Θέμα
Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Υπεξαίρεση, Νομιμοποίηση εσόδων.
Περίληψη:
Υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από εντολοδόχο και διαχειριστεί ξένης περιουσίας. Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Απορρίπτονται οι λόγοι αναίρεσης για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, καθώς και για υπέρβαση εξουσίας. Απορρίπτονται αιτήσεις αναίρεσης.
Αριθμός 2044/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αιμιλία Λίτινα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος στη σύνθεση και σύμφωνα με την 101/21-7-2010 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια και Αθανάσιο Γεωργόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Σεπτεμβρίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για τις (δύο) αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Γ. Μ. του Χ. και 2. Σ. Μ. του Δ., κατοίκων ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1872/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1. Σ. Κ. και 2. Ε. Μ. του Χ..
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 13 Νοεμβρίου 2009 (δύο) αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1684/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου με αριθμό 121/26-3-2010, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγοντες κατά το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., τις από 13-11-2009 αιτήσεις αναιρέσεως των 1) Σ. Μ. του Δ. και της Ι. και 2) Γ. Σ. Μ., το γένος Χ. Μ. και Π., κατοίκων ..., κατά του υπ' αριθμ. 1872/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, εκθέτομεν τα εξής:
Α. Με το προσβαλλόμενο βούλευμα απερρίφθησαν ως αβάσιμες οι υπ' αριθμ. 570 και 571/2008 εφέσεις των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων, κατά του υπ' αριθμ. 3006/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, διά του οποίου παρεπέμφθησαν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (κακουργημάτων), για να δικαστούν ο πρώτος για Υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, το οποίο του το είχε εμπιστευθεί άλλος λόγω της ιδιότητός του ως εντολοδόχου και διαχειριστή, κατ' εξακολούθηση, αμφότεροι δε δια νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα (άρθρα 94 παρ. 1, 98, 375 παρ. 1, 2 Π.Κ. και 1 στοιχ. α'(ιι), 2 παρ. 1 Ν. 2331/1995, όπως αντικατεστάθησαν με τα άρθρα 2 και 3 Ν. 3424/2005.
Β. Από τις διατάξεις των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 2 και 509 παρ. 1α Κ.Π.Δ, προκύπτει ότι προϋπόθεση του κύρους της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλευμάτων και αποφάσεων είναι, οι περιεχόμενοι σε αυτή λόγοι αναιρέσεως, από τους αναφερομένους στα άρθρα 484 και 510 Κ.Π.Δ., να διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, διαφορετικά η αίτηση είναι απαράδεκτη.
Για το ορισμένο, ειδικότερα, του αναιρετικού λόγου της εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που εφαρμόστηκε στο βούλευμα, πρέπει να γίνεται μνεία της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που φέρεται ότι παραβιάστηκε, καθώς και της αποδιδομένης σε σχέση με τη διάταξη αυτή πλημμέλειας, δηλαδή σε τί συνίσταται η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της διάταξης που εφαρμόσθηκε από το προσβαλλόμενο βούλευμα. (Α.Π. 567/2006 Π.Χρ. ΝΖ 42).
Εάν ο λόγος αυτός αναιρέσεως στηρίζεται σε μη διαπιστωθείσες υπό του Δικαστηρίου ή Δικαστικού Συμβουλίου παραδοχές, είναι απαράδεκτος, ως στηριζόμενος επί αναληθούς ή εσφαλμένης προϋποθέσεως (Α 1349/2002).
Κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 2331/1995, όπως αντικατ. με το άρθρο 3 Ν. 3424/2005 "1.α. Με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών τιμωρείται ο υπαίτιος πράξεων νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. β)... γ)... δ) Η ποινική ευθύνη για βασικό έγκλημα δεν αποκλείει την τιμωρία του υπαιτίου και για τις πράξεις των ανωτέρω στοιχείων α', β' και γ' της παραγράφου αυτής. Όμως, στις περιπτώσεις αυτές, ο υπαίτιος τιμωρείται και ως αυτουργός ή ως ηθικός αυτουργός των πράξεων των ανωτέρω στοιχείων, α', β' και γ', αν η τέλεσή τους από τον ίδιο ή από άλλον εντάσσεται στο συνολικό σχεδιασμό δράσης …".
Εξ άλλου, η παράγραφος ια του άρθρου 1 του Ν. 2331/1995, στην οποία εμνημονεύοντο περιοριστικώς τα εγκλήματα, τα οποία ενέπιπτον στην έννοια της "εγκληματικής δραστηριότητας", αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 3424/2005 και, έτσι, αρκετά εγκλήματα όπως η υπεξαίρεση, δεν περιλαμβάνονται ονομαστικά στην έννοια αυτής, πλην όμως καλύπτονται από τη διάταξη ιι, η οποία προστέθηκε μετά την προαναφερθείσα αντικατάσταση και κατά την οποίαν, στην έννοια της "εγκληματικής δραστηριότητος" υπάγεται και "κάθε αξιόποινη πράξη που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών και από την τέλεσή της προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 €".
Τοιουτοτρόπως, στην έννοια της "εγκληματικής δραστηριότητος" υπάγεται η κακουργηματική υπεξαίρεση, αλλά και η πλημμεληματική, εφόσον το αντικείμενό της είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας.
Περαιτέρω, με το άρθρο 2 παρ. 5 Ν. 3424/2005 καταργήθηκε το αρχικό στοιχείο β' του άρθρου 1 Ν. 2331/1995 και αντ' αυτού στην έννοια της "νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες" υπήχθησαν υπό το στοιχείο β', οι σ' αυτό αναφερόμενες περιπτώσεις, μεταξύ των οποίων και "η απόκτηση, κατοχή ή χρήση περιουσίας, εν γνώσει κατά τον χρόνο της κτήσης του γεγονότος, ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες".
Ο νέος Νόμος (3691/2008) ο οποίος κατήργησε τους προηγούμενους, στο άρθρο 2 παρ. 2 αναφέρει τις περιπτώσεις, οι οποίες αποτελούν νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
Σ' αυτές, περιλαμβάνεται υπό το στοιχείο δ' της παραγράφου 2 και "η χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με την τοποθέτηση σ' αυτόν ή τη διακίνηση μέσω αυτού εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, με σκοπό να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα".
Η νέα διάταξη αποτελεί έκφανση της προϊσχυσάσης διατάξεως, καθόσον η "απόκτηση" ή "η κατοχή" εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, ήταν δυνατόν και πριν να πραγματοποιηθούν και με την χρήση του χρηματοπιστωτικού τομέα. Επομένως, η νέα διάταξη δεν εισάγει νέα περίπτωση νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα.
Τέλος, κατά το άρθρο 375 παρ. 1, 2 εδ. Α' του Π.Κ., όπως η πάραγρ. 1 συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3α του Ν. 2721/1999 και η πάραγρ. 2 αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 9 του Ν. 2408/1996, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως, ξένο εν όλω ή εν μέρει κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει τα 25.000.000 δρχ. ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητός του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.
Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, το οποίο εξέδωσε το παραπεμπτικό βούλευμα, δια καθολικής αναφοράς στην πρόταση του Αντεισαγγελέως Εφετών και δι' αυτής και όλως συμπληρωματικώς στο πρωτόδικο βούλευμα, δέχθηκε τα ακόλουθα:
Η Ε. Μ.-Κ. διατηρούσε άριστες σχέσεις με τον σύζυγό της Ι. Κ. και έζησαν αρμονικά και αγαπημένοι όλη την κοινή ζωή τους μέχρι τον θάνατό του στις 14-5-2005. Η Ε. Μ. απεβίωσε στην Κηφισιά στις 13-7-2008. Ο καθένας από αυτούς διέθετε ατομική περιουσία αλλά και κοινά περιουσιακά στοιχεία (ακίνητα εξ αδιαιρέτου), διατηρούσαν δε κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς στους οποίους καθ'όλη τη διάρκεια της έγγαμης συμβιώσεώς τους κατέθεταν χρήματα από τις εμπορικές τους επιχειρήσεις, τα εισοδήματά τους από την εκμετάλλευση των ακινήτων τους και ακολούθως των συντάξεών τους. Από το γάμο τους δεν είχαν αποκτήσει παιδιά. Η Ε. Μ.-Κ. έπασχε από το έτος 2000 περίπου από "ανοϊκή συνδρομή σε έδαφος εγκεφαλικής ατροφίας", αδυνατούσε δε εκ του λόγου αυτού να επιμελείται εαυτής και της περιουσίας της. Εκ του λόγου αυτού ο ήδη αποβιώσας σύζυγός της Ι. Κ. που έπασχε από καρκίνο του δεξιού πνεύμονος και είχε έντονα αναπνευστικά προβλήματα χρησιμοποιών συνεχώς οξυγόνο, με την από 19-11-2004 αίτησή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ζήτησε να τεθεί αυτή σε δικαστική συμπαράσταση και να διορισθεί δικαστικός συμπαραστάτης ο εκκαλών κατηγορούμενος Σ. Μ. ανηψιός του. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η υπ'αριθ. 2943/4-5-2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία διορίσθηκε προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης της ο ως άνω εκκαλών κατηγορούμενος. Την ίδια ημέρα κατάθεσης της αίτησης ήτοι την 19/11/2004 ο Ι. Κ. ζήτησε και έλαβε προσωρινή διαταγή,με την οποία ο εκκαλών κατηγορούμενος Σ. Μ. διορίσθηκε προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης της Ε. Μ.-Κ., προκειμένου με την ιδιότητά του αυτή να την εκπροσωπεί σε κάθε κατεπείγον ζήτημα διαχείρησης της περιουσίας της, για την καταβολή ιατρικών αμοιβών, αμοιβών τρίτων που παρείχαν υπηρεσίες στην συμπαραστατουμένη και για την ανάληψη της σύνταξης του ΙΚΑ. Ο Ι. Κ. στις 24/3/2005, ενώ βρισκόταν στο Νοσοκομείο "ΥΓΕΙΑ" προς νοσηλεία, διόρισε με το υπ'αριθ. .../24-3-2005 πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ταρσίας Μιχαλοπούλου, τον εκκαλούντα κατηγορούμενο Σ. Μ. πληρεξούσιο, αντιπρόσωπο και αντίκλητό του με τις εντολές να: "α) πωλεί, μεταβιβάζει, παραχωρεί και παραδίδει σε οποιονδήποτε και με οποιουσδήποτε όρους ένα κατάστημα ισόγειο μετά υπογείου και παταρίου σε πολυκατοικία κειμένη στο Δήμο Αθηναίων επί των οδών ... και ... αρ. 1, εμβαδού του ισογείου 130 τ.μ., του υπογείου ομοίως 130 τ.μ. και παταρίου 65 περίπου τ.μ. β) τον εκπροσωπεί: 1) στην Τράπεζα PROBANK και να αναλαμβάνει χρήματα από τους παρακάτω τραπεζικούς λογαριασμούς του άνω εντολέα του, ήτοι: του υπ'αριθμ. ... (σε ευρώ) και του υπ'αριθ. ... (σε λίρες Αγγλίας), να κινεί γενικά τους λογαριασμούς αυτούς, ακόμα και να τους κλείνει, αναλαμβάνοντας όλα τα χρηματικά ποσά που είναι κατατεθειμένα στους λογαριασμούς αυτούς, 2) στην Εθνική Τράπεζα Ελλάδος και να αναλαμβάνει χρήματα από τους παρακάτω τραπεζικούς λογαριασμούς του άνω εντολέως του, ήτοι: α) τον υπ'αριθμ. ... β) τον υπ'αριθμ. ... γ) ..., να κινεί γενικά τους λογαριασμούς αυτούς, ακόμα και να τους κλείνει, αναλαμβάνοντας όλα τα χρηματικά ποσά που είναι κατατεθειμένα στους λογαριασμούς αυτούς δ) στην ΕFG EUROBANK A.E. και να αναλαμβάνει χρήματα από τον παρακάτω τραπεζικό λογαριασμό του άνω εντολέα του, ήτοι του υπ'αριθ. ... να κινεί γενικά το λογαριασμό αυτό, ακόμα και να τον κλείνει, αναλαμβάνοντας όλο το χρηματικό ποσό που είναι κατατεθειμένο στο λογαριασμό αυτό και γενικά να ενεργεί όσα χρειάζονται για την εκτέλεση της παραπάνω εντολής ακόμη και αν έχει παραλειφθεί κάτι από αυτό το πληρεξούσιο και να υπογράφει και να δίνει τις σχετικές αποδείξεις και εξοφλήσεις".
'Ολοι οι ανωτέρω λογαριασμοί ήταν κοινοί με συνδικαιούχους το ζεύγος Κ.. Ο εκκαλών κατηγορούμενος Σ. Μ. αμέσως μετά την υπογραφή του πληρεξουσίου στις 23-3-2005 δυνάμει του ως άνω πληρεξουσίου μετέφερε από τον κοινό λογαριασμό του ζεύγους Κ. με αριθμό ... της PROBANK το ποσό των 198.116,31 GBP (λίρες Αγγλίας) στον κοινό λογαριασμό με αριθμό GR ... της ιδίας Τράπεζας, με συνδικαιούχους το ζεύγος Κ. αλλά και τον εαυτό του. Στη συνέχεια άνοιξε νέο λογαριασμό στην ίδια Τράπεζα PROBANK με αριθμό GR ... με συνδικαιούχους την Ε. Κ.-Μ., τον εαυτό του και την συγκατηγορουμένη σύζυγό του Γ. Μ., στον οποίο μετέφερε το ως άνω ποσό των 198.870,07 λιρών Αγγλίας. Στις 12-1-2006 από τον λογαριασμό αυτό οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι ανέλαβαν όλο το ποσό ύψους 203.739,70 λιρών Αγγλίας και στη συνέχεια τον έκλεισαν. Επίσης στις 28/3/2005 ο εκκαλών κατηγορούμενος δυνάμει του ιδίου ως άνω πληρεξουσίου, μετέφερε από τον κοινό λογαριασμό του ζεύγους Κ. με αριθμό ... της PROBANK το ποσό των 385.533,69 ευρώ στον κοινό λογαριασμό με αριθμό GR ... της ιδίας Τράπεζας με συνδικαιούχους το ζεύγος Κ., αλλά και τον εαυτό του. Ακολούθως το ανωτέρω ποσό των 385.533,69 ευρώ το μετέφερε στον υπ'αριθ. GR ... κοινό λογαριασμό της PROBANK με συνδικαιούχους την Ε. Κ., τον εαυτό του και την συγκατηγορουμένη σύζυγό του Γ. Μ.. Από το λογαριασμό αυτό, στις 12-1-2006 ο εκκαλών κατηγορούμενος ανέλαβε το ποσό των 501.040,01 ευρώ και παρέμεινε υπόλοιπο 4,26 ευρώ, στις 12/02/2007 ανέλαβε από τον αριθμό ... λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος που ήταν κοινός του ζεύγους Κ. το ποσό των 500 ευρώ, ενώ από τον κοινό λογαριασμό του ζεύγους Κ. στην EUROBANK ... ανέλαβε το ποσό των 144.000 ευρώ, ήτοι συνολικά ανέλαβε το ποσό των 645.540,01 ευρώ και το ποσό των 203.739,70 λιρών Αγγλίας, επίσης ανέλαβε και από τον με αριθμό ... λογαριασμό της Eurobank με συνδικαιούχους τον ίδιο τον Ι. και την Ε. Κ. το ποσό των 130.000 ευρώ. Μοναδική δικαιούχος των κοινών λογαριασμών μετά τον θάνατο του συζύγου της ήταν η Ε. Κ. Μ.. Παρά ταύτα ο εκκαλών κατηγορούμενος μετά τον θάνατο του θείου του Ι. Κ., χρησιμοποιώντας το ανωτέρω πληρεξούσιο αλλά και την ιδιότητα του προσωρινού δικαστικού συμπαραστάτη από 19-11-2004 κατέστησε χωρίς δικαίωμα και τον εαυτό του συνδικαιούχο των ως άνω κοινών λογαριασμών του ζεύγους Κ., ανέλαβε τα ανωτέρω χρηματικά ποσά και δεν τα απέδωσε στην δικαιούχο αυτών Ε. Κ.-Μ. αλλά τα ενσωμάτωσε στην περιουσία του. Το ποσό δε αυτό είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ήταν δε εμπιστευμένο σ'αυτόν λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου δυνάμει του υπ'αριθμ. .../24-3-2005 πληρεξουσίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ταρσίας Μιχαλοπούλου και ως διαχειριστή της περιουσίας της Ε. Κ.-Μ. δυνάμει της υπ'αριθ. 2943/4-5-2005 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία εκουσίας δικαιοδοσίας) και της από 19-11-2004 προσωρινής διαταγής του Προέδρου Πρωτοδικών Αθηνών.
Οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι από 12-1-2006 και εντεύθεν απέκτησαν και κατείχαν το ποσό των 203.739,70 λιρών Αγγλίας και συνολικά το ποσό των 645.540,01 ευρώ εν γνώσει τους ότι προέρχονται από εγκληματική δραστηριότητα και συγκεκριμένα από την ως άνω περιγραφείσα πράξη της υπεξαιρέσεως από εντολοδόχο που τέλεσε ο κατηγορούμενος Σ. Μ., κατέθεσαν δε τα ποσά που υπεξαίρεσε ο πρώτος (Σ. Μ.) στους εκτενώς προαναφερομένους κοινούς τραπεζικούς τους λογαριασμούς και σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό στην Τράπεζα UBS στην Ελβετία, με σκοπό να συγκαλύψει, στο πλαίσιο του συνολικού σχεδιασμού δράσης του, την αληθή προέλευση της περιουσίας που απέκτησε ο ίδιος και ήταν προϊόν, όπως προεκτέθηκε της εκ μέρους του τέλεσης της αξιόποινης πράξης της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από εντολοδόχο και διαχειριστή ξένης περιουσίας. Ο κατηγορούμενος Σ. Μ. αποδέχεται ότι ανέλαβε το προαναφερθέν ποσό των 130.000 ευρώ από τον ανωτέρω λογαριασμό της EUROBANK, το οποίο όμως κατανάλωσε για την συντήρηση τη θείας του Ε. Κ.-Μ., το δε ποσό των λιρών που ανέλαβε από την PROBANK το έχει καταθέσει στην Τράπεζα UBS στην Ελβετία, σε λογαριασμό όπου συνδικαιούχοι είναι ο ίδιος και η συγκατηγορουμένη σύζυγός του. Αναφέρει επίσης ότι από το ποσό των 500.000 ευρώ που ανέλαβε από την PROBANK, 100.000 ευρώ έχει καταθέσει στην ίδια Τράπεζα στην Ελβετία σε κοινό λογαριασμό με την συγκατηγορουμένη σύζυγό του, 300.000 ευρώ έχει σε χρηματοκιβώτιο στο σπίτι του, ενώ το υπόλοιπο ποσό δαπάνησε για την συντήρηση τη θείας του. Ισχυρίζεται δε ότι δεν είχε κανένα σκοπό υπεξαιρέσεως, αφού πίστευε ότι με το προαναφερόμενο πληρεξούσιο ήταν δικαιούχος των λογαριασμών. Επίσης η εκκαλούσα κατηγορουμένη Γ. Μ. δεν αρνείται ότι είναι συνδικαιούχος των ανωτέρω λογαριασμών και ισχυρίζεται ότι τα ποσά των λογαριασμών αυτών δεν αποτελούν προϊόν υπεξαιρέσεως, αφού ο συγκατηγορούμενος σύζυγός της ήταν νόμιμος δικαιούχος και κάτοχος των κατατεθέντων στους λογαριασμούς χρημάτων.
Οι ισχυρισμοί τους όμως αυτοί είναι αβάσιμοι σύμφωνα με τα προεκτεθέντα αλλά και από το γεγονός ότι τόσο από το ίδιο το πληρεξούσιο όσο και από τις καταθέσεις των μαρτύρων, χαρακτηριστική είναι η κατάθεση του μάρτυρα υπερασπίσεως Ν. Β., ο οποίος στην από 29/6/2007 ένορκη κατάθεσή του ενώπιον της 16ης Τακτικής Ανακρίτριας Πλημμελειοδικών Αθηνών αναφέρει "... Το πληρεξούσιο κατά την γνώμη μου το έκανε επειδή δεν μπορούσε ο ίδιος, σωματικά, να πηγαίνει στις Τράπεζες και να προβαίνει και σε άλλες συναλλαγές π.χ. υπηρεσίες και έτσι του έκανε λοιπόν το πληρεξούσιο, επειδή του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη ...", δεν προκύπτει η πρόθεση του Ι. Κ. να καταστήσει συνδικαιούχο των λογαριασμών του τον εκκαλούντα κατηγορούμενο Σ. Μ. αλλά αντίθετα προκύπτει ότι η πραγματική θέλησή του ήταν τα χρήματα να παραμείνουν στον κοινό λογαριασμό με την σύζυγό του και να αναλαμβάνει ο εκκαλών κατηγορούμενος μόνο τα αναγκαία για την συντήρηση του ζεύγους χρηματικά ποσά ενώ εάν επιθυμούσε κάτι τέτοιο ο εντολέας θα το όριζε στο προαναφερθέν πληρεξούσιο, από το οποίο όμως ουδόλως προκύπτει η πρόθεση του Ι. Κ. να τον καταστήσει συνδικαιούχο των ως άνω λογαριασμών του ούτε διαφαίνεται αληθής πρόθεση του Ι. Κ. να του μεταβιβάσει τη περιουσία του και της ασθενούς συζύγου του και σε καμιά περίπτωση δεν ήθελε να μεταβιβάσει τα χρηματικά ποσά των τραπεζικών του λογαριασμών, που ήσαν κοινοί με την σύζυγό του σ' αυτόν (εκκαλούντα) και να καταστήσει εαυτόν και την σύζυγό του πτωχούς πλήρως εξηρτημένους από τον εκκαλούντα. Ο εκκαλών κατηγορούμενος εγνώριζε ότι είχε μόνο εξουσία διαχειρίσεως, όπως αυτό προκύπτει από την με αριθμό κατάθεσης 2112/8-3-2007 έφεσή του κατά της με αριθμό 845/2007 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών περί διορισμού του πολιτικώς ενάγοντος Σ. Κ. ως δικαστικού συμπαραστάτη της Ε. Κ. όπου αποδέχεται ότι η αληθινή ιδιότητά του αναφορικά με την δοθείσα σε αυτόν πληρεξουσιότητα με το ως άνω συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο είναι αυτή του πληρεξουσίου για την πώληση ενός καταστήματος και συνάμα διαχειριστή τραπεζιτικών λογαριασμών του εντολέα του Ι. Κ.. 'Αλλωστε ο εκκαλών κατηγορούμενος Σ. Μ. για την εξυπηρέτηση των αναγκών της Ε. Μ.-Κ. και ειδικότερα για την κάλυψη των δαπανών συντήρησης της μπορούσε να λαμβάνει τα απαιτούμενα χρηματικά ποσά δυνάμει του ανωτέρω πληρεξουσίου και δεν χρειαζόταν να καταστεί ο ίδιος και η συγκατηγορουμένη σύζυγός του συνδικαιούχος αυτών. Εξάλλου με τον θάνατο του εντολέα Ι. Κ. η δοθείσα προς τον εκκαλούντα κατηγορούμενο λύθηκε σύμφωνα με το άρθρο 726 Α.Κ. και με την ιδιότητα του εντολοδόχου υποχρεούταν σε λογοδοσία κατ' άρθρο 718 Α.Κ. προς την συνδικαιούχο των τραπεζικών λογαριασμών Ε. Κ.-Μ., όσο και προς τους κληρονόμους του αποβιώσαντος εντολέα του, μεταξύ των οποίων και η ανωτέρω, η οποία ήταν νόμιμη κληρονόμος του σύμφωνα με τα άρθρα 1814, 1820 Α.Κ. Ο εκκαλών κατηγορούμενος ως προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης της Ε. Μ.-Κ. όφειλε να είχε ήδη καταθέσει τα αναληφθέντα από αυτόν χρήματα σε λογαριασμό αυτής και να είχε δηλώσει αυτό στην Ειρηνοδίκη Αθηνών, από την οποία ζητήθηκε να αναφέρει τις ενέργειές του ως προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης. Η άρνησή του όμως να αναφέρει τί έκανε τα χρήματα των ανωτέρω λογαριασμών, τα οποία ανέλαβε από τους ως άνω κοινούς λογαριασμούς σε συνδυασμό με την ιδιότητά του ως προσωρινού δικαστικού συμπαραστάτη της ως άνω συμπαριστατέας δημιουργούν την εύλογη πεποίθηση ότι αυτός ιδιοποιήθηκε τα χρήματά της. Επίσης ο ισχυρισμός του ως άνω εκκαλούντος κατηγορουμένου ότι με τις ως άνω ενέργειές του απέβλεπε να προστατέψει την θεία του Ε. Μ.-Κ. και τα χρήματά της από τους πολιτικώς ενάγοντες Σ. Κ., που διορίστηκε με την υπ'αριθ. 845/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία εκουσίας δικαιοδοσίας) σε αντικατάστασή του και από την αδελφή της Ε. Μ. δεν κρίνεται πειστικός αφού ουδόλως προέκυψε ότι αυτοί δεν ενδιαφέρονταν πραγματικά για την υγεία και καλή διαβίωση της Ε. Μ.-Κ. αλλά μόνο για την περιουσία της.
'Οσον αφορά την προσαχθείσα και επικαλουμένη από τους εκκαλούντες κατηγορουμένους ιδιόγραφη διαθήκη της Ε. Μ.-Κ., από την οποία συνάγεται, κατά τους ισχυρισμούς τους, ότι η αληθινή βούληση του ζεύγους Κ. ήταν να είναι ο εκκαλών κατηγορούμενος Σ. Μ. αποκλειστικός συνδικαιούχος των τραπεζικών του λογαριασμών και με το υπό κρίση πληρεξούσιο ο θείος του Ι. Κ. εκφράζει βούληση μεταβιβάσεως των κατατεθειμένων χρημάτων σ' αυτόν με ελεύθερη διαχείριση και κατ'οικεία κρίση διάθεση, το δε κλείσιμο των λογαριασμών σημαίνει ανάληψη των ποσών και διάθεση ελεύθερη, αφού όπως προεκτέθηκε, ο Ι. Κ. επιθυμούσε να μεταβιβάσει το σύνολο των κατατεθειμένων χρηματικών ποσών σ'αυτόν δεδομένου ότι εκ του γάμου του με την Ε. Κ. δεν απέκτησε τέκνα, είναι λεκτέα τα ακόλουθα:
Η ως άνω διαθήκη με φερομένη ημερομηνία γραφής της την 10-12-2000, δημοσιεύθηκε στις 5-12-2008 με την υπ' αριθ. 6349/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών σ' αυτήν κατονομάζεται ο εκκαλών κατηγορούμενος Σ. Μ. ως γενικός κληρονόμος, ενώ στην πολιτικώς ενάγουσα Ε. Μ., αδελφή της Ε. Μ.-Κ., καταλείπεται το μερίδιο 1/2 εξ αδιαιρέτου στην πατρική οικία και στο οικόπεδο στην οδό ... στην Αθήνα, στην περιοχή .... Το κύρος της ως άνω διαθήκης έχει ήδη προσβάλλει η Ε. Μ. με την με αριθ. κατάθεσης 2600/6-3-2009 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών περί αναγνώρισης της ακυρότητας αυτής, η οποία θα συζητηθεί ενώπιον του ως άνω δικαστηρίου στις 28/9/2009, ενώ παράλληλα υπέβαλε κατά των εκκαλούντων κατηγορουμένων την από 6/3/2009 και με ΑΒΜ Δ 2009/1258 μηνυτήρια αναφορά της, με την οποία ζητεί την ποινική τους τιμωρία για ηθική αυτουργία σε πλαστογραφία, χρήση πλαστού εγγράφου και απάτη στο δικαστήριο. Σύμφωνα δε με την προσαχθείσα από τους πολιτικώς ενάγοντες έκθεση γραφολογικής γνωμοδοτήσεως του δικαστικού γραφολόγου Δ. Κ. η επίμαχη διαθήκη είναι καθ'ολοκληρίαν πλαστή και δεν αποτελεί γνήσια ιδιόγραφη διαθήκη της Ε. Κ., αλλά το κείμενό της εγράφη από τη Λ. Κ., η δε υπογραφή ετέθη από τον Ι. Κ.. Αλλά και με απλή παρατήρηση της εν λόγω διαθήκης συνάγεται ότι είναι εμφανώς διαφορετικός ο γραφικός χαρακτήρας μεταξύ του κειμένου και της υπογραφής της διαθέτιδος. Περαιτέρω οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι με το υπ'αριθ. 1877/2009 υπόμνημά τους πρόχειρες καταστάσεις εξόδων, που ισχυρίζεται ο πρώτος εξ αυτών ότι διέθεσε για το ζεύγος Κ. για τα έτη 2005, 2006, 2007 και 2009. Οι επικαλούμενες αυτές καταστάσεις αποτελούν μία καταγραφή ποσών, χωρίς καμία απολύτως εξειδίκευση ή επεξήγηση, γραμμένες όχι ιδιοχείρως αλλά σε ηλεκτρονικό υπολογιστή, οι οποίες μπορεί οποτεδήποτε να έχουν γραφεί ή μεταβληθεί, η κατάσταση δε εξόδων είναι τόσο αόριστη, γενική ώστε να είναι αδύνατος ο ακριβής έλεγχος αυτών ενώ δεν συνοδεύονται από σχετικές αποδείξεις καταβολής χρημάτων και ως εκ τούτου είναι αδύνατον να επαληθευθούν. Στις προσαχθείσες καταστάσεις οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι υποστηρίζουν ότι τον Ιούνιο του έτους 2007 κατέβαλαν για το βάψιμο του διαμερίσματος (χρωματισμοί) το ποσό των 28.600 ευρώ, αυτό όμως το ποσό αντιστοιχεί στο βάψιμο όλων των εξωτερικών τοίχων της πολυκατοικίας, όπως αυτό προκύπτει από την βεβαίωση του διαχειριστή της πολυκατοικίας ... με ημερομηνία 28/4/2009, ενώ το συνολικό ποσοστό συμμετοχής του μεριδίου Κ. ήταν 2.659,80 ευρώ. Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι δηλώνουν ότι κατέβαλαν για φυσικοθεραπεία τον Οκτώβριο 2006 το ποσό των 600 ευρώ, τον Νοέμβριο του 2006 το ποσό των 1.500 ευρώ, τον Δεκέμβριο του 2006 το υπερβολικό ποσό των 27.000 ευρώ. Εκ τούτων συνάγεται ότι δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη οι ως άνω επικαλούμενες καταστάσεις εξόδων εφόσον δεν προσκομίζεται ούτε μία απόδειξη εξόδων.
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω προκύπτει ότι ο εκκαλών κατηγορούμενος Σ. Μ. δεν απέδωσε τα αναλυτικά αναφερόμενα ποσά στην Ε. Κ.-Μ. η οποία με τον θάνατο του συζύγου της, ήταν η μοναδική δικαιούχος των λογαριασμών και εντολέας του, αλλά τα ιδιοποιήθηκε παρανόμως, δηλαδή χωρίς δικαίωμα τα ως άνω ποσά που του εμπιστεύθηκε ο Ι. Κ., ενσωματώνοντάς τα στην περιουσία του. Το ποσό της πιο πάνω υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ήταν δε εμπιστευμένο σ' αυτόν με την ιδιότητά του ως εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας. Επίσης ο ανωτέρω εκκαλών στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από 12/1/2006 και εντεύθεν από κερδοσκοπία και με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση της περιουσίας που απέκτησε και η οποία ήταν προϊόν της εκ μέρους προεκτεθείσας αξιόποινης πράξης, κατέθεσε το ποσό που υπεξαίρεσε στους εκτενώς προαναφερομένους κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς μετά της συγκατηγορουμένης συζύγου του Γ. Μ. και σε κοινό μετά της συγκατηγορουμένης του τραπεζικό λογαριασμό στην Τράπεζα UBS της Ελβετίας, με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση της περιουσίας που απέκτησε ο ίδιος και ήταν προϊόν της εκ μέρους τέλεσης της ως άνω αξιόποινης πράξης, η δε τέλεση εντασσόταν στον συνολικό σχεδιασμό δράσης του. Τέλος η εκκαλούσα κατηγορουμένη Γ. Μ. στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από 12-1-2006 και εντεύθεν απέκτησε και κατείχε τα προεκτεθέντα ποσά σε κοινούς μετά του συγκατηγορουμένου συζύγου της τραπεζικούς λογαριασμούς, χρηματικά ποσά τα οποία γνώριζε ότι προέρχονται από εγκληματική δραστηριότητα και συγκεκριμένα από την ως άνω περιγραφείσα πράξη της υπεξαίρεσης από εντολοδόχο και διαχειριστή ξένης περιουσίας που τέλεσε ο συγκατηγορούμενός του Σ. Μ. και ακολούθως τα ως άνω ποσά κατέθεσε από κοινού με τον συγκατηγορούμενό της σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό στην Τράπεζα UBS της Ελβετίας.
Με βάση τα προεκτεθέντα στοιχειοθετούνται τα αδικήματα της υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατ' εξακολούθηση από εντολοδόχο και διαχειριστή ξένης περιουσίας και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη εγκληματική δραστηριότητα σε βάρος του Σ. Μ. και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη εγκληματική δραστηριότητα σε βάρος της Γ. Μ. (άρθρο 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 375 παρ. 1, 2 ΠΚ, 1 στοιχ. α' (ιι), 2 παρ. 1 Ν. 2331/1995 ως αντικ. με άρθρο 2,3 Ν. 3424/2005) δεδομένου ότι με τον Ν. 3691/2008 δεν καταργήθηκαν οι διατάξεις των νόμων 2331/1995 και 3424/2005 με βάση τις οποίες ασκήθηκε η ως άνω ποινική δίωξη για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη εγκληματική δραστηριότητα. Επίσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο ισχυρισμός του εκκαλούντος κατηγορουμένου Σ. Μ. ότι δεν μπορούν να συρρέουν αληθώς στο πρόσωπο του ίδιου αυτουργού, η κύρια εγκληματική δραστηριότητα και η παράβαση του άρθρου 2 του Ν. 2331/1995, αφού, όπως αναφέρεται παραπάνω, η ταύτιση του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού εγκλήματος από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα με το δράστη της νομιμοποίησης αυτών, αποκλείεται μόνο στην περίπτωση παροχής συνδρομής που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, ενώ σε άλλες περιπτώσεις, όπως στην προκειμένη, ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα, μπορεί να είναι ακόμη και ο υπαίτιος ενός από τα βασικά εγκλήματα (ΑΠ 1025/2008 Π.Χρ. ΝΗ' σελ. 607).
Επομένως, επειδή από τα ανωτέρω στοιχεία υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ότι οι εκκαλούντες τέλεσαν τις προεκτεθείσες αξιόποινες πράξεις, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, στις σκέψεις του οποίου κατά τα λοιπά αναφερόμεθα, παρέπεμψε τους ως άνω εκκαλούντες στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικασθούν ως υπαίτιοι των προεκτεθεισών πράξεων, ορθώς εκτίμησε και αξιολόγησε τα εκ του αποδεικτικού υλικού προκύπτοντα πραγματικά περιστατικά και ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες ουσιαστικές διατάξεις και αβασίμως οι εκκαλούντες υποστηρίζουν τα αντίθετα δεδομένα ότι οι ισχυρισμοί τους δεν κρίνονται βάσιμοι και αναιρούνται από τα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας.
Συνακόλουθα πρέπει ν' απορριφθούν κατ' ουσίαν οι υπ'αριθ. 570/14-11-2008 και 571/14-11-2008 εφέσεις των κατηγορουμένων Σ. Μ. του Δ. και της Ι. και Γ. Σ. Μ. το γένος Μ. του Χ. και Π., κατοίκων ..., οδός ..., αντιστοίχως, κατά του υπ'αριθ. 3006/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα και να επιβληθούν στους εκκαλούντες τα δικαστικά έξοδα ποσού 220 ευρώ (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ. σε συνδυασμό με αρ. 58553/19-6-2006 κοινή Υ.Α. Οικονομίας-Οικονομικών και Δικαιοσύνης ΦΕΚ 776 Α). Ακόμη πρέπει με βάση τα προεκτεθέντα να διορθωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα όσον αφορά το χρόνο τελέσεως του αδικήματος της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη εγκληματική δραστηριότητα από τον εκκαλούντα κατηγορούμενο Σ. Μ. διότι από τα παραπάνω προέκυψε ότι ο ανωτέρω κατέθεσε το ποσό που υπεξαίρεσε στους κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς μετά της συγκατηγορουμένης συζύγου του κατά το χρονικό διάστημα από 12/1/2006 και εντεύθεν και ειδικότερα στην εμπρόσθια σελίδα του 50ου φύλλου και στον 6ο στίχο να διαγραφεί η φράση "σε μη επακριβώς προσδιορισθέν χρονικό σημείο, αλλά πάντως μετά την 24/3/2005" και στη θέση της να τεθεί η φράση "κατά το χρονικό διάστημα από 12-1-2006 και εντεύθεν".
Με βάση τις παραδοχές αυτές, ο λόγος αναιρέσεως του Σ. Μ., περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της διατάξεως που προβλέπει το έγκλημα της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως και συγκεκριμένα του άρθρου 375 παράγραφοι 1 και 2 του Π.Κ. πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι στηρίζει τούτον σε παραδοχές αντίθετες εκείνων του Δικαστικού Συμβουλίου.
Δηλαδή, αυτός ερμήνευσε κατά το δοκούν και κατά τρόπο αντίθετο το περιεχόμενο του άνω πληρεξουσίου του θείου του Ι. Κ., θεωρώντας, σε αντίθεση με τις άνω παραδοχές του Συμβουλίου, ότι δι' αυτού είχε το δικαίωμα αυτός να καταστεί συνδικαιούχος των άνω λογαριασμών αυτού και της συζύγου εκείνου Ελένης Μ. και ότι ηδύνατο κατά το δοκούν, επίσης, να ανοίγει νέους κοινούς λογαριασμούς, με συνδικαιούχους τρίτα πρόσωπα, όπως με τη σύζυγό του δεύτερη αναιρεσείουσα κ.τ.λ.
Κατά βάση, δηλαδή, ο αναιρεσείων αμφισβητεί ανεπιτρέπτως, τα πορίσματα στα οποία κατέληξε το Συμβούλιο δια του προσβαλλομένου βουλεύματος και κατ'επέκταση αρνείται τις κατηγορίες.
Επομένως, δια τους ήδη εκτεθέντες λόγους, ο προαναφερθείς λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.
Ως προς τον ίδιο λόγο αναιρέσεως, που προβάλλουν αμφότεροι οι αναιρεσείοντες και αφορά το κεφάλαιο της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δράση, το Συμβούλιο δια του προσβαλλομένου βουλεύματος και με βάση τις άνω παραδοχές και τα συμπεράσματα, στα οποία αυτό κατέληξε, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1 στοιχ. α' περίπτ. ιι και 2 παρ. 1 του Ν. 2331/1995, όπως αυτές αντικατ. από τα άρθρα 2 και 3 του Ν. 3424/2005 και, επομένως, αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Τα εκτιθέμενα δε πραγματικά περιστατικά, μαρτυρούν ότι για την απόκτηση των εκ της υπεξαιρέσεως αναφερομένων στο προσβαλλόμενο βούλευμα χρηματικών ποσών και από τους δύο αναιρεσείοντες, υπήρξε συνολικός σχεδιασμός, ο οποίος διήλθε διάφορα στάδια, με αφετηρία τον ορισμό του πρώτου εξ αυτών ως συνδικαιούχων των ιστορηθέντων λογαριασμών και κατάληξη την κατάθεση των αναφερθέντων χρηματικών ποσών σε κοινούς λογαριασμούς αυτού και της συζύγου του. Επομένως, η αιτίαση περί ελλείψεως συνολικού σχεδιασμού δράσης των αναιρεσειόντων, είναι αβάσιμος.
Επίσης, σύμφωνα με τα άνω εκτεθέντα, η χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα, αποτελεί έκφανση της "αποκτήσεως και κατοχής περιουσίας προερχομένης από εγκληματική δραστηριότητα", η οποία αποτελούσε μία από τις περιπτώσεις νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, που προβλεπόταν από το άρθρο 1 εδ. β' περίπτ. γ' του Ν. 2331/1995, όπως αντικ. με το άρθρο 2 παρ. 5 του Ν. 3424/2005.
Επομένως, η περίπτωση αυτή δεν συνιστά νέο έγκλημα, του οποίου έγινε αναδρομική εφαρμογή, όπως υπό τον άνω ίδιο λόγο αναιρέσεως υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες, αλλά προϋπάρχον, προβλεπόμενο από τον Ν. 3424/2005.
Συνεπώς, η σχετική αιτίαση υπό τον άνω λόγο αναιρέσεως είναι αβάσιμος.
Τέλος, το Συμβούλιο Εφετών, στα πλαίσια της εξουσίας που αυτό έχει, διευκρίνισε ότι ο χρόνος τελέσεως της πράξεως της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα ήταν η "12-1-2006 και εντεύθεν", διορθώνοντας το πρωτόδικο βούλευμα το οποίο ως χρονικό σημείο του εγκλήματος αυτού ανέφερε την "24-3-2005 και μετά". Προσδιορίζοντας, επομένως, ακριβέστερα τον χρόνο της προαναφερθείσης πράξεως, δεν υπερέβη την εξουσία του, όπως παρεμπιπτόντως υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες. Επομένως και ο λόγος αυτός αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατ' ακολουθίαν πάντων των ανωτέρω: α) Να απορριφθούν οι από 13-11-2009 αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων 1) Σ. Μ. του Δ. και της Ι. και 2) Γ. Σ. Μ. το γένος Χ. Μ., κατοίκων ..., κατά του υπ'αριθμ. 1872/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ως απαράδεκτος εν μέρει του πρώτου κατά το μέρος που η αίτησή του στρέφεται κατά του κεφαλαίου της Υπεξαιρέσεως και ως αβάσιμες και των δύο κατά τα λοιπά. Και
β) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στους αναιρεσείοντες εκ 220 Ευρώ εις έκαστον.
Αθήνα 12 Μαρτίου 2010
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αναστάσιος Κανελλόπουλος
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται προς συζήτηση οι 206/2009 και 207/2009 αιτήσεις αναίρεσης των κατηγορουμένων: Σ. Μ. του Δ. και Γ. Μ. του Χ., κατοίκων ..., κατά του 1872/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκαν, ως αβάσιμες κατ' ουσίαν, οι 570/2008 και 571/2008 εφέσεις αυτών κατά του 3006/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκαν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών για να δικαστούν ως υπαίτιοι τέλεσης των αξιόποινων πράξεων της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, το οποίο του το είχε εμπιστευθεί άλλος, λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου και διαχειριστή, κατ' εξακολούθηση, ο πρώτος και της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα και οι δύο. Έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα και, ως συναφεία, πρέπει να συνεκδικαστούν.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 474 παρ.2, 476 παρ.1, 482 παρ.1 στοιχ. α' και 484 παρ.1 στοιχ. β' ΚΠΔ, προκύπτει, ότι για το κύρος και κατ' ακολουθίαν το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης κατά βουλεύματος, πρέπει στη δήλωση άσκησής της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτή ένας τουλάχιστον λόγος από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 484 παρ.1 ΚΠΔ λόγους αναίρεσης, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, χωρίς άλλη έρευνα, σύμφωνα με το άρθρο 513 ίδιου Κώδικα. Για το ορισμένο, ειδικότερα, του αναιρετικού λόγου της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που εφαρμόστηκε στο βούλευμα, πρέπει να αναφέρεται η ουσιαστική ποινική διάταξη που φέρεται ότι παραβιάστηκε, καθώς και η αποδιδόμενη σε σχέση με τη διάταξη αυτή πλημμέλεια, δηλονότι σε τι συνίσταται η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης που εφαρμόστηκε από το προσβαλλόμενο βούλευμα.
Συνεπώς ο λόγος της αναίρεσης του Σ. Μ., κατά το σκέλος που πλήττει το προσβαλλόμενο βούλευμα, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 375 παρ.1,2 ΠΚ, που προβλέπει το έγκλημα της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, για το οποίο και παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, συνίσταται στο ότι "Με όσα δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών εσφαλμένα εφάρμοσε και ερμήνευσε την ως άνω ουσιαστική διάταξη περί υπεξαιρέσεως του Π. Κώδικος και πρέπει να αναιρεθεί κατά το άρθρο 484 παρ.1β ΚΠΔ". Κατά τα λοιπά ο αναιρεσείων, δι' αυτού, αρνείται την κατηγορία. Με το περιεχόμενο αυτό, ο λόγος αυτός, χωρίς να προσδιορίζεται σε τι συνίσταται η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της προδιαληφθείσας διάταξης από το πληττόμενο βούλευμα, είναι απαράδεκτος, ως εντελώς αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης. Πρέπει, συνεπώς, ν' απορριφθεί. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 2331/1995, όπως αντικατ. με το άρθρο 3 Ν. 3424/2005 "1.α. Με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών τιμωρείται ο υπαίτιος πράξεων νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. β)... γ)... δ) Η ποινική ευθύνη για βασικό έγκλημα δεν αποκλείει την τιμωρία του υπαιτίου και για τις πράξεις των ανωτέρω στοιχείων α', β' και γ' της παραγράφου αυτής. Όμως, στις περιπτώσεις αυτές, ο υπαίτιος τιμωρείται και ως αυτουργός ή ως ηθικός αυτουργός των πράξεων των ανωτέρω στοιχείων, α', β' και γ', αν η τέλεσή τους από τον ίδιο ή από άλλον εντάσσεται στο συνολικό σχεδιασμό δράσης ...".
Εξάλλου, η παράγραφος ια του άρθρου 1 του Ν. 2331/1995, στην οποία εμνημονεύοντο περιοριστικώς τα εγκλήματα, τα οποία ενέπιπτον στην έννοια της "εγκληματικής δραστηριότητας", αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 3424/2005 και, έτσι, αρκετά εγκλήματα όπως η υπεξαίρεση, δεν περιλαμβάνονται ονομαστικά στην έννοια αυτής, πλην όμως καλύπτονται από τη διάταξη ιι, η οποία προστέθηκε μετά την προαναφερθείσα αντικατάσταση και κατά την οποίαν, στην έννοια της "εγκληματικής δραστηριότητος" υπάγεται και "κάθε αξιόποινη πράξη που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών και από την τέλεση της προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 €". Τοιουτοτρόπως, στην έννοια της "εγκληματικής δραστηριότητος" υπάγεται η κακουργηματική υπεξαίρεση, αλλά και η πλημμεληματική, εφόσον το αντικείμενό της είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας. Εξάλλου, με το άρθρο 2 παρ. 5 Ν. 3424/2005 καταργήθηκε το αρχικό στοιχείο β' του άρθρου 1 Ν. 2331/1995 και αντ' αυτού στην έννοια της "νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες" υπήχθησαν υπό το στοιχείο β', οι σ' αυτό αναφερόμενες περιπτώσεις, μεταξύ των οποίων και "η απόκτηση, κατοχή ή χρήση περιουσίας, εν γνώσει κατά τον χρόνο της κτήσης του γεγονότος, ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες". Ο νέος Νόμος (3691/2008) ο οποίος κατήργησε τους προηγούμενους, στο άρθρο 2 παρ. 2 αναφέρει τις περιπτώσεις, οι οποίες αποτελούν νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Σ' αυτές, περιλαμβάνεται υπό το στοιχείο δ' της παραγράφου 2 και "η χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με την τοποθέτηση σ' αυτόν ή τη διακίνηση μέσω αυτού εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, με σκοπό να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα". Η νέα διάταξη αποτελεί έκφανση της προϊσχυσάσης διατάξεως, καθόσον η "απόκτηση" ή "η κατοχή" εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, ήταν δυνατόν και πριν να πραγματοποιηθούν και με την χρήση του χρηματοπιστωτικού τομέα. Επομένως, η νέα διάταξη δεν εισάγει νέα περίπτωση νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα.
Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 17 και 112 του ΠΚ προκύπτει ότι ο χρονικός προσδιορισμός της εκδηλώσεως της ενεργείας του υπαίτιου που συνέχεται με το εγκληματικό αποτέλεσμα, αποτελεί πραγματικό περιστατικό και υπόκειται στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο μπορεί, εκτιμώντας τις αποδείξεις, να καθορίσει χρόνο τέλεσης της πράξης διαφορετικό από τον αναφερόμενο στον κατηγορητήριο, ενώ και το εφετείο μπορεί με τις ίδιες προϋποθέσεις να καθορίσει χρόνο τελέσεως διαφορετικό από αυτόν που υπάρχει στο κατηγορητήριο ή που δέχτηκε η πρωτόδικη απόφαση, χωρίς ο ακριβέστερος αυτός καθορισμός να αποτελεί ανεπίτρεπτη μεταβολή κατηγορίας, εκτός και αν ο προσδιορισμός αυτός ασκεί επιρροή στην ταυτότητα της πράξεως ή στην επελθούσα ήδη παραγραφή του αξιοποίνου αυτής. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες εκρίθη ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναίρεσης στο μέτρο που με αυτούς πλήττεται η ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του Συμβουλίου, αφού αυτοί δεν διαλαμβάνονται μεταξύ των λόγων αναίρεσης κατά βουλευμάτων, που αναφέρονται περιοριστικώς στο άρθρο 484 παρ.1 ΚΠΔ. Εξάλλου, λόγο αναίρεσης του παραπεμπτικού βουλεύματος συνιστά, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα. Εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, ενώ εσφαλμένη ερμηνεία υφίσταται, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος που περιλαμβάνεται στο διατακτικό ή στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Τέλος, υπέρβαση εξουσίας, ως λόγος αναίρεσης από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. στ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν το συμβούλιο ασκεί δικαιοδοσία που δεν του παρέχει ο νόμος ή χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που απαιτούνται, κατά το νόμο, για την άσκησή της ή όταν παραλείπει να ασκήσει τη δικαιοδοσία που του παρέχει ο νόμος, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενες, για την άσκησή της, προϋποθέσεις.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, όπως συνάγεται από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό του, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση και δι' αυτής και όλως συμπληρωματικά στο πρωτόδικο βούλευμα, μετά από εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται κατ' είδος, δέχθηκε, ανελέγκτως, ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η Ε. Μ.-Κ. διατηρούσε άριστες σχέσεις με τον σύζυγό της Ι. Κ. και έζησαν αρμονικά και αγαπημένοι όλη την κοινή ζωή τους μέχρι τον θάνατό του στις 14-5-2005. Η Ε. Μ. απεβίωσε στην Κηφισιά στις 13-7-2008. Ο καθένας από αυτούς διέθετε ατομική περιουσία αλλά και κοινά περιουσιακά στοιχεία (ακίνητα εξ αδιαιρέτου), διατηρούσαν δε κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς στους οποίους καθ'όλη τη διάρκεια της έγγαμης συμβιώσεώς τους κατέθεταν χρήματα από τις εμπορικές τους επιχειρήσεις, τα εισοδήματά τους από την εκμετάλλευση των ακινήτων τους και ακολούθως των συντάξεών τους. Από το γάμο τους δεν είχαν αποκτήσει παιδιά. Η Ε. Μ.-Κ. έπασχε από το έτος 2000 περίπου από "ανοϊκή συνδρομή σε έδαφος εγκεφαλικής ατροφίας", αδυνατούσε δε εκ του λόγου αυτού να επιμελείται εαυτής και της περιουσίας της. Εκ του λόγου αυτού ο ήδη αποβιώσας σύζυγός της Ι. Κ. που έπασχε από καρκίνο του δεξιού πνεύμονος και είχε έντονα αναπνευστικά προβλήματα χρησιμοποιών συνεχώς οξυγόνο, με την από 19-11-2004 αίτησή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ζήτησε να τεθεί αυτή σε δικαστική συμπαράσταση και να διορισθεί δικαστικός συμπαραστάτης ο εκκαλών κατηγορούμενος Σ. Μ. ανηψιός του. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η υπ'αριθ. 2943/4-5-2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία διορίσθηκε προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης της ο ως άνω εκκαλών κατηγορούμενος. Την ίδια ημέρα κατάθεσης της αίτησης ήτοι την 19/11/2004 ο Ι. Κ. ζήτησε και έλαβε προσωρινή διαταγή,με την οποία ο εκκαλών κατηγορούμενος Σ. Μ. διορίσθηκε προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης της Ε. Μ.-Κ., προκειμένου με την ιδιότητά του αυτή να την εκπροσωπεί σε κάθε κατεπείγον ζήτημα διαχείρησης της περιουσίας της, για την καταβολή ιατρικών αμοιβών, αμοιβών τρίτων που παρείχαν υπηρεσίες στην συμπαραστατουμένη και για την ανάληψη της σύνταξης του ΙΚΑ. Ο Ι. Κ. στις 24/3/2005, ενώ βρισκόταν στο Νοσοκομείο "ΥΓΕΙΑ" προς νοσηλεία, διόρισε με το υπ' αριθ. .../24-3-2005 πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ταρσίας Μιχαλοπούλου, τον εκκαλούντα κατηγορούμενο Σ. Μ. πληρεξούσιο, αντιπρόσωπο και αντίκλητό του με τις εντολές να: "α) πωλεί, μεταβιβάζει, παραχωρεί και παραδίδει σε οποιονδήποτε και με οποιουσδήποτε όρους ένα κατάστημα ισόγειο μετά υπογείου και παταρίου σε πολυκατοικία κειμένη στο Δήμο Αθηναίων επί των οδών ... και ... αρ. 1, εμβαδού του ισογείου 130 τ.μ., του υπογείου ομοίως 130 τ.μ. και παταρίου 65 περίπου τ.μ. β) τον εκπροσωπεί: 1) στην Τράπεζα PROBANK και να αναλαμβάνει χρήματα από τους παρακάτω τραπεζικούς λογαριασμούς του άνω εντολέα του, ήτοι: του υπ' αριθμ. ... (σε ευρώ) και του υπ' αριθ. ... (σε λίρες Αγγλίας), να κινεί γενικά τους λογαριασμούς αυτούς, ακόμα και να τους κλείνει, αναλαμβάνοντας όλα τα χρηματικά ποσά που είναι κατατεθειμένα στους λογαριασμούς αυτούς, 2) στην Εθνική Τράπεζα Ελλάδος και να αναλαμβάνει χρήματα από τους παρακάτω τραπεζικούς λογαριασμούς του άνω εντολέως του, ήτοι: α) τον υπ' αριθμ. ... β) τον υπ' αριθμ. ... γ) ..., να κινεί γενικά τους λογαριασμούς αυτούς, ακόμα και να τους κλείνει, αναλαμβάνοντας όλα τα χρηματικά ποσά που είναι κατατεθειμένα στους λογαριασμούς αυτούς δ) στην ΕFG EUROBANK A.E. και να αναλαμβάνει χρήματα από τον παρακάτω τραπεζικό λογαριασμό του άνω εντολέα του, ήτοι του υπ'αριθ. ... να κινεί γενικά το λογαριασμό αυτό, ακόμα και να τον κλείνει, αναλαμβάνοντας όλο το χρηματικό ποσό που είναι κατατεθειμένο στο λογαριασμό αυτό και γενικά να ενεργεί όσα χρειάζονται για την εκτέλεση της παραπάνω εντολής ακόμη και αν έχει παραλειφθεί κάτι από αυτό το πληρεξούσιο και να υπογράφει και να δίνει τις σχετικές αποδείξεις και εξοφλήσεις".
Όλοι οι ανωτέρω λογαριασμοί ήταν κοινοί με συνδικαιούχους το ζεύγος Κ.. Ο εκκαλών κατηγορούμενος Σ. Μ. αμέσως μετά την υπογραφή του πληρεξουσίου στις 23-3-2005 δυνάμει του ως άνω πληρεξουσίου μετέφερε από τον κοινό λογαριασμό του ζεύγους Κ. με αριθμό ... της PROBANK το ποσό των 198.116,31 GBP (λίρες Αγγλίας) στον κοινό λογαριασμό με αριθμό GR ... της ιδίας Τράπεζας, με συνδικαιούχους το ζεύγος Κ. αλλά και τον εαυτό του. Στη συνέχεια άνοιξε νέο λογαριασμό στην ίδια Τράπεζα PROBANK με αριθμό GR ... με συνδικαιούχους την Ε. Κ.-Μ., τον εαυτό του και την συγκατηγορουμένη σύζυγό του Γ. Μ., στον οποίο μετέφερε το ως άνω ποσό των 198.870,07 λιρών Αγγλίας. Στις 12-1-2006 από τον λογαριασμό αυτό οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι ανέλαβαν όλο το ποσό ύψους 203.739,70 λιρών Αγγλίας και στη συνέχεια τον έκλεισαν. Επίσης στις 28/3/2005 ο εκκαλών κατηγορούμενος δυνάμει του ιδίου ως άνω πληρεξουσίου, μετέφερε από τον κοινό λογαριασμό του ζεύγους Κ. με αριθμό ... της PROBANK το ποσό των 385.533,69 ευρώ στον κοινό λογαριασμό με αριθμό GR... της ιδίας Τράπεζας με συνδικαιούχους το ζεύγος Κ., αλλά και τον εαυτό του. Ακολούθως το ανωτέρω ποσό των 385.533,69 ευρώ το μετέφερε στον υπ'αριθ. GR ... κοινό λογαριασμό της PROBANK με συνδικαιούχους την Ε. Κ., τον εαυτό του και την συγκατηγορουμένη σύζυγό του Γ. Μ.. Από το λογαριασμό αυτό, στις 12-1-2006 ο εκκαλών κατηγορούμενος ανέλαβε το ποσό των 501.040,01 ευρώ και παρέμεινε υπόλοιπο 4,26 ευρώ, στις 12/02/2007 ανέλαβε από τον αριθμό ... λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος που ήταν κοινός του ζεύγους Κ. το ποσό των 500 ευρώ, ενώ από τον κοινό λογαριασμό του ζεύγους Κ. στην EUROBANK ... ανέλαβε το ποσό των 144.000 ευρώ, ήτοι συνολικά ανέλαβε το ποσό των 645.540,01 ευρώ και το ποσό των 203.739,70 λιρών Αγγλίας, επίσης ανέλαβε και από τον με αριθμό ... λογαριασμό της Eurobank με συνδικαιούχους τον ίδιο τον Ι. και την Ε. Κ. το ποσό των 130.000 ευρώ. Μοναδική δικαιούχος των κοινών λογαριασμών μετά τον θάνατο του συζύγου της ήταν η Ε. Κ. Μ.. Παρά ταύτα ο εκκαλών κατηγορούμενος μετά τον θάνατο του θείου του Ι. Κ., χρησιμοποιώντας το ανωτέρω πληρεξούσιο αλλά και την ιδιότητα του προσωρινού δικαστικού συμπαραστάτη από 19-11-2004 κατέστησε χωρίς δικαίωμα και τον εαυτό του συνδικαιούχο των ως άνω κοινών λογαριασμών του ζεύγους Κ., ανέλαβε τα ανωτέρω χρηματικά ποσά και δεν τα απέδωσε στην δικαιούχο αυτών Ε. Κ.-Μ. αλλά τα ενσωμάτωσε στην περιουσία του. Το ποσό δε αυτό είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ήταν δε εμπιστευμένο σ' αυτόν λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου δυνάμει του υπ' αριθμ. .../24-3-2005 πληρεξουσίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ταρσίας Μιχαλοπούλου και ως διαχειριστή της περιουσίας της Ε. Κ.-Μ. δυνάμει της υπ' αριθ. 2943/4-5-2005 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία εκουσίας δικαιοδοσίας) και της από 19-11-2004 προσωρινής διαταγής του Προέδρου Πρωτοδικών Αθηνών.
Οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι από 12-1-2006 και εντεύθεν απέκτησαν και κατείχαν το ποσό των 203.739,70 λιρών Αγγλίας και συνολικά το ποσό των 645.540,01 ευρώ εν γνώσει τους ότι προέρχονται από εγκληματική δραστηριότητα και συγκεκριμένα από την ως άνω περιγραφείσα πράξη της υπεξαιρέσεως από εντολοδόχο που τέλεσε ο κατηγορούμενος Σ. Μ., κατέθεσαν δε τα ποσά που υπεξαίρεσε ο πρώτος (Σ. Μ.) στους εκτενώς προαναφερομένους κοινούς τραπεζικούς τους λογαριασμούς και σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό στην Τράπεζα UBS στην Ελβετία, με σκοπό να συγκαλύψει, στο πλαίσιο του συνολικού σχεδιασμού δράσης του, την αληθή προέλευση της περιουσίας που απέκτησε ο ίδιος και ήταν προϊόν, όπως προεκτέθηκε της εκ μέρους του τέλεσης της αξιόποινης πράξης της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από εντολοδόχο και διαχειριστή ξένης περιουσίας. Ο κατηγορούμενος Σ. Μ. αποδέχεται ότι ανέλαβε το προαναφερθέν ποσό των 130.000 ευρώ από τον ανωτέρω λογαριασμό της EUROBANK, το οποίο όμως κατανάλωσε για την συντήρηση τη θείας του Ε. Κ.-Μ., το δε ποσό των λιρών που ανέλαβε από την PROBANK το έχει καταθέσει στην Τράπεζα UBS στην Ελβετία, σε λογαριασμό όπου συνδικαιούχοι είναι ο ίδιος και η συγκατηγορουμένη σύζυγός του. Αναφέρει επίσης ότι από το ποσό των 500.000 ευρώ που ανέλαβε από την PROBANK, 100.000 ευρώ έχει καταθέσει στην ίδια Τράπεζα στην Ελβετία σε κοινό λογαριασμό με την συγκατηγορουμένη σύζυγό του, 300.000 ευρώ έχει σε χρηματοκιβώτιο στο σπίτι του, ενώ το υπόλοιπο ποσό δαπάνησε για την συντήρηση τη θείας του. Ισχυρίζεται δε ότι δεν είχε κανένα σκοπό υπεξαιρέσεως, αφού πίστευε ότι με το προαναφερόμενο πληρεξούσιο ήταν δικαιούχος των λογαριασμών. Επίσης η εκκαλούσα κατηγορουμένη Γ. Μ. δεν αρνείται ότι είναι συνδικαιούχος των ανωτέρω λογαριασμών και ισχυρίζεται ότι τα ποσά των λογαριασμών αυτών δεν αποτελούν προϊόν υπεξαιρέσεως, αφού ο συγκατηγορούμενος σύζυγός της ήταν νόμιμος δικαιούχος και κάτοχος των κατατεθέντων στους λογαριασμούς χρημάτων.
Οι ισχυρισμοί τους όμως αυτοί είναι αβάσιμοι σύμφωνα με τα προεκτεθέντα αλλά και από το γεγονός ότι τόσο από το ίδιο το πληρεξούσιο όσο και από τις καταθέσεις των μαρτύρων, χαρακτηριστική είναι η κατάθεση του μάρτυρα υπερασπίσεως Ν. Β., ο οποίος στην από 29/6/2007 ένορκη κατάθεσή του ενώπιον της 16ης Τακτικής Ανακρίτριας Πλημμελειοδικών Αθηνών αναφέρει "... Το πληρεξούσιο κατά την γνώμη μου το έκανε επειδή δεν μπορούσε ο ίδιος, σωματικά, να πηγαίνει στις Τράπεζες και να προβαίνει και σε άλλες συναλλαγές π.χ. υπηρεσίες και έτσι του έκανε λοιπόν το πληρεξούσιο, επειδή του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη ...", δεν προκύπτει η πρόθεση του Ι. Κ. να καταστήσει συνδικαιούχο των λογαριασμών του τον εκκαλούντα κατηγορούμενο Σ. Μ. αλλά αντίθετα προκύπτει ότι η πραγματική θέλησή του ήταν τα χρήματα να παραμείνουν στον κοινό λογαριασμό με την σύζυγό του και να αναλαμβάνει ο εκκαλών κατηγορούμενος μόνο τα αναγκαία για την συντήρηση του ζεύγους χρηματικά ποσά ενώ εάν επιθυμούσε κάτι τέτοιο ο εντολέας θα το όριζε στο προαναφερθέν πληρεξούσιο, από το οποίο όμως ουδόλως προκύπτει η πρόθεση του Ι. Κ. να τον καταστήσει συνδικαιούχο των ως άνω λογαριασμών του ούτε διαφαίνεται αληθής πρόθεση του Ι. Κ. να του μεταβιβάσει τη περιουσία του και της ασθενούς συζύγου του και σε καμιά περίπτωση δεν ήθελε να μεταβιβάσει τα χρηματικά ποσά των τραπεζικών του λογαριασμών, που ήσαν κοινοί με την σύζυγό του σ' αυτόν (εκκαλούντα) και να καταστήσει εαυτόν και την σύζυγό του πτωχούς πλήρως εξηρτημένους από τον εκκαλούντα. Ο εκκαλών κατηγορούμενος εγνώριζε ότι είχε μόνο εξουσία διαχειρίσεως, όπως αυτό προκύπτει από την με αριθμό κατάθεσης 2112/8-3-2007 έφεσή του κατά της με αριθμό 845/2007 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών περί διορισμού του πολιτικώς ενάγοντος Σ. Κ. ως δικαστικού συμπαραστάτη της Ε. Κ. όπου αποδέχεται ότι η αληθινή ιδιότητά του αναφορικά με την δοθείσα σε αυτόν πληρεξουσιότητα με το ως άνω συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο είναι αυτή του πληρεξουσίου για την πώληση ενός καταστήματος και συνάμα διαχειριστή τραπεζιτικών λογαριασμών του εντολέα του Ι. Κ.. Άλλωστε ο εκκαλών κατηγορούμενος Σ. Μ. για την εξυπηρέτηση των αναγκών της Ε. Μ.-Κ. και ειδικότερα για την κάλυψη των δαπανών συντήρησης της μπορούσε να λαμβάνει τα απαιτούμενα χρηματικά ποσά δυνάμει του ανωτέρω πληρεξουσίου και δεν χρειαζόταν να καταστεί ο ίδιος και η συγκατηγορουμένη σύζυγός του συνδικαιούχος αυτών. Εξάλλου με τον θάνατο του εντολέα Ι. Κ. η δοθείσα προς τον εκκαλούντα κατηγορούμενο λύθηκε σύμφωνα με το άρθρο 726 Α.Κ. και με την ιδιότητα του εντολοδόχου υποχρεούταν σε λογοδοσία κατ' άρθρο 718 Α.Κ. προς την συνδικαιούχο των τραπεζικών λογαριασμών Ε. Κ.-Μ., όσο και προς τους κληρονόμους του αποβιώσαντος εντολέα του, μεταξύ των οποίων και η ανωτέρω, η οποία ήταν νόμιμη κληρονόμος του σύμφωνα με τα άρθρα 1814, 1820 Α.Κ. Ο εκκαλών κατηγορούμενος ως προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης της Ε. Μ.-Κ. όφειλε να είχε ήδη καταθέσει τα αναληφθέντα από αυτόν χρήματα σε λογαριασμό αυτής και να είχε δηλώσει αυτό στην Ειρηνοδίκη Αθηνών, από την οποία ζητήθηκε να αναφέρει τις ενέργειές του ως προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης. Η άρνησή του όμως να αναφέρει τί έκανε τα χρήματα των ανωτέρω λογαριασμών, τα οποία ανέλαβε από τους ως άνω κοινούς λογαριασμούς σε συνδυασμό με την ιδιότητά του ως προσωρινού δικαστικού συμπαραστάτη της ως άνω συμπαριστατέας δημιουργούν την εύλογη πεποίθηση ότι αυτός ιδιοποιήθηκε τα χρήματά της. Επίσης ο ισχυρισμός του ως άνω εκκαλούντος κατηγορουμένου ότι με τις ως άνω ενέργειές του απέβλεπε να προστατέψει την θεία του Ε. Μ.-Κ. και τα χρήματά της από τους πολιτικώς ενάγοντες Σ. Κ., που διορίστηκε με την υπ' αριθ. 845/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία εκουσίας δικαιοδοσίας) σε αντικατάστασή του και από την αδελφή της Ε. Μ. δεν κρίνεται πειστικός αφού ουδόλως προέκυψε ότι αυτοί δεν ενδιαφέρονταν πραγματικά για την υγεία και καλή διαβίωση της Ε. Μ.-Κ. αλλά μόνο για την περιουσία της.
Όσον αφορά την προσαχθείσα και επικαλουμένη από τους εκκαλούντες κατηγορουμένους ιδιόγραφη διαθήκη της Ε. Μ.-Κ., από την οποία συνάγεται, κατά τους ισχυρισμούς τους, ότι η αληθινή βούληση του ζεύγους Κ. ήταν να είναι ο εκκαλών κατηγορούμενος Σ. Μ. αποκλειστικός συνδικαιούχος των τραπεζικών του λογαριασμών και με το υπό κρίση πληρεξούσιο ο θείος του Ι. Κ. εκφράζει βούληση μεταβιβάσεως των κατατεθειμένων χρημάτων σ'αυτόν με ελεύθερη διαχείριση και κατ'οικεία κρίση διάθεση, το δε κλείσιμο των λογαριασμών σημαίνει ανάληψη των ποσών και διάθεση ελεύθερη, αφού όπως προεκτάθηκε, ο Ι. Κ. επιθυμούσε να μεταβιβάσει το σύνολο των κατατεθειμένων χρηματικών ποσών σ'αυτόν δεδομένου ότι εκ του γάμου του με την Ε. Κ. δεν απέκτησε τέκνα, είναι λεκτέα τα ακόλουθα:
Η ως άνω διαθήκη με φερομένη ημερομηνία γραφής της την 10-12-2000, δημοσιεύθηκε στις 5-12-2008 με την υπ' αριθ. 6349/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών σ' αυτήν κατονομάζεται ο εκκαλών κατηγορούμενος Σ. Μ. ως γενικός κληρονόμος, ενώ στην πολιτικώς ενάγουσα Ε. Μ., αδελφή της Ε. Μ.-Κ., καταλείπεται το μερίδιο 1/2 εξ αδιαιρέτου στην πατρική οικία και στο οικόπεδο στην οδό ... στην Αθήνα, στην περιοχή .... Το κύρος της ως άνω διαθήκης έχει ήδη προσβάλλει η Ε. Μ. με την με αριθ. κατάθεσης 2600/6-3-2009 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών περί αναγνώρισης της ακυρότητας αυτής, η οποία θα συζητηθεί ενώπιον του ως άνω δικαστηρίου στις 28/9/2009, ενώ παράλληλα υπέβαλε κατά των εκκαλούντων κατηγορουμένων την από 6/3/2009 και με ΑΒΜ Δ 2009/1258 μηνυτήρια αναφορά της, με την οποία ζητεί την ποινική τους τιμωρία για ηθική αυτουργία σε πλαστογραφία, χρήση πλαστού εγγράφου και απάτη στο δικαστήριο. Σύμφωνα δε με την προσαχθείσα από τους πολιτικώς ενάγοντες έκθεση γραφολογικής γνωμοδοτήσεως του δικαστικού γραφολόγου Δ. Κ. η επίμαχη διαθήκη είναι καθ' ολοκληρίαν πλαστή και δεν αποτελεί γνήσια ιδιόγραφη διαθήκη της Ε. Κ., αλλά το κείμενό της εγράφη από τη Λ. Κ., η δε υπογραφή ετέθη από τον Ι. Κ.. Αλλά και με απλή παρατήρηση της εν λόγω διαθήκης συνάγεται ότι είναι εμφανώς διαφορετικός ο γραφικός χαρακτήρας μεταξύ του κειμένου και της υπογραφής της διαθέτιδος. Περαιτέρω οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι με το υπ' αριθ. 1877/2009 υπόμνημά τους πρόχειρες καταστάσεις εξόδων, που ισχυρίζεται ο πρώτος εξ αυτών ότι διέθεσε για το ζεύγος Κ. για τα έτη 2005, 2006, 2007 και 2009. Οι επικαλούμενες αυτές καταστάσεις αποτελούν μία καταγραφή ποσών, χωρίς καμία απολύτως εξειδίκευση ή επεξήγηση, γραμμένες όχι ιδιοχείρως αλλά σε ηλεκτρονικό υπολογιστή, οι οποίες μπορεί οποτεδήποτε να έχουν γραφεί ή μεταβληθεί, η κατάσταση δε εξόδων είναι τόσο αόριστη, γενική ώστε να είναι αδύνατος ο ακριβής έλεγχος αυτών ενώ δεν συνοδεύονται από σχετικές αποδείξεις καταβολής χρημάτων και ως εκ τούτου είναι αδύνατον να επαληθευθούν. Στις προσαχθείσες καταστάσεις οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι υποστηρίζουν ότι τον Ιούνιο του έτους 2007 κατέβαλαν για το βάψιμο του διαμερίσματος (χρωματισμοί) το ποσό των 28.600 ευρώ, αυτό όμως το ποσό αντιστοιχεί στο βάψιμο όλων των εξωτερικών τοίχων της πολυκατοικίας, όπως αυτό προκύπτει από την βεβαίωση του διαχειριστή της πολυκατοικίας ... με ημερομηνία 28/4/2009, ενώ το συνολικό ποσοστό συμμετοχής του μεριδίου Κ. ήταν 2.659,80 ευρώ. Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι δηλώνουν ότι κατέβαλαν για φυσικοθεραπεία τον Οκτώβριο 2006 το ποσό των 600 ευρώ, τον Νοέμβριο του 2006 το ποσό των 1.500 ευρώ, τον Δεκέμβριο του 2006 το υπερβολικό ποσό των 27.000 ευρώ. Εκ τούτων συνάγεται ότι δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη οι ως άνω επικαλούμενες καταστάσεις εξόδων εφόσον δεν προσκομίζεται ούτε μία απόδειξη εξόδων.
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω προκύπτει ότι ο εκκαλών κατηγορούμενος Σ. Μ. δεν απέδωσε τα αναλυτικά αναφερόμενα ποσά στην Ε. Κ.-Μ. η οποία με τον θάνατο του συζύγου της, ήταν η μοναδική δικαιούχος των λογαριασμών και εντολέας του, αλλά τα ιδιοποιήθηκε παρανόμως, δηλαδή χωρίς δικαίωμα τα ως άνω ποσά που του εμπιστεύθηκε ο Ι. Κ., ενσωματώνοντάς τα στην περιουσία του. Το ποσό της πιο πάνω υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ήταν δε εμπιστευμένο σ' αυτόν με την ιδιότητά του ως εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας. Επίσης ο ανωτέρω εκκαλών στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από 12/1/2006 και εντεύθεν από κερδοσκοπία και με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση της περιουσίας που απέκτησε και η οποία ήταν προϊόν της εκ μέρους προεκτεθείσας αξιόποινης πράξης, κατέθεσε το ποσό που υπεξαίρεσε στους εκτενώς προαναφερομένους κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς μετά της συγκατηγορουμένης συζύγου του Γ. Μ. και σε κοινό μετά της συγκατηγορουμένης του τραπεζικό λογαριασμό στην Τράπεζα UBS της Ελβετίας, με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση της περιουσίας που απέκτησε ο ίδιος και ήταν προϊόν της εκ μέρους τέλεσης της ως άνω αξιόποινης πράξης, η δε τέλεση εντασσόταν στον συνολικό σχεδιασμό δράσης του. Τέλος η εκκαλούσα κατηγορουμένη Γ. Μ. στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από 12-1-2006 και εντεύθεν απέκτησε και κατείχε τα προεκτεθέντα ποσά σε κοινούς μετά του συγκατηγορουμένου συζύγου της τραπεζικούς λογαριασμούς, χρηματικά ποσά τα οποία γνώριζε ότι προέρχονται από εγκληματική δραστηριότητα και συγκεκριμένα από την ως άνω περιγραφείσα πράξη της υπεξαίρεσης από εντολοδόχο και διαχειριστή ξένης περιουσίας που τέλεσε ο συγκατηγορούμενός του Σ. Μ. και ακολούθως τα ως άνω ποσά κατέθεσε από κοινού με τον συγκατηγορούμενό της σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό στην Τράπεζα UBS της Ελβετίας.
Με βάση τα προεκτεθέντα στοιχειοθετούνται τα αδικήματα της υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατ' εξακολούθηση από εντολοδόχο και διαχειριστή ξένης περιουσίας και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη εγκληματική δραστηριότητα σε βάρος του Σ. Μ. και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη εγκληματική δραστηριότητα σε βάρος της Γ. Μ. (άρθρο 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 375 παρ. 1, 2 ΠΚ, 1 στοιχ. α' (ιι), 2 παρ. 1 Ν. 2331/1995 ως αντικ. με άρθρο 2,3 Ν. 3424/2005) δεδομένου ότι με τον Ν. 3691/2008 δεν καταργήθηκαν οι διατάξεις των νόμων 2331/1995 και 3424/2005 με βάση τις οποίες ασκήθηκε η ως άνω ποινική δίωξη για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη εγκληματική δραστηριότητα. Επίσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο ισχυρισμός του εκκαλούντος κατηγορουμένου Σ. Μ. ότι δεν μπορούν να συρρέουν αληθώς στο πρόσωπο του ίδιου αυτουργού, η κύρια εγκληματική δραστηριότητα και η παράβαση του άρθρου 2 του Ν. 2331/1995, αφού, όπως αναφέρεται παραπάνω, η ταύτιση του ενεργητικού υποκειμένου του βασικού εγκλήματος από το οποίο προήλθαν τα παράνομα έσοδα με το δράστη της νομιμοποίησης αυτών, αποκλείεται μόνο στην περίπτωση παροχής συνδρομής που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, ενώ σε άλλες περιπτώσεις, όπως στην προκειμένη, ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα, μπορεί να είναι ακόμη και ο υπαίτιος ενός από τα βασικά εγκλήματα (ΑΠ 1025/2008 Π.Χρ. ΝΗ' σελ. 607).
Επομένως, επειδή από τα ανωτέρω στοιχεία υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ότι οι εκκαλούντες τέλεσαν τις προεκτεθείσες αξιόποινες πράξεις, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, στις σκέψεις του οποίου κατά τα λοιπά αναφερόμεθα, παρέπεμψε τους ως άνω εκκαλούντες στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικασθούν ως υπαίτιοι των προεκτεθεισών πράξεων, ορθώς εκτίμησε και αξιολόγησε τα εκ του αποδεικτικού υλικού προκύπτοντα πραγματικά περιστατικά και ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες ουσιαστικές διατάξεις και αβασίμως οι εκκαλούντες υποστηρίζουν τα αντίθετα δεδομένα ότι οι ισχυρισμοί τους δεν κρίνονται βάσιμοι και αναιρούνται από τα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας.
Συνακόλουθα πρέπει ν' απορριφθούν κατ' ουσίαν οι υπ' αριθ. 570/14-11-2008 και 571/14-11-2008 εφέσεις των κατηγορουμένων Σ. Μ. του Δ. και της Ι. και Γ. Σ. Μ. το γένος Μ. του Χ. και Π., κατοίκων ..., οδός ..., αντιστοίχως, κατά του υπ'αριθ. 3006/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα και να επιβληθούν στους εκκαλούντες τα δικαστικά έξοδα ποσού 220 ευρώ (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ. σε συνδυασμό με αρ. 58553/19-6-2006 κοινή Υ.Α. Οικονομίας-Οικονομικών και Δικαιοσύνης ΦΕΚ 776 Α). Ακόμη πρέπει με βάση τα προεκτεθέντα να διορθωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα όσον αφορά το χρόνο τελέσεως του αδικήματος της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη εγκληματική δραστηριότητα από τον εκκαλούντα κατηγορούμενο Σ. Μ. διότι από τα παραπάνω προέκυψε ότι ο ανωτέρω κατέθεσε το ποσό που υπεξαίρεσε στους κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς μετά της συγκατηγορουμένης συζύγου του κατά το χρονικό διάστημα από 12/1/2006 και εντεύθεν και ειδικότερα στην εμπρόσθια σελίδα του 50ου φύλλου και στον 6ο στίχο να διαγραφεί η φράση "σε μη επακριβώς προσδιορισθέν χρονικό σημείο, αλλά πάντως μετά την 24/3/2005" και στη θέση της να τεθεί η φράση "κατά το χρονικό διάστημα από 12-1-2006 και εντεύθεν".
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών και επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα, διέλαβε την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, για το οποίο κρίθηκε ότι πρέπει να παραπεμφθούν οι αναιρεσείοντες. Ειδικότερα, τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά, μαρτυρούν ότι για την απόκτηση των, από την υπεξαίρεση διαλαμβανόμενων στο προσβαλλόμενο βούλευμα, χρηματικών ποσών και από τους δύο αναιρεσείοντες, υπήρξε συνολικό9ς σχεδιασμός, ο οποίος διήλθε διάφορα στάδια, με έναρξη τον ορισμό του πρώτου αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου, ως συνδικαιούχου των ιστορηθέντων τραπεζικών λογαριασμών και λήξη την κατάθεση των αναφερθέντων χρηματικών ποσών σε κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς αυτού και της συζύγου του (δεύτερης κατηγορουμένης).
Συνεπώς, ο από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' ΚΠΔ λόγος της αναίρεσης του Σ. Μ., που πλήττει το προσβαλλόμενο βούλευμα για μη αιτιολογία της ύπαρξης συνολικού σχεδιασμού δράσης στη συγκεκριμένη περίπτωση, καθώς και ο ίδιος, λόγος της αναίρεσης της Γ. Μ., είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Εξάλλου, κατά τα προεκτεθέντα, η χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα, αποτελεί έκφανση της "αποκτήσεως και κατοχής περιουσίας προερχομένης από εγκληματική δραστηριότητα, η οποία αποτελούσε μια από τις περιπτώσεις νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, που προέβλεπε το άρθρο 1 εδ.β' περίπτ. γ' ν.2331/1995, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ.5 ν.3424/2005. Έτσι η περίπτωση αυτή, δεν συνιστά νέο έγκλημα, του οποίου έγινε αναδρομική εφαρμογή, όπως οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν, αλλά προϋπάρχον, προβλεπόμενο από το ν.3424/2005, τον οποίο ορθώς εφάρμοσε το Συμβούλιο της ουσίας. Άρα, ο από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. β' ΚΠΔ λόγος της αναίρεσης του Σ. Μ., ως και ο ίδιος λόγος της αναίρεσης της Γ. Μ., που πλήττουν το προσβαλλόμενο βούλευμα, για εσφαλμένη εφαρμογή των προδιαληφθεισών διατάξεων, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Το Συμβούλιο Εφετών, τέλος, στα πλαίσια της εξουσία που αυτό έχει, διόρθωσε το πρωτόδικο βούλευμα, ως προς το χρόνο τέλεσης της αξιόποινης πράξης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, αφού δεν επηρεάζεται ούτε η ταυτότητα αυτής ούτε η παραγραφή της. Επομένως, δεν υπερέβη την εξουσία του, όπως, παρεμπιπτόντως, διατείνονται οι αναιρεσείοντες. Έτσι και ο αναιρετικός αυτός λόγος είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Οι λοιπές αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, που, υπό την επίκληση, κατ' επίφαση, της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, είναι απαράδεκτες και απορριπτέες, αφού ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου βουλεύματος σχετικά με τις παραδοχές τούτου και δεν συνιστά λόγο αναίρεσης από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 484 παρ.1 ΚΠΔ η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών.
Κατ' ακολουθίαν τούτων, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι αναίρεσης, για έρευνα, πρέπει οι υπό κρίση αιτήσεις ν' απορριφθούν στο σύνολό τους και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 476 παρ.1, 583 παρ.1).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις, από 13.11.2009, αιτήσεις των κατηγορουμένων Σ. Μ. του Δ. και Γ. Μ. του Χ., κατοίκων ..., για αναίρεση του 1872/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται, για τον καθένα, σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 25 Νοεμβρίου 2010. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 23 Δεκεμβρίου 2010.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ