ως προς την ίδια αξίωση την ένδικη αγωγή ως απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου, που απορρέει από την υπ' αριθ. 6754/ 2003 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όπως η απόφαση αυτή επικυρώθηκε με την υπ' αριθ. 8119/2004 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Ειδικότερα με την προσβαλλόμενη εφετειακή απόφαση, που παραδεκτά επισκοπείται, έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: "Η ενάγουσα (αναιρεσείουσα) είχε ασκήσει κατά της εναγομένης (αναιρεσίβλητης) την από 18.10.2002 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ζήτησε, εκτός άλλων, να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη οφείλει να της καταβάλει το ποσό των 17.800.000 δραχμών, ως αποζημίωση εξ αιτίας της απώλειας τόκων, λαμβανομένου υπόψη και του ανατοκισμού των τραπεζικών καταθέσεων ανά εξάμηνο, τους οποίους τόκους θα εισέπραττε κατά το χρονικό διάστημα από 1.6.1990 έως 31.12.2002 από την κατάθεση σε τράπεζα του κεφαλαίου των 8.000.000 δραχμών, που αντιπροσωπεύει το τίμημα που της είχε προσφερθεί τον Μάϊο του 1985 από τον Γ. Π. για την αγορά ενός διαμερίσματος ιδιοκτησίας της στα ... και η οποία αγορά ματαιώθηκε συνεπεία της αρνήσεως των οργάνων της ΕΘΝΙΚΗΣ ΚΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ως δανείστριας (οιονεί καθολική διάδοχος της οποίας είναι ήδη η εναγομένη) να συναινέσουν στην εξάλειψη της υποθήκης, που είχε εγγραφεί επί του ακινήτου της προς εξασφάλιση της δανείστριας τράπεζας και στην άρση των κατασχέσεων, που επίσης είχαν επιβληθεί επί του ακινήτου της. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθ. 6754/2003 απόφαση του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτό, ότι το ποσό των 8.000.000 δραχμών, αν παρέμενε κατατεθειμένο σε προθεσμιακή κατάθεση σε τράπεζα, θα απέδιδε τόκους για το χρονικό διάστημα από 1.6.1990 έως 31.12.2002, συνολικού ποσού 17.800.000 δραχμών, ενώ και για το προηγούμενο χρονικό διάστημα από 1.6.1985 έως 31.5.1990 η ενάγουσα είχε ασκήσει προγενέστερη αγωγή. Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο αυτό Δικαστήριο έκρινε, ότι η ενάγουσα ωφελήθηκε τόσο από την άνοδο της αξίας του ακινήτου της, η οποία ανερχόταν σε 8.000.000 δραχμές το έτος 1985, σε 12.000.000 δραχμές την 31.5.1990 και σε 30.000.000 δραχμές το έτος 2002, όσο και από το γεγονός ότι η ίδια (ενάγουσα) εξακολουθεί να το έχει στην κυριότητα της και να ωφελείται τα μισθώματα, που θα κατέβαλλε για τη μίσθωση άλλου ακινήτου για κατοικία της, ανερχόμενα στο συνολικό ποσό των 16.183.000 δραχμών και ότι ως εκ τούτου όχι μόνο δεν ζημιώθηκε από τη ματαίωση της πωλήσεώς του, αλλά ωφελήθηκε κατά τα προαναφερθέντα ποσά. Έτσι, αφού δέχθηκε ως και κατ' ουσίαν βάσιμη την ένσταση του συνυπολογισμού του κέρδους της, που είχε προβάλει η εναγομένη, απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο το κονδύλιο των 17.800.000 δραχμών. Κατά της αποφάσεως αυτής η ενάγουσα άσκησε έφεση και πρόσθετους λόγους και επ' αυτών εκδόθηκε η υπ' αριθ. 8119/2004 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία τους απέρριψε, ασκηθείσης δε αναιρέσεως κατ' αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθ. 1498/2008 απόφαση του Αρείου Πάγου, που την απέρριψε και έτσι η τελευταία απόφαση κατέστη αμετάκλητη... Ήδη, με την κρινόμενη αγωγή της, όπως περιορίστηκε, η ενάγουσα ζητεί εκ νέου τόκους για το ίδιο ποσό των 8.000.000 δραχμών, για το ίδιο χρονικό διάστημα, με την εκ νέου κεφαλαιοποίηση των τόκων ανά εξάμηνο, τους οποίους, με άλλους υπολογισμούς, αναβιβάζει στο ποσό των 168.698,57 ευρώ, αναφέροντας μάλιστα, στη σελίδα 7 της αγωγής της, ότι από το αιτούμενο ποσό πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 17.800.000 δραχμών που της επιδικάσθηκε με την προαναφερόμενη υπ' αριθ. 6754/2003 αμετάκλητη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε ακολούθως με την προσβαλλόμενη απόφασή του ότι "αβιάστως προκύπτει ότι η ενάγουσα κατήγαγε σε δίκη με την ένδικη αγωγή της το δικαίωμά της και τη συναφή απαίτησή της για καταβολή τόκων για το ίδιο χρονικό διάστημα και ποσό, που αφορά και η από 18.10.2002 αγωγή της, ανεξαρτήτως αν με τη νέα (ένδικη) αγωγή της, προβαίνει σε διαφορετικούς υπολογισμούς, που οδηγούν σε μεγαλύτερη απαίτησή της".
Συνεπώς, κατέληξε το Εφετείο, "εφόσον για την απαίτηση αυτή εκδόθηκε αμετάκλητη απόφαση, προκύπτει δεδικασμένο, το οποίο εμποδίζει τη νέα έρευνά της με την ένδικη αγωγή, που στηρίζεται στην ίδια ιστορική και νομική αιτία". Μάλιστα, σημείωσε το Εφετείο, "η ενάγουσα, με τον πρώτο λόγο της εφέσεώς της κατά της υπ' αριθ. 6754/2003 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών έβαλε κατά της εκκαλούμενης αποφάσεως, διότι δεν της επιδίκασε το ποσό των 57.484.037 δραχμών και ήδη 168.698,57 ευρώ, που είναι και το αιτούμενο με την ένδικη αγωγή, όπως αυτή περιορίστηκε και προέβη στους ίδιους υπολογισμούς με την κρινόμενη αγωγή για την εξεύρεσή του..., η δε απαίτησή της, που κατάγεται σε δίκη με την κρινόμενη αγωγή, δεν αποτελεί υπόλοιπο απαιτήσεώς της μη επιδιωχθέν με την πρώτη αγωγή της, όπως η ίδια υποστηρίζει, αλλά αφορά την ίδια απαίτησή της, καθόσον αναφέρεται σε τόκους του ίδιου ποσού, με τον ανά εξάμηνο ανατοκισμό των τραπεζικών καταθέσεων για το ίδιο χρονικό διάστημα". Από την επισκόπηση των παραπάνω αποφάσεων και διαδικαστικών εγγράφων προκύπτει ότι με την ένδικη αγωγή δεν ζητείται η εκ νέου και με διαφορετική μέθοδο υπολογισμού κεφαλαιοποίηση και επιδίκαση των τόκων επί του αρχικού κεφαλαίου των 8.000.000 δραχμών κατά το χρονικό διάστημα από 16.1990 έως 31.12.2002, πράγμα που λογικά θα σήμαινε ότι τέτοιοι κεφαλαιοποιημένοι τόκοι με εξάμηνο ανατοκισμό ζητήθηκαν δήθεν και με την από 18.10.2002 προηγούμενη αγωγή της αναιρεσείουσας για το αυτό κεφάλαιο και χρονικό διάστημα που αφορά και η ένδικη αγωγή και συνεπώς είναι εσφαλμένη η σχετική εκτίμηση της προσβαλλόμενης απόφασης. Αντίθετα με την πρώτη από τις αγωγές αυτές ζητήθηκαν απλοί τόκοι κατά την έννοια του άρθρ. 293 ΑΚ και τέτοιοι τόκοι εκτιμήθηκε και με τις υπ' αριθ. 6754/2003 και 8119/2004 αποφάσεις αντίστοιχα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου και του Εφετείου Αθηνών ότι ζητήθηκαν. Ωστόσο ναι μεν με την πρώτη από 18.10.2002 αγωγή ζητήθηκαν απλοί μόνον τόκοι, δηλαδή χωρίς εξάμηνο ανατοκισμό, υπό την έννοια όμως ότι η σχετική απαίτηση, που είναι διαφορετική από την απαίτηση ανατοκιζόμενων τόκων (ΟλΑΠ 10/2007), αποτελεί την όλη απαίτηση της αναιρεσείουσας για τόκους επί του κεφαλαίου των 8.000.000 δραχμών κατά το επίδικο χρονικό διάστημα από 1.6.1990 έως 31.12.2002, αφού μάλιστα δεν έγινε με την αγωγή αυτή η οποιαδήποτε ρητή ή σιωπηρή επιφύλαξη για τόκους τόκων. Κατ' αυτή άλλωστε την έννοια εκτιμήθηκε και από τις παραπάνω αποφάσεις ότι το ποσό των 17.800.000 δραχμών εξαντλεί την απαίτηση της αναιρεσείουσας για τόκους επί του κεφαλαίου των 8.000.000 δραχμών κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, απαράδεκτα δε η αναιρεσείουσα επιχείρησε για πρώτη φορά με λόγο της έφεσής της κατά της υπ' αριθ. 6754/2003 απόφασης να ζητήσει κεφαλαιοποιημένους τόκους κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (άρθρ. 525§2 ΚΠολΔ). Ωστόσο το αίτημα αυτό αξιολογήθηκε τελικά από το Εφετείο και κρίθηκε με την υπ' αριθ. 8119/ 2004 απόφασή του ως μη νόμιμο, επειδή δεν έγινε επίκληση από την αναιρεσείουσα συμφωνίας ανατοκισμού, αλλά και ως ουσιαστικά αβάσιμο, επειδή κατά τις παραδοχές της ίδιας απόφασης δεν αποδείχθηκε ότι η αναιρεσείουσα θα συμφωνούσε τον ανατοκισμό των τόκων με κάποιο πιστωτικό ίδρυμα κατά το επίδικο διάσημα. Με τα δεδομένα αυτά, δηλαδή εφόσον με την υπ' αριθ. 8119/2004 απόφαση του Εφετείου Αθηνών δεν κρίθηκε μέρος μόνον, αλλά η όλη απαίτηση της αναιρεσείουσας για τόκους κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, όπως άλλωστε και ασκήθηκε η απαίτηση αυτή με την από 18.10.2002 αγωγή της, εμποδίζεται από το δεδικασμένο της απόφασης αυτής η άσκηση νέας αγωγής, όπως η ένδικη, με την οποία ζητείται η επιδίκαση κεφαλαιοποιημένων τόκων κατά το ίδιο διάστημα, παρόλο που με την παραπάνω απόφαση κρίθηκε ότι η όλη απαίτηση για τόκους της αναιρεσείουσας κατά το διάστημα αυτό συμποσούται σε 17.800.000 ευρώ και μάλιστα ρητά στην απόφαση αναφέρεται ότι δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη συμφωνίας ανατοκισμού. Πρόκειται, δηλαδή, για αγωγή συμπληρωματική της όλης απαίτησης για τόκους που ασκήθηκε με την από 18.10.2002 αγωγή και όχι για αγωγή μέρους απαίτησης, ως προς το οποίο αυτή δεν ασκήθηκε με την ως άνω αγωγή.
Συνεπώς, εφόσον και το Εφετείο, έστω και με διαφορετικές εν μέρει αιτιολογίες, οι οποίες, όμως, δεν επηρεάζουν την ορθότητα του διατακτικού της ήδη προσβαλλόμενης απόφασής του, έτσι έκρινε, δηλαδή ότι προσκρούει στο δεδικασμένο της υπ' αριθ. 8119/2004 προηγούμενης απόφασής του η ένδικη αγωγή κατά την απαίτηση της αναιρεσείουσας για επιδίκαση ανατοκιζόμενων τόκων κατά το παραπάνω διάστημα, πρέπει κατά το άρθρ. 578 ΚΠολΔ να απορριφθούν ως αβάσιμοι ο πρώτος των κύριων και ο πρώτος των πρόσθετων λόγων της αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αιτίαση ότι υπέπεσε στην πλημμέλεια από τον αριθμό 16 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ με το να κρίνει, όπως και η πρωτόδικη απόφαση, απορριπτέα λόγω δεδικασμένου την ένδικη αγωγή κατά την ως άνω απαίτηση της αναιρεσείουσας. 3. Κατά το άρθρ. 528 ΚΠολΔ, αν ασκηθεί έφεση από το διάδικο που δικάσθηκε σαν να ήταν παρών, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ο δε εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως. Με τον δεύτερο των πρόσθετων λόγων της αίτησης αναίρεσης η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη εφετειακή απόφαση την πλημμέλεια ότι δεχόμενη σχετικό αίτημα της αναιρεσίβλητης, που περιέχεται στις από 28.9.2010 κατ' έφεση προτάσεις της, εξαφάνισε κατά το άρθρ. 528 ΚΠολΔ την πρωτόδικη απόφαση και αναδίκασε την υπόθεση, παρόλο που η αναιρεσίβλητη, η οποία δικάσθηκε πρωτοδίκως ερήμην, δεν άσκησε η ίδια έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, με συνέπεια έτσι το Εφετείο να δεχθεί ανεπίτρεπτα όλους τους ισχυρισμούς της που είχε εκπρόθεσμα προτείνει στον πρώτο βαθμό, μεταξύ των οποίων και την ένσταση δεδικασμένου από την υπ' αριθ. 6754/2003 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όπως αυτή επικυρώθηκε από την υπ' αριθ. 8119/2003 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με βάση την οποία, ένσταση, απορρίφθηκε ακολούθως η ασκηθείσα με την ένδικη αγωγή απαίτηση της αναιρεσείουσας για επιδίκαση σ' αυτή, κατά τα προαναφερθέντα, κεφαλαιοποιημένων τόκων ποσού 168.698,57 ευρώ. Ο πρόσθετος αυτός λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 14, αλλιώς από τον αριθμό 8(α) του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος και απορριπτέος, αφού, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, αυτή δεν εφάρμοσε κατά την εκδίκαση της έφεσης της αναιρεσείουσας το άρθρ. 528 ΚΠολΔ, το οποίο δεν ήταν βέβαια εφαρμοστέο, παραδεκτά δε έλαβε υπόψη κατά το άρθρ. 527 αριθ. 1 ΚΠολΔ τους ισχυρισμούς που επανέφερε στο Εφετείο η αναιρεσίβλητη προς υπεράσπισή της κατά της έφεσης της αναιρεσείουσας, μεταξύ των οποίων και την ως άνω ένσταση δεδικασμένου, η οποία, άλλωστε λαμβάνεται υπόψη κατά το άρθρ. 332 ΚΠολΔ και αυτεπαγγέλτως. 4. Με την ένδικη αγωγή η αναιρεσείουσα, επικαλούμενη την αυτή αδικοπρακτική σε βάρος της συμπεριφορά της ΕΘΝΙΚΗΣ ΚΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, με βάση την οποία ζήτησε, κατά τα προεκτεθέντα, την επιδίκαση σ' αυτή αποζημίωσης 168.698,57 ευρώ για απώλεια κεφαλαιοποιημένων τόκων κατά το διάστημα 1.6.1990 έως 31.12.2002, ζήτησε, παράλληλα, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της αναιρεσίβλητης, ως οιονεί καθολικής διαδόχου της ως άνω τράπεζας, να της καταβάλει το ποσό των 90.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που της προκάλεσε η προσβλητική για την προσωπικότητα και την περιουσία της αδικοπρακτική συμπεριφορά της ΕΘΝΙΚΗΣ ΚΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, δηλαδή η άρνησή της, τον Μάϊο του 1985, να συναινέσει στην εξάλειψη της βαρύνουσας το ακίνητο της αναιρεσείουσας επί των οδών ... και ... του Δήμου Αθηναίων υποθήκης, καθώς και να άρει τις αναγκαστικές κατασχέσεις που είχε επιβάλλει στο ίδιο ακίνητο, με συνέπεια να ματαιωθεί τότε η πώληση του ενυπόθηκου ακινήτου στον Γ. Π., από την οποία η αναιρεσείουσα θα λάμβανε τίμημα 8.000.000 δραχμών, αλλά και τόκους από την έντοκη κατάθεση του τιμήματος σε πιστωτικό ίδρυμα για όλο το παραπάνω διάστημα. Ωστόσο αξίωση χρηματικής ικανοποίησης της αναιρεσείουσας για ηθική βλάβη της από την ως άνω επικαλούμενη με την ένδικη ήδη αγωγή της παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς της και της περιουσίας της ασκήθηκε και με την από 18.10.2002 προηγούμενη αγωγή της κατά της αναιρεσίβλητης, η σχετική όμως αξίωσή της, η οποία μάλιστα αφορά ευρύτερα την προσβολή της προσωπικότητάς της από τη συνεχιζόμενη και μετά το Μάϊο του 1985 παράνομη και υπαίτια άρνηση της ΕΘΝΙΚΗΣ ΚΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ και ακολούθως της ίδιας της αναιρεσίβλητης να συναινέσουν στη διαγραφή των ως άνω βαρών από το ακίνητό της, στο πλαίσιο της οποίας εντάσσεται και η αποστολή σ' αυτή της από 4.5.1998 εξώδικης και συκοφαντικής σε βάρος της δήλωσης της παραπάνω τράπεζας, απορρίφθηκε με την υπ' αριθ. 6754/ 2003 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που επικυρώθηκε αμετάκλητα με την υπ' αριθ. 8119/2003 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την αιτιολογία ότι δεν δικαιολογείται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης στην αναιρεσείουσα λόγω ηθικής βλάβης της, αφού δεν αποδείχθηκε ότι είχε προβεί τότε σε πλήρη εξόφληση του πραγματικού χρέους της προς τη δανείστρια τράπεζα και ακολούθως προς την αναιρεσίβλητη, ώστε να μπορεί να ζητεί τη διαγραφή των ως άνω βαρών από το ακίνητό της και αυτό παρόλο που με την υπ' αριθ. 9732/1996 προηγούμενη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κρίθηκε αμετάκλητα ότι η άρνηση της ΕΘΝΙΚΗΣ ΚΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ να άρει από το ακίνητο αυτό τις αναγκαστικές ειδικότερα κατασχέσεις που το βάρυναν, συνιστά αδικοπρακτική συμπεριφορά της εν λόγω τράπεζας. Με την ήδη προσβαλλόμενη εφετειακή απόφαση απορρίφθηκαν και ως προς την αξίωση χρηματικής ικανοποίησης της αναιρεσείουσας οι λόγοι της έφεσής της και επικυρώθηκε αντίστοιχα η εκκαλούμενη οριστική απόφαση που απέρριψε ως προς την ίδια αξίωση την ένδικη αγωγή ως απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου, που απορρέει και πάλι από την υπ' αριθ. 6754/2003 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όπως η απόφαση αυτή επικυρώθηκε με την υπ' αριθ. 8119/2004 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Ειδικότερα με την προσβαλλόμενη εφετειακή απόφαση, που παραδεκτά επισκοπείται, έγιναν δεκτά και τα ακόλουθα: "Με την υπ' αριθ. 6754/2003 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών... κρίθηκε ότι η άρνηση της εναγομένης (αναιρεσίβλητης) να συναινέσει στην εξάλειψη της υποθήκης από το ακίνητο της ενάγουσας (αναιρεσείουσας) δεν συνιστά προσβολή της προσωπικότητας της τελευταίας, ούτε επικαλείται με την κρινόμενη αγωγή της η ενάγουσα νέα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι συνεχίζεται η αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης σε βάρος της, ώστε να δικαιολογείται η επέλευση ηθικής βλάβης της ανεξαρτήτως των αξιώσεών της για περαιτέρω περιουσιακή ζημία. Τα περιστατικά αυτά ήταν αναγκαία για τη θεμελίωση της σχετικής αξιώσεώς της, δεδομένου ότι η αδικοπραξία της εναγομένης συντελέστηκε μία φορά με τη ματαίωση της πωλήσεως του διαμερίσματος, γεγονός που κρίθηκε τελεσιδίκως".
Συνεπώς, κατέληξε το Εφετείο, "το αίτημα της ενάγουσας για αναγνώριση υποχρεώσεως της εναγομένης προς καταβολή σ' αυτή του ποσού των 90.000 ευρώ ως χρηματική της ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης κρίνεται απορριπτέο, όπως ορθά έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο". Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε τις διατάξεις ουσιαστικού δικαίου των άρθρ. 2§1 του Συντάγματος, 1§1εδ(α) του από 20.3.1952 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου στην από 4.11.1950 Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), 57, 59, 299 και 932 του ΑΚ, αφού ανεξάρτητα από τη συνεχιζόμενη μέχρι και τις 31.12.2002 περιουσιακή βλάβη της αναιρεσείουσας από την άρνηση της αναιρεσίβλητης και κατ' ακριβολογία της ΕΘΝΙΚΗΣ ΚΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ να συναινέσει ήδη το Μάϊο του 1985 στη διαγραφή των βαρών (υποθήκης και αναγκαστικών κατασχέσεων) που είχε επιβάλλει στο ακίνητο της αναιρεσείουσας, η άρνηση αυτή, η οποία και προκάλεσε την όλη περιουσιακή ζημία της αναιρεσείουσας, κρίθηκε με δύναμη ήδη δεδικασμένου από την υπ' αριθ. 8119/2004 απόφαση του Εφετείου Αθηνών ότι δεν δικαιολογεί την επιδίκαση σ' αυτή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης.
Συνεπώς είναι αβάσιμα τα αντίθετα που υποστηρίζονται με τον δεύτερο των κύριων λόγων της αίτησης αναίρεσης και πρέπει να απορριφθεί ο λόγος αυτός, με τον οποίο η αναιρεσείουσα αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ. Συνακόλουθα η αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως προς τους κύριους και τους πρόσθετους λόγους της και να καταδικασθεί η ηττηθείσα αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, κατά το σχετικό νόμιμο αίτημα της τελευταίας (άρθρ. 176, 183, 189§1, 191§2 ΚΠολΔ), όπως στο διατακτικό ειδικότερα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 14.6.2011 αίτηση και τους από 20.7.2012 πρόσθετους λόγους της αναιρεσείουσας για αναίρεση της υπ' αριθ. 1472/2011 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δυο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 26 Ιουνίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 10 Νοεμβρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ