Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1991 / 2010    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

ΑΡΙΘΜΟΣ 1991/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Αντιπρόεδρο, Νικόλαο Ζαΐρη και Γεώργιο Αδαμόπουλο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (κωλυομένου του Εισαγγελέα) και της Γραμματέα Αικατερίνης Φωτοπούλου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του την 8η Οκτωβρίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμόν 2072/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτού, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Νοεμβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1701/2009.

Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Παντελής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Ψάνη με αριθμό 219/7-6-2010, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω στο δικαστήριο σας (σε Συμβούλιο) μετά της σχετικής δικογραφίας την υπ' αριθμ. 210/27-11-2009 έκθεση αναίρεσης του Χ, κατοίκου ..., η οποία ασκήθηκε, στο όνομα και για λογαριασμό του, από το δικηγόρο Αθηνών Γεώργιο Τριαντάφυλλου, δυνάμει της προσαρτημένης στην αίτηση από 26/11/2009 εξουσιοδότησης, κατά του υπ' αριθμ. 2072/9-11-2009 Βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα: 1) Με το προσβαλλόμενο Βούλευμα απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η υπ' αριθμ. 13/2009 έφεση του κατηγορουμένου κατά του υπ' αριθμ. 43/2009 Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκίδος με το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών (που συνεδρίασε στη ...) για την αξιόποινη πράξη της άμεσης συνέργειας σε απάτη κατ' εξακολούθηση, τετελεσμένη και σε απόπειρα σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία που επήλθε υπερβαίνουν το ποσό των 150000 Ευρώ. 2) αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα, από πρόσωπο δικαιούμενο προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση, σύμφωνα με τα άρθρα 473 παρ.1, 472 και 482 παρ.1,3 ΚΠΔ με δήλωση στο γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, για την οποία συντάχθηκε η προαναφερθείσα έκθεση, ενώ το εκκαλούμενο βούλευμα είχε επιδοθεί στον ίδιο την 23-11-2009 και είναι κατά συνέπεια τυπικά δεκτή με προβαλλόμενους λόγους αναίρεσης την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και την υπέρβαση εξουσίας. 3) Κατά τη διάταξη του άρθρου 4 παρ.1 του Νόμου 2803/2000 "Κύρωση της Σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των Συναφών με αυτήν Πρωτοκόλλων", ο οποίος, ως προς τα άρθρα δεύτερο έως και δωδέκατο, ισχύει από 3-3-2000, όποιος με τη χρήση πλαστών, ανακριβών ή ελλιπών δηλώσεων ή εγγράφων ή με την απόκρυψη ή με την κατά παράβαση ειδικής υποχρεώσεως παρασιώπηση πληροφοριών ή με την κατά προορισμό τους χρήση των πόρων που του χορηγήθηκαν ή των πλεονεκτημάτων που είχε νόμιμα αποκτήσει, αχρεωστήτως εισπράττει, παρακρατεί ή παρανόμως ελαττώνει πόρους του γενικού προϋπολογισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ή των προϋπολογισμών, των οποίων η διαχείριση ασκείται από τις Κοινότητες ή για λογαριασμό τους τιμωρείται με φυλάκιση. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, αν η κατά την προηγούμενη διάταξη βλάβη υπερβαίνει το ποσό των 25000000 δραχμών επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και αν η βλάβη υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών επιβάλλεται κάθειρξη. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με τον τίτλο του άρθρου αυτού, που επιγράφεται ως "απάτη σε βάρος των Οικονομικών Συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων", συνάγεται ότι, με αυτές, θεσπίστηκε ιδιώνυμο αδίκημα απάτης σε βάρος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που τελείται με οποιονδήποτε από τους τρόπους που προαναφέρθηκαν, με παθόν το νομικό πρόσωπο των Κοινοτήτων και τιμωρείται ως πλημμέλημα ή κακούργημα κατά περίπτωση. Πριν την ισχύ του νόμου αυτού για την απάτη σε βάρος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είχαν εφαρμογή οι διατάξεις της Ελληνικής Νομοθεσίας, που εφαρμόζονταν για την απάτη σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 386 ΠΚ και ενδεχομένως άρθρο 1 του Ν. 1608/1951). Και τούτο, διότι με το άρθρο 209 Α' παρ.1 της Συνθήκης ΕΟΚ, κατά το οποίο "Τα Κράτη-Μέλη λαμβάνουν τα ίδια μέτρα καταπολέμησης της απάτης κατά των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας, με εκείνα που λαμβάνουν για την καταπολέμηση της απάτης κατά των ιδίων οικονομικών συμφερόντων" εξομοιώθηκε η προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με εκείνη κάθε Κράτους-Μέλους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κάθε απάτη σε βάρος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, είναι και απάτη σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, πράγμα που συμβαίνει μόνον, όταν, σε συγκεκριμένη περίπτωση, υπάρχει βλάβη και της περιουσίας του Δημοσίου. Στην περίπτωση που, πριν την ισχύ του νόμου 2803/2000, είχε ασκηθεί ποινική δίωξη νια απάτη σε βάρος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εφαρμογή είχαν οι διατάξεις της Ελληνικής Νομοθεσίας (άρθρο 386 ΠΚ) και εφόσον συνέτρεχε περίπτωση εφαρμογή είχε το άρθρο 1 του Ν 1608/1950, με την ισχύ του νόμου αυτού υπάρχει φαινόμενη συρροή εγκλημάτων (συρροή νόμων), αφού η συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη υπάγεται κατ' αρχήν στη ρύθμιση και των δύο πιο πάνω ποινικών διατάξεων, αλλά πρέπει να εφαρμοσθεί ο νόμος 2803/2000 ως ειδικότερος έναντι του άρθρου 386 ΠΚ και του Ν. 1608/1950, δοθέντος ότι περιορίζει το πρόσωπο του παθόντος μόνο στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες και, επί πλέον, περιέχει ειδικότερα χαρακτηριστικά, που προσδίδουν ελαφρότερη μορφή στην πράξη (ΑΠ 407/2008 Π Χρ. Ν Θ' 139). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 111, 112 παρ.1,3 και 113 ΠΚ, όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 6 του Ν. 2408/96, προκύπτει ότι το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία, προκειμένου για πλημμελήματα είναι πενταετής και αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ.1 εδ β' και 484 ΚΠΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή ως θεσμός δημόσιας τάξης εξετάζεται αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής, πρέπει να αναιρέσει το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, αρκεί να είναι νομότυπη και εμπρόθεσμη η αίτηση αναίρεσης και να περιέχει ένα, τουλάχιστον, παραδεκτό λόγο αναίρεσης. Εξάλλου, από το γράμμα και το πνεύμα του Νόμου 2803/2000, δεν προκύπτει σκοπός του νομοθέτη το τιθέμενο (στο άρθρο 4 παρ.2 αυτού) όριο των 25.000.000 δραχμών να λαμβάνεται υπόψη "συνολικά". Δηλαδή, το ποσό των 25.000.000 δραχμών λαμβάνεται υπόψη εν αναφορά προς κάθε μερικότερη πράξη του κατ' εξακολούθηση ως άνω εγκλήματος και δεν προκύπτει από τον αθροιστικό υπολογισμό του περιουσιακού οφέλους ή της ζημίας από όλες τις μερικότερες πράξεις του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος. Εάν ήθελε αυτό ο νομοθέτης θα το έλεγε ρητώς, δηλαδή στο κείμενο του άρθρου 4 παρ.2 του Νόμου 2803/2000 θα αναφέρετο και θα είχε τεθεί η φράση "η συνολική βλάβη" όπως τέθηκε στο άρθρο 14 παρ.4 του Νόμου 2721/99, που αντικατέστησε το άρθρο 386 παρ.3 ΠΚ και στο άρθρο 14 παρ.1 του ιδίου νόμου, που συμπλήρωσε το άρθρο 98 ΠΚ με την προσθήκη της παρ. 2. 4) Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ιδρύουσα λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από αυτήν που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή, όταν δεν υπάγει ορθώς σ' αυτήν τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως προκύψαντα από τις αποδείξεις, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει, όταν έχουν εμφιλοχωρήσει στο βούλευμα κατά την έκθεση και ανάπτυξη των περιστατικών ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση (ΑΠ 252/04 και ΑΠ 2200/02). Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ.1 β ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της άμεσης συνέργειας απαιτείται δόλος του αμέσου συνεργού, δηλαδή ηθελημένη παροχή συνδρομής στον αυτουργό εν γνώσει, ότι αυτή παρέχεται κατά την εκτέλεση και κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης της κυρίας πράξεως και μάλιστα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε χωρίς τη συνδρομή είτε του αμέσου είτε του απλού συνεργού, δε θα ήταν δυνατή με βεβαιότητα η διάπραξη του εγκλήματος υπό τις περιστάσεις που τελέστηκε (ΑΠ 1295/07, ΑΠ 487/04, ΑΠ 1824/03). Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 42 παρ.1 και 386 ΠΚ συνάγεται ότι για να υπάρξει απόπειρα απάτης αρκεί, ότι το έγκλημα της απάτης δεν τελέστηκε μεν, πλην όμως, άρχισε η πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του με σκοπό αθέμιτης ωφέλειας του υπαιτίου ή άλλου με οποιαδήποτε, εν γνώσει γενόμενη, ψευδή παράσταση γεγονότων ως αληθών, η οποία ήταν δυνατόν να έχει, ως επακόλουθο, την βλάβη ξένης περιουσίας (ΑΠ 40/2005 ΠΧρ, Ν Ε, 829). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών που το εξέδωσε, δέχθηκε μετά από εξ ολοκλήρου επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό (Βούλευμα) εισαγγελική πρόταση, ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ' είδος και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, όλα ανεξαιρέτως τα προσκομιζόμενα έγγραφα σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου, αλλά και με όσα εκθέτει στους λόγους εφέσεως του, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Στη ... κατά το χρονικό διάστημα από το Φεβρουάριο του έτους 1999 έως το τέλος του 2002, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος ο ανωτέρω κατηγορούμενος παρέσχε με πρόθεση άμεση συνδρομή στους συγκατηγορουμένους του κατά τη διάρκεια της άδικης πράξης της απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και στην εκτέλεση της πράξης αυτής που εκείνοι διέπραξαν. Ειδικότερα, οι αναφερόμενοι συγκατηγορούμενοί του, με περισσότερες από μια πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος της απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στον ίδιο ως άνω τόπο και χρονικό διάστημα, όντες παραγωγοί επιλέξιμων αιγοπροβάτων, εισέπραξαν αχρεωστήτως πόρους από τον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για τα έτη 1999, 2000 και 2001, προκαλώντας αντίστοιχη βλάβη στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, ενώ αποπειράθηκαν να εισπράξουν αχρεωστήτως πόρους από τον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για το έτος 2002, χωρίς, όμως, να επιτύχουν του σκοπού τους για το έτος αυτό από λόγους ανεξαρτήτως της θελήσεως τους, δεδομένου ότι ήδη άρχισε να γίνεται αντιληπτή η απατηλή συμπεριφορά τους, το δε συνολικό όφελος που απεκόμισαν και η συνολική βλάβη που προκλήθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ. Συγκεκριμένα χρησιμοποίησαν ανακριβείς δηλώσεις - αιτήσεις για την οικονομική ενίσχυση επιλέξιμων αιγοπροβάτων των ετών 1999-2000, τις οποίες προηγουμένως ο ανωτέρω εκκαλών κατηγορούμενος είχε αλλοιώσει ως προς τον αριθμό των αιγοπροβάτων και τον ανώτατο ατομικό αριθμό (δικαιώματα) που δήλωνε ο παραγωγός κατά την υποβολή της δήλωσης-αίτησης ανά έτος, αναγράφοντας για κάθε έναν εξ αυτών (παραγωγών) και για κάθε έτος (1999, 2000, 2001, 2002) μεγαλύτερο αριθμό αιγοπροβάτων και δικαιωμάτων απ' ό,τι είχε στη πραγματικότητα ο κάθε παραγωγός. Τούτο έπραξε εκμεταλλευόμενος την ιδιότητα του στο Κέντρο Αγροτικής Ανάπτυξης ... όπου ήταν υπεύθυνος για το διαχωρισμό των πρωτοτύπων και αντιγράφων των δηλώσεων-αιτήσεων των παραγωγών για την οικονομική ενίσχυση επιλέξιμων αιγοπροβάτων και την διαβίβαση των πρωτοτύπων των δηλώσεων-αιτήσεων, μαζί με το αντίγραφο της ονομαστικής κατάστασης. Σ' αυτήν σημείωνε τον αριθμό των αιγοπροβάτων και τον ανώτατο ατομικό αριθμό (δικαιώματα) για κάθε παραγωγό, επί τη βάσει του οποίου και υπολογιζόταν κάθε έτος το ποσό της επιδότησης που εισέπραττε ο κάθε παραγωγό ς-συγκατηγορούμενός του, Ο ίδιος δε ήταν επίσης υπεύθυνος και για την διενέργεια του διοικητικού και στην συνέχεια του επιτόπιου ελέγχου που πραγματοποιούσε. Στη συνέχεια ο ανωτέρω κατηγορούμενος απέστελνε τα αλλοιωμένα πρωτότυπα των παραπάνω δηλώσεων-αιτήσεων και τις αλλοιωμένες ονομαστικές καταστάσεις ως προς τον αριθμό των δικαιωμάτων και των αιγοπροβάτων στην Διεύθυνση Αγροτικής Ανάπτυξης Νομού ... και πέτυχε έτσι ώστε, ο κάθε παραγωγός να παραπλανήσει τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, ως προς τον αριθμό των επιλέξιμων αιγοπροβάτων και των δικαιωμάτων προς επιδότηση που πράγματι είχε και να εισπράξει ακολούθως, αχρεωστήτως, μεγαλύτερες επιδοτήσεις για τα έτη 1999, 2000, 2001, αλλά και να αποπειραθεί να εισπράξει για το έτος 2002, σε σχέση με τις επιδοτήσεις που θα έπρεπε να εισπράξει ένας έκαστος ανά έτος, εφόσον δήλωνε τον πραγματικό αριθμό αιγοπροβάτων και δικαιωμάτων που είχε, προκαλώντας έτσι, ή αποπειρώμενος να προκαλέσει, αντίστοιχη βλάβη στα οικονομικά συμφέροντα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η δε συνδρομή την οποία ο εκκαλών κατηγορούμενος παρέσχε στους συγκατηγορουμένους του στο έγκλημα της απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που εκείνοι διέπραξαν, συνίστατο στο ότι, με σκοπό να τους βοηθήσει κατά τη τέλεση της ανωτέρω πράξης και στην εκτέλεση αυτής, αλλοίωσε τις παραπάνω αναφερόμενες αιτήσεις - δηλώσεις τους, ως προς τα προαναφερόμενα στοιχεία, και έκανε χρήση των παραπάνω ανακριβών δηλώσεων (μαζί με τους προαναφερόμενους συγκατηγορουμένους του), διαβιβάζοντας ο ίδιος τις αιτήσεις αυτές στην Διεύθυνση Αγροτικής Ανάπτυξης ..., οπότε και εισπράχθηκαν στη συνέχεια από τους συγκατηγορουμένους του αχρεωστήτως, ή που αποπειράθηκαν να εισπραχθούν, ποσά επιδοτήσεων που αντιστοιχούν στον αριθμό αιγοπροβάτων και δικαιωμάτων, αλλά που στην πραγματικότητα αυτοί δεν είχαν, με αντίστοιχη επελθούσα περιουσιακή ζημία, αλλά και απειληθείσα τοιαύτη στα οικονομικά συμφέροντα της Ε.Ε, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα. Με τον τρόπο αυτό παρέσχε άμεση συνδρομή στους εξής συγκατηγορουμένους του παραγωγούς, οι οποίοι απεκόμισαν τα εξής ποσά σε ευρώ ένας έκαστος για τα έτη 1999, 2000, 2001 και απεπειράθησαν να αποκομίσουν κατά το έτος 2002, σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ε.Ε.: Α/Α Ονόματα 1999 2000 2001 2002 Από 1 μέχρι και 63 Έτσι πέτυχε να λάβουν συνολικά οι ανωτέρω αναφερθέντες παραγωγοί, αχρεωστήτους πόρους, για το έτος 1999 ποσό 46.899,53 ευρώ, για το έτος 2000 ποσό 74.927,20 ευρώ, για το έτος 2001 ποσό 63.681,59 ευρώ, για το δε έτος 2002 απεπειράθησαν να λάβουν ποσό 192.171,60 ευρώ. Με τις πιο πάνω παραδοχές συνάγεται, ότι ως μόνο παθόν από την απάτη φέρεται το νομικό πρόσωπο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ενώ το Ελληνικό Δημόσιο (που δεν φέρεται ότι κατέβαλε χρήματα αχρεωστήτως ούτε δικά του ούτε ως διαχειριστής λογαριασμού των Κοινοτήτων) αναφέρεται, καταχρηστικά, ως παθόν, λόγω της, κατά το άρθρο 209 Α' της Συνθήκης ΕΟΚ, εξομοίωση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με το Ελληνικό Δημόσιο, ως προς την προστασία των οικονομικών τους συμφερόντων. Επομένως, αφού έχει εφαρμογή μόνο το τέταρτο άρθρο του Νόμου 2803/2000 και ο αναιρεσείων εδιώχθη για άμεση συνεργεία σε απάτη κατ' εξακολούθηση τετελεσμένη και σε απόπειρα σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ η προξενηθείσα ζημία κατά τις παραδοχές του Συμβουλίου Εφετών από κάθε μερικότερη πράξη που φέρεται τελεσθείσα για τα έτη 1999 και 2001, δεν υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών, οι πράξεις αυτές έχουν, βάσει των όσων προαναφέρθηκαν, το χαρακτήρα πλημμελήματος και, αφού παρήλθε ήδη πενταετία από το χρόνο τελέσεως τους (1999 και 2001) είχαν υποκύψει σε παραγραφή την 9-11-2009, ημέρα που εκδόθηκε το προσβαλ-λόμενο βούλευμα. Κατά συνέπεια το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που έκρινε με το προσβαλλόμενο βούλευμα ότι καλώς παραπέμφθηκε ο αναιρεσείων ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων για να δικασθεί σε βαθμό κακουργήματος και γι' αυτές τις πράξεις, δεν ερμήνευσε σωστά τις διατάξεις του άρθρου Τέταρτου του Ν. 2803/2000 ούτε υπήγαγε σωστά στις διατάξεις αυτές και εκείνες των άρθρων 111-113 ΠΚ τα πιο πάνω πραγματικά περιστατικά, προσέτι υπέπεσε και στην πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας, με αποτέλεσμα να ιδρυθούν οι από το άρθρο 484 παρ. 1β και στ' ΚΠΔ προβλεπόμενοι και αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενοι λόγοι αναίρεσης για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και υπέρβαση εξουσίας που ως βάσιμοι πρέπει να γίνουν δεκτοί. Για τις λοιπές μερικότερες πράξεις που φέρονται τελεσθείσες το έτος 2000 και 2002 για τις οποίες το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμα του που έκρινε ότι καλώς παραπέμφθηκε ο αναιρεσείων ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων για να δικασθεί σε βαθμό κακουργήματος για άμεση συνεργεία σε απάτη κατ' εξακολούθηση, τετελεσμένη και σε απόπειρα σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις παραπάνω διατάξεις του άρθρου τέταρτου του Νόμου 2803/2000 και καθόλου δεν υπερέβη την εξουσία του. Επομένως, πρέπει ν' απορριφθούν οι λόγοι αναίρεσης που αφορούν τις ως άνω μερικότερες πράξεις για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων ως και για υπέρβαση εξουσίας. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής των πιο πάνω μερικότερων πράξεων και να αναιρεθεί εν μέρει το προσβαλλόμενο βούλευμα ως προς τις πράξεις αυτές που κρίθηκε ότι έχουν παραγραφεί, να απορριφθεί δε, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης για τις λοιπές μερικότερες πράξεις.

Για τους λόγους αυτούς Προτείνω:
Ι) Να αναιρεθεί μερικώς το υπ' αριθμ. 2072/09 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών κατά το μέρος που κρίθηκε στο σκεπτικό
II) Να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής κατά του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος Χ, κατοίκου ..., για την πράξη της άμεσης συνέργειας σε απάτη σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης των συγκατηγορουμένων του παραγωγών που έλαβαν αχρεωστήτως πόρους για το έτος 1999 ποσό 46.899,53 € και για το έτος 2001 ποσό 63.681,59 €.
III) Να απορριφθεί κατά τα λοιπά η υπ' αριθμ. 210/27-11-2009 αίτηση αναίρεσης του Χ, κατά του υπ' αριθμ. 2072/2009 Βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Αθήνα 22.3.2010

Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτας Ψάνης
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά την παρ. 1 του άρθρου τετάρτου του Ν. 2803/2000, περί κυρώσεως της Σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των Συναφών με αυτήν Πρωτοκόλλων, ο οποίος, ως προς τα άρθρα δεύτερο έως και δωδέκατο, ισχύει από 3-3-2000, όποιος με τη χρήση πλαστών, ανακριβών ή ελλιπών δηλώσεων ή εγγράφων ή με την απόκρυψη ή με την κατά παράβαση ειδικής υποχρεώσεως παρασιώπηση πληροφοριών ή με την μη κατά προορισμό τους χρήση των πόρων που του χορηγήθηκαν ή των πλεονεκτημάτων που είχε νόμιμα αποκτήσει, αχρεωστήτως εισπράττει ή παρακρατεί ή παρανόμως ελαττώνει πόρους του γενικού προϋπολογισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ή των προϋπολογισμών, των οποίων η διαχείριση ασκείται από τις Κοινότητες ή για λογαριασμό τους, τιμωρείται με φυλάκιση. Κατά την παρ.2 του ίδιου άρθρου, αν η κατά την προηγούμενη διάταξη βλάβη υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και αν η βλάβη υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών επιβάλλεται κάθειρξη. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με τον τίτλο του άρθρου αυτού, που επιγράφεται ως "Απάτη σε βάρος των Οικονομικών Συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων", συνάγεται ότι, με αυτές, θεσπίστηκε ιδιώνυμο αδίκημα απάτης σε βάρος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που τελείται με οποιονδήποτε από τους τρόπους που προαναφέρθηκαν, με παθόν το νομικό πρόσωπο των Κοινοτήτων και τιμωρείται ως πλημμέλημα ή κακούργημα κατά περίπτωση. Πριν την ισχύ του νόμου αυτού, για την απάτη σε βάρος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, είχαν εφαρμογή οι διατάξεις της Ελληνικής νομοθεσίας, που εφαρμόζονταν για την απάτη σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 386 του ΠΚ και ενδεχομένως άρθρο 1 του Ν. 1608/1950). Και τούτο, διότι, με το άρθρο 209Α παρ.1 της Συνθήκης ΕΟΚ, κατά το οποίο "Τα Κράτη-Μέλη λαμβάνουν τα ίδια μέτρα καταπολέμησης της απάτης κατά των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας, με εκείνα που λαμβάνουν για την καταπολέμηση της απάτης κατά των ιδίων οικονομικών συμφερόντων", εξομοιώθηκε η προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με εκείνη κάθε Κράτους-Μέλους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κάθε απάτη εις βάρος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, είναι και απάτη σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, πράγμα που συμβαίνει μόνον, όταν, σε συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει βλάβη και της περιουσίας του Δημοσίου. Μετά την ισχύ του νόμου αυτού υπάρχει φαινόμενη συρροή εγκλημάτων (συρροή νόμων), αφού η συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη υπάγεται κατ' αρχήν στη ρύθμιση και των δύο πιο πάνω ποινικών διατάξεων, αλλά πρέπει να εφαρμοσθεί ο νόμος 2803/2000, ως ειδικότερος, καθόσον περιέχει όλα τα στοιχεία του άρθρου 386 του Π.Κ., αλλά περιορίζει το πρόσωπο του παθόντος μόνο στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες και επί πλέον περιέχει ειδικότερα χαρακτηριστικά, που προσδίδουν ελαφρότερη μορφή στην πράξη (ΑΠ 407/2008, 1824/2003). Εξάλλου όπως προκύπτει από το άρθρο 98 ΠΚ το κατ' εξακολούθηση έγκλημα αποτελείται από περισσότερες αυτοτελείς που χωρίζονται χρονικώς μεταξύ τους αξιόποινες πράξεις που γίνονται από το ίδιο πρόσωπο και προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 του ν.δ. 2756/1953, οσάκις εις τας περιπτώσεις του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 1608/ 50 το έγκλημα επράχθη κατ' εξακολούθηση δια πολλών μερικότερων πράξεων, δια τον κατά το αυτό άρθρον προσδιορισμόν του επιτευχθέντος ή επιδκοχθέντος οφέλους του πράξαντος ή της προσγενομένης ή της οπωσδήποτε απειληθείσης ζημίας, καθώς επίσης δια τον προσδιορισμόν του αντικειμένου του εγκλήματος ως ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας λαμβάνεται υπόψη το όλον περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι όταν διαπράχθηκε το έγκλημα της απάτης σε βάρος Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. κατ' εξακολούθηση με πολλές μερικότερες πράξεις, τότε για να προσδιοριστεί το όφελος δηλαδή τα στοιχεία από τα οποία εξαρτάται η βαρύτητα του εγκλήματος και ο χαρακτηρισμός αυτού ως κακουργήματος, λαμβάνεται υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων. Εξ άλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ.1 του ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιου-σιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη σε φυλάκιση τουλάχιστον δυο ετών. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι στοιχεία του εγκλήματος της απάτης είναι α) σκοπός του δράστη να περιποιηθεί στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή η παρασιώπηση αληθινών γεγονότων από την οποία παραπλανήθηκε κάποιος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την απατηλή συμπεριφορά (παραπλανητική ενέργεια ή παράλειψη του δράστη) και την συνεπεία αυτής πλάνη εκείνου που προέβη στην περιουσιακή διάθεση. Η διάταξη της παρ.3 του ανωτέρου άρθρου αντικαταστάθηκε αρχικά από το άρθρο 1 παρ.11 του ν. 2408/1996 που καθόριζε ότι επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και ακολούθως από το άρθρο 14 παρ.4 του ν.2721/2999 που ορίζει ότι επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) ..... ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 (εβδομήντα τριών χιλιάδων) ευρώ. Περαιτέρω, για τη θεμελίωση της κατ' άρθρο 46 παρ. 1 εδ. β' ΠΚ άμεσης συνέργειας, απαιτείται ο δράστης να παρέχει άμεση συνδρομή στον αυτουργό κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως και η συνδρομή να συνδέεται αμέσως προς την πράξη του αυτουργού και μάλιστα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε χωρίς αυτή τη συνδρομή δεν θα ήταν δυνατή μετά βεβαιότητας η τέλεση του εγκλήματος, υπό τις περιστάσεις που τελέστηκε. Η συνδρομή μπορεί να συνίσταται και σε ενέργεια βοηθητική προς τον αυτουργό του εγκλήματος κατά την εκτέλεση του αδικήματος. Επίσης απαιτείται και δόλια προαίρεση, δηλαδή ηθελημένη παροχή της συνδρομής αυτής και γνώση ότι αυτή παρέχεται για την εκτέλεση από τον αυτουργό της κυρίας πράξεως. Ο δόλος του άμεσου συνεργού έγκειται στην ηθελημένη παροχή της συνδρομής και στη γνώση ότι την παρέχει για την εκτέλεση άδικης πράξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν το συμβούλιο δίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όχι μόνο όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση στις διατάξεις που εφάρμοσε αλλά και όταν οι διατάξεις αυτές παραβιάστηκαν εκ πλαγίου, ήτοι όταν έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμ-βάνεται στο σκεπτικό με το διατακτικό, το οποίο ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος ασάφειες, αντιφά-σεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, πότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις αυτές ιδρύεται ο εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως. Υπέρβαση εξουσίας υπάρχει όταν το συμβούλιο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος ή όταν το συμβούλιο δεν αποφανθεί για ζήτημα που είχε υποχρέωση στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του. Στην προκειμένη περίπτωση με το 43/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκίδος, ο αναιρεσείων παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί για την αξιόποινη πράξη της άμεσης συνέργιας σε απάτη κατ' εξακολούθηση τετελεσμένη και σε απόπειρα σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 50.000.000 δραχμών ή των 150.000 ευρώ. Μετά από έφεση του αναιρεσείοντος, εκδόθηκε το προσβαλλόμενο 2072/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο απέρριψε την έφεση του κατ' ουσίαν και επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα κατά τις παραπεμπτικές διατάξεις του. Με το βούλευμα αυτό, το Συμβούλιο Εφετών, με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σε αυτό Εισαγγελική πρόταση αφού αυτή είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, που κατ' είδος προσδιορίζονται, δέχτηκε ανελέγκτως ότι: "Στη ... κατά το χρονικό διάστημα από το Φεβρουάριο του έτους 1999 έως το τέλος του 2002, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος ο ανωτέρω κατηγορούμενος παρέσχε με πρόθεση άμεση συνδρομή στους συγκατηγορουμένους του κατά τη διάρκεια της άδικης πράξης της απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και στην εκτέλεση της πράξης αυτής που εκείνοι διέπραξαν. Ειδικότερα, οι αναφερόμενοι συγκατηγορούμενοί του, με περισσότερες από μια πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος της απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στον ίδιο ως άνω τόπο και χρονικό διάστημα, όντες παραγωγοί επιλέξιμων αιγοπροβάτων, εισέπραξαν αχρεωστήτως πόρους από τον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για τα έτη 1999, 2000 και 2001, προκαλώντας αντίστοιχη βλάβη στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, ενώ αποπειράθηκαν να εισπράξουν αχρεωστήτως πόρους από τον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για το έτος 2002, χωρίς, όμως, να επιτύχουν του σκοπού τους για το έτος αυτό από λόγους ανεξάρτητους της θελήσεώς τους, δεδομένου ότι ήδη άρχισε να γίνεται αντιληπτή η απατηλή συμπεριφορά τους, το δε συνολικό όφελος που απεκόμισαν και η συνολική βλάβη που προκλήθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ. Συγκεκριμένα χρησιμοποίησαν ανακριβείς δηλώσεις - αιτήσεις για την οικονομική ενίσχυση επιλέξιμων αιγοπρο-βάτων των ετών 1999-2000, τις οποίες προηγουμένως ο ανωτέρω εκκαλών κατηγορούμενος είχε αλλοιώσει ως προς τον αριθμό των αιγοπροβάτων και τον ανώτατο ατομικό αριθμό (δικαιώματα) που δήλωνε ο παραγωγός κατά την υποβολή της δήλωσης-αίτησης ανά έτος, αναγράφοντας για κάθε έναν εξ αυτών (παραγωγών) και για κάθε έτος (1999, 2000, 2001, 2002) μεγαλύτερο αριθμό αιγοπροβάτων και δικαιωμάτων απ' ό,τι είχε στην πραγματικότητα ο κάθε παραγωγός. Τούτο έπραξε εκμεταλλευόμενος την ιδιότητά του στο Κέντρο Αγροτικής Ανάπτυξης ... όπου ήταν υπεύθυνος για το διαχωρισμό των πρωτοτύπων και αντιγράφων των δηλώσεων-αιτήσεων των παραγωγών για την οικονομική ενίσχυση επιλέξιμων αιγοπροβάτων και τη διαβίβαση των πρωτοτύπων των δηλώσεων - αιτήσεων, μαζί με το αντίγραφο της ονομαστικής κατάστασης. Σ' αυτήν σημείωνε τον αριθμό των αιγοπροβάτων και τον ανώτατο ατομικό αριθμό (δικαιώματα) για κάθε παραγωγό, επί τη βάσει του οποίου και υπολογιζόταν κάθε έτος το ποσό της επιδότησης που εισέπραττε ο κάθε παραγωγός-συγκατηγορούμενός του. Ο ίδιος δε ήταν επίσης υπεύθυνος και για τη διενέργεια του διοικητικού και στην συνέχεια του επιτόπιου ελέγχου που πραγματοποιούσε.
Στη συνέχεια ο ανωτέρω κατηγορούμενος απέστελνε τα αλλοιωμένα πρωτότυπα των παραπάνω δηλώσεων-αιτήσεων και τις αλλοιωμένες ονομαστικές καταστάσεις ως προς τον αριθμό των δικαιωμάτων και των αιγοπροβάτων στην Διεύθυνση Αγροτικής Ανάπτυξης Νομού ... και πέτυχε έτσι ώστε, ο κάθε παραγωγός να παραπλανήσει τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, ως προς τον αριθμό των επιλέξιμων αιγοπροβάτων και των δικαιωμάτων προς επιδότηση που πράγματι είχε και να εισπράξει ακολούθως, αχρεωστήτως, μεγαλύτερες επιδοτήσεις για τα έτη 1999, 2000, 2001, αλλά και να αποπειραθεί να εισπράξει για το έτος 2002, σε σχέση με τις επιδοτήσεις που θα έπρεπε να εισπράξει ένας έκαστος ανά έτος, εφόσον δήλωνε τον πραγματικό αριθμό αιγοπροβάτων και δικαιωμάτων που είχε, προκαλώντας έτσι, ή αποπειρώμενος να προκαλέσει, αντίστοιχη βλάβη στα οικονομικά συμφέροντα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η δε συνδρομή την οποία ο εκκαλών κατηγορούμενος παρέσχε στους συγκατηγορουμένους του στο έγκλημα της απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που εκείνοι διέπραξαν, συνίστατο στο ότι, με σκοπό να τους βοηθήσει κατά τη τέλεση της ανωτέρω πράξης και στην εκτέλεση αυτής, αλλοίωσε τις παραπάνω αναφερόμενες αιτήσεις-δηλώσεις τους, ως προς τα προαναφερόμενα στοιχεία, και έκανε χρήση των παραπάνω ανακριβών δηλώσεων (μαζί με τους προαναφερόμενους συγκατηγορουμένους του), διαβιβάζοντας ο ίδιος τις αιτήσεις αυτές στην Διεύθυνση Αγροτικής Ανάπτυξης ..., οπότε και εισπράχθηκαν στη συνέχεια από τους συγκατηγορουμένους του αχρεωστήτως, ή που αποπειράθηκαν να εισπραχθούν, ποσά επιδοτήσεων που αντιστοιχούν στον αριθμό αιγοπρο-βάτων και δικαιωμάτων, αλλά που στην πραγματικότητα αυτοί δεν είχαν, με αντίστοιχη επελθούσα περιουσιακή ζημία, αλλά και απειληθείσα τοιαύτη στα οικονομικά συμφέροντα της Ε.Ε, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα.
Με τον τρόπο αυτό παρέσχε άμεση συνδρομή στους εξής συγκατηγορουμένους του παραγωγούς οι οποίοι απεκόμισαν τα εξής ποσά σε ευρώ ένας έκαστος για τα έτη 1999, 2000, 2001 και απεπειράθησαν να αποκομίσουν κατά το έτος 2002, σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ε.Ε.:
Α/Α Ονόματα 1999 2000 2001 2002 Από 1 μέχρι και 63. Έτσι πέτυχε να λάβουν συνολικά οι ανωτέρω αναφερθέντες παραγωγοί, αχρεωστήτους πόρους, για το έτος 1999 ποσό 46.899,53 ευρώ, για το έτος 2000 ποσό 74.927,20 ευρώ, για το έτος 2001 ποσό 63.681,59 ευρώ, για το δε έτος 2002 απεπειράθησαν να λάβουν ποσό 192.171,60 ευρώ.
Από τις παραδοχές αυτές συνάγεται ότι ως μόνο παθόν από την απάτη αυτή φέρεται το νομικό πρόσωπο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ενώ το Ελληνικό Δημόσιο, που δεν φέρεται ότι κατέβαλε χρήματα αχρεωστήτως ούτε δικά του ούτε ως διαχειριστής λογαριασμού των Κοινοτήτων αυτών, δεν είναι παθόν εκ της απάτης αυτής και συνεπώς η διάταξη του άρθρου 16 παρ.2 του ν. 2576/1953, σύμφωνα με την οποία για τον προσδιορισμό του επιτευχθέντος ή του επιδιωχθέντος οφέλους του πράξαντος ή της προσγενομένης ή της οπωσδήποτε απειληθείσας ζημίας λαμβάνεται υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων, εσφαλμένως εφαρμόστηκε στο προσβαλλόμενο βούλευμα, αφού η διάταξη αυτή εφαρμογή έχει, ως εξ αυτής προκύπτει, όταν παθόν εκ της απάτης είναι το Δημόσιο ή άλλο ν.π.δ.δ. (ΑΠ 1260/ 1986), πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Έτσι, η μερικότερη πράξη της απάτης κατά των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που φέρεται τελεσθείσα τον Φεβρουάριο του 1999 και εκ της οποίας το όφελος των αναφερομένων παραγωγών και η αντίστοιχη ζημία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ανέρχεται στο ποσό των 46.899, 53 ευρώ, χωρίς κάποια επιβαρυντική περίσταση δεν μπορεί να συνυπολογιστεί με τις λοιπές μερικότερες πράξεις των ετών 2000, 2001 και 2002, αλλά συνιστά πλημμέλημα και ως εκ τούτου, λόγο παρελεύσεως έκτοτε (Φεβρουάριος 1999) πενταετίας, η αυτοτελής αυτή μερικότερη πράξη της απάτης κατά των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων υπέπεσε σε παραγραφή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111, 112 παρ. 1, 3 και 113 του ΠΚ. Επομένως, συμφωνά με τις διατάξεις των άρθρων 310 παρ. 1 εδ. β' και 484 ΚΠΔ, ενόψει του ότι η παραγραφή ως θεσμός δημοσίας τάξης εξετάζεται αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της διαδικασίας ακόμη και στον Άρειο Πάγο, πρέπει κατά το κεφάλαιο τούτο να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παύσει οριστικά η κατά του κατηγορουμένου ποινική δίωξη για τη μερικότερη αυτή πράξη της απάτης. Αντιθέτως, το όφελος των παραγωγών των αναφερομένων ζώων και η αντίστοιχη ζημία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από τις μερικότερες πράξεις της απάτης των ετών 2000, 2001 και 2002 ορθώς κατά τις παραδοχές του βουλεύματος ελήφθησαν υπόψη συνολικώς, αφού μετά την 3-6-1999 σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 98 του ΠΚ, όπως αυτή έκτοτε ισχύει μετά το νόμο 2721/1999, η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση το εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη, ο δε ποινικός χαρακτήρα της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και την συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε.
Συνεπώς, εφόσον το σύνολο του οφέλους των παραγωγών τούτων και της αντίστοιχης ζημίας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από τις επιμέρους πράξεις απάτης των ετών τούτων (2000, 2001, 2002) υπερβαίνει το ποσό των 150.000 (74.227,20 συν 63.681,59 συν 192.171,60) ευρώ, ορθώς η πράξη αυτή χαρακτηρίστηκε ως κακούργημα κατά τις παραδο-χές του βουλεύματος. Όθεν, εφόσον οι μερικότερες αυτές πράξεις νομίμως συνολικώς εκτιμήθηκαν και φέρουν τον ανωτέρω χαρακτήρα του κακουργήματος, η πράξη αυτή δεν υπέπεσε σε παραγραφή.
Συνεπώς, το προσβαλλόμενο βούλευμα ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε τις ως άνω διατάξεις ως προς τις μερικότερες πράξεις απάτης των ετών 2000, 2001 και 2002 και, παραπέμποντας τον κατηγορούμενο για τις πράξεις αυτές, που συνιστούν το έγκλημα της απάτης κατ1 εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος, δεν υπερέβη την εξουσία του και ως προς τις πράξεις αυτές η αίτηση αναίρεσης είναι αβάσιμη και απορριπτέα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί μερικώς το 2072/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών όσον αφορά τη μερικότερη πράξη της απάτης του έτους 1999.

Παύει οριστικά την ποινική δίωξη κατά του κατηγορου-μένου αναιρεσείοντος Χ, κατοίκου ... για την πράξη της άμεσης συνέργιας σε απάτη σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των συγκατηγορουμένων του παραγωγών, που έλαβαν αχρεωστήτως πόρους κατά το έτος 1999 και ανέρχονται στο ποσό των 46.899,53 ευρώ.

Απορρίπτει κατά τα λοιπά την υπ αριθ. 210/27-11-2009 αίτηση αναίρεσης του ανωτέρω κατά του πιο πάνω βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις
15 Οκτωβρίου 2010. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 15 Δεκεμβρίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή