Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Ισχυρισμός αυτοτελής, Συναυτουργία, Σωματική βλάβη επικίνδυνη, Ακροάσεως έλλειψη, Μάρτυρες, Άμυνα.
Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για επικίνδυνη σωματική βλάβη από κοινού. Στοιχεία εγκλήματος. Επαρκώς αιτιολογείται η συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος. Το αν από τα πλήγματα που δέχθηκε ο παθών μπορούσε να προκληθεί κίνδυνος για τη ζωή του ανήκει στην ανέλεγκτη, αναιρετικά, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Αυτοτελείς ισχυρισμοί του ενός από τους δράστες περί καταστάσεως νόμιμης άμυνας, άλλως περί αναγνωρίσεως ελαφρυντικού άρθρ. 84 παρ. 2 γ ΠΚ. Έλλειψη ακροάσεως, γιατί το δικαστήριο, παρά το ότι οι ισχυρισμοί αυτοί, ήταν ορισμένοι και νόμιμοι, δεν απάντησε. Ορθώς, όμως, δεν απάντησε επί του ισχυρισμού των λοιπών για την αναγνώριση ελαφρυντικών, γιατί είχε προβληθεί αορίστως. Επί των αυτοτελών ισχυρισμών δόθηκε ο λόγος στους συνηγόρους, οι οποίοι και αγόρευσαν σχετικώς. Η πρόταση του εισαγγελέα επί της ενοχής εμπεριέχει και πρόταση για απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών. Όχι απόλυτη ακυρότητα. Μετά την αντικατάσταση του άρθρου 218 του ΚΠΔ από το ν. 4055/2012, η μη όρκιση του μάρτυρα δεν επάγεται ακυρότητα. Αναίρεση ως προς τον ένα και παραπομπή. Απόρριψη αιτήσεως ως προς λοιπούς.
Αριθμός 172/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1)Α. Τ. του Κ., 2)Ι. Τ. του Κ. και 3)Ν. Τ. του Κ., κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Μαριώρα, για αναίρεση της υπ'αριθ.396/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Με συγκατηγορούμενο τον Ι. Ε. του Τ. και πολιτικώς ενάγοντες τους: 1)Γ. Β. του Μ., κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Βλάχο και 2)Σ. Β. του Ν., κάτοικο ..., που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Λάρισας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Οκτωβρίου 2014 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1012/2014.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και μόνον για τον Ν. Τ. και να απορριφθεί για τους Α. Τ. και Ι. Τ. η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τις διατάξεις των άρθρων 308 παρ. 1 και 309 του ΠΚ, αν η σωματική βλάβη τελέσθηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο για τη ζωή του ή βαριά σωματική βλάβη, επιβάλλεται στον υπαίτιο φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Εντεύθεν προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της επικίνδυνης σωματικής βλάβης απαιτείται, αντικειμενικώς, πρόκληση της σωματικής βλάβης του άρθρου 308 παρ. 1 κατά τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο για τη ζωή του παθόντος ή βαριά σωματική βλάβη αυτού, κατά την έννοια, ως προς την τελευταία, του άρθρου 310 παρ. 2 του ΠΚ, και υποκειμενικώς δόλος, δηλαδή γνώση της αφηρημένης δυνατότητας του κινδύνου της ζωής ή της βαριάς σωματικής βλάβης και θέληση ή αποδοχή του υπαιτίου να προξενήσει σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας. Κατά δε το άρθρο 45του ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός αυτής. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι επί συναυτουργίας, η οποία είναι νοητή και στο έγκλημα της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, απαιτείται αντικειμενικώς σύμπραξη των συναυτουργών στην εκτέλεση της ίδιας πράξεως και υποκειμενικώς κοινός δόλος όλων όσοι συμπράττουν, ο οποίος υπάρχει όταν ο κάθε αυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 396/2014 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες (και τον αρχικό συγκατηγορούμενό τους Ιωάννη Ευγενικό, που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη) επικίνδυνης σωματικής βλάβης κατά συναυτουργία σε βάρος του Γεωργίου Βλάχου, με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, και τους καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών, ανασταλείσα, τον καθένα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "Επειδή από τις ανωμοτί καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και των μαρτύρων της υπεράσπισης, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά, τις απολογίες των κατηγορουμένων και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκαν τα εξής: Στο Δημοτικό Διαμέρισμα Κατηγιώργη του Δ. Σηπιάδος Μαγνησίας την 17-06- 2007 ενεργώντας με πρόθεση και από κοινού προκάλεσαν στον εγκαλούντα Γ. Β. του Μ. σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας του, με τρόπο που μπορούσε να προκληθεί στον ανωτέρω παθόντα κίνδυνος για τη ζωή του. Ειδικότερα τον χτύπησαν από κοινού με γροθιές και κλωτσιές στο κεφάλι και στο σώμα επιδεικνύοντας ιδιαίτερη δύναμη στα χτυπήματά τους με αποτέλεσμα ο εγκαλών να υποστεί κάταγμα αριστερού γόνατος, εκχυμώσεις- εκδορές στο κεφάλι και αιμάτωμα αριστερού οφθαλμικού κόγχου, χειρουργήθηκε και κατά το χειρουργείο διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί συντριπτική συντριβή στο γόνατο. Από τον ιδιαίτερα σκληρό τρόπο, των μεγάλων σε αριθμό αλλά και σε ένταση χτυπημάτων μπορούσε να προκληθεί κίνδυνος για τη ζωή του παθόντος. Επομένως πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι...".
Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της επικίνδυνης σωματικής βλάβης από κοινού, για το οποίο καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 309 - 308 και 45 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων είναι αβάσιμες, αφού: α) Σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, ο δόλος των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων δεν ήταν αναγκαίο να αιτιολογηθεί ιδιαιτέρως, γιατί ενυπήρχε στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούσαν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος. β) Επαρκώς αιτιολογείται η σύμπραξη των αναιρεσειόντων στην εκτέλεση της ίδιας πράξεως και η ύπαρξη κοινού δόλου αυτών. γ) Σαφώς αναφέρεται ότι λήφθηκαν υπόψη και οι καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως, δεν ήταν δε αναγκαίο να γίνει αξιολόγησή τους και συσχέτισή τους με τα άλλα αποδεικτικά μέσα. δ) Το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως εξαντλείται μεν σε επανάληψη του διατακτικού αυτής, η επανάληψη, όμως, αυτή αρκεί στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού το διατακτικό περιέχει με πληρότητα περιστατικά, που πληρούν την απαίτηση της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, έβδομος και όγδοος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την ουσία της κατηγορίας, είναι αβάσιμοι. Οι, εμπεριεχόμενες στους λόγους αυτούς, αιτιάσεις 1) περί εσφαλμένης εκτιμήσεως αποδεικτικών μέσων (καταθέσεων μαρτύρων υπερασπίσεως, κ.λπ.), 2) ότι από τα πλήγματα που δέχθηκε ο παθών δεν μπορούσε να προκληθεί κίνδυνος για τη ζωή του και 3) ότι, αν ο τελευταίος είχε δεχθεί τα πλήγματα που αναφέρονται, θα είχε υποστεί βαριές σωματικές βλάβες και όχι μόνο εκχυμώσεις εκδορές και ένα αιμάτωμα του οφθαλμικού κόγχου που φέρουν χαρακτήρα απλής σωματικής βλάβης, είναι απαράδεκτες, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουν την, αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠοινΔ, λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως είναι και η έλλειψη της ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2, η οποία επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας. Η ακυρότητα αυτή επέρχεται κατά τη διάταξη του άρθρου 170 παρ. 2 στοιχ. α' του ΚΠοινΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 7 του ν. 1941/1991, στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το δικαστήριο τους αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση. Τέτοιο δικαίωμα είναι και αυτό του κατηγορουμένου να προβάλει αυτοτελείς ισχυρισμούς. Το Δικαστήριο οφείλει να απαντήσει στους ισχυρισμούς αυτούς, αιτιολογώντας την απόφασή του, άλλως, αν αρνηθεί ή παραλείψει να αποφανθεί, δημιουργείται έλλειψη ακροάσεως. Για να επέλθει, όμως, από την τελευταία, κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, ακυρότητα της διαδικασίας απαιτείται να προταθούν οι αυτοτελείς ισχυρισμοί κατά τρόπο ορισμένο. Περαιτέρω, αυτοτελείς ισχυρισμοί είναι και ο από το άρθρο 22 του ΠΚ περί νόμιμης άμυνας, καθώς και ο περί συνδρομής στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ, αφού η παραδοχή τους οδηγεί του πρώτου στον αποκλεισμό του αδίκου της πράξεως και, κατά συνέπεια, στην αθώωση του κατηγορουμένου και του δευτέρου στην επιβολή μειωμένης κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής. Εξάλλου, από το άρθρο 22 του ΠΚ προκύπτει ότι για να υπάρξει άμυνα, η οποία αποτελεί λόγο, που αποκλείει τον άδικο χαρακτήρα της πράξεως, απαιτείται: α) άδικη επίθεση, δηλαδή επίθεση που αντικειμενικά αντιφάσκει προς το δίκαιο, β) η επίθεση να είναι παρούσα και ως τέτοια θεωρείται εκείνη που έχει αρχίσει να πραγματοποιείται και να εξακολουθεί, καθώς και όταν αμέσως και ασφαλώς επίκειται η πραγμάτωση της και γ) η προσβολή του επιτιθέμενου να είναι αναγκαία προς υπεράσπιση του ατόμου. Τέλος, όταν συντρέχουν περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, ναι μεν η μείωση της ποινής γίνεται μία φορά, το δικαστήριο, όμως, κατά την επιμέτρηση της, λαμβάνει υπόψη του, μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής, και το γεγονός της συνδρομής των περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστάσεων, σύμφωνα με το άρθρο 85 ΠΚ. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται, μεταξύ άλλων, οι προβλεπόμενες από την §2 του άρθρου 84 του ΠΚ, με στοιχεία β' και γ', ήτοι το ότι ο υπαίτιος β) στην πράξη του ωθήθηκε από όχι ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια ή διατελώντας υπό την επίδραση σοβαρής απειλής ή υπό την επιβολή του προσώπου στο οποίο αυτός οφείλει υπακοή ή με το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης και γ) ωθήθηκε στην πράξη του από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος ή παρασύρθηκε από οργή ή βίαιη θλίψη που του προκάλεσε άδικη εναντίον του πράξη. Η ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος μπορεί να είναι αληθινή ή νομιζόμενη, λ.χ. προκλητική, χλευαστική, απρεπής, κ.λπ. συμπεριφορά, πρέπει δε να προκύπτει ότι ο δράστης, χωρίς αυτήν, δεν θα ενεργούσε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο αναιρεσείων Ν. Τ., πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, πρότεινε, δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου, εγγράφως, ανέπτυξε δε και προφορικώς τους αυτοτελείς ισχυρισμούς ότι τέλεσε την πράξη, για την οποία καταδικάστηκε, ευρισκόμενος σε νόμιμη άμυνα, άλλως ότι ωθήθηκε στην πράξη του από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος. Για τη θεμελίωση των ισχυρισμών αυτών επικαλέστηκε τα εξής: Α) Για τον πρώτο: ".... Ήδη από την πρώτη στιγμή της εμπλοκής μου στην εν λόγω υπόθεση και από όλη την ακροαματική διαδικασία στον πρώτο βαθμό αποδείχθηκε πέραν πάσης αμφιβολίας η απρόκλητη και ενεστώσα επίθεση, που δέχθηκα από τον πολιτικώς ενάγοντα και φερόμενο παθόντα με πλήξη των γεννητικών μου οργάνων και του προσώπου μου δια γροθιάς. Στο πλαίσιο, λοιπόν, αυτής της βάναυσης επίθεσης, που δεχόμουν και προκειμένου να υπερασπισθώ τον εαυτό μου από την άδικη, απρόκλητη και παρούσα επίθεσή του, αναγκάστηκα να αμυνθώ με τα αναγκαία χτυπήματα προς απόκρουσή του. Επειδή βάσει των ανωτέρω και όπως αποδεικνύεται βρισκόμουν σε νόμιμη άμυνα δυνάμει του άρθρου 22 ΠΚ, θα πρέπει να αρθεί ο άδικος χαρακτήρας της πράξης μου αυτής". Β) Για τον δεύτερο: "... σε κάθε περίπτωση, στην πράξη μου αυτή ωθήθηκα από την προπεριγραφείσα ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος. Ειδικότερα, αποδείχτηκε κατά την ακροαματική διαδικασία, ότι δέχτηκα από τον παθόντα μια αναίτια και παντελώς απρόκλητη υβριστική και σωματική επίθεση. Στο πλαίσιο της ανάρμοστης αυτής συμπεριφοράς του παθόντος, η οποία αποτελεί και στοιχείο του γενικότερου χαρακτήρα του, αναγκάστηκα (ωθήθηκα) να απαντήσω, προκειμένου να υπερασπιστώ τον εαυτό μου που εκείνη τη στιγμή δεχόταν επίθεση". Οι ισχυρισμοί αυτοί ήταν ορισμένοι και νόμιμοι. Πλην, το Δικαστήριο, παρά το ότι, όπως προκύπτει από τα αυτά πρακτικά, επιφυλάχθηκε αρχικώς να αποφασίσει, δεν απάντησε τίποτε, μα αποτέλεσμα να καθιστά την απόφασή του, ως προς τον ως άνω αναιρεσείοντα, αναιρετέα για έλλειψη ακροάσεως, κατά παραδοχή των πρώτου και τρίτου λόγων αναιρέσεως, με τους οποίους υποστηρίζεται ότι οι ως άνω ισχυρισμοί απορρίφθηκαν από το Τριμελές Εφετείο σιωπηρά και υπονοείται, κατ` εκτίμηση, ότι υπέπεσε αυτό στην πλημμέλεια της ελλείψεως ακροάσεως. Οι αυτοί λόγοι, κατά το μέρος που στηρίζονται στο στοιχ. Δ της παρ. 1 του άρθρου 510 του ΚΠοινΔ, καθώς και οι, από το άρθρο 10 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠοινΔ, δεύτερος και τέταρτος λόγοι, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 22 και 83 παρ. 2 περ. γ του ΠΚ, είναι απαράδεκτοι, γιατί όταν ένα αίτημα ή ισχυρισμός απορρίπτεται σιωπηρά, ιδρύεται μόνο ο αναιρετικός λόγος της ελλείψεως ακροάσεως και όχι και αυτός της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ή της εσφαλμένης ερμηνείας ή εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως.
Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα αυτά πρακτικά, ο συνήγορος των λοιπών αναιρεσειόντων, κατά το στάδιο της αγορεύσεώς του, ζήτησε την απαλλαγή των εντολέων του, άλλως την αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 β και γ του ΠΚ (πλην του προτέρου εντίμου βίου, το οποίο αναγνωρίστηκε). Ο ισχυρισμός αυτός προβλήθηκε εντελώς αορίστως, χωρίς την επίκληση κανενός περιστατικού και το Δικαστήριο δεν είχε, κατά τα προεκτεθέντα, υποχρέωση να απαντήσει. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, έκτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 369 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει το λόγο στον εισαγγελέα, έπειτα στον πολιτικώς ενάγοντα ο οποίος πρέπει να αναπτύξει συγχρόνως και το θέμα που αφορά τις απαιτήσεις του, δεν μπορεί όμως να επεκταθεί στο θέμα της ποινής που πρέπει να επιβληθεί, ύστερα στον αστικώς υπεύθυνο και τέλος δίνει το λόγο στον κατηγορούμενο, ενώ κατά την παρ. 3 του ιδίου άρθρου του Κώδικα, ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του έχει πάντοτε το δικαίωμα να μιλήσει τελευταίος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο, προκαλείται και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται στον κατηγορούμενο από το νόμο, την ΕΣΔΑ και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται με σαφήνεια, ότι μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, υποχρεωτικά δίδεται ο λόγος στον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του, επί της ενοχής, έστω και αν δεν τον ζητήσει. Αν δεν δοθεί ο λόγος στον κατηγορούμενο επί της ενοχής, υπάρχει απόλυτη ακυρότητα (κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του Κ.Π.Δ.), για μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται στον κατηγορούμενο, η οποία μάλιστα λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως και στον Άρειο Πάγο. Τέλος, ο εισαγγελέας μπορεί να προτείνει συνολικά για την ενοχή και για τους αυτοτελείς ισχυρισμούς, πρότασή του δε περί ενοχής του κατηγορουμένου εμπεριέχει και πρόταση περί απορρίψεως των αυτοτελών ισχυρισμών του. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, ο Πρόεδρος έδωσε το λόγο κατά σειράν α) στον εισαγγελέα, ο οποίος πρότεινε ενοχή των κατηγορουμένων, β) στον πληρεξούσιο δικηγόρο της πολιτικής αγωγής, ο οποίος ζήτησε, ομοίως, την ενοχή των κατηγορουμένων και γ) στους συνηγόρους των κατηγορουμένων, οι οποίοι ζήτησαν την απαλλαγή των εντολέων τους, περαιτέρω δε ο συνήγορος των 1ου και 3ου, επικουρικώς, την αναγνώριση των ελαφρυντικών που προαναφέρθηκαν και ο συνήγορος του 2ου την παραδοχή των ως άνω αυτοτελών ισχυρισμών του. Αφού, λοιπόν, δόθηκε ο λόγος στους συνηγόρους των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων, πριν από την απαγγελία της καταδικαστικής αποφάσεως, οι οποίοι αγόρευσαν τόσο επί της ενοχής όσο και επί των αυτοτελών ισχυρισμών, δεν προκλήθηκε καμιά ακυρότητα. Ακόμη, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, στην πρόταση του Εισαγγελέα επί της ενοχής των κατηγορουμένων εμπεριέχεται και πρόταση περί απορρίψεως των αυτοτελών ισχυρισμών αυτών. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ, πέμπτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 221 περ. δ του ΚΠοινΔ, χωρίς όρκο εξετάζονται στην κύρια διαδικασία και όσοι επιδιώκουν ως πολιτικώς ενάγοντες στο ποινικό δικαστήριο απαιτήσεις για αποζημίωση. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, αν εκείνος που παρέστη αρχικώς ως πολιτικώς ενάγων, αποβάλει μεταγενεστέρως την ιδιότητα αυτή, γιατί, π.χ., ο κατηγορούμενος αθωώθηκε πρωτοδίκως για την πράξη που στρεφόταν κατ` αυτού ή γιατί η εν λόγω πράξη αρχειοθετήθηκε, μεταπίπτει σε απλό μάρτυρα και πρέπει, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο, κατόπιν εφέσεως, δικάζει άλλες πράξεις, να ορκισθεί, κατ` άρθρο 218 παρ. 1 εδ. α του ΚΠοινΔ, πριν εξεταστεί. Κατά την τελευταία αυτή διάταξη, όπως αυτή ισχύει μετά την αντικατάσταση του άρθρου 218 από το άρθρο 39 παρ. 3 του ν. 4055/2012, ο οποίος καταλαμβάνει και το χρόνο, κατά τον οποίο εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, "κάθε μάρτυρας οφείλει, πριν εξεταστεί στο ακροατήριο, να ορκιστεί δημόσια". Η παρ. 1 του άρθρου 218 του ΚΠοινΔ, πριν από την ως άνω αντικατάστασή του, είχε ως εξής: "Κάθε μάρτυρας οφείλει, πριν εξεταστεί στο ακροατήριο, να ορκιστεί δημόσια, ... Αν δεν τηρηθεί η διάταξη αυτή, η διαδικασία είναι άκυρη". Μετά, δηλαδή, την αντικατάσταση του άρθρου 218 του ΚΠοινΔ από το ν. 4055/2012, η μη όρκιση του μάρτυρα δεν επάγεται καμιά ακυρότητα της διαδικασίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος Α. Τ. είχε καταδικασθεί, με την πρωτόδικη 1798/2011 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου, και για παράνομη βία κατά της Σ. Β., η οποία είχε παραστεί ως πολιτικώς ενάγουσα. Μετά την έκδοση της άνω αποφάσεως και πριν από την εκδίκαση των εφέσεων των κατηγορουμένων, εκδόθηκε ο ν. 4198/2013, κατ` εφαρμογή του άρθρου 8 του οποίου η υπόθεση αρχειοθετήθηκε ως προς την πράξη της παράνομης βίας. Έτσι, η φερομένη ως παθούσα έπαυσε, πλέον, να έχει την ιδιότητα της πολιτικώς ενάγουσας και έπρεπε, ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, να εξετασθεί ενόρκως. Η εξέτασή της, όμως, ανωμοτί, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν προκάλεσε καμιά ακυρότητα. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β του ΚΠοινΔ, ένατος (τελευταίος) λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για σχετική ακυρότητα που προκλήθηκε από την ανωμοτί εξέταση της ως άνω μάρτυρος, είναι απαράδεκτος.
Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει α) να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τις διατάξεις της που αφορούν τον αναιρεσείοντα Ν. Τ. του Κ. και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (άρθρο 519 ΚΠοινΔ), και β) να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση ως προς τις διατάξεις της που αφορούν τους λοιπούς και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες αυτοί στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρει την 396/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας ως προς τον αναιρεσείοντα Ν. Τ. του Κ..
Παραπεμπει την υπόθεση, ως προς τον αναιρεσείοντα αυτόν, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως.
Απορριπτει την υπ` αριθ. εκθ. 21/2 Οκτωβρίου 2014 αίτηση των Ι. Τ. του Κ. και Α. Τ. του Κ., για αναίρεση της ως άνω 396/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Και
Καταδικαζει τους αναιρεσείοντες Ι. και Α. Τ. στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ για τον καθένα, καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Γ. Β. του Μ. εκ πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Φεβρουαρίου 2015.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Φεβρουαρίου 2015.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ