Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1951 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Υπέρβαση εξουσίας.




Περίληψη:
Ι. Η υποχρέωση του Δικαστηρίου να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψη του προβληθέντος σχετικού αιτήματος για κλήτευση μάρτυρα που έχει εξετασθεί στην προανάκριση προϋποθέτει ότι πρέπει να υποβάλλεται αυτό κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, ήτοι να αναφέρεται τι θα βεβαιωνόταν από την εξέταση του εν λόγω μάρτυρα στην κατάθεσή του στο ακροατήριο. ΙΙ. Δεν συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας ο ακριβέστερος προσδιορισμός του χρόνου τέλεσης της αξιόποινης πράξης που προέκυψε από την αποδεικτική διαδικασία, αφού δεν ασκεί επιρροή ούτε στην ταυτότητα της πράξης ούτε στο χρόνο της παραγραφής. ΙΙΙ. Υπάρχει επανειλημμένη τέλεση της αξιόποινης πράξης της απάτης, έστω και αν οι περιπτώσεις των εξαπατηθέντων δεν έφθασαν στη δικαιοσύνη. Δεν υπερέβη τη δικαιοδοσία του το Πενταμελές Εφετείο απορρίπτοντας ως απαράδεκτο τον ισχυρισμό που προέβαλε σ' αυτό ο αναιρεσείων ότι στερήθηκε του υπερασπιστικού του δικαιώματος, διότι στην απολογία του στον ανακριτή του απαγγέλθηκε κατηγορία για ηθική αυτουργία σε αξιόποινες πράξεις κακουργηματικής απάτης στις οποίες δεν περιλαμβάνεται και η κατηγορία για την αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας σε απάτη σε βάρος εταιρείας που δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής για την οποία παραπέμφθηκε να δικασθεί στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, αφού ο εν λόγω ισχυρισμός προτάθηκε μετά την αμετάκλητη παραπομπή του στο ακροατήριο. Ούτε ιδρύεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο διότι επιλήφθηκε η δικαστική αρχή χωρίς προηγούμενη άσκηση ποινικής δίωξης, εφόσον για την ίδια αξιόποινη πράξη της απάτης σε βάρος της εν λόγω εταιρείας είχε ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του συγκατηγορουμένου του, αφού η ποινική δίωξη ασκείται in rem και όχι in personam. Απορρίπτει αίτηση.




Αριθμός 1951/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα-Εισηγήτρια, Ανδρέα Τσόλια, Ανδρέα Δουλγεράκη και Γεώργιο Αδαμόπουλο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Μαΐου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Δαμασκόπουλο, για αναίρεση της 1741/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενους τους 1) Χ2 και 2) Χ3 και με πολιτικώς ενάγοντες τους 1) Ψ, κάτοικο ... και 2) Την Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία "ΠΑΡΚΕΤΑ ΛΑΖΑΡΟΣ ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ ΑΕ -...", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο δεν παραστάθηκαν.

Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Οκτωβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, ως και στο από 28 Απριλίου 2009, δικόγραφο των προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1784/2008.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος m 139 του Κ.Π.Δ., όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης, εκτείνεται όχι μόνον στην απόφαση για την ενοχή, την καταδικαστική δηλαδή ή απαλλακτική απόφαση του δικαστηρίου, αλλά σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως του αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι η απορριπτική της αιτήσεως του κατηγορούμενου παρεμπίπτουσα απόφαση του δικαστηρίου, για αναβολή της δίκης, προκειμένου να προσκομιστούν κρίσιμα για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου έγγραφα, τα οποία προσδιορίζονται ή να κληθούν και εξετασθούν μάρτυρες, που προέκυψαν από τη διαδικασία, για να επιβεβαιώσουν ή διαψεύσουν κρίσιμο για την ενοχή του κατηγορουμένου περιστατικό και εν γένει προκειμένου να προσκομισθούν νέες αποδείξεις, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 352 παρ. 3 του Κ.Π.Δ, πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, έστω και αν η παραδοχή ή απόρριψη μιας τέτοιας αίτησης, έχει αφεθεί στην ανέλεγκτη του Δικαστηρίου κρίση. Η υποχρέωση όμως του δικαστηρίου ν' απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψη του προβληθέντος σχετικού αιτήματος για κλήτευση μάρτυρα που έχει εξετασθεί στην προανάκριση προϋποθέτει ότι πρέπει να υποβάλλεται αυτό κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, ήτοι να αναφέρεται τι θα βεβαιωνόταν από την εξέταση του εν λόγω μάρτυρα στο ακροατήριο, πέραν των όσων προέκυπταν από την κατά την προδικασία ληφθείσα ένορκη κατάθεσή του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά που είναι ενσωματωμένα στην προσβαλλόμενη 1741/2008 απόφαση, του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, που κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα ηθικής αυτουργίας σε κακουργηματική απάτη, μετά την κήρυξη της λήξης της αποδεικτικής διαδικασίας από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου, ο συνήγορος του αναιρεσείοντος προέβαλε το αίτημα κλήτευσης του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας "Παρκέτων Αρβανίτης" (πολιτικώς ενάγουσας) ΑΑ, κατοίκου ..., επισημαίνοντας ότι ο τελευταίος δεν αναφέρεται στον Χ1 (αναιρεσείοντα) αλλά σε άλλα πρόσωπα τα οποία τον εξηπάτησαν. Όπως υποβλήθηκε το αίτημα αυτό είναι αόριστο και το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα για τη μη αποδοχή του. Εξ' άλλου, τούτο, όπως διατυπώθηκε και στο σημείο της διαδικασίας που υποβλήθηκε μόνο ως ευχή για αναβολή της εκδίκασης της υπόθεσης και όχι ως αίτημα της εκδίκασης της υπόθεσης μπορεί να χαρακτηρισθεί και όχι ως αίτημα αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις, Επομένως, το Εφετείο, το οποίο απέρριψε το παραπάνω αίτημα, χωρίς να διαλάβει ειδικότερη αιτιολογία, δεν υπέπεσε στην από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ πλημμέλεια και είναι απορριπτέος ο κατ' εκτίμηση, περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της αναίρεσης.
ΙΙ. Η απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης περιλαμβάνει και τη μνεία των αποδεικτικών μέσων, κατά το είδος τους τα οποία έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο προς σχηματισμό της κρίσεως του.
Συνεπώς για να είναι αιτιολογημένη η απόφαση του Δικαστηρίου της ουσίας πρέπει με βεβαιότητα να προκύπτει ότι λήφθηκε υπόψη και η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος είναι διάδικος κατά την ποινική διαδικασία. Η βεβαιότητα αυτή προκύπτει όχι μόνο από τη μνεία στο προοίμιο του σκεπτικού ή σε άλλο σημείο αυτού, αλλά και από αυτό το περιεχόμενο του σκεπτικού της προσβαλλομένης απόφασης. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης απόφασης προκύπτει, ότι ο Ψ, ο οποίος δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής εξετάσθηκε ανωμοτί. Και ναι μεν ούτε στο προοίμιο του σκεπτικού μνημονεύεται μεταξύ των κατ' είδος μνημονευομένων αποδεικτικών μέσων και η χωρίς όρκο κατάθεση, ούτε και σε κάποιο άλλο σημείο αυτού, αναφέρεται ρητά ότι λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο, η κατάθεση αυτού, όμως με βεβαιότητα προκύπτει ότι την έλαβε υπόψη το Εφετείο για την καταδικαστική του κρίση, από το περιεχόμενο του σκεπτικού της προσβαλλόμενη απόφασης οι παραδοχές του οποίου κατά κύριο λόγο ταυτίζονται με τα κατατιθέμενα από τον ως άνω πολιτικώς ενάγοντα. Συνακόλουθα ο από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ' περί του αντιθέτου συναφής 2ος λόγος του αναιρετηρίου είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠοινΔ, υπέρβαση εξουσίας που ιδρύει τον από τη διάταξη αυτή προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο ασκεί δικαιοδοσία, που δεν του δίνει ο νόμος. Στα πλαίσια αυτού του ορισμού γίνεται διάκριση της υπέρβασης σε θετική και αρνητική. Στην πρώτη περίπτωση το δικαστήριο αποφασίζει κάτι, για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία, ενώ στη δεύτερη παραλείπει να αποφασίσει κάτι, το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του. Περαιτέρω κατά το άρθρο 173 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, από τις απόλυτες ακυρότητες που μνημονεύονται στο άρθρο 171, όσες αναφέρονται σε πράξεις της προδικασίας, μπορούν να προτείνονται ωσότου γίνει αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο. Κατά δε το άρθρο 176 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας είναι το δικαστικό συμβούλιο, ενώ των πράξεων της διαδικασίας στο ακροατήριο και της κύριας και της προπαρασκευαστικής, το δικαστήριο που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι οι απόλυτες ακυρότητες της προδικασίας προτείνονται μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, διαφορετικά καλύπτονται, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να ληφθούν υπόψη ούτε αυτεπαγγέλτως, αρμόδιο δε για την κήρυξη ή μη αυτών είναι το δικαστικό συμβούλιο. Αν οι ακυρότητες αυτές προτάθηκαν και απορρίφθηκαν από το δικαστικό συμβούλιο δεν μπορούν να επαναφερθούν και να προταθούν και πάλι ενώπιον του δικαστηρίου που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας, αφού τούτο δεν έχει αρμοδιότητα να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας. Ούτε έχει την εξουσία το δικαστήριο να παραπέμψει πάλι την υπόθεση στην ανάκριση προκειμένου να επαναληφθεί η ακύρως διενεργηθείσα ανακριτική πράξη (Ολ. ΑΠ 1/2008). Στην προκειμένη περίπτωση από τα έγγραφα της δικογραφίας, επιτρεπτά επισκοπούμενα προς έλεγχο αναιρετικού λόγου προκύπτει ότι κατά του αναιρεσείοντος και των κατηγορουμένων Χ3 και Χ2 ασκήθηκε ποινική δίωξη για σωρεία κακουργηματικών απατών σε βάρος διαφόρων εταιρειών μεταξύ των οποίων και σε βάρος της εταιρείας "ΛΑΖΑΡΟΣ ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ-ΠΑΡΚΕΤΑ ΑΕ", με την παράσταση στο νόμιμο εκπρόσωπο αυτής ότι η εδρεύουσα στην Αθήνα εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "SOCIETE COMMERCIALE FRANCO-HELLENIQUE LTD (FSFH) ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΠΕ", η οποία είναι εύρωστη και φερέγγυα, έχει μεγάλη εμπορική δραστηριότητα με τεράστιο δίκτυο πωλήσεων και ανήκει σε Γάλλο υπήκοο, ονόματι ΒΒ, με μεγάλη οικονομική επιφάνεια, με αποτέλεσμα να τον πείσει να τους πωλήσει και να τους παραδώσει παρκέτα δρυός καδρόνια, κόλλες και σοβατεπί, συνολικής αξίας 8.982,223 δρχ. ενώ αυτά ήταν ψευδή και τα παρέστησαν εν γνώσει τους ως αληθινά με σκοπό να αγοράσουν τα εμπορεύματα αυτά χωρίς να πληρώσουν το τίμημα και έτσι να ωφεληθούν αυτοί και οι συγκατηγορούμενοι τους το ως άνω ποσό με αντίστοιχη ζημία της παθούσας εταιρείας. Με το από 1316/2001 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, παραπέμφθηκε ο αναιρεσείων στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών για να δικασθεί κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας για ηθική αυτουργία σ' όλες της αξιόποινες πράξεις για τις οποίες ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά των προαναφερθέντων και συνεπώς και για την αξιόποινη πράξη της απάτης σε βάρος της εταιρείας "ΛΑΖΑΡΟΣ ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ-ΠΑΡΚΕΤΑ ΑΕ". Το ως άνω βούλευμα κατέστη αμετάκλητο μετά την απόρριψη της από 4-4-2001 έφεσης, που άσκησε κατ' αυτού ο αναιρεσείων με το 729/2002 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών και της από 19/2/2002 αίτησης αναίρεσης του ιδίου κατά του τελευταίου βουλεύματος. Στην κατά την 26/11/1999 απολογία του αναιρεσείοντα του απαγγέλθηκε από τον τακτικό ανακριτή η κατηγορία για ηθική αυτουργία σε αξιόποινες πράξεις κακουργηματικής απάτης, στις οποίες δεν περιλαμβάνεται και η κατηγορία για την ως άνω αξιόποινη πράξη της απάτης σε βάρος της ως άνω εταιρείας. Σε κανένα όμως από τα παραπάνω ένδικα μέσα που άσκησε ο αναιρεσείων δεν επικαλέσθηκε απόλυτη ακυρότητα λόγω προσβολής του υπερασπιστικού του δικαιώματος ν' απολογηθεί για την αποδιδόμενη σ' αυτόν αξιόποινη πράξη εκ του λόγου ότι γι' αυτήν δεν του απαγγέλθηκε κατηγορία από τον ανακριτή. Το πρώτο δε προέβαλε τον περί ακυρότητας ισχυρισμό του ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, τον οποίο και επανέλαβε ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων. Συνακόλουθα το Πενταμελές Εφετείο το οποίο προχώρησε στην εκδίκαση της υποθέσεως και καταδίκασε για την πράξη αυτή τον αναιρεσείοντα απορρίπτοντας τον ως άνω ισχυρισμό με την αιτιολογία στο σκεπτικό ότι "ανεξάρτητα από την αβασιμότητα του ισχυρισμού αυτού" είναι αυτός απορριπτέος ως απαράδεκτος διότι προτάθηκε μετά την αμετάκλητη παραπομπή του στο ακροατήριο, δεν υπερέβη (θετικά) την εξουσία του με το να προχωρήσει στην εκδίκαση της υποθέσεως ασκώντας δικαιοδοσία την οποία δεν του παρέχει ο νόμος, και είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος των προσθέτων κατά το επικουρικό σκέλος του. Σε κάθε πάντως περίπτωση εφόσον από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του συγκατηγορουμένου του αναιρεσείοντα Χ2, για κακουργηματική απάτη σε βάρος της ως άνω εταιρείας, η ποινική δίωξη εκτείνεται και σ' αυτόν (αναιρεσείοντα) ως συμμετοχή σ' αυτήν αφού αντικείμενο της ποινικής δίωξης είναι ορισμένο ιστορικό γεγονός, ήτοι η δίωξη ασκείται in rem και όχι in persona, είναι απορριπτέος και ο από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ πρώτος λόγος του δικογράφου των προσθέτων με την ειδικότερη αιτίαση ότι ιδρύεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο διότι επιλήφθηκε η δικαστική αρχή χωρίς προηγούμενη άσκηση ποινικής δίωξης. Ενόψει δε των ανωτέρω είναι απορριπτέος ως αβάσιμος και ο από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Α' σε συνδ. με άρθρο 171 παρ. 2 ΚΠΔ δεύτερος λόγος των προσθέτων με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο λόγω της παρά τον νόμο παράστασης της πολιτικής αγωγής με την ειδικότερη αιτίαση ότι εφόσον δεν είχε ασκηθεί ποινική δίωξη κατ' αυτού (αναιρεσείοντα) για την ως άνω αξιόποινη πράξη σε βάρος της εταιρείας "Παρκέτα Λάζαρος Αρβανίτης ΑΕ" απαράδεκτα η τελευταία δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής. VI. Από τις διατάξεις των άρθρων 27 επ., 43, 49 σε συνδυασμό προς αυτές των άρθρων 57 επ. 246 επ., 250 και 321 του Κ.Π.Δ. συνάγεται ότι το δικαστήριο μπορεί να αποφαίνεται μόνο για την πράξη για την οποία ασκήθηκε από τον εισαγγελέα ποινική δίωξη, όχι δε και για κάποια άλλη έστω και συναφή, αλλιώς παράγεται απόλυτη ακυρότητα 171 παρ. 1 περ. β' του Κ.Π.Δ., λόγω ανεπίτρεπτης μεταβολής της κατηγορίας που υπάρχει και όταν η πράξη για την οποία διώχθηκε και παραπέμφθηκε στο ακροατήριο ο κατηγορούμενος είναι διαφορετική κατά τόπο, χρόνο και λοιπές ιστορικές περιστάσεις τελέσεως, από εκείνη για την οποία καταδικάσθηκε αυτός. Τέτοια ανεπίτρεπτη μεταβολή κατηγορίας δεν υπάρχει, όταν το δικαστήριο προσδιορίζει ακριβέστερα, σύμφωνα με τα πορίσματα της ακροαματικής διαδικασίας τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν τον τρόπο τελέσεως της πράξεως" πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει σε περίπτωση παραλλαγής του τρόπου συμμετοχής στο έγκλημα, όπως στην περίπτωση κατά την οποία ο κατηγορηθείς ως φυσικός αυτουργός καταδικασθεί ως ηθικός αυτουργός, ούτε συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή ο ακριβέστερος προσδιορισμός του χρόνου τέλεσης της πράξεως, εκτός αν ο προσδιορισμός αυτός ασκεί επιρροή στην ταυτότητα της πράξεως ή στην παραγραφή της ποινικής δίωξης. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, επιτρεπτά επισκοπούμενου προς έλεγχο της βασιμότητας ή όχι αναιρετικού λόγου, στην μεν πρωτόδικη 1841/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, και στο 1316/2001 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, το οποίο επικυρώθηκε με το 729/2002 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών ως χρόνος τέλεσης της αξιόποινης πράξης της ηθικής αυτουργίας απάτης κατ' εξακολούθηση τελεσθείσης για την οποία καταδικάσθηκε με την πρωτόδικη απόφαση και παραπέμφθηκε με το ως άνω βούλευμα, φέρεται ο μήνας Μάΐος 1996 σε μη εξακριβωμένες ειδικότερα ημερομηνίες, η 10-7-1996 και 25-7-1996, στην προσβαλλομένη 1741/2008 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ως χρόνος τέλεσης τοποθετείται ο μήνας Μάιος σε μη ειδικότερα εξακριβωμένες ημερομηνίες. Με την μη αναφορά των αξιοποίνων πράξεων που φέρονται ότι τελέσθηκαν κατά τους χρόνους 10-7-1996 και 25-7-1996 και η αποδοχή από το Πενταμελές Εφετείο μόνο ως χρόνου τελέσεως της ως άνω αξιόποινης πράξης που τελέσθηκε κατ' εξακολούθηση μέσα στο μήνα Μάιο, δεν συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας αφού δεν ασκεί η μεταβολή αυτή επιρροή ούτε στην ταυτότητα της πράξης ούτε στο χρόνο της παραγραφής και είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ συναφής λόγος αναίρεσης του δικογράφου των προσθέτων. Για τον ίδιο λόγο είναι απορριπτέος ο ίδιος λόγος αναίρεσης του δικογράφου των προσθέτων με την ειδικότερη (κατ' εκτίμηση) αιτίαση της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο συνεπεία ανεπίτρεπτης μεταβολής της κατηγορίας από αυτουργία σε ηθική αυτουργία. Τέλος ουδεμία ακυρότητα της διαδικασίας συνεπάγεται η στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης μνεία του περιεχομένου του με αριθμό 1316/2001 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών και τον με αριθμ. 729/2002 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών τα οποία άλλωστε διηγηματικώς αναφέρονται, αφού πλήρως ταυτίζονται με την κατάθεση των εξετασθέτων μαρτύρων, εν όψει μάλιστα του ότι όπως προκύπτει από τα ενσωματωμένα στην προσβαλλομένη απόφαση πρακτικά φέρονται ως αναγνωσθέντα έγγραφα στην ανάγνωση των οποίων και δεν εναντιώθηκε ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του. V. Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 § 1 του Ποινικού Κώδικα, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και εάν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, κατά δε τη διάταξη της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου του ΠΚ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 § 11 του Ν. 2408/1996 και έγινε ευμενέστερη, ώστε να εφαρμόζεται αναδρομικά και για πράξεις που είχαν τελεσθεί προηγουμένως (άρθρο 2 Π Κ), επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, για τη θεμελίωση της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, απαιτείται η προς το σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους εν γνώσει παράσταση από τον δράστη ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, εξαιτίας των οποίων παραπλανάται άλλος και πείθεται να προβεί σε πράξη ή παράλειψη ή ανοχή, ένεκα της οποίας ως άμεσο αποτέλεσμα επέρχεται η βλάβη (ζημία) στην περιουσία του παραπλανηθέντος ή τρίτου, ασχέτως αν πραγματοποιήθηκε ο σκοπός του περιουσιακού οφέλους του δράστη ή του τρίτου, ο δε υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, και μετά τη νέα αντικατάσταση της παραγράφου 3 του άρθρου 386 από το άρθρο 14 § 4 του Ν. 2721/1999, απαιτείται επιπλέον, το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ. (ήδη 15.000 ευρώ), οπότε η νεότερη αυτή διάταξη αποβαίνει ακόμη ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' ΠΚ, που προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 § 1 του Ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια δε τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Από την τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ προκύπτει ότι, για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του, ενώ κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Επίσης από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1α' του Π.Κ. προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτούνται: α) πρόκληση από την ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της απόφασης να διαπράξει ορισμένη πράξη, η πρόκληση δε αυτή μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως η υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής, πειθώ, απειλή κ.ά. β) η διάπραξη από τον άλλον της πράξης αυτής και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της απόφασης για τη διάπραξη από τον άλλον της αντικειμενικής υπόστασης ορισμένου εγκλήματος με γνώση και θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξης. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ1 του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα, από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως θεμελιώνει και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη 1741/2008 απόφασή του που εξέδωσε δέχθηκε με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό ότι από τα κατ' είδος τους μνημονευόμενα σε αυτή αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Σε μη επακριβώς εξακριβωθείσα ημερομηνία του Μαΐου 1996 ο πρώτος κατηγορούμενος Χ3 εμφανίσθηκε στον πολιτικώς ενάγοντα Ψ, ο οποίος τότε διατηρούσε βιοτεχνία ενδυμάτων στην ... και επί της οδού ... και του παρέστησε ότι είναι εκπρόσωπος της εδρεύουσας στην ... εταιρίας "SOCIETE COMMERCIALE FRANCO-HELLENIQUE LTD", ότι αυτή έχει αναπτύξει μεγάλη οικονομική δραστηριότητα και διαθέτει μεγάλη οικονομική επιφάνεια και μεγάλο δίκτυο πελατών, ανήκει στον γάλλο υπήκοο ΒΒ που διέθετε μεγάλη οικονομική άνεση και έπεισε τον ανωτέρω Ψ ότι πρόκειται να συναλλαγεί με διεθνούς κύρους εμβέλειας εταιρία και να του πωλήσει και παραδώσει εμπορεύματα, αξίας 5.156.116 δραχμών για την πληρωμή των οποίων του παραδόθηκαν οι ... και ... επιταγές πληρωτέες από την ALPHA BANK για ποσά 2.656.116 και 2.500.000 δραχμών, αντίστοιχα με εκδότρια την ανωτέρω εταιρία σε διαταγή του και ημερομηνίες εκδόσεως 20-8-96 και 10-8-96 (μεταχρονολογημένες). Οι επιταγές όμως τελικά δεν πληρώθηκαν με αντίστοιχη ζημία του πωλητή πολιτικώς ενάγοντος, καθόσον η ως άνω εταιρία δεν ήταν φερέγγυα, ούτε ήταν μεγάλης οικονομικής επιφάνειας και ο φερόμενος ως νόμιμος εκπρόσωπος της ΒΒ ήταν στην πραγματικότητα ο ΓΓ, ο οποίος ήταν κατηγορούμενος σε άλλη υπόθεση με παθούσα την εταιρεία "ΔΕΛΤΑ ΤΕΧΝΙΚΗ ΑΚΒΕΤΤΕ" βλ. 1304/2005 βούλευμα Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εμφανιζόταν στις συναλλαγές με πλαστή ταυτότητα ως ο ανωτέρω γάλλος υπήκοος. Ο αυτός ΓΓ είναι κατηγορούμενος και στην παρούσα υπόθεση πλην όμως επειδή δεν συνελήφθη ανεστάλη η σε βάρος του διαδικασία. Η αυτή εταιρία ούτε οικονομικά εύρωστη ήταν ούτε μεγάλη εμπορική δραστηριότητα είχε αναπτύξει, ούτε ευρύ κύκλο συναλλαγών και τεράστιο δίκτυο διέθετε όπως ψευδώς παρέστησε στον πολιτικώς ενάγοντα ο ανωτέρω κατηγορούμενος για να τον πείσει, όπως και έγινε, να πουλήσει στην εταιρία με πίστωση του τιμήματος τα ανωτέρω αξίας εμπορεύματα και να δεχθεί προς κάλυψη του τιμήματος των μεταχρονολογημένες ακάλυπτες επιταγές, οι οποίες, όπως λέχθηκε, δεν πληρώθηκαν, με αποτέλεσμα ισόποση με την ονομαστική αξία τους περιουσιακή ζημία του πολιτικώς ενάγοντος, και αντίστοιχο παράνομο περιουσιακό όφελος του ιδίου, και του συγκατηγορουμένου του Χ1, ο οποίος ήταν στενός συνεργάτης του ΓΓ και εμφανιζόταν στις συναλλαγές ως Γεν. Δ/ντης της ως άνω εταιρίας. Αυτοί δε οι δύο, είχαν αποφασίσει περί τα τέλη του έτους 1995, με απατηλές μεθοδεύσεις και κατά σύστημα ενεργώντας να αποσπάσουν από διαφόρους ανυποψίαστους επιχειρηματίες εμπορεύματα, χωρίς να καταβάλουν το αντίτιμο της αξίας τους, εκδίδοντας ακάλυπτες μεταχρονολογημένες επιταγές, με σκοπό τον παράνομο πλουτισμό. Προς υλοποίηση του σχεδίου φρόντισαν ο ΓΓ, εμφανιζόμενος ως ο ανωτέρω αλλοδαπός επιχειρηματίας να αποκτήσει με τον τρόπο που περιγράφεται λεπτομερώς στο 1316/2001 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, και στο 729/2002 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, τον έλεγχο της ανωτέρω εταιρίας, από τους αλλοδαπούς ιδρυτές, και να καταστεί νόμιμος εκπρόσωπός της. Παράλληλα για να μπορούν να απευθύνονται σε μεγάλο κύκλο υποψηφίων θυμάτων διεύρυναν το σκοπό της εταιρίας συμπεριλαμβάνοντας σ' αυτόν την αγοραπωλησία αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων, καλλυντικών αρωμάτων και κοσμημάτων. Σημειωτέον η εταιρία κατά την σύσταση της το 1991 είχε ως αντικείμενο της εμπορικής της δραστηριότητας την εισαγωγή- εξαγωγή και εμπορία τροφίμων ποτών ενδυμάτων, ειδών κομμωτηρίου, αυτοκινήτων, αγροτικών μηχανημάτων, ποδηλάτων, σκαφών θαλάσσης, υφασμάτων, πλακιδίων, μετάλλων, ειδών οικιακής χρήσεως, δερματίνων ειδών, την εκμετάλλευση επιχείρησης διεθνών και ειδικών μεταφορών, μεσιτικές εργασίες, ενοικιάσεις αυτοκινήτων και αγοραπωλησίες και ενοικιάσεις ακινήτων. Στη συνέχεια θέτοντας σ' εφαρμογή σχέδιο τους, προκειμένου οι ίδιοι να μη δύνανται να εντοπισθούν και αποκαλυφθούν καλυπτόμενοι πίσω από τον ανύπαρκτο Γάλλο επιχειρηματία ΒΒ δια διαφόρων προσώπων που ενεργούσαν κατά προτροπή και κατόπιν εντολής τους με αντιπαροχή οικονομικών ανταλλαγμάτων, τα οποία (πρόσωπα) τελούσαν σε γνώση της πραγματικής περιουσιακής καταστάσεως της ως άνω εταιρίας και του σκοπού του παράνομου περιουσιακού οφέλους που επιδίωκαν οι ανωτέρω κατηγορούμενοι (Χ - ΓΓ), άρχισαν να πλησιάζουν τα υποψήφια θύματά τους επιχειρηματίες του λεκανοπεδίου της ... και όχι μόνον .....Στο πλαίσιο της τακτικής αυτής τοποθετείται και η αμέσως ανωτέρω αναφερομένη περίπτωση εξαπατήσεως του πολιτικώς ενάγοντος Ψ, πρέπει να συμφωνηθεί ότι, χάρις στον εν λόγω παθόντα, κατέστη δυνατή η αποκάλυψη του ΓΓ και η κάλυψή του πίσω από τον ανύπαρκτο ΒΒ. Οι περιπτώσεις εξαπατηθέντων επιχειρηματιών δεν έφθασαν όλες στη Δικαιοσύνη, διότι πολλοί εξ' αυτών, δεν κατάγγειλαν την συμπεριφορά των κατηγορουμένων, χαρακτηριστική τούτου είναι η κατάθεση του μάρτυρα ΔΔ, ο οποίος υπήρξε θύμα των κατηγορουμένων και περιγράφει λεπτομερώς τις απατηλές ενέργειες του Χ2 και του Χ1. Επίσης η δραστηριότητα αυτή των κατηγορουμένων προκύπτει και από την κατάθεση της μάρτυρος ΕΕ, η οποία έχει κατάστημα πωλήσεως ποτών και είναι ιδιοκτήτρια της αποθήκης που υπάρχει δίπλα στο κατάστημά της, την οποία νοίκιασε για λογαριασμό της εν λόγω εταιρίας, ο Χ2. Μάλιστα από το κατάστημά της αγόρασε και ποτά μεγάλης αξίας προς κάλυψη του τμήματος των οποίων, αλλά και του ποσού ενός μισθώματος της παρέδωσε την επιταγή που κατέθεσε στο ακροατήριο και αναγνώσθηκε, ποσού 1.430.000 δραχμών, η οποία βέβαια και δεν πληρώθηκε. Η εν λόγω μάρτυς καταθέτει ότι έβλεπε την αποθήκη να γεμίζει το πρωΐ από μεγάλες ποσότητες ετερόκλητων εμπορευμάτων, που ήταν ρούχα, κρέατα, ψυγεία μέχρι και παρκέτα (πρόκειται για την αμέσως κατωτέρω περίπτωση), τα εκφόρτωναν δε εκεί οι μεταφορείς της εταιρίας, που εξετάσθηκαν ως μάρτυρες, μεταφέροντάς τα από τα καταστήματα των θυμάτων των κατηγορουμένων. Η αποθήκη το βράδυ άδειαζε, διότι βέβαια οι κατηγορούμενοι φρόντιζαν να προωθούν περαιτέρω τα με απατηλό τρόπο αποκτηθέντα εμπορεύματα, αποκομίζοντας πολύ μεγάλα κέρδη. Μάλιστα η εν λόγω μάρτυρας θαύμαζε τους κατηγορουμένους και τους υπεύθυνους της εταιρίας για την δραστηριότητά τους αυτή. Όπως καταθέτει η μάρτυς τον Ιούλιο είχαν εξαφανισθεί όλοι από την αποθήκη και φυσικά και τα εμπορεύματα. Εκεί βέβαια κατέφθαναν και πολλά από τα θύματα των κατηγορουμένων, τα οποία αναζητούσαν τα εμπορεύματά τους αναφέρει δε χαρακτηριστικά την περίπτωση Προέδρου Συνεταιρισμού, ο οποίος διέθεσε στην ανωτέρω εταιρία βερίκοκα αξίας εκατομμυρίων δραχμών και "πληρώθηκε" με ακάλυπτη μεταχρονολογημένη επιταγή. Τα γραφεία της εταιρίας στους ... και την αποθήκη στο ... εντελώς άδεια, χωρίς έπιπλα, εξοπλισμό και εμπορεύματα βρήκε ο πολιτικώς ενάγων Ψ, όταν άρχισε να αναζητά τον Χ3. Επακολούθησε καταγγελία για την σε βάρος του απάτη και η υπόθεση άρχισε να ερευνάται από την Αστυνομία και από την έρευνα αυτή αποκαλύφθηκαν και άλλες περιπτώσεις, όπως η κατωτέρω αναφερόμενη. Συγκεκριμένα ο Χ2, ο οποίος ανήκε στα πρόσωπα που, κατά τα άνω, προσέγγιζαν τα υποψήφια θύματά τους, κατά μη εξακριβωθείσα επακριβώς ημερομηνία του αυτού μηνός Μαΐου 1996, όπως ομολόγησε ο ίδιος απολογούμενος στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον νόμιμο εκπρόσωπο της εδρεύουσας στην ... εταιρίας με την επωνυμία "Λάζαρος Αρβανίτης-Παρκέτα ΑΕ", που παρίσταται ως πολιτικώς ενάγουσα και του παρέστησε ψευδώς ότι η ανωτέρω εταιρία "Γαλλοελληνική Εμπορική ΕΠΕ", είναι οικονομικά εύρωστη και φερέγγυα, με μεγάλη εμπορική δραστηριότητα και τεράστιο δίκτυο πελατών και αντίστοιχο κύκλο εργασιών και ότι ανήκε στον πολύ επιτυχημένο γάλλο επιχειρηματία ΒΒ. Στις ψευδείς δε αυτές, παραστάσεις του πείσθηκε ο εκπρόσωπος της εν λόγω εταιρίας να πωλήσει και παραδώσει στην ευρισκομένη στην ως άνω αποθήκη της εταιρίας παρκέτα δρυός, καδρόνια κόλλες και σοβατεπί συνολικής αξίας 8.982.223 δραχμών, επί πιστώσει του τμήματος και να δεχθεί προς κάλυψη αυτού να του παραδοθεί από τον μεταφορέα ΣΤ η ... ισόποση επιταγή της ALPHA BANK, η οποία δεν πληρώθηκε αφού, ήταν ακάλυπτη, με αποτέλεσμα να υποστεί η πολιτικώς ενάγουσα ισόποση περιουσιακή ζημία με αντίστοιχο παράνομο περιουσιακό όφελος του εν λόγω κατηγορουμένου και του συγκατηγορουμένου του Χ, αφού, όπως ήδη λέχθηκε, η αγοράστρια εταιρία, ούτε φερέγγυα ήταν, ούτε μεγάλο κύκλο πελατών διέθετε, αλλ' αντιθέτως οι κατηγορούμενοι και ο φυγόδικος ΓΓ είχαν αποφασίσει να εξαπατήσουν ανύποπτους εμπόρους και να επιτύχουν την πώληση και παράδοση στις αποθήκες της εταιρίας εμπορευμάτων την αξία των οποίων και ουδέποτε θα πλήρωναν, αφού οι παραδοθείσες προς κάλυψη της μεταχρονολογημένες επιταγές ήσαν ακάλυπτες. Το σχέδιο δε αυτό ανέλαβαν να υλοποιήσουν οι πρώτος και δεύτερος κατηγορούμενοι, τουλάχιστον στις αναφερθείσες ανωτέρω δύο περιπτώσεις. Την συνεννόηση των κατηγορουμένων στην υλοποίηση του σχεδίου που κατά τα άνω είχαν καταρτίσει οι Χ1 - ΓΓ καταδεικνύει το γεγονός ότι ο Χ1 που, όπως δήλωσε στον Ψ ο Χ3 ήταν εκείνος που "κινούσε τα νήματα" στην όπως χαρακτηριστικά λέγει, μετά το κλείσιμο της εταιρίας, η οποία ουσιαστικά λειτούργησε επί 3 μήνες περίπου, διάστημα κατά το οποίο, όπως κατέθεσε ο Ψ που ήταν αυτός ο οποίος επέτυχε την αποκάλυψη της παράνομης δραστηριότητας των και ευλόγως γνωρίζει την δραστηριότητα αυτή σε όλη της την έκταση, κυκλοφόρησαν 88 ακάλυπτες επιταγές της εταιρίας εμφανίσθηκε στον πολιτικώς ενάγουσα τον Φεβρουάριο του 1998 και του παρέδωσε ένα αυτοκίνητο της εταιρίας (πρόκειται για το ... ΙΧΕ) το οποίο πωλήθηκε αντί 1.700.000 δραχμών, ποσό το οποίο του δόθηκε προς περιορισμό της περιουσιακής του ζημίας. Το αυτοκίνητο δε αυτό του το παρέδωσε ο Χ2. Και οι δύο ως άνω κατηγορούμενοι την πράξη αυτή, από την οποία το όφελος των ιδίων και του συγκατηγορουμένου τους, αλλά και η ζημία των παρόντων υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 € τέλεσαν κατ' επάγγελμα αφού, από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως της απάτης αλλά και την προαναφερθείσα υποδομή που είχαν δημιουργήσει, δια της συμμετοχής τους στις παράνομες δραστηριότητες της εταιρίας με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης προκύπτει σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος σκοπό τον οποίο και πέτυχαν τουλάχιστον στις ανωτέρω δύο περιπτώσεις, αλλά και σε άλλες, οι οποίες, όπως λέχθηκε, δεν καταγγέλθηκαν από τα θύματα της δραστηριότητας τους αυτής. Χαρακτηριστικές τέτοιες περιπτώσεις αναφέρονται στα ανωτέρω βουλεύματα καταδεικνύουν δε την δημιουργηθείσα υποδομή. Κατ' ακολουθίαν τούτων στοιχειοθετείται πλήρως η πράξη που αποδίδεται στους 1ο και 2ο κατηγορουμένους, όπως αυτή εξειδικεύεται κατά τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία της στο διατακτικό και πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι αυτής και να αναγνωρισθούν οι ελαφρυντικές περιστάσεις στον μεν πρώτο του άρθρου 84 παρ. 2 ε' ΠΚ, στον δε δεύτερο του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ, οι οποίες τους αναγνωρίσθηκαν και πρωτοδίκως. Αντιθέτως δεν συντρέχουν στο πρόσωπό τους οι προϋποθέσεις που τάσσει η διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 δ' ΠΚ, για αναγνώριση της ελαφρυντικής περιστάσεως της ειλικρινούς μεταμέλειας,, όπως, προεχόντως εντελώς αορίστως, σε κάθε περίπτωση αβάσιμα, αιτούνται. Περαιτέρω, ενόψει όλων των προεκτεθέντων, αφού ο τρίτος κατηγορούμενος ήταν με τον ΓΓ αυτός που συνέλαβε το σχέδιο εξαπατήσεως ανύποπτων επιχειρημάτων και παράνομου πλουτισμού του ιδίου, αλλά και όσων θα συμμετείχαν στην υλοποίησή του, στη συνέχεια δε με την ιδιότητα του Γεν. Δ/ντου, όπως καταθέτουν οι μάρτυρες, αλλά ισχυρίσθηκαν, απολογούμενοι πρωτοδίκως οι συγκατηγορούμενοί του και την ενεργό συμμετοχή στην δραστηριότητα της εταιρίας, ήταν αυτός που με φορτικότητα και υποσχέσεις οικονομικών ανταλλαγμάτων έπεισε τους συγκατηγορούμενους του, που ο ίδιος ενέταξε στο δυναμικό της εταιρίας, για να τους χρησιμοποιήσει προς υλοποίηση του σχεδίου, που κατά τα άνω είχε συλλάβει, να τελέσουν την πράξη για την οποία, κατά τα προεκτεθέντα κρίθηκαν ένοχοι. Ενόψει των παραδοχών αυτών το Πενταμελές Εφετείο κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο ηθικής αυτουργίας κατ' εξακολούθηση σε απάτη που τελέσθηκε κατ' επάγγελμα και το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δραχμών. Με βάση τις προαναφερόμενες παραδοχές, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων, για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις, από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 46 § 1α, 98, 386 παρ. 1β-α, 3α, όπως η παρ. 3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 Ν. 2721/1999, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα με πληρότητα αιτιολογείται η ιδιότητα του αναιρεσείοντα ως ηθικού αυτουργού, με τις παραδοχές ότι ο αναιρεσείων ήταν Γενικός Δ/ντής και ασκών κατ' ουσίαν την διοίκηση της ΓΑΛΛΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΕ και με την ιδιότητά του αυτή με φορτικότητα και υποσχέσεις οικονομικών ανταλλαγμάτων έπεισε τους συγκατηγορουμένους του Χ3 και Χ2, τους οποίους ο ίδιος ενέταξε στο δυναμικό της εταιρείας, για να τους χρησιμοποιήσει προς υλοποίηση του σχεδίου του, που είχε συλλάβει, να τελέσουν τις απάτες για τις οποίες κρίθηκαν οι τελευταίοι ένοχοι.
Συνεπώς ο περί του αντιθέτου από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ' σχετικός λόγος της αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Με πληρότητα επίσης αιτιολογείται η επιβαρυντική περίσταση της κατ' επάγγελμα τέλεσης της ως άνω αξιόποινης πράξης, τόσο από τους αυτουργούς-συγκατηγορουμένους του αναιρεσείοντα όσο και από τον ίδιο με τις παραδοχές α)όσον αφορά την επανειλημμένη τέλεση της ως άνω αξιόποινης πράξης ότι οι περιπτώσεις των εξαπατηθέντων δεν έφθασαν όλες στη δικαιοσύνη και όσον αφορά την υποδομή που είχαν δημιουργήσει καθ' ένας απ' αυτούς, με την παραδοχή της συμμετοχής του στις παράνομες δραστηριότητες της εταιρείας και της εφαρμογής του σχεδίου να καλύπτονται πίσω από ανύπαρκτο Γάλλο επιχειρηματία, μέσω διαφόρων προσώπων που ενεργούσαν κατόπιν εντολής τους με παροχή οικονομικών ανταλλαγμάτων. Συνακόλουθα οι περί του αντιθέτου από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ συναφείς λόγοι του δικογράφου των προσθέτων είναι απορριπτέοι.
VI. Η ύπαρξη της επιβαλλόμενης από το άρθρο 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός για την αναγνώριση της υπάρξεως στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικών περιστάσεων, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν όμως ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που προαναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το Δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό ή σε ισχυρισμό αρνητικό της κατηγορίας. Ως ελαφρυντική δε περίσταση κατά το άρθρο 84 παρ.2 περίπτωση Ε' ΠΚ θεωρείται και το ότι υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του υπό την έννοια ότι πρέπει η καλή συμπεριφορά να εκτείνεται σε μεγάλο διάστημα και υπό καθεστώς ελευθερίας του υπαιτίου, διότι τότε μόνον η επιλογή του αντανακλά στη γνήσια ψυχική στάση του και παρέχει αυθεντική μαρτυρία για την ποιότητα του ήθους του και της κοινωνικής προδιαθέσεώς του, ενώ δεν αρκεί η απλή συμπεριφορά δηλαδή η μη κακή συμπεριφορά του δράστη. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενη απόφασης ο συνήγορος του αναιρεσείοντα-κατηγορουμένου υπέβαλε αίτημα αναγνώρισης του ελαφρυντικού του άρθρου 84 § 2 με το εξής περιεχόμενο: "Αιτούμαι όπως μου αναγνωριστεί το ελαφρυντικό της καλής συμπεριφοράς για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη, όπως αναγνωρίσθηκε πρωτοδίκως στους συγκατηγορουμένους μου δεδομένου ότι αποδείχθηκε ότι μετά την τέλεση της πράξης, είχα έντιμη επαγγελματική και κοινωνική δραστηριότητα, ιδρύοντας την εταιρία "ΝΕΤ 360 ΑΕ", η οποία παρέχει εργασία σε πολλούς ανθρώπους και οικογένειες συνεισφέρει στην ανάπτυξη του Ελληνικού Τουρισμού. Ουδεμία πράξη αξιόποινη τέλεσα, αντιθέτως ήμουν πάντα στη διάθεση της Δικαιοσύνης για να δώσω τις οφειλόμενες εξηγήσεις για την πράξη για την οποία κατηγορήθηκε". Το Εφετείο απέρριψε τον παραπάνω αυτοτελή ισχυρισμό με την παρακάτω αιτιολογία: "δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του οι προϋποθέσεις που τάσσει η διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2ε' του ίδιου κώδικα, όπως αορίστως, σε κάθε περίπτωση αβασίμως, αιτείται αφού και αν ακόμη συμπεριφέρθηκε μετά την τέλεση της πράξεως και ειδικότερα μετά την έκδοση της πρωτόδικης αποφάσεως τούτο δεν ήταν αποτέλεσμα της ελεύθερης βουλήσεως του, αλλά της αναμενομένης δικαστικής κρίσεως της υποθέσεως του, προκειμένου να μπορεί ευπροσώπως να υποβάλλει αίτημα αναγνωρίσεως και της ελαφρυντικής περιστάσεως που προβλέπει η διάταξη αυτή. Οι λοιποί ισχυρισμοί των κατηγορουμένων και ειδικότερα του τρίτου από αυτούς, ενόψει όλων όσων εκτίθενται ανωτέρω στο αποδεικτικό πόρισμα της παρούσης τυγχάνουν αβάσιμοι και απορριπτέοι". Με το παραπάνω περιεχόμενο το ως άνω αίτημα του αναιρεσείοντα ήταν αόριστο, αφού το ότι ο αναιρεσείων δεν τέλεσε καμμιά άλλη αξιόποινη πράξη και "ήταν πάντα στη διάθεση της Δικαιοσύνης για να δώσει εξηγήσεις για την πράξη για την οποία κατηγορήθηκε" συνιστά απλώς παθητική στάση του δηλαδή μη κακή συμπεριφορά αυτού και συνεπώς δεν εμπίπτει στην έννοια της "καλής συμπεριφοράς" που αξιώνει η διάταξη του άρθρου 84 § 2δ' η δε, επικαλούμενη ίδρυση απ' αυτόν ανώνυμης τουριστικής εταιρείας, αυτή και μόνη δεν συνιστά την απαιτούμενη από την ως άνω διάταξη προϋπόθεση της καλής συμπεριφοράς, ενόψει του ότι δεν προσδιορίζεται ποίο ήταν το χρονικό διάστημα κατά το οποίο δραστηριοποιήθηκε η εταιρεία και ποια ήταν η συμμετοχή σ' αυτή του αναιρεσείοντα κατά το διάστημα αυτό.
Συνεπώς το Εφετείο δεν είχε υποχρέωση ν' απαντήσει επί του αορίστου αυτού ισχυρισμού πολύ δε περισσότερο να αιτιολογήσει την απόρριψή του. Παρά ταύτα ως εκ περισσού απέρριψε το παραπάνω αίτημα κυρίως ως αόριστο, επικουρικά δε ως αβάσιμο αιτιολογώντας την απορριπτική επί της ουσίας κρίση του. Επομένως ο επί του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Ε' συναφής λόγος αναίρεσης του δικογράφου των προσθέτων με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 84 § 2ε', με την ειδικότερη αιτίαση ότι περιέχει αντιφατική αιτιολογία είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
VII. Τέλος το Εφετείο δεν ήταν υποχρεωμένο ν' απαντήσει πολύ δε περισσότερο να διαλάβει αιτιολογία επί ισχυρισμών πραγματικής πλάνης, αφού, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης δεν προκύπτει ότι υποβλήθηκε τέτοιος ισχυρισμός, αλλ' ούτε και είχε υποχρέωση ν' απαντήσει επί των στο υπόμνημα που κατέθεσε εγγράφως στο ακροατήριο ο συνήγορος του κατηγορουμένου και ανέπτυξε και προφορικά, περιλαμβανομένων ισχυρισμών αφού όλοι οι ισχυρισμοί αυτού ήταν αρνητικοί της κατηγορίας.
Συνεπώς οι περί του αντιθέτου από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ σχετικοί λόγοι του δικογράφου των προσθέτων είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 26-10-2008 αίτηση και τους από 28-4-2009 προσθέτους λόγους, για αναίρεση της 1741/2008 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Ιουλίου 2009.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Οκτωβρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή