Περίληψη:
Παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών για απάτη, από κοινού, κατ' εξακολούθηση, με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη ζημία άνω των 73.000 € και υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, άνω των 73.000 €, από διαχειριστή ξένης περιουσίας. Απορρίπτεται ως αβάσιμος στην ουσία ο μοναδικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας.
Αριθμός 330/2011
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη και Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γ. Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 3 Δεκεμβρίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου, Θ. Κ. του Σ., κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1465/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενους τους: 1.Σ. Κ. του Θ. και 2.Δ. Α. του Γ.. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1.Μ. Β. του Γ. και 2.Η εταιρεία CASCO INTERNATIONAL ABEE, νόμιμα εκπροσωπουμένη.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Αυγούστου 2010 αίτησή του περί αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αύξοντα αριθμό 1160/2010.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Παντελής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο την υπ' αριθμ. 344/12-10-2010, έγγραφη πρότασή του στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω στο Δικαστήριό Σας, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ.1 ΚΠΔ, την με αριθμό 101/30-8-2010 αίτηση αναίρεσης του Θ. Κ. του Σ., κατοίκου ..., κατά του με αριθμό 1465/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα: Ι. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το με αριθμό 2935/09 βούλευμά του, παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για να δικασθεί ως υπαίτιος α) απάτης από κοινού κατ' εξακολούθηση με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουσα τα 73.000€ και β) υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από διαχειριστή ξένης περιουσίας, η συνολική αξία της οποίας υπερβαίνει το ποσόν των 73.000 €. Κατά του βουλεύματος αυτού ο κατηγορούμενος άσκησε έφεση. Επί της εφέσεώς του εκδόθηκε το με αριθμό 1465/2010 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο έκανε τυπικά δεκτή και απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση επικυρώνοντας το πρωτόδικο παραπεμπτικό βούλευμα. Κατά του βουλεύματος αυτού στρέφεται πλέον ο κατηγορούμενος με την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης, η οποία ασκήθηκε εμπρόθεσμα νομότυπα και παραδεκτά. Ειδικότερα, το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον κατηγορούμενο και τον αντίκλητο δικηγόρο του Εμμ. Καπνισάκη στις 22/7/2010 και στις 21/7/2010 αντίστοιχα και αυτός άσκησε την αναίρεση στις 30/8/2010, ενώπιον του Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών, συνετάγη δε από τον τελευταίο η με αριθμό 101/2010 έκθεση στην οποία διατυπώνεται αναλυτικά και ο λόγος για τον οποίο ασκήθηκε το ένδικο αυτό μέσο και συγκεκριμένα η έλλειψη της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ακόμη το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναίρεσης αφού παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο. Κατά συνέπεια η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθεί ο δι' αυτής προβαλλόμενος αναιρετικός λόγος.
ΙΙ. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93§3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484§1 στοιχ.δ' ΚΠΔ προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων σε βάρος του κατηγορουμένου, για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους το Συμβούλιο έκρινε, ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Δια την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελεί ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα χωριστά. Επίσης δεν είναι απαραίτητη η αιτιολογική συσχέτιση και η σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνον να προκύπτει ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα για τον σχηματισμό της κρίσης του και όχι μόνο μερικά από αυτά, όπως επιβάλλουν οι συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177§1 - 178 ΚΠΔ (Ολ.ΑΠ 1/2005). Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εξολοκλήρου στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, στην οποία όμως απαιτείται να εκτίθενται όλα τα ανωτέρω στοιχεία με τα οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου (ΑΠ 1641/08, ΑΠ 1596/07). Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 386§1 ΠΚ, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης, απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία ως παραγωγό αιτία επέρχεται η παραπλάνηση του άλλου προσώπου και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλήψεις του δράστη. Η απάτη τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η ζημία υπερβαίνουν το ποσόν των 15.000€, ή το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσόν των 73.000€. Τέλος κατά την έννοια του άρθρου 375§1 ΠΚ για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης απαιτείται παράνομη ιδιοποίηση ξένου ολικά ή μερικά κινητού πράγματος που έχει περιέλθει στη κατοχή του δράστη με οποιοδήποτε τρόπο. Το πράγμα είναι ξένο όταν βρίσκεται σε ξένη σε σχέση με το δράστη κυριότητα όπως αυτή διαπλάθεται στον Αστικό Κώδικα. Το έγκλημα της υπεξαίρεσης προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα, όταν το αντικείμενό της είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και επιπλέον είναι εμπιστευμένο στον υπαίτιο με οποιονδήποτε εκ των περιοριστικώς αναφερομένων στη διάταξη αυτή καταστάσεων και ιδιοτήτων, όπως αυτή του διαχειριστή ξένης περιουσίας (ΑΠ 497/07, ΑΠ 1050/05).
ΙΙΙ. Στη προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, με δικές του σκέψεις και με αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα τα οποία μνημονεύει κατ' είδος προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. Από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων της δικογραφίας που συγκεντρώθηκαν κατά την κύρια ανάκριση που διενεργήθηκε για την κρινόμενη υπόθεση και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων και όλων των εγγράφων σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων, τις εφέσεις και το από 20-10-2009 υπόμνημα του πρώτου εκκαλούντος και το Συμβούλιο τούτο έχοντας σύμφωνη γνώμη με την εισαγγελική πρόταση κρίνει ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για να στηριχθεί δημόσια στο ακροατήριο κατηγορία σε βάρος α) και των δύο εκκαλούντων κατηγορουμένων για απάτη από κοινού (μαζί και με τον μη ασκήσαντα έφεση κατηγορούμενο Δ. Α. του Γ.) και κατ' εξακολούθηση με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη ζημιά, που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ και β) ο πρώτος τούτων επιπλέον για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ως διαχειριστής ξένης περιουσίας το οποίο είχε περιέλθει στην κατοχή του με την ανωτέρω ιδιότητά του και η αξία του υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ. Ειδικότερα προέκυψε ότι: 1) στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 2003 ο Θ. Κ. με την ιδιότητα του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της εγκαλούσας Ανώνυμης Εταιρίας "CASCO ΑΒΕΕ" με αντικείμενο εργασιών την παραγωγή και εμπορία ναυτιλιακών χρωμάτων και επιχρισμάτων (ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας "WISDOM CONSULTANS S.A." η οποία είχε την Προεδρία του Δ.Σ. της CASCO ΑΒΕΕ, κατόπιν συναπόφασης και από κοινού δρώντας με το Σ. Κ., υιό του ως μέτοχο της εγκαλούσας κατά ποσοστό 10,14% και αποκλειστικό μέτοχο της εταιρίας "PROTOCRAFT TRADING LIMITED" που μετείχε ως μέλος του Δ.Σ της εγκαλούσας και εκπροσωπείτο από το Γ. Λ. και το μη ασκήσαντα έφεση κατηγορούμενο Δ. Α. ως εκπρόσωπός του, της επίσης μέλους του Δ.Σ της εγκαλούσας εταιρίας "INVESTIA HOLDINGS S.A." παρέστησαν ψευδώς στον εγκαλούντα Μ. Β. που ήταν μέτοχος της πρώτης εγκαλούσας "CASCO ΑΒΕΕ" δια της εταιρίας "V κ ΑΑ CONSULTANS LIMITED" σε ποσοστό 50%, ότι η "CASCO ΑΒΕΕ" είχε ήδη οφειλή 165.000 δολλαρίων ΗΠΑ (περίπου 162.000 ευρώ) σε προμηθευτή της που της είχε πωλήσει επί πιστώσει χρώματα, ότι είχε συμφωνήσει την πώληση χρωμάτων σε νέο πελάτη-πλοιοκτήτη, ώστε έπρεπε να πληρωθεί αμέσως ο προμηθευτής, προκειμένου να πωλήσει στην εγκαλούσα πρώτες ύλες που θα ήταν απαραίτητες για να κατασκευασθούν τα χρώματα τα οποία είχαν δήθεν συμφωνηθεί για να πωληθούν στο νέο πελάτη πλοιοκτήτη. Η αλήθεια όμως την οποίαν οι κατηγορούμενοι γνώριζαν καλώς ήταν ότι αφενός δεν υπήρχε τέτοια οφειλή σε προμηθευτή και αφετέρου ότι ουδέποτε είχε κλεισθεί τέτοια συμφωνία πώλησης χρωμάτων. Με τις παραπάνω ψευδείς παραστάσεις έπεισαν τον εγκαλούντα Μ. Β. και κατέβαλε στον Θ. Κ. το ανωτέρω χρηματικό ποσό, με την παρουσία του Δ. Α., που είχε την ιδιότητα του ταμία της εγκαλούσας εταιρίας, ενώ όλα τα παραπάνω επιβεβαίωσε και ο Σ. Κ. και έτσι με τον τρόπο αυτό απεκόμισε ο Θ. Κ. παράνομο περιουσιακό όφελος 165.000 δολ. ΗΠΑ, 162.000 ευρώ περίπου, με αντίστοιχη ζημιά της περιουσίας του Μ. Β. καθώς ο πρώτος ενσωμάτωσε αυτό στην περιουσία του. 2) Στην Αθήνα στις 13-2-2003 οι ίδιοι ανωτέρω εκκαλούντες-κατηγορούμενοι και ο μη ασκήσας έφεση Δ. Α. ενεργώντας από κοινού με τις ίδιες ανωτέρω ιδιότητες ο καθένας διαβεβαίωσαν ψευδώς τον εγκαλούντα Μ. Β. ότι η πρώτη εγκαλούσα "CASCO ΑΒΕΕ" είχε οφειλές σε δύο μεγαλοπρομηθευτές της ύψους 800.000 ευρώ, ενώ ταυτόχρονα ο πρώτος είχε συμβληθεί για λογαριασμό της "CASCO ΑΒΕΕ" και ότι είχε εξασφαλίσει πωλήσεις μεγάλης αξίας ποσοτήτων χρωμάτων σε πανίσχυρους παράγοντες της ναυτιλίας, Έλληνες και ξένους, οπότε υπήρχε άμεση ανάγκη χρηματοδότησης της εταιρίας για την εξόφληση των δύο αυτών προμηθευτών, οι οποίοι θα προμήθευαν την εταιρία τις αναγκαίες ποσότητες χρωμάτων μόνο με την πλήρη εξόφληση του χρέους τους. Με τον τρόπο δε αυτό η εγκαλούσα εταιρία θα προέβαινε στην αγορά των αναγκαίων πρώτων υλών και θα αύξανε την παραγωγή της. Προς ενίσχυση των παραπάνω ψευδών παραστάσεων και κάμψη των αμφιβολιών του εγκαλούντα Μ. Β. οι κατηγορούμενοι επέδειξαν προς αυτόν μια ψευδή λογιστική αποτύπωση (ισοζύγιο) της "CASCO ΑΒΕΕ" την οποία έφερε ο Δ. Α. από την οποία φαινόταν ότι αυτή όφειλε σε δύο προμηθευτές της το ποσό των 800.000 ευρώ. Με τις ψευδείς αυτές παραστάσεις ο εγκαλών πείστηκε και κατέβαλε στις 21-2-2003 ως δάνειο το ποσό των 600.000 ευρώ για την πρώτη εγκαλούσα εταιρία, το οποίο εισέπραξε και έλαβε στην κατοχή του ο Θ. Κ. με την παρουσία και των δύο άλλων κατηγορουμένων και πιστοποιήθηκε η είσπραξη του με το από 21-2-2003 πρακτικό του Δ.Σ. της εγκαλούσας εταιρίας το οποίο υπογράφεται από τον πρώτο εκκαλούντα Θ. Κ. ως Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο της εγκαλούσας εταιρίας "CASCO INTERNATIONAL ΑΒΕΕ" που ασκούσε το μέλος του Δ.Σ αυτής "WISDOM CONSULTANS S.A." την οποία ο ανωτέρω αντιπροσώπευε καθώς και τους Δ. Α. και Γ. Λ. ως αντιπροσώπους των δύο άλλων μελών του Δ.Σ. της εγκαλούσας εταιριών "INVESTIA HOLDINGS S.A." και "PROTOCRAFT TRADING LIMITED" αντίστοιχα. Σε εξασφάλιση δε του άνω δανείου ο πρώτος εκκαλών-κατηγορούμενος με την ανωτέρω ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της "CASCO ΑΒΕΕ" αποδέχθηκε δύο συναλλαγματικές εκδόσεως του δευτέρου εγκαλούντος ποσών 300.000€ η πρώτη και 302.405€ η δεύτερη, τις οποίες τριτεγγυήθηκαν οι Δ. Α. και Γ. Λ. ως εκπρόσωποι καθένας των άνω εταιριών που αντίστοιχα εκπροσωπούσε και με ημερομηνίες εκδόσεως 21-4-2003 και 15-5-2003 αντίστοιχα. Τις ανωτέρω συναλλαγματικές μεταβίβασε με λευκή οπισθογράφηση ο δεύτερος εγκαλών στην εταιρία "LUGERT HOLDINGS", πλην όμως αυτές δεν πληρώθηκαν κατά τη λήξη τους, η δε πιο πάνω εταιρία εξέδωσε διαταγές πληρωμής σε βάρος της εγκαλούσας "CASCO ΑΒΕΕ" διατηρώντας αξίωση και κατά του δεύτερου εγκαλούντος, στον οποίον ούτε το ποσόν του δανείου επιστράφηκε, καθώς αυτό το ενσωμάτωσε στην περιουσία του ο πρώτος εκκαλών. Επίσης προέκυψε ότι ο πρώτος εκκαλών-κατηγορούμενος Θ. Κ. στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2001 έως αρχές του 2003 ενώ είχε λάβει στην κατοχή του με την ιδιότητα του εκπροσωπούντος τον Πρόεδρο και Διευθύντος Σύμβουλο της "CASCO ΑΒΕΕ", εταιρία "WISDOM CONSULTANS S.A." το ποσό των 300.000 ευρώ, το οποίο είχε καταβάλει σ' αυτόν τμηματικώς ο εγκαλών Μ. Β. ως δάνειο της "CASCO ΑΒΕΕ" πλην δεν το εισήγαγε στο ταμείο της τελευταίας της οποίας είχε τη διαχείριση, αλλά το ενσωμάτωσε στην περιουσία του ιδιοποιούμενος αυτό παράνομα, η δε βούλησή του της παράνομης ιδιοποίησης εξωτερικεύτηκε στο τέλος Απριλίου 2003 με την παρέλευση της προθεσμίας απόδοσης του ποσού αυτού στον Μ. Β., σύμφωνα με την από 12-2-2003 δήλωση του Δ.Σ. της εγκαλούσας "CASCO ΑΒΕΕ" την οποίαν υπογράφουν ομοίως, όπως και το ανωτέρω από 21-2-2003 πρακτικό, ο Θ. Κ. και οι Δ. Α. και Γ. Λ. με τις ιδιότητες που αναφέρονται πιο πάνω για κάθε έναν. Ο κατηγορούμενος Θ. Κ. κατά την απολογία του, με το από 11-7-2008 απολογητικό του υπόμνημα το από 3-2-2008 όμοιο συμπληρωματικό την κρινόμενη έφεση με την οποία επικαλείται εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το εκκαλούμενο βούλευμα και το από 16-11-2009 υπόμνημα ενώπιον του Συμβουλίου τούτου ισχυρίζεται κυρίως ότι ο εγκαλών Μ. Β. ήδη από τον Αύγουστο του 2001 είχε αναλάβει και ασκούσε τον απόλυτο έλεγχο και την πλήρη διαχείριση της εγκαλούσας εταιρίας "CASCO INTERNATIONAL ΑΒΕΕ" και ιδίως την οικονομική για την εξυπηρέτηση της οποίας κατόπιν δικών του πιέσεων είχαν μεταφερθεί τα γραφεία και το λογιστήριο της εταιρίας από την έδρα της στον Πειραιά επί της οδού ... στην Αθήνα στην πολυκατοικία επί της οδού ... όπου στεγάζεται και το γραφείο του εγκαλούντος Μ. Β. δικηγόρου, ώστε ήταν αντικειμενικώς αδύνατον να διαπραχθεί σε βάρος του τελευταίου οποιαδήποτε απάτη η υπεξαίρεση και εντέλει ότι ο εγκαλών ουδέποτε κατέβαλε στον ίδιον (κατηγορούμενο) τα ανωτέρω ποσά και ουδεμία ζημιά έχει υποστεί όπως αναλυτικά εκτίθονται οι λόγοι της εφέσεως στην ανωτέρω Εισαγγελική πρόταση στην οποία και το Συμβούλιο αναφέρεται προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων. Προσκομίζει δε και επικαλείται προς απόδειξη των ισχυρισμών του σειρά εγγράφων εκ των οποίων ιδιαιτέρως επισημαίνονται α) το από 15-7-2002 πρακτικό του Δ.Σ της "CASCO INTERNATIONAL ΑΒΕΕ" με μοναδικό θέμα "Ανάθεση στον Πρόεδρο του Δ.Σ να παράσχει εξουσιοδότηση στον κ. Μ. Β. να συναλλάσσεται με οποιοδήποτε πιστωτικό ίδρυμα ή τρίτο για λογαριασμό της εταιρίας" από το οποίο προκύπτει ότι πράγματι το Δ.Σ της ανωτέρω εταιρίας κατόπιν σχετικής απόφασης της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της που ελήφθη στις 15-7-2002 και είχε αναθέσει στον ανωτέρω κατηγορούμενο ως αντιπρόεδρος Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου "WISDOM CONSULTANS S.A." να παράσχει σχετική εξουσιοδότηση, εξουσιοδότησε τον Μ. Β. δικηγόρο Αθηνών προκειμένου ο τελευταίος να συναλλάσσεται για λογαριασμό της εγκαλούσας εταιρίας και ειδικότερα να προβαίνει σε καταθέσεις και αναλήψεις χρημάτων για λογαριασμό της εταιρίας, β) να συνάπτει δάνεια για λογαριασμό της εταιρίας, γ) να παρέχει τη συναίνεση του προς το δανειοδοτούν ίδρυμα ή τρίτο προκειμένου να εγγραφεί υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης υπέρ του τελευταίου προς εξασφάλιση των αξιώσεών του απέναντι στην εταιρία προς επιστροφή του δανείου, δ) να συνάπτει με πιστωτικά ιδρύματα συμβάσεις που θα έχουν ως αντικείμενο άνοιγμα πιστώσεως εξωτερικού, καθώς επίσης και άνοιγμα λογαριασμού όψεως με την ταυτόχρονη έκδοση του οικείου μπλοκ τραπεζικών επιταγών, ε) να συνάπτει συμβάσεις leasing και factoring και οποιουδήποτε άλλου τύπου σύμβαση εξωτερικού ή εσωτερικού και στ) να δεσμεύει με την υπογραφή του την εταιρία και β) το από 17-5-2003 αντίγραφο βιβλίου Συμβάντων του Αστ. Τμήματος Συντάγματος στο οποίο ο εγκαλών κατόπιν παραπόνων που εξέφρασε ο κατηγορούμενος Κ. Θ. στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών σε βάρος του ως προς την παράδοση των βιβλίων πρακτικών Γενικών Συνελεύσεων, Διοικητικού Συμβουλίου και το βιβλίο των μετόχων, ο ανωτέρω (εγκαλών) δήλωσε "Σας γνωστοποιώ ότι ασκούσα, ασκώ και θα συνεχίσω να ασκώ το νόμιμο δικαίωμα της επισχέσεως των σχετικών βιβλίων διότι: α) Ως δικηγόρος της εταιρίας "CASCO INTERNATIONAL ABEE" διαθέτω ήδη συνομολογημένες, ληξιπρόθεσμες και απαιτητές αξιώσεις μεγάλων ποσών κατ' αυτής που αφορούν συμφωνηθείσες αμοιβές και έξοδα μου, μη εξοφληθέντα μέχρι σήμερον, β) η εταιρεία V & A.S.A της οποίας είμαι πληρεξούσιος, είναι μέτοχος-συνεταίρος του 50% στην εταιρεία σκοπεί να διενεργήσει νομίμως εξονυχιστικό λογιστικό, διαχειριστικό και διοικητικό έλεγχο έχουσα σοβαρές ενδείξεις ατασθαλιών, γ) Δια ανεκκλήτου αποφάσεως της Γενικής Συνελεύσεως δεσμεύω την εταιρία CASCO και ενεργώ για λογαριασμό της εταιρείας περί όλων των θεμάτων που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του Διοικητικού Συμβουλίου. Δέχομαι λοιπόν να παραδώσω τα βιβλία προκειμένου να διασφαλιστεί το περιεχόμενο τους μόνο δια της νομίμου δικαστικής οδού. Οποιαδήποτε εγγραφή στα βιβλία πρακτικών της Γενικής Συνέλευσης και του Διοικητικού Συμβουλίου μπορεί να γίνεται από εμάς, όπως μέχρι σήμερα". Επίσης, επισημαίνεται ότι η μεταφορά και η λειτουργία των γραφείων της "CASCO ABEE", στον τρίτο όροφο της επί της οδού ... πολυκατοικίας, όπου στεγαζόταν η διοίκηση, το λογιστήριο και το ταμείο της εταιρίας αυτής κατά τον επίδικο κρίσιμο χρόνο προκύπτει από το περιεχόμενο της ίδιας της εγκλήσεως (βλ. σελ. 14). Όμως πλέον του γεγονότος ότι ουδένα εκ των επικαλουμένων και προσκομιζομένων από τον εν λόγω κατηγορούμενο εγγράφων δεν αναφέρεται άμεσα στα προαναφερόμενα στοιχεία των ερευνωμένων αδικημάτων, άμεσα αναιρούνται από τα προαναφερόμενα από 21-2-2003 και πρακτικό 12-2-2003 δήλωση του Δ.Σ της εγκαλούσας "CASCO ABEE", καθώς και από την με ημερομηνία 15-1-2003 έγγραφη δήλωση του κατηγορουμένου Δ. Α. υπογεγραμμένη και από τον εγκαλούντα, ότι εκχωρείται προς αυτόν το ποσό των 165.000 δολλαρίων ΗΠΑ και σε κάθε περίπτωση σοβαρά κλονίζονται από 1) την από 27-2-2006 ένορκη κατάθεση του μάρτυρα Ε. Η. τεχνικού διευθυντή και διευθυντή ποιότητας της εγκαλούσας εταιρίας, 2) την όμοια από 29-3-2006 κατάθεση του μάρτυρα Θ. Ρ. Δ/ντος Συμβούλου της εγκαλούσας, 3) την με αριθμό .../27-1-2006 ένορκη βεβαίωση στη συμβολαιογράφο Αθηνών του Γ. Λ. ο οποίος όπως προαναφέρεται συμμετείχε στο Δ.Σ της "CASCO INTERNATIONAL ABEE" 4) την .../2006 ένορκη βεβαίωση στη ίδια πιο πάνω συμβολαιογράφο της Χ. Π. υπεύθυνης λογιστηρίου της εγκαλούσας εταιρίας, το περιεχόμενο των οποίων αναφέρεται αναλυτικά στην εισαγγελική πρόταση στις σκέψεις της οποίας και το Συμβούλιο αναφέρεται προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων και ακόμη από το γεγονός ότι παρά την επίκληση από τον ανωτέρω κατηγορούμενο ότι ο εγκαλών από τον Αύγουστο του 2001 ασκούσε τον απόλυτο έλεγχο και την οικονομική διαχείριση της "CASCO INTERNATIONAL ABEE" o κατηγορούμενος εξακολουθούσε να παραμένει Πρόεδρος και Διευθύνων σύμβουλος της ανωτέρω εταιρίας, εξέφρασε σε βάρος του εγκαλούντος παράπονα στις 17-5-2003 στο Αστ. Τμήμα Συντάγματος, όπως πιο πάνω αναφέρεται και υπέβαλε κατά του εγκαλούντος την από 26-5-2003 αγωγή της ανωτέρω εταιρίας καθώς και την από 26-5-2003 έγκληση της ίδιας εταιρίας για κακουργηματική υπεξαίρεση και κακουργηματική πλαστογραφία μετά χρήσεως κατά συρροή για τα οποία όμως το 918/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Αθηνών αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία σε βάρος του εγκαλούντος. Τέλος, όσον αφορά τις αποχρώσες ενδείξεις ενοχής του δευτέρου κατηγορουμένου επισημαίνονται ιδιαίτερα εκ του όλου αποδεικτικού υλικού οι πιο πάνω ένορκες βεβαιώσεις .../2006 του Γ. Λ. και .../2006 της Χ. Π. με τις οποίες οι ανωτέρω καταθέτουν ότι εξ ιδίας αντιλήψεως τους γνώριζαν ότι και ο Σ. Κ. παρέστησε μαζί με τους δύο άλλους κατηγορούμενους τα αναφερόμενα στην αρχή της παρούσας ψευδή πραγματικά γεγονότα ως αληθινά στον εγκαλούντα και όλοι από κοινού τον έπεισαν να προβεί στη καταβολή των προαναφερομένων χρηματικών ποσών ως δάνειο στην "CASCO ΑΒΕΕ". Κατόπιν των ανωτέρω και της συμφώνου εισαγγελικής προτάσεως στις ορθές και νόμιμες σκέψεις της οποίας και το Συμβούλιο συμπληρωματικά αναφέρεται και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών το οποίο με το προσβαλλόμενο 2935/2009 βούλευμα αποφάνθηκε τα ίδια δεν έσφαλε γι' αυτό πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να απορριφθούν ως κατ' ουσίαν αβάσιμες οι κρινόμενες εφέσεις. Να επικυρωθεί δε το εκκαλούμενο βούλευμα κατ' άρθρων 319 παρ. 3 ΚΠΔ ως προς όλες τις διατάξεις του όσον αφορά τους εκκαλούντες - κατηγορουμένους και να διαταχθεί η εκτέλεση αυτού. Τέλος πρέπει να επιβληθούν σε καθένα εκ των εκκαλούντων τα εκ 220 ευρώ δικαστικά έξοδα. IV. Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει, ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με αυτά που δέχθηκε και ακολούθως απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος κατά του πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος, διέλαβε την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια και λογική ακολουθία τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση και συγκροτούν υποκειμενικά και αντικειμενικά τα εγκλήματα για τα οποία αυτός κρίθηκε παραπεμπτέος, τις αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους αυτά υπήχθησαν στις εφαρμοστέες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Περαιτέρω διευκρινίζει την ιδιότητα του αναιρεσείοντος διαχειριστή και διαλαμβάνει τον χρόνο που τελέσθηκε το έγκλημα της απάτης. Το ότι δεν εξαίρει ορισμένα των αποδεικτικών μέσων δεν σημαίνει ότι δεν τα έλαβε υπόψη και δεν τα εκτίμησε όλα, ούτε ήταν αναγκαία η αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους για την πληρότητα της αιτιολογίας. Ως εκ τούτου οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντα είναι αβάσιμες κατ' ουσία και απορριπτέες. V. Κατ' ακολουθίαν των προεκτεθέντων πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα.
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: 1) Να απορριφθεί η με αριθμό 101/2010 αίτηση αναίρεσης του Θ. Κ. του Σ., κατοίκου …, κατά του με αριθμό 1465/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και 2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα. Αθήνα 22/9/2010 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Π. Παντελής".
Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινομένη 101/2010 αίτηση αναιρέσεως του Θ. Κ. του Σ. κατά του 1465/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η έφεση του (καθώς και η έφεση του μη ασκήσαντος αναίρεση Σ. Κ. του Θ.), κατά του 2935/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για να δικασθεί ως υπαίτιος α) απάτης από κοινού, κατ' εξακολούθηση, με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουσα τα 73.000 ευρώ, και β) υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από διαχειριστή ξένης περιουσίας, η συνολική αξία της οποίας υπερβαίνει το ποσόν των 73.000 ευρώ, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, γι' αυτό και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή.
Από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΙΙΚ προκύπτει ότι το έγκλημα της απάτης θεμελιώνεται αντικειμενικώς και υποκειμενικούς με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, συνεπεία των οποίων παραπλανάται άλλος και προβαίνει με πράξη, παράλειψη ή ανοχή, σε περιουσιακή διάθεση, η οποία έχει ως άμεσο αποτέλεσμα περιουσιακή βλάβη του πλανηθέντος ή άλλου, προς το σκοπό να αποκομίσει ο δράστης ή άλλος αντίστοιχο παράνομο όφελος, είναι δε αδιάφορο αν πραγματοποιήθηκε ή όχι ο σκοπός του οφέλους. Η απάτη τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ίδιου ως άνω άρθρου, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, ή το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσόν των 73.000 ευρώ. Για την πληρότητα της αιτιολογίας σε σχέση με το έγκλημα της απάτης, δεν αρκεί να εκτίθεται απλώς και μόνον ότι επήλθε βλάβη σε ξένη περιουσία, αλλά πρέπει να προσδιορίζεται σε τι συνίσταται η βλάβη αυτή και πως επήλθε. Ως προς τον αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο, αυτός πρέπει να αιτιολογείται ότι υπάρχει, αφ' ενός μεταξύ της απατηλής ενέργειας του δράστη (παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών) και της πλάνης του άλλου, και αφ' ετέρου μεταξύ της πλάνης και της συμπεριφοράς στην οποία παραπείσθηκε ο απατηθείς (πράξεως, παραλείψεως ή ανοχής) που ενέχει περιουσιακή διάθεση, η οποία επάγεται περιουσιακή βλάβη, αφού αν αυτός (αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος) ελλείπει, σε καμία από τις ως άνω) περιπτώσεις, δεν υφίσταται απάτη. Εξάλλου , κατά το άρθρο 375 παρ. 1 εδ. α και 2 του ΠΚ " όποιος ιδιοποιείται παρανόμως, ξένο, ολικά ή εν μέρει, κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιοδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγο ανάγκης ή λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, επιτρόπου, ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης υπερβαίνει το ποσόν των 73.000 ευρώ, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης, απαιτείται το ξένο κινητό πράγμα να έχει περιέλθει με οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη, ο τελευταίος να ιδιοποιηθεί τούτο παράνομα κατά τον χρόνο κατά τον οποίο βρίσκεται στην κατοχή του και να έχει δόλια προαίρεση προς τούτο, η οποία εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια του που εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησης του να το ενσωματώσει στην περιουσία του. Η κακουργηματική μορφή της υπεξαίρεσης προϋποθέτει πάντοτε ότι το αντικείμενο αυτής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και επί πλέον ότι συντρέχει μία από τις ειδικές και περιοριστικά πλέον προβλεπόμενες περιπτώσεις εμπιστεύσεως, όπως είναι εκείνη του διαχειριστή ξένης περιουσίας, ενώ επιβαρυντική περίπτωση της υπεξαίρεσης σε βαθμό κακουργήματος συνιστά το γεγονός ότι το συνολικό αντικείμενο αυτής υπερβαίνει το ποσόν των 73.000 ευρώ. Το ιδιοποιούμενο πράγμα, όπως είναι και το χρήμα, πρέπει να το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ακριβώς της ιδιότητας του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας. Ως διαχειριστής ξένης περιουσίας θεωρείται ο ενεργών διαχειριστικές πράξεις επί περιουσιακών στοιχείων τρίτου και με εξουσία αντιπροσωπεύσεως του τελευταίου, που πηγάζει από το νόμο. από σύμβαση ή από εντολή προς ενέργεια διαχειριστικών πράξεων με διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση τους σε συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία.
Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ του ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά και τέλος οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το Δικαστικό Συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό, της δικανικής του πεποίθησης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι κατ' επιλογή μερικά εξ αυτών. Η εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων -έστω και εσφαλμένη- δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη σ' αυτό Εισαγγελική πρόταση, στην οποία όμως απαιτείται να εκτίθενται όλα τα ανωτέρω στοιχεία με τα οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε με δικές του σκέψεις και με αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα τα οποία μνημονεύει κατ' είδος προέκυψαν τα ακόλουθα:
Από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων της δικογραφίας που συγκεντρώθηκαν κατά την κύρια ανάκριση που διενεργήθηκε για την κρινόμενη υπόθεση και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων και όλων των εγγράφων σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων, τις εφέσεις και το από 20-10-2009 υπόμνημα του πρώτου εκκαλούντος και το Συμβούλιο τούτο έχοντας σύμφωνη γνώμη με την εισαγγελική πρόταση κρίνει ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για να στηριχθεί δημόσια στο ακροατήριο κατηγορία σε βάρος α) και των δύο εκκαλούντων κατηγορουμένων για απάτη από κοινού (μαζί και με τον μη ασκήσαντα έφεση κατηγορούμενο Δ. Α. του Γ.) και κατ' εξακολούθηση με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη ζημιά, που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ και β) του πρώτου τούτων επιπλέον για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ως διαχειριστή ξένης περιουσίας το οποίο είχε περιέλθει στην κατοχή του με την ανωτέρω ιδιότητα του και η αξία του υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ. Ειδικότερα προέκυψε ότι: 1) στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 2003 ο Θ. Κ. με την ιδιότητα του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της εγκαλούσας Ανώνυμης Εταιρίας "CASCO ΑΒΕΕ" με αντικείμενο εργασιών την παραγωγή και εμπορία ναυτιλιακών χρωμάτων και επιχρισμάτων (ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας "WISDOM CONSULTANS S.A." η οποία είχε την Προεδρία του Δ.Σ. της CASCO ΑΒΕΕ, κατόπιν συναπόφασης και από κοινού δρώντας με το Σ. Κ., υιό του ως μέτοχο της εγκαλούσας κατά ποσοστό 10, 14% και αποκλειστικό μέτοχο της εταιρίας "PROTOCRAFT TRADING LIMITED" που μετείχε ως μέλος του Δ.Σ της εγκαλούσας και εκπροσωπείτο από το Γ. Λ. και το μη ασκήσαντα έφεση κατηγορούμενο Δ. Α. ως εκπρόσωπος του, της επίσης μέλους του Δ.Σ της εγκαλούσας εταιρίας "INVESTIA HOLDINGS S.A." παρέστησαν ψευδώς στον εγκαλούντα Μ. Β. που ήταν μέτοχος της πρώτης εγκαλούσας "CASCO ΑΒΕΕ" δια της εταιρίας "V κ AA CONSULTANS LIMITED" σε ποσοστό 50%, ότι η "CASCO ΑΒΕΕ" είχε ήδη οφειλή 165.000 δολλαρίων ΗΠΑ (περίπου 162.000 ευρώ) σε προμηθευτή της που της είχε πωλήσει επί πιστώσει χρώματα, ότι είχε συμφωνήσει την πώληση χρωμάτων σε νέο πελάτη-πλοιοκτήτη, ώστε έπρεπε να πληρωθεί αμέσως ο προμηθευτής, προκειμένου να πωλήσει στην εγκαλούσα πρώτες ύλες που θα ήταν απαραίτητες για να κατασκευασθούν τα χρώματα τα οποία είχαν δήθεν συμφωνηθεί για να πωληθούν στο νέο πελάτη πλοιοκτήτη. Η αλήθεια όμως την οποίαν οι κατηγορούμενοι γνώριζαν καλώς, ότι αφενός δεν υπήρχε τέτοια οφειλή σε προμηθευτή και αφετέρου ότι ουδέποτε είχε κλεισθεί τέτοια συμφωνία πώλησης χρωμάτων. Με τις παραπάνω ψευδείς παραστάσεις έπεισαν τον εγκαλούντα Μ. Β. και κατέβαλε στον Θ. Κ. το ανωτέρω χρηματικό ποσό, με την παρουσία του Δ. Α., που είχε την ιδιότητα του ταμία της εγκαλούσας εταιρίας, ενώ όλα τα παραπάνω επιβεβαίωσε και ο Σ. Κ. και έτσι με τον τρόπο αυτό απεκόμισε ο Θ. Κ. παράνομο περιουσιακό όφελος 165.000 δολ. ΗΠΑ, 162.000 ευρώ περίπου, με αντίστοιχη ζημιά της περιουσίας του Μ. Β. καθώς ο πρώτος ενσωμάτωσε αυτό στην περιουσία του. 2) Στην Αθήνα στις 13-2-2003 οι ίδιοι ανωτέρω εκκαλούντες-κατηγορούμενοι και ο μη ασκήσας έφεση Δ. Α. ενεργώντας από κοινού με τις ίδιες ανωτέρω ιδιότητες ο καθένας διαβεβαίωσαν ψευδώς τον εγκαλούντα Μ. Β. ότι η πρώτη εγκαλούσα "CASCO ΑΒΕΕ" είχε οφειλές σε δύο μεγαλοπρομηθευτές της ύψους 800.000 ευρώ, ενώ ταυτόχρονα ο πρώτος είχε συμβληθεί για λογαριασμό της "CASCO ΑΒΕΕ" και ότι είχε εξασφαλίσει πωλήσεις μεγάλης αξίας ποσοτήτων χρωμάτων σε πανίσχυρους παράγοντες της ναυτιλίας, Έλληνες και ξένους, οπότε υπήρχε άμεση ανάγκη χρηματοδότησης της εταιρίας για την εξόφληση των δύο αυτών προμηθευτών, οι οποίοι θα προμήθευαν την εταιρία τις αναγκαίες ποσότητες χρωμάτων μόνο με την πλήρη εξόφληση του χρέους τους. Με τον τρόπο δε αυτό η εγκαλούσα εταιρία θα προέβαινε στην αγορά των αναγκαίων πρώτων υλών και θα αύξανε την παραγωγή της. Προς ενίσχυση των παραπάνω ψευδών παραστάσεων και κάμψη των αμφιβολιών του εγκαλούντα Μ. Β. οι κατηγορούμενοι επέδειξαν προς αυτόν μια ψευδή λογιστική αποτύπωση (ισοζύγιο) της "CASCO ΑΒΕΕ" την οποία έφερε ο Δ. Α., από την οποία φαινόταν ότι αυτή όφειλε σε δύο προμηθευτές της το ποσό των 800.000 ευρώ. Με τις ψευδείς αυτές παραστάσεις ο εγκαλών πείστηκε και κατέβαλε στις 21-2-2003 ως δάνειο το ποσό των 600.000 ευρώ για την πρώτη εγκαλούσα εταιρία, το οποίο εισέπραξε και έλαβε στην κατοχή του ο Θ. Κ. με την παρουσία και των δύο άλλων κατηγορουμένων και πιστοποιήθηκε η είσπραξη του με το από 21-2-2003 πρακτικό του Δ.Σ. της εγκαλούσας εταιρίας το οποίο υπογράφεται από τον πρώτο εκκαλούντα Θ. Κ. ως Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο της εγκαλούσας εταιρίας "CASCO INTERNATIONAL ΑΒΕΕ" που ασκούσε το μέλος του Δ.Σ. αυτής "WISDOM CONSULTANS S.A." την οποία ο ανωτέρω αντιπροσώπευε καθώς και τους Δ. Α. και Γ. Λ. ως αντιπροσώπους των δύο άλλων μελών του Δ.Σ. της εγκαλούσας εταιριών "INVESTIA HOLDINGS S.A." και "PROTOCRAFT TRADING LIMITED" αντίστοιχα. Σε εξασφάλιση δε του άνω δανείου ο πρώτος εκκαλών-κατηγορούμενος με την ανωτέρω ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της "CASCO ΑΒΕΕ" αποδέχθηκε δύο συναλλαγματικές εκδόσεως του δευτέρου εγκαλούντος ποσών 300.000€ η πρώτη και 302.405 € η δεύτερη, τις οποίες τριτεγγυήθηκαν οι Δ. Α. και Γ. Λ. ως εκπρόσωποι καθένας των άνω εταιριών που αντίστοιχα εκπροσωπούσε και με ημερομηνίες εκδόσεως 21-4-2003 και 15-5-2003 αντίστοιχα. Τις ανωτέρω συναλλαγματικές μεταβίβασε με λευκή οπισθογράφηση ο δεύτερος εγκαλών στην εταιρία "LUGERT HOLDINGS", πλην όμως αυτές δεν πληρώθηκαν κατά τη λήξη τους, η δε πιο πάνω εταιρία εξέδωσε διαταγές πληρωμής σε βάρος της εγκαλούσας "CASCO ΑΒΕΕ" διατηρώντας αξίωση και κατά του δεύτερου εγκαλούντος, στον οποίον ούτε το ποσόν του δανείου επιστράφηκε, καθώς αυτό το ενσωμάτωσε στην περιουσία του ο πρώτος εκκαλών. Επίσης προέκυψε ότι ο πρώτος εκκαλών-κατηγορούμενος Θ. Κ. στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2001 έως αρχές του 2003 ενώ είχε λάβει στην κατοχή του με την ιδιότητα του εκπροσωπούντος τον Πρόεδρο και Διευθύντος Σύμβουλο της "CASCO ΑΒΕΕ", εταιρία "WISDOM CONSULTANS S.A." το ποσό των 300.000 ευρώ, το οποίο είχε καταβάλει σ' αυτόν τμηματικώς ο εγκαλών Μ. Β. ως δάνειο της "CASCO ΑΒΕΕ" πλην δεν το εισήγαγε στο ταμείο της τελευταίας της οποίας είχε τη διαχείριση, αλλά το ενσωμάτωσε στην περιουσία του ιδιοποιούμενος αυτό παράνομα, η δε βούληση του της παράνομης ιδιοποίησης εξωτερικεύτηκε στο τέλος Απριλίου 2003 με την παρέλευση της προθεσμίας απόδοσης του ποσού αυτού στον Μ. Β., σύμφωνα με την από 12-2-2003 δήλωση του Δ.Σ. της εγκαλούσας "CASCO ΑΒΕΕ", την οποίαν υπογράφουν ομοίως, όπως και το ανωτέρω από 21-2-2003 πρακτικό, ο Θ. Κ. και οι Δ. Α. και Γ. Λ. με τις ιδιότητες που αναφέρονται πιο πάνω για κάθε έναν. Ο κατηγορούμενος Θ. Κ. κατά την απολογία του, με το από 11-7-2008 απολογητικό του υπόμνημα το από 3-2-2008 όμοιο συμπληρωματικό την κρινόμενη έφεση με την οποία επικαλείται εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το εκκαλούμενο βούλευμα και το από 16-11-2009 υπόμνημα ενώπιον του Συμβουλίου τούτου ισχυρίζεται κυρίως ότι ο εγκαλών Μ. Β. ήδη από τον Αύγουστο του 2001 είχε αναλάβει και ασκούσε τον απόλυτο έλεγχο και την πλήρη διαχείριση της εγκαλούσας εταιρίας "CASCO INTERNATIONAL ΑΒΕΕ" και ιδίως την οικονομική για την εξυπηρέτηση της οποίας κατόπιν δικών του πιέσεων είχαν μεταφερθεί τα γραφεία και το λογιστήριο της εταιρίας από την έδρα της στον Πειραιά επί της οδού ... στην Αθήνα στην πολυκατοικία επί της οδού ... όπου στεγάζεται και το γραφείο του εγκαλούντος Μ. Β. δικηγόρου, ώστε ήταν αντικειμενικώς αδύνατον να διαπραχθεί σε βάρος του τελευταίου οποιαδήποτε απάτη η υπεξαίρεση και εντέλει ότι ο εγκαλών ουδέποτε κατέβαλε στον ίδιον (κατηγορούμενο) τα ανωτέρω ποσά και ουδεμία ζημιά έχει υποστεί όπως αναλυτικά εκτίθονται οι λόγοι της εφέσεως στην ανωτέρω Εισαγγελική πρόταση στην οποία και το Συμβούλιο αναφέρεται προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων. Προσκομίζει δε και επικαλείται προς απόδειξη των ισχυρισμών του σειρά εγγράφων εκ των οποίων ιδιαιτέρως επισημαίνονται α) το από 15-7-2002 πρακτικό του Δ.Σ. της "CASCO INTERNATIONAL ΑΒΕΕ" με μοναδικό θέμα "Ανάθεση στον Πρόεδρο του Δ.Σ. να παράσχει εξουσιοδότηση στον κ. Μ. Β. να συναλλάσσεται με οποιοδήποτε πιστωτικό ίδρυμα ή τρίτο για λογαριασμό της εταιρίας" από το οποίο προκύπτει ότι πράγματι το Δ.Σ της ανωτέρω εταιρίας κατόπιν σχετικής απόφασης της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της που ελήφθη στις 15-7-2002 και είχε αναθέσει στον ανωτέρω κατηγορούμενο ως αντιπρόεδρος Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου "WISDOM CONSULTANΤS S.A." να παράσχει σχετική εξουσιοδότηση, εξουσιοδότησε τον Μ. Β. δικηγόρο Αθηνών προκειμένου ο τελευταίος να συναλλάσσεται για λογαριασμό της εγκαλούσας εταιρίας και ειδικότερα να προβαίνει σε καταθέσεις και αναλήψεις χρημάτων για λογαριασμό της εταιρίας, β) να συνάπτει δάνεια για λογαριασμό της εταιρίας, γ) να παρέχει τη συναίνεση του προς το δανειοδοτούν ίδρυμα ή τρίτο προκειμένου να εγγραφεί υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης υπέρ του τελευταίου προς εξασφάλιση των αξιώσεων του απέναντι στην εταιρία προς επιστροφή του δανείου, δ) να συνάπτει με πιστωτικά ιδρύματα συμβάσεις που θα έχουν ως αντικείμενο άνοιγμα πιστώσεως εξωτερικού, καθώς επίσης και άνοιγμα λογαριασμού όψεως με την ταυτόχρονη έκδοση του οικείου μπλοκ τραπεζικών επιταγών, ε) να συνάπτει συμβάσεις leasing και factoring και οποιουδήποτε άλλου τύπου σύμβαση εξωτερικού ή εσωτερικού και στ) να δεσμεύει με την υπογραφή του την εταιρία και β) το από 17-5-2003 αντίγραφο βιβλίου Συμβάντων του Αστ. Τμήματος Συντάγματος στο οποίο ο εγκαλών κατόπιν παραπόνων που εξέφρασε ο κατηγορούμενος Κ. Θ. στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών σε βάρος του ως προς την παράδοση των βιβλίων πρακτικών Γενικών Συνελεύσεων, Διοικητικού Συμβουλίου και το βιβλίο των μετόχων, ο ανωτέρω (εγκαλών) δήλωσε "Σας γνωστοποιώ ότι ασκούσα, ασκώ και θα συνεχίσω να ασκώ το νόμιμο δικαίωμα της επισχέσεως των σχετικών βιβλίων διότι: α) Ως δικηγόρος της εταιρίας "CASCO INTERNATIONAL ΑΒΕΕ" διαθέτω ήδη συνομολογημένες, ληξιπρόθεσμες και απαιτητές αξιώσεις μεγάλων ποσών κατ' αυτής που αφορούν συμφωνηθείσες αμοιβές και έξοδα μου, μη εξοφληθέντα μέχρι σήμερον, β) η εταιρεία V & Α.S.Α της οποίας είμαι πληρεξούσιος, είναι μέτοχος-συνεταίρος του 50% στην εταιρεία σκοπεί να διενεργήσει νομίμως εξονυχιστικό λογιστικό, διαχειριστικό και διοικητικό έλεγχο έχουσα σοβαρές ενδείξεις ατασθαλιών, γ) Δια ανεκκλήτου αποφάσεως της Γενικής Συνελεύσεως δεσμεύω την εταιρία CASCO και ενεργώ για λογαριασμό της εταιρείας περί όλων των θεμάτων που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του Διοικητικού Συμβουλίου. Δέχομαι λοιπόν να παραδώσω τα βιβλία προκειμένου να διασφαλιστεί το περιεχόμενο τους μόνο δια της νομίμου δικαστικής οδού. Οποιαδήποτε εγγραφή στα βιβλία πρακτικών της Γενικής Συνέλευσης και του Διοικητικού Συμβουλίου μπορεί να γίνεται από εμάς, όπως μέχρι σήμερα". Επίσης, επισημαίνεται ότι η μεταφορά και η λειτουργία των γραφείων της "CASCO ΑΒΕΕ", στον τρίτο όροφο της επί της οδού ... πολυκατοικίας, όπου στεγαζόταν η διοίκηση, το λογιστήριο και το ταμείο της εταιρίας αυτής κατά τον επίδικο κρίσιμο χρόνο προκύπτει από το περιεχόμενο της ίδιας της εγκλήσεως (βλ. σελ. 14). Όμως πλέον του γεγονότος ότι ουδένα εκ των επικαλουμένων και προσκομιζομένων από τον εν λόγω κατηγορούμενο εγγράφων δεν αναφέρεται άμεσα στα προαναφερόμενα στοιχεία των ερευνωμένων αδικημάτων, άμεσα αναιρούνται από τα προαναφερόμενα από 21-2-2003 και πρακτικό 12-2-2003 δήλωση του Δ.Σ της εγκαλούσας "CASCO ΑΒΕΕ", καθώς και από την με ημερομηνία 15-1-2003 έγγραφη δήλωση του κατηγορουμένου Δ. Α. υπογεγραμμένη και από τον εγκαλούντα, ότι εκχωρείται προς αυτόν το ποσό των 165.000 δολλαρίων ΗΠΑ και σε κάθε περίπτωση σοβαρά κλονίζονται από 1) την από 27-2-2006 ένορκη κατάθεση του μάρτυρα Ε. Η. τεχνικού διευθυντή και διευθυντή ποιότητας της εγκαλούσας εταιρίας, 2) την όμοια από 29-3-2006 κατάθεση του μάρτυρα Θ. Ρ., Δ/ντος Συμβούλου της εγκαλούσας, 3) την με αριθμό .../27-1-2006 ένορκη βεβαίωση στη συμβολαιογράφο Αθηνών του Γ. Λ. ο οποίος όπως προαναφέρεται συμμετείχε στο Δ.Σ. της "CASCO INTERNATIONAL ΑΒΕΕ" 4) την .../2006 ένορκη βεβαίωση στη ίδια πιο πάνω συμβολαιογράφο της Χ. Π. υπεύθυνης λογιστηρίου της εγκαλούσας εταιρίας, το περιεχόμενο των οποίων αναφέρεται αναλυτικά στην εισαγγελική πρόταση στις σκέψεις της οποίας και το Συμβούλιο αναφέρεται προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων και ακόμη από το γεγονός ότι παρά την επίκληση από τον ανωτέρω κατηγορούμενο ότι ο εγκαλών από τον Αύγουστο του 2001 ασκούσε τον απόλυτο έλεγχο και την οικονομική διαχείριση της "CASCO INTERNATIONAL ΑΒΕΕ" ο κατηγορούμενος εξακολουθούσε να παραμένει Πρόεδρος και Διευθύνων σύμβουλος της ανωτέρω εταιρίας, εξέφρασε σε βάρος του εγκαλούντος παράπονα στις 17-5-2003 στο Αστ. Τμήμα Συντάγματος, όπως πιο πάνω αναφέρεται και υπέβαλε κατά του εγκαλούντος την από 26-5-2003 αγωγή της ανωτέρω εταιρίας καθώς και την από 26-5-2003 έγκληση της ίδιας εταιρίας για κακουργηματική υπεξαίρεση και κακουργηματική πλαστογραφία μετά χρήσεως κατά συρροή για τα οποία όμως το 918/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Αθηνών αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία σε βάρος του εγκαλούντος. Τέλος, όσον αφορά τις αποχρώσες ενδείξεις ενοχής του δευτέρου κατηγορουμένου επισημαίνονται ιδιαίτερα εκ του όλου αποδεικτικού υλικού οι πιο πάνω ένορκες βεβαιώσεις .../2006 του Γ. Λ. και .../2006 της Χ. Π. με τις οποίες οι ανωτέρω καταθέτουν ότι εξ ιδίας αντιλήψεως τους γνώριζαν ότι και ο Σ. Κ. παρέστησε μαζί με τους δύο άλλους κατηγορούμενους τα αναφερόμενα στην αρχή της παρούσας ψευδή πραγματικά γεγονότα ως αληθινά στον εγκαλούντα και όλοι από κοινού τον έπεισαν να προβεί στη καταβολή των προαναφερομένων χρηματικών ποσών ως δάνειο στην "CASCO ΑΒΕΕ".
Κατόπιν των ανωτέρω και της συμφώνου εισαγγελικής προτάσεως στις ορθές και νόμιμες σκέψεις της οποίας και το Συμβούλιο συμπληρωματικά αναφέρεται και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών το οποίο με το προσβαλλόμενο 2935/2009 βούλευμα αποφάνθηκε τα ίδια δεν έσφαλε γι' αυτό πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να απορριφθούν ως κατ' ουσίαν αβάσιμες οι κρινόμενες εφέσεις. Να επικυρωθεί δε το εκκαλούμενο βούλευμα κατ' άρθρων 319 παρ. 3 ΚΠΔ ως προς όλες τις διατάξεις του όσον αφορά τους εκκαλούντες - κατηγορουμένους και να διαταχθεί η εκτέλεση αυτού. Τέλος πρέπει να επιβληθούν σε καθένα εκ των εκκαλούντων τα εκ 220 ευρώ δικαστικά έξοδα.
Με βάση τα πιο πάνω περιστατικά, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος απάτης από κοινού, κατ' εξακολούθηση, με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουσα τα 73.000 ευρώ και υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από διαχειριστή ξένης περιουσίας, η συνολική αξία της οποίας υπερβαίνει το ποσόν των 73.000 ευρώ (άρθρα 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 45, 94 παρ. 1. 98, 386 παρ. 1-3β, 375 παρ. 1.2 του ΠΚ). Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την από το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από τα μνημονευθέντα αποδεικτικά μέσα και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιοποίνων πράξεων για τις οποίες κρίθηκε ότι πρέπει να παραπεμφθεί στο ακροατήριο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθείας ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, ως προς τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, το προσβαλλόμενο βούλευμα με τις πιο πάνω παραδοχές του διέλαβε τον χρόνο τελέσεως της πρώτης (μερικότερης) πράξης της απάτης, την οποία προσδιορίζει στον μήνα Ιανουάριο 2003, που είναι ο χρόνος της παράστασης των ψευδών γεγονότων ως αληθινών, ανεξαρτήτως του πότε επήλθε το βλαπτικό αποτέλεσμα, ενώ, όσον αφορά την κακουργηματική υπεξαίρεση (άρθρο 375 παρ. 2 του ΠΚ), διευκρινίζει την ιδιότητα του αναιρεσείοντος ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, χωρίς να δημιουργείται καμία ασάφεια ή αντίφαση ως προς την ιδιότητα του αυτή, και προσδιορίζει τον χρόνο (Απρίλιος 2003) κατά τον οποίο ο αναιρεσείων εκδήλωσε την βούληση του να ιδιοποιηθεί παράνομα το ποσόν των 300.000 ευρώ. Περαιτέρω, δεν ήταν αναγκαίο για την πληρότητα της αιτιολογίας να διαλάβει το βούλευμα ειδικότερες αναφορές για το τι προέκυψε χωριστά από το καθένα αποδεικτικό μέσο και να προβεί σε αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους, ασκούντος του γεγονότος ότι αναφέρονται αυτά γενικώς κατά το είδος τους και συνεκτιμήθηκαν από το Συμβούλιο για να καταλήγει στην παραπεμπτική του κρίση. Από το γεγονός ότι στο βούλευμα εξαίρονται ορισμένες από τις αποδείξεις, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι αγνοήθηκαν οι λοιπές, αφού βεβαιώνεται σ' αυτό ότι όλα τα αποδεικτικά μέσα λήφθηκαν υπόψη. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος στο μέτρο που με αυτές πλήττεται η ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο εκτίμηση των αποδείξεων, είναι απαράδεκτες και ως τέτοιες πρέπει να απορριφθούν, καθόσον με αυτές πλήττεται, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, η ουσία της υπόθεσης.
Ενόψει των όσων εκτέθηκαν ανωτέρω, ο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ του ΚΠΔ προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και ως τέτοιος πρέπει να απορριφθεί.
Συνακόλουθα, επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως στο σύνολο της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων .στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 30/8/2010 αίτηση του Θ. Κ. του Σ. για αναίρεση του υπ' αριθμ. 1465/ 2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Ιανουαρίου 2011.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 21 Φεβρουαρίου 2011.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ