Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ε.Σ.Δ.Α., Αναιρέσεως πρόσθετοι λόγοι, Εφέσεως απαράδεκτο.
Περίληψη:
Απόφαση με την οποία απορρίφθηκε αίτηση της αναιρεσείουσας για αναστολή ποινής
φυλακίσεως κατ' άρθρο 33 παρ. 7 ν. 3904/2010. Ορθώς απορρίφθηκε, με απόφαση του
εφετείου, που συνεδρίασε ως συμβούλιο, έφεση κατ' αυτής ως απαράδεκτη, γιατί δεν
προβλέπεται άσκηση του ενδίκου αυτού μέσου. Οι περιορισμοί στην άσκηση ενδίκων μέσων
δεν αντίκεινται στην ΕΣΔΑ και στο άρθρο 14 παρ. 5 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά
και Πολιτικά Δικαιώματα. Όταν εισάγεται, στο δικαστήριο, που συνεδριάζει ως συμβούλιο,
ένδικο μέσο για να απορριφθεί ως απαράδεκτο, δεν απαιτείται επίδοση κλήσεως, αλλά η
ειδοποίηση του διαδίκου που το άσκησε γίνεται με τον τρόπο που αναφέρεται στο άρθρο 476 παρ. 1 εδ. β και γ ΚΠΔ. Όχι απόλυτη ακυρότητα από την μη επίδοση κλήσεως στην
αναιρεσείουσα για να παραστεί ενώπιον του δικαστηρίου που δίκασε την έφεση. Λόγοι
αναιρέσεως που αναφέρονται σε πλημμέλειες της πρωτόδικης αποφάσεως είναι απαράδεκτοι.
Αριθμός 972/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτης ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, (κωλυομένης της Αντιπροέδρου Θεοδώρας Γκοΐνη), Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Ανδρέα Ξένο, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Μαΐου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Δασούλα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Ε. Π. Ι. το γένος Ε. Β., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενη στο Κατάστημα Κράτησης Ελεώνα Θηβών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Βλάχο, για αναίρεση της υπ'αριθ.1216/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που συνεδρίασε σε Συμβούλιο.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Ιουλίου 2011 και 2 Σεπτεμβρίου 2011 δύο χωριστές αιτήσεις της αναιρέσεως όπως αυτές διαμορφώθηκαν με τους από 20 Φεβρουαρίου 2012 προσθέτους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1010/2011.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι επ'αυτής πρόσθετοι λόγοι.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες με αριθ. εκθ. κατ. 20/22.7.2011 και 23/2.9.2011 αιτήσεις της Ε. Π. συζ. Ι., το γένος Ε. Β., για αναίρεση της υπ' αριθ. 1216/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που συνεδρίασε σε Συμβούλιο, (Συμβουλίου Εφετών Αθηνών), έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς. Η δεύτερη αίτηση, ενόψει του ότι δεν έχει προηγηθεί κρίση επί της πρώτης, είναι παραδεκτή (άρθρο 514 εδ. γ' ΚΠοινΔ) ως συμπληρωματική της πρώτης, με την οποία συνεξετάζεται. Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 509 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως ασκούνται μόνο με έγγραφο το οποίο πρέπει να κατατεθεί στο Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου και να συνταχθεί έκθεση με την οποία να πιστοποιείται το γεγονός και αν ακόμη κρατείται στη φυλακή ο ασκών την αναίρεση, ο οποίος έχει την ευχέρεια να ασκήσει το προαναφερόμενο δικαίωμά του με αντιπρόσωπο που να έχει ειδική εντολή. Στην προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, με δήλωσή της στη Διευθύντρια του Καταστήματος Κράτησης Γυναικών Ελεώνα, όπου κρατείτο, άσκησε τους από 20-2-2012 πρόσθετους λόγους αναιρέσεως. Οι λόγοι αυτοί, όμως, είναι απαράδεκτοι, γιατί δεν τηρήθηκαν οι οριζόμενες από την ανωτέρω διάταξη διατυπώσεις, δηλαδή δεν ασκήθηκαν αυτοί με έγγραφο, το οποίο να κατατεθεί στο Γραμματέα του Αρείου Πάγου, και να συνταχθεί σχετική έκθεση, και, ως τοιούτοι, πρέπει να απορριφθούν.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 463 παρ. 1 εδ. α' του ΚΠοινΔ, "ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα". Περαιτέρω, ο ΚΠοινΔ, στα άρθρα 486, 487, 489 και 492, ορίζει τις περιπτώσεις, στις οποίες ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ασκήσει έφεση κατά αποφάσεων (τις αθωωτικές, μόνο αν έχει αθωωθεί λόγω έμπρακτης μετάνοιας ή με αιτιολογία που θίγει, χωρίς ανάγκη την υπόληψή του, αυτές που κηρύσσουν αναρμοδιότητα, τις καταδικαστικές κατά τις διακρίσεις των διατάξεων του άρθρου 489 και τις αποφάσεις, κατά το μέρος που προβλέπουν απόδοση ή δήμευση κατασχεθέντων). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 33 παρ. 7 του ν. 3904/2010 "τροποποίηση ΠΚ, ΚΠοινΔ, ειδ. ποιν. νόμων, ...", "το τριμελές πλημμελειοδικείο του τόπου κράτησης, εφαρμόζει αναλόγως τα άρθρα 99 παρ. 1 και 100 ΠΚ για όλους τους κατάδικους σε ποινές φυλάκισης, εφόσον δεν υπήρχε προηγούμενη καταδίκη τους σε ποινή στερητική της ελευθερίας μεγαλύτερη του έτους με μία ή περισσότερες αποφάσεις". Δικαίωμα εφέσεως κατά της αποφάσεως του τριμελούς πλημμελειοδικείου του τόπου κρατήσεως, με την οποία απορρίφθηκε αίτημα του κατηγορουμένου για αναστολή της ποινής του, δεν προβλέπεται ούτε από τις διατάξεις του ν. 3904/2010 ούτε από αυτές του ΚΠοινΔ που προαναφέρθηκαν. Τέλος, με το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος), αναγνωρίζεται στον κατηγορούμενο δικαίωμα για δίκαιη δίκη, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και το δικαίωμα προσβάσεως στο δικαστήριο. Το ίδιο δικαίωμα αναγνωρίζεται και από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο "καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ' αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει". Ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται να θεσπίζει προϋποθέσεις και περιορισμούς στην άσκηση ενδίκου μέσου, αρκεί αυτοί και οι συνέπειες που επισύρει η παράβασή τους να μην είναι υπέρμετροι σε σημείο ώστε να αναιρούν την ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο ή να αντιβαίνουν στην αρχή της αναλογικότητας, πράγμα που συμβαίνει, όταν η προβλεπόμενη από το νόμο κύρωση είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση δυσανάλογη προς την παράβαση της διατάξεως του νόμου. Η αρχή αυτή αναγνωρίζεται ήδη με το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. β' του Συντάγματος (όπως το άρθρο αυτό ισχύει από 18.4.2001, μετά την αναθεώρηση από τη Ζ' Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων), κατά το οποίο οι κάθε είδους περιορισμοί, που μπορούν να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα, είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού, και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Ο αποκλεισμός δε, στην ανωτέρω περίπτωση, του δικαιώματος της ασκήσεως από τον κατηγορούμενο του ενδίκου μέσου της εφέσεως κατά της αποφάσεως, που απορρίπτει αίτησή του για αναστολή της ποινής κατ` άρθρο 33 παρ. 7 του ν. 3904/2010, δεν αντίκειται στο άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, γιατί αυτό δεν καθιερώνει υποχρέωση του εθνικού νομοθέτη για θέσπιση ενδίκων μέσων υπέρ του κατηγορουμένου, ενώ η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 5 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα αναφέρεται στο δικαίωμα επανεξετάσεως από ανώτερο δικαστήριο της καταδικαστικής αποφάσεως ή της αποφάσεως, με την οποία επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο ποινή. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον αποφάσεως για την οποία δεν προβλέπεται, το δικαστήριο που είναι αρμόδιο να κρίνει γι` αυτό, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει τούτο απαράδεκτο.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, με την 245/2011 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θηβών, απορρίφθηκε αίτηση της αναιρεσείουσας για την, κατ` άρθρο 33 παρ. 7 του ν. 3904/2010, αναστολή της συνολικής ποινής φυλακίσεως δεκατεσσάρων (14) μηνών, που της είχε επιβληθεί, για συκοφαντική δυσφήμηση κατά συρροή και δυσφήμηση ανώνυμης εταιρίας, με την 11809/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Κατά της αποφάσεως αυτής, η αναιρεσείουσα, μολονότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν εδικαιούτο, άσκησε έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη 1216/2011 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που συνεδρίασε σε Συμβούλιο, με την οποία απορρίφθηκε αυτή ως απαράδεκτη. Συγκεκριμένα, η έφεση της αναιρεσείουσας απορρίφθηκε γιατί "η εκκαλούμενη απόφαση δεν συγκαταλέγεται στις αναφερόμενες στα άρθρα 486, 487 και 489 του ΚΠΔ αποφάσεις κατά των οποίων προβλέπεται η άσκηση του ενδίκου μέσου της εφέσεως, ενώ ο ν. 3904/2010 δεν προβλέπει την άσκηση του ενδίκου μέσου της εφέσεως κατά των αποφάσεων που εκδίδονται μετά την κατ` άρθρο 33 παρ. 7 του ιδίου νόμου σχετική αίτηση".
Με τις παραδοχές αυτές, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών ορθώς, και με την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εφήρμοσε τις προαναφερόμενες νομικές διατάξεις, οι οποίες, όπως έχει εκτεθεί, δεν είναι αντίθετες προς τις διατάξεις των άρθρων 6 της ΕΣΔΑ και 14 παρ. 5 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, και ο, από το άρθρο 510 παρ. στοιχ. Δ και Ε, σχετικός λόγος των αιτήσεων, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Κατ' άρθρο 476§2 του ΚΠοινΔ, η απόφαση, με την οποία απορρίπτεται η έφεση ως απαράδεκτη, προσβάλλεται μόνο με αίτηση αναιρέσεως για οποιονδήποτε λόγο από τους μνημονευόμενους στο άρθρο 510 του ΚΠοινΔ, οι οποίοι, όμως, πρέπει να αναφέρονται σε πλημμέλειες της εφετειακής αποφάσεως που απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη και όχι σε πλημμέλειες της πρωτόδικης αποφάσεως ή σε άλλα άσχετα με την απορριπτική αυτή κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου θέματα. Επομένως, ο σχετικός λόγος των αιτήσεων, κατά το σημείο με το οποίο πλήττεται η εκκαλούμενη 245/2011 απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή των ως άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, ήτοι γιατί το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θηβών εσφαλμένως απέρριψε την αίτηση της αναιρεσείουσας, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.
Κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο, προκαλείται και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται στον κατηγορούμενο από το νόμο, την Ε.Σ.Δ.Α. και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Η απόλυτη αυτή ακυρότητα ανακύπτει σε όλες τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες υπάρχει από το νόμο υποχρέωση του δικαστή να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις εκείνες, οι οποίες καθιστούν δυνατή την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών αυτεπαγγέλτως και χωρίς την υποβολή σχετικής αιτήσεως από τον κατηγορούμενο. Περαιτέρω, κατ` άρθρο 476 παρ. 1 εδ. β και γ του ΚΠοινΔ, "ο εισαγγελέας οφείλει να ειδοποιήσει το διάδικο που άσκησε το ένδικο μέσο ή τον αντίκλητό του για να προσέλθει στο συμβούλιο και εκθέσει τις απόψεις του είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες πριν από την εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστήριο (συμβούλιο). Την ειδοποίηση ενεργεί ο γραμματέας της εισαγγελίας με οποιοδήποτε μέσο (και προφορικώς και τηλεφωνικώς) στην αναγραφόμενη στο ένδικο μέσο διεύθυνση και σημειώνει τούτο στο φάκελο της δικογραφίας". Όταν, λοιπόν, ένδικο μέσο πρόκειται να εισαχθεί στο δικαστήριο, που συνεδριάζει ως συμβούλιο, για να απορριφθεί ως απαράδεκτο, η ειδοποίηση του κατηγορουμένου που το άσκησε γίνεται με τον τρόπο που αναφέρεται στη διάταξη αυτή και δεν απαιτείται να του επιδοθεί σχετική κλήση κατά τις διατάξεις των άρθρων 155 επ. του ΚΠοινΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, η εκκαλούσα - κατηγορουμένη δεν εμφανίστηκε κατά τη δικάσιμο της 10.5.2011, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, για να εκθέσει τις απόψεις της, αν και είχε ειδοποιηθεί νομίμως, κατά την επί του φωτοτυπικού αντιγράφου της εισαγγελικής προτάσεως από 28.4.2011 σχετική επισημείωση της Γραμματέως της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών Σπυριδούλας Χαραμοπούλου. Σύμφωνα δε με τα ανωτέρω, η ειδοποίηση αυτή αρκούσε και δεν απαιτείτο να επιδοθεί στην αναιρεσείουσα ή στον αντίκλητό της οποιαδήποτε κλήση για εμφάνισή της ενώπιον του Δικαστηρίου και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ, σχετικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, συνισταμένη στο ότι δεν επιδόθηκε στην αναιρεσείουσα, κατ` άρθρο 155 παρ. 3 του ΚΠοινΔ, οποιαδήποτε κλήση με δικαστικό επιμελητή για τη δικάσιμο της 10.5.2001, είναι αβάσιμος.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους οι κρινόμενες αιτήσεις και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τις με αριθ. εκθ. κατ. 20/22.7.2011 και 23/2.9.2011 αιτήσεις της Ε. Π. συζ. Ι., το γένος Ε. Β., μετά των προσθέτων αυτών λόγων, για αναίρεση της 1216/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που συνεδρίασε σε Συμβούλιο. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Ιουνίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 3 Ιουλίου 2013.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ