Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 98 / 2024    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός 98/2024

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Μαρία Μουλιανιτάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρουλιώ Δαβίου-Εισηγήτρια, Μαρία Κουφούδη, Γεώργιο Καλαμαρίδη, Αθανάσιο Θεοφάνη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 1 Μαρτίου 2023, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειουσών: 1) Δ. χήρας Κ.. Κ., το γένος Ν. Κ., 2) Ο. Κ. του Κ…, κατοίκων Κ., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θεόδωρο Καρατίδη, και κατέθεσαν προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Σ. Λ. του Δ., 2) Θ. συζ. Σ. Λ., το γένος Χ. Ε., 3) Δ. Λ. του Σ., 4) Α. Κ. του Γ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημοσθένη Βασιλείου, και κατέθεσαν προτάσεις.
Στο σημείο αυτό, ο πληρεξούσιος των ως άνω αναιρεσειουσών, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, ζήτησε την αναβολή της συζήτησης της κρινόμενης αίτησης σε μεταγενέστερη δικάσιμο, για τους λόγους που ανέπτυξε. Το Δικαστήριο, αφού διασκέφθηκε με την παρουσία και του Γραμματέα του, απέρριψε το αίτημα αναβολής και διέταξε την πρόοδο της δίκης.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15-9-2011 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κατερίνης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 191/2013 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1738/2015 του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 12-12-2015 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειουσών ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Μαρουλιώ Δαβίου, ανέγνωσε την από 21-2-2023 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2) επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, προκύπτει ότι η έκδοση της προσβαλλόμενης 1738/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, υπήρξε αποτέλεσμα της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής: Οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι με την από 15.9.2011 αγωγή τους προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Κατερίνης, εξέθεταν, ότι σε εκτέλεση του .../1987 προσυμφώνου συμβολαίου αγοραπωλησίας, καταρτίσθηκε στις 20.9.1996 το ... συμβόλαιο πώλησης και μεταβίβασης κυριότητας της συμβολαιογράφου Κατερίνης, Μαρίας Χαλκίδου, που μεταγράφηκε νόμιμα, δυνάμει του οποίου ο πρώτος εξ αυτών απέκτησε από το δικαιοπάροχο των εναγομένων Κ. Κ. την κυριότητα εδαφικής αγροτικής έκτασης εμβαδού 1.000 τ.μ. εξ αδιαιρέτου, ως τμήμα μείζονος έκτασης 34.660 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση ... της αγροτικής περιοχής ….. Ότι σε εκτέλεση του .../1990 προσυμφώνου αγοραπωλησίας καταρτίσθηκε επίσης στις 20.9.1996 το νόμιμα μεταγραμμένο .../1996 οριστικό συμβόλαιο πώλησης και μεταβίβαση της κυριότητας, δυνάμει του οποίου οι δύο πρώτοι των εναγόντων απέκτησαν από κοινού, εξ αδιαιρέτου και κατ' ισομοιρία την κυριότητα εδαφικής έκτασης εμβαδού 4.776,67 τμ., τμήμα της ίδιας μείζονος έκτασης. Ότι από την κατάρτιση των δύο ως άνω προσυμφώνων (4.2.1987 ο πρώτος ενάγων και 31.8.1990 οι δύο πρώτοι ενάγοντες) ασκούσαν συνεχώς επί αυτών διακατοχικές πράξεις επί των επιδίκων εδαφικών εκτάσεων μέχρι και το έτος 2001, πλην όμως όταν στις 7.4.2002 απεβίωσε ο ως άνω πωλητής και κληρονομήθηκε από τις εναγόμενες, και ήδη αναιρεσείουσες, σύζυγο και θυγατέρα του, οι ίδιες κατέλαβαν τις επίδικες εκτάσεις, και απαγόρευσαν στους ενάγοντες την είσοδο και την λήψη της απόδοσης των ωφελημάτων τους, αμφισβητώντας με τον τρόπο αυτό την κυριότητα τους. Ότι μετά από την εξέλιξη αυτή, οι εναγόμενες άσκησαν εναντίον των δύο πρώτων εκ των εναγόντων την από 24.9.2003 αγωγή τους με αίτημα την ακύρωση των δύο ως άνω συμβολαίων αγοραπωλησίας και οι ίδιοι (ενάγοντες) άσκησαν εναντίον των εναγομένων την από 25.11.2004 διεκδικητική κυριότητας αγωγή, επί των οποίων εκδόθηκε η 221/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κατερίνης που απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την αγωγή των εναγόντων και δέχθηκε την αγωγή των εναγομένων ως κατ'ουσίαν βάσιμη. Ότι επί εφέσεως που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως αυτής από τους δύο πρώτους των εναγόντων εκδόθηκε η 1483/2007 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης με την οποία η έφεση έγινε εν μέρει δεκτή και κατ'ουσίαν, εξαφανίσθηκε η πρωτόδικη απόφαση μόνο ως προς το μέρος της που αφορούσε την αγωγή των εναγομένων (περί ακύρωσης των ως άνω αγοραπωλητηρίων συμβολαίων) η οποία μετά την εκδίκασή της απορρίφθηκε ως κατ'ουσίαν αβάσιμη, ενώ κατά τα λοιπά, ήτοι ως προς την διεκδικητική αγωγή των εναγόντων επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση που την είχε απορρίψει ως κατ'ουσίαν αβάσιμη. Ότι κατά της ως άνω τελεσίδικης απόφασης οι εναγόμενες των οποίων είχε απορριφθεί η αγωγή τους περί ακύρωσης των ως άνω συμβολαίων άσκησαν αίτηση αναιρέσεως η οποία απορρίφθηκε με την 1805/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου, η απόφαση δε αυτή επιδόθηκε εκ μέρους των εναγόντων στις εναγόμενες και κλήθηκαν οι ίδιες, όπως δι'εγγράφων εξωδίκων δηλώσεων είχαν κληθεί και προηγουμένως μετά την έκδοση της αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης, να τους παραδώσουν τη νομή και κατοχή των επιδίκων εδαφικών εκτάσεων, πλην όμως αυτές εξακολουθούν να τις παρακρατούν και να αρνούνται την απόδοσή τους στους ενάγοντες, όπως επίσης και την απόδοση στους ίδιους των εκ των ακινήτων αυτών αποκομισθέντων καρπών, που αναλογούν στο εξ αδιαιρέτου μερίδιο κυριότητας του καθενός από αυτούς. Επικαλούμενοι δε οι ενάγοντες ότι ήδη, κατά τη διάρκεια της αντιδικίας με τις εναγόμενες, με τα αναφερόμενα νόμιμα μεταγραμμένα συμβόλαια γονικής παροχής μεταβίβασαν ο μεν πρώτος την κυριότητα του ως άνω ακινήτου των 1.000 τμ., στον τρίτο εναγόμενο υιό του Δ. Λ. αμφότεροι δε οι πρώτος και δεύτερη των εναγόντων μεταβίβασαν έκταση 2.776,67 τμ εξ αδιαιρέτου από την έκταση των 4.776,67 τ.μ. της οποίας είναι συγκύριοι κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας στον ίδιο ως άνω υιό τους και έκταση 500 τ.μ. κατά ψιλή κυριότητα στην τέταρτη ενάγουσα εγγονή τους Α. Κ., ζήτησαν να αναγνωρισθούν συγκύριοι εξ αδιαιρέτου των επίδικων εδαφικών εκτάσεων, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσοστά για τον καθένα από αυτούς και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να τους τα αποδώσουν. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε η 191/2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κατερίνης η οποία την απέρριψε ως απαράδεκτη, λόγω δεδικασμένου, απορρέοντος από την προαναφερόμενη 1483/2007 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, κατά παραδοχή της νομίμως προβληθείσας από τις εναγόμενες σχετικής ενστάσεως. Επί εφέσεως των εναγόντων κατά της αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κατερίνης εκδόθηκε η προσβαλλόμενη 1738/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης , με την οποία αυτή (έφεση) έγινε τυπικά και κατ'ουσίαν δεκτή, κατά πλειοψηφία, εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση και έγινε δεκτή η αγωγή ως κατ'ουσίαν βάσιμη, αφού προηγουμένως απορρίφθηκε η περί απαράδεκτης άσκησης της αγωγής λόγω ... των εναγομένων. Κατά της ως άνω αποφάσεως στρέφεται η προκειμένη από 12.12.2015 αίτηση αναιρέσεως των εναγομένων - εφεσιβλήτων, η οποία ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα κατά τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1 και 4 και 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ. Επομένως αυτή είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 571 και 577 Κ.Πολ.Δικ.).
Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 16 εδ. Α' ΚΠολΔ, που ορίζει ότι λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, αν το δικαστήριο, κατά παράβαση του νόμου, δέχθηκε, ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο, προκύπτει, ότι ο λόγος αυτός προϋποθέτει, ότι το δικαστήριο ερεύνησε περί της συνδρομής των προϋποθέσεων του δεδικασμένου και, ακολούθως, δέχθηκε την ύπαρξη ή μη ύπαρξη αυτού. Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι δεδικασμένο παράγεται από την τελεσιδικία της αποφάσεως, ανεξάρτητα από το είδος της παρεχόμενης έννομης προστασίας. Η ύπαρξη και η έκταση του δεδικασμένου προκύπτει από το περιεχόμενο της αποφάσεως, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενο της αγωγής ή το υπερέβη ή απομακρύνθηκε από αυτό, αφού δεδικασμένο παράγεται και από εσφαλμένη απόφαση (Ολ. ΑΠ 1/2005). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 324 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι το δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ίδιων προσώπων, με την ίδια ιδιότητα, μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία, προκύπτει, ότι το δεδικασμένο προϋποθέτει ταυτότητα αντικειμένου, στο οποίο αναφέρεται το κριθέν και υπό κρίση δικαίωμα, καθώς και ταυτότητα της ιστορικής και νομικής αιτίας. Κατά την έννοια των εν λόγω διατάξεων, η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο που δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της αποφάσεώς του το δεδικασμένο, που προκύπτει από την απόφαση αυτή, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα για την ύπαρξη ή μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο, η οποία, αν παρόλα αυτά ασκηθεί, απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Το δεδικασμένο εκτείνεται: α) στο ουσιαστικό ζήτημα για την έννομη σχέση που προβλήθηκε με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού. Έννομη σχέση κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων είναι το σύνολο των έννομων συνεπειών που κρίθηκαν τελεσίδικα και όχι τα πραγματικά γεγονότα που τη γέννησαν ή αναλόγως την κατέλυσαν, β) την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή , ταυτότητα δε ιστορικής αιτίας στην περίπτωση αυτή υπάρχει όταν τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν το πραγματικό της διατάξεως που εφαρμόσθηκε στην προηγούμενη δίκη είναι τα ίδια με τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν το πραγματικό της διατάξεως που πρόκειται να εφαρμοσθούν στη νέα δίκη (ΑΠ 1966/2022, ΑΠ 1224/2022, ΑΠ 266/2022, ΑΠ 1259/2019) γ) τη νομική αιτία, ήτοι το νομικό χαρακτηρισμό που δόθηκε από το δικαστήριο στα πραγματικά περιστατικά κατά την υπαγωγή του στη σχετική διάταξη νόμου που εφάρμοσε. Ο Άρειος Πάγος ελέγχει μόνο την "παράβαση νόμου", δηλαδή την ψευδή ερμηνεία ή εσφαλμένη εφαρμογή των περί δεδικασμένου διατάξεων σε σχέση με όσα γίνονται ανελέγκτως δεκτά, ήτοι αν αυτά συνιστούν την έννοια του δεδικασμένου και σε καταφατική περίπτωση αν αυτό έχει την έκταση και το περιεχόμενο που του προσέδωσε η προσβαλλόμενη απόφαση (ΑΠ 1966/2022). Επί πλέον από τη διάταξη του άρθρου 1094 ΑΚ για τη διεκδικητική αγωγή προκύπτει ότι ο κύριος ακινήτου δικαιούται να αιτηθεί την αναγνώριση της κυριότητάς του και την απόδοση του ακινήτου, από τον νομέα ή τον κάτοχο. Ο ενάγων μπορεί να αρκεσθεί στο δεύτερο αίτημα, ή στο πρώτο αίτημα, οπότε η αγωγή έχει το χαρακτήρα αναγνωριστικής. Τα διάφορα στοιχεία του πραγματικού του ως άνω κανόνα δικαίου του άρθρου 1094 ΑΚ, ήτοι α) η αναγνώριση της κυριότητας και β) η απόδοση του ακινήτου από τον νομέα ή κάτοχο, είναι από άποψη θεμελίωσης της διεκδικητικής αγωγής ισοδύναμα, με την έννοια ότι αν δεν αποδειχθεί κάποιο από αυτά, αδιάφορο ποιο, η αγωγή θα απορριφθεί κατ'ουσίαν. Η απόρριψη της διεκδικητικής αγωγής ως αναπόδεικτης, δημιουργεί περαιτέρω ζητήματα δεδικασμένου όταν το δικαστήριο δεν περιορίζεται μόνο στο να αρνηθεί τη συνδρομή ορισμένου ή ορισμένων από τα στοιχεία του πραγματικού του κανόνα δικαίου (1094 ΑΚ) που είναι αναγκαία για να θεμελιωθεί το αίτημα της αγωγής, αλλά δέχεται συγχρόνως ότι αποδείχθηκε η ύπαρξη άλλου ή άλλων επίσης αναγκαίων στοιχείων για τη θεμελίωση του, όπως είναι όταν το δικαστήριο απορρίπτει την διεκδικητική αγωγή, δεχόμενο ότι ενώ αποδείχθηκε η κυριότητα του ενάγοντος επί του επιδίκου ακινήτου δεν αποδείχθηκε η προσβολή της από τον εναγόμενο με αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος από αυτόν, δηλαδή δεν αποδείχθηκε η κατοχή και νομή του επιδίκου από τον εναγόμενο. Στην περίπτωση αυτή, κατά λογική αναγκαιότητα, η ιστορική αιτία της απορριπτικής απόφασης συγκροτείται μόνο από τα στοιχεία που το δικαστήριο έκρινε ότι δεν αποδεικνύονται. Τυχόν κρίση ότι αποδεικνύονται άλλα στοιχεία του κανόνα δικαίου βρίσκεται έξω από την ιστορική αιτία δεν ανήκει οργανικά στο δικανικό συλλογισμό διότι δεν είναι αναγκαία για το απορριπτικό διατακτικό. Αυτό δε ισχύει άσχετα από το εάν το στοιχείο που κρίθηκε ότι αποδεικνύεται είναι πραγματικό περιστατικό ή έννομη σχέση όπως η κυριότητα στη διεκδικητική αγωγή. Η απόρριψη της διεκδικητικής αγωγής ως αναπόδεικτης, στηριζόμενη λογικώς στα στοιχεία εκείνα που το δικαστήριο έκρινε ότι δεν αποδεικνύονται, κατά την κρατούσα άποψη, δεν δημιουργεί δεδικασμένο για την κυριότητα του ενάγοντος, την οποία έχει κρίνει, δοθέντος ότι τα περιστατικά που κρίθηκαν ως αποδεικνυόμενα δεν στηρίζουν το διατακτικό της απορριπτικής απόφασης.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, δικάζοντας επί της εφέσεως των ήδη αναιρεσιβλήτων κατά της πρωτόδικης αποφάσεως η οποία απέρριψε την αγωγή τους ως απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου, ως προς την ένσταση αυτή την οποία οι ήδη αναιρεσείουσες νομίμως επανέφεραν ενώπιόν του δέχθηκε ανελέγκτως τα εξής: "... Από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι οι δύο πρώτοι των εναγόντων άσκησαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την με αριθμό κατάθεσης .../2004 αγωγή τους, με την οποία ισχυρίζονταν ότι α) ο πρώτος από αυτούς απέκτησε από τον δικαιοπάροχο των εναγομένων Κ. Κ. του Δ. με το με αριθμό .../1996 συμβόλαιο πώλησης και μεταβίβασης κυριότητας της Συμβολαιογράφου Κατερίνης Μαρίας Χαλκίδου, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα, την κυριότητα μιας εδαφικής αγροτικής έκτασης εμβαδού χιλίων τετραγωνικών μέτρων (1.000 τ.μ.) εξ αδιαιρέτου από μία μείζονα έκταση συνολικού εμβαδού τριάντα τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων εξήντα τετραγωνικών μέτρων (34.660 τ.μ.), η οποία βρίσκεται στη θέση "..." της κτηματικής περιοχής …, όπως αυτή αναλυτικά περιγράφεται στο δικόγραφο τους, β) οι δύο πρώτοι από αυτούς απέκτησαν από το ως άνω δικαιοπάροχο των εναγομένων με το με αριθμό .../1996 συμβόλαιο πώλησης και μεταβίβασης κυριότητας της Συμβολαιογράφου Κατερίνης Μαρίας Χαλκίδου, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα, την κυριότητα μιας εδαφικής έκτασης εμβαδού τεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων εβδομήντα έξι τετραγωνικών μέτρων και εξήντα επτά τετραγωνικών εκατοστών (4.776,67 τ.μ.) από την ίδια ως άνω μείζονα έκταση. Επί πλέον, υποστήριζαν ότι ο μεν πρώτος από την 04.02.1987, οι δε δύο πρώτοι από την 31.08.1990 έως και το έτος 2001 ασκούσαν τη νομή επί των επιδίκων λαμβάνοντας την αναλογία τους από την ετήσια πρόσοδο του φοντουκεώνα, ο οποίος καταλάμβανε την επίδικη έκταση. Περαιτέρω ισχυρίζονταν ότι κατά το έτος 2002 οι εναγόμενες τους απαγόρευσαν να επισκέπτονται το επίδικο ακίνητο και αρνήθηκαν να τους αποδώσουν τα ωφελήματα, τα οποία αποδίδει αυτό, αποβάλλοντάς τους με τον τρόπο αυτό από τα επίδικα εδαφικά τμήματα, η κυριότητα των οποίων τους ανήκει. Με βάση τους ισχυρισμούς τους αυτούς ζητούσαν με την ανωτέρω αγωγή τους: (α) να αναγνωρισθεί ο πρώτος από αυτούς συγκύριος ... (3.388,34 τ.μ.) και η δεύτερη από αυτούς συγκυρία ... (2.388,33 τ.μ.) από τη μείζονα έκταση που περιγράφεται παραπάνω , (β) να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να τους αποδώσουν τα παραπάνω ακίνητα, με την αποβολή τους από αυτά και την εγκατάσταση των ίδιων, (γ) να απαγορευθεί στις εναγόμενες κάθε μελλοντική διατάραξη με την απειλή σε βάρος τους χρηματικής ποινής τριακοσίων ευρώ (300,00Ε) , (δ) να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να καταβάλουν στον πρώτο από αυτούς το ποσό των ... (813Ε) και στη δεύτερη από αυτούς το ποσό των... (573Ε), τα οποία αποτελούν τα ωφελήματα που αντιστοιχούν στα μερίδιά τους επί του επιδίκου ακινήτου για τα έτη 2002 έως 2004... Επί της παραπάνω αγωγής εκδόθηκε η με αριθμό 221/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κατερίνης, η οποία την απέρριψε ως αβάσιμη στην ουσία της. Εξάλλου, η εν λόγω απόφαση κατέστη τελεσίδικη μετά την έκδοση της με αριθμό 1483/2007 απόφασης το Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία έγινε δεκτή κατ'ουσίαν η έφεση που άσκησαν κατ'αυτής οι δύο πρώτοι των εναγόντων κατά το κεφάλαιο της που έκρινε την αγωγή αυτών (εναγόντων). Όπως προκύπτει από την επισκόπηση της υπ'αριθμ. 1483/2007 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου (Εφετείου Θεσσαλονίκης) στη δίκη εκείνη εξετάσθηκε παρεπιπτόντως και το δικαίωμα της κυριότητας των εναγόντων επί των επίδικων ακινήτων γιατί το δικόγραφο της αγωγής εκείνης περιείχε και αίτηση για αναγνώριση της κυριότητας των εναγόντων επί αυτού. Ειδικότερα, συνεχίζει το Εφετείο, (σελ. 16) " στο σκεπτικό της απόφασης εκείνης κρίθηκε ότι οι γενόμενες από τον δικαιοπάροχο των εναγομένων προς τους δύο πρώτους των εναγόντων μεταβιβάσεις της κυριότητας των επιδίκων ακινήτων ήταν έγκυρες και επήγαγαν την μεταβίβαση της κυριότητας στους ενάγοντες των ακινήτων αυτών.
Ωστόσο στο διατακτικό της εν λόγω απόφασης δεν υπήρχε σχετική διάταξη ως προς το αναγνωριστικό αίτημα που κρίθηκε παρεπιπτόντως και έγινε σιωπηρά δεκτό, καλυπτόμενο εντεύθεν από το δεδικασμένο για το ζήτημα αυτό, εφόσον αποτελούσε αναγκαία προϋπόθεση για τη διάγνωση της δεύτερης αίτησης απόδοσης στους ενάγοντες των επιδίκων ακινήτων. Το αίτημα αποδόσεως των ακινήτων (ήδη επιδίκων) απορρίφθηκε με το σκεπτικό ότι " δεν αποδείχθηκε η επικαλούμενη (κατά το χρόνο εγέρσεως της αγωγής εκείνης) προσβολή της κυριότητας των εναγόντων επί αυτών με αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος.". Όμως από την επισκόπηση της υπ'αριθμ. 3169/335/26-11-2004 προηγούμενης ασκηθείσης διεκδικητικής αγωγής των δύο πρώτων των εναγόντων κατά των ήδη εναγομένων, επί της οποίας εκδόθηκε η προδιαληφθείσα απόφαση (τελεσίδικη) του Δικαστηρίου τούτου καθίσταται σαφές ότι δεν υπάρχει ταυτότητα της ιστορικής αιτίας κατά το στοιχείο της υπό των εναγομένων κατακράτησης της νομής και κατοχής των επιδίκων ακινήτων και της άρνησης απόδοσης των στους ενάγοντες μεταξύ των δύο αυτών διεκδικητικών αγωγών που στρέφονται κατά των αυτών εναγομένων. Συγκεκριμένα στην υπό κρίση αγωγή, ως προς το περιεχόμενο της παραδεκτά συμπληρώθηκε με τις πρωτόδικες προτάσεις των εναγόντων, εκτίθενται νέα πραγματικά περιστατικά ως προς το στοιχείο της καταλήψεως της συννομής και συγκατοχής των επιδίκων υπό των εναγομένων και αρνήσεως αποδόσεως των κατά τον χρόνο εγέρσεως της υπό κρίση αγωγής πέραν εκείνων που περιείχοντο στην υπ'αριθμ. 3169/2004 πρώτη αγωγή τους. Ειδικότερα ισχυρίζονται στην ένδικη αγωγή τους οι ενάγοντες ότι μετά την επίδοση στους εναγομένους της από 10-10-2007 εξωδίκου δηλώσεως των, έλαβαν την από 22-10-2007 εξώδικη απάντηση αυτών (εναγομένων) ότι δεν πρόκειται επιτρέψουν στους ενάγοντες την είσοδό τους στα επίδικα ακίνητα ως και ότι παρά την επίδοση υπό των εναγόντων σε αυτούς και της υπ'αριθμ. 1805/2009 απόφασης του Αρείου Πάγου αυτοί (εναγόμενοι) εξακολουθούν να παρακρατούν τα ακίνητα αυτά και αρνούνται την απόδοσή τους στους ενάγοντες αμφισβητώντας έτσι και προσβάλλοντας με τον τρόπο αυτό την κυριότητά τους. Τα νέα αυτά πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στην ένδικη αγωγή, ως συνιστώντα την ιστορική της βάση είναι εκτός της ενεργείας του δεδικασμένου που απορρέει από την ως άνω απόφαση του Εφετείου. Εξ άλλου η κρίση που διαλαμβάνεται στην υπ'αριθμ. 1483/2007 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, περί, μη υπάρξεως προσβολής υπό των εναγομένων της κυριότητας των ακινήτων (ήδη επιδίκων) με την αφαίρεση ή παρακράτησή τους κατά το χρόνο εγέρσεως της αγωγής εκείνης ως αναγόμενη αποκλειστικά στην διαπίστωση πραγματικών περιστατικών και εκτίμηση των αποδείξεων που προσήχθησαν στο Δικαστήριο εκείνο δεν καλύπτεται αυτοτελώς από το δεδικασμένο της άνω τελεσίδικης απόφασης. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω ..." καταλήγει το Εφετείο " το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκανε δεκτή κατ'ουσίαν την ένσταση δεδικασμένου και απέρριψε εκ του λόγου αυτού ως απαράδεκτη την ένδικη αγωγή , έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και βασίμως παραπονούνται οι εκκαλούντες με τον σχετικό λόγο έφεσης που πρέπει να γίνει δεκτός ως και ουσιαστικά βάσιμος, κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας των μελών του Δικαστηρίου τούτου...". Στη συνέχεια, μετά την παράθεση στην απόφαση της μειοψηφίας ενός μέλους του Δικαστηρίου, το οποίο είχε την άποψη ότι η αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων ήταν απαράδεκτη στο σύνολο της λόγω δεδικασμένου, και συνεπώς ότι έπρεπε να απορριφθεί η έφεσή τους κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, το Εφετείο, (κατά πλειοψηφία) δέχθηκε την έφεση ως και κατ'ουσίαν βάσιμη, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση και αφού κράτησε και την υπόθεση προς εκδίκαση, έκρινε νόμιμη τη διεκδικητική κυριότητας αγωγή των αναιρεσιβλήτων, όσον αφορά τα αιτήματα της αναγνώρισης της κυριότητάς τους και της απόδοσης σε αυτούς των επίδικων ακινήτων και μετά από την εκτίμηση των νομίμως προσκομιζομένων και επικαλουμένων από τους διαδίκους αποδεικτικών μέσων διέλαβε ανελέγκτως στις παραδοχές της απόφασής του (σελ. 33η) τα ακόλουθα: " ... Ο Κ. Κ. σύζυγος της Δ. Κ. είχε στην συγκυριότητα του το έτος 1987 ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου ενός αγροτεμαχίου συνολικού εμβαδού 34.660 τ.μ. Το Φεβρουάριο του έτους 1987 ο Κ. Κ. δυνάμει του υπ'αριθμ. .../4-2-1987 προσυμφώνου συμβολαίου της συμ/φου Κατερίνης Παρθ. Χαλκίδου προσυμφώνησε με τον Σ. Λ. (πρώτο ενάγοντα) να πωλήσει και μεταβιβάσει κατά πλήρη κυριότητα νομή και κατοχή μια έκταση 1000 τ.μ. εξ αδιαιρέτου από το παραπάνω αγροτεμάχιο και με το ίδιο συμβολαιογραφικό προσύμφωνο ο πωλητής παρείχε στον αγοραστή το δικαίωμα να προβεί ο ίδιος στην κατάρτιση του οριστικού συμβολαίου με αυτοσύμβαση χωρίς να προσκαλέσει τον πωλητή ή τους κληρονόμους του. Έτσι δυνάμει του υπ'αριθμ. .../20-2-1996 οριστικού πωλητηρίου συμβολαίου της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου Κατερίνης που μεταγράφηκε νόμιμα... ο Σ. Λ. μεταβίβασε προς τον εαυτό του με αυτοσύμβαση την κυριότητα της παραπάνω έκτασης των 1000 τ.μ. εξ αδιαιρέτου. Επί πλέον με το υπ'αριθμ. .../31-8-1990 προσύμφωνο συμβόλαιο της συμ/φου Κατερίνης Μαρίας Ζερβίδη, ο ανωτέρω πώλησε στον πρώτο ενάγοντα και στη δεύτερη ενάγουσα έκταση 4.776,67 τ.μ. εξ αδιαιρέτου από το παραπάνω αγροτεμάχιο παρέχοντας στους αγοραστές το δικαίωμα να προβούν οι ίδιοι στην κατάρτιση του οριστικού συμβολαίου με αυτοσύμβαση. Από την κατάρτιση των ως άνω προσυμφώνων και έως το έτος 1996 τα ως άνω ακίνητα καλλιεργούντο με φουντουκιές και οι καρποί που παράγονταν και συνελέγονταν μέχρι το έτος 1996 κατά το αναλογούν στο ιδανικό τους μερίδιο ποσοστό αποδίδονταν σε αυτούς από τον Κ. Κ. και από την ετήσια πρόσοδο του φουντουκεώνα. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι δυνάμει του υπ'αριθμ. .../20-9-1996 οριστικού συμβολαίου της ίδιας συμβολαιογράφου που μεταγράφηκε νόμιμα ... ο Σ. Λ. και η σύζυγος του Θ. (πρώτος και δεύτερη των εναγόντων) μεταβίβασαν με αυτοσύμβαση προς τον εαυτό τους κατ' ισομοιρία και εξ αδιαιρέτου από την μείζονα έκταση των 34.660 τ.μ. και έτσι κατέστησαν συγκύριοι έκτασης 4776,67 εξ αδιαιρέτου. Ακολούθως με το υπ'αριθμ. .../13-6-2008 συμβόλαιο γονικής παροχής της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου νομίμως μεταγραφέντος ... μεταβίβασε ο πρώτος από τους ενάγοντες στον τρίτο από αυτούς (γιό του) κατά πλήρη κυριότητα την έκταση των 1000 τ.μ. εξ αδιαιρέτου. Επίσης οι πρώτος και δεύτερη των εναγόντων με το υπ'αριθμ. .../13-6-2008 δωρητήριο συμβόλαιο της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου νομίμως μεταγραφέντος ... μεταβίβασαν στην τέταρτη ενάγουσα εγγονή τους την ψιλή κυριότητα έκτασης 500 τ.μ. εξ αδιαιρέτου από την έκταση της συγκυριότητάς τους των 4776,67 εξ αδιαιρέτου. Τέλος με το υπ'αριθμ. .../13-6- 2008 συμβόλαιο γονικής παροχής της ίδιας συμβολαιογράφου νομίμως μεταγραφέντος ... μεταβίβασαν την κυριότητα εκτάσεως 2.776,67 τ.μ. εξ αδιαιρέτου από την έκταση των 4.776,67 τ.μ. εξ αδιαιρέτου. Έτσι με τον τρόπο αυτό οι ενάγοντες κατέστησαν συγκύριοι εξ αδιαιρέτου (η τέταρτη εξ αυτών ψιλή συγκυρία) των ως άνω εδαφικών εκτάσεων. Θα πρέπει να λεχθεί ότι η απόκτηση με τα ως άνω οριστικά συμβόλαια της συγκυριότητας των άνω εδαφικών εκτάσεων εξ αδιαιρέτου υπό των δύο πρώτων των εναγόντων κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου από την υπ'αριθμ. 1483/2007 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, τα υποκειμενικά όρια του οποίου καταλαμβάνουν και τους δύο τελευταίους των εναγόντων που κατέστησαν ειδικοί διάδοχοι των δύο πρώτων των εναγόντων κατά τη διάρκεια της δίκης εκείνης. Περαιτέρω αποδείχθηκε από την κατάρτιση των ως άνω προσυμφώνων 1987 και 1990 οι δύο πρώτοι των εναγόντων ασκούσαν αδιακώλυτα νομή επί των επιδίκων, τα οποία έκτοτε και μέχρι τον επισυμβάντα στις 7-4-2000 θάνατο Κ. Κ. καλλιεργούνταν με τριφύλλι χωρίς να παρεμποδίζεται η είσοδος και η επίβλεψή τους στους ενάγοντες. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι λίγο χρόνο μετά το θάνατο του δικαιοπαρόχου των δύο πρώτων των εναγόντων Κ. Κ. κατά το έτος 2000, ξεκίνησε από το έτος 2003 μια σειρά δικαστικών διενέξεων μεταξύ αυτών (δύο πρώτων εναγόντων) και των κληρονόμων του Κ. Κ., ήδη εναγομένων, με σφοδρή αντιδικία που ξεκίνησε με την άσκηση εκ μέρους των εναγομένων της από 24-9-2003 αγωγής ακυρότητας των .../1987 και .../. προσυμφώνων συμβολαίων και της από 25-11-2004 διεκδικητικής αγωγής των δύο πρώτων εναγόντων κατ'αυτών. Επί των αγωγών αυτών εκδόθηκε αρχικά η υπ'αριθμ. 221/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κατερίνης και ακολούθως η υπ'αριθμ. 1483/2007 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου που απέρριψε, ως προλέχθηκε, κατ'ουσίαν την διεκδικητική αγωγή των δύο πρώτων των εναγόντων και την από 24-9-2003 αγωγή των εναγομένων κατά αυτών, ενώ η ασκηθείσα υπό των εναγομένων κατά της τελευταίας αυτής απόφασης αναίρεση απορρίφθηκε με την υπ'αριθμ. 1805/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι την ανωτέρω απόφαση του Εφετείου οι δύο πρώτοι των εναγόντων κοινοποίησαν στις εναγόμενες με την από 10-10-2007 εξώδικη δήλωση-πρόσκλησή τους με την οποία τις καλούσαν να απόσχουν από κάθε διακατοχική πράξη επί των ανωτέρω εξ αδιαιρέτου ιδανικών μεριδίων τους επί των παραπάνω εδαφικών εκτάσεων τα οποία αυτές (εναγόμενες) χωρίς δικαίωμα κατείχαν και ενέμοντο και κατά την ιδανική μερίδα των εναγόντων. Οι εναγόμενες όχι μόνο δεν συμμορφώθηκαν στην ως άνω εξώδικη πρόκληση των εναγόντων, αλλά συνέχισαν να κατέχουν, να νέμονται και να παρακρατούν τα επίδικα ιδανικά μερίδια επί του ως άνω ακινήτου των εναγόντων εναντίον της θέλησης αυτών (εναγόντων) απέστειλαν δε μάλιστα και την από 22-10-2007 εξώδικη απάντηση τους που κοινοποιήθηκε στους ενάγοντες την 24-10-2007 και στην οποία τους δήλωναν απερίφραστα ότι θα συνεχίσουν να ασκούν διακατοχικές πράξεις στην επίδικη έκταση ως αληθείς κύριοι και νομείς και ότι δεν πρόκειται να επιτρέψουν την είσοδο των εναγόντων στα επίδικα. Έκτοτε συνεχίζουν να κατέχουν και να νέμονται, κατά τις ως άνω ιδανικές μερίδες, των εναγόντων τα επίδικα ακίνητα μέχρι και την άσκηση (Σεπτέμβριος 2011) της ένδικης αγωγής αλλά και κατά τη συζήτηση της (7-10-2013), παρά τις επακολουθήσασες προφορικές διαμαρτυρίες των εναγόντων, προσβάλλοντας με τον τρόπο αυτό την συγκυριότητα των εναγόντων. Με βάση τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά από της καταλήψεως, κατά τα άνω κριθέντα, (Οκτώβριος 2007) υπό των εναγομένων των επιδίκων, σε κάθε δε περίπτωση από την επικαλούμενη στην αγωγή κατάληψη της νομής των επιδίκων, (έτος 2002) με την οποία κατάληψη προσβάλλεται το δικαίωμα συγκυριότητα των εναγόντων επί αυτών και μέχρι την άσκηση (2011) της ένδικης αγωγής δεν συμπληρώθηκε ο απαιτούμενος από το νόμο χρόνος (20ετία) παραγραφής της επίδικης αξίωσης αποδόσεως του πράγματος και η σχετική ένσταση των εναγομένων πρέπει ν'απορριφθεί ως αβάσιμη.... Κατ'ακολουθία πάντων των ανωτέρω εφόσον οι εναγόμενες αυθαίρετα νέμονται και κατέχουν κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής το μείζον ακίνητο εκτάσεως 34660 τ.μ. και κατά την ιδανική μερίδα των εναγόντων και αρνούνται ως όφειλαν την απόδοσή των σ'αυτούς προσβάλλουν έτσι το δικαίωμα συγκυριότητας των εναγόντων επί αυτού κατά την ιδανική τους μερίδα και πρέπει να υποχρεωθούν να το αποδώσουν... Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την 1738/2015 απόφασή του δέχθηκε, κατά πλειοψηφία, την διεκδικητική αγωγή των αναιρεσιβλήτων ως και κατ'ουσίαν βάσιμη και αναγνώρισε τους ίδιους (συγ)κυρίους των ως άνω επιδίκων εδαφικών τμημάτων του μείζονος ακινήτου, κατά τα ιδανικά τους εξ αδιαιρέτου μερίδια επί αυτών και υποχρέωσε τις αναιρεσείουσες να τους τα αποδώσουν. Υπό τα δεδομένα αυτά το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την 1738/2015 προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε την ένσταση δεδικασμένου που είχαν προβάλλει παραδεκτά οι αναιρεσείουσες ενώπιον του, διαλαμβάνοντας στις παραδοχές του, ότι: α) το δικόγραφο της διεκδικητικής αγωγής των αναιρεσιβλήτων περιείχε και αίτηση αναγνώρισης της κυριότητας των εναγόντων επί των επίδικων ακινήτων και στο σκεπτικό της τελεσίδικης 1483/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης έγινε μνεία ότι οι γενόμενες από τον δικαιοπάροχο των αναιρεσειουσών προς τους δύο πρώτους των εναγόντων μεταβιβάσεις της κυριότητας των επίδικων ακινήτων ήταν έγκυρες και επήγαγαν την μεταβίβαση της κυριότητας στους ενάγοντες των ακινήτων αυτών, πλην όμως το αίτημα αποδόσεως των ακινήτων απορρίφθηκε με το σκεπτικό ότι "δεν αποδείχθηκε η επικαλούμενη (κατά το χρόνο εγέρσεως της αγωγής εκείνης) προσβολή της κυριότητας των εναγόντων επί αυτών με αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος.", β) ότι στο διατακτικό της εν λόγω απόφασης δεν περιλήφθηκε σχετική διάταξη ως προς το αναγνωριστικό αυτό αίτημα, αντιθέτως παρεμεινε ισχύουσα η απορριπτική της διεκδικητικής αγωγής διάταξη της πρωτόδικης 221/2005 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κατερίνης, γ) ότι μεταξύ των ως άνω δύο διεκδικητικών αγωγών των αναιρεσιβλήτων οι οποίες στρέφονται κατά των ιδίων εναγομένων (αναιρεσειουσών) δεν υφίσταται ταυτότητα ιστορικής αιτίας, κατά, το στοιχείο της υπό των εναγομένων, ήδη αναιρεσειουσών, κατακράτησης της νομής και κατοχής των επίδικων ακινήτων και της άρνησης απόδοσής των στους ενάγοντες ήδη αναιρεσιβλήτους, καθόσον στην αγωγή εκτίθενται νέα πραγματικά περιστατικά, ως προς το στοιχείο της καταλήψεως της (συν)νομής και (συγ)κατοχής των επιδίκων υπό των αναιρεσειουσών και αρνήσεως αποδόσεως αυτών κατά τον χρόνο εγέρσεως της υπό κρίση αγωγής (πέραν εκείνων των πραγματικών περιστατικών που περιέχονταν στην πρώτη αγωγή τους), μεταγενέστερα της εκδόσεως της 1483/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, τα οποία, ως εκ τούτου δεν αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας της ως άνω τελεσίδικης απόφασης και συνεπώς είναι εκτός της ενεργείας του δεδικασμένου που απορρέει από την ως άνω απόφαση. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια των διατάξεων του αριθμού 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ., εφόσον, κατά τα αναφερόμενα στην οικεία ως άνω νομική σκέψη, η κατ'ουσίαν απόρριψη της πρώτης διεκδικητικής αγωγής των αναιρεσιβλήτων, ως αναπόδεικτης, με την παραδοχή ότι ενώ αποδείχθηκε η κυριότητα (συγκυριότητα) αυτών επί των επίδικων ακινήτων, δεν αποδείχθηκε η προσβολή της από τις αναιρεσείουσες με αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος από αυτές, δηλαδή δεν αποδείχθηκε η κατοχή και νομή του επιδίκου από τις ίδιες, στηριζόμενη, κατά λογική αναγκαιότητα, στα στοιχεία εκείνα που το δικαστήριο έκρινε ότι δεν αποδεικνύονται, δεν δημιουργεί δεδικασμένο για την κυριότητα των αναιρεσιβλήτων, την οποία έχει κρίνει, δοθέντος ότι τα περιστατικά που κρίθηκαν ως αποδεικνυόμενα, σχετικά με την ύπαρξή της δεν στηρίζουν το διατακτικό της απορριπτικής της διεκδικητικής αγωγής απόφασης. Τα παραπάνω ισχύουν ανεξαρτήτως του ότι στην προκειμένη υπόθεση, δεν συντρέχει η προϋπόθεση της ταυτότητας της ιστορικής βάσης μεταξύ των προαναφερομένων διεκδικητικών αγωγών, εφόσον η ιστορική βάση της ένδικης αγωγής περιείχε νέα περιστατικά ως προς το έτερο αναγκαίο στοιχείο της θεμελίωσης του αιτήματος της, σύμφωνα με το άρθρο 1094 ΑΚ, ήτοι την επικαλούμενη προσβολή της κυριότητας των αναιρεσιβλήτων επί των επιδίκων ακινήτων από τις αναιρεσείουσες, τα οποία δεν αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας της ως άνω τελεσίδικη απόφασης. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναίρεσης με τον οποίο οι αναιρεσείουσες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλειες για παραβίαση του αριθμού 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος.
Περαιτέρω, ο από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο και συνακόλουθα στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου εφέσεως και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και όχι οι αρνητικοί ισχυρισμοί που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης και αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση καθεμιάς εξ αυτών, αφού αυτοί αποκρούονται με την παραδοχή ως βάσιμων των θεμελιωτικών τους γεγονότων. (ΟλΑΠ 8/2013, ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 630/2020, ΑΠ 1142/2019). Ως εκ τούτου και ο λόγος εφέσεως αποτελεί πράγμα κατά την έννοια του ως άνω αριθμού 5 του άρθρου 559 ΚΠολΔ , μόνο όταν φέρει προς κρίση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο αυτοτελή πραγματικό ισχυρισμό και όχι άρνηση της αγωγής ή της ένστασης (ΑΠ 172/2023, ΑΠ 1662/2022, ΑΠ 1187/2021). Ο ως άνω αναιρετικός λόγος ιδρύεται και όταν το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη ορισμένο λόγο έφεσης, όχι όμως όταν τον απέρριψε, για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό, γιατί η απόρριψη αυτή σημαίνει ότι έχει ληφθεί υπόψη ο ισχυρισμός, ανεξάρτητα αν δεν έγινε δεκτός (ΟλΑΠ 12/1991, ΑΠ 8/2020, ΑΠ 122/2019), γεγονός που συμβαίνει και όταν η απόφαση περιέχει παραδοχές αντίθετες με τον ισχυρισμό. (ΟλΑΠ 11/1996, ΑΠ 8/2020, ΑΠ 841/2017) και υπό την προϋπόθεση ότι ο προβαλλόμενος μέ τον λόγο αυτό ισχυρισμός έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, πράγμα που δεν συμβαίνει όταν ο ισχυρισμός είναι μη νόμιμος (ΟλΑΠ 2/1989, ΑΠ 733/2020). Εξάλλου, δεν αποτελούν "πράγματα" και τα επικαλούμενα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα και, πολύ περισσότερο, η αξιολόγηση από το δικαστήριο του περιεχομένου των εγγράφων και των λοιπών αποδεικτικών μέσων. Επομένως, δεν ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως αν δεν λήφθηκαν υπόψη επιχειρήματα ή συμπεράσματα από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν προτείνονται ως λόγος εφέσεως, όπως και οι νομικοί ισχυρισμοί ή η νομική επιχειρηματολογία των διαδίκων, ούτε οι ισχυρισμοί που ανάγονται στην κατ' ορθή ερμηνεία έννοια του εφαρμοστέου νόμου (Ολ.ΑΠ 3/1997). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 68 ΚΠολΔ, η νομιμοποίηση του διαδίκου αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση για παροχή δικαστικής προστασίας. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ενεργητικά μεν νομιμοποιείται να ζητήσει έννομη προστασία ο ισχυριζόμενος ότι είναι δικαιούχος του επίδικου δικαιώματος, παθητικά δε εκείνος ο οποίος κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος μετέχει στην επίδικη έννομη σχέση. Δηλαδή για τη νομιμοποίηση αρκεί μόνον ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης, χωρίς κατ' αρχήν, να ασκεί έννομη επιρροή αν ο ισχυρισμός αυτός είναι αληθής. Η έλλειψη, άλλωστε, νομιμοποίησης εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και έχει ως συνέπεια την απόρριψη της αγωγής, ως απαράδεκτης, για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης. Ενόψει της ανωτέρω φύσεως της νομιμοποίησης, η αμφισβήτηση από τον εναγόμενο των επικαλούμενων από τον ενάγοντα θεμελιωτικών της νομιμοποίησης περιστατικών συνιστά, όχι ένσταση ελλείψεως νομιμοποιήσεως, αλλά άρνηση της βάσεως της αγωγής του ενάγοντος (ΑΠ 395/2022, ΑΠ 55/2022, ΑΠ 619/2020, ΑΠ 46/2020, ΑΠ 659/2019).
Συνεπώς η από μέρους του εναγομένου προβαλλόμενη έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως δεν συνιστά ένσταση αλλά άρνηση της βάσης της αγωγής και ως εκ τούτου δεν αποτελεί "πράγμα", που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ .(ΟλΑΠ 18/2005, ΑΠ 270/2021, ΑΠ 619/2020). Οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της συνδρομής εννόμου συμφέροντος και της νομιμοποίησης του διαδίκου (άρθρα 68 και 70 ΚΠολΔ) συνιστούν ουσιαστικές προϋποθέσεις για την παροχή δικαστικής προστασίας και συνακόλουθα οι εντεύθεν παραβιάσεις στηρίζουν τον αναιρετικό λόγο του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 28/2008, ΑΠ 1646/2022, ΑΠ 1290/2022, ΑΠ 932/2018, ΑΠ 40/2018). Στην προκείμενη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης, οι αναιρεσείουσες αποδίδουν πλημμέλειες στην προσβαλλομένη απόφαση από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ., ισχυριζόμενες ότι το Εφετείο που την εξέδωσε δεν έλαβε υπόψη του τους ισχυρισμούς τους τους οποίους πρότειναν ενώπιον του, και είχαν ουσιώδη επιρροή για την έκβαση της δίκης. Συγκεκριμένα αιτιώνται οι αναιρεσείουσες, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του την νομίμως προταθείσα πρωτοδίκως και επαναφερθείσα ενώπιον του ένσταση ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως των αναιρεσιβλήτων, για την άσκηση της ένδικης διεκδικητικής αγωγής λόγω ελλείψεως της κυριότητας αυτών επί των επιδίκων ακινήτων. Ο λόγος αυτός αναίρεσης, είναι πρωτίστως απαράδεκτος, διότι, κατά τα εκτιθέμενα στην ως άνω νομική σκέψη η αμφισβήτηση από τις αναιρεσείουσες των επικαλούμενων από τους αναιρεσείοντες θεμελιωτικών της ενεργητικής νομιμοποίησής τους περιστατικών δεν συνιστά ένσταση ελλείψεως νομιμοποιήσεως, αλλά άρνηση της βάσεως της αγωγής αυτών και συνεπώς η, από μέρους τους (αναιρεσειουσών), προβαλλόμενη έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεως δεν αποτελεί "πράγμα", που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Τα παραπάνω ισχύουν ανεξαρτήτως του ότι ο ίδιος αναιρετικός λόγος είναι απαράδεκτος και διότι, με τις αιτιάσεις των αναιρεσειόντων περί ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως των αναιρεσιβλήτων, αναφερόμενες σε περιστατικά τα οποία κατά την άποψή τους , αποδεικνύουν ότι αυτοί δεν απέκτησαν την κυριότητα επιδίκων ακινήτων με παράγωγο τρόπο ήτοι με βάση τα προαναφερόμενα αγοραπωλητήρια συμβόλαια, λόγω ακυρότητας αυτών, αναφέρονται στην ανέλεγκτη αναιρετικά (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ) αξιολόγηση και εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων από το δικαστήριο και σε επιχειρήματα και συμπεράσματα των αναιρεσειουσών από την εκτίμησή τους.
Συνακόλουθα με τα παραπάνω, μη υπάρχοντος άλλου αναιρετικού λόγου προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί η από 12.12.2015 αίτηση των Δ. χήρας Κ../νου Κ.. και Ο. Κ. για αναίρεση της 1738/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και να καταδικαστούν οι αναιρεσείουσες ως ηττηθείσες διάδικοι, στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, που παραστάθηκαν και κατέθεσαν προτάσεις, κατά το σχετικό αίτημά τους (άρθρα 176,183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παράβολου που έχουν καταθέσει οι αναιρεσείουσες στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12.12.2015 αίτηση των Δ. χήρας Κ../νου Κ.. και Ο. Κ. για αναίρεση της 1738/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Διατάσσει να εισαχθεί το κατατεθέν παράβολο στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Δεκεμβρίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 22 Ιανουαρίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή