Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Ποινή, Πλάνη πραγματική, Δόλος, Εισαγγελική Πρόταση, Πόθεν έσχες.
Περίληψη:
Πόθεν έσχες. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται στην ενσωματωθείσα στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση όταν σε αυτήν εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν το αδίκημα. Η εκπρόθεσμη υποβολή δηλώσεων του πόθεν έσχες δεν έχει ως συνέπεια την άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή τον αποκλεισμό του καταλογισμού, αλλά απλώς μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής. Ο δόλος δεν είναι αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαίτερα. Η ανάθεση των δηλώσεων σε τρίτον δεν συνιστά πραγματική πλάνη αφού δεν αναφέρεται σε όρο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και συνεπώς το Συμβούλιο δεν υποχρεούτο να απαντήσει. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1638/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΚΟΠΩΝ- ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Παναγιώτη Ρουμπή και Γεώργιο Αδαμόπουλο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πριάμου Λεκκού και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 3 Ιουλίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1 κατοίκου ... περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2491/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγουσα την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "E.T.C.O. Συμμετοχών και Συμβουλευτικών Υπηρεσιών Α.Ε.", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και o αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Ιανουαρίου 2009 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 256/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου με αριθμό 172/8-5-2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με το άρθρο 485 § 1 Κ.Π.Δ., την υπ'αριθ. 9/2009 έκθεση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1 κατοίκου ... κατά του υπ'αριθμ. 2491/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα:
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το υπ'αριθ. 2491/2008 βούλευμά του, παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Πλημ/των Αθηνών, να δικασθεί για τις αξιόποινες πράξεις της παράλειψης υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης και της υποβολής εν γνώσει του ανακριβών στοιχείων (άρθρα 26 § ια, 27 Π.Κ. και άρθρα 1 § 1 ιγ, 2 § 1, 4 § 3α', 5 και 9 § 5 Ν.3213/2003, όπως η παράγραφος 5 του άρθρου 9 με την παραγρ. 4β του άρθρου 13 του ν.3242/2004 και 27 § 3 σε συνδ. με τα άρθρα 24, 25, 26 και 28 του ν.2429/1996, όπως η παραγρ. 2 του άρθρου 24 αντικ. με το άρθρο 13 § 1 Ν.2836/2000). Κατά του βουλεύματος αυτού άσκησε ο αναιρεσείων νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, αφού ασκήθηκε από τον εξουσιοδοτημένο, πληρεξούσιο δικηγόρο του Χαράλαμπο Νικ. Χαραλαμπέα, δικηγόρο Αθηνών, ενώπιον του αρμοδίου γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών και περιέχει συγκεκριμένους λόγους αναίρεσης και δη αυτούς της εσφαλμένης ερμηνείας της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα και της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας (άρθρο 484 § 1β' και δ' Κ.Π.Δ.).
Κατά το άρθρο 1 § 1 ιγ του Ν.3213/2003, δήλωση της περιουσιακής τους κατάστασης, των συζύγων τους και των ανηλίκων τέκνων τους υποβάλλουν και οι μέτοχοι και εταίροι κάθε μορφής εταιρειών, οι οποίες κατέχουν άδεια λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών, ελεύθερης λήψης ή παροχής κάθε μορφής συνδρομητικών τηλεοπτικών υπηρεσιών, καθώς και λειτουργίας ραδιοφωνικών σταθμών. Κατά το πρώτο εδάφιο της παραγρ. 2 του ιδίου άρθρου, η δήλωση της παραγράφου 1 υποβάλλεται από τους υπόχρεους μέσα σε ενενήντα (90) ημέρες από την ορκωμοσία ή την ανάληψη των καθηκόντων τους ή την απόκτηση της άδειας ή την έναρξη της επιχείρησης ή του επαγγέλματός τους. Επίσης, η δήλωση αυτή υποβάλλεται κάθε χρόνο κατά το διάστημα της θητείας, της άσκησης της δραστηριότητας ή της διατήρησης των υπόχρεων και για τρία (3) χρόνια μετά από την απώλεια ή τη λήξη της, το αργότερο την 30η Ιουνίου κάθε έτους. Επίσης κατά το άρθρο 2 § 1α του Ν.3213/2003, η δήλωση περιουσιακής κατάστασης περιέχει, λεπτομερώς, τα υφιστάμενα κατά το χρόνο υποβολής της περιουσιακά στοιχεία. Ως περιουσιακά στοιχεία θεωρούνται, ιδίως: ι. τα έσοδα, από κάθε πηγή, κατά τα τρία τελευταία οικονομικά έτη πριν από την αρχική υποβολή της δήλωσης και κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος για τις μετέπειτα υποβαλλόμενες δηλώσεις.
ιι. Τα ακίνητα, καθώς και τα εμπράγματα δικαιώματα σε αυτά, με ακριβή προσδιορισμό τους. ιιι. Οι μετοχές ημεδαπών και αλλοδαπών εταιρειών, τα ομόλογα και ομολογίες κάθε είδους, τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων κάθε είδους και τα παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα κάθε είδους.
ιν. Οι καταθέσεις σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύματα. v. Τα πλωτά και τα εναέρια μεταφορικά μέσα, καθώς και τα κάθε χρήσης οχήματα. vι. Η συμμετοχή σε κάθε είδους επιχείρηση. βι. Σε περίπτωση απόκτησης νέου περιουσιακού στοιχείου ή επαύξησης υφισταμένου, στη δήλωση περιλαμβάνεται, υποχρεωτικώς, το ύφος της σχετικής δαπάνης, καθώς και αναλυτική παράθεση της πηγής προέλευσης των σχετικών πόρων. Σε περίπτωση εκποίησης μνημονεύεται το εισπραχθέν τίμημα. ιι. Οι υπόχρεοι οφείλουν να επισυνάπτουν στη δήλωση και αντίγραφα των οικείων παραστατικών. Κατά την παράγραφο 1γ εδάφιο πρώτο του ιδίου άρθρου, η δήλωση υποβάλλεται από τον υπόχρεο και υπογράφεται από τον ίδιο, αν σε αυτή αναγράφονται μόνον τα δικά του περιουσιακά στοιχεία, από τη σύζυγό του, αν αναγράφονται μόνο δικά της στοιχεία, και από αμφότερους τους συζύγους, αν αναγράφονται περιουσιακά στοιχεία και των δύο ή των ανήλικων τέκνων τους. Ενώ, κατά το δεύτερο εδάφιο της ιδίας παραγράφου, η δήλωση περιουσιακής κατάστασης συνοδεύεται υποχρεωτικά από αντίγραφο της φορολογικής δήλωσης του υποχρέου για το αντίστοιχο οικονομικό έτος. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 3 § 2α και 2βι του Ν.3213/2003 (όπως η παραγρ. 2βι αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 § 3 του Ν.3327/2005, που τέθηκε σε ισχύ στις 11-3-2005), οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις των υπόχρεων των εδαφίων στ' έως και ιε της παραγρ. 1 του άρθρου 1 αυτού, μεταξύ των οποίων και ο αναιρεσείων, υποβάλλονται σε πενταμελή επιτροπή, η οποία συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και προεδρεύεται από Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
Κατά την παράγραφο 2δ του ίδιου άρθρου (4), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 § 5 του Ν.3327/2005, οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων των περιπτώσεων στ', θ', ί, ία και ίβ της παραγρ. 1 του άρθρου 1, καθώς και των προέδρων των διευρυμένων νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων, των νομαρχών και των δημάρχων ελέγχονται, υποχρεωτικώς, κάθε έτος. Οι δηλώσεις των προσώπων της περίπτωσης ία της παραγρ. 1 ελέγχονται κατ'απόλυτη προτεραιότητα. Για τις λοιπές κατηγορίες προσώπων που υπάγονται στην αρμοδιότητα της πενταμελούς Επιτροπής, ο έλεγχος είναι δειγματοληπτικός........ επίσης, κατά την παραγρ. 4 του άρθρου 3, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 § 6 του Ν.3327/2005, μετά το τέλος του ελέγχου και εφόσον διαπιστώνονται παραβάσεις του νόμου που συνεπάγονται καταλογισμό ή ποινική ευθύνη, συντάσσεται έκθεση, η οποία υποβάλλεται αρμοδίως.....Αν ανακύπτει περίπτωση ποινικής ευθύνης, η έκθεση αποστέλλεται στον αρμόδιο για την άσκηση ποινικής δίωξης όργανο..... Περαιτέρω, κατά την παραγρ. 3 του άρθρου 4 του Ν.3213/2003, ελεγχόμενος που παραλείπει να υποβάλλει την κατά τα άρθρα 1 και 2 δήλωση ή υποβάλλει εν γνώσει του ανακριβή στοιχεία, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή. Στον υπαίτιο επιβάλλεται και στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων από ένα (1) έως και τέσσερα (4) έτη....
Κατά το άρθρο 5, για τις αξιόποινες πράξεις του προηγουμένου άρθρου ασκείται ποινική δίωξη από τον αρμόδιο εισαγγελέα Εφετών και ενεργείται απευθείας ανάκριση από εφέτη ανακριτή οριζόμενο από το όργανο διεύθυνσης του οικείου εφετείου, για την κατηγορία αποφαίνεται το συμβούλιο εφετών με βούλευμα υποκείμενο σε αναίρεση και οι σχετικές πράξεις εκδικάζονται σε πρώτο βαθμό από το τριμελές εφετείο και σε δεύτερο βαθμό από το πενταμελές εφετείο. Η ενδεχόμενη εκπρόθεσμη υποβολή της δήλωσης δεν αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης, ούτε αποκλείει τον καταλογισμό αυτής στον υπαίτιο, αφού τέτοια συνέπεια δεν αναφέρεται στον νόμο, αλλά μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνο κατά την επιμέτρηση της ποινής (ΑΠ 1749/2005). Η δε προβλεπόμενη από το άρθρο 3 § 4 του Ν.3213/2003 διαδικασία, με τη σύνταξη από την επιτροπή ελέγχου των δηλώσεων έκθεσης (πορίσματος) για τη διαπίστωση ποινικής ευθύνης και τη διαβίβαση αυτής στον αρμόδιο για την άσκηση ποινικής δίωξης, συνιστά ειδική δικονομική προϋπόθεση για την άσκηση της ποινικής δίωξης (ΑΠ 839/2001 Π.λογ. έτους 2001 σελ. 1011).
Κατά το άρθρο 27 § 1 του Π.Κ., με δόλο (πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά τον νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης, καθώς και όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται. Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι αντικείμενο του δόλου είναι το σύνολο των στοιχείων που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος. 'Αμεσος δόλος υπάρχει όταν ο δράστης επιθυμεί και επιδιώκει ευθέως την πραγμάτωση των περιστατικών που συναπαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή όταν πράττει έχοντας επίγνωση ότι η πράξη του συνεπάγεται με βεβαιότητα την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών. Ενδεχόμενος δόλος υπάρχει, όταν ο δράστης προβλέπει ότι με την πράξη του ενδέχεται να πραγματωθούν τα περιστατικά που στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και αποδέχεται το ενδεχόμενο αυτό.
Κατά το άρθρο 30 § 1 Π.Κ., η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη, αν αυτός κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης αγνοεί τα περιστατικά που τη συνιστούν (πραγματική πλάνη). Αν, όμως, η άγνοια αυτών των περιστατικών μπορεί να αποδοθεί σε αμέλεια του υπαιτίου, η πράξη καταλογίζεται σ'αυτόν ως έγκλημα από αμέλεια. Πραγματική πλάνη είναι η άγνοια ή η εσφαλμένη αντίληψη του δράστη για κάποιο συστατικό στοιχείο-όρο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος που αποδίδεται σ'αυτόν, το οποίο (στοιχείο) μπορεί να αναφέρεται σε πραγματικά γεγονότα, νομικές ιδιότητες ή σχέσεις και άλλα αξιολογικά στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος ή σε περιστατικά που επαυξάνουν τη βαρύτητά του, χωρίς να έχει σημασία η πηγή προέλευσης της πλάνης. Η πραγματική πλάνη αποτελεί λόγο άρσης του καταλογισμού, αποκλείοντας τον δόλο και την ενσυνείδητη αμέλεια.
Κατά το άρθρο 484 § 1 στοιχ. β'του Κ.Π.Δ. λόγον αναιρέσεως του βουλεύματος συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστικό συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση.
Εξάλλου, κατά τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ., έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ., υπάρχει όταν στο βούλευμα δεν περιέχονται με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικές σκέψεις με τις οποίες τα περιστατικά αυτά υπήχθησαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. 'Ελλειψη τέτοιας αιτιολογίας υπάρχει και όταν η αιτιολογία είναι εντελώς τυπική, με την οποία εξομοιώνεται και εκείνη που παραπέμπει στα πραγματικά περιστατικά του διατακτικού. Και ναι μεν το αιτιολογικό μαζί με το διατακτικό του βουλεύματος, στο οποίο, ως λογικό συμπέρασμα, καταχωρίζονται όλα τα στοιχεία του εγκλήματος, αποτελούν ενιαίο σύνολο και είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωσή τους, πλην όμως η συμπλήρωση αυτή δεν μπορεί να φθάσει μέχρι σημείου ολικής αναφοράς στα περιστατικά που περιγράφονται στο διατακτικό του βουλεύματος. Αιτιολογία υπάρχει και όταν το παραπεμπτικό βούλευμα αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του ίδιου βουλεύματος, εφόσον αυτή περιέχει τις ανωτέρω διαλαμβανόμενες αναγκαίες αναφορές (δείτε και ΑΠ 1254/2006 Π.Χρ. ΝΖ'/507, ΑΠ 157/07 Π.Χρ. ΝΖ/1003).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπ'αριθ. 2491/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το Συμβούλιο που το εξέδωσε, με καθολική αναφορά στην πρόταση του παρ'αυτώ Εισαγγελέα Εφετών, δέχθηκε ότι από τη δέουσα εκτίμηση του κατά την ενεργήθείσα κυρία ανάκριση, συλλεγέντος αποδεικτικού υλικού και δη από τις καταθέσεις των ενόρκως εξετασθέντων μαρτύρων, λαμβανομένων υπ' όψη σε συνδυασμό με τα έγγραφα της δικογραφίας και την απολογία του κατηγορουμένου φρονούμε ότι προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ότι αυτός τέλεσε τις ως άνω αποδιδόμενες σ' αυτόν πράξεις.
Ειδικότερα εν προκειμένω προκύπτουν τα ακόλουθα περιστατικά:
Ο κατηγορούμενος Χ1 υπήρξε μέτοχος της εταιρίας "ALFA ΔΟΡΥΦΟΡΙΚΗ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Α.Ε.", για τα έτη 2003 μέχρι και 2007. Υπό την προρρηθείσα ιδιότητα του μετόχου, με βάση τις ως άνω νομοθετικές διατάξεις, όφειλε αυτός κατά το ως άνω χρονικό διάστημα και δη κατ' έτος, να υποβάλλει σύμφωνα με το Ν. 3213/2003, αλλά και για τα επόμενα τρία τελευταία χρόνια, από την τυχόν απώλεια της ιδιότητας του μετόχου, δήλωση περιουσιακής κατάστασης (πόθεν έσχες), εμπεριέχουσας μάλιστα ακριβή στοιχεία στην Εισαγγελία του Α.Π. Ειδικότερα δε αυτός, με πρόθεση παράλειψε να υποβάλει την ως άνω δήλωση για το έτος 2007, το βραδύτερο μέχρι την 30/6/2007.
Επιπρόσθετα δε αυτός υπέβαλε εν γνώσει του ανακριβή στοιχεία για τα έτη 2003, 2004, 2005 και 2006 στην Εισαγγελία του Α.Π. κατά τα ειδικότερα και αναλυτικότερα εκτιθέμενα στο Διατακτικό.
Ο κατηγορούμενος αρνείται την κατηγορία επιρρίπτοντας την ευθύνη στον Ε1 που ήταν στέλεχος της ως άνω εταιρίας, τον οποίο είχε εξουσιοδοτήσει αυτός (ο κατηγορούμενος) να του συντάσσει τις εν λόγω περιουσιακές του δηλώσεις λόγω του φόρτου εργασίας του.
Όμως η ως άνω ιδιότητα του, ως μετόχου του ως άνω τηλεοπτικού σταθμού, επί σειρά ετών μάλιστα, λαμβανόμενη υπ' όψη σε συνδυασμό με τη σωρεία των παραβάσεων του, οι οποίες προκύπτουν εν προκειμένω και εκτίθενται στο Διατακτικό, φρονούμε ότι δεν αποδυναμώνουν, αλλά ότι αντιθέτως ενισχύουν την προκύπτουσα δολία προαίρεση του, σε σχέση με την από αυτόν προκύπτουσα, από το προρρηθέν αποδεικτικό υλικό, ως τελεσθείσα και δη κατ' επανάληψη, αντικειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, που προβλέπεται και τιμωρείται από τις ως άνω διατάξεις, για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη και του απαγγέλθηκε κατηγορία και που αυτό εξειδικεύεται και περιγράφεται ως τελεσθέν από αυτόν, κατά τα ακολούθως εκτιθέμενα.
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω φρονούμε ότι προκύπτουν εν προκειμένω σοβαρές ενδείξεις ενοχής βάρος του κατηγορουμένου Χ1 για τις προρρηθείσες πράξεις για τις οποίες ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη, οι οποίες προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 94 παρ. 1 και 98 ΠΚ και άρθρων 1 παρ. 1, 4 παρ. 3 Ν. 3327/2005, 1 παρ. 10 Ν. 2328/95, όπως αντικ. με άρθρο 12 παρ. 3 Ν. 3310/05 και άρθρα 25 και 27 Ν. 2429/96, που διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 9 παρ. 5 Ν. 3213/2003, όπως η παρ. 5 προστέθηκε με το άρθρο 13 παρ. 4 περ. Β' Ν. 3242/04.
Πρέπει επομένως, κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 9, 309 παρ. 1 ε, 313, 119 παρ. 1 και 122 παρ. 1 ΚΠΔ σε συνδ. με το άρθρο 28 παρ. 2 Ν. 2429/1996, να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημ/των Αθηνών, το οποίο είναι αρμόδιο, καθ' ύλη και κατά τόπο για να δικάσει τις ως άνω αποδιδόμενες σ' αυτόν πλημ/κές πράξεις.
Η αιτιολογία όμως αυτή που περιλαμβάνεται στην ενσωματωμένη στο προσβαλλόμενο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, σύμφωνα με όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, αλλά τυπική, αφού δεν αναφέρονται στην αιτιολογία του βουλεύματος τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση που διενεργήθηκε και στοιχειοθετούν αντικειμενικά και υποκειμενικά τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες παραπέμπεται να δικασθεί ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, ούτε εκτίθενται οι νομικές σκέψεις με τις οποίες υπήχθησαν τα περιστατικά αυτά στις διατάξεις που εφαρμόσθηκαν. Οι ελλείψεις δε αυτές δεν μπορούν να αναπληρωθούν από τα όσα περιέχονται στο διατακτικό, στο οποίο παραπέμπει, όσον αφορά τα περιστατικά αυτά, εξολοκλήρου το σκεπτικό. Επομένως κατά παραδοχή του με στοιχείο "Β" λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 § ΙΔ' Κ.Π.Δ., πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση, ενώπιον του ιδίου Συμβουλίου, συντιθέμενου από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που έκριναν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Π.Δ.). Παρέλκει δε κατόπιν τούτου η ενασχόληση με τον με στοιχείο "Α" λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως.
Για τους λόγους αυτούς
Προτείνω: Να γίνει τυπικά και κατ'ουσία δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση ενώπιον του ιδίου Συμβουλίου, συντιθέμενου από άλλους δικαστές.
Αθήνα 20 Μαρτίου 2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Νικόλαος Μαύρος
Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η με αριθ. 9/2009 αίτηση του Χ1 κατοίκου ... στρέφεται κατά του 2491/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών για να δικαστεί για τις αξιόποινες πράξεις της εκ προθέσεως παράλειψης υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης και της υποβολής εν γνώσει του ανακριβών στοιχείων κατ' εξακολούθηση.
Συνεπώς πρέπει να εξεταστεί η βασιμότητα των λόγων της.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ.1 ιγ' του ν.3213/2003, δήλωση της περιουσιακής τους κατάστασης υποβάλλουν και οι μέτοχοι και εταίροι κάθε μορφής εταιρειών, οι οποίες κατέχουν άδειες λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών, ελεύθερης λήψης ή παροχής κάθε μορφής συνδρομητικών τηλεοπτικών υπηρεσιών καθώς και λειτουργίας ραδιοφωνικών σταθμών. Κατά δε την παρ.2 του ίδιου άρθρου, η δήλωση υποβάλλεται κάθε χρόνο κατά το διάστημα της θητείας της άσκησης της δραστηριότητας ή της διατήρησης της ιδιότητας των υπόχρεων... το αργότερο την 30/6 κάθε έτους. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 παρ.Ια του ιδίου νόμου, η δήλωση περιουσιακής κατάστασης περιέχει λεπτομερώς τα υφιστάμενα κατά το χρόνο υποβολής της περιουσιακά στοιχεία. Ως περιουσιακά στοιχεία θεωρούνται ιδίως: Ι) τα έσοδα από κάθε πηγή...κατά τα τρία τελευταία οικονομικά έτη πριν από την αρχική υποβολή της δήλωσης και κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος για τις μετέπειτα υποβαλλόμενες δηλώσεις....III) οι μετοχές ημεδαπών και αλλοδαπών εταιρειών, τα ομόλογα και ομολογίες κάθε είδους, τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων κάθε είδους και τα παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα κάθε είδους IV) οι καταθέσεις σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύματα κλπ. Κατά δε το άρθρο 4 παρ.3 του αυτού νόμου, ελεγχόμενος που παραλείπει να υποβάλει την κατά τα άρθρα 1 και 2 δήλωση ή υποβάλλει εν γνώσει του ανακριβή στοιχεία τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και του άρθρου 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το συμβούλιο εφετών αναφέρεται εν μέρει ή και εξ ολοκλήρου στην ενσωματωθείσα στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση αφού αυτή αποτελεί μέρος του βουλεύματος όταν σε αυτήν εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται εν όλω ή εν μέρει και η κρίση του συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη η επανάληψη από το συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών (ΑΠ 1151/2006). Εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όχι μόνο όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση στις διατάξεις που εφάρμοσε αλλά και όταν οι διατάξεις αυτές παραβιάστηκαν εκ πλαγίου, ήτοι όταν έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό με το διατακτικό, το οποίο ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση από το σκεπτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος το άνω Συμβούλιο, από την εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος προσδιορίζονται και παραδεκτώς αναφέρεται καθ' ολοκληρίαν στην εισαγγελική πρόταση δέχτηκε ανελέγκτως ότι: "Από τη δέουσα εκτίμηση του κατά την ενεργηθείσα κυρία ανάκριση, συλλεγέντος αποδεικτικού υλικού και δη από τις καταθέσεις των ενόρκως εξετασθέντων μαρτύρων, λαμβανομένων υπ' όψη σε συνδυασμό με τα έγγραφα της δικογραφίας και την απολογία του κατηγορουμένου φρονούμε ότι προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ότι αυτός τέλεσε τις ως άνω αποδιδόμενες σ' αυτόν πράξεις.
Ειδικότερα εν προκειμένω προκύπτουν τα ακόλουθα περιστατικά: Ο κατηγορούμενος Χ1 υπήρξε μέτοχος της εταιρίας "ALFA ΔΟΡΥΦΟΡΙΚΗ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Α.Ε.", για τα έτη 2003 μέχρι και 2007. Υπό την προρρηθείσα ιδιότητα του μετόχου, με βάση τις ως άνω νομοθετικές διατάξεις, όφειλε αυτός κατά το ως άνω χρονικό διάστημα και δη κατ' έτος, να υποβάλλει σύμφωνα με το Ν. 3213/2003, αλλά και για τα επόμενα τρία τελευταία χρόνια, από την τυχόν απώλεια της ιδιότητας του μετόχου, δήλωση περιουσιακής κατάστασης (πόθεν έσχες), εμπεριέχουσας μάλιστα ακριβή στοιχεία στην Εισαγγελία του Α.Π.
Ειδικότερα δε αυτός, με πρόθεση παράλειψε να υποβάλει την ως άνω δήλωση για το έτος 2007, το βραδύτερο μέχρι την 30/6/2007.
Επιπρόσθετα δε αυτός υπέβαλε εν γνώσει του ανακριβή στοιχεία για τα έτη 2003, 2004, 2005 και 2006 στην Εισαγγελία του Α.Π. κατά τα ειδικότερα και αναλυτικότερα εκτιθέμενα στο Διατακτικό.
Ο κατηγορούμενος αρνείται την κατηγορία επιρρίπτοντας την ευθύνη στον Ε1 που ήταν στέλεχος της ως άνω εταιρίας, τον οποίο είχε εξουσιοδοτήσει αυτός (ο κατηγορούμενος) να του συντάσσει τις εν λόγω περιουσιακές του δηλώσεις λόγω του φόρτου εργασίας του.
Όμως η ως άνω ιδιότητά του, ως μετόχου του ως άνω τηλεοπτικού σταθμού, επί σειρά ετών μάλιστα, λαμβανόμενη υπ' όψη σε συνδυασμό με τη σωρεία των παραβάσεων του, οι οποίες προκύπτουν εν προκειμένω και εκτίθενται στο Διατακτικό, φρονούμε ότι δεν αποδυναμώνουν, αλλά ότι αντιθέτως ενισχύουν την προκύπτουσα δολία προαίρεσή του, σε σχέση με την από αυτόν προκύπτουσα, από το προρρηθέν αποδεικτικό υλικό, ως τελεσθείσα και δη κατ' επανάληψη, αντικειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, που προβλέπεται και τιμωρείται από τις ως άνω διατάξεις, για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη και του απαγγέλθηκε κατηγορία και που αυτό εξειδικεύεται και περιγράφεται ως τελεσθέν από αυτόν, κατά τα ακολούθως εκτιθέμενα.
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω φρονούμε ότι προκύπτουν εν προκειμένω σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του κατηγορουμένου Χ1 για τις προρρηθείσες πράξεις για τις οποίες ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη, οι οποίες προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 94 παρ. 1 και 98 ΠΚ και άρθρων 1 παρ. 1, 4 παρ. 3 Ν. 3327/2005, 1 παρ. 10 Ν. 2328/95, όπως αντικ. με άρθρο 12 παρ. 3 Ν. 3310/05 και άρθρα 25 και 27 Ν. 2429/96, που διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 9 παρ. 5 Ν. 3213/2003, όπως η παρ. 5 προστέθηκε με το άρθρο 13 παρ. 4 περ. Β' Ν. 3242/04.
Πρέπει επομένως, κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 9, 309 παρ. 1 ε, 313, 119 παρ. 1 και 122 παρ. 1 ΚΠΔ σε συνδ. με το άρθρο 28 παρ. 2 Ν. 2429/1996, να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημ/των Αθηνών, το οποίο είναι αρμόδιο, καθ' ύλη και κατά τόπο για να δικάσει τις ως άνω αποδιδόμενες σ' αυτόν πλημ/κές πράξεις.και ειδικότερα του ότι: Α) Με την ιδιότητα του ως άνω μετόχου επιχειρήσεως Μ.Μ.Ε. και συγκεκριμένα της εταιρίας "ALFA ΔΟΡΥΦΟΡΙΚΗ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Α.Ε.", ενώ είχε την υποχρέωση να υποβάλει δήλωση περιουσιακής κατάστασης, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3213/2003, κάθε χρόνο κατά το διάστημα διατήρησης της ιδιότητάς του και για τρία χρόνια μετά την απώλειά της, το αργότερο μέχρι την 30η Ιουνίου κάθε έτους, αυτός ενεργώντας με πρόθεση, παρέλειψε να υποβάλει την εν λόγω δήλωση για το έτος 2007, το αργότερο μέχρι την 30/6/2007.
και Β) Με την ίδια ως άνω ιδιότητά του και υπέχοντας την ίδια ως άνω υποχρέωση, ενεργώντας με πρόθεση, με περισσότερες πράξεις του, που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, υπέβαλε εν γνώσει του ανακριβή στοιχεία στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των ετών 2004, 2005 και 2006, που υποβλήθηκαν στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου. Συγκεκριμένα:
1) Στη δήλωση περιουσιακής καταστάσεως για το έτος 2004, που υποβλήθηκε στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, στις 27/9/04, δεν δήλωσε την ύπαρξη, κατά τον παραπάνω κρίσιμο χρόνο υποβολής της δήλωσης, των χαρτοφυλακίων αμοιβαίων κεφαλαίων (Interamerican σταθερό ομολογιακό), ποσών 86.072,46, 43.101,56, 14.837,75 και 14.837,75 ευρώ, που τηρούσε στην Τράπεζα Eurobank EFG. Επίσης, ενώ στις 9/7/03 έλαβε χώρα μεταφορά συνολικού ποσού 3.045.455 ευρώ από τον ... λογαριασμό της εταιρείας ALFA ΔΟΡΥΦΟΡΙΚΗ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Α.Ε. στον ... λογαριασμό του στην Τράπεζα Novabank, δεν δήλωσε το εν λόγω ποσό στην ως άνω δήλωση του έτους 2004, ως εισόδημα ή οικονομική ενίσχυση κατά το προηγούμενοοικονομικό έτος. 2) Στην δήλωση περιουσιακής καταστάσεως για το έτος 2005, που υποβλήθηκε στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, στις 30/6/05, δήλωσε την ύπαρξη κοινών με τη σύζυγο του λογαριασμών στηνΤράπεζα Novabank, συνολικού ποσού 305.996,04 ευρώ. Όμως, από τη σχετική έρευνα που διενεργήθηκε από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, διαπιστώθηκε, ότι, κατά τον ως άνω κρίσιμο χρόνο υποβολής της δήλωσης, τηρούσε στην ως άνω τράπεζα με τη σύζυγό του, τους ...και ... κοινούς λογαριασμούς, ποσών 177.289,11 και 50.000 ευρώ, αντίστοιχα, καθώς και χαρτοφυλάκια και λογαριασμούς σε κατάστημα PRIVATE BANKING της ίδιας τράπεζας (μετρητά, ομόλογα, μετοχές και εναλλακτικές επενδύσεις) με κωδικό ..., ποσού 412.557,39 ευρώ, δηλαδή συνολικά 639.846 ευρώ. Επίσης, στις 3/12/04, έλαβε χώρα κατάθεση ποσού 83.380,18 ευρώ στον ...λογαριασμό του στην ίδια τράπεζα, που προήλθε από χρέωση του ... λογαριασμού του Κ1 το οποίο δεν δήλωσε στην ως άνω δήλωσή του του έτους 2005, ως οικονομική ενίσχυση κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος και 3) Στη δήλωση περιουσιακής καταστάσεως για το έτος 2006, που υποβλήθηκε στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, στις 29/6/06, δήλωσε την ύπαρξη κοινών με τη σύζυγό του λογαριασμών στην Τράπεζα Novabank, συνολικού ποσού 235.697,59 ευρώ. Όμως, από τη σχετική έρευνα που διενεργήθηκε από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, διαπιστώθηκε, ότι, κατά τον ως άνω κρίσιμο χρόνο υποβολής της δήλωσης, τηρούσε στην ως άνω τράπεζα με τη σύζυγό του, τους ..., ... και ... κοινούς λογαριασμούς, ποσών 112.138,05, 50.000 και 40.000 ευρώ, αντίστοιχα, καθώς και χαρτοφυλάκια και λογαριασμούς σε κατάστημα PRIVATE BANKING της ίδιας τράπεζας (μετρητά, ομόλογα, μετοχές και εναλλακτικές επενδύσεις) με κωδικό 6000075, ποσού 477.787,95 ευρώ, δηλαδή συνολικά 679.926 ευρώ. Επίσης, στις 18/3/05, 3/6/05 και 7/12/05 έλαβαν χώρα καταθέσεις ποσών 47.370, 120.550 και 160.000 ευρώ, αντίστοιχα στον ...λογαριασμό του στην Τράπεζα Novabank, που προήλθαν από χρέωση του ως άνω... λογαριασμού του Κ1 τα οποία δεν δήλωσε στην ως άνω δήλωσή του, του έτους 2006 ως οικονομικές ενισχύσεις κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος".
Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία καθόσον σε αυτή αναφέρονται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία των εγκλημάτων τούτων, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο τούτο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άνω άρθρων, που εφάρμοσε και τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου κρίνοντας ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικότερα, στο σκεπτικό και το διατακτικό του βουλεύματος, που παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, αναφέρεται ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις περί τελέσεως υπό του αναιρεσείοντος των άνω αξιοποίνων πράξεων για τις οποίες ασκήθηκε η ποινική δίωξη και παραπέμπεται και περιγράφονται ειδικότερα κατά τόπο, χρόνο και λοιπές κατά το νόμο περιστάσεις. Ήτοι διαλαμβάνεται στην αιτιολογία ότι ο αναιρεσείων, καίτοι ήταν υπόχρεος κατά το νόμο, ως μέτοχος επιχειρήσεως ΜΜΕ και δη της εταιρείας "ALPHA ΔΟΡΥΦΟΡΙΚΗ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΑΕ" να δηλώσει στον αρμόδιο Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου τα περιουσιακά του στοιχεία για το έτος 2007 το αργότερο μέχρι τις 30/6/2007 παρέλειψε με πρόθεσή του να υποβάλει τη σχετική δήλωση περιουσιακής κατάστασης. Πλέον τούτου, αναφέρεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα, ότι εν γνώσει του στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των ετών 2004, 2005 και 2006 δήλωσε ανακριβή στοιχεία περί της περιουσιακής του καταστάσεως. Ειδικότερα, όσον αφορά τη δήλωση για το έτος 2004, την υπέβαλε στον Αντεισαγγελέα του ΑΠ εκπρόθεσμα και συγκεκριμένα στις 27/9/2004. Η δήλωση αυτή, όπως και οι υπόλοιπες για τα έτη 2005 και 2006 ήταν ανακριβείς κατά τα αναφερόμενα στην άνω αιτιολογία. Περαιτέρω, η αιτίαση ότι, ενώ δεν παρέλειψε την υποβολή της σχετικής δήλωσης για το έτος 2007, όπως αντιθέτως κατηγορείται αλλά, όπως ο αναιρεσείων ισχυρίζεται, την υπέβαλε καθυστερημένα και προκύπτει τούτο από τη δικογραφία, είναι αβάσιμη, αφού η τυχόν εκπρόθεσμη υποβολή της δήλωσης αυτής δεν έχει ως συνέπεια την άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή τον αποκλεισμό του καταλογισμού του υπαιτίου, αφού κάτι τέτοιο δεν αναφέρεται στο νόμο αλλά απλώς μπορεί, σε περίπτωση καταδίκης, να ληφθεί υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής (ΑΠ 1749/2005). Περαιτέρω, η αιτίαση ότι το Συμβούλιο Εφετών εσφαλμένως και αναιτιολόγητα αποδίδει στον αναιρεσείοντα πρόθεση για όλες τις πράξεις, για τις οποίες παραπέμπεται, καθόσον είχε αναθέσει σε τρίτο και δη στον εξουσιοδοτηθέντα από αυτόν Ε1 να συγκεντρώσει όλα τα περιουσιακά του στοιχεία και να συντάξει όλες τις σχετικές δηλώσεις και έτσι η καθυστερημένη υποβολή της τελευταίας δηλώσεως του έτους 2007 δεν οφείλεται σε δολία προαίρεσή του, ούτε γνώριζε την ανακρίβεια (την οποία αμφισβητεί) των προηγουμένων δηλώσεών του, ήτοι των ετών 2004, 2005 και 2006, είναι αβάσιμη. Ειδικότερα, ως προς τον αποδιδόμενο δόλο, η ως άνω αιτιολογία του βουλεύματος είναι επαρκής, αφού διαλαμβάνει ότι εν γνώσει του υπέβαλε ανακριβή στοιχεία στις δηλώσεις των ετών 2004, 2005 και 2006 και εκ προθέσεως παρέλειψε να υποβάλει σχετική δήλωση μέχρι την 30/6/2007 που ορίζεται ως το αργότερο χρονικό σημείο υποβολής της δήλωσης κατά το νόμο. Εξάλλου δε, η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαίτερα, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση των εγκλημάτων τούτων και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς τους, διαλαμβάνεται δε περί τούτου (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την παραπομπή. Άλλο βέβαια είναι το θέμα της μη υπάρξεως δόλου, ως ο αναιρεσείων ισχυρίζεται, και κατά τούτο η σχετική αιτίαση είναι απαράδεκτη διότι πλήττει την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου. Όσον δε αφορά την αιτίαση ότι το Συμβούλιο απέρριψε αναιτιολόγητα τον ισχυρισμό του περί πραγματικής πλάνης, συνισταμένης στο ότι είχε αναθέσει την σύνταξη των δηλώσεων στον άνω Ε1 και έτσι δε γνώριζε, ήτοι αγνοούσε εκείνα για τα οποία κατηγορείται και συνεπώς δεν μπορούν να καταλογιστούν σε αυτόν οι πράξεις για τις οποίες παραπέμπεται είναι αβάσιμη. Τούτο διότι, από την επισκόπηση της απολογίας του αναιρεσείοντος ενώπιον του Εφέτη Ανακριτή και του υποβληθέντος σε αυτόν από 6/6/2008 υπομνήματός του προκύπτει ότι δεν υπέβαλε κατά τρόπο σαφή και ορισμένο ισχυρισμό περί πραγματικής πλάνης του και δη ότι αγνοούσε συστατικό όρο της αντικειμενικής υπόστασης των άνω ποινικών αδικημάτων για τα οποία παραπέμπεται. Συγκεκριμένα, και σε σχέση μόνο με την παράλειψη υποβολής της δήλωσης του έτους 2007 προέβαλε δια του άνω υπομνήματός του ότι "αγνοούσα παντελώς τη μη υποβολή της και σπεύδω αμέσως να συμπληρώσω μια ολιγωρία για την οποία τελούσα σε πραγματική πλάνη, που αποκλείει το δόλο και την ενσυνείδητη αμέλεια. Η μετοχική μου ιδιότητα, την οποία εγώ θεωρώ ισχυρή και απρόσβλητη, σύμφωνα με τα όσα εξέθεσα παραπάνω, θεωρήθηκε πεπλανημένα ότι εξέλειψε από τους υπεύθυνους της ALPHA Δορυφορική Τηλεόραση ΑΕ, με συνέπεια να μην υποβάλουν, ως είχαν υποχρέωση, αλλά και χωρίς να με ενημερώσουν σχετικά, τη δήλωση περιουσιακής κατάστασης του 2007, όπως έκαναν το 2006 αν και είχα αποχωρήσει το Φεβρουάριο από το σταθμό". Ο ισχυρισμός του αυτός, υπό το περιεχόμενο τούτο, δεν συνιστά άγνοια του αναιρεσείοντος συστατικού όρου της αντικειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων αυτών και συνεπώς, λόγω της αοριστίας του, το Συμβούλιο δεν όφειλε να απαντήσει (ΑΠ 1243/2005), δοθέντος ότι κατά το άρθρο 30 παρ. 1β του ΠΚ, που ορίζει ότι η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη αν αυτός κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης αγνοεί τα περιστατικά που τη συγκροτούν, συνάγεται ότι ως πραγματική πλάνη που έχει ως αποτέλεσμα το μη καταλογισμό της αξιόποινης πράξης στο δράστη, θεωρείται η άγνοια ή η εσφαλμένη αντίληψη του δράστη σχετικά με ουσιαστικό όρο της αντικειμενικής υπόστασης της αξιόποινης πράξεως (ΑΠ 646/2008, 330/2007) χαρακτηριστικό της οποίας (πλάνης) είναι ότι ο δράστης αγνοεί ή εσφαλμένα αντιλαμβάνεται τι πράττει. Ανεξαρτήτως τούτων το Συμβούλιο απήντησε με την αιτιολογία ότι ο αναιρεσείων, ως μέτοχος του άνω τηλεοπτικού σταθμού, επί σειρά ετών μάλιστα, λαμβανομένη υπόψη σε συνδυασμό με τη σωρεία των παραβάσεών του, οι οποίες προκύπτουν και εκτίθενται στο διατακτικό, δεν αποδυναμώνουν αλλά αντιθέτως ενισχύουν την δολία προαίρεσή του σε σχέση με την προκύπτουσα από το αποδεικτικό υλικό, ως τελεσθείσα και δη κατ' επανάληψη αντικειμενική υπόσταση των πράξεων αυτών. Περαιτέρω και αναφορικά με την αιτιολογία του βουλεύματος, αποδίδεται σε αυτό η πλημμέλεια ότι "το βούλευμα καθίσταται παντελώς αναιτιολόγητο, ασαφές και αόριστο, μη προσδιορίζοντας τους χρόνους κατά τους οποίους, σύμφωνα με το σκεπτικό και το διατακτικό του τηρούσα περιουσιακά στοιχεία αλλά και μη προσδιορίζοντας από τα χρηματικά ποσά και τα περιουσιακά στοιχεία που παραθέτει, ποιο δήλωσα και ποιο παρέλειψα να δηλώσω, μη προσδιορίζοντας αν σε αυτό που δήλωσα εμπεριέχεται αυτό, που κατά το βούλευμα τηρούσα και περαιτέρω μη προσδιορίζοντας αν αυτό που δήλωσα σε άλλη κατά το βούλευμα χρονική στιγμή ταυτίζεται με αυτό που κατά το βούλευμα τηρούσα σε άλλη χρονική στιγμή και αυτό που κατά το βούλευμα παρέλειψα αν δηλώσω σε άλλη χρονική στιγμή" και έτσι σε σχέση με τις δηλώσεις των ετών 2004, 2005 και 2006 δεν περιλαμβάνεται αναφορά αν τα διαλαμβανόμενα στις δηλώσεις αυτές δηλώθηκαν ή δεν δηλώθηκαν ή αποτελούν μέρος των δηλωθέντων. Η αιτίαση αυτή είναι αβάσιμη καθόσον από την επισκόπηση του βουλεύματος προκύπτουν σαφώς οι επιμέρους ανακρίβειες των δηλώσεων που έλαβαν χώρα κατά το προηγούμενο εκάστης δηλώσεως οικονομικό έτος, το οποίο τάσσεται ως χρόνος ελέγχου για τα έσοδα του υπόχρεου και των πηγών αυτών, χωρίς βέβαια να απαιτείται και ο καθορισμός των ημερομηνιών κτήσεως των εσόδων. Εν όψει δε του ότι τα έσοδα που πρέπει να δηλώνονται, ο νόμος τα ορίζει ενδεικτικά (ιδίως...), ελέγχονται και εκείνα που πηγή έχουν τις "εναλλακτικές επενδύσεις", ο όρος δε αυτός είναι γνωστός στις συναλλαγές και δεν δημιουργεί αντίφαση ή ασάφεια. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. Ια του ν.3213/2003 κατά την οποία ως περιουσιακά στοιχεία θεωρούνται ιδίως i) τα έσοδα από κάθε πηγή, κατά τα τρία τελευταία οικονομικά έτη πριν από την αρχική υποβολή της δήλωσης και κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος για τις μετέπειτα υποβαλλόμενες δηλώσεις, σαφώς προκύπτει ότι νοούνται τα κτώμενα έσοδα καθ' όλο το προηγούμενο οικονομικό έτος διότι διαφορετικά ο έλεγχος, τον οποίο επιβάλλει ο νόμος κατ' έτος, θα ήταν αδύνατος. Από την επισκόπηση του βουλεύματος ακριβώς τούτο προκύπτει δι' αναφοράς στην αιτιολογία του των ανακριβειών των δηλώσεων του αναιρεσείοντος κατά τα κρίσιμα οικονομικά έτη από τις 30/6/2003 και εντεύθεν.
Συνεπώς, το Συμβούλιο Εφετών ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις άνω διατάξεις, τις οποίες δεν παρεβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου και δεν στέρησε το προσβαλλόμενο βούλευμά του νόμιμης βάσης. Κατ' ακολουθίαν οι περί του αντίθετου εκ του άρθρου 484 παρ.1 στοιχ. δ' και β' του ΚΠΔ λόγοι της αναίρεσης περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου, είναι αβάσιμοι. Επομένως, εφόσον δεν προβάλλεται άλλος λόγος αναίρεσης, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί και επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αριθ. 9/26-1-2009 αίτηση του Χ1 κατοίκου ... για αναίρεση του 2491/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. . Και
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Ιουλίου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου 2009.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ