Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 901 / 2020    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)


Αριθμός 901/2020

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Διονυσία Μπιτζούνη Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, η οποία ορίστηκε με την υπ'αριθμ. 154/2020 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου) Μαρία Κουβίδου-Εισηγήτρια, Χρυσούλα Φλώρου-Κοντοδήμου, Γεώργιο Κόκκορη και Ελισάβετ Τσιρακίδου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Ιουλίου 2020, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γεωργία Αδειλίνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Ε. Π. του Ζ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Στέφανο Παύλου, για αναίρεση της υπ'αριθ.53/2020 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Δυτικής Μακεδονίας. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Δυτικής Μακεδονίας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Μαΐου 2020 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, Α. Τ. και έλαβε αριθμό 2/2020,η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 526/20.
Αφού άκουσε
Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να επιβληθούν τα έξοδα στην αναιρεσείουσα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 28 Μαΐου 2020 (αριθμ. 2/2020) αίτηση της Ε. Π. του Ζ. για αναίρεση της με αριθμό 53/2020 απόφασης του δικάσαντος κατ' έφεση Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Δυτικής Μακεδονίας έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα με δήλωση στο Γραμματέα του εκδόντος αυτή Δικαστηρίου, γι' αυτό και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω η ουσιαστική της βασιμότητα.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 349 παρ. 1 του ΚΠοινΔ. το δικαστήριο μπορεί, μετά από πρόταση του εισαγγελέα ή και αυτεπαγγέλτως, να διατάξει την αναβολή της δίκης για λόγους ανώτερης βίας, με αίτημα δε κάποιου από τους διαδίκους, για σοβαρούς λόγους υγείας ή λόγους ανώτερης βίας. Κατά την παρ. 4 του ως άνω άρθρου 349 ΚΠοινΔ η αποχή των δικηγόρων αποτελεί λόγο ανώτερης βίας για την αναβολή. Όμως, η άσκηση εκ μέρους του δικηγόρου του δικαιώματος αποχής από τα καθήκοντά του για την προστασία εργασιακών και συναφών συμφερόντων του είναι μικρότερης σημασίας έννομο αγαθό από την απονομή της δικαιοσύνης, άποψη που και οι οικείοι δικηγορικοί σύλλογοι αναγνωρίζουν, με το να επιτρέπουν στα μέλη τους να παρίστανται όταν επίκειται κίνδυνος παραγραφής της υπόθεσης και ματαίωσης της αξίωσης της Πολιτείας προς τιμωρία του ποινικού αδικήματος που αποδίδεται στον εντολέα τους. Εξάλλου, η ειδική, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται λόγος αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, απαιτείται όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του Δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοση τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης για λόγο ανώτερης βίας πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, υπό την προϋπόθεση ότι υποβάλλεται παραδεκτώς και είναι ορισμένη. Διαφορετικά, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης για ελλιπή αιτιολογία. Αν το δικαστήριο απορρίψει το αίτημα αναβολής του κατηγορουμένου χωρίς την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ακολούθως προχωρήσει στην έρευνα της υπόθεσης και στην καταδίκη του κατηγορουμένου για την πράξη που διώχθηκε, τότε υποπίπτει στην από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.Θ' του ΚΠοινΔ πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας και η καταδικαστική απόφασή του είναι αναιρετέα.
Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης με αριθμό 53/2020 του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Δυτικής Μακεδονίας και των πρακτικών αυτής προκύπτει, ότι το ανωτέρω Δικαστήριο, που την εξέδωσε, με παρεμπίπτουσα απόφασή του, η οποία θεωρείται ότι συμπροσβάλλεται με αυτήν (άρθρο 504 παρ. 4 του ΚΠοινΔ), απέρριψε το αίτημα της κατηγορουμένης-εκκαλούσας, ήδη αναιρεσείουσας για αναβολή της δίκης. Ειδικότερα, κατά τη δημόσια συνεδρίαση αυτού της 18-2-2020, πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας εμφανίσθηκε ο συνήγορος της κατηγορουμένης Κωνσταντίνος Μπίκας, ο οποίος, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο του Δικαστηρίου, δήλωσε ότι λόγω συμμετοχής του στην πανελλήνια αποχή των δικηγόρων ζητάει την αναβολή της υπόθεσης. Επίσης, δήλωσε ότι ο έτερος συνήγορος υπεράσπισης της κατηγορουμένης Ερνέστο- Δημήτριος Τσακαλίας, του Δ.Σ Αθηνών, επίσης, λόγω συμμετοχής του στην πανελλήνια αποχή των δικηγόρων, ζητάει την αναβολή της υπόθεσης και προσκόμισε τα ακόλουθα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν, ήτοι 1) την από 17-2-2020 αίτηση χορήγησης άδειας του ιδίου προς τον Δ.Σ Κοζάνης, η οποία απορρίφθηκε και 2) φωτοαντίγραφο της από 15-2-2020 αίτησης χορήγησης άδειας του Ε.-Δ. Τ. προς τον Δ.Σ Αθηνών, η οποία απορρίφθηκε. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Δυτικής Μακεδονίας απέρριψε το αίτημα αυτό κατά πλειοψηφία και διέκοψε την εκδίκαση της υπόθεσης για τη δικάσιμο της 19-2-2020 με την εξής αιτιολογία, κατά πιστή αντιγραφή: "Στην προκείμενη περίπτωση, κατά τη σημερινή δικάσιμο εμφανίστηκε ο συνήγορος της κατηγορουμένης Κωνσταντίνος Μπίκας, δικηγόρος του Δ.Σ Κοζάνης, και υπέβαλε αίτημα αναβολής της δίκης, λόγω σημαντικού αιτίου στο πρόσωπο του και στο πρόσωπο του ετέρου συνηγόρου υπεράσπισης της κατηγορουμένης Ε. - Δ. Τ., του Δ.Σ Αθηνών, και ειδικότερα λόγω της απόφασης της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων περί αποχής των δικηγόρων από τα καθήκοντά τους, προσκόμισε δε τα ακόλουθα έγγραφα, ήτοι: α) την από 17-2-2020 αίτηση χορήγησης άδειας του ιδίου (Κωνσταντίνου Μπίκα) προς τον Δ.Σ Κοζάνης, η οποία απορρίφθηκε, με την επισημείωση "Απορρίπτεται λόγω μη συμπλήρωσης επταετίας από την τέλεση της πράξης ..." και β) φωτοαντίγραφο της από 15-2-2020 αίτησης χορήγησης άδειας του συνηγόρου Ε.-Δ. Τ. προς τον Δ.Σ Αθηνών, η οποία απορρίφθηκε, με την επισημείωση "ΟΧΙ, εκτός πλαισίου (δεν έχει συμπληρωθεί 7ετία σε β' βαθμό από της τελέσεως της πράξεως), τα οποία και αναγνώσθηκαν δημόσια στο ακροατήριο του Δικαστηρίου. Είναι γεγονός ότι η αποχή των δικηγόρων συνιστά λόγο ανώτερης βίας για την αναβολή. Όμως, η άσκηση εκ μέρους του δικηγόρου του δικαιώματος αποχής από τα καθήκοντά του για την προστασία εργασιακών και συναφών συμφερόντων του είναι μικρότερης σημασίας έννομο αγαθό από την απονομή της δικαιοσύνης, άποψη που και οι οικείοι δικηγορικοί σύλλογοι αναγνωρίζουν με το να επιτρέπουν στα μέλη τους να παρίστανται όταν επίκειται κίνδυνος παραγραφής της υπόθεσης και ματαίωσης της αξίωσης της Πολιτείας προς τιμωρία του ποινικού αδικήματος που αποδίδεται στον εντολέα τους (βλ. σχετ. ΑΠ 704/2016, δημ. ΝΟΜΟΣ). Ενόψει των ανωτέρω, το επικαλούμενο από τους συνηγόρους αίτημα αναβολής και με δεδομένο ότι η συζήτηση της υπόθεσης έχει ήδη αναβληθεί άλλες πέντε (5) φορές σε β' βαθμό, ενόψει της επικείμενης παραγραφής του αδικήματος, με φερόμενο, κατά την εκκαλουμενη απόφαση, χρόνο τέλεσης "σε μη επακριβώς προσδιορισθείσα ημερομηνία, πάντως εντός χρονικού διαστήματος από 24-8-2012 μέχρι 30-5-2013", κρίνεται ως καταχρηστικό και παρελκυστικό της δίκης και πρέπει να απορριφθεί, κατά την άποψη της πλειοψηφίας των μελών του Δικαστηρίου, ως ουσία αβάσιμο, ειδικώς αφού ληφθούν υπόψη, ιδίως ο ως άνω χρόνος τέλεσης της αποδιδόμενης στην κατηγορουμένη πράξης, με συνέπεια τον άμεσο κίνδυνο παραγραφής της σε περίπτωση περαιτέρω καθυστέρησης στην εκδίκαση της υπόθεσης και η εσφαλμένη προϋπόθεση (μη συμπλήρωση επταετίας από το χρόνο της αποδιδόμενης στην κατηγορουμένη πράξης έως σήμερα) υπό την οποία απορρίφθηκε το συναφές αίτημα περί χορήγησης αδείας ενός εκάστου εκ των συνηγόρων από τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο εκάστου εξ αυτών. Συνακόλουθα, πρέπει να απορριφθεί κατά πλειοψηφία το αίτημα περί αναβολής εκδίκασης της υποθέσεως ως ουσία αβάσιμο, δοθέντος δε ότι η απουσία του συνηγόρου υπεράσπισης της κατηγορουμένης Ε. Τ. του Δ.Σ Αθηνών κατά τη σημερινή δικάσιμο μπορεί να αντιμετωπισθεί με διακοπή, πρέπει να διακοπεί η εκδίκαση της υπόθεσης για τη δικάσιμο της 19-2-2020, ώρα 11.00 πμ (λόγω στάσης των δικαστικών υπαλλήλων από ώρα 9.00 έως 11.00 πμ". Κατά τη δικάσιμο της 19-2-2020, κατά την οποία το Δικαστήριο προχώρησε στην εκδίκαση της υπόθεσης, εμφανίστηκε η κατηγορουμένη και διόρισε τον ως συνήγορο για την υπεράσπισή της τον ανωτέρω δικηγόρο Κωνσταντίνο Μπίκα, ο οποίος αποδέχτηκε το διορισμό του. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο, διέλαβε την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία στην αναιρετικώς ανέλεγκτη απορριπτική του εν λόγω αιτήματος παρεμπίπτουσα απόφασή του, καθόσον, αφού προσδιορίζει τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη, αναφέρει α) ότι η υπόθεση έχει αναβληθεί άλλες πέντε φορές στο β' βαθμό, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται ως καταχρηστικό, ενόψει και του κινδύνου παραγραφής της πράξης, β) ότι ναι μεν η αποχή των δικηγόρων συνιστά λόγο ανώτερης βίας για την αναβολή, όμως, η άσκηση εκ μέρους του δικηγόρου του δικαιώματος αποχής από τα καθήκοντά του για την προστασία εργασιακών και συναφών συμφερόντων του είναι μικρότερης σημασίας έννομο αγαθό από την απονομή της δικαιοσύνης, άποψη που και οι οικείοι δικηγορικοί σύλλογοι αναγνωρίζουν με το να επιτρέπουν στα μέλη τους να παρίστανται όταν επίκειται κίνδυνος παραγραφής της υπόθεσης και ματαίωσης της αξίωσης της Πολιτείας προς τιμωρία του ποινικού αδικήματος που αποδίδεται στον εντολέα τους, με επίκληση και της σχετικής νομολογίας, γ) ότι έχει συμπληρωθεί επταετία από την τέλεση της πράξης και εσφαλμένα απορρίφθηκε από τους οικείους Δ.Σ το αίτημα περί χορήγησης άδειας σ' αυτούς και δ) ότι η απουσία του συνηγόρου υπεράσπισης της κατηγορουμένης Ερνέστο – Δημητρίου Τσακαλία μπορεί να αντιμετωπισθεί με διακοπή για τη δικάσιμο της 19.2.2020. Από τις ανωτέρω αιτιολογίες προκύπτει ότι η απόρριψη του αιτήματος της αναβολής δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά στον κίνδυνο παραγραφής αλλά και στους λοιπούς αναφερόμενους λόγους. Περαιτέρω, το ανωτέρω Δικαστήριο μετά την αιτιολογημένη απόρριψη του αιτήματος αναβολής, ορθώς προχώρησε στην έρευνα της υπόθεσης στη μετά τη διακοπή δικάσιμο, χωρίς να υπερβεί την εξουσία του. Κατά συνέπεια, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχεία Δ' και Θ' του ΚΠοινΔ, πρώτος και δεύτερος συναφείς λόγοι της αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους η αναιρεσείουσα πλήττει την συμπροσβαλλόμενη παρεμπίπτουσα απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ως άνω αιτήματος αναβολής και για υπέρβαση εξουσίας ως προς την εκδίκαση της υπόθεσης μετά την απόρριψη του αιτήματος αναβολής, είναι αβάσιμοι.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 17 και 112 του ΠΚ προκύπτει ότι ο χρονικός προσδιορισμός της εκδήλωσης της ενέργειας του υπαιτίου που συνέχεται με το εγκληματικό αποτέλεσμα, αποτελεί πραγματικό περιστατικό και υπόκειται στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο μπορεί, εκτιμώντας τις αποδείξεις, να καθορίσει χρόνο τέλεσης της πράξης διαφορετικό από τον αναφερόμενο στο κατηγορητήριο, χωρίς ο ακριβέστερος αυτός καθορισμός να αποτελεί ανεπίτρεπτη μεταβολή κατηγορίας, εκτός και αν ο προσδιορισμός αυτός ασκεί επιρροή στην ταυτότητα της πράξης ή στην επελθούσα ήδη παραγραφή του αξιόποινου αυτής.
Στην προκείμενη περίπτωση η αναιρεσείουσα, με τον τρίτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, καθόσον αυτή μετέβαλε ανεπιτρέπτως την κατηγορία ως προς το χρόνο έναρξης τέλεσης της πράξης (η 24-8-2012 αντί της 29-5-2012) αποκλείοντας την παραγραφή της. Από την επισκόπηση του επιδίκου από 14/8/2016 κλητηρίου θεσπίσματος του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Καστοριάς, της 378/2017 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καστοριάς, που δίκασε σε πρώτο βαθμό και της προσβαλλόμενης απόφασης, ως διαδικαστικών εγγράφων, για τις ανάγκες του ελέγχου της βασιμότητας του παραπάνω αναιρετικού λόγου, προκύπτουν τα ακόλουθα: Στο επιδοθέν στην κατηγορουμένη ήδη αναιρεσείουσα στις 29/8/2016 κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Καστοριάς, ως χρόνος τέλεσης της αποδιδόμενης σε αυτήν ένδικης πράξης του άρθρου 242 παρ. 2 ΠΚ, αναφέρονταν μη επακριβώς προσδιορισθείσα ημερομηνία από 29-5-2012 έως 24.10.2013. Στο σκεπτικό και διατακτικό και της προσβαλλόμενης απόφασης η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη καταδικάσθηκε, ότι τέλεσε την άνω πράξη σε διαφορετικό χρόνο από τον αναφερόμενο στο κατηγορητήριο και δη σε μη προσδιορισθείσα ημερομηνία, πάντως εντός του χρονικού διαστήματος από 24-8-2012 μέχρι 30-5-2013. Από τα παραπάνω γίνεται φανερό, ότι τα δικαστήρια της ουσίας μετέβαλαν το χρόνο ενέργειας της εγκληματικής συμπεριφοράς της αναιρεσείουσας. Ο χρόνος της εκδήλωσης της ενέργειας αυτής, που συνέχεται με το εγκληματικό αποτέλεσμα, μπορούσε ως πραγματικό περιστατικό, υποκείμενο στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, να καθορισθεί, με εκτίμηση των αποδείξεων, διαφορετικά από τον αναφερόμενο στον κατηγορητήριο, χωρίς ο ακριβέστερος αυτός καθορισμός να αποτελεί ανεπίτρεπτη μεταβολή κατηγορίας, εφόσον αυτός στο χρόνο που έγινε δεν ασκούσε επιρροή στην παραγραφή του αξιόποινου της υπό κρίση πράξης, αφού στις 18-2-2020 που εκδικάστηκε η υπόθεση στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν είχε επέλθει παραγραφή Συνεπώς, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ τρίτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, όπως διατυπώθηκε παραπάνω, είναι αβάσιμος.
Από τις διατάξεις του άρθρου 242 παρ. 1 και 2 του ΠΚ προκύπτει, ότι για την αντικειμενική και υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος που προβλέπεται στη δεύτερη παράγραφο αυτού απαιτείται: α) ο δράστης να είναι υπάλληλος κατά την έννοια των άρθρων 13 περ. α του Π Κ, β) να έγινε από αυτόν νόθευση, καταστροφή, βλάβη ή υπεξαγωγή εγγράφου, γ) το έγγραφο να ήταν εμπιστευμένο στον υπάλληλο ή προσιτό σε αυτόν λόγω της υπηρεσίας του και δ) δόλος του δράστη, ο οποίος συνίσταται στη θέληση της υπεξαγωγής κ.λπ. και στη γνώση ότι πρόκειται για έγγραφο εμπιστευμένο στο δράστη ή προσιτό σ' αυτόν, λόγω της υπηρεσίας του. Ειδικότερα, ως νόθευση νοείται η αλλοίωση της έννοιας του εγγράφου με μεταβολή του περιεχομένου του, η οποία μπορεί να γίνει με την προσθήκη, εξάλειψη ή αντικατάσταση λέξεων, αριθμών ή σημείων του, απαιτείται, όμως, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού, και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει, με τη χρήση του, άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αφορούν τον παραπλανώμενο ή τρίτο. Ως έγγραφο, που αποτελεί το υλικό αντικείμενο της νόθευσης, νοείται, κατά το άρθρ. 13 εδ. γ Π Κ, κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός, που έχει έννομη σημασία, μπορεί να είναι δε δημόσιο ή ιδιωτικό. Με την έννοια αυτή έγγραφο και μάλιστα δημόσιο είναι και τα βιβλία πρωτοκόλλου αλληλογραφίας των δημόσιων υπηρεσιών, όπως είναι και ο Ο.Α.Ε.Δ. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, τα δε αποδεικτικά μέσα αρκεί να προσδιορίζονται γενικώς κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά ούτε αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους, ενώ δεν είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Η ύπαρξη του δόλου (άρθρο 27 ΠΚ) δεν είναι αναγκαίο, κατ' αρχήν, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσής του, διαλαμβάνεται δε αιτιολογία περί αυτού (δόλου) στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, διότι εξυπακούεται ότι υπάρχει με την τέλεση των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν αντικειμενικώς το έγκλημα, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), κάτι που δεν συμβαίνει στο εδώ εξεταζόμενο της από υπάλληλο νόθευσης εγγράφου που είναι προσιτό λόγω της υπηρεσίας του.
Τέλος, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κ.Ποιν.Δ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το Δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κ.Ποιν.Δ., συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Όμως, δεν αποτελούν λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας ή της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και έλλειψης νόμιμης βάσης, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αριθμό 53/2020 απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Δυτικής Μακεδονίας, που την εξέδωσε δικάζοντας σε δεύτερο βαθμό, για να καταλήξει στην καταδικαστική του κρίση, δέχθηκε στο σκεπτικό της, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, κατά πιστή αντιγραφή, τα εξής: Στην προκείμενη περίπτωση, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης αυτής, από την έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του Ειδικού Δικαστικού Γραφολόγου Π. Τ., την έκθεση γραφολογικής εξέτασης της Ειδικής Δικαστικής Γραφολόγου Γ. Ν., την έκθεση γραφολογικών παρατηρήσεων και την έκθεση γραφολογικής γνωμάτευσης του Ειδικού Δικαστικού Γραφολόγου Ι. Κ., την απολογία της κατηγορουμένης και γενικά την όλη αποδεικτική διαδικασία και με βάση την αρχή της ηθικής αποδείξεως κατ' άρθρο 177 Κ.Π.Δ, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η κατηγορουμένη, Ε. Π., εργαζόταν ως υπάλληλος του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού" και συγκεκριμένα στο κατάστημα Καστοριάς, από το 1996 και μέχρι την 30.5.2013, οπότε τέθηκε σε αυτοδίκαιη αργία δυνάμει της υπ' αρ. επ. .../4.6.2013 πράξης του Διοικητή του Οργανισμού Αθηνών (βλ σχετικά το με αρ.πρωτ. .../5.6.2013 έγγραφο της Διοίκησης ΟΑΕΔ Αθηνών, που επιδόθηκε στην κατηγορουμένη την 13.6.2013). Προϊστάμενος της ανωτέρω υπηρεσίας και κατ' επέκταση και της κατηγορουμένης, είναι από το έτος 2004 και εφεξής ο πρώτος μάρτυρας κατηγορίας, Σ. Μ.. Οι σχέσεις του άνω Προϊσταμένου με την κατηγορουμένη ήταν από την αρχή τεταμένες και συγκρουσιακές για διάφορα υπηρεσιακά ζητήματα. Ο Σ. Μ., ως Προϊστάμενος του ΟΑΕΔ Καστοριάς, με την υπ' αρ. πρωτ. ....3.2007 απόφασή του, με θέμα "Ανάθεση αρμοδιοτήτων στους υπαλλήλους της υπηρεσίας μας", τοποθέτησε τον υπάλληλο Β. Σ. ως υπεύθυνο τήρησης του πρωτοκόλλου της υπηρεσίας, ενώ στο γραφείο ασφάλισης τοποθέτησε ως προϊστάμενο τον Χ. Τ., ο οποίος ασχολούνταν ειδικότερα και με τα εποχικά βοηθήματα, καθώς και τις υπαλλήλους Κ. Π. και Ε. Π. (κατηγορουμένη), η οποία έπρεπε να ασχολείται με όλα τα αντικείμενα του γραφείου ασφάλισης και, ειδικότερα, μεταξύ άλλων, και με την έκδοση αποφάσεων ανεργίας, τον έλεγχο όλων των αποδείξεων πληρωμών του γραφείου ασφάλισης και τη βεβαίωση της ορθής πληρωμής όλων των παροχών που θα επιστρέφονται από την τράπεζα με την υπογραφή της στους φακέλους. Με την ίδια ως άνω απόφαση, η ισχύς της οποίας άρχιζε από 26.3.2007 καταργώντας τις προηγούμενες, ο εν λόγω Προϊστάμενος, Σ. Μ., θα μπορούσε, με προφορική εντολή του, να μετακινεί τους υπαλλήλους από γραφείο σε γραφείο ανάλογα με τις ανάγκες της υπηρεσίας, γι' αυτό όλοι οι υπάλληλοι ήταν υποχρεωμένοι να γνωρίζουν όλα τα αντικείμενα της υπηρεσίας και να ενημερώνονται επί όλων των εγγράφων και των εγκυκλίων των προϊσταμένων αρχών. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος του ΟΑΕΔ, Σ. Μ., ανέθεσε με προφορική εντολή, από τον Σεπτέμβριο του έτους 2008 έως και τον Μάρτιο του έτους 2010 στην Ε. Τ., απασχολούμενη με πρόγραμμα Stage στον ΟΑΕΔ, να τηρεί και να διαχειρίζεται το πρωτόκολλο της υπηρεσίας. Η διαδικασία που ακολουθείτο ήταν η εξής: η αλληλογραφία πήγαινε πρώτα στον Προϊστάμενο για να τη χαρακτηρίσει και έπειτα πρωτοκολλούνταν ως εισερχόμενο έγγραφο, τα δε εξερχόμενα έγγραφα έπρεπε να φέρουν την υπογραφή του Προϊσταμένου. Αποδείχτηκε περαιτέρω ότι οι ως άνω υπάλληλοι, Χ. Τ., Κ. Π. και η κατηγορουμένη Ε. Π., ήταν αρμόδιοι και υπεύθυνοι για τη χορήγηση των επιδομάτων ανεργίας και των βοηθημάτων σε ειδικές κατηγορίες, όπως λχ σε δασεργάτες, το δε επίδομα δασεργατών, κύριας αρμοδιότητας Τ., προηγείτο χρονικά, τουλάχιστον δύο μήνες από την καταβολή του επιδόματος ανεργίας, με την χορήγηση του οποίου ασχολείτο, ειδικότερα, η κατηγορουμένη. Επειδή το επίδομα ανεργίας, για το οποίο ήταν υπεύθυνη, έπονταν χρονικά του βοηθήματος των δασεργατών, η κατηγορουμένη έβλεπε στο ηλεκτρονικό σύστημα της υπηρεσίας αν οι δασεργάτες, που είχαν υποβάλλει αίτηση για τη χορήγηση του επιδόματος ανεργίας, είχαν ήδη λάβει το επίδομα δασεργάτη. Επειδή τα δύο επιδόματα αυτά συμψηφίζονται, έπρεπε η κατηγορουμένη να κάνει τον συμψηφισμό, όπως απαιτείτο από τη με αριθμό ...4/13-9-90 ΥΑ και το άρθρο 22 του ν. 1836/1989 και στη συνέχεια ο Προϊστάμενος της υπηρεσίας υπέγραφε τις αντίστοιχες αποφάσεις. Το έτος 2009, όμως, εξεδόθη έγγραφο από τη Διοίκηση του Ο.Α.Ε.Δ. για την καταβολή των ειδικών βοηθημάτων, μεταξύ αυτών και των δασεργατών, έναν μήνα νωρίτερα. Εξαιτίας του γεγονότος αυτού, ο Ο.Α.Ε.Δ. Καστοριάς και κατά παρερμηνεία των σχετικών διατάξεων για μη σωρευτική χορήγηση τακτικού επιδόματος ανεργίας και ειδικού βοηθήματος εποχικού τοιούτου, προέβη κατά τα έτη 2009, 2010 και 2011 στη χορήγηση στους δασεργάτες της περιοχής και των δύο επιδομάτων. Με τον ίδιο εσφαλμένο τρόπο λειτούργησαν και άλλες υπηρεσίες της Περιφερειακής Δ/νσης του Ο.Α.Ε.Δ. Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας, όπως της Αρναίας, της Αλεξάνδρειας, Φλώρινας κ.ά. Προς τούτο, όταν το θέμα απασχόλησε την τμηματάρχη ασφάλισης της Περιφερειακής Δ/νσης Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας του Οργανισμού στη Θες/νίκη, τον Μάρτιο του 2011, εκείνος απευθύνθηκε στη Διοίκηση του Οργανισμού, με αποτέλεσμα να εκδοθεί το υπ' αριθμ. ...12-12-2011 έγγραφο της Γενικής Δ/νσης Εργατικού Δυναμικού. Σύμφωνα με αυτό αποσαφηνίστηκε πλέον ότι η τακτική επιδότηση ανεργίας των δασεργατών αυτοδίκαια συμψηφίζεται με το ειδικό εποχικό επίδομα, που τυχόν καταβάλλεται σ' αυτούς κατά το ίδιο έτος, και στην περίπτωση που οι αρμόδιες υπηρεσίες είχαν προβεί σε ταυτόχρονη καταβολή αυτών, έπρεπε να προβούν άμεσα σε ανάκληση των σχετικών αποφάσεων και να επιστραφούν τα αχρεωστήτως καταβληθέντα εποχικά βοηθήματα από τους δασεργάτες με ενέργειες των αρμόδιων ΟΑΕΔ. Το ανωτέρω ζήτημα οδήγησε στη διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης (ΕΔΕ) στην υπηρεσία του ΟΑΕΔ Καστοριάς, με αποτέλεσμα να ασκηθεί σε βάρος και της κατηγορουμένης πειθαρχική δίωξη, μεταξύ άλλων, και για παράβαση καθήκοντος σε σχέση με την ταυτόχρονη καταβολή των ανωτέρω επιδομάτων, κατά παρέκκλιση της νομοθεσίας, από την οποία όμως απηλλάγη σε διοικητικό επίπεδο με τη με αριθμό 1378/29.4.2014 απόφαση του ΔΣ του ΟΑΕΔ. Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι η κατηγορουμένη, από τις αρχές του έτους 2012, εν γνώσει της ένορκης διοικητικής εξέτασης που θα ακολουθούσε και της πιθανότητας να κατηγορηθεί για παράβαση καθήκοντος, υπέβαλε καταγγελίες και αναφορές την 17.1.2012 και 23.8.2012 ενώπιον της Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Καστοριάς, την 5.2.2013 ενώπιον του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης και την 8.2.2013 ενώπιον του Εισαγγελέως Εφετών Δυτικής Μακεδονίας σε βάρος του Προϊσταμένου της, Σ. Μ., για παράβαση καθήκοντος και απιστία σε βαθμό κακουργήματος, ισχυριζόμενη ότι δίνοντας προφορική εντολή την πίεζε για ταυτόχρονη καταβολή των δύο προαναφερομένων επιδομάτων, ενώ η ίδια αντιδρούσε, εφιστώντας του την προσοχή για συμψηφισμό αυτών, σύμφωνα με το νόμο, τις σχετικές υπουργικές αποφάσεις και τις αντίστοιχες εγκυκλίους. Ειδικότερα, στην από 5.2.2013 αναφορά-καταγγελία της κατά του Σ. Μ., ενώπιον του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, προκειμένου να αποδείξει την έντονη αντίδρασή της απέναντι στις πιέσεις που δεχόταν από τον Προϊστάμενο της, για πρώτη φορά προσάγει και επικαλείται το με αριθ. πρωτ. .../30.11.2009 έγγραφο, στο οποίο δηλώνει ότι "Σας αναφέρω ότι διαφωνώ κάθετα με την προφορική σας εντολή περί χορήγησης σωρευτικά δασεργατικού επιδόματος και ανεργίας στους δασεργάτες, καταστρατηγείτε την .../29.7.1991 εγκύκλιο της Διεύθυνσης Α2 Ασφάλισης και της ...4/13.9.1990 Υπ. Εργασίας. Αρνούμαι να πράξω και να συμμορφωθώ στην εντολή σας, έχοντας γνώση όλων των νομίμων συνεπειών". Ακολούθως, στο από 8.2.2013 "σημείωμα συμπληρωματικής κατάθεσης-νέα στοιχεία της υπόθεσης-αποδεικτικά έγγραφα-μαρτυρίες" προς τον Εισαγγελέα Εφετών Δυτικής Μακεδονίας αναφέρει (στη σελ. 5) ότι προέβαλε τόσο προφορικές όσο και γραπτές αντιρρήσεις στην προφορική εντολή του Προϊσταμένου της για την ταυτόχρονη καταβολή επιδομάτων, όπως τούτο συνάγεται από το με αριθ. .../30.11.2009 έγγραφο, που προσήγαγε μετ' επικλήσεως. Σκοπός της κατηγορουμένης ήταν να κατηγορηθεί ο Προϊστάμενος ως ο μόνος υπεύθυνος για την ταυτόχρονη καταβολή των ανωτέρω αναφερομένων επιδομάτων. Κατόπιν τούτων ασκήθηκε σε βάρος του Σ. Μ. ποινική δίωξη για το κακούργημα της απιστίας κατ' εξακολούθηση με περιουσιακή ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ (άρθρο 390 εδβ-α, 98 ΠΚ). Ωστόσο, ο κατηγορούμενος Σ. Μ., δυνάμει του με αριθμό 13/2015 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Δυτικής Μακεδονίας, απηλλάγη των ανωτέρω κατηγοριών. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι την εν λόγω χειρόγραφη αναφορά με τίτλο "Αναφορά περί δασεργατικών επιδομάτων", στην οποία ανέγραψε τον αριθμό πρωτοκόλλου .../30.11.2009, που θα καταδείκνυε περίτρανα την έλλειψη ευθύνης της σε σχέση με την ταυτόχρονη καταβολή των δύο επιδομάτων, δεν την ανέφερε η κατηγορουμένη ως αμυντικό ισχυρισμό προγενέστερα, στις από 17.1.2012 και 23.8.2012 αναφορές-καταγγελίες της σε βάρος του Μ. και ενώπιον της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Καστοριάς, παρά το ότι οι εν λόγω καταγγελίες ήταν ιδιαιτέρως λεπτομερείς στις περιγραφές τους και μάλιστα με παράθεση γεγονότων κατά χρονολογική σειρά ακρίβειας. Επιπλέον αποδείχτηκε ότι το με αρ. πρωτ. .../30.11.2009 έγγραφο-αναφορά δεν κατατέθηκε ούτε στην ένορκη διοικητική εξέταση (ΕΔΕ) που πραγματοποίησε η κ. Μ. από 29 έως 31.5.2012, στην οποία έγινε μνεία για τα δασεργατικά επιδόματα, όπου και η κατηγορουμένη παραπέμφθηκε για παράβαση καθήκοντος σε διοικητικό επίπεδο. Εξάλλου, από τη μαρτυρική κατάθεση της Κ. Π., υπαλλήλου ΟΑΕΔ, προκύπτει ότι η κατηγορουμένη της ανέφερε ότι η ίδια έγραψε το έγγραφο προκειμένου να το δώσει στον Προϊστάμενο της Σ. Μ., ζητώντας της παράλληλα να δηλώσει στην ΕΔΕ, που αφορούσε την παραποίηση πρωτοκόλλου υπηρεσίας, ότι είδε την κατηγορουμένη να το παραδίδει στον Σ. Μ., λαμβάνοντας, όμως, από αυτήν αρνητική απάντηση, καθώς ποτέ δεν έλαβε χώρα κάτι τέτοιο ενώπιον της, ενώ η ίδια δεν γνώριζε, ούτε είχε δει το συγκεκριμένο έγγραφο και το περιεχόμενο του. Περαιτέρω, από το με αριθ. πρωτ. ...4.11.2013 έγγραφο εκτάκτου ελέγχου και έρευνας, που διενεργήθηκε την 8.10.2013 από κλιμάκιο της διεύθυνσης επιθεώρησης, αποτελούμενο από τους Ν. Α., Γ. Δ. και Α. Κ., σε συνδυασμό με τις φωτοτυπίες των πρωτοκολλημένων εγγράφων που βρέθηκαν στο αρχείο της υπηρεσίας του ΟΑΕΔ, όπως είναι τα έγγραφα με αρ.πρωτ. .../30.11.2009, .../30.11.2009, .../30.11.2009, .../30.11.2009, ...30.11.2009 και .../30.11.2009, αποδεικνύεται ότι το με αριθμό .../30.11.2009 έγγραφο - αναφορά, που συνέταξε η κατηγορουμένη, δεν υφίσταται στο αρχείο της υπηρεσίας του ΟΑΕΔ και συνεπώς ποτέ δεν παραδόθηκε στον Προϊστάμενο της Σ. Μ., ο οποίος ενημερώθηκε σχετικά με την ύπαρξή του και την αντίστοιχη παραποίηση του πρωτοκόλλου της υπηρεσίας μετά τον Ιούλιο του 2013. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στο βιβλίο γενικού πρωτοκόλλου του ΟΑΕΔ Καστοριάς, στον αριθμό .../30.11.2009, την ίδια ημέρα (30.11.2009), η υπάλληλος Ε. Τ., που συνέτασσε το πρωτόκολλο, θέλοντας να καταχωρήσει αίτηση χορήγησης αναρρωτικής άδειας της Μ. Τ., έγραψε εκ παραδρομής στη στήλη "εισερχομένων εγγράφων" στη θέση "Αποστολέας" το κείμενο "... ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ", γι' αυτό και, όταν αντελήφθη το σφάλμα της, τράβηξε επ' αυτού μία διαγώνια γραμμή θέτοντας τη λέξη "άκυρο" και στη συνέχεια πήγε το βιβλίο πρωτοκόλλου στον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Σ. Μ. για να το μονογράψει δίπλα από τη λέξη "ΑΚΥΡΟ", στη στήλη "θέμα", όπως τούτο ακολουθείτο κατά τη συνήθη και πάγια τακτική στην υπηρεσία σε περίπτωση αντίστοιχης παραδρομής, αφού δεν επιτρεπόταν η διόρθωση τυχόν εσφαλμένων καταχωρήσεων με χρήση διορθωτικού υγρού. Ακολούθως, η ίδια υπάλληλος προχώρησε στον επόμενο αριθμό πρωτοκόλλου .../30.11.2009, καταγράφοντας αυτή τη φορά τα ορθά στοιχεία, ήτοι στη στήλη "Στοιχεία εισερχομένων εγγράφων", στη θέση "Αποστολέας" το όνομα "Τ. Μ.", στη στήλη "θέμα" την "Αίτηση χορήγησης αναρρωτικής άδειας", στη στήλη "Στοιχεία εξερχομένων εγγράφων" στη θέση "Θέμα και ημερομηνία" έγραψε "Αποστολή αίτησης", στη θέση "Αποδέκτης" έγραψε "... ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ", που από παραδρομή είχε προηγουμένως γράψει στον αριθμό πρωτ. ..., αλλά σε λάθος θέση, γι' αυτό και το ακύρωσε και, τέλος, στη στήλη "Αριθμός και ημερομηνία διεκπεραίωσης" έγραψε πάλι τον αριθ.πρωτ. .../30.11.2009. Στον αριθμό πρωτοκόλλου .../30.11.2009, εκείνη την ημέρα δεν γράφηκε τίποτα άλλο από κανέναν άλλο υπάλληλο, στους οποίους και ήταν προσιτό λόγω της υπηρεσίας τους. Άλλωστε, η εγγραφή στο πρωτόκολλο και δη στη θέση με αριθμό .../30.11.2009 ήταν αδύνατο να γίνει από την κατηγορουμένη εκείνη την ημέρα (30.11.2009) ή τις αμέσως επόμενες, καθώς, σύμφωνα με το με αριθ. .../1.12.2009 έγγραφο του ..., που εστάλη στον ΟΑΕΔ Π.Δ. Μακεδονίας- Τμήμα Διοικητικού & Τμήμα Οικονομικών υπηρεσιών και αφορούσε υπηρεσιακές μεταβολές για τον μήνα Νοέμβριο, η Π. Ε. βρισκόταν σε πέντε (5) ημέρες κανονικής αδείας από 30.11.2009 έως και 4.12.2009. Σύμφωνα με όλα όσα προαναφέρθηκαν, αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη, στην Καστοριά, σε μη επακριβώς προσδιορισθείσα ημερομηνία, πάντως εντός του χρονικού διαστήματος από 24/8/2012 (καθώς, ως προαναφέρθηκε, την ως άνω χειρόγραφη αναφορά με τίτλο "Αναφορά περί δασεργατικών επιδομάτων", στην οποία η κατηγορουμένη ανέγραψε τον αριθμό πρωτοκόλλου .../30.11.2009, που θα καταδείκνυε περίτρανα την έλλειψη ευθύνης της σε σχέση με την ταυτόχρονη καταβολή των δύο επιδομάτων, δεν την ανέφερε η κατηγορουμένη ως αμυντικό ισχυρισμό προγενέστερα, στις από 17.1.2012 και 23.8.2012 αναφορές-καταγγελίες της σε βάρος του Μ. και ενώπιον της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Καστοριάς), και ενώ ήταν υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13 α' ΠΚ, του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού" και δη στο κατάστημα Καστοριάς, μέχρι 30/5/2013, που τέθηκε σε αργία, με πρόθεση νόθευσε το βιβλίο του πρωτοκόλλου της εν λόγω υπηρεσίας, το οποίο αποτελεί δημόσιο έγγραφο, σύμφωνα και με την προαναφερόμενη μείζονα σκέψη και της ήταν προσιτό λόγω της υπηρεσίας της. Συγκεκριμένα, στη στήλη καταχώρισης των εισερχομένων εγγράφων και δη στη θέση της καταχώρισης με αριθμό .../30- 11-2009, η οποία είχε χαρακτηριστεί ως "άκυρο" από τον Προϊστάμενο της υπηρεσίας με τη θέση της λέξης "άκυρο" και της μονογραφής αυτού, έσβησε το "άκυρο" και μέρος της υπογραφής του Προϊσταμένου στο πεδίο υπό τον τίτλο "Θέμα" αναγράφοντας επ' αυτού και ιδίως πάνω από την υπογραφή του Προϊσταμένου- "Αναφορά περί δασεργατικών επιδομάτων, ανεργίας", στο πεδίο δε υπό τον τίτλο "Αποδέκτης" (που αφορά τη στήλη των εξερχομένων εγγράφων) ανέγραψε το πρώτον το ονοματεπώνυμο του Προϊσταμένου "Μ. Σ.". Ωστόσο, στη στήλη "Αποστολέας" δεν μετέβαλε την εγγραφή "... ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ", που είχε διαγραφεί από την Ε. Τ., με πλάγια διαγράμμιση και τη λέξη "ΑΚΥΡΟ" και δεν πρόσθεσε το όνομά της, Ε. Π., ισχυριζόμενη, μη πειστικώς, ότι ενώ αυτή η στήλη ήταν εξαρχής κενή, η ίδια ακολούθησε τους κανόνες εγγραφής πρωτοκόλλου, όπου σε αυτή την στήλη δεν γράφεται το όνομα του αποστολέα υπαλλήλου, όταν πρόκειται για έγγραφο οίκοθεν. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά αποδεικνύονται σαφώς και με απόλυτη βεβαιότητα από την εκτίμηση όλων των ως άνω αποδεικτικών στοιχείων, μεταξύ των οποίων και η έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του ειδικού δικαστικού γραφολόγου, Π. Τ., ο οποίος ορίστηκε νομίμως στα πλαίσια της ένορκης διοικητικής εξέτασης, που προηγήθηκε της παρούσας ποινικής διώξεως. Ο ανωτέρω εξέτασε εργαστηριακά το βιβλίο γενικού πρωτοκόλλου του ... στον αριθμό .../30.11.2009 και ειδικότερα την υπογραφή του Προϊσταμένου και το χειρόγραφο κείμενο που αναγράφεται στο θέμα "Εισερχομένων εγγράφων" του ανωτέρω πρωτοκόλλου. Η εργαστηριακή εξέταση έγινε στο πρωτότυπο του πρωτοκόλλου, έτσι κατέστη εφικτό να ερευνηθεί με ειδικά φωτοοπτικά μέσα (στερεομικροσκόπιο, ειδικούς μεγεθυντικούς φακούς, ειδικούς φωτισμούς, υπεριώδεις και υπέρυθρες ακτίνες κλπ). Η εργαστηριακή του εξέταση απέδειξε ότι στα σημεία που διασταυρώνεται το γραφικό ίχνος της υπογραφής με αυτό των εγγραφών, το πρώτο (υπογραφή) βρίσκεται πάντα κάτω από το δεύτερο (κείμενο εγγεγραμμένο από την κατηγορουμένη) και επικαλύπτεται από αυτό. Αυτό σημαίνει ότι, με βεβαιότητα, πρώτα τέθηκε η υπογραφή του Μ. και σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο, επάνω σε αυτήν, σβήνοντάς την, εν μέρει, με αυτό τον τρόπο, ετέθη το χειρόγραφο κείμενο από την κατηγορουμένη στη στήλη του θέματος των "Εισερχομένων εγγράφων". Εξάλλου, οι εκθέσεις γραφολογικής εξέτασης και γραφολογικών παρατηρήσεων των ειδικών Δικαστικών Γραφολόγων Γ. Ν. και Ι. Κ. αντίστοιχα και τα όσα κατέθεσε ενόρκως ο τελευταίος στο ακροατήριο, δεν αναιρούν το καθόλα πειστικό και αξιόπιστο εργαστηριακό συμπέρασμα του δικαστικού γραφολόγου Π. Τ. σε σχέση με τη χρονική προτεραιότητα της υπογραφής Μ. έναντι του χειρόγραφου κειμένου της κατηγορουμένης. Μάλιστα, η μεν Γραφολόγος Γ. Ν. στην έκθεσή της συμπερασματικά αναφέρει ότι "κατά την εξέταση των σημείων διασταύρωσης της μελάνης χάραξης του κειμένου και της υπογραφής στο υπό κρίση έγγραφο, δεν διαπιστώθηκαν ευρήματα τα οποία είναι ικανά να αποτελέσουν ενδείξεις για τη χρονική σειρά χάραξης της υπογραφής σε σχέση με το κείμενο και τα οποία θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ασφαλές επιστημονικά συμπέρασμα", ο δε Γραφολόγος Ι. Κ., στην έκθεση γραφολογικών παρατηρήσεων που συνέταξε, στο τελικό του συμπέρασμα αναφέρει ότι "...τα γραφολογικά ευρήματα δεν επαρκούν ώστε να μας οδηγήσουν σε ασφαλές συμπέρασμα...Η μη εξαγωγή ασφαλούς συμπεράσματος οφείλεται στις ιδιαιτερότητες που παρουσιάζουν τα γραφικά μέσα που χρησιμοποιήθηκαν και ειδικότερα του γεγονότος ότι τα υπό έρευνα γραφικά ίχνη του κειμένου και της υπογραφής χαράχθηκαν με τον ίδιο τύπο στυλογράφων" και θέτει ταυτόχρονα υπό ισχυρή αμφισβήτηση τη μεθοδολογία του πραγματογνώμονα Τ., χωρίς, όμως, ισχυρά επιστημονικά επιχειρήματα, μη δίνοντας και αυτός απάντηση στο ερώτημα που του τέθηκε εξαρχής από την κατηγορουμένη που τον διόρισε ως τεχνικό της σύμβουλο. Η προσκομιζόμενη και συνταχθείσα από τον ίδιο Γραφολόγο Ι. Κ. έκθεση γραφολογικής γνωμάτευσης (δεύτερη κατ' ουσίαν), όπου συμπερασματικά αναφέρεται ότι "...όλη η φράση (Αναφορά περί δασεργατικών και ανεργίας επιδομάτων) και ιδίως το γράμμα Α της λέξης Αναφορά έχει χαραχτεί από την Ε. Π., ενισχύει την άποψη ότι δεν είχε χαραχτεί η λέξη Άκυρο κάτω από την λέξη Αναφορά", δεν κρίνεται πειστική και ικανή να οδηγήσει σε αντίθετη δικανική κρίση, καθώς αντικρούεται από την ως άνω σαφή έκθεση του Γραφολόγου Τ., αλλά και από προηγούμενη συνταχθείσα από τον ίδιο (I. Κ.) έκθεση, όπου αναφέρει ότι "...τα γραφολογικά ευρήματα δεν επαρκούν ώστε να μας οδηγήσουν σε ασφαλές συμπέρασμα...", σε συνδυασμό και με την επισκόπηση από το Δικαστήριο του περιεχομένου του εν λόγω επίμαχου εγγράφου. Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι η κατηγορουμένη προέβη στη νόθευση του παραπάνω πρωτοκόλλου, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του (νοθευμένου εγγράφου) άλλους, και δη το αρμόδιο όργανο του ΟΑΕΔ προς το οποίο είχε ανατεθεί η διενέργεια σχετικής ένορκης διοικητικής εξέτασης, αλλά και τις κατά τόπον αρμόδιες εισαγγελικές αρχές (Εισαγγελία Πρωτοδικών Καστοριάς, Εισαγγελία Εφετών Δυτικής Μακεδονίας), σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και δη σχετικά με το ότι εκείνη ήδη από 30/11/2009 είχε υποβάλει προς την υπηρεσία της αναφορά, η οποία μάλιστα είχε πρωτοκολληθεί, αναφορικά με την καταβολή των ως άνω επιδομάτων και με τον τρόπο αυτό είχε γνωρίσει προς τον Προϊστάμενο του ΟΑΕΔ (καταστήματος Καστοριάς), Σ. Μ.; τη μη νομιμότητα της καταβολής προς τους δασεργάτες σωρευτικά του επιδόματος δασεργατών και ανεργίας. Απώτερος δε στόχος της ήταν, αφενός μεν να αποσείσει τις δικές της ευθύνες, αφού στην πραγματικότητα ως υπάλληλος είχε και εκείνη εκτελέσει καταβολές σωρευτικά των ανωτέρω επιδομάτων προς δασεργάτες, αφετέρου δε να υποστηρίξει την από 17/1/2012 και ενώπιον του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Καστοριάς μήνυσή της, κατά την οποία ο Σ. Μ. από το έτος 2009, με προφορική του εντολή επίμονη, πίεζε τους υπαλλήλους του τμήματος ασφάλισης να χορηγούν παρανόμως προς τους δασεργάτες σωρευτικά το εποχικό δασεργατικό βοήθημα και το επίδομα ανεργίας. Τα όσα περί του αντιθέτου καταθέτουν οι μάρτυρες υπερασπίσεως ως προς την αποδιδομένη στην κατηγορουμένη πράξη, κρίνονται μη πειστικά και αξιόπιστα, αποτελούν δε, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, προϊόν υποβολής από την κατηγορουμένη, στα πλαίσια των υφιστάμενων διαπροσωπικών τους σχέσεων, σε μια προσπάθεια απόσεισης των σε βάρος της κατηγοριών.
Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, πρέπει η κατηγορουμένη να κηρυχθεί ένοχη της αποδιδόμενης σ' αυτήν αξιόποινης πράξης (άρθρ.13α, 242 §2 ΠΚ), απορριπτομένων ως αβάσιμων των αιτημάτων της κατηγορουμένης περί διενέργειας δικαστικής πραγματογνωμοσύνης και προσκόμισης των ως άνω επικαλουμένων από την ίδια εγγράφων (πρωτοτύπου πρωτοκόλλου ΟΑΕΔ κλπ), καθώς το Δικαστήριο, από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία που προαναφέρθηκαν και δη τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης αυτής, από την έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του Ειδικού Δικαστικού Γραφολόγου Π. Τ., την έκθεση γραφολογικής εξέτασης της Ειδικής Δικαστικής Γραφολόγου Γ. Ν., την έκθεση γραφολογικών παρατηρήσεων και την έκθεση γραφολογικής γνωμάτευσης του Ειδικού Δικαστικού Γραφολόγου Ι. Κ., την απολογία της κατηγορουμένης και γενικά την όλη αποδεικτική διαδικασία και με βάση την αρχή της ηθικής αποδείξεως κατ' άρθρο 177 Κ.Π.Δ, μπορεί να οδηγηθεί με βεβαιότητα σε ασφαλή δικανική πεποίθηση ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της σε βάρος της κατηγορουμένης ως άνω κατηγορίας. Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε την τότε κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα ένοχη της αξιόποινης πράξης του άρθρου 242 παρ.2 ΠΚ, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2α ΠΚ και της επέβαλε ποινή φυλάκισης ενός (1) έτους, την οποία ανέστειλε για τρία (3) έτη, με το ακόλουθο διατακτικό: "ΚΗΡΥΣΣΕΙ ένοχη την κατηγορουμένη του ότι, στην Καστόρια, σε μη επακριβώς προσδιορισθείσα ημερομηνία, πάντως εντός του χρονικού διαστήματος από 24-8-2012 έως 30-5-2013, ενώ ήταν υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου13 α' Π.Κ., με πρόθεση νόθευσε έγγραφο που της ήταν προσιτό λόγω της υπηρεσίας της. Ειδικότερα, ενώ ήταν υπάλληλος του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού" και δη στο κατάστημα Καστοριάς, με πρόθεση νόθευσε το βιβλίο του πρωτοκόλλου της εν λόγω υπηρεσίας, το οποίο της ήταν προσιτό λόγω της υπηρεσίας της. Ακριβέστερα, στη στήλη καταχώρησης των εισερχομένων εγγράφων και δη στη θέση της καταχώρησης με αριθμό .../30-11-2009, η οποία καταχώρηση είχε χαρακτηριστεί ως "άκυρο" από τον Προϊστάμενο της υπηρεσίας με τη θέση της λέξης "άκυρο" και της μονογραφής αυτού, έσβησε το "άκυρο" και μέρος της υπογραφής του Προϊσταμένου και συμπλήρωσε στο πεδίο υπό τον τίτλο "Θέμα" - και πάνω από την υπογραφή του Προϊσταμένου - "Αναφορά περί δασεργατικών επιδομάτων, ανεργίας", στο πεδίο δε υπό τον τίτλο "Αποδέκτης" (που αφορά τη στήλη των εξερχομένων εγγράφων) ανέγραψε το ονοματεπώνυμο του Προϊσταμένου "Μ. Σ.". Έπραξε δε κατά τα ανωτέρω, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του (νοθευμένου εγγράφου) άλλους, και δη το αρμόδιο όργανο του ΟΑΕΔ, προς το οποίο είχε ανατεθεί η διενέργεια σχετικής ένορκης διοικητικής εξέτασης, αλλά και τις κατά τόπον αρμόδιες εισαγγελικές αρχές (Εισαγγελία Πρωτοδικών Καστοριάς, Εισαγγελία Εφετών Δυτικής Μακεδονίας), σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και δη σχετικά με το ότι εκείνη ήδη από 30-11-2009 είχε υποβάλει προς την υπηρεσία της αναφορά, η οποία μάλιστα είχε πρωτοκολληθεί, αναφορικά με την καταβολή των ως άνω επιδομάτων και με τον τρόπο αυτό είχε γνωρίσει προς τον Προϊστάμενο του ΟΑΕΔ (καταστήματος Καστοριάς), Σ. Μ., τη μη νομιμότητα της καταβολής προς τους δασεργάτες σωρευτικά του επιδόματος δασεργατών και ανεργίας. Απώτερος δε στόχος της ήταν, αφενός, να αποσείσει τις δικές της ευθύνες, αφού στην πραγματικότητα ως υπάλληλος είχε και εκείνη εκτελέσει καταβολές σωρευτικά των ανωτέρω επιδομάτων προς δασεργάτες, αφετέρου, να υποστηρίξει την από 17- 1-2012 και ενώπιον του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Καστοριάς μήνυσή της, κατά την οποία ο Σ. Μ. από το έτος 2009 εν γνώσει της παρανομίας πίεζε τους υπαλλήλους του τμήματος ασφάλισης να χορηγούν προς τους δασεργάτες σωρευτικά το εποχικό δασεργατικό βοήθημα και το επίδομα ανεργίας".? Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, κατ' επιτρεπτή συμπλήρωση του αιτιολογικού από το διατακτικό, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις, και λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της απάτης, για την οποία καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε αυτά, δίχως να επιβάλλεται η ιδιαίτερη μνεία και αξιολόγηση καθενός αποδεικτικού μέσου, ή η αναφορά του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, καθώς επίσης περιέλαβε και τους συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 13α, 14, 16, 17, 18, 26 παρ. 1α, 27, παρ. 1-2, 51, 53, 79, 83 περ. δ, 84 παρ.2α, 242 παρ. 2 ΠΚ που εφάρμοσε, τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα, οι αιτιάσεις που προβάλλει η αναιρεσείουσα με τον τέταρτο λόγο της αίτησης αναίρεσης περί έλλειψης αιτιολογίας και εκ πλαγίου παράβασης ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ισχυριζόμενη ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες και αντιφάσεις σχετικά με το ζήτημα του χρόνου τέλεσης της πράξης που της αποδίδεται, καθόσον αν και δέχεται ότι το επίμαχο .../30-11-2009 έγγραφο προσκομίστηκε στις 5-2-2013 και στις 8-2-2013 ενώπιον των αρχών, οπότε είναι προφανές ότι ήδη στις 5-2-2013 είχε τελεστεί η αξιόποινη πράξη της νόθευσης εγγράφου, δέχεται συγχρόνως αντιφατικά ως ύστατο σημείο του χρόνου τέλεσης της πράξης την 30η - 5-2013,δηλαδή χρόνο μεταγενέστερο από αυτόν της προσκόμισης του επίμαχου εγγράφου στις αρχές ,είναι αβάσιμες, διότι η επίκληση και προσκόμιση από την κατηγορουμένη α) στις 5-2-2013 ,στην αναφορά- καταγγελία της κατά του Σ. Μ. προς τον Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης και β) στις 8-2-2013, στο "σημείωμα συμπληρωματικής κατάθεσης-νέα στοιχεία της υπόθεσης - αποδεικτικά έγγραφα - μαρτυρίες" προς τον Εισαγγελέα Εφετών Δυτικής Μακεδονίας, της χειρόγραφη αναφοράς της με τίτλο "Αναφορά περί δασεργατικών επιδομάτων", στην οποία αυτή ανέγραψε τον αριθμό πρωτοκόλλου .../30-11-2009, δεν αποκλείει το να προέβη σε μεταγενέστερο χρόνο, ήτοι μετά τις 5 και 8 Φεβρουαρίου 2013 και δη μέχρι 30-5-2013, οπότε τέθηκε σε αργία, στη νόθευση του βιβλίου πρωτοκόλλου του καταστήματος ΟΑΕΔ Καστοριάς, του οποίου ήταν υπάλληλος, με την αναγραφή στη θέση της καταχώρισης με αριθμό .../30-11-2009, που είχε χαρακτηρισθεί ως "άκυρο", της "Αναφοράς περί δασεργατικών επιδομάτων ανεργίας". Επομένως, ο, από τα άρθρα 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠοινΔ τέταρτος λόγος της αίτησης αναίρεσης είναι αβάσιμος. Οι λοιπές αιτιάσεις, που εκτίθενται στον ανωτέρω λόγο ως προς τον απώτατο χρόνο τέλεσης της πράξης είναι απαράδεκτες, καθόσον αφορούν την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, την οποία η αναιρεσείουσα και επιχειρεί να πλήξει με το πρόσχημα και την πρόφαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Κατόπιν αυτών και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 578 παρ. 1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 28 Μαΐου 2020(αριθμ. 2/2020) αίτηση της Ε. Π. του Ζ. για αναίρεση της με αριθμό 53/2020 απόφασης του δικάσαντος κατ' έφεση Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Δυτικής Μακεδονίας.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Ιουλίου 2020.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Ιουλίου 2020.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή