Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1553 / 2010    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Πλαστογραφία.




Περίληψη:
Παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών για τις πράξεις της κακουργηματικής απάτης, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, άνω των 15.000 ευρώ, κατά συρροή, και της κακουργηματικής χρήσης πλαστού εγγράφου, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, άνω των 15.000 ευρώ. Δεκτός ο λόγος για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, διότι ενώ δέχεται ότι το έγκλημα της απάτης ετελέσθη κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, διότι ο αναιρεσείων διέπραξε τούτο κατά συρροή την 11/6/2003 και την 17/6/2003, δεν διευκρινίζει ποια περιουσιακή βλάβη υπέστησαν οι παθόντες εκ της κατά την 11/6/2003 απάτης, αν και επίσης δέχεται ότι το δι' αυτής προελθόν χρηματικό ποσόν κατατέθηκε τότε σε κοινό λογαριασμό των παθόντων. Επίσης στο βούλευμα δεν εκτίθενται περιστατικά θεμελιούντα την παραδοχή ότι ο αναιρεσείων ενεργεί το έγκλημα της χρήσης πλαστού εγγράφου κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια. Αναιρεί και παραπέμπει.




Αριθμός 1553/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε' Ποιν. Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Χαράλαμπο Δημάδη, Προεδρεύων Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Κωνσταντίνου Κούκλη), ως αρχαιότερο μέλος της σύνθεσης, Βιολέττα Κυτέα και Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 14 Μαΐου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2165/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Δεκεμβρίου 2009 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1743/2009. Έπειτα ο Αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αναστάσιος Κανελλόπουλος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πριάμου Λεκκού, με αριθμό 120/24-3-2010, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 10-12-2009 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ, κατά του υπ'αριθμ. 2165/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσα, εκθέτω τα εξής:
Διά του ως άνω προσβαλλομένου βουλεύματος, εκδοθέντος επί εφέσεως του αναιρεσείοντος, κατά του υπ' αριθμ. 398/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, επεκυρώθη τούτο, ως προς το παραπεμπτικό μέρος του, διορθωθέν και επαναδιατυπωθέν, και ο αναιρεσείων παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), διά να δικασθή δι' απάτη κατά συρροή και χρήση πλαστού εγγράφου, πράξεις τελεσθείσες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με σκοπούμενο περιουσιακό όφελος υπερβαίνον το ποσό των 15.000 ευρώ. Προβάλλει δε αυτός, ως λόγους αναιρέσεως, την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων.
Επειδή, για την υπόσταση του κατά το άρθρ. 216 παρ. 1 και 2 ΠΚ εγκλήματος της χρήσεως πλαστού εγγράφου, το οποίο είναι αυτοτελές όταν ο χρήστης δεν είναι και ο πλαστογράφος, απαιτείται αντικειμενικά μεν η χρησιμοποίηση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου και υποκειμενικά δόλος, που συνίσταται στην ηθελημένη ενέργεια του δράστη να χρησιμοποιήση το έγγραφο, την γνώση του ότι αυτό είναι πλαστό ή νοθευμένο και τον σκοπό του να παραπλανήση με την χρήση του εγγράφου αυτού άλλον για γεγονός που έχει έννομες συνέπειες, ανεξάρτητα από την επίτευξη της παραπλάνησης. Περαιτέρω, από την διάταξη του άρθρ. 386 παρ. 1 ΠΚ προκύπτει ότι το έγκλημα της απάτης στοιχειοθετείται αντικειμενικώς όταν ο δράστης, με παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή με αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθών, πείθει κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία βλάπτεται στην περιουσία του ο τελευταίος ή τρίτος, ανεξάρτητα αν με αυτήν επιτυγχάνεται ή όχι το παράνομο περιουσιακό όφελος το οποίο σκοπούσε ο δράστης, υποκειμενικώς δε όταν ο δράστης γνωρίζει τα ουσιαστικά περιστατικά της πράξης αυτής και θέλει να τα παραγάγη. Είναι δε δυνατόν από την πράξη αυτή του δράστη άλλο πρόσωπο να παραπλανάται και άλλο να ζημιώνεται. Από αυτά συνάγεται ότι οι ανωτέρω πράξεις της χρήσης πλαστού εγγράφου και της απάτης συρρέουν αληθώς και καμία από αυτές δεν απορροφάται από την άλλη, όταν τα ψευδή γεγονότα που ο δράστης παρέστησε ως αληθή και συνιστούν την απάτη δεν ταυτίζονται (στο σύνολό τους) με εκείνα που συνιστούν την χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου (βλ. ΑΠ 162/2003). Εξ άλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον υπό του άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτό εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση, εν σχέσει προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, διά το οποίο έχει ασκηθή ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και εκρίθη ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η αιτιολογία αυτή υπάρχει στο παραπεμπτικό βούλευμα και όταν αυτό δεν έχει δικές του σκέψεις, αλλά αναφέρεται, ακόμη και εξ ολοκλήρου, στις σκέψεις της ενσωματωμένης στο βούλευμα εισαγγελικής προτάσεως, εφ' όσον βέβαια αυτή πληροί τις αναφερόμενες προϋποθέσεις, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ιδίου βουλεύματος (ΑΠ 66/2007), πρέπει δε να εκτείνεται και στις επιβαρυντικές περιστάσεις, ως η κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος (άρθρ. 13 στοιχ. στ' ΠΚ), ως προς τις οποίες δεν αρκεί να αναφέρωνται τα τυπικά στοιχεία των διατάξεων που τις προβλέπουν, αλλ' απαιτείται και η αναφορά των πραγματικών περιστατικών που μπορούν να υπαχθούν στην έννοιά τους (βλ. ΑΠ 467/2007). Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία ελήφθησαν υπ' όψη από το συμβούλιο, για την παραπεμπτική κρίση του, αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να εκτίθεται τί προέκυψε από το καθένα από αυτά. Και δεν ιδρύουν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ή η ενδεικτική αναφορά μερικών από αυτές, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως εκάστου αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, αφού στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 23/2007). Εσφαλμένη δε ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτή έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της, όχι μόνον όταν το δικαστικό συμβούλιο δεν υπάγει ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθή, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παρεβιάσθη εκ πλαγίου, εκ του λόγου ότι στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως (ΑΠ 114/2004, AΠ 259/2006).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, εδέχθη, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, αναφερόμενο συμπληρωματικώς και στην εισαγγελική πρόταση, ότι από την εκτίμηση των κατ' είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, προέκυψαν τα εξής, κατά τα ουσιώδη μέρη των, πραγματικά περιστατικά:
Ο κατηγορούμενος τυγχάνει αδελφός του κατά την 16.7.2003 αποβιώσαντος ΩΩ, κατοίκου εν ζωή περιοχής ..., συζύγου της εγκαλούσης Ψ. Ο θανών και η εγκαλούσα σύζυγος του ετύγχανον συνδικαιούχοι κατά την έννοια των διατάξεων του Ν 5638/1932 του τηρουμένου στην Τράπεζα Πειραιώς υπ' αριθμ. ... κοινού λογαριασμού προθεσμιακής καταθέσεως του προϊόντος άϋλων τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου (REPOS) με αριθμό ... συνολικής αξίας 431194 Ευρώ καθώς και του εις την ιδία Τράπεζα με αριθμ. ... τηρουμένου λογαριασμού φύλαξης χρεογράφων συνολικής αξίας 82.000 Ευρώ. Την 9ην Μαΐου 2003 ο κατηγορούμενος, ο οποίος τυγχάνει κάτοικος ... πληροφορηθείς την επιδείνωση της καταστάσεως της υγείας του ασθενούντος αδελφού του ΩΩ, ο οποίος πάσχων από καρκίνο του πνεύμονος και πολύμορφο γλοιοβλάστωμα εγκεφάλου μετά την έξοδο του από το Ιπποκράτειο Νοσοκομείο αρχικώς και στη συνέχεια από το Αντικαρκινικό Νοσοκομείο "Ο Άγιος Σάββας" ενοσηλεύετο από 8.4.2003 κατ' οίκον, αφίχθη στην ... και επισκέφτηκε αυτόν στην οικία του, προκειμένου να του συμπαρασταθεί στην περιπέτεια της υγείας του. Την ιδία ημέρα, με το πρόσχημα ότι θα εξήρχοντο για ένα περίπατο στην περιοχή ..., τα δύο αδέλφια μετέβησαν στο Υποκατάστημα ... της Τραπέζης Πειραιώς, στην οποία ετηρούντο επ' ονόματι του θανόντος και της προαναφερομένης συζύγου του οι ως άνω κοινοί λογαριασμοί προθεσμιακής καταθέσεως και φυλάξεως χρεογράφων. Εκεί, με σχετική χειρόγραφη υπό ιδία χρονολογία αίτηση, που κατατέθηκε επ' ονόματι του ΩΩ ενώπιον του αρμοδίου υπαλλήλου του ανωτέρω Υποκαταστήματος και η οποία φέρει την υπογραφή του, δόθηκε σ' αυτούς η εντολή να διαγραφεί η σύζυγος τούτου Ψ ως συνδικαιούχος των ως άνω κοινών λογαριασμών και να ανοιχθεί νέος κοινός λογαριασμός με συνδικαιούχους αυτόν και τον κατηγορούμενο αδελφό του, στον οποίο να μεταφερθούν το προϊόν REPOS των ως άνω άυλων τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου καθώς και το τοιούτο των άνω χρεογράφων, των οποίων μέχρι τότε συνδικαιούχοι ήσαν αυτός και η σύζυγος του. Εις εκτέλεση της εντολής αυτής διεγράφη η εγκαλούσα από συνδικαιούχος των άνω κοινών λογαριασμών και στη συνέχεια ανοίχτηκε ο υπ' αριθμ. ... νέος κοινός λογαριασμός με συνδικαιούχους τους αδελφούς ΩΩ και Χ, ήτοι τον εν συνεχεία αποβιώσαντα ΩΩ και τον ήδη κατηγορούμενο, στον οποίο, (νέο κοινό λογαριασμό) με βάση την ιδία αίτηση μεταφέρθηκαν τα ποσά των προαναφερομένων τραπεζικών προϊόντων και επί πλέον και ποσό 4.424,23 Ευρώ, που αποτελούσε υπόλοιπο τόκων του υπ' αριθμ. ... κοινού λογαριασμού, τον οποίο τηρούσε στην ως άνω Τράπεζα ο θανών ΩΩ με την εγκαλούσα σύζυγο του. Ακολούθως και ειδικότερα στις 11.6.2003 ο κατηγορούμενος Χ μετέβη μόνος στο επί της οδού ... των ... Υποκατάστημα της ιδίας Τραπέζης έχων υπό την κατοχή του το υπ' αριθμ. .../95 Δελτίο Αστυνομικής ταυτότητας του ΩΩ, παραστατικά των ως άνω μετοχών καθώς και τα βιβλιάρια Τραπέζης με συνδικαιούχους το ζεύγος ΩΩ και Ψ, τα οποία είχε αφαιρέσει κρυφά από την οικία του αδελφού του κατά την διάρκεια της παραμονής του σ' αυτήν, εκμεταλλευόμενος την ασθένεια αυτού. Έτσι, ενεφανίσθη ούτος στους αρμοδίους υπαλλήλους του ανωτέρω υποκαταστήματος με τα στοιχεία ταυτότητας του αδελφού του και με βάση σχετική έντυπη αίτηση- εντολή, η οποία έφερε την υπογραφή του ΩΩ και με την οποία εδίδετο σ' αυτούς η εντολή να προβούν στην εκποίηση 5020 κοινών μετοχών της ανωνύμου εταιρείας "ΕΜΠΕΔΟΣ Α.Ε." και 27190 μετοχών της ανωνύμου εταιρείας "ΜΟΧΛΟΣ Α.Ε." επέτυχε να παραπλανήσει αυτούς σχετικά με την πραγματική του ταυτότητα και συγκεκριμένα ότι το πρόσωπο το οποίο προέβαινε στην άνω συναλλαγή ήταν ο αληθής δικαιούχος των ως άνω τίτλων και έτσι να εκποιηθούν οι ως άνω κοινές μετοχές, που ανήκαν από κοινού στον θανόντα αδελφό του και την σύζυγο του Ψ και το προϊόν της πωλήσεως των μετοχών αυτών ανερχόμενο στο ποσό των 24.817,52 Ευρώ, όπως προκύπτει από τα σχετικά έγγραφα κινήσεως του λογαριασμού, να κατατεθεί στον υπ' αριθμ. ... κοινό λογαριασμό του ζεύγους ΩΩ και Ψ. Ακολούθως και συγκεκριμένα στις 17.6.2003 ο κατηγορούμενος έχων και πάλι στην κατοχή του το Δελτίο Αστυνομικής ταυτότητας του αδελφού του ΩΩ καθώς και το βιβλιάριο καταθέσεως αυτού μετέβη στο επί της οδού ... των ... Υποκατάστημα της ιδίας Τραπέζης και εμφανισθείς στους υπαλλήλους αυτής και πάλι με τα στοιχεία ταυτότητας του αδελφού του, ο οποίος όμως την εποχή εκείνη ενοσηλεύετο στο Νοσοκομείο σε κωματώδη κατάσταση, επέτυχε να παραπλανήσει αυτούς και να αναλάβει από τον προαναφερθέντα υπ' αριθμ. ... κοινό λογαριασμό του αδελφού του και της συζύγου του Ψ το ποσό των 24.817,52 Ευρώ, που, αποτελεί το προϊόν πωλήσεως των άνω μετοχών. Όμως αν και αυτός (κατηγορούμενος) δεν κατήρτισε εξ υπαρχής την ως άνω έντυπη αίτηση ούτε έθεσε επ' αυτής κατ' απομίμηση για τον προεκτεθέντα σκοπό την υπογραφή του αδελφού του ΩΩ, εν τούτοις από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι ούτος εγνώριζε με βεβαιότητα ότι την αίτηση αυτή ήτο εκ των πραγμάτων αδύνατο να έχει υπογράψει ο αδελφός του, ο οποίος από της 12.6.2003 ενοσηλεύετο στο Νοσοκομείο ευρισκόμενος σε κωματώδη κατάσταση και επομένως ότι ήταν αυτή πλαστή. Παρά ταύτα όμως την κατέθεσε στο ανωτέρω Υποκατάστημα και έτσι παρεπλάνησε τους άνω υπαλλήλους περί της ιδιότητός του ως δικαιούχου των μετοχών αυτών και επέτυχε να εισπράξει το ποσό των 24.817,52 Ευρώ, εκ της πωλήσεως αυτών επί βλάβη της συνδικαιούχου αυτών συζύγου του αδελφού του. Επίσης, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών εδέχθη, δι'αναφοράς στην εισαγγελική πρόταση, αφ' ενός μεν, ότι συντρέχουν στο πρόσωπο του κατηγορουμένου οι προϋποθέσεις της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης του εγκλήματος της απάτης, καθόσον ο κατηγορούμενος , από την κατά συρροή τέλεση του εγκλήματος στις 11-6-2003 και στις 17-6-2003, είχε σκοπό να αποκομίσει παράνομα περιουσιακό όφελος, σκέψη η οποία ενισχύεται και από το ότι δεν ενήργησε ευκαιριακά αλλά βάσει σχεδίου , έχοντας μάλιστα αποκτήσει στην κατοχή του παράνομα, διάφορα νομιμοποιητικά έγγραφα και στοιχεία του αδελφού του, όπως π.χ. το Δελτίο της Αστυνομικής του Ταυτότητας, το Αριθμό του Φορολογικού του Μητρώου, το Βιβλιάριο των καταθέσεων του, κ.λ.π., ενώ από την επανειλημμένη και οργανωμένη τέλεση του εν λόγω εγκλήματος, αυτό δικαιολογημένα μπορεί να θεωρηθεί ως στοιχείο της προσωπικότητας του, αφ' ετέρου δε ότι αυτός ενεργεί κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και ως προς το έγκλημα της χρήσεως πλαστού εγγράφου.
Ακολούθως, το ανωτέρω Συμβούλιο Εφετών εδέχθη ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής εις βάρος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, διά τις ως άνω αξιόποινες πράξεις, και αφού διόρθωσε και επαναδιετύπωσε το παραπεμπτικό μέρος του εκκαλουμένου βουλεύματος, συμφώνως προς τα προεκτιθέμενα, επεκύρωσε αυτό.
Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα αιτιολογία ελλειπή και ασαφή. Ειδικότερα, ενώ δέχεται ότι το έγκλημα της απάτης ετελέσθη κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, διότι ο αναιρεσείων διέπραξε τούτο κατά συρροή, την 11-6-2003 και την 17-6-2003, δεν διευκρινίζει ποιά περιουσιακή βλάβη υπέστησαν οι παθόντες εκ της κατά την 11-6-2003 απάτης, αν και επίσης δέχεται ότι το δι' αυτής προελθόν, ως άνω, χρηματικό ποσό, κατετέθη τότε σε κοινό λογαριασμό εκείνων (παθόντων). Περαιτέρω, στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν εκτίθενται περιστατικά, θεμελιούντα την παραδοχή ότι ο αναιρεσείων ενεργεί το έγκλημα της χρήσεως πλαστού εγγράφου κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια. Αλλά, με τις ανωτέρω ελλείψεις και ασάφειες, το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται της ως άνω απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως και νομίμου βάσεως, και είναι βάσιμοι οι προβαλλόμενοι, εκ του άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. β', δ'ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως. Οι λοιπές αιτιάσεις είναι αβάσιμες. Κατ'ακολουθία, πρέπει να αναιρεθή το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθή η υπόθεση προς νέα κρίση, στο ίδιο δικαστικό συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, συμφώνως προς τα άρθρα 485 παρ. 1 και 519 ΚΠΔ.
Για τους λόγους αυτούς - Π ρ ο τ ε ί ν ω
Να αναιρεθή το υπ' αριθμ. 2165/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Να παραπεμφθή η υπόθεση προς νέα κρίση, στο ίδιο Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές.
Αθήναι 8 Φεβρουαρίου 2010 Ο Αντιεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός"
Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, για την υπόσταση του κατά το άρθρο 216 παρ. 1 και 2 του ΠΚ εγκλήματος της χρήσεως πλαστού εγγράφου, το οποίο είναι αυτοτελές όταν ο χρήστης δεν είναι και ο πλαστογράφος, απαιτείται αντικειμενικά μεν η χρησιμοποίηση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου και υποκειμενικά δόλος, που συνίσταται στην ηθελημένη ενέργεια του δράστη να χρησιμοποιήσει το έγγραφο, την γνώση του ότι αυτό είναι πλαστό ή νοθευμένο και τον σκοπό του να παραπλανήσει με την χρήση του εγγράφου αυτού άλλον για γεγονός που έχει έννομες συνέπειες, ανεξάρτητα από την επίτευξη της παραπλάνησης. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης, απαιτούνται: 1) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι απαραίτητη και η πραγματοποίηση του οφέλους αυτού, 2) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων από την οποία ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, και 3) βλάβη ξένης, κατά το Αστικό δίκαιο , περιουσίας, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάσταση της. Για την πληρότητα της αιτιολογίας σε σχέση με το έγκλημα αυτό δεν αρκεί να εκτίθεται απλώς και μόνον ότι επήλθε βλάβη σε ξένη περιουσία, αλλά πρέπει να προσδιορίζεται σε τι συνίσταται η βλάβη αυτή και πως επήλθε. Μεταξύ της χρήσεως πλαστού εγγράφου και της απάτης υπάρχει φαινομενική συρροή και η πράξη της χρήσεως του πλαστού εγγράφου απορροφά την πράξη της απάτης, όταν τα ψευδή γεγονότα που παραστάθηκαν σαν αληθινά και συνιστούν την απάτη, ταυτίζονται στο σύνολο τους με εκείνα που συνιστούν τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου. Όταν όμως τα γεγονότα αυτά δεν ταυτίζονται( στο σύνολο τους), υπάρχει αληθινή( πραγματική) συρροή. Κατά το άρθρο 13 εδ. στ του ΠΚ για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της τέλεση της πράξεως "κατ' επάγγελμα", απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτής, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός αυτού να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση του εγκλήματος. Επίσης "κατ' επάγγελμα" τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητα του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, προκύπτει σκοπό; αυτού για πορισμό εισοδήματος. Κατά "συνήθεια" δε τέλεση υπάρχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη αυτής ως στοιχείο της προσωπικότητας του. Εξ άλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο έκρινε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Δεν απαιτείται δε για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος η χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού στοιχείου σε συνδυασμό με το τι αποδείχθηκε από το καθένα, αλλά αρκεί η γενική αναφορά στο σύνολο του είδους των. Η αιτιολογία αυτή υπάρχει στο παραπεμπτικό βούλευμα και όταν αυτό δεν έχει δικές του σκέψεις, αλλά αναφέρεται, ακόμη και εξ ολοκλήρου, στις σκέψεις της ενσωματωμένης στο βούλευμα εισαγγελικής προτάσεως, εφόσον βέβαια αυτή πληροί τις αναφερόμενες προϋποθέσεις, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ιδίου βουλεύματος. Η αιτιολογία πρέπει να επεκτείνεται και στις επιβαρυντικές περιστάσεις, ως η κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος, ως προς τις οποίες δεν αρκεί να αναφέρονται τα τυπικά στοιχεία των διατάξεων που τις προβλέπουν, αλλά απαιτείται και η αναφορά των πραγματικών περιστατικών που μπορούν να υπαχθούν στην έννοια τους. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει το λόγο αναιρέσεως του άρθρου 484 παρ. 1 β του ΚΠΔ υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτή έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την προδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν στο πόρισμα του Συμβουλίου που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και έτσι να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση.
Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων- κατηγορούμενος Χ με το υπ' αριθμ. 398/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών παραπέμφθηκε στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών για να δικασθεί ως υπαίτιος απάτης, κατά συρροή, από δράστη που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, αλλά και των 73.000 ευρώ, πλαστογραφίας μετά χρήσεως, κατ' εξακολούθηση και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, υπεξαίρεσης (υφαίρεσης) ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και πλαστογραφίας πιστοποιητικών. Κατά του παραπάνω παραπεμπτικού βουλεύματος ο κατηγορούμενος άσκησε έφεση, η οποία έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε στην ουσία με το υπ' αριθμ. 1189/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο και επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα. Κατά του ως άνω βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών ο κατηγορούμενος άσκησε αναίρεση, η οποία έγινε δεκτή και εκδόθηκε το υπ' αριθμ.805/2009 βούλευμα του Αρείου Πάγου, το οποίο αναίρεσε καθ' ολοκληρίαν το 1189/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη για την πράξη της υπεξαίρεσης (υφαίρεσης) και παρέπεμψε την υπόθεση κατά τα λοιπά για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το υπ' αριθμ. 2165/2009 βούλευμα του έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη για την πράξη της πλαστογραφίας πιστοποιητικού, εξαφάνισε εν μέρει το υπ' αριθμ. 398/2008 παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών ως προς τις διατάξεις του με τις οποίες παραπέμφθηκε ο κατηγορούμενος στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών για να δικασθεί για τις αξιόποινες πράξεις της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, η οποία φέρεται τελεσθείσα από 9/5/2003 έως 11/6/2003 και της απάτης, κατά συρροή, από δράστη που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολικό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, που φέρεται ότι διαπράχθηκε από αυτόν από 9/5/2003 έως 17/6/2003 και αποφάνθηκε να μην γίνει κατηγορία κατ' αυτού για τις εν λόγω αξιόποινες πράξεις, ενώ απέρριψε κατά τα λοιπά την έφεση του και συγκεκριμένα κατά το μέρος που αυτός παραπέμφθηκε για να δικασθεί για την αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής απάτης, τελεσθείσας κατά συρροή, από δράστη που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολικό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ και της πλαστογραφίας μετά χρήσεως σε βαθμό κακουργήματος, η οποία, κατ' ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό, επαναδιατυπώθηκε σε κακουργηματική χρήση πλαστού εγγράφου. Ειδικότερα το 2165/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών διόρθωσε το εκκαλούμενο 398/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών α) κατά τη διάταξη του με την οποία παραπέμπεται ο εκκαλών για να δικασθεί για την υπό στοιχεία Β 2 αυτού πράξη της κακού ργηματική ς απάτης, τελεσθείσας κατά συρροή από δράστη που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και κατά την διάταξη του με την οποία παραπέμπεται να δικασθεί για την υπό στοιχεία Α2 αυτού πράξη της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος (την οποία κατ' ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό έκρινε ως κακού ργηματική χρήση πλαστού εγγράφου) και επαναδιατύπωσε αυτές ως εξής:
Διατάσσει τη διόρθωση του εκκαλουμένου βουλεύματος α) κατά την διάταξη του με την οποία παραπέμπεται ο εκκαλών για να δικαστεί για την ως άνω υπό στοιχεία Β2 πράξη της κακουργηματικής απάτης τελεσθείσης κατά συρροή από δράστη διαπράττοντα απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και την επαναδιατύπωση αυτής ως ακολούθως: "Στην ..., στις 11.6.2003, αφού είχαν περιέλθει στην κατοχή του τα παραστατικά 5020 και 27.190 μετοχών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών εταιρειών με τις επωνυμίες "ΕΜΠΕΔΟΣ Α.Ε." και "ΜΟΧΛΟΣ Α.Ε." αντίστοιχα, παρέστησε με πρόθεση ψευδώς στους αρμοδίους υπαλλήλους του καταστήματος επί της οδού ... της Τράπεζας Πειραιώς ότι δήθεν είναι ο αδελφός του ΩΩ, επιδεικνύοντας και το υπ' αριθμ. .../95 Δελτίο Αστυνομικής Ταυτότητας του τελευταίου, εκμεταλλευόμενος το γεγονός της ομοιότητας των χαρακτηριστικών τους, παραπείθοντάς τους με τον τρόπο αυτό να γίνει δεκτή η με ίδια ημερομηνία έντυπη αίτηση-εντολή πώλησης μετοχών, που εκδόθηκε στο όνομα του αδελφού του ΩΩ και με την οποία φερόταν ότι δήθεν ο ανωτέρω εμφανίστηκε στην παραπάνω Τράπεζα και έδινε εντολή να εκποιηθούν 5020 μετοχές της εταιρείας "ΕΜΠΕΔΟΣ Α.Ε." καθώς και 27.190 μετοχές της εταιρείας "ΜΟΧΛΟΣ Α.Ε." οι οποίες ανήκαν κατά συγκυριότητα στον τελευταίο και την εγκαλούσα σύζυγο του. Στη συνέχεια, στις 17.6.2003 εμφανίστηκε πάλι στον ταμία του Υποκαταστήματος της Τράπεζας Πειραιώς που βρίσκεται στην οδό ... με κωδικό ... και παριστάνοντας με πρόθεση ψευδώς ότι είναι ο αδελφός του ΩΩ, επιδεικνύοντας το προαναφερόμενο Δελτίο Αστυνομικής Ταυτότητας, καθώς και το σχετικό βιβλιάριο καταθέσεων Ταμιευτηρίου το οποίο είχε περιέλθει στην κατοχή του, δήλωσε ότι επιθυμούσε να προβεί σε ανάληψη μετρητών, ύψους 24.800 Ευρώ, το οποίο αποτελούσε το προϊόν πώλησης των προαναφερομένων μετοχών και που ήταν κατατεθειμένο στον υπ' αριθμ. ... κοινό λογαριασμό του τελευταίου και της μηνύτριας Ψ, που ετηρείτο στην παραπάνω Τράπεζα, τον παρέπεισε ότι είναι πράγματι ο δικαιούχος του λογαριασμού ΩΩ και πέτυχε να του καταβληθεί το παραπάνω χρηματικό ποσό, αποκομίζοντας έτσι παράνομο περιουσιακό όφελος, με αντίστοιχη ζημία στην περιουσία της εγκαλούσης. Είναι δε άτομο το οποίο διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, καθόσον από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης απάτης και την υποδομή που έχει διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσής της, προκύπτει σκοπός του για την απόκτηση εισοδήματος από αυτή και σταθερή ροπή του προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείου της προσωπικότητάς του", β) Κατά την διάταξη με την οποία ο εκκαλών παραπέμπεται για την υπό στοιχεία Α2 πράξη της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος και την επαναδιατύπωση αυτής ως εξής "στην ..., στις 11.6.2003, εν γνώσει του χρησιμοποίησε πλαστό έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλους σχετικά με γεγονός που είχε έννομες συνέπειες. Ειδικότερα, κατά τον προαναφερόμενο τόπο και χρόνο, εμφανίστηκε στο Υποκατάστημα της Τράπεζας Πειραιώς επί της οδού ... και παρέδωσε στους αρμοδίους υπαλλήλους της έντυπη αίτηση-εντολή πώλησης μετοχών στο όνομα του αδελφού του ΩΩ, του οποίου η υπογραφή επ' αυτής είχε τεθεί από άγνωστο στην ανάκριση πρόσωπο, γεγονός όμως το οποίο ο ίδιος ο κατηγορούμενος γνώριζε, με την οποία φερόταν ότι ο εν λόγω εντολέας έδινε την εντολή να εκποιηθούν 5020 κοινές μετοχές της εταιρείας " ΕΜΠΕΔΟΣ Α.Ε." και 27190 μετοχές της εταιρείας "ΜΟΧΛΟΣ Α.Ε.", οι οποίες ανήκαν κατά συγκυριότητα στον φερόμενο ως εντολέα ΩΩ και στην ήδη εγκαλούσα σύζυγο του Ψ. Στη χρήση του πλαστού, στο σύνολο του αυτού εγγράφου προέβη, με σκοπό να παραπλανήσει τους αρμοδίους υπαλλήλους της εν λόγω Τράπεζας, επιδεικνύοντας σ' αυτούς και το υπ' αριθμ. .../95 δελτίο αστυνομικής ταυτότητας του ΩΩ καθώς και τα παραστατικά των ανωτέρω μετοχών, τα οποία είχαν περιέλθει στην κατοχή του, ότι δήθεν είναι ο ΩΩ και ότι το πρόσωπο που προέβαινε στη συγκεκριμένη συναλλαγή ήταν ο δικαιούχος των ως άνω τίτλων και να προβούν στην εκποίηση των προανεφερόμενων μετοχών και έτσι να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, με αντίστοιχη περιουσιακή ζημία της ήδη εγκαλούσας συνδικαιούχου, συνολικού ύψους 24.817,52 ευρώ. Από τον τρόπο δε και τις εν γένει συνθήκες που ενήργησε, προκύπτει ότι είναι άτομο που ενεργεί κατ' επάγγελμα, καθόσον από την υποδομή που είχε διαμορφώσει, προκύπτει σκοπός του προς πορισμό εισοδήματος, το δε παράνομο περιουσιακό όφελος που αποκόμισε από τη συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη, με αντίστοιχη ζημία στην περιουσία της ως άνω εγκαλούσας υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ και ανέρχεται σε 24.817,52 ευρώ.
Κατά του παραπάνω 2165/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών που επικύρωσε το 398/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις του, όπως αυτό διορθώθηκε και επαναδιατυπώθηκε, ο αναιρέσεων άσκησε την από 10/12/29 αίτηση αναιρέσεως. Η αίτηση αυτή, εφόσον ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, από πρόσωπο δικαιούμενο προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση για τους λόγους της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόσθηκαν, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρα 463, 473 παρ. 1, 474, 482 παρ. 1 στοιχ. α και 484 παρ. Ι στοιχ. β και δ του ΚΠΔ).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, εδέχθη, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, αναφερόμενο συμπληρωματικώς και στην εισαγγελική πρόταση, ότι από την εκτίμηση των κατ' είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, προέκυψαν τα εξής, κατά τα ουσιώδη μέρη των, που ενδιαφέρουν επί του προκείμενου, πραγματικά περιστατικά:
Ο κατηγορούμενος τυγχάνει αδελφός του κατά την 16.7.2003 αποβιώσαντος ΩΩ, κατοίκου εν ζωή περιοχής ..., συζύγου της εγκαλούσης Ψ. Ο θανών και η εγκαλούσα σύζυγος του ετύγχαναν συνδικαιούχοι κατά την έννοια των διατάξεων του Ν 5638/1932 του τηρουμένου στην Τράπεζα Πειραιώς υπ' αριθμ. ... κοινού λογαριασμού προθεσμιακής καταθέσεως του προϊόντος άϋλων τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου (REPOS) με αριθμό ... συνολικής αξίας 431194 Ευρώ καθώς και του εις την ιδία Τράπεζα με αριθμ. ... τηρουμένου λογαριασμού φύλαξης χρεογράφων συνολικής αξίας 82.000 Ευρώ. Την 9ην Μαΐου 2003 ο κατηγορούμενος, ο οποίος τυγχάνει κάτοικος ... πληροφορηθείς την επιδείνωση της καταστάσεως της υγείας του ασθενούντος αδελφού του ΩΩ, ο οποίος πάσχων από καρκίνο του πνεύμονας και πολύμορφο γλοιοβλάστωμα εγκεφάλου μετά την έξοδο του από το Ιπποκράτειο Νοσοκομείο αρχικώς και στη συνέχεια από το Αντικαρκινικό Νοσοκομείο "Ο Άγιος Σάββας" ενοσηλεύετο από 8.4.2003 κατ' οίκον, αφίχθη στην ... και επισκέφτηκε αυτόν στην οικία του, προκειμένου να του συμπαρασταθεί στην περιπέτεια της υγείας του. Την ιδία ημέρα, με το πρόσχημα ότι θα εξήρχοντο για ένα περίπατο στην περιοχή ..., τα δύο αδέλφια μετέβησαν στο Υποκατάστημα ... της Τραπέζης Πειραιώς, στην οποία ετηρούντο επ' ονόματι του θανόντος και της προαναφερομένης συζύγου του οι ως άνω κοινοί λογαριασμοί προθεσμιακής καταθέσεως και φυλάξεως χρεογράφων. Εκεί, με σχετική χειρόγραφη υπό ιδία χρονολογία αίτηση, που κατατέθηκε επ' ονόματι του ΩΩ ενώπιον του αρμοδίου υπαλλήλου του ανωτέρω Υποκαταστήματος και η οποία φέρει την υπογραφή του, δόθηκε σ' αυτούς η εντολή να διαγραφεί η σύζυγος τούτου Ψ ως συνδικαιούχος των ως άνω κοινών λογαριασμών και να ανοιχθεί νέος κοινός λογαριασμός με συνδικαιούχους αυτόν και τον κατηγορούμενο αδελφό του, στον οποίο να μεταφερθούν το προϊόν REPOS των ως άνω αυλών τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου καθώς και το τοιούτο των άνω χρεογράφων, των οποίων μέχρι τότε συνδικαιούχοι ήσαν αυτός και η σύζυγος του. Εις εκτέλεση της εντολής αυτής διεγράφη η εγκαλούσα από συνδικαιούχος των άνω κοινών λογαριασμών και στη συνέχεια ανοίχτηκε ο υπ' αριθμ. ... νέος κοινός λογαριασμός με συνδικαιούχους τους αδελφούς ΩΩ και Χ, ήτοι τον εν συνεχεία αποβιώσαντα ΩΩ και τον ήδη κατηγορούμενο, στον οποίο, (νέο κοινό λογαριασμό) με βάση την ιδία αίτηση μεταφέρθηκαν τα ποσά των προαναφερομένων τραπεζικών προϊόντων και επί πλέον και ποσό 4.424,23 Ευρώ, που αποτελούσε υπόλοιπο τόκων του υπ' αριθμ. ... κοινού λογαριασμού, τον οποίο τηρούσε στην ως άνω Τράπεζα ο θανών ΩΩ με την εγκαλούσα σύζυγο του. Ακολούθως και ειδικότερα στις 11.6.2003 ο κατηγορούμενος Χ μετέβη μόνος στο επί της οδού ... των Αθηνών Υποκατάστημα της ιδίας Τραπέζης έχων υπό την κατοχή του το υπ' αριθμ. .../95 Δελτίο Αστυνομικής ταυτότητας του ΩΩ, παραστατικά των κοινών μετοχών του αδελφού του και της συζύγου του Ψ, και συγκεκριμένα 5020 μετοχές της ΑΕ "ΕΜΠΕΔΟΣ" και 27190 μετοχές της ΑΕ "ΜΟΧΛΟΣ", καθώς και τα βιβλιάρια Τραπέζης με συνδικαιούχους το ζεύγος ΩΩ και Ψ, τα οποία είχε αφαιρέσει κρυφά από την οικία του αδελφού του κατά την διάρκεια της παραμονής του σ' αυτήν, εκμεταλλευόμενος την ασθένεια αυτού. Έτσι, ενεφανίσθη ούτος στους αρμοδίους υπαλλήλους του ανωτέρω υποκαταστήματος με τα στοιχεία - ταυτότητας του αδελφού του και με βάση σχετική έντυπη αίτηση- εντολή, η οποία έφερε την υπογραφή του ΩΩ και με την οποία εδίδετο σ' αυτούς η εντολή να προβούν στην εκποίηση 5020 κοινών μετοχών της ανωνύμου εταιρείας "ΕΜΠΕΔΟΣ Α.Ε." και 27190 μετοχών της ανωνύμου εταιρείας "ΜΟΧΛΟΣ Α. Ε." επέτυχε να παραπλανήσει αυτούς σχετικά με την πραγματική του ταυτότητα και συγκεκριμένα ότι το πρόσωπο το οποίο προέβαινε στην άνω συναλλαγή ήταν ο αληθής δικαιούχος των ως άνω τίτλων και έτσι να εκποιηθούν οι ως άνω κοινές μετοχές, που ανήκαν από κοινού στον θανόντα αδελφό του και την σύζυγό του Ψ και το προϊόν της πωλήσεως των μετοχών αυτών ανερχόμενο στο ποσό των 24.817,52 Ευρώ, όπως προκύπτει από τα σχετικά έγγραφα κινήσεως του λογαριασμού, να κατατεθεί στον υπ' αριθμ. ... κοινό λογαριασμό του ζεύγους ΩΩ και Ψ. Ακολούθως και συγκεκριμένα στις 17.6.2003 ο κατηγορούμενος έχων και πάλι στην κατοχή του το Δελτίο Αστυνομικής ταυτότητας του αδελφού του ΩΩ καθώς και το βιβλιάριο καταθέσεως αυτού μετέβη στο επί της οδού ... των ... Υποκατάστημα της ιδίας Τραπέζης και εμφανισθείς στους υπαλλήλους αυτής και πάλι με τα στοιχεία ταυτότητας του αδελφού του, ο οποίος όμως την εποχή εκείνη ενοσηλεύετο, στο Νοσοκομείο σε κωματώδη κατάσταση, επέτυχε να παραπλανήσει αυτούς και να αναλάβει από τον προαναφερθέντα υπ' αριθμ. ... κοινό λογαριασμό του αδελφού του και της συζύγου του Ψ το ποσό των 24.817,52 Ευρώ, που, αποτελεί το προϊόν πωλήσεως των άνω μετοχών. Όμως αν και αυτός (κατηγορούμενος) δεν κατήρτισε εξ υπαρχής την ως άνω από 11-6-03 έντυπη αίτηση ούτε έθεσε επ' αυτής κατ' απομίμηση για τον προεκτεθέντα σκοπό την υπογραφή του αδελφού του ΩΩ, εν τούτοις από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι ούτος εγνώριζε με βεβαιότητα ότι την αίτηση αυτή ήτο εκ των πραγμάτων αδύνατο να έχει υπογράψει ο αδελφός του, ο οποίος από της 12.6.2003 ενοσηλεύετο στο Νοσοκομείο ευρισκόμενος σε κωματώδη κατάσταση και επομένως ότι ήταν αυτή πλαστή. Παρά ταύτα όμως την κατέθεσε στο ανωτέρω Υποκατάστημα και έτσι παρεπλάνησε τους άνω υπαλλήλους περί της ιδιότητος του ως δικαιούχου των μετοχών αυτών και επέτυχε να εισπράξει το ποσό των 24.817,52 Ευρώ, εκ της πωλήσεως αυτών επί βλάβη της συνδικαιούχου αυτών συζύγου του αδελφού του. Επίσης, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών εδέχθη, δι' αναφοράς στην εισαγγελική πρόταση, αφ' ενός μεν, ότι συντρέχουν στο πρόσωπο του κατηγορουμένου οι προϋποθέσεις της κατ1 επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης του εγκλήματος της απάτης, καθόσον ο κατηγορούμενος, από την κατά συρροή τέλεση του εγκλήματος στις 11-6-2003 και στις 17-6-2003, είχε σκοπό να αποκομίσει παράνομα περιουσιακό όφελος, σκέψη η οποία ενισχύεται και από το ότι δεν ενήργησε ευκαιριακά αλλά βάσει σχεδίου, έχοντας μάλιστα αποκτήσει στην κατοχή του παράνομα, διάφορα νομιμοποιητικά έγγραφα και στοιχεία του αδελφού του, όπως π.χ. το Δελτίο της Αστυνομικής του Ταυτότητας, το Αριθμό του Φορολογικού του Μητρώου, το Βιβλιάριο των καταθέσεων του, κ.λ.π., ενώ από την επανειλημμένη και οργανωμένη τέλεση του εν λόγω εγκλήματος , αυτό δικαιολογημένα μπορεί να θεωρηθεί ως στοιχείο της προσωπικότητας του, αφ' ετέρου δε ότι αυτός ενεργεί κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και ως προς το έγκλημα της χρήσεως πλαστού εγγράφου.
Ακολούθως, το ανωτέρω Συμβούλιο Εφετών εδέχθη ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής εις βάρος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, δια τις ως άνω αξιόποινες πράξεις, και αφού διόρθωσε και επαναδιετύπωσε το παραπεμπτικό μέρος του εκκαλουμένου βουλεύματος, συμφώνως προς τα προεκτιθέμενα, επεκύρωσε αυτό.
Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα αιτιολογία ελλειπή και ασαφή. Ειδικότερα, ενώ δέχεται ότι το έγκλημα της απάτης ετελέσθη κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, διότι ο αναιρεσείων διέπραξε τούτο κατά συρροή, την 11/6/2003 και την 17/6/2003, δεν διευκρινίζει ποια περιουσιακή ζημία υπέστησαν οι παθόντες (αδελφός του και η σύζυγος του Ψ) από την απάτη που διέπραξε την 11/6/2003, δεδομένου επίσης ότι δέχεται ότι το από την απάτη αυτή προελθόν ως άνω χρηματικό ποσό των 24.817,52 ευρώ (προερχόμενο από την πώληση των κοινών μετοχών, ήτοι των 5020 της ΑΕ ΕΜΠΕΔΟΣ και 27.190 της ΑΕ ΜΟΧΛΟΣ) κατατέθηκε τότε (11/6/2003) στον υπ' αριθμ. ... κοινό λογαριασμό των ως άνω παθόντων, δηλαδή του αδελφού του και της συζύγου του Ψ (από τον οποίο -κοινό λογαριασμό-την 17/6/2003 ανέλαβε, με εξαπάτηση των αρμοδίων υπαλλήλων της Τράπεζας, το προϊόν της πωλήσεως των μετοχών, αξίας 24.817,52 ευρώ). Περαιτέρω, στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν εκτίθενται πραγματικά περιστατικά θεμελιούντα την παραδοχή ότι ο αναιρεσείων ενεργεί το έγκλημα της χρήσεως πλαστού εγγράφου κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Με τις ανωτέρω ελλείψεις και ασάφειες, το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται της ως άνω απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως και της νομίμου βάσεως.
Επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β και δ του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα, και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς νέα κρίση στο ίδιο δικαστικό Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, σύμφωνα προς τα άρθρα 485 παρ. 1 και 519 του ΚΠΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί το υπ' αριθμ. 2165/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο ανωτέρω Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός που είχαν αποφανθεί προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιουλίου 2010.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αποβιωσάσης της Γραμματέως, κατόπιν της
υπ' αριθ. 152/2010 πράξης του Προέδρου του Αρείου Πάγου,
η παρούσα απόφαση υπογράφεται από την Γραμματέα Αικατερίνη Φωτοπούλου.
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 28 Σεπτεμβρίου 2010.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή