Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2276 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Συναυτουργία.




Περίληψη:
Προσβαλλόμενο βούλευμα που απέρριψεν ουσία εφέσεις 2 κατηγορουμένων - αναιρεσειόντων κατά πρωτοβαθμίου βουλεύματος Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών παραπεμπτικού για κακουργηματική πλαστογραφία κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση. Απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι από το άρθρο 484 § 1β, δ του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως του αναιρεσείοντος, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου.




ΑΡΙΘΜΟΣ 2276/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή και Ιωάννη Παπαδόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 14 Οκτωβρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 387/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα Αριστοτέλη Μπουντόπουλο του Αδάμ, κάτοικο Π. Πεντέλης Αττικής.

Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Απριλίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 625/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κατσιρώδης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη με αριθμό 217/22.6.2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ., την αριθμ. 84/23-4-2009 αίτηση αναίρεσης του Χ, κατοίκου ..., οδ. ... αριθμ. ..., η οποία ασκήθηκε στο όνομά του και για λογαριασμό του από το δικηγόρο Αθηνών Γεώργιο Δουβαρά, δυνάμει της από 21-4-2009 προσαρτημένης στην αίτηση και νομίμως θεωρημένης εξουσιοδοτήσεως και στρέφεται κατά του αριθμ. 387/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω δε τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το αριθμ. 130/2007 βούλευμά του, παρέπεμψε τον ήδη αναιρεσείοντα κατηγορούμενο καθώς και τους συγκατηγορουμένους του Φ και Ω, στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Kακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικασθούν ο ήδη αναιρεσείων και ο Φ για κακουργηματική πλαστογραφία με χρήση κατά συναυτουργία και κατ'εξακολούθηση και ο Ω για κακουργηματική πλαστογραφία κατά συναυτουργία και κατ'εξακολούθηση (άρθρα 13 εδ. γ', 45, 98, 216 παρ. 1β-3α ΠΚ, όπως το εδ. α' της παραγ. 3 του άρθρου 216 συμπληρώθηκε με το άρθρο 1 παρ. 7α του Ν.2408/1996 και στη συνέχεια αντικατ. με το άρθρο 14 παρ. 2α του Ν.2721/1999).
Κατά του παραπάνω βουλεύματος ο ήδη αναιρεσείων και ο συγκατηγορούμενος του Φ άσκησαν εφέσεις. Επί των εφέσεων αυτών εξεδόθη το αριθμ. 1753/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο απέρριψε τις εφέσεις αυτές ως ουσιαστικά αβάσιμες. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος οι παραπάνω δύο κατηγορούμενοι άσκησαν τις αριθμ. 253/10-9-2007 και 257/12-11-2007 αιτήσεις αναιρέσεως, οι οποίες έγιναν δεκτές με την αριθμ. 2247/2008 απόφαση του Ζ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε το αριθμ. 1753/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και διατάχθηκε η παραπομπή της υποθέσεως για νέα κρίση ενώπιον του αυτού Δικαστικού Συμβουλίου. Μετά την νέα κρίση της υποθέσεως εκδόθηκε επί των ως άνω εφέσεων των κατηγορουμένων Χ και Φ το αριθμ. 387/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο απέρριψε τις εφέσεις αυτές ως ουσιαστικά αβάσιμες. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων κατηγορούμενος Χ με την κρινόμενη αίτησή του, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα στις 13-4-2009, η δε αίτηση ασκήθηκε στις 23-4-2009 ενώπιον της Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων Εφετών Αθηνών, συνετάγη δε από εκείνη η αριθμ. 84/2009 έκθεση, στην οποία διατυπώνονται σαφείς και ορισμένοι λόγοι αναιρέσεως και συγκεκριμένα εκείνοι της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόστηκε.
Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως αφού παραπέμπει τον αναιρεσείοντα για κακούργημα. Κατόπιν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΠΚ όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, η χρήση δε του εγγράφου από αυτόν θεωρείται ως επιβαρυντική περίπτωση. Από τη διάταξη αυτή που αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν η εξαρχής κατάρτιση από το δράστη εγγράφου, που να εμφανίζεται ότι καταρτίσθηκε δήθεν από άλλον ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της εννοίας του περιεχομένου του, η οποία μπορεί να γίνει με την προσθήκη ή εξάλειψη ή τροποποίηση λέξεων, αριθμών ή σημείων, υποκειμενικώς δε δόλος του δράστη, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη της πλαστογραφίας και επιπροσθέτως σκοπός του υπαιτίου να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή που είναι σημαντικό για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης (ΑΠ 217/2003 Π.Χρ. ΝΓ, 929, ΑΠ 1224/2001 Π.Χρ., ΝΒ, 426).
Επίσης, κατά τη διάταξη του εδ. α' της παραγ. 3 του ίδιου ως άνω άρθρου 216 ΠΚ, όπως προστέθηκε στην παράγ. 3 με το άρθρο 1 παρ. 7α του Ν. 2408/1996 και στη συνέχεια αντικατ. μέ το άρθρο 14 παρ. 2α του Ν. 2721/1999, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) ο υπαίτιος της πράξεως της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, αν σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον και συγχρόνως υπερβαίνει το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της βαρύτερης μορφής της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος, που προβλέπεται από τη διάταξη του εδαφίου α' της παραγ. 3 του άρθρου 216 ΠΚ, απαιτείται πρόσθετος σκοπός του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, με αντίστοιχη βλάβη τρίτου, ενώ συγχρόνως είναι απαραίτητο να υπερβαίνει το επιδιωκόμενο από αυτόν συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία που προξενήθηκε στην ξένη περιουσία το χρηματικό ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ (ΑΠ 2172/2003 σε Συμβούλιο ΠΧ, ΝΔ, 790, ΑΠ 184/2002 σε Συμβούλιο ΠΧ, ΝΒ, 898).
Περαιτέρω το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων ή του περιεχομένου των εγγράφων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου ή του δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β του ΚΠοινΔ συντρέχει όχι μόνον όταν το Συμβούλιο Εφετών δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο με αριθμό 387/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το Συμβούλιο που το εξέδωσε, με δικές του σκέψεις, δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι από τη συνεκτίμηση των αναφερομένων σ'αυτό κατ'είδος αποδεικτικών μέσων (καταθέσεις μαρτύρων, έγγραφα, απολογίες των κατηγορουμένων με τα σχετικά υπομνήματα, εκθέσεις εφέσεων και έγγραφα που συνοδεύουν τις εφέσεις) προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εκκαλών - κατηγορούμενος Χ ήταν κύριος μέτοχος των ασφαλιστικών εταιριών με τις επωνυμίες "ΠΕΙΡΑΪΚΗ Α.Ε.Γ.Α." και "ΒΕΡΓΙΝΑ" αρχικά και εν συνεχεία της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ Α.Ε.Α.Ζ." με έδρα την ... (οδός ... αριθμ. ...), στην οποία είχε την ιδιότητα του Διευθυντή ζημιών. Ο εκκαλών - κατηγορούμενος Φ ήταν εταίρος αυτού στην εταιρία "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ Α.Ε.Α.Ζ." και είχε σύμφωνα με το καταστατικό την ιδιότητα του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου αυτής. Κατά τον μήνα Οκτώβριο του έτους 2001, οι ως άνω εκκαλούντες ζήτησαν από τον Ψ, με τον οποίο ο εκκαλών Χ συνδεόταν με φιλία από πολλών ετών, δάνειο 42.000.000 δραχμών (123.257,52 ευρώ), για χρονικό διάστημα τριών (3) μηνών, επικαλούμενοι πρόσκαιρη οικονομική δυσπραγία της εταιρίας των, επειδή την περίοδο εκείνη το Υπουργείο Εμπορίου είχε ζητήσει από την εταιρία τους να συμπληρώσει τα αποθεματικά της καταβαλλοντας σε μετρητά το ποσό των 181.000.000 δραχμών. Προς εξασφάλιση του ποσού του δανείου των 42.000.000 δραχμών, το οποίο ο Ψ χορήγησε στους εκκαλούντες, αυτοί παρέδωσαν στον δανειστή ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου ανάλογης αξίας, τα οποία και θα ρευστοποιούσε ο Ψ σε περίπτωση μη επιστροφής των χρημάτων. Συγχρόνως υπεγράφη από τον ως άνω εκκαλούντα Φ, με την ιδιότητα αυτού ως Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της ως άνω εταιρίας, η από 12.10.2001 υπεύθυνη δήλωση του Ν. 1599/1986, με την οποία υποσχέθηκε να αποδώσει το παραπάνω ποσό του δανείου το αργότερο μέχρι την 20.1.2002, οπότε και θα του επιστρέφονταν οι τίτλοι, άλλως παραχωρούσε στον ως άνω αναφερόμενο δανειστή το δικαίωμα να περιέλθουν αυτοί στην κυριότητα του. Τα παραδοθέντα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου ήσαν τα υπό στοιχεία ... αξίας 1.000.000 δραχμών, ... αξίας 1.000.000 δραχμών, ... αξίας 5.000.000 δραχμών, ... αξίας 5.000.000 δραχμών, ... αξίας 5.000.000 δραχμών, ... αξίας 5.000.000 δραχμών, ... αξίας 5.000.000 δραχμών, ... αξίας 5.000.000 δραχμών, ... αξίας 5.000.000 δραχμών, ... αξίας ποσού 5.000.000 δραχμών, με ημερομηνία ενάρξεως 2.10.1995 και λήξεως 2.10.2002, συνολικής αξίας 42.000.000 δραχμών (123.257,52 ευρώ). Η παράδοση των ομολόγων στον δανειστή Ψ, από τους εκκαλούντες έλαβε χώρα κατά την 12.10.2001 στο γραφείο του εν λόγω δανειστή στην ..., στον Οργανισμό Δημοσιογραφικού Χάρτου. Το γεγονός δε της κατοχής των ομολόγων αυτών και της παραδόσεως των στον δανειστή και από τους δύο εκκαλούντες κατά την ως άνω αναφερομένη ημεροχρονολογία συνάγεται σαφώς τόσον από το κοινό αυτών απολογητικό υπόμνημα, στο οποίο αναφέρουν ότι: "... ούτος δέχθηκε και του παραδώσαμε τα εν λόγω ομόλογα μαζί με μία υπεύθυνη δήλωση που ζητούσε και μας κατέβαλε το εν λόγω ποσόν με την υπ' αριθμόν ... επιταγή της Τραπέζης Πειραιώς.......επειδή τα χρήματα τα δανειζόταν η ανωτέρω ασφαλιστική εταιρία η άνω υπεύθυνη δήλωση υπεγράφη μόνο από των πρώτο εξ ημών, ως πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της εν λόγω ασφαλιστικής εταιρίας", όσον και από την κατάθεση της μάρτυρα ΑΑ, γραμματέα του Ψ. Περαιτέρω, οι εκκαλούντες όταν πλησίαζε η ημερομηνοχρονολογία κατά την οποία έπρεπε να επιστρέψουν το ποσό του δανείου (20.1.2002), δήλωσαν στον ως δανειστή Ψ ότι είχαν αδυναμία να επιστρέψουν το παραπάνω χρηματικό ποσό και του ανακοίνωσαν ότι μπορούσε κατά την συμφωνία τους να κρατήσει στην κυριότητα του τα παραπάνω ομόλογα και να προβεί στην ρευστοποίηση αυτών. Κατά την 2.10.2002, (ημερομηνοχρονολογία λήξεως των ομολόγων) ο δανειστής Ψ εμφάνισε τους ως άνω τίτλους στην Τράπεζα Πειραιώς (Κατάστημα οδού ... αριθμ. ..., ...) και ρευστοποίησε αυτούς εισπράττοντας την συνολική τους αξία, δηλαδή 123.257,52 ευρώ, καθώς και τα συνημμένα σ'αυτούς τοκομερίδια αξίας 7.074,98 ευρώ. Αρχικά, η πληρώτρια Τράπεζα αναγνώρισε ως γνήσια τα εν λόγω ομόλογα, κατόπιν όμως και δη μετά από σχετική αλληλογραφία με την αρμόδια Υπηρεσία της Τράπεζας της Ελλάδος από την οποία προέκυψε ότι τα ομόλογα ήσαν εξ ολοκλήρου πλαστά και ότι είχαν καταρτισθεί κατ' απομίμηση γνησίων τοιούτων, τα οποία είχαν εξοφληθεί κατά την 2.10.2002 σε κατάστημα της Τράπεζας ALPHA BANK, η Τράπεζα Πειραιώς ειδοποίησε σχετικά με το γεγονός αυτό τον Ψ, κατά την 21.2.2003. Η πλαστότητα των ομολόγων είχε διακριβωθεί μετά από εξειδικευμένη εκτίμηση της αρμόδιας υπηρεσίας του Ιδρύματος Εκτύπωσης Τραπεζογραμματίων και Αξιών της Τράπεζας της Ελλάδος. Το εισπραχθέν από τα ομόλογα ποσά ο Ψ είχε καταθέσει κατά την 2.10.2002 στον ... τραπεζικό λογαριασμό, τον οποίο τηρούσε στην Τράπεζα Πειραιώς (Υποκατάστημα ...), όταν δε πληροφορήθηκε ούτος τα περί της πλαστότητας των ομολόγων, έδωσε στην Τράπεζα Πειραιώς το δικαίωμα να δεσμεύσει το εισπραχθέν ποσό από τον ως άνω λογαριασμό. Ο Ψ ισχυρίζεται ότι μετά την αποκάλυψη της πλαστότητος των ομολόγων προσπάθησε να επικοινωνήσει με τους εκκαλούντες, ανεπιτυχώς αρχικά, κατόπιν δε ο εκκαλών Φ τον ενημέρωσε ότι τα ομόλογα δεν ήταν πλαστά καθόσον ούτος τα είχε παραλάβει από την Τράπεζα, στην οποία ήταν δεσμευμένα για ασφαλιστικά αποθεματικά της ασφαλιστικής εταιρίας ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΙΣΤΗ και είχαν αποδεσμευθεί μετά από έγκριση της Διεύθυνσης Ασφαλιστικών επιχειρήσεων του Υπουργείου Ανάπτυξης, Οι εκκαλούντες, επικαλούμενοι οικονομικές δυσκολίες, δεν επέστρεψαν το ποσό του δανείου στον Ψ. Από το με ημεροχρονολογία 22-7-1998 έγγραφο της Τραπέζης CITIBANK προς το Υπουργείο Εμπορίου προκύπτει πράγματι τοιαύτη αποδέσμευση ομολόγων συνολικού ποσού 42.000.000 δραχμών, εκδόσεως 2.10.1995, μετά από αίτηση της ασφαλιστικής εταιρίας "ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΙΣΤΗ ΑΕΑΖ". Και ενώ ο Ψ καλούσε τους εκκαλούντες να καλύψουν την ζημία που αυτός είχε υποστεί, οι τελευταίοι αρνούνταν να πράξουν αυτό επικαλούμενοι οικονομικές δυσκολίες. Κατόπιν αυτών, ο Ψ με την από 11.3.2003 επιστολή του προς την Τράπεζα Πειραιώς αφού εξήγησε την κατάσταση και την θέση στην οποία είχε περιέλθει λόγω των παραπάνω ενεργειών των εκκαλουντων έδωσε στην τράπεζα αυτή το δικαίωμα να δεσμεύσει το ποσό που είχε εισπράξει κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, από την εξόφληση των ομολόγων από τον λογαριασμό του. Στο διάστημα δε που ακολούθησε και αφού ο Ψ ασκούσε έντονες πιέσεις στους παραπάνω δανειολήπτες, οι παραπάνω εκκαλούντες ισχυρίσθηκαν για πρώτη φορά και ισχυρίζονται ακόμη ότι δεν κατήρτισαν οι ίδιοι τα πλαστά αυτά ομόλογα και ότι τα είχαν παραλάβει από τον ασφαλιστικό τους πράκτορα Ω, τελούντες εν αγνοία της πλαστότητας αυτών. Ισχυρίζονται δε ειδικότερα ότι ο Ω όφειλε στην εταιρία των από τον μήνα Σεπτέμβριο του 2000 το ποσό των 50.000.000 δραχμών από εισπραχθέντα για λογαριασμό τους ασφάλιστρα και προς εξασφάλιση της οφειλής του αυτής τους είχε παραχωρήσει ως εγγύηση τα παραπάνω ομόλογα. Από τα έγγραφα τα οποία προσκομίζουν και επικαλούνται οι εκκαλούντες (βλ. το ... πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ανδρομάχης Κλώνη-Καράλη, την από 20.1.2000 σύμβαση πρακτορεύσεως, την συναφθείσα μεταξύ της εταιρίας "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΑΕΑΖ" και του Ω, των τραπεζικών επιταγών ... ποσού 4.000.000 δραχμών, ... ποσού 4.000.000 δραχμών, ... ποσού 4.650.000 δραχμών, ... ποσού 3.350.000 δραχμών, τις οποίες μεταβίβασε ο Ω με οπισθογράφηση στην εταιρία "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΉ ΑΕΑΖ", την εκδοθείσα από την ασφαλιστική εταιρία "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΑΕΑΖ" συγκεντρωτική εκκαθάριση λογαριασμού ασφαλίστρων, το αντίγραφο της κατάστασης με τα ονόματα και τις διευθύνσεις των πρακτόρων της άνω εταιρίας από την οποία προκύπτει ότι ο Ω είχε την επαγγελματική του διεύθυνση επί της οδού ... αριθμ. ... στο ..., την από 21.5.2001 βεβαίωση εγγραφής του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Πειραιώς για την άσκηση του επαγγέλματος ασφαλιστικού πράκτορος του Ω, φωτοτυπίες των εφημερίδων ΕΞΠΡΕΣ και ΝΕΑ της 29.8.2002), προκύπτει ότι πράγματι ο Ω, παρέδωσε στους εκκαλούντες ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, ονομαστικής αξίας 42.000.000 δραχμών με αριθμούς ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., χωρίς ωστόσο να προκύπτει ότι τα έγγραφα αυτά, τα οποία δηλαδή κατείχε ο Ω και παρέδωσε στους εκκαλούντες, ήσαν πλαστά. Αντιθέτως, πλαστά ήσαν τα έγγραφα ομόλογα τα οποία κατείχαν οι εκκαλούντες και παρέδωσαν στον Ψ. Οι εκκαλούντες είχαν στην κατοχή τους τα παραδοθέντα σε αυτούς από τον Ω ομόλογα, μέχρις ότου παραδώσουν αυτά στον Ψ, επί ένα έτος, γεγονός που σημαίνει ότι κατά το χρονικό αυτό διάστημα είχαν την άνεση να προβούν και όντως προέβησαν στην κατάρτιση πλαστών τοιούτων δια της χρήσεως καταλλήλων μηχανικών μέσων. Η άποψη περί του ότι οι εκκαλούντες προέβησαν στην κατάρτιση των πλαστών ομολόγων ενισχύεται και από το γεγονός ότι δεν προεξόφλησαν αυτά καίτοι η εταιρία τους αντιμετώπιζε πιεστικό οικονομικό πρόβλημα, δεν επέστρεψαν το ποσό των 42.000.000 δραχμών στον δανειστή, απέφευγαν να επικοινωνήσουν μαζί του, ενώ ο εξ αυτών εκκαλών Χ, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο στην δικογραφία αντίγραφο φύλλου ποινικού του μητρώου έχει καταδικασθεί για διάφορα εγκλήματα (απάτη, έκδοση ακαλύπτων επιταγών, ψευδή καταμήνυση). Το γεγονός, εξάλλου, ότι αμφότεροι κατείχαν τα πλαστά ομόλογα και αμφότεροι παρέδωσαν αυτά στον Ψ, καταδεικνύει ότι ενήργησαν από κοινού προβαίνοντες στην κατάρτιση των πλαστών ομολόγων δια της χρήσεως καταλλήλου μηχανικού μέσου, οι ίδιοι ή δια παρενθέτων προσώπων. Οι εκκαλούντες σκόπευαν να περιποιήσουν στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος, συνιστάμενο στο ποσό των 123.257,52 ευρώ, στο οποίο ανερχόταν η συνολική αξία των πλαστών ομολόγων. Με βάση τις παραδοχές και τις σκέψεις αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος των εκκαλούντων-κατηγορουμένων για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας με χρήση, κατά συναυτουργία και κατ'εξακολούθηση, με σκοπό περιουσιακού οφέλους άνω των 73.000 ευρώ και για το λόγο αυτό απέρριψε τις από αυτούς ασκηθείσες, κατά του αριθμ. 130/2007 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, εφέσεις ως κατ'ουσίαν αβάσιμες και επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα, αφού συμπλήρωσε αυτό ως προς το ομόλογο με αριθμό ... ονομαστικής αξίας ποσού 5.000.000 δρχ., το οποίο δεν αναφερόταν στο εκκαλούμενο βούλευμα. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέος ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 εδ γ, 45, 98, 216 παρ. 1β-3α ΠΚ, όπως το εδ. α' της παραγράφου 3 του άρθρου 216 συμπληρώθηκε με το άρθρο 1 παρ. 7α του Ν. 2408/96 και στη συνέχεια αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 2α του Ν.2721/1999, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα υπάρχει αντίφαση μεταξύ του σκεπτικού αυτού και του διατακτικού του παραπεμπτικού βουλεύματος, επειδή στο μεν σκεπτικό δέχεται ότι τα ομόλογα τα οποία κατείχε ο Ω και παρέδωσε στους εκκαλούντες δεν προκύπτει ότι ήταν πλαστά και ότι οι εκκαλούντες είχαν στην κατοχή τους τα παραδοθέντα σε αυτούς από τον Ω ομόλογα μέχρις ότου παραδώσουν αυτά στον Ψ, επί ένα έτος και κατά το χρονικό αυτό διάστημα προέβησαν στην κατάρτιση των πλαστών με τη χρήση καταλλήλων μηχανικών μέσων, τα οποία παρέδωσαν στον Ψ, ενώ με το διατακτικό του παραπεμπτικού με αριθμό 130/2007 βουλεύματος παραπέμφθηκε και ο Ω ότι κατήρτισε από κοινού με τον αναιρεσείοντα και τον συγκατηγορούμενό του Φ τα επίδικα πλαστά ομόλογα, τα οποία αυτοί (αναιρεσείων-Φ) παρέδωσαν στη συνέχεια στον Ψ, με αποτέλεσμα να μην έχει αυτό (προσβαλλόμενο βούλευμα) νόμιμη βάση, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, αφού το παραπεμπτικό βούλευμα δέχεται ότι ο Ω συμμετείχε, ως συναυτουργός μαζί με τον αναιρεσείοντα και τον Φ στην κατάρτιση των πλαστών ομολόγων και όχι ότι ήταν πλαστά τα παραδοθέντα από αυτόν ομόλογα στον αναιρεσείοντα και τον συγκατηγορούμενο του Φ. Αβάσιμη επίσης είναι η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι η πράξη της πλαστογραφίας για την οποία παραπέμφθηκε φέρει χαρακτήρα πλημμελήματος και όχι κακουργήματος, αφού σύμφωνα με τις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος ο αναιρεσείων με την κατάρτιση των πλαστών ομολόγων σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος, με αντίστοιχη βλάβη του Ψ και το επιδιωκόμενο από αυτόν συνολικό όφελος υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, ανερχόμενο στο ποσό των 123.257,52 ευρώ. Οι λοιπές αναφερόμενες στην κρινόμενη αίτηση αιτιάσεις του αναιρεσείοντος πλήττουν, με το πρόσχημα της ελλείψεως αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, την επί της ουσίας κρίση του Συμβουλίου Εφετών, η οποία όμως δεν ελέγχεται αναιρετικώς και για το λόγο αυτό πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες.
Συνεπώς οι λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1β-δ Κ.Ποιν.Δ. πρέπει να απορριφθούν, συνακολούθως δε να απορριφθεί η ένδικη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.).
Για τους λόγους αυτούς
Προτείνω: 1) Να απορριφθεί η με αριθμ. 84/23-4-2009 αίτηση αναιρέσεως, που ασκήθηκε από τον κατηγορούμενο Χ, κάτοικο ..., οδ. ... αριθμ. ..., κατά του αριθμ. 387/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα.
Αθήνα 29 Μαΐου 2009
Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Ευτέρπη Κουτζαμάνη"

Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις του άρθρου 216 παρ. 1 και 3 εδ. α του ΠΚ, όπως προστέθηκε στην παρ. 3 με το άρθρο 1 παρ. 7α του ν. 2408/1996 και αντικ. με το άρθρο 14 παρ.2α του ν. 2721/1999 προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση της κακουργηματι-κής πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικά μεν η εξαρχής κατάρτιση εγγράφου πλαστού ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, υποκειμενικά δε δόλος του δράστη, συνιστάμενος στη γνώση και τη θέληση των περιστατικών, που θεμελιώνουν την πράξη και συνάμα σκοπός αυτού, όπως με τη χρήση του πλαστού εγγράφου παραπλανηθεί άλλος για γεγονός δυνάμενο να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή δημιουργία, κατάργηση ή μεταβίβαση εννόμως προστατευμένου δικαιώματος, με την πρόσθετη επιδίωξη του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, εφόσον το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών και ήδη 73.000 ευρώ, χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός αν επιτεύχθηκε τελικώς η παραπλάνηση και το περιουσιακό όφελος ή η βλάβη. Η περαιτέρω χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από το δράστη θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Περαιτέρω κατάρτιση πλαστού εγγράφου συνιστά η εξαρχής από το δράστη σύνθεση εγγράφου που δεν υπήρχε πριν και το οποίο εμφανίζεται ότι προέρχεται από άλλο πρόσωπο, ενώ νόθευση γνησίου εγγράφου αποτελεί η μεταγενέστερη της καταρτίσεως αυτού αλλοίωση του περιεχομένου του, ώστε να εμφανίζεται η εξαρχής δήλωση του εκδότη του εγγράφου.
Εξάλλου κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτό εκτίθενται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Συμβουλίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το Συμβούλιο κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι από τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Τέλος, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β του ΚΠοινΔ συντρέχει όχι μόνον όταν το Συμβούλιο Εφετών δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, μετ'αναίρεση του 1753/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που είχε απορρίψει έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, κατά του 130/2007 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, εκδόθηκε το προσβαλλόμενο νέο με αριθμό 387/2009 βούλευμα του ιδίου Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο και πάλι απέρριψε την έφεση του, για κακουργηματική πλαστογραφία, παραπεμπομένου κατηγορουμένου ως αβάσιμη.
Με το πρωτόδικο 130/2007 βούλευμα παραπέμφθηκαν, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, ο αναιρεσείων και οι συγκατηγορούμενοί του Φ και Ω, για να δικαστούν, ως υπαίτιοι του ότι: "Στον κατωτέρω τόπο και χρόνο, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, ενεργώντας με πρόθεση κατάρτισαν από κοινού πλαστά έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση τους άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, στη συνέχεια δε οι δύο πρώτοι εξ αυτών έκαναν και χρήση αυτών των εγγράφων. Με τις πράξεις τους δε αυτές σκόπευαν να προσπορίσουν στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτο, το δε συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των εβδομήντα τριών [73.000 €] ευρώ. Συγκεκριμένα στην ..., κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Οκτώβριο του έτους 2000 έως την 12η Οκτωβρίου του έτους 2001, σε μη επακριβώς προσδιορισθείσα ημερομηνία .κατάρτισαν έχοντας κοινό δόλο και ενωμένες τις δυνάμεις τους τα υπό στοιχεία ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ... ομόλογα επταετούς διάρκειας του Ελληνικού Δημοσίου, με ημερομηνία έκδοσης την 2/10/1995, ονομαστικής αξίας συνολικά ύψους εκατόν είκοσι τριών χιλιάδων διακοσίων πενήντα επτά ευρώ και πενήντα δύο λεπτών [123.257,52 €, καθενός των δύο πρώτων αξίας 1.000.000 δρχ. και καθενός των υπολοίπων αξίας 5.000.000 δρχ. και συνολικά αξίας 42.000.000 δρχ.], καθώς και τα συνημμένα σ' αυτά τοκομερίδια αξίας επτά χιλιάδων εβδομήντα τεσσάρων ευρώ και ενενήντα οκτώ [7.074,98 €]. Περαιτέρω οι δυο πρώτοι κατηγορούμενοι [Φ και Χ] έκαναν χρήση των πλαστών αυτών εγγράφων παραδίδοντας αυτά στις 12 Οκτωβρίου του έτους 2001 στον Ψ ως εξασφάλιση του δανείου που χορήγησε σ' αυτούς αυθημερόν, ύψους 42.000.000 δρχ. Με την πράξη τους δε αυτή οι εν λόγω κατηγορούμενοι σκόπευαν να προσπορίσουν στον εαυτό τους περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη του Ψ ανερχόμενη συνολικά στο ύψος των 130.332,50 ευρώ, ήτοι ίση με τη συνολική ονομαστική αξία των πλαστών ομολόγων μετά των τοκομεριδίων τους, καθόσον ο τελευταίος εμφάνισε εν αγνοία του τους πλαστούς αυτούς τίτλους την 2α/10/2002 στην Τράπεζα Πειραιώς, στο υποκατάστημα της οδού ... στην ..., όπου αφού αρχικά τα εξαργύρωσε εκ των υστέρων πληροφορήθηκε την πλαστότητά τους με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να επιστρέψει όλα τα χρήματα στην Τράπεζα".
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος, αφού, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο 387/2009 βούλευμά του, δέχθηκε με δικές του σκέψεις, τα εξής:
"Στη προκειμένη περίπτωση, από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού που συγκεντρώθηκε από την διενεργηθείσα κυρία ανάκριση και την προηγηθείσα αυτής προκαταρκτική εξέταση και δη τις καταθέσεις των ενόρκως εξετασθέντων μαρτύρων, όλα ανεξαιρέτως τα περιεχόμενα στην δικογραφία έγγραφα, τις απολογίες των κατηγορουμένων, με τα σχετικά υπομνήματα, τις εκθέσεις των εφέσεών των, καθώς και των εγγράφων που συνοδεύουν τις εφέσεις αυτές, προέκυψαν τα ακόλουθα: Ο εκκαλών - κατηγορούμενος Χ ήταν κύριος μέτοχος των ασφαλιστικών εταιριών με τις επωνυμίες "ΠΕΙΡΑΪΚΗ Α.Ε.Γ.Α." και "ΒΕΡΓΙΝΑ" αρχικά και εν συνεχεία της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ Α.Ε.Α.Ζ." με έδρα την ... (οδός ... αριθμ. ...), στην οποία είχε την ιδιότητα του Διευθυντή ζημιών. Ο εκκαλών - κατηγορούμενος Φ ήταν εταίρος αυτού στην εταιρία "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ Α.Ε.Α.Ζ." και είχε σύμφωνα με το καταστατικό την ιδιότητα του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου αυτής. Κατά τον μήνα Οκτώβριο του έτους 2001 οι ως άνω εκκαλούντες ζήτησαν από τον Ψ, με τον οποίο ο εκκαλών Χ συνδεόταν με φιλία από πολλών ετών, δάνειο 42.000.000 δραχμών (123.257,52 ευρώ), για χρονικό διάστημα τριών (3) μηνών, επικαλούμενοι πρόσκαιρη οικονομική δυσπραγία της εταιρίας των, επειδή την περίοδο εκείνη το Υπουργείο Εμπορίου είχε ζητήσει από την εταιρία τους να συμπληρώσει τα αποθεματικά της καταβάλλοντας σε μετρητά το ποσό των 181.000.000 δραχμών. Προς εξασφάλιση του ποσού του δανείου των 42.000.000 δραχμών, το οποίο ο Ψ χορήγησε στους εκκαλούντες, αυτοί παρέδωσαν στον δανειστή ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου ανάλογης αξίας, τα οποία και θα ρευστοποιούσε ο Ψ σε περίπτωση μη επιστροφής των χρημάτων. Συγχρόνως υπεγράφη από τον ως άνω εκκαλούντα Φ, με την ιδιότητα αυτού ως Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της ως άνω εταιρίας, η από 12.10.2001 υπεύθυνη δήλωση του Ν. 1599/1986, με την οποία υποσχέθηκε να αποδώσει το παραπάνω ποσό του δανείου το αργότερο μέχρι την 20.1.2002, οπότε και θα του επιστρέφονταν οι τίτλοι, άλλως παραχωρούσε στον ως άνω αναφερόμενο δανειστή το δικαίωμα να περιέλθουν αυτοί στην κυριότητα του. Τα παραδοθέντα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου ήσαν τα υπό στοιχεία ... αξίας 1.000.000 δραχμών, ... αξίας 1.000.000 δραχμών, ... αξίας 5.000.000 δραχμών, ... αξίας 5.000.000 δραχμών, ... αξίας 5.000.000 δραχμών, ... αξίας 5.000.000 δραχμών, ... αξίας 5.000.000 δραχμών, ... αξίας 5.000.000 δραχμών, ... αξίας 5.000.000 δραχμών, ... αξίας ποσού 5.000.000 δραχμών, με ημερομηνία ενάρξεως 2.10.1995 και λήξεως 2.10.2002, συνολικής αξίας 42.000.000 δραχμών (123.257,52 ευρώ). Η παράδοση των ομολόγων στον δανειστή Ψ, από τους εκκαλούντες έλαβε χώρα κατά την 12.10.2001 στο γραφείο του εν λόγω δανειστή στην ..., στον Οργανισμό Δημοσιογραφικού Χάρτου. Το γεγονός δε της κατοχής των ομολόγων αυτών και της παραδόσεως των στον δανειστή και από τους δύο εκκαλούντες κατά την ως άνω αναφερομένη ημεροχρονολογία συνάγεται σαφώς τόσον από το κοινό αυτών απολογητικό υπόμνημα, στο οποίο αναφέρουν ότι: "... ούτος δέχθηκε και τοπ παραδώσαμε τα εν λόγω ομόλογα μαζί με μία υπεύθυνη δήλωση που ζητούσε και μας κατέβαλε το εν λόγω ποσόν με την υπ' αριθμόν ... επιταγή της Τραπέζης Πειραιώς επειδή τα χρήματα τα δανειζόταν η ανωτέρω ασφαλιστική εταιρία η άνω υπεύθυνη δήλωση υπεγράφη μόνο από των πρώτο εξ ημών, ως πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της εν λόγω ασφαλιστικής εταιρίας", όσον και από την κατάθεση της μάρτυρα ΑΑ, γραμματέα του Ψ. Περαιτέρω, οι εκκαλούντες όταν πλησίαζε η ημερομηνοχρονολογία κατά την οποία έπρεπε να επιστρέψουν το ποσό του δανείου (20.1.2002), δήλωσαν στον ως δανειστή Ψ ότι είχαν αδυναμία να επιστρέψουν το παραπάνω χρηματικό ποσό και του ανακοίνωσαν ότι μπορούσε κατά την συμφωνία τους να κρατήσει στην κυριότητα του τα παραπάνω ομόλογα και να προβεί στην ρευστοποίηση αυτών. Κατά την 2.10.2002, (ημερομηνοχρονολογία λήξεως των ομολόγων) ο δανειστής Ψ εμφάνισε τους ως άνω τίτλους στην Τράπεζα Πειραιώς (Κατάστημα οδού ... αριθμ. ..., ...) και ρευστοποίησε αυτούς εισπράττοντας την συνολική τους αξία, δηλαδή 123.257,52 ευρώ, καθώς και τα συνημμένα σ'αυτούς τοκομερίδια αξίας 7.074,98 ευρώ. Αρχικά, η πληρώτρια Τράπεζα αναγνώρισε ως γνήσια τα εν λόγω ομόλογα, κατόπιν όμως και δη μετά από σχετική αλληλογραφία με την αρμόδια Υπηρεσία της Τράπεζας της Ελλάδος από την οποία προέκυψε ότι τα ομόλογα ήσαν εξ ολοκλήρου πλαστά και ότι είχαν καταρτισθεί κατ1 απομίμηση γνησίων τοιούτων, τα οποία είχαν εξοφληθεί κατά την 2.10.2002 σε κατάστημα της Τράπεζας ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ, η Τράπεζα Πειραιώς ειδοποίησε σχετικά με το γεγονός αυτό τον Ψ, κατά την 21.2.2003. Η πλαστότητα των ομολόγων είχε διακριβωθεί μετά από εξειδικευμένη εκτίμηση της αρμόδιας υπηρεσίας του Ιδρύματος Εκτύπωσης Τραπεζογραμματίων και Αξιών της Τράπεζας της Ελλάδος. Το εισπραχθέν από τα ομόλογα ποσά ο Ψ είχε καταθέσει κατά την 2.10.2002 στον ... τραπεζικό λογαριασμό, τον οποίο τηρούσε στην Τράπεζα Πειραιώς (Υποκατάστημα ...), όταν δε πληροφορήθηκε ούτος τα περί της πλαστότητας των ομολόγων, έδωσε στην Τράπεζα Πειραιώς το δικαίωμα να δεσμεύσει το εισπραχθέν ποσό από τον ως άνω λογαριασμό. Ο Ψ ισχυρίζεται ότι μετά την αποκάλυψη της πλαστότητος των ομολόγων προσπάθησε να επικοινωνήσει με τους εκκαλούντες, ανεπιτυχώς αρχικά, κατόπιν δε ο εκκαλών Φ τον ενημέρωσε ότι τα ομόλογα δεν ήταν πλαστά καθόσον ούτος τα είχε παραλάβει από την Τράπεζα, στην οποία ήταν δεσμευμένα για ασφαλιστικά αποθεματικά της ασφαλιστικής εταιρίας ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΙΣΤΗ και είχαν αποδεσμευθεί μετά από έγκριση της Διεύθυνσης Ασφαλιστικών επιχειρήσεων του Υπουργείου Ανάπτυξης. Οι εκκαλούντες, επικαλούμενοι οικονομικές δυσκολίες, δεν επέστρεψαν το ποσό του δανείου στον Ψ. Από το με ημεροχρονολογία 22-7-1998 έγγραφο της Τραπέζης CΙTYBΑΝΚ προς το Υπουργείο Εμπορίου προκύπτει πράγματι τοιαύτη αποδέσμευση ομολόγων συνολικού ποσού 42.000.000 δραχμών, εκδόσεως 2.10.1995, μετά από αίτηση της ασφαλιστικής εταιρίας "ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠIΣΤΗ ΑΕΑΖ". Και ενώ ο Ψ καλούσε τους εκκαλούντες να καλύψουν την ζημία που αυτός είχε υποστεί, οι τελευταίοι αρνούνταν να πράξουν αυτό επικαλούμενοι οικονομικές δυσκολίες. Κατόπιν αυτών, ο Ψ με την από 11.3.2003 επιστολή του προς την Τράπεζα Πειραιώς αφού εξήγησε την κατάσταση και την θέση στην οποία είχε περιέλθει λόγω των παραπάνω ενεργειών των εκκαλούντων έδωσε στην τράπεζα αυτή το δικαίωμα να δεσμεύσει το ποσό που είχε εισπράξει κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, από την εξόφληση των ομολόγων από τον λογαριασμό του. Στο διάστημα δε που ακολούθησε και αφού ο Ψ ασκούσε έντονες πιέσεις στους παραπάνω δανειολήπτες, οι παραπάνω εκκαλούντες ισχυρίσθηκαν για πρώτη φορά και ισχυρίζονται ακόμη ότι δεν κατήρτισαν οι ίδιοι τα πλαστά αυτά ομόλογα και ότι τα είχαν παραλάβει από τον ασφαλιστικό τους πράκτορα Ω, τελούντες εν αγνοία της πλαστότητας αυτών. Ισχυρίζονται δε ειδικότερα ότι ο Ω όφειλε στην εταιρία των από τον μήνα Σεπτέμβριο του 2000 το ποσό των 50.000.000 δραχμών από εισπραχθέντα για λογαριασμό τους ασφάλιστρα και προς εξασφάλιση της οφειλής του αυτής τους είχε παραχωρήσει ως εγγύηση τα παραπάνω ομόλογα. Από τα έγγραφα τα οποία προσκομίζουν και επικαλούνται οι εκκαλούντες (βλ. το ... πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών η Ανδρομάχης Κλώνη-Καράλη, την από 20.1.2000 σύμβαση πρακτορεύσεως, την συναφθείσα μεταξύ της εταιρίας "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΑΕΑΖ" και του Ω, των τραπεζικών επιταγών ... ποσού 4.000.000 δραχμών, ... ποσού 4.000.000 δραχμών, ... ποσού 4.650.000 δραχμών, ... ποσού 3.350.000 δραχμών, τις οποίες μεταβίβασε ο Ω με οπισθογράφηση στην εταιρία "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΑΕΑΖ", την Εκδοθείσα από την ασφαλιστική εταιρία "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΑΕΑΖ" συγκεντρωτική εκκαθάριση λογαριασμού ασφαλίστρων, το αντίγραφο κατάστασης με τα ονόματα και τις διευθύνσεις των πρακτόρων της εταιρίας από την οποία προκύπτει ότι ο Ω είχε επαγγελματική του διεύθυνση επί της οδού ... αριθμ. ... στο ..., την από 21.5.2001 βεβαίωση εγγραφής Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Πειραιώς για την άσκηση του επαγγέλματος ασφαλιστικού πράκτορος του Ω, φωτοτυπίες των εφημερίδων ΕΞΠΡΕΣ και ΝΕΑ της 29.8.2002), προκύπτει ότι πράγματι ο Ω, παρέδωσε στους εκκαλούντες ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, ονομαστικής αξίας 42.000.000 δραχμών με αριθμούς ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., ..., χωρίς ωστόσο να προκύπτει ότι τα έγγραφα αυτά, τα οποία δηλαδή κατείχε ο Ω και παρέδωσε στους εκκαλούντες, ήσαν πλαστά. Αντιθέτως, πλαστά ήσαν τα έγγραφα ομόλογα τα οποία κατείχαν οι εκκαλούντες και παρέδωσαν στον Ψ. Οι εκκαλούντες είχαν στην κατοχή τους τα παραδοθέντα σε αυτούς από τον Ω ομόλογα, μέχρις ότου παραδώσουν αυτά στον Ψ, επί ένα έτος, γεγονός που σημαίνει ότι κατά το χρονικό αυτό διάστημα είχαν την άνεση να προβούν και όντως προέβησαν στην κατάρτιση πλαστών τοιούτων δια της χρήσεως καταλλήλων μηχανικών μέσων. Η άποψη περί του ότι οι εκκαλούντες προέβησαν στην κατάρτιση των πλαστών ομολόγων ενισχύεται και από το γεγονός ότι δεν προεξόφλησαν αυτά καίτοι η εταιρία τους αντιμετώπιζε πιεστικό οικονομικό πρόβλημα, δεν επέστρεψαν το ποσό των 42.000.000 δραχμών στον δανειστή, απέφευγαν να επικοινωνήσουν μαζί του, ενώ ο εξ αυτών εκκαλών Χ, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο στην δικογραφία αντίγραφο φύλλου ποινικού του μητρώου έχει καταδικασθεί για διάφορα εγκλήματα (απάτη, έκδοση ακαλύπτων επιταγών, ψευδή καταμήνυση). Το γεγονός, εξάλλου, ότι αμφότεροι κατείχαν τα πλαστά ομόλογα και αμφότεροι παρέδωσαν αυτά στον Ψ, καταδεικνύει ότι ενήργησαν από κοινού προβαίνοντες στην κατάρτιση των πλαστών ομολόγων δια της χρήσεως καταλλήλου μηχανικού μέσου, οι ίδιοι ή δια παρενθέτων προσώπων. Οι εκκαλούντες σκόπευαν να περιποιήσουν στον εαυτό τους παράνομο περιουσιακό όφελος, συνιστάμενο στο ποσό των 123.257,52 ευρώ, στο οποίο ανερχόταν η συνολική αξία των πλαστών ομολόγων.
Ενόψει των όσων εκτέθηκαν παραπάνω, υφίστανται κατά των εκκαλούντων αποχρώσες ενδείξεις ενοχής για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας με χρήση από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ, από κοινού, κατ'εξακολούθηση (άρθρα 1,13 περ.γ, 14, 16,17, 18 εδ. α, 26 παρ.1α,27 παρ.1, 45, 51,52, 60, 63,79,98, 216 παρ.1, 3α ΠΚ όπως αντικ. με το άρθρο 14 παρ.2α του Ν. 2721/1999) και ορθώς το εκκαλούμενο βούλευμα παρέπεμψε τους εκκαλούντες Φ και Χ, στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστούν για την πράξη αυτή.
Συνεπώς τα όσα υποστηρίζουν με τις ένδικες εφέσεις οι παραπάνω κατηγορούμενοι είναι αβάσιμα και ως εκ τούτου πρέπει ν' απορριφθούν οι ένδικες εφέσεις, να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα ως προς όλες τις διατάξεις του, να διαταχθεί η εκτέλεση αυτού, αφού συμπληρωθεί όμως το βούλευμα αυτό ως προς το ομόλογο ... ονομαστικής αξίας ποσού 5.000.000 δραχμών, το οποίο δεν αναφέρεται στο εκκαλούμενο βούλευμα και δη στο φύλλο έβδομο, στο διατακτικό αυτού".
Με αυτά που δέχθηκε, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ενεργηθείσα κυρία ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος της κακουργηματικής πλαστογραφίας ομολόγων με χρήση, κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση, με σκοπό περιουσιακού οφέλους άνω των 73.000 ευρώ (123.257,52 ), για το οποίο διώχθηκε και κρίθηκε ο αναιρεσείων, μετά των συγκατηγορουμένων του Φ και Ω, παραπεμπτέος, κατά συναυτουργία με αυτούς, στο Τριμελές Εφετείο κακουργημάτων Αθηνών, οι αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα προκύψαντα περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφάρμοσε, ήτοι εκείνες των άρθρων 13 περ. γ, 26 παρ.1 α, 27 παρ.1,45 , 98, 216 παρ.1β-3α ΠΚ, όπως το εδ. α της παρ. 3 συμπληρώθηκε με το άρθρο 1 παρ. 7α του Ν. 2408/1996 και ισχύει ήδη μετά την εκ νέου αντικατάστασή της με το άρθρο 14 παρ. 2α του Ν. 2721/1999, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, ενώ εξ άλλου δεν περιέχει στο αιτιολογικό του ασάφειες και αντιφάσεις, ώστε να στερείται το βούλευμα νόμιμης βάσεως, αφού με αυτά που δέχθηκε, δεν αποβαίνει ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος, για την ορθή ή μη εφαρμογή των διατάξεων τούτων. Ειδικότερα, όσον αφορά τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, πρέπει να λεχθούν τα εξής: α) δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ της παραδοχής του σκεπτικού του προσβαλλομένου βουλεύματος ότι τα ομόλογα που παρέδωσε ο Ω στους Φ και Χ "δεν προκύπτει ότι ήταν πλαστά" και της παραδοχής, στην παραπεμπτική διάταξη του επικυρωθέντος με το προσβαλλόμενο πρωτοδίκου βουλεύματος, κατά την οποία παραπέμφθηκαν και οι τρείς ως άνω ως συναυτουργοί της πλαστογραφίας των ομολόγων, καθόσον δεν γίνεται δεκτό ότι τα ομόλογα για τα οποία η παραπομπή για πλαστογραφία ήταν τα παραδοθέντα από τον Ω στους συγκατηγορουμένους του για τα οποία η πρώτη ως άνω παραδοχή, με το να δεχθεί δε το προσβαλλόμενο βούλευμα ότι "οι δύο εκκαλούντες προέβησαν από κοινού στην κατάρτιση των πλαστών ομολόγων, δια της χρήσεως καταλλήλων μηχανικών μέσων", κάνει λόγο μόνο για τους δύο παραπεμπομένους κατηγορουμένους, διότι μόνο αυτοί οι δύο άσκησαν εφέσεις, τις οποίες και έκρινε το Συμβούλιο Εφετών, όχι και ο συμπαραπεμπόμενος Ω, β) το προσβαλλόμενο βούλευμα δε δέχεται στο σκεπτικό του ότι τα ομόλογα για τα οποία η παραπομπή είχαν παραδοθεί στους εκκαλούντες από τον Ω με σκοπό να τα ενεχυριάσουν και να τα δεσμεύσουν υπέρ της ασφαλιστικής τους εταιρείας "ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΑΕΑΖ", της οποίας ήταν κύριος μέτοχος ο αναιρεσείων και εταίρος, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος ο Φ, αλλά αντίθετα, δέχεται, προς ενίσχυση του αναφερόμενου και αιτιολογούμενου δόλου των εκκαλούντων, ότι αυτοί μπορούσαν να τα προεξοφλήσουν για κάλυψη των πιεστικών οικονομικών προβλημάτων της παραπάνω ασφαλιστικής τους εταιρείας και δεν το έπραξαν, γιατί οι ίδιοι τα είχαν πλαστογραφήσει και ουδεμία αντίφαση προκύπτει ως προς το θέμα αυτό, γ) είναι απορριπτέα ως αβάσιμη η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι η πράξη της πλαστογραφίας για την οποία παραπέμπεται φέρει χαρακτήρα πλημμελήματος και όχι κακουργήματος, αφού, σύμφωνα με τις παραπάνω παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος, με την κατάρτιση των παραπάνω πλαστών ομολόγων και τη χρήση τους, με παράδοση στο δανειστή τους Ψ, με δικαίωμα ρευστοποιήσεώς τους κατά τη λήξη τους, σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος, με αντίστοιχη βλάβη του άνω δανειστή, κατά την λήξη των ομολόγων, του αντιστοιχούντος σε αυτά ποσού, ύψους 123.257,52 ευρώ, ήτοι υπερβαίνοντος το ποσό των 73.000 ευρώ, αρχικά μάλιστα ο Ψ είχε εισπράξει το ποσό αυτό από την παραπλανηθείσα και ρευστοποιήσασα αυτά Τράπεζα Πειραιώς και μετά την αποκάλυψη της πλαστογραφίας τα επέστρεψε, δ) οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι δεν ήταν μέτοχος της παραπάνω ασφαλιστικής εταιρείας, ότι τα πλαστά αυτά ομόλογα, ο Ψ, παρέλαβε μόνο από τον Φ, ο οποίος και μόνον έκανε χρήση, ότι δεν γνώριζε ο ίδιος την πλαστότητα των ομολόγων και ότι αυτά δε δόθηκαν στον δανειστή τους Ψ με δικαίωμα ρευστοποιήσεως, πλήττουν, με το πρόσχημα της ελλείψεως αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, την επί της ουσίας κρίση του Συμβουλίου Εφετών, η οποία όμως δεν ελέγχεται αναιρετικά και για το λόγο αυτό είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες.
Μετά ταύτα, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως για να εξετασθεί, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει τη με αριθ. εκθ. 84/23-4-2009 αίτηση του Χ περί αναιρέσεως του με αριθ. 387/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και.

Καταδικάζει τον άνω αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 5 Νοεμβρίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 25 Νοεμβρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή