Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 735 / 2020    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)


Αριθμός 735/2020

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Γεώργα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, ο οποίος ορίστηκε με την υπ'αριθμ. 36/2020 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) Διονυσία Μπιτζούνη, Ερωτόκριτο Ερωτοκρίτου, Μαρία Κουβίδου και Χρυσούλα Φλώρου-Κοντοδήμου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Φεβρουαρίου 2020, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ισίδωρου Ντογιάκου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Γ. Π. του Ε., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Καλογριδάκη, για αναίρεση της υπ'αριθ. 38/2019 αποφάσεως του Μ.Ο.Ε. Ανατολικής Κρήτης. Με πολιτικώς ενάγουσα την Α. Μ. του Ν., κάτοικο ..., η οποία δεν παραστάθηκε. Το Μ.Ο.Ε. Ανατολικής Κρήτης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Οκτωβρίου 2019, αίτησή του αναιρέσεως, που ασκήθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Εφετείου Ανατολικής Κρήτης, Α. Π., έλαβε αριθμό 5/2019 και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1538/2019.
Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί, η κρινόμενη αίτηση και να επιβληθούν τα έξοδα στον αναιρεσείοντα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του, ισχύοντος από 1-7-2019, νέου Ποινικού Κώδικα (Ν. 4619/2019), αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, ως επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή εκείνος, ο οποίος με την εφαρμογή του, βάσει των προβλεπόμενων στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεων, επιφέρει την ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσότερων σχετικών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπει καθεμιά από αυτές. Αν από τη σύγκριση προκύψει, ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος νόμος. Ειδικότερα, επιεικέστερος είναι ο νόμος, που προβλέπει το χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής, αν δε το ανώτατο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει το μικρότερο κατώτατο όριο. Για το χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη λαμβάνεται κατ' αρχήν υπόψη το ύψος των απειλούμενων ποινών κάθειρξης ή φυλάκισης, ενώ θεωρείται η πρώτη βαρύτερη της δεύτερης, επί ίσων δε στερητικών της ελευθερίας ποινών, λαμβάνεται υπόψη και η χρηματική ποινή, η οποία, σε κάθε περίπτωση, είναι ελαφρύτερη της στερητικής της ελευθερίας ποινής. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 336 παρ. 1 και 2 του, ισχύοντος από 1-7-2019, νέου ΠΚ (Ν. 4619/2019), η οποία είναι επιεικέστερη έναντι της αντίστοιχης του προϊσχύσαντος ΠΚ, και συνεπώς εφαρμοστέα εν προκειμένω, αφού το ανώτατο όριο της προβλεπόμενης για το έγκλημα του βιασμού ποινής είναι κάθειρξη δεκαπέντε (15) ετών (κατά το άρθρο 52 του ίδιου κώδικα), ενώ με την προϊσχύσασα είκοσι ετών "όποιος με σωματική βία ή με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας εξαναγκάζει άλλον σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης, τιμωρείται με κάθειρξη. Γενετήσια πράξη είναι η συνουσία και οι ίσης βαρύτητας με αυτήν πράξεις". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος του βιασμού, απαιτείται: α) εξαναγκασμός κάποιου, ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας, σε ακούσια συνουσία ή επιχείρηση ή ανοχή ίσης βαρύτητας με αυτήν πράξη, β) ο εξαναγκασμός του προσώπου αυτού να γίνεται με σωματική βία ή με απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας, η οποία συνίσταται σε φυσική δύναμη, που δεν μπορεί να αποκρουσθεί και που αναγκάζει έτσι κάποιον χωρίς τη θέλησή του σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης. Η σπουδαιότητα του κινδύνου κρίνεται με το συνδυασμό αντικειμενικού και υποκειμενικού κριτηρίου. Για τη στοιχειοθέτηση του συγκεκριμένου εγκλήματος, που είναι υπαλλακτικώς μικτό, αρκεί και ο ένας τρόπος τέλεσης, χωρίς, όμως, να αποκλείεται η συνύπαρξη και των δύο τρόπων εξαναγκασμού. Για την κατάφαση του εξαναγκασμού, δεν απαιτείται κατ' ανάγκη το θύμα να αντιστάθηκε ενεργά, αλλά πρέπει η συνουσία ή άλλη γενετήσια πράξη να τελείται παρά την αντίθετη βούλησή του. Έτσι, υπάρχει βιασμός και όταν το θύμα λόγω του αιφνιδιασμού ή του φόβου των συνεπειών προβολής αντίστασης ή των ασθενών σωματικών του δυνάμεων ή άλλων περιστάσεων, θεώρησε εύλογα ανέφικτη ή μάταιη την αντίσταση και δεν αντιστάθηκε καθόλου στη σωματική βία του δράστη. Κατά μείζονα λόγο, δεν απαιτείται η σωματική βία και αντίστοιχα η αντίσταση σε αυτήν να είναι διαρκής, δηλαδή μέχρι την αποπεράτωση της πράξης. Υποκειμενικώς, στο έγκλημα του βιασμού, απαιτείται δόλος, που συνίσταται στη βούληση του δράστη, με σωματική βία ή με απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας ή και με τα δύο μαζί, να εξαναγκάσει άλλον σε συνουσία ή επιχείρηση ή ανοχή άλλης γενετήσιας πράξης και περιλαμβάνει τη γνώση ότι ο άλλος δεν συναινεί στη συνουσία ή στην επιχείρηση ή ανοχή άλλης γενετήσιας πράξης. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά κατ' επιλογή (Ολ.ΑΠ 3/2012), για τη βεβαίωση δε αυτή αρκεί ο κατ' είδος ή κατά κατηγορίες προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους ούτε μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά. Επίσης, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όμως, δεν αποτελεί λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης, υπ' αριθ. 38/2019 απόφασης, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Ανατολικής Κρήτης, που την εξέδωσε δικάζοντας σε δεύτερο βαθμό, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατ' είδος σ' αυτή (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, έγγραφα που αναγνώσθηκαν, απολογία κατηγορουμένου), δέχθηκε ανελέγκτως, ότι αποδείχθηκαν τα εξής, επί λέξει, πραγματικά περιστατικά: "Η πολιτικώς ενάγουσα, Α. Μ., γεννήθηκε την 13-2-1987 και, από το Νοέμβριο του έτους 1998, ως μαθήτρια του γυμνασίου Ιεράπετρας, εγράφηκε στην αθλητική ένωση "...ς", όπου αθλούταν συστηματικά ως αθλήτρια των δρόμων 600, 800 και 1.500 μέτρων, λαμβάνοντας μέρος σε αγώνες. Το 2000, ο κατηγορούμενος Γ. Π. ξεκίνησε να εργάζεται στον ως σύλλογο ως προπονητής, αναλαμβάνοντας την εκγύμναση 10-15 από τους αθλητές του συλλόγου, μεταξύ των οποίων η πολιτικώς ενάγουσα. Από τις αρχές του 2001, μετά τους πανελλήνιους αγώνες στα Τρίκαλα, όπου μετείχε και η πολιτικώς ενάγουσα, ο κατηγορούμενος εκδήλωσε ενδιαφέρον για αυτήν, ξεχωρίζοντάς την από τα λοιπά μέλη της ομάδας και εντάσσοντάς την σε αυστηρότερο πρόγραμμα προπόνησης. Στα πλαίσια αυτά, ενισχύοντας τις προσδοκίες της πολιτικώς ενάγουσας για διακρίσεις στους αθλητικούς χώρους, έθεσε περισσότερους κανόνες σε όλους τους τομείς της καθημερινής της ζωής ακόμα και σε τομείς που δεν άπτονταν άμεσα του αθλητισμού, όπως λ.χ. την εμφάνισή της και αποτρέποντάς την να συναναστρέφεται με άτομα που μέχρι πρότινος αντιμετώπιζε ως φίλες της, επικαλούμενος ότι την απομάκρυναν από το στόχο της. Αποτέλεσμα ήταν σταδιακά, η πολιτικώς ενάγουσα, η οποία εμπιστευόμενη τις προπονητικές του ικανότητες και υποβαλλόμενη από το κύρος του ως αθλητή με σημαντικές διακρίσεις στο ενεργητικό του προσπαθούσε να συμμορφωθεί στις προπονητικές του απαιτήσεις, να απομακρυνθεί σταδιακά από τις συναθλήτριες και φίλες της. Λίγους μήνες μετά την εντατικοποίηση των προπονήσεών τους, σε μη επακριβώς προσδιορισθείσα ημερομηνία περί τα μέσα προς το τέλος Μαΐου του έτους 2001, η πολιτικώς ενάγουσα, πηγαίνοντας για προγραμματισμένη προπόνηση στο παραλιακό στάδιο Ιεράπετρας διαπίστωσε ότι, την ώρα εκείνη, θα προπονούταν μόνο αυτή. Ρώτησε λοιπόν τον κατηγορούμενο πού είναι οι συναθλητές της για να λάβει την απάντηση "Μια χαρά είμαστε οι δυο μας". Μετά το πέρας του προπονητικού προγράμματος, η πολιτικώς ενάγουσα εισήλθε στο δωμάτιο του σταδίου το οποίο χρησιμοποιούσαν ως αποδυτήρια, προκειμένου να αλλάξει τα ρούχα της. Λίγα λεπτά αργότερα και ενώ βρισκόταν γυμνή πίσω από τη ντουλάπα του δωματίου, σκουπίζοντας το σώμα της με μία πετσέτα, άκουσε την πόρτα να ανοίγει και στη συνέχεια να κλειδώνει. Η πρώτη της σκέψη ήταν ότι ο κατηγορούμενος ξέχασε την παρουσία της στο χώρο και έφυγε κλειδώνοντάς την μέσα στα αποδυτήρια. Πριν προλάβει, όμως να επεξεργασθεί την κατάσταση, ο κατηγορούμενος εμφανίσθηκε μπροστά της. Η ανήλικη αιφνιδιάστηκε και η αυθόρμητή της αντίδραση ήταν να προσπαθήσει να κρύψει το γυμνό της σώμα με την πετσέτα που κρατούσε. Αμέσως ο κατηγορούμενος άρχισε να της μιλάει καθησυχαστικά, λέγοντάς την να μη φοβάται και να του δείξει εμπιστοσύνη διότι δεν θα της έκανε κάτι κακό. Κατόπιν, εκμεταλλευόμενος αφενός το σάστισμα της ανήλικης, αφετέρου την υπέρτερη σωματική του δύναμη, την έπιασε από τα μπράτσα, πλησίασε το πρόσωπό του προς το δικό της την έσπρωξε με δύναμη πάνω σε ένα τραπέζι. Η ανήλικη φώναξε και επιχείρησε να τον απωθήσει, πλην όμως εξαιτίας της εμφανούς διαφοράς της σωματικής διάπλασής της σε σχέση με αυτή του κατηγορουμένου, κάθε προσπάθειά της να αντισταθεί απέβη αλυσιτελής. Εκείνος τότε, αφού κατέβασε το παντελόνι του, εισήγαγε το γεννητικό του μόριο στον πρωκτό της ανήλικης ασελγώντας σε βάρος της παρά φύση προς ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του, παρά την προσπάθεια της να τον απωθήσει, όταν δε αυτή συνέχιζε να φωνάζει από τον πόνο που αισθανόταν, αλλά και από την ντροπή, αυτός της έκλεινε το στόμα και την προέτρεπε να σωπάσει για μην γίνουν αντιληπτοί, καθώς το δωμάτιο όπου βρίσκονταν απείχε λίγα μέτρα από το δημόσιο δρόμο. Με τον τρόπο αυτό ο κατηγορούμενος με τις υπέρτερες δυνάμεις του εξουδετέρωσε την αντίστασή της, που ολοένα έφθινε, καθώς βρισκόταν σε κατάσταση σοκ και ενώ αυτή έκλαιγε και αισθανόταν τις δυνάμεις της να την εγκαταλείπουν, αυτός αγνόησε τις αντιδράσεις της και αντί να σταματήσει, συνέχισε την πράξη του ικανοποιώντας την γενετήσια ορμή του. Μόλις ο κατηγορούμενος ολοκλήρωσε την ασελγή του πράξη, σηκώθηκε από το τραπέζι έβαλε το παντελόνι του και ενώ η ανήλικη έκλαιγε, την προειδοποίησε να μην μιλήσει σε κανέναν για το τι έγινε, απειλώντας την ότι, ακόμα και αν μιλούσε, επειδή αυτόν "τον γνωρίζει όλη η Ελλάδα", δεν θα πιστέψουν τα λόγια της και θα τη θεωρήσουν τρελή, ενώ ντροπή για εκείνη θα αισθανθούν και οι γονείς της. Επίσης, εκμεταλλευόμενος την αγάπη της για τον αθλητισμό, της είπε ότι, αν μιλούσε, κανείς πλέον προπονητής δεν θα την αναλάμβανε και το ταλέντο της θα πήγαινε χαμένο, προσπαθώντας και με τον τρόπο αυτό να πετύχει τη σιωπή της. Επειδή, όμως, η πολιτικώς ενάγουσα συνέχιζε να κλαίει, αυτός δοκίμασε να την καλοπιάσει, χαϊδεύοντας την στο κεφάλι και λέγοντας την ότι δεν ήθελε να της κάνει κακό και πώς ό,τι προηγήθηκε έγινε επειδή την αγαπούσε, στη συνέχεια δε βγήκε από το δωμάτιο αφήνοντάς την να συνέλθει και να ντυθεί. Την επόμενη κιόλας ημέρα, ο κατηγορούμενος προσέγγισε την ανήλικη στο σχολείο και, αφού εκείνη του δήλωσε ότι αποφάσισε να σταματήσει την εκγύμναση, προσπάθησε να την πείσει να συνεχίσει στην προπόνηση, υποστηρίζοντας ότι το περιστατικό της προηγούμενης ημέρας ήταν φυσιολογικό και ότι το κάνουν όλοι οι προπονητές με τις αθλήτριές τους, όπως μπορεί να της το αποδείξει. Έτσι, την επόμενη φορά που συναντήθηκαν στο στάδιο, ο κατηγορούμενος της έδειξε ένα άλμπουμ με αποκόμματα που είχε συλλέξει ο ίδιος για τις διακρίσεις της τέως αθλήτριας Ν. Π., η οποία προπονούνταν με αυτόν παλαιότερα και την οποία γνώριζε ότι η ανήλικη θαύμαζε απεριόριστα, έχοντάς την ως πρότυπο. Με την αθλήτρια λοιπόν αυτή, ο κατηγορούμενος ισχυρίσθηκε ότι "είχε κάνει το ίδιο" και, για αυτό εκείνη πέτυχε αθλητικές διακρίσεις. Επίσης προσπάθησε να της παρουσιάσει αυτό που είχε συμβεί ως προπονητική μέθοδο, που βοηθάει τον προπονητή να πλησιάσει τον αθλητή και, ότι μετά από αυτό η συνεργασία τους θα ήταν καλύτερη, ενώ, δεν παρέλειψε να της πει και ότι την αγαπά. Την ημέρα εκείνη, ο κατηγορούμενος έπεισε την ανήλικη να ξαναγυρίσει στην προπόνηση. Μεσολάβησαν μερικοί μήνες, κατά τους οποίους ο κατηγορούμενος δεν επιχείρησε να εξαναγκάσει την ανήλικη να υποστεί κάποια ερωτική πράξη. Η εγκαλούσα απομακρύνθηκε από τον κατηγορούμενο τον Σεπτέμβριο του 2002 και για να συνεχίσει τις προπονήσεις και τον πρωταθλητισμό πήγε στον γυμναστή Φ. Μ. τέλη του 2002 και άρχισε προπονήσεις από αρχές του 2003. Τέλη Νοεμβρίου του 2004 η εγκαλούσα συνήψε ερωτική σχέση με το Φ., το οποίο πληροφορήθηκαν οι γονείς της αργότερα και με την από 31-5-2005 έγκλησή τους οι γονείς της ζήτησαν την τιμωρία τους για αποπλάνηση ανηλίκου. Κατ αυτών ασκήθηκε ποινική δίωξη για αποπλάνηση ανηλίκου κατ' εξακολούθηση που συμπλήρωσε το 13° έτος της ηλικίας της πράξη, φερομένη ως τελεσθείσα κατά το χρονικό διάστημα από Σεπτέμβριο του 2001 έως 13-2-2002. Με το με αριθμό 119/2007 αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λασιθίου έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη για την πράξη αυτή. Η εγκαλούσα με την από 7-8-2008 έγκλησή της ζήτησε την τιμωρία του κατηγορουμένου για σεξουαλική κακοποίησή της από αυτόν κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2001 μέχρι τις αρχές του 2003. Η έγκληση αυτή απορρίφθηκε με τη με αριθμό Β09/2008 διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Λασιθίου λόγω δεδικασμένου απορρέοντος από το αναφερόμενο βούλευμα. Ο κατηγορούμενος με δήλωσή του που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, αλλά και εγγράφως προέβαλε τον ισχυρισμό για ύπαρξη δεδικασμένου. Όμως ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος καθόσον ανάμεσα στην πράξη του βιασμού και της αποπλάνησης ανηλίκου υφίσταται αληθινή κατ ιδέα συρροή, αφού τα δυο αυτά εγκλήματα είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους αυτοτελώς κολάσιμα, συγκείμενα από ιδιαίτερα στοιχεία, για τα οποία ισχύουν οι αρχές της επικουρικότητας και της απορρόφησης. Πιο συγκεκριμένα δεν ισχύει η αρχή της ειδικότητας, διότι ελλείπει η ταυτότητα των εννόμων αγαθών και της κάλυψης της απαξίας των πράξεων από τη μία από αυτές καθόσον το μεν έγκλημα του βιασμού προσβάλλει το έννομο αγαθό της γενετήσιας ελευθερίας το δε έγκλημα της αποπλάνησης παιδιών προσβάλλει το έννομο αγαθό της ανηλικότητας (ΑΠ 715/2012, ΑΠ 751/2011 Νόμος). Ως εκ τούτου η ασκηθείσα ποινική δίωξη σε βάρος του κατηγορουμένου για την πράξη της αποπλάνησης ανηλίκου δεν δημιουργεί αρνητική προϋπόθεση για την ήδη ασκηθείσα ποινική δίωξη σε βάρος του για την πράξη του βιασμού κατ εξακολούθηση. Εκτός τούτου το χρονικό διάστημα δεν συμπίπτει για όλο το χρονικό διάστημα, αφού η αποπλάνηση αφορούσε το χρονικό διάστημα από Σεπτέμβριο του 2001 έως Φεβρουάριο του 2002, ενώ για την πράξη του βιασμού παραπέμφθηκε και δικάστηκε για το χρονικό διάστημα για το Μάιο του 2001 και για τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 2001. Απορριπτέος κρίνεται και ο άλλος ισχυρισμός για ύπαρξη δεδικασμένου που απορρέει από την προαναφερόμενη διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Λασιθίου. Επίσης απορριπτέος κρίνεται και ο ισχυρισμός ότι υπάρχει δεδικασμένο και στην περίπτωση που για την ίδια πράξη ασκήθηκαν δυο διαφορετικές διώξεις, ως εν προκειμένω, αφού ο κατηγορούμενος σύμφωνα και με το Ευρωπαϊκό δίκαιο δεν μπορεί να δικαστεί για την ίδια πράξη με διαφορετικό νομικό χαρακτηρισμό, σύμφωνα με τις προηγούμενες σκέψεις. Από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι δυνάμει του με αριθμό 57/2914 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λασιθίου απεφάνθη να μην γίνει κατηγορία κατά του κατηγορουμένου για τις πράξεις του βιασμού που φέρεται ότι τέλεσε κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Ιούνιο του 2001 έως το μήνα Σεπτέμβριο του ιδίου έτους σε μη διακριβωθείσες επακριβώς ημερομηνίες σε βάρος της Α. Μ.. Επομένως, πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω δεδικασμένου για την πράξη του βιασμού κατ εξακολούθηση για το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα. Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι ήρθε σε ερωτική επαφή μαζί της και μάλιστα συναινετικά και για πρώτη φορά το Σεπτέμβριο του 2001 όπως και η ίδια και οι γονείς της με τις εγκλήσεις που υπέβαλαν σε βάρος του το έτος 2008 και 2005 αντίστοιχα αναφέρουν ως χρόνο τέλεσης των πράξεων σε βάρος της ανήλικης από το Σεπτέμβριο του 2001 και μετέπειτα. Ότι για πρώτη φορά το 2012 και 2013 με τις ένορκες καταθέσεις της αναφέρει ως χρόνο τέλεσης της πράξης του βιασμού το Μάιο του 2001 και τούτο το πράττει για να αποφύγει την ύπαρξη δεδικασμένου για το μετέπειτα χρονικό διάστημα από το προαναφερόμενο βούλευμα και διάταξη του Εισαγγελέα. Όμως η διαφοροποίηση του χρόνου τέλεσης και αν ακόμη θεωρηθεί σκόπιμη δεν επηρεάζει την αξιοπιστία της παθούσας, λαμβανομένου υπόψη της παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος, από την τέλεση των πράξεων, των συνθηκών που υποβλήθηκαν οι εγκλήσεις από τους γονείς και από την ίδια και της ηλικίας της κατά το χρόνο εκείνο της υποβολής. Αποδείχθηκε ότι ασκήθηκε σε βάρος της σωματική και ψυχολογική βία τόσον προ της τελέσεως της πράξης (κλείδωμα της πόρτας), όσο και κατά την τέλεση της πράξης (ακινητοποίηση του σώματος της με χρήση βίαιης συμπεριφοράς, ήτοι συγκράτηση ων χειρών της). Αναμφίβολα τα προαναφερθέντα συνιστούν άσκηση σωματικής βίας και μέσω αυτής μηδένιση της βούλησης της παθούσας και επίτευξη της παρά φύση ασέλγειάς της. Επομένως, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος του βιασμού που τελέστηκε το Μάιο του 2001 (άρθρο 336 ΠΚ), απορριπτόμενου του ισχυρισμού του περί εφαρμογής εν προκειμένω του άρθρου 338 παρ. 1 ΠΚ, αφού η τέλεση της παρά φύση ασέλγειας από τον κατηγορούμενο δεν ήταν προϊόν επιβολής του που ασκούσε μέσω της ιδιότητας του ως προπονητή με αθλήτρια που αδυνατούσε να εκδηλώσει ελεύθερα τη βούλησή της, αλλά ήταν προϊόν βίαιου εξαναγκασμού της, δεδομένου η παθούσα ήταν άτομο με πολύ καλές επιδόσεις στα μαθήματά της και στο άθλημα που ασχολείτο και άτομο κοινωνικό και ώριμο για την ηλικία της ". Στη συνέχεια, το άνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον τότε κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο για την αξιόποινη πράξη του βιασμού κατ' εξακολούθηση και επέβαλε σ' αυτόν στερητική της ελευθερίας ποινή κάθειρξης οκτώ (8) ετών, με το ακόλουθο διατακτικό: "
Κηρύσσει αυτόν ομόφωνα ένοχο του ότι: στην ..., σε μη επακριβώς προσδιορισθείσα ημερομηνία, εντός του μηνός Μαϊου του έτους 2001, ενεργώντας με πρόθεση, με σωματική βία εξανάγκασε την ανήλικη τότε (γεννηθείσα την 13.2.1987) Α. Μ. του Ν., παρά την αντίθετη βούλησή της σε ανοχή ασελγούς πράξης. Ειδικότερα, ο κατηγορούμενος εισήλθε στα αποδυτήρια του παραλιακού σταδίου της Ιεράπετρας μετά το πέρας του προπονητικού προγράμματος με την ως άνω ανήλικη αθλήτρια, της οποίας την εκγύμναση είχε προηγουμένως αναλάβει, όπου η τελευταία βρισκόταν προκειμένου να αλλάξει τα ρούχα της κλείδωσε την πόρτα πίσω του και την πλησίασε. Η τελευταία αιφνιδιάστηκε και προσπαθούσε να κρύψει διάφορα σημεία του γυμνού σώματος της με μια μικρή πετσέτα που κρατούσε. Ακολούθως, ο κατηγορούμενος της είπε να μη φοβάται, να του δείξει εμπιστοσύνη διότι δεν θα της έκανε κάτι κακό και αφού την έπιασε από τα μπράτσα των χεριών της χρησιμοποιώντας την υπέρτερη σωματική του δύναμη την ώθησε πάνω σε ένα τραπέζι, αφαίρεσε το παντελόνι του και εισήγαγε το γεννητικό του μόριο στον πρωκτό της ασελγώντας σε βάρος της παρά φύση προς ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του. Η Α. Μ. λόγω του τρόμου και του σωματικού πόνου που βίωσε, άρχισε να φωνάζει και επιχείρησε να τον απωθήσει πλην όμως εξαιτίας της εμφανούς διαφοράς της σωματικής διάπλασής της σε σχέση με αυτή του κατηγορουμένου, κάθε προσπάθειά της να αντισταθεί εμφανιζόταν αλυσιτελής, ο δε κατηγορούμενος την εξανάγκασε χωρίς τη θέλησή της να υποστεί την παραπάνω πράξη, ενώ την προέτρεπε να σωπάσει για να μη γίνουν αντιληπτοί".
Με τις πιο πάνω παραδοχές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό, σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, η εν λόγω απόφαση περιέχει την επιβαλλόμενη, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς την κατάφαση της ενοχής του κατηγορουμένου-αναιρεσείοντος, αφού παρατίθενται σε αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του πιο πάνω εγκλήματος του βιασμού, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε το Δικαστήριο τα περιστατικά αυτά, και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 εδ. α, 27 παρ. 1 και 336 παρ. 1 ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ελλιπή ή αντιφατική αιτιολογία και έτσι, δεν στέρησε την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρεται ο τρόπος τέλεσης της ανωτέρω πράξης, κατά τόπο, χρόνο και λοιπές περιστάσεις, επιπλέον δε, αναφέρεται η άσκηση της σωματικής βίας από τον αναιρεσείοντα σε βάρος της εγκαλούσας, ο οποίος, εκμεταλλευόμενος την υπέρτερη σωματική του δύναμη, εξανάγκασε αυτήν, χωρίς τη συναίνεσή της, σε παρά φύση συνουσία προς ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του, όπως η πράξη αυτή περιγράφεται και εξειδικεύεται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Συνακόλουθα, η αιτίαση του αναιρεσείοντος, που διαλαμβάνεται στον έβδομο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, ότι δηλαδή εσφαλμένα εφαρμόστηκε η ουσιαστική διάταξη του άρθρου 336 ΠΚ, ενώ θα έπρεπε το Δικαστήριο να δεχθεί ότι τελέστηκε το αδίκημα της αποπλάνησης ανηλίκου, που ορίζεται στο άρθρο 339 του ΠΚ, είναι αβάσιμη. Οι λοιπές εμπεριεχόμενες στον ίδιο λόγο αιτιάσεις, που αναφέρονται σε εσφαλμένη αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων, και συγκεκριμένα των ενόρκων καταθέσεων της εγκαλούσας, συνιστώσες αμφισβήτηση των σε βάρος αυτού παραδοχών της προσβαλλόμενης καταδικαστικής απόφασης και της ορθότητας του αποδεικτικού της πορίσματος, απαραδέκτως προβάλλονται, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, διότι, με την επίφαση του ανωτέρω αναιρετικού λόγου πλήττουν ανεπίτρεπτα την αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 57 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, "Αν κάποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ' αυτή διάφορος χαρακτηρισμός". Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παρ. 3 του ίδιου άρθρου, "Αν παρά την πιο πάνω απαγόρευση ασκηθεί ποινική δίωξη, κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για την ύπαρξη δεδικασμένου, η παραβίαση του οποίου ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ' του ΚΠοινΔ λόγο αναίρεσης, πρέπει να συντρέχουν: α) αμετάκλητη απόφαση (ή βούλευμα) που αποφαίνεται για τη βασιμότητα ή μη της κατηγορίας ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη για μια αξιόποινη πράξη, β) ταυτότητα προσώπου, ήτοι του κατηγορουμένου, που δικάστηκε με την απόφαση που στηρίζει το δεδικασμένο και γ) ταυτότητα πράξης, ως ιστορικού γεγονότος, στο σύνολό του, που περιλαμβάνει όχι μόνο την ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, αλλά και το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκλήθηκε από αυτή. Η "πράξη" κατά το άρθρο 57 του ΚΠοινΔ, νοείται με την έννοια της υλικής ή φυσικής πράξης του καθημερινού βίου, με οποιονδήποτε νομικό χαρακτηρισμό και αν κρίθηκε κατ' ουσία, έστω και αν αυτός επιτρεπτώς μεταβλήθηκε. Τούτο δε, γιατί και με το διαφορετικό νομικό χαρακτηρισμό πρόκειται για την ίδια πράξη, αφού απαιτείται το αυτό γεγονός και όχι το αυτό έγκλημα. Αντίθετα, δεν παράγει δεδικασμένο η πράξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, με την οποία σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 3 του ΚΠοινΔ αρχειοθετείται η υποβληθείσα μήνυση ή αναφορά, ως μη νόμιμη, ή προφανώς κατ' ουσία αβάσιμη ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, ούτε η κατ' άρθρο 51 παρ. 2 του ΚΠοινΔ εισαγγελική διάταξη, απορριπτική της έγκλησης. Ο Άρειος Πάγος, για τον έλεγχο της παραβίασης του δεδικασμένου, εξετάζει και αντιπαραβάλλει τις αποφάσεις ή βουλεύματα, από όπου απορρέει τούτο, η δε ταυτότητα της πράξης προκύπτει μόνο από το διατακτικό και όχι από τις αιτιολογίες αυτών. Εξάλλου, ο ισχυρισμός, με τον οποίο γίνεται από τον κατηγορούμενο επίκληση δεδικασμένου για την πράξη, για την οποία κατηγορείται, συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό, που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην κατηγορία, αφού η αποδοχή του άγει στην κήρυξη της κατ' εκείνου ποινικής δίωξης απαράδεκτης και, επομένως, ως προς αυτόν, πρέπει να διαλαμβάνεται στη δικαστική απόφαση η επιβαλλόμενη από τα ανωτέρω άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, εφόσον, όμως, ο εν λόγω ισχυρισμός έχει προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή, τα πραγματικά περιστατικά, που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωσή του. Διαφορετικά, το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει ή να αιτιολογήσει ειδικά τη σιωπηρή ή ρητή απόρριψή του.
Με τους δύο πρώτους λόγους της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, οι οποίοι συνεξετάζονται, ο αναιρεσείων αιτιάται ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, παραβίασε το δεδικασμένο, που απέρρεε από το με αριθ. 119/2007 αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λασιθίου, με το οποίο έπαυσε οριστικά η εναντίον του ασκηθείσα ποινική δίωξη για το αδίκημα της αποπλάνησης παιδιού που έχει συμπληρώσει το 13° έτος της ηλικίας του και για το χρονικό διάστημα από τον 9°/2001 έως και τις 13-2-2002, αλλά και την εκκρεμοδικία, που απέρρεε από τη με αριθ. 809/2012 διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Λασιθίου, με την οποία απορρίφθηκε, ως μη νόμιμη, η από 7-8-2008 έγκληση της πολιτικώς ενάγουσας κατ' αυτού για αποπλάνηση παιδιού, που έχει συμπληρώσει το 13° έτος της ηλικίας του, για το χρονικό διάστημα από το έτος 2001 έως τις αρχές του 2003, καθόσον, σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, με το 111/2007 βούλευμα του ως άνω Συμβουλίου είχε παύσει οριστικά η εναντίον του ασκηθείσα ποινική δίωξη για την ίδια πράξη, λόγω εκπρόθεσμης υποβολής της απαιτούμενης έγκλησης, παράλληλα δε, απέρριψε (το Δικαστήριο) τους ανωτέρω υποβληθέντες αυτοτελείς ισχυρισμούς του χωρίς την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, οι συνήγοροι υπεράσπισης του κατηγορουμένου-αναιρεσείοντος, προέβαλαν παραδεκτά τους αυτοτελείς ισχυρισμούς περί απαραδέκτου της ασκηθείσας σε βάρος του κατηγορουμένου ποινικής δίωξης για το αδίκημα του βιασμού κατ' εξακολούθηση, λόγω δεδικασμένου, που απορρέει από το υπ' αριθ. 119/2007 αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λασιθίου, το οποίο έπαυσε οριστικά την εναντίον του ασκηθείσα ποινική δίωξη για το αδίκημα της αποπλάνησης παιδιού συμπληρώσαντος το 13ο έτος της ηλικίας του κατ' εξακολούθηση, που φέρεται, ότι τελέστηκε απ' αυτόν κατά το χρονικό διάστημα από Σεπτέμβριο του 2001 έως τις 13-2-2002, άλλως, λόγω εκκρεμοδικίας, που απορρέει από την υπ' αριθ. 809/2012 διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Λασιθίου, με την οποία απορρίφθηκε ως νόμω αβάσιμη η από 7-8-2008 έγκληση της πολιτικώς ενάγουσας κατ' αυτού για αποπλάνηση παιδιού συμπληρώσαντος το 13ο έτος της ηλικίας του, για το χρονικό διάστημα από το έτος 2001 έως τις αρχές του 2003. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, ύστερα από παράθεση νομικών σκέψεων, απέρριψε τους αυτοτελείς αυτούς ισχυρισμούς με την απόφασή του επί της ενοχής του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος, δεχόμενο ότι, με το υπ' αριθ. 119/2007 βούλευμα του ανωτέρω Συμβουλίου, έπαυσε οριστικά η κατ' αυτού ασκηθείσα ποινική δίωξη για το αδίκημα της αποπλάνησης παιδιού που συμπλήρωσε το 13ο έτος της ηλικίας του, κατ' εξακολούθηση, φερόμενο ως τελεσθέν απ' αυτόν κατά το χρονικό διάστημα από Σεπτέμβριο του 2001 έως τις 13-2-2002, λόγω εκπρόθεσμης υποβολής της απαιτούμενης έγκλησης. Στη συνέχεια δε η εγκαλούσα, με την από 7-8-2008 έγκλησή της, ζήτησε την ποινική δίωξη του αναιρεσείοντος για το αδίκημα της αποπλάνησης ανηλίκου συμπληρώσαντος το 13ο έτος της ηλικίας του, που φέρεται ότι έχει τελεστεί απ' αυτόν κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2001 μέχρι τις αρχές του 2003, ενώ ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Λασιθίου, με την 809/2012 διάταξή του, απέρριψε αυτήν ως νόμω αβάσιμη, διότι για την ίδια πράξη είχε παύσει οριστικά η κατά του αναιρεσείοντος ασκηθείσα ποινική δίωξη με το παραπάνω βούλευμα. Κατόπιν τούτου, η παθούσα με τις από 20-8-2012, 28-8-2012 και 25-2-2013 καταθέσεις της προσδιόρισε χρονικά την πράξη του βιασμού, που είχε τελεστεί σε βάρος της, το Μάιο του 2001 και κατά το χρονικό διάστημα από τον Αύγουστο μέχρι το Σεπτέμβριο του 2001, με βάση δε τις ως άνω καταθέσεις, ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του αναιρεσείοντος για βιασμό κατ' εξακολούθηση και παραπέμφθηκε να δικαστεί ενώπιον του αρμοδίου Μ.Ο.Δ με το υπ' αριθ. 57/2014 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λασιθίου. Ενόψει αυτών, η απόφαση ορθώς δέχθηκε, ότι δεν έχει παραβιαστεί το δεδικασμένο που απέρρεε από το παραπάνω βούλευμα, καθόσον δεν υφίσταται ταυτότητα πράξης, ενόψει του ότι η πράξη του βιασμού τοποθετείται χρονικά το Μάιο του 2001, ήτοι σε χρόνο διαφορετικό από αυτόν της αποπλάνησης κατ' εξακολούθηση (για τις μερικότερες πράξεις του βιασμού που φέρονται ως τελεσθείσες από τον Αύγουστο μέχρι το Σεπτέμβριο του 2001, η προσβαλλόμενη απόφαση κήρυξε απαράδεκτη την κατ' αυτού ασκηθείσα ποινική δίωξη λόγω δεδικασμένου, καθόσον με το πιο πάνω βούλευμα [με αριθ. 57/2014] είχε αποφανθεί να μη γίνει κατηγορία κατ' αυτού). Επιπλέον δε, τα εγκλήματα της αποπλάνησης και του βιασμού συρρέουν αληθώς κατ' ιδέα, καθότι προσβάλλουν διαφορετικά έννομα αγαθά και καθένα από αυτά συγκροτείται από διαφορετικά στοιχεία. Τέλος, ορθά δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ότι δεν παραβιάστηκε ούτε η εκκρεμοδικία που απέρρεε από την παραπάνω διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Λασιθίου, καθόσον, σύμφωνα και με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, δεν παράγεται δεδικασμένο από τη διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών, με την οποία απορρίπτεται ως νομικά αβάσιμη η έγκληση ούτε δεσμεύεται ο ποινικός δικαστής, εφόσον έχουν προκύψει νεότερα στοιχεία, τα οποία είναι διαφορετικά από εκείνα που υπήρχαν κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης.
Συνεπώς, οι υποστηρίζοντες τα αντίθετα ως άνω δύο πρώτοι λόγοι της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, περί παραβίασης δεδικασμένου, άλλως εκκρεμοδικίας, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ' ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμοι.
Η, κατά τα άνω επιβαλλόμενη, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας, όπως προαναφέρθηκε, ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, πρέπει να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 171 παρ. 2 (170 παρ. 2 του προϊσχύσαντος ΚΠοινΔ) και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης ή στη μείωση της ποινής. Προϋποτίθεται, όμως, η προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, καθώς και η προφορική τους ανάπτυξη, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά, που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ειδικότερα ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει ή να δικαιολογήσει, ειδικά, τη σιωπηρή ή ρητή απόρριψή τους (Ολ. ΑΠ 2/2005). Ωστόσο, ισχυρισμοί, οι οποίοι αποτελούν άρνηση αντικειμενικού ή υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και, συνεπώς, της κατηγορίας ή απλά υπερασπιστικά επιχειρήματα, δεν είναι αυτοτελείς υπό την ανωτέρω εκτεθείσα έννοια και, συνακόλουθα, το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να αποφανθεί επ' αυτών με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Έτσι, η άρνηση από τον κατηγορούμενο του νομικού χαρακτηρισμού της πράξης, που του αποδίδεται, δεν συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό αλλά άρνηση της κατηγορίας, όπως κατά τα αντικειμενικά και υποκειμενικά της στοιχεία εξειδικεύεται στην απόφαση. Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων παραπονείται για αναιτιολόγητη απόρριψη του "αυτοτελούς ισχυρισμού", που πρόβαλε παραδεκτά ο συνήγορός του περί μεταβολής της κατηγορίας από την πράξη του βιασμού σε αυτήν της αποπλάνησης και έλλειψη ακρόασης, αφού το άνω Δικαστήριο της ουσίας δεν αποφάνθηκε επί του ισχυρισμού αυτού. Σύμφωνα, όμως, με τα προεκτεθέντα, ο ως άνω ισχυρισμός περί μεταβολής της κατηγορίας δεν είναι αυτοτελής, αλλά αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός, στον οποίο το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει, πολύ δε περισσότερο να αιτιολογήσει ιδιαιτέρως την απορριπτική κρίση του. Εξάλλου, η αιτιολογία της απόρριψης του εν λόγω, αρνητικού της κατηγορίας, ισχυρισμού, ως ουσιαστικά αβάσιμου, εμπεριέχεται στην προαναφερθείσα κύρια επί της ενοχής αιτιολογία της απόφασης, με την οποία καταφάσκεται η από μέρους του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος τέλεση του εγκλήματος του βιασμού κατ' εξακολούθηση. Επομένως, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Ανατολικής Κρήτης, με το να απορρίψει τον άνω ισχυρισμό του κατηγορουμένου, δεν υπέπεσε στις πλημμέλειες της έλλειψης από την απόφαση ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της έλλειψης ακρόασης, που επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' σε συνδ. με το άρθρο 171 παρ. 2 του ήδη ισχύοντος ΚΠοινΔ, ο δε υποστηρίζων τα αντίθετα τρίτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Α' (πρώην Β') του ΚΠοινΔ, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ανωτέρω ισχυρισμού και έλλειψη ακρόασης, είναι αβάσιμος.
Κατά το άρθρο 362 παρ. 2 περ. β' του ΚΠοινΔ, "διαβάζονται στο ακροατήριο τα έγγραφα από άλλη ποινική ή πολιτική δίκη, στην οποία εκδόθηκε αμετάκλητη απόφαση, αν το δικαστήριο κρίνει ότι η ανάγνωση αυτή είναι χρήσιμη". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για να αναγνωσθεί έγγραφο από άλλη πολιτική ή ποινική δίκη θα πρέπει να συντρέξουν δύο προϋποθέσεις, ήτοι α) να έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, που να αφορά άλλη ποινική ή πολιτική δίκη και β) το δικαστήριο να κρίνει ότι η ανάγνωση αυτή είναι χρήσιμη. Αν δεν συντρέχουν οι δύο αυτές προϋποθέσεις, για να αναγνωσθεί έγγραφο από άλλη ποινική ή πολιτική δίκη, θα πρέπει να μην εναντιωθεί κάποιος από τους διαδίκους. Και ναι μεν η ανωτέρω διάταξη δεν απαγγέλλει ρητά την ακυρότητα για την παραβίασή της, ούτε επέρχεται από την παραβίαση αυτής απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, πλην όμως, το δικαστήριο, αν απορρίψει σχετικό αίτημα, πρέπει, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, να αιτιολογήσει την απόφασή του. Επίσης, από τις διατάξεις των άρθρων 140 εδ.γ και 141 παρ 3 ΚΠοινΔ προκύπτει, ότι τα πρακτικά της ποινικής δίκης αποδεικνύουν, μέχρι να προσβληθούν ως πλαστά, όλα όσα καταχωρούνται σ' αυτά. Έτσι, η αναφορά στα πρακτικά συνεδρίασης του δικαστηρίου ότι αναγνώσθηκε έγγραφο αποτελεί πλήρη απόδειξη, εφόσον τα πρακτικά δεν έχουν προσβληθεί ως πλαστά. Εξάλλου, κατά το άρθρο 22 παρ. 4 του Ν. 2472/1997, όποιος χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, μεταδίδει, ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή και αν πρόκειται για ευαίσθητα δεδομένα, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου, έως δέκα εκατομμυρίων, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλες διατάξεις. Κατά το άρθρο 2 εδ. α, β, γ και ι του αυτού νόμου, α) δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα συνιστά κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων ...β) ευαίσθητα δεδομένα είναι αυτά που αφορούν τη φυλετική ή εθνική προέλευση, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε ένωση, σωματείο και συνδικαλιστική οργάνωση, την υγεία, την κοινωνική πρόνοια και την ερωτική ζωή, καθώς και τα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες, γ) υποκείμενο των δεδομένων είναι το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων, που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική και.... ι) αποδέκτης είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή δημοσία αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για τρίτο ή όχι. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα άρθρα 358 και 362 ΚΠοινΔ, ο εισαγγελέας και οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να επικαλούνται και να ζητούν την ανάγνωση οποιουδήποτε εγγράφου, που συντείνει στην αποκάλυψη της αλήθειας και δεν έχει αμφισβητηθεί η γνησιότητά του, οι διατάξεις δε των άρθρων αυτών είναι ειδικές σε σχέση με εκείνες του Ν. 2472/1997 και υπερισχύουν έναντι αυτών. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, ο δικηγόρος της πολιτικής αγωγής, κατά το στάδιο ανάγνωσης των εγγράφων, προσκόμισε στο Δικαστήριο, εκτός των άλλων, αντίγραφο της με αριθμό 1079/2014 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λασιθίου, με την οποία ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων είχε καταδικασθεί σε ποινή φυλάκισης τριών ετών και εννέα μηνών για απρόκλητη επικίνδυνη σωματική βλάβη, που έλαβε χώρα στις 13-2-2013. Το αντίγραφο της εν λόγω απόφασης, που είχε περιέλθει στην κατοχή του ως άνω δικηγόρου, μετά από αίτηση αυτού, αναγνώσθηκε στο ακροατήριο, κατά το στάδιο ανάγνωσης των εγγράφων, χωρίς να προβληθεί αντίρρηση από κανέναν (φύλλο 44 σελ. 1η των πρακτικών). Όπως δε προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης (φύλλο 65 σελ. 1η των πρακτικών), τα οποία δεν προσβάλλονται ως πλαστά ούτε προκύπτει ότι διορθώθηκαν, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε την εν λόγω απόφαση, η οποία είναι αμετάκλητη, προκειμένου να απορρίψει τον προταθέντα από το συνήγορο του αναιρεσείοντος αυτοτελή ισχυρισμό περί αναγνώρισης στο πρόσωπο αυτού της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2ε ΠΚ. Σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, το Δικαστήριο ορθώς έλαβε υπόψη του και την ως άνω υπ' αριθ. 1079/2014 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λασιθίου για την απόρριψη της προαναφερθείσας ελαφρυντικής περίστασης και ουδεμία ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο επήλθε εξ αυτού, ο δε υποστηρίζων τα αντίθετα τέταρτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος του, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' σε συνδ. με 171 παρ. 1 περ. δ' του ΚΠοινΔ, με τον οποίο ο αναιρεσείων παραπονείται ότι το άνω Δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να απορρίψει τον αυτοτελή ισχυρισμό περί αναγνώρισης στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρο 84 παρ.2ε ΠΚ, έλαβε υπόψη του απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο και συγκεκριμένα την προαναφερθείσα απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λασιθίου, που αποτελεί ευαίσθητο προσωπικό δεδομένο, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του Ν. 2472/1997, με αποτέλεσμα να επέλθει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, είναι αβάσιμος. Κατά το άρθρο 84 παρ. 2 του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ, ελαφρυντικές περιστάσεις, που επισύρουν μείωση της ποινής στο μέτρο που προβλέπει το άρθρο 83 ΠΚ, θεωρούνται ιδίως: "α) το ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρό πλημμέλημα..... ε) το ότι (ο υπαίτιος) συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτησή του". Από την πρώτη των ως άνω διατάξεων προκύπτει, ότι κριτήριο για τη συνδρομή της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 στοιχ. α' ΠΚ είναι η σύννομη ζωή του υπαιτίου, η οποία υπάρχει, όταν αυτός δεν έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη, παραβιάζοντας επιτακτικούς ή απαγορευτικούς κανόνες δικαίου, χωρίς το λευκό ποινικό μητρώο να αποτελεί το μόνο αποδεικτικό στοιχείο για την κατάφαση της περίστασης αυτής, ο δε δικαστής έχει τη δυνατότητα να κρίνει στα πλαίσια που ορίζονται από το άρθρο 178 του ΚΠοινΔ. Η διάταξη αυτή (84 παρ. 2α) του νέου ΠΚ είναι ευμενέστερη της αντίστοιχης προϊσχύσασας διάταξης, που όριζε, ότι η υπό στοιχείο α' ελαφρυντική περίσταση συνίσταται στο ότι "ο υπαίτιος έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή", αφού με τη νέα διάταξη διευρύνεται η δυνατότητα αναγνώρισης της ελαφρυντικής αυτής περίστασης, καθώς υιοθετείται το δεκτικό βεβαίωσης κριτήριο της "νόμιμης" ζωής έναντι του απροσδιόριστου κριτηρίου της "έντιμης" ζωής, που απαιτούνταν από την προϊσχύσασα διάταξη και δεν ελέγχεται πλέον η κατά το Σύνταγμα "απαραβίαστη" προηγούμενη ατομική και οικογενειακή ζωή του υπαιτίου. Το ίδιο ισχύει και για τη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 στοιχ. ε' του νέου ΠΚ, που αφορά στην ελαφρυντική περίσταση της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, η οποία είναι ευμενέστερη της αντίστοιχης προϊσχύσασας, καθώς η καλή συμπεριφορά του υπαιτίου αξιολογείται, ως ελαφρυντική περίσταση, ακόμα και όταν υφίσταται τον εξαναγκασμό της φυλακής. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 224 παρ. 2 του ισχύοντος από 1-7-2019 ΚΠοινΔ, "αν ο μάρτυρας δεν κατονομάζει την πηγή των πληροφοριών του, η κατάθεσή του απαγορεύεται να ληφθεί υπόψη". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι το δικαστήριο είναι μεν υποχρεωμένο να μην αξιοποιήσει μια τέτοια μαρτυρική κατάθεση, η οποία έγινε κατά παράβαση του νόμου, η συνεκτίμηση όμως και αυτής, μαζί με τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία, δεν συνεπάγεται ακυρότητα της διαδικασίας, διότι δικονομική κύρωση για την παραβίαση της διάταξης του άρθρου 224 παρ. 2 του ΚΠοινΔ δεν προβλέπεται, ούτε η παραβίαση αυτή δημιουργεί λόγο αναίρεσης της απόφασης, αφού στην περιοριστική απαρίθμηση των λόγων αναίρεσης του άρθρου 510 του ΚΠοινΔ δεν περιέχεται τέτοιος λόγος. Με τον τέταρτο λόγο, κατά το δεύτερο σκέλος του, και τον πέμπτο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, ο αναιρεσείων προβάλλει τις αιτιάσεις, ότι το Δικαστήριο της ουσίας με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε χωρίς την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία τους αυτοτελείς ισχυρισμούς, που προέβαλε παραδεκτά ο συνήγορός του, για αναγνώριση στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 α' και ε' ΠΚ. Από την επισκόπηση του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, ότι το άνω Δικαστήριο, αφού έκρινε παραδεκτούς τους προαναφερθέντες αυτοτελείς ισχυρισμούς, απέρριψε αυτούς κατ' ουσία, με την εξής αιτιολογία: "Όπως προκύπτει από το αντίγραφο του ποινικού μητρώου του κατηγορούμενου, αυτός μέχρι την τέλεση της πράξης το 2001 δεν είχε καταδικαστεί αμετακλήτως για κακούργημα ή πλημμέλημα, σε ποινή στερητική της ελευθερίας. Υπήρξε πρωταθλητής σε αγώνες δρόμου σε πανελλήνια και Βαλκανικά πρωταθλήματα με αρκετές διακρίσεις. Εργάστηκε ως καθηγητής σωματικής αγωγής σε σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και επιπλέον προπονούσε μαθητές που συμμετείχαν σε πανελλήνια πρωταθλήματα με σημαντικές διακρίσεις των αθλητών του, μεταξύ των οποίων και η πολιτικώς ενάγουσα. Ήρθε σε γάμο με αθλήτρια που προπονούσε και απέκτησε μαζί της τέσσερα παιδιά. Η κοινωνική του δράση υπήρξε αυτή που επικαλέστηκε με τους προαναφερόμενους ισχυρισμούς του. Αποδείχθηκε όμως ότι, παρά το κοινωνικό πρόσωπο που παρουσίαζε, συγχρόνως προέβαινε σε ενέργειες, που δεν συνάδουν στην προσωπικότητά του ως καθηγητή και οικογενειάρχη. Συγκεκριμένα, πέραν της ανάρμοστης συμπεριφορά του, όπως ο ίδιος κατονομάζει τη σχέση του με την πολιτικώς ενάγουσα για μεγάλο χρονικό διάστημα, διατηρώντας οικογενειακές σχέσεις με την οικογένειά της, στον οποίο είχαν εμπιστευτεί την ανήλικη θυγατέρα τους, την φιλοξενούσε στην οικία του, μαζί με τη σύζυγο και τα παιδιά του. Όμως πέραν της πράξης που τέλεσε σε βάρος της ανήλικης, η συμπεριφορά του δεν ήταν η πρέπουσα και προς άλλες αθλήτριες. Η παθούσα κατέθεσε ότι μετά που γνωστοποιήθηκε η σχέση της με τον κατηγορούμενο και άλλες συναθλήτριές της, της ανέφεραν ότι τις παρενοχλούσε σεξουαλικά. Η μάρτυρας και δημοσιογράφος Μ. Τ. κατέθεσε ότι μετά που η πολιτικώς ενάγουσα γνωστοποίησε στην εκπομπή της το πρόβλημά της δέχθηκε πολλά τηλεφωνήματα από πρώην αθλήτριές του που κατέθεσαν ότι και οι ίδιες είχαν υποστεί σεξουαλική παρενόχληση, αλλά δεν ήθελαν επώνυμα να γνωστοποιήσουν το θέμα τους, αφού είχαν δημιουργήσει οικογένειες και δεν ήθελαν να εκτεθούν. Τα ίδια κατέθεσε και η μάρτυρας Ν. Π., η οποία υπήρξε αθλήτριά του και κατέθεσε ότι την παρενοχλούσε σεξουαλικά χωρίς όμως αυτή να ενδώσει, αφού τον απέφευγε λόγω του δυναμικού χαρακτήρα της, όπως κατατέθηκε και ότι πάντα συνοδευόταν από τη μητέρα της στους αγώνες. Επομένως, το δικαστήριο κρίνει ότι δεν πρέπει να αναγνωρισθεί η συνδρομή στο πρόσωπό του της ζητούμενης ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2α του ΠΚ απορριπτόμενου του σχετικού ισχυρισμού και αιτήματός του, ως κατ' ουσία αβασίμου, αφού δεν αποδείχθηκε ότι αυτός μέχρι το χρόνο τέλεσης της πράξης έζησε σύννομα. Ως προς το αίτημα για αναγνώριση στο πρόσωπό του του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2 ε' ΠΚ. Και μετά την πράξη συνέχισε να εργάζεται για τη συντήρηση του ιδίου και της οικογένειας του αν και για μεγάλο χρονικό διάστημα απομακρύνθηκε από την προπόνηση αθλητών λόγω της προηγηθείσας συμπεριφορά του, η οποία έγινε γνωστή στη μαθητική κοινότητα αλλά και στην μικρή κοινωνία της Ιεράπετρας. Όμως επέδειξε συμπεριφορά απάδουσα στην ιδιότητά του ως καθηγητή, αλλά και ως άνθρωπο, αφού καταδικάστηκε αμετάκλητα με τη με αριθμό 1079/2014 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λασιθίου σε ποινή φυλάκισης τριών ετών και εννέα μηνών για απρόκλητη σωματική βλάβη από κοινού σε βάρος μεταναστών, πράξη που τελέστηκε στις 13-2-2013. Ακόμη διαγράφτηκε από την ΕΛΜΕ, λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς. Περαιτέρω ουδέποτε προσπάθησε να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του σε βάρος της παθούσας, αντίθετα με τις καταθέσεις που έδωσε αναφερόταν με απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς σε βάρος της προσωπικότητάς της, όσον αφορά τη σεξουαλική της ζωή, εμφανίζοντας αυτήν ως πολύ πεπειραμένη και προχωρημένη για την ηλικία της, γεγονότα που όμως δεν αποδεδείχθηκαν. Με βάση τα παραπάνω δεν μπορεί να γίνει λόγος για μεταγενέστερη καλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου και πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος ο ισχυρισμός αυτός". Με τις παραδοχές αυτές, το Δικαστήριο της ουσίας με την προσήκουσα, ειδική και εμπεριστατωμένη, αιτιολογία απέρριψε τους ως άνω αυτοτελείς ισχυρισμούς, αφού δέχθηκε, αναφορικά με τον πρώτο, ότι ναι μεν ο αναιρεσείων έχει λευκό ποινικό μητρώο, πλην όμως η ζωή του δεν ήταν σύννομη, παραθέτοντας αναλυτικά περιστατικά που επιβεβαιώνουν την παραδοχή αυτή και τα οποία προέκυψαν 1) από την κατάθεση της παθούσας, σύμφωνα με την οποία και άλλες συναθλήτριές της ανέφεραν, ότι ο αναιρεσείων τις παρενοχλούσε σεξουαλικά, 2) από την κατάθεση της μάρτυρα δημοσιογράφου Μ. Τ., η οποία βεβαίωσε ότι δέχθηκε πολλά τηλεφωνήματα από πρώην αθλήτριες που ανέφεραν, ότι και οι ίδιες είχαν υποστεί σεξουαλική παρενόχληση (από τον αναιρεσείοντα) και 3) από την κατάθεση της μάρτυρα Ν. Π., αθλήτριας, σύμφωνα με την οποία ο αναιρεσείων την παρενοχλούσε σεξουαλικά χωρίς όμως αυτή να ενδώσει. Και ναι μεν, οι δύο πρώτες από τις προαναφερθείσες δεν κατονομάζουν την πηγή των πληροφοριών τους, πλην όμως, από τα πρακτικά της δίκης προκύπτει, ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη τις καταθέσεις τους και τις συνεκτίμησε με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα, όπως την κατάθεση της τρίτης ως άνω μάρτυρα. Έτσι, εφόσον το Δικαστήριο στήριξε την απορριπτική του άνω αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου κρίση του, εκτός από τις παραπάνω καταθέσεις και σε άλλα αποδεικτικά στοιχεία, δεν επήλθε ακυρότητα της διαδικασίας, από την παραβίαση της διάταξης του άρθρου 224 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, η οποία, σε κάθε περίπτωση, δεν προκαλείται από την παραβίαση της διάταξης αυτής, σύμφωνα και με όσα στη νομική σκέψη εκτίθενται, ούτε δημιουργήθηκε αναιρετικός λόγος. Ο κατηγορούμενος είχε βέβαια το δικαίωμα να ζητήσει από το Δικαστήριο να μη ληφθεί υπόψη η κατάθεση του μάρτυρα, ο οποίος δεν κατονόμασε την πηγή των πληροφοριών του, πλην όμως η παραδοχή ή μη τέτοιου αιτήματος απόκειται στην κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο μπορεί να απορρίψει το εν λόγω αίτημα και σιωπηρά, με την αιτιολογία επί της απόρριψης του σχετικού ισχυρισμού-αιτήματος, όπως συνέβη στην προκείμενη περίπτωση. Περαιτέρω, το άνω Δικαστήριο με την προσήκουσα αιτιολογία απέρριψε τον αυτοτελή ισχυρισμό του άρθρου 84 παρ.2 ε' ΠΚ, δεχόμενο, ότι ο αναιρεσείων δεν συμπεριφέρθηκε καλά μετά την πράξη του, παραθέτοντας αναλυτικά περιστατικά, μεταξύ των οποίων και την αμετάκλητη καταδίκη του με την προαναφερομένη απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λασιθίου, που επιβεβαιώνουν την παραδοχή αυτή. Επομένως, οι παραπάνω, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ', λόγοι (τέταρτος λόγος, κατά το δεύτερο σκέλος του, και πέμπτος λόγος) της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, περί έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, ως προς την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για αναγνώριση στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 ε' και α' ΠΚ, αντίστοιχα, καθώς και η εμπεριεχόμενη στον πέμπτο λόγο αιτίαση, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α', σε συνδ. με 171 παρ. 2 του ισχύοντος ΚΠοινΔ, περί απόλυτης ακυρότητας (έλλειψη ακρόασης), λόγω της σιωπηρής απόρριψης του αιτήματός του (αναιρεσείοντος) να μη ληφθούν υπόψη οι παραπάνω καταθέσεις κατ' άρθρο 224 παρ. 2 ΚΠοινΔ, είναι αβάσιμοι.
Σύμφωνα με το άρθρο 84 παρ. 3 του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ, "ως ελαφρυντική περίπτωση λογίζεται και η μη εύλογη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του κατηγορουμένου". Με τη ρύθμιση αυτή η νομοθεσία μας εναρμονίζεται προς τη νομολογία του ΕΔΔΑ, σε σχέση με τα πρόσφορα μέτρα θεραπείας της παραβίασης του θεμελιώδους δικαιώματος του κατγορουμένου να δικάζεται η υπόθεσή του εντός λογικής προθεσμίας (άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ).
Με τον έκτο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, ο αναιρεσείων αιτιάται, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια της εσφαλμένης εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 84 παρ. 3 ΠΚ, άλλως της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε', Δ' ΚΠοινΔ) ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του για αναγνώριση του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 3 ΠΚ, περί μη εύλογης, δηλαδή, διάρκειας της ποινικής διαδικασίας, που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του, τον οποίο προέβαλαν παραδεκτά οι συνήγοροί του. Από την επισκόπηση του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό του άρθρου 84 παρ. 3 ΠΚ, με την εξής αιτιολογία: "Ως προς τον τρίτο ισχυρισμό του για αναγνώριση του ελαφρυντικού του 84 παρ. 3 ΠΚ, αποδείχθηκε ότι η πράξη τελέστηκε το 2001. Οι γονείς της ανήλικης έμαθαν για το περιστατικό το 2004 και με την από 31-5-2005 έγκλησή τους εναντίον του και εναντίον της συζύγου του ζήτησαν την ποινική τους δίωξη για αποπλάνηση ανηλίκου συμπληρώσαντος το 13° έτος της ηλικίας της βάσει της οποίας ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη για την πράξη αυτή.
Στη συνέχεια εκδόθηκε το με αριθμό 119/2007 αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λασιθίου με το οποίο έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη για την πράξη αυτή, λόγω ελλείψεως εγκλήσεως εκ μέρους της παθούσας ως συμπληρωσάσης το 17° έτος της ηλικίας της. Η πολιτικώς ενάγουσα με την από 7-8-2008 έγκλησή της ζήτησε τη δίωξη του κατηγορουμένου για σεξουαλική κακοποίηση το χρονικό διάστημα από το έτος 2001 έως αρχές του 2003. Η έγκληση αυτή με τη Β09/2012 διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Λασιθίου απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου απορρέοντος από το προαναφερόμενο βούλευμα. Στη συνέχεια η παθούσα με τις 20-8-2012, 28-8-2012 και 25-2-2013 καταθέσεις περιόρισε χρονικά την πράξη του βιασμού της το Μάιο του 2001. Με βάση τις καταθέσεις αυτές ασκήθηκε η ποινική δίωξη για βιασμό κατ εξακολούθηση.
Εκδόθηκε η με αριθμούς 101-112-116-127-140-141-143-149/2015 απόφαση του ΜΟΔ Ηρακλείου. Η εκδίκαση της εφέσεως προσδιορίστηκε για 8-6-2016 όπου αναβλήθηκε λόγω ασθενείας της πολιτικώς ενάγουσας. Στη συνέχεια με αίτημα του κατηγορουμένου αναβλήθηκε η συζήτηση της υπόθεσης για τις 26-9-2018 και πάλι με αίτημα του κατηγορουμένου αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 10-4-2019 και στη συνέχεια συναινετικά των διαδίκων αναβλήθηκε η εκδίκαση της για τη σημερινή δικάσιμο. Επομένως δεν αποδείχθηκε ότι από μη συνυπαιτιότητα του κατηγορουμένου δεν δικάστηκε σε εύλογο χρονικό διάστημα. Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος παραπέμφθηκε δυνάμει του 57/2014 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λασιθίου, δικάστηκε σε πρώτο βαθμό το 2015 και δικάστηκε σε δεύτερο βαθμό για τους προαναφερόμενους λόγους το 2019. Επομένως δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του αιτούμενου ελαφρυντικού και πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο".
Με τις πιο πάνω παραδοχές, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει την επιβαλλόμενη, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, περί αναγνώρισης στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίπτωσης του άρθρου 84 παρ. 3 του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ, το οποίο ορθά εφάρμοσε, αφού δέχθηκε, ότι η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας οφείλεται και σε συνυπαιτιότητα του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, ενόψει του ότι, μετά την ασκηθείσα σε βάρος του ποινική δίωξη, με βάση τις από το έτος 2012 και 2013 ένορκες καταθέσεις της εγκαλούσας, η υπόθεση εκδικάστηκε το 2015 στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, η εκδίκαση της έφεσης προσδιορίστηκε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο αρχικά για τις 8-6-2016 και αναβλήθηκε μία φορά, λόγω ασθένειας της πολιτικώς ενάγουσας και στη συνέχεια δύο φορές, με αίτημα του κατηγορουμένου, για τις δικάσιμους της 26-9-2018 και 10-4-2019, αντίστοιχα. Κατ' ακολουθία, ο υποστηρίζων τα αντίθετα έκτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, περί εσφαλμένης εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 84 παρ. 3 ΠΚ, άλλως της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε', Δ' ΚΠοινΔ) ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού για αναγνώριση του προβλεπόμενου από τη διάταξη αυτή ελαφρυντικού, είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά, αφού δεν υπάρχει άλλος αναιρετικός λόγος προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 578 παρ. 1 του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου ΚΠοινΔ), σύμφωνα με το διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 21-10-2019 αίτηση (ασκηθείσα στις 21-10-2019 ενώπιον του Γραμματέα του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου, για την οποία συντάχθηκε η υπ αριθ. ...-10-2019 έκθεση) του Γ. Π. του Ε., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Τριπόλεως, για αναίρεση της υπ' αριθ. 38/2019 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Ανατολικής Κρήτης. Και Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαΐου 2020.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 14 Μαΐου 2020.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή