Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1677 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, Υπεξαγωγή εγγράφων.




Περίληψη:
Στοιχεία υπεξαγωγής εγγράφων (αρ. 222 ΠΚ). Αιτιολογημένο το παραπεμπτικό βούλευμα. Αιτιολογημένη η απόρριψη αιτήματος αυτοπρόσωπης εμφάνισης του αναιρεσείοντος ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών. Απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως.




Ε.Σ
Αριθμός 1677/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη και Βασίλειο Κουρκάκη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 12 Δεκεμβρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου, Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2102/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενους τους 1)Χ2 2) Χ3 και 3)Χ4. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 387/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη, με αριθμό 311/28-8-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω υπό την κρίση του Υμετέρου Συμβουλίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1+4, 138 παρ. 2β, 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την υπ'αρ. 34/20-2-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 , κατά του υπ'αρ. 2102/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα εξής:
Ι) Με το προσβαλλόμενο βούλευμα απερρίφθη κατ'ουσίαν η υπ'αρ. 608/2005 έφεση του αναιρεσείοντος κατά του υπ'αρ. 3087/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών με το οποίο παρεπέμφθη στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) για α) υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. εμπιστευμένου στον υπαίτιο, λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης ιδιοκτησίας και β) υπεξαγωγή εγγράφων.
ΙΙ) Η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε εμπρόθεσμα την 20-2-2007 και νομότυπα από πρόσωπο δικαιούμενο προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση σύμφωνα με τα άρθρα 473 παρ. 1, 474, 482 παρ. 1+2 Κ.Π.Δ., με την ως άνω από 20-2-2007 δήλωση του αναιρεσείοντος στην Γραμματεία του Εφετείου Αθηνών, για την οποία συντάχθηκε η υπ'αρ. 34/2007 έκθεση αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε προ πάσης επιδόσεως του προσβαλλομένου ως άνω βουλεύματος και είναι, ως εκ τούτου, τυπικά δεκτή.

ΙΙΙ) Λόγοι αναιρέσεως. α) Διότι απερρίφθη το υποβληθέν δια της εφέσεως αίτημά του όπως παραστεί ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών για να παράσχει διευκρινήσεις καίτοι το Συμβούλιο ήταν υποχρεωμένο να το πράξει, και χωρίς να συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα, τους οποίους ουδόλως αναφέρει, και την ύπαρξη των οποίων ουδόλως αντικαθιστά η ανύπαρκτη αιτιολογία ότι δεν προκύπτει ειδικός λόγος που να δικαιολογεί την εμφάνιση στο Συμβούλιο και εξέθεσε με το υπόμνημα τις απόψεις του. Επικαλείται δε λόγον ακυρότητας και ελλείψεως αιτιολογίας (αρ. 484 παρ. 1α, δ Κ.Π.Δ.). β) Διότι κατά παράκαμψη των εις την δικογραφία επικαλουμένων εγγράφων δια των οποίων πέραν των άλλων βεβαιούται η κατάσχεση των μνημονευομένων εις το βούλευμα πέντε επιταγών (τις οποίες αναφέρει) αποφαίνεται και αποδέχεται υπεξαγωγή των άνω εγγράφων ενώ δεν ευρίσκονται στην κατοχή του. Παράλληλα δέχεται, ότι αυτός ήταν εκπρόσωπος της εταιρείας ..... η οποία συγχωνευθείσα με την .... δεν έχει νόμιμη υπόσταση στην Ελλάδα, γεγονός το οποίο ουδόλως αξιολογεί, αλλά αν τούτο συνέβαινε και αυτός κρατούσε τις άνω επιταγές τις κρατούσε από νόμιμη αιτία και συνεπώς δεν υφίσταται υπεξαγωγή εγγράφων.
Συνεπώς ως προς την παράβαση του αρ. 222 Π.Κ. το προσβαλλόμενο βούλευμα το μεν διέλαβε αντιφατική και μη νόμιμη αιτιολογία, το δε εσφαλμένα εφήρμοσε την άνω διάταξη. IV) Από την παρ. 2 του αρ. 309 σε συνδ. με εκείνη του αρ. 318 εδ. α' και 171 παρ. 1δ Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι το συμβούλιο των Εφετών, αν υποβληθεί προς αυτό σχετική αίτηση του κατηγορουμένου, υποχρεούται να διατάξει την εμφάνιση αυτού ενώπιόν του για παροχή οποιασδήποτε διασαφήσεως σε σχέση με την υπόθεση, μπορεί δε να απορρίψει την αίτηση αυτή μόνο αν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι ειδικώς αναφερόμενοι στο βούλευμα, η δε παραβίαση της διατάξεως αυτής αναφερόμενη στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση δικαιωμάτων που του ανήκουν, επιφέρουν απόλυτη ακυρότητα (Α.Π. 1667/87 Π.Χρ. ΛΖ/223, Α.Π. 1818/87 Π.Χρ. ΛΗ'/363, ΑΠ 1679/87 Π.Χρ. ΛΗ/272). V) Από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 Κ. Π.Δ. (όπως το τελ. συμπληρώθηκε με αρ. 2 § 5 Ν.2408/1996) προκύπτει ότι έχει το παραπεμπτικό βούλευμα την υπό τούτων απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρ. 484 § 1δ Κ.Π.Δ. λόγον αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ'αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλ'αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η αιτιολογία δε αυτή επιτρεπτώς γίνεται και με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, η οποία καλύπτει και το κεφάλαιο της μνείας των αποδεικτικών μέσων (Α.Π. 1687/2002 σε Συμβούλιο Ποιν. Χρ. ΝΓ/638, Α.Π. 336/2002 σε Συμβούλιο Π.Χρ. ΝΒ/978). Κατά το άρθρο 484 § 1β του Κ.Ποιν.Δ. λόγον αναιρέσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο αποδίδει σε αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστικό συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα του έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση (Α.Π.1307/2004 Π.Χρ. ΝΕ/535). VI) Κατά την έννοια του άρθρου 222 Π.Κ., για την θεμελίωση της υπεξαγωγής εγγράφου, που είναι έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό με προστατευόμενο αντικείμενο το έγγραφο ως μέσο αποδεικτικό, απαιτούνται: α) έγγραφο δημόσιο ή ιδιωτικό κατά την έννοια του άρθρου 13γ Π.Κ. προορισμένο ή πρόσφορο έστω και ως δικαστικό τεκμήριο, να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία, β) απόκρυψη, βλάβη ή καταστροφή του εγγράφου, γ) να μην είναι κύριος ή αποκλειστικός κύριος του εγγράφου ο δράστης ή να είναι μεν κύριος αυτού, αλλά να έχει υποχρέωση κατά τις διατάξεις του Α.Κ. προς παράδοση ή επίδειξη σε άλλον και δ) να ενήργησε ο δράστης με σκοπό την βλάβη τρίτου, δηλαδή του κυρίου ή συγκυρίου του εγγράφου ή αυτού που δικαιούται απλώς στην επίδειξη ή παράδοσή του, αδιάφορα αν επιτεύχθηκε ο σκοπός αυτός, αφού το εν λόγω έγκλημα είναι απλώς διακινδυνεύσεως που αποσκοπεί στην αχρήστευση του εγγράφου ως αποδεικτικού μέσου, χωρίς να προσαπαιτείται και η επίτευξη της βλάβης, η οποία μπορεί να είναι είτε περιουσιακή είτε υλική και να αφορά οποιοδήποτε πρόσωπο (Α.Π. 71/2005 Π.Χρ. ΝΕ/902). VII) Το προσβαλλόμενο βούλευμα με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση εδέχθη ότι:
Στην προκειμένη περίπτωση, από το αποδεικτικό υλικό που συγκέντρωσε η ανάκριση και συγκεκριμένα τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα και τη απολογία του κατηγορουμένου, προκύψαν κατά κρίση μου τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά. Το έτος 1998 έλαβε άδεια εγκατάστασης στην Ελλάδα, υποκαταστήματος της αλλοδαπής εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, με την επωνυμία ..... που είχε την έδρα της στο Rodgan-Nierder-Roden Γερμανίας και αντικείμενο εργασιών τις χρονοναυλώσεις, διαμεταφορές και leasing μεταφορικών μέσων. Από τον Απρίλιο 1999 λόγω σοβαρού τραυματισμού του νομίμου εκπροσώπου της άνω εταιρείας Χ3 και της αδυναμίας του να ασκήσει τις αρμοδιότητες εκπροσώπησης της άνω εταιρείας, ανατέθηκε από τον ίδιο μέρος αυτών στο γνωστό του και φίλο του Χ1. Το Νοέμβριο 1999 στον Χ3, που είχε πλέον αναλάβει από τον τραυματισμό του, η διοίκηση της μητρικής εταιρείας στη Γερμανία, (της οποίας ήταν μέτοχος) ανέθεσε την ανάπτυξη των υποκαταστημάτων της, ανά την Ευρώπη. Αποτέλεσμα της ανάθεσης των νέων αυτών αρμοδιοτήτων ήταν ο Χ3 να βρίσκεται σε αδυναμία κάλυψης των παγίων υποχρεώσεων του υποκαταστήματος της στην Αθήνα, και έτσι αναγκάστηκε εν γνώσει της μητρικής εταιρείας και αποδοχής του Χ1 να ανατεθούν σ' αυτόν πάγιες υποχρεώσεως με χρήματα που κατέβαλε περιοδικά ο Χ3 εκ μέρους της προρρηθείσας εταιρείας προς αυτόν, περιοδικά, για το σκοπό αυτό. Αργότερα όμως και μέσα στο έτος 2001, μετά από πρόταση του Χ1, η οποία έγινε δεκτή και από τη μητρική εταιρεία, συμφωνήθηκε η συνεργασία του με αυτήν και η δημιουργία κύκλου εργασίιών στην Ελλάδα. Ειδικότερα συμφωνήθηκε να αναλάβει την διενέργεια μεταφορών για λογαριασμό της εταιρείας δοκιμαστικά μέχρι 31-12-2002, οπότε στο τέλος της δοκιμαστικής περιόδου, να λάβει ποσοστό 50% επί των κερδών της εταιρείας με την έκδοση εκ μέρους του των σχετικών νομίμων παραστατικών προς εκταμίευση του ποσού. Συμφωνήθηκε επίσης ότι αν η δραστηριότητα πετύχαινε, θα συστήνονταν νέα εταιρεία με το ίδιο αντικείμενο στην οποία αυτός μπορούσε να μετάσχει με το ως άνω ποσοστό. Τον Ιούνιο του 2002 η άνω αλλοδαπή εταιρεία "....."συγχωνεύτηκε δι'εξαγοράς από την γερμανική εταιρεία με την επωνυμία "....."και η εταιρεία που προήλθε από τη συγχώνευση αυτή έφερε πλέον την επωνυμία της τελευταίας. Στα πλαίσια αυτά αποφασίστηκε μεταξύ άλλων: α) τροποποίηση της επωνυμίας του υποκαταστήματος στην Αθήνα αντίστοιχα με την επωνυμία της εταιρείας στη Γερμανία και εξουσιοδοτήθηκε η διαχείριση να δηλώσει την τροποποίηση αυτή στο αρμόδιο Εμπορικό Μητρώο Αθηνών, β) η ανάκληση του έως τη στιγμή εκείνη διαχειριστή του υποκαταστήματος στην Αθήνα Χ3 και ο διορισμός ως νέας διαχειρίστριας, της ....... Η τελευταία, υπό την ως άνω ιδιότητα της. πριν υποβληθούν στην αρμόδια υπηρεσία της Νομαρχίας Αθηνών τα απαραίτητα δικαιολογητικά και επακολουθήσει σχετική δημοσίευση των ως άνω τροποποιήσεων, κατόπιν παροτρύνσεων του Χ3 , που έτρεφε μεγάλη εμπιστοσύνη προς τον Χ1, εξουσιοδότησε τον τελευταίο να την εκπροσωπήσει και να δεσμεύσει το υποκατάστημα αντικαθιστώντας την και εκ μέρους της ενώπιον των Ελληνικών Αρχών, υπογράφοντας υπό την εταιρική επωνυμία. Την 1-11-2002 που ο Χ3 μετέβη στα γραφεία του υποκαταστήματος επί της Λεωφόρου ....., διαπίστωσε ότι ο Χ1, είχε αναλάβει όλο το ταμείο και είχε υπεξαγάγει διάφορα έγγραφα αυτής σχετικά με το παγκόσμιο πελατολόγιο της. το επενδυτικό της πρόγραμμα και τα οικονομικά της στοιχεία αλλά και επιταγές πελατείας και διεθνείς φορτωτικές τον οποίων αυτή ήταν δικαιούχος με σκοπό να την βλάψει με την πρόκληση λογιστικής σύγχυσης που θα επέρχονταν στο υποκατάστημα της στην Αθήνα από την έλλειψη των εγγράφων αυτών αλλά και οικονομικής ζημίας της λόγω αδυναμίας είσπραξης των ανωτέρω αξιόγραφων. Μεταξύ, δε των επιταγών που υπεξήγαγε και απέκρυψε, όπως διαπιστώθηκε ήταν και οι ακόλουθες Ι) η υπ' αριθμ. .... της Alpha Bank, ποσού 3.075.45 ευρώ συρόμενη στο λογαριασμό .... 2) η υπ' αριθμ. ....ρόμενη στο λογαριασμό ..... της Alpha Bank, 3) η υπ' αριθμ. ... της Ε.Τ.Ε, ποσού 3.894 ευρώ. συρόμενη στον λογαριασμό ...., 4) η υπ' αριθμ. ...2 της τράπεζας Εργασίας ποσού 7.500 ευρώ, συρόμενη στο λογαριασμό.....και 5) η υπ αριθμ. ... της τράπεζας Εργασίας, ποσού 7.500 ευρώ, συρόμενη στον ίδιο ως άνω λογαριασμό. Ο Χ3 θορυβημένος από το γεγονός και αισθανόμένος υπεύθυνος έναντι των συνεταίρων του στη Γερμανία, λόγω της εμπιστοσύνης που είχαν δείξει προς το ανωτέρω μετά από δική του παρακίνηση, αναθέτοντάς του την διαχείριση των υποθέσεων του υποκαταστήματος της μηνύτρίας εταιρείας στην Αθήνα, άτυπα (προφορικά) ήδη από τα μέσα του 2001 γραπτούς δε με το ως άνω από 1 1-9-02 ειδικό πληρεξούσιο της εταιρείας υπό την νέα της επωνυμία που όμως ακόμη δεν είχε νομική ισχύ στην Ελληνική έννομη τάξη, αφού αυτή δεν είχε νομιμοποιηθεί στην Ελλάδα με τις αναγκαίες δημοσιεύσεις επικοινώνησε αμέσως μαζί του. Ο Χ1 όχι μόνο αρνήθηκε να επιστρέψει τα χρήματα και τα έγγραφα αλλά επιπλέον ισχυρίστηκε ότι καμμία δεν είχε αρμοδιότητα αυτός (Χ3) να τον ελέγξει, αφού τυπικά, λόγω καταστατικών αλλαγών, δεν εκπροσωπούσε πλέον την εγκαλούσα εταιρεία και προσπάθησε να καλυφθεί πίσω από το προαναφερόμενο προς αυτόν πληρεξούσιο της....... που ήταν όπως ειπώθηκε η νέα νόμιμη εκπρόσωπος του υποκαταστήματος της εταιρείας στην Αθήνα, υπό την νέα της επωνυμία, που όμως δεν είχε ακόμη λάβει υπόσταση στον Ελληνικό χώρο, ελλείψει των σχετικών δημοσιεύσεων. Ορθώς συνεπώς έκρινε το αποδεικτικό υλικό, το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 3087/05 βούλευμα και ορθή τυγχάνει η παραπομπή του εκκαλούντα Χ1 δια του προσβαλλόμενου βουλεύματος στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για να δικαστεί για τις πράξεις που του αποδίδονται και αβάσιμη στην ουσία της κρίνεται η υπό κρίση 608/05 έφεση και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί, διατασσομένης της επικύρωσης του προσβαλλόμενου βουλεύματος, και να επιβληθούν τα έξοδα σε βάρος του εκκαλούντα ύψους 210€. Στο στάδιο αυτό της διαδικασίας ο εκκαλών Χ1 με την από 16-12-06 αίτηση του ζητεί να εμφανιστεί δια του πληρεξουσίου του ενώπιον Σας και να δώσει σχετικές διασαφήσεις για την κατηγορία. Επειδή από τα στοιχεία της δικογραφίας όχι μόνο δεν προκύπτει κανένας ειδικός λόγος που να δικαιολογεί την αυτοπρόσωπη εμφάνιση του αιτούντα στο Συμβούλιο σας αλλά αντίθετα φρονώ ότι δεν είναι χρήσιμη η προφορική δια πληρεξουσίου του για την κατηγορία, γιατί με υπομνήματα επαρκώς εξέθεσε τις απόψεις του (αρθρ. 3 16 § § 2-1 και 309 § 2 Κ.Π.Δ.). Επίσης το συμβούλιο Εφετών Αθηνών (φύλλο 10 σελ. α) διέλαβε πρόσθετες σκέψεις ως προς την απόρριψη του αιτήματος για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του αναιρεσείοντος ενώπιόν του προς παροχή διευκρινίσεων. Ειδικότερα επισημαίνεται: "..... πρέπει όμως στη συνέχεια να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμη, αφού ο κατηγορούμενος αυτός έχει αναπτύξει διεξοδικά και με πληρότητα τις απόψεις του με τα υποβληθέντα κατά το στάδιο της προανάκρισης και της κυρίας ανάκρισης, αλλά και ενώπιον του Συμβουλίου τούτου υπομνήματά του, έτσι ώστε η αυτοπρόσωπη εμφάνισή των δεν έχει να συνεισφέρει τίποτε περισσότερο από τα ήδη εκ μέρους του εκτεθέντα". VIII) Με τις παραδοχές αυτές το συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία προκειμένου να απορρίψει το αίτημα του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του, αφού αναφέρει ότι έχει αναπτύξει διεξοδικά και με πληρότητα της απόψεις του με τα υπομνήματα καθ'όλα τα στάδια και μέχρι την ενώπιόν του διαδικασία και εξηγεί ότι η εμφάνισή του δεν θα μπορούσε να συνεισφέρει τίποτε περισσότερο. Με αυτές τις σκέψεις δεν υπήρξε έλλειψη ακροάσεώς του διότι το συμβούλιο μνημονεύει όλα τα υπομνήματά του τα οποία και έλαβε υπόψη αφού αποτελούν ενιαίο σύνολο με την απολογία την οποία μνημονεύει εις τα κατ'είδος αποδεικτικά μέσα (φύλλο 4ο σελ. α). ΙΧ) Ο αναιρεσείων δεν προσέβαλλε το προαναφερθέν βούλευμα κατά το μέρος που τον παραπέμπει για κακουργηματική υπεξαίρεση, αλλά μόνο ως προς την πράξη της υπεξαγωγής εγγράφων για την οποία διέλαβε την ειδική και εμπεριστατωμένη (αρ. 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ.) αιτιολογία αφού με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του συμβουλίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του αποδιδομένου στον κατηγορούμενου ως άνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά καθώς και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με τους οποίους κατέληξε στο συμπέρασμα ότι από τα αποδειχθέντα, κατά την ανέλεγκτη επί της ουσίας κρίση του, πραγματικά περιστατικά υφίστανται αποχρώσες ενδείξεις ενοχής του ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας ορθά την διάταξη του αρ. 222 Π.Κ. την οποία ούτε εκ πλαγίου παρεβίασε, και κατ'ακολουθία απέρριψε την έφεσή του. Χ) Συνεπώς η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως θα πρέπει να απορριφθεί κατ'ουσία και επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος. ΧΙ)
Για τους λόγους αυτούς Π ρ ο τ ε ί ν ω ----------------------- 1) Να απορριφθεί η υπ'αρ. 34/20-2-2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 κατά του υπ'αρ. 2102/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. 2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος.
Αθήνα 20-6-2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- Η κρινόμενη 34/2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 κατά του υπ' αριθμ. 2102/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσίαν έφεσή του κατά του 3087/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, προκειμένου να δικαστεί για α)υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ εμπιστευμένου στον υπαίτιο, λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας και β)υπεξαγωγή εγγράφων, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, γι' αυτό, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή.
ΙΙ.- Η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του παραπεμπτικού βουλεύματος, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση (κυρία ή προανάκριση), στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Συμβουλίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της εν λόγω αιτιολογίας αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα. Ούτε είναι η παραίτηση η αξιολογική συσχέτιση σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται πιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής του κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του κρίσεως, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι κατ' επιλογή μερικά από αυτά. Έτσι, η εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων-έστω και εσφαλμένη, δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εξολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αρκεί να εκτίθενται στην τελευταία με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την ανάκριση (κυρία ή προανάκρισης πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του Κ.Ποιν.Δ, αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη δε ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίασή της γίνεται εκ πλαγίου γιατί δεν αναφέρονται στο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την κρίση του συμβουλίου από την ανάκριση (κυρία ή προανάκριση) που διενεργήθηκε ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση στην ίδια την αιτιολογία ή μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, σε τρόπο ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 222 του ΠΚ για την θεμελίωση της υπεξαγωγής εγγράφου, που είναι έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό με προστατευόμενο έννομο αγαθό το έγγραφο ως μέσο αποδεικτικό, απαιτούνται: α)έγγραφο δημόσιο ή ιδιωτικό κατά την έννοια του άρθρου 13 γ' ΠΚ προορισμένο ή πρόσφορο, έστω και ως δικαστικό τεκμήριο, να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία, β)απόκρυψη, βλάβη ή καταστροφή του εγγράφου, γ)να μην είναι κύριος ή αποκλειστικός κύριος του εγγράφου ο δράστης ή να είναι μεν κύριος αυτού, αλλά να έχει υποχρέωση κατά τις διατάξεις του ΑΚ προς παράδοση ή επίδειξη σε άλλον και δ) να ενήργησε ο δράστης με σκοπό την βλάβη τρίτου, δηλαδή του κυρίου ή συγκυρίου του εγγράφου ή αυτού που δικαιούται απλώς στην επίδειξη ή παράδοσή του, αδιάφορα αν επιτεύχθηκε ο σκοπός αυτός, αφού το εν λόγω έγκλημα είναι απλώς διακινδυνεύσεως που αποσκοπεί στην αχρήστευση του εγγράφου ως αποδεικτικού μέσου, χωρίς να προσαπαιτείται και η επίτευξη βλάβης, η οποία μπορεί να είναι είτε περιουσιακή είτε υλική και να αφορά οποιοδήποτε πρόσωπο. Τέλος, κατά το άρθρο 309 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δ., το Συμβούλιο με αίτηση ενός από τους διαδίκους είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιον του με την παρουσία και του Εισαγγελέα για να δώσουν κάθε διευκρίνιση. Τότε μόνο είναι δυνατόν να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το Συμβούλιο οφείλει να απαντήσει επί της αιτήσεως αυτής του κατηγορουμένου και σε περίπτωση απορρίψεως της να αιτιολογήσει με την αναφορά των συγκεκριμένων λόγων οι οποίοι δικαιολογούν τη μη εμφάνιση σ' αυτό του κατηγορουμένου για την παροχή διευκρινήσεων. Αν το Συμβούλιο δεν απαντήσει επί του αιτήματος αυτού ή αν απορρίψει τούτο χωρίς να εκθέσει τους ορισμένους αυτούς λόγους, ήτοι χωρίς αιτιολογία, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ.1 στοιχ. δ' του Κ.Ποιν.Δ, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, για μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την άσκηση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, με επιτρεπτή καθολική αναφορά του στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών και μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων (ένορκες καταθέσεις μαρτύρων, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου), δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
"Το έτος 1998 έλαβε άδεια εγκατάστασης στην Ελλάδα, υποκαταστήματος της αλλοδαπής εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, με την επωνυμία ......., που είχε την έδρα της στο Rodgan-Nierder-Roden Γερμανίας και αντικείμενο εργασιών τις χρονοναυλώσεις, διαμεταφορές, και leasing μεταφορικών μέσων. Από τον Απρίλιο 1999 λόγω σοβαρού τραυματισμού του νομίμου εκπροσώπου της άνω εταιρείας, Χ3 και της αδυναμίας του να ασκήσει τις αρμοδιότητες εκπροσώπησης της άνω εταιρείας, ανατέθηκε από τον ίδιο μέρος αυτών στο γνωστό του και φίλο του Χ1. Το Νοέμβριο 1999 στον Χ3ο, που είχε πλέον αναλάβει από τον τραυματισμό του, η διοίκηση της μητρικής εταιρείας στη Γερμανία, (της οποίας ήταν μέτοχος) ανέθεσε την ανάπτυξη των υποκαταστημάτων της, ανά την Ευρώπη. Αποτέλεσμα της ανάθεσης των νέων αυτών αρμοδιοτήτων ήταν ο Χ3 να βρίσκεται σε αδυναμία κάλυψης των παγίων υποχρεώσεων του υποκαταστήματος της στην Αθήνα, και έτσι αναγκάστηκε εν γνώσει της μητρικής εταιρείας και αποδοχής του Χ1 να ανατεθούν σ'αυτόν πάγιες υποχρεώσεως με χρήματα που κατέβαλε περιοδικά ο Χ3 εκ μέρους της προρρηθείσας εταιρείας προς αυτόν, περιοδικά, για το σκοπό αυτό. Αργότερα όμως και μέσα στο έτος 2001, μετά από πρόταση του Χ1, η οποία έγινε δεκτή και από τη μητρική εταιρεία, συμφωνήθηκε η συνεργασία του με αυτήν και η δημιουργία κύκλου εργασιών στην Ελλάδα. Ειδικότερα συμφωνήθηκε να αναλάβει την διενέργεια μεταφορών για λογαριασμό της εταιρείας δοκιμαστικά μέχρι 31-12-2002, οπότε στο τέλος της δοκιμαστικής περιόδου, να λάβει ποσοστό 50% επί των κερδών της εταιρείας με την έκδοση εκ μέρους του των σχετικών νομίμων παραστατικών προς εκταμίευση του ποσού. Συμφωνήθηκε επίσης ότι αν η δραστηριότητα πετύχαινε, θα συστήνονταν νέα εταιρεία με το ίδιο αντικείμενο στην οποία αυτός μπορούσε να μετάσχει με το ως άνω ποσοστό. Τον Ιούνιο του 2002 η άνω αλλοδαπή εταιρεία "......." συγχωνεύτηκε δι' εξαγοράς από την γερμανική εταιρεία με την επωνυμία "...." και η εταιρεία που προήλθε από τη συγχώνευση αυτή έφερε πλέον την επωνυμία της τελευταίας. Στα πλαίσια αυτά αποφασίστηκε μεταξύ άλλων: α) τροποποίηση της επωνυμίας του υποκαταστήματος στην Αθήνα αντίστοιχα με την επωνυμία της εταιρείας στη Γερμανία και εξουσιοδοτήθηκε η διαχείριση να δηλώσει την τροποποίηση αυτή στο αρμόδιο Εμπορικό Μητρώο Αθηνών, β) η ανάκληση του έως τη στιγμή εκείνη διαχειριστή του υποκαταστήματος στην Αθήνα Χ3 και ο διορισμός ως νέας διαχειρίστριας, της ...... Η τελευταία, υπό την ως άνω ιδιότητα της, πριν υποβληθούν στην αρμόδια υπηρεσία της Νομαρχίας Αθηνών τα απαραίτητα δικαιολογητικά και επακολουθήσει η σχετική δημοσίευση των ως άνω τροποποιήσεων, κατόπιν παροτρύνσεων του Χ3, που έτρεφε μεγάλη εμπιστοσύνη προς τον Χ1, εξουσιοδότησε τον τελευταίο να την εκπροσωπήσει και να δεσμεύσει το υποκατάστημα αντικαθιστώντας την και εκ μέρους της, ενώπιον των Ελληνικών Αρχών, υπογράφοντας υπό την εταιρική επωνυμία. Την 1-11-2002, που ο Χ3 μετέβη στα γραφεία του υποκαταστήματος επί της Λεωφόρου /....., διαπίστωσε ότι ο Χ1, είχε αναλάβει όλο το ταμείο και είχε υπεξαγάγει διάφορα έγγραφα αυτής σχετικά με το παγκόσμιο πελατολόγιό της, το επενδυτικό της πρόγραμμα και τα οικονομικά της στοιχεία, αλλά και επιταγές πελατείας και διεθνείς φορτωτικές. των οποίων αυτή ήταν δικαιούχος με σκοπό να την βλάψει με την πρόκληση λογιστικής σύγχυσης που θα επέρχονταν στο υποκατάστημά της στην Αθήνα από την έλλειψη των εγγράφων αυτών, αλλά και οικονομικής ζημίας της, λόγω αδυναμίας είσπραξης των ανωτέρω αξιόγραφων. Μεταξύ, δε των επιταγών που υπεξήγαγε και απέκρυψε, όπως διαπιστώθηκε ήταν και οι ακόλουθες 1) η υπ' αριθμ. .... της Αlpha Βanκ, ποσού 3.075,45 ευρώ συρόμενη στο λογαριασμό .... 2) η υπ' αριθμ. ..... ποσού 10.000 ευρώ συρόμενη στο λογαριασμό ..... της Αlpha Βanκ, 3) η υπ' αριθμ. ... της Ε.Τ.Ε, ποσού 3.894 ευρώ, συρόμενη στον λογαριασμό ...., 4) η υπ' αριθμ. .... της τράπεζας Εργασίας ποσού 7.500 ευρώ. συρόμενη στο λογαριασμό ... και 5) η υπ' αριθμ. .... της τράπεζας Εργασίας, ποσού 7.500 ευρώ, συρόμενη στον ίδιο ως άνω λογαριασμό. Ο Χ3 θορυβημένος από το γεγονός και αισθανόμενος υπεύθυνος έναντι των συνεταίρων του στη Γερμανία, λόγω της εμπιστοσύνης που είχαν δείξει προς το ανωτέρω μετά από δική του παρακίνηση, αναθέτοντάς του την διαχείριση των υποθέσεων του υποκαταστήματος της μηνύτριας εταιρείας στην Αθήνα, άτυπα (προφορικά) ήδη από τα μέσα του 2001 γραπτώς δε με το ως άνω από 11-9-02 ειδικό πληρεξούσιο της εταιρείας υπό την νέα της επωνυμία που όμως ακόμη δεν είχε νομική ισχύ στην Ελληνική έννομη τάξη, αφού αυτή δεν είχε νομιμοποιηθεί στην Ελλάδα. με τις αναγκαίες δημοσιεύσεις, επικοινώνησε αμέσως μαζί του. Ο Χ1 όχι μόνο αρνήθηκε να επιστρέψει τα χρήματα και τα έγγραφα, αλλά επιπλέον ισχυρίστηκε ότι καμμία δεν είχε αρμοδιότητα αυτός (Χ3) να τον ελέγξει, αφού τυπικά, λόγω καταστατικών αλλαγών, δεν εκπροσωπούσε πλέον την εγκαλούσα εταιρεία και προσπάθησε να καλυφθεί πίσω από το προαναφερόμενο προς αυτόν πληρεξούσιο της ....., που ήταν όπως ειπώθηκε η
νέα νόμιμη εκπρόσωπος του υποκαταστήματος της εταιρείας στην Αθήνα, υπό την νέα της επωνυμία, που όμως δεν είχε ακόμη λάβει υπόσταση στον Ελληνικό χώρο, ελλείψει των σχετικών δημοσιεύσεων. Ορθώς συνεπώς έκρινε το αποδεικτικό υλικό, το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 3087/05 βούλευμα και ορθή τυγχάνει η παραπομπή του εκκαλούντα Χ1, δια του προσβαλλόμενου βουλεύματος στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για να δικαστεί για τις πράξεις που του αποδίδονται και αβάσιμη στην ουσία της κρίνεται η υπό κρίση 608/05 έφεση και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί, διατασσομένης της επικύρωσης του προσβαλλόμενου βουλεύματος, και να επιβληθούν τα έξοδα σε βάρος του εκκαλούντα ύψους 210 €. Στο στάδιο αυτό της διαδικασίας ο εκκαλών Χ1 με την από 16-12-06 αίτηση του ζητεί να εμφανιστεί δια του πληρεξουσίου του ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών και να δώσει σχετικές διασαφήσεις για την κατηγορία. Επειδή από τα στοιχεία της δικογραφίας, όχι μόνο δεν προκύπτει κανένας ειδικός λόγος που να δικαιολογεί την αυτοπρόσωπη εμφάνιση του αιτούντα στο Συμβούλιο, αλλά αντίθετα δεν είναι χρήσιμη η προφορική δια πληρεξουσίου του για την κατηγορία, γιατί με υπομνήματα επαρκώς εξέθεσε τις απόψεις του (αρθρ. 316 § § 2-1 και 309 § 2 Κ.Π.Δ.". Επίσης το Συμβούλιο Εφετών (φύλλο 10) διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα πρόσθετες σκέψεις ως προς την απόρριψη του αιτήματος για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του αναιρεσείοντος ενώπιον του προς παροχή διευκρινίσεων. Ειδικότερα διαλαμβάνεται σ' αυτό ότι "η αίτηση του πιο πάνω κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του ενώπιον του Συμβουλίου τούτου κρίνεται παραδεκτή και νόμιμη (άρθρ. 309 παρ. 2, 318 ΚΠΔ), πρέπει όμως στη συνέχεια να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμη, αφού ο κατηγορούμενος αυτός έχει αναπτύξει διεξοδικά και με πληρότητα τις απόψεις του με τα υποβληθέντα κατά το στάδιο της προανάκρισης και της κύρια ανάκρισης, αλλά και ενώπιον του Συμβουλίου τούτου υπομνήματά του. έτσι ώστε η αυτοπρόσωπη εμφάνισή του δεν έχει να συνεισφέρει τίποτε περισσότερο από τα ήδη εκ μέρους του εκτεθέντα". Με τις πιο πάνω παραδοχές του Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, ενόψει του ότι ο αναιρεσείων με την ένδικη αίτηση αναιρέσεως δεν πλήττει το προσβαλλόμενο βούλευμα κατά το μέρος που του παραπέμπει για κακουργηματική υπεξαίρεση, αλλά μόνο ως προς την πράξη της υπεξαγωγής εγγράφων, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, αναφορικά με την τελευταία αυτή πράξη την κατά τα ανωτέρω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο βούλευμα αυτό (με επιτρεπτή καθολική αναφορά του στην πρόταση του εισαγγελέα εφετών), με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε ότι υπάρχουν αποχρώσες (σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του ως άνω αναιρεσείοντος στο ακροατήριο και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα ανωτέρω περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 222 του ΠΚ, την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να την παραβιάσει, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές. Περαιτέρω, το προσβαλλόμενο βούλευμα με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απέρριψε το αίτημα του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών. Δεν επήλθε, επομένως, στην προκείμενη περίπτωση απόλυτη ακυρότητα του προσβαλλόμενου βουλεύματος, ούτε υπάρχει έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας εξαιτίας της απόρριψης του προαναφερόμενου αιτήματος του αναιρεσείοντος. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α', β' και δ' του Κ.Ποιν.Δ προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως της ένδικης αίτησης, με τους οποίους προσάπτονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα οι πλημμέλειες της απόλυτης ακυρότητας, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως αντιστοίχως, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αριθμ. 34/20-2-2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του 2102/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 27 Ιουνίου 2008.


Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή