Αριθμός 58/2006
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κρητικό, Αντιπρόεδρο, Γεώργιο Βούλγαρη, Δημήτριο Κυριτσάκη, Αχιλλέα Νταφούλη και Ανδρέα Μαρκάκη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 2 Δεκεμβρίου 2005, με την παρουσία και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1. Μ. Ο. Χ. του Α., κατοίκου ..., 2. Π. Α. του Χ., κατοίκου ..., 3. Τ. Χ. του Α., κατοίκου ..., 4. Ν. Α. του Α., κατοίκου ..., 5. Ν. Α. Χ., κατοίκου ..., 6. Κ. Ρ. του Χ., κατοίκου ... και 7. Κ. Χ. Σ. του Α., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Παναγιώτα Σμυρνιού.
Η υπόθεση εισήχθη με την από 14 Δεκεμβρίου 1995 αίτηση των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 58/1996 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου, 423/1998 οριστική του Εφετείου Θράκης και μετά από άσκηση αναίρεσης η 1241/2002 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία αναιρέθηκε η ως άνω εφετειακή απόφαση και παραπέμφθηκε η υπόθεση για να δικασθεί εκ νέου στο ως άνω εφετείο, το οποίο στη συνέχεια εξέδωσε την 324/2003 οριστική απόφαση, την αναίρεση της οποίας ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 11 Αυγούστου 2003 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι αναιρεσείοντες παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Κυριτσάκης, ανάγνωσε την από 22 Φεβρουαρίου 2005 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.
Η πληρεξούσια των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από το άρθρ.12 παρ. 1 του Συντάγματος με το οποίο ορίζεται ,ότι οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνιστούν ενώσεις και μη κερδοσκοπικά σωματεία, τηρώντας τους νόμους , που ποτέ όμως δεν μπορούν να εξαρτήσουν την άσκηση του δικαιώματος αυτού από προηγούμενη άδεια σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 78, 80, 81 και 105 παρ. 3 ΑΚ, η τελευταία των οποίων, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, εφαρμόζεται και επί αναγνωρίσεως σωματείου, συνάγεται ότι η σωματειακή ελευθερία, ήτοι το δικαίωμα των πολιτών να συνιστούν μη κερδοσκοπικά σωματεία με χρονικά απροσδιόριστες επιδιώξεις ή να είναι μέλη αυτών, μπορεί να περιορισθεί, με τη μορφή της μη αναγνώρισης ή της διάλυσης του σωματείου με δικαστική απόφαση, εκτός από άλλες περιπτώσεις και όταν ο σκοπός ή η λειτουργία του σωματείου είναι παράνομοι ή αντίκεινται στη δημόσια τάξη υπό την έννοια ότι η μη αναγνώριση ή η διάλυση του σωματείου για τους λόγους αυτούς επιβάλλεται σε μία δημοκρατική κοινωνία ως αναγκαίο μέτρο και αποτελεί επιτακτική κοινωνική ανάγκη για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της Εθνικής ή δημόσιας ασφάλειας ή την πρόληψη διαταραχών της τάξης. Προσφυγή δε στο περιοριστικό αυτό μέτρο δικαιολογείται, όταν υφίσταται σχέση αναλογίας μεταξύ της παραβίασης και του σκοπού στον οποίο τούτο αποβλέπει. Προκύπτει επίσης ότι ως νόμος , του οποίου η παράβαση μπορεί να επιφέρει τη μη αναγνώριση ή τη διάλυση του σωματείου, νοείται και το Σύνταγμα , καθώς και οι διεθνείς συμβάσεις που έχουν κυρωθεί από τη Βουλή και ότι η δημόσια τάξη , προς την οποία η αντίθεση του σκοπού ή της λειτουργίας του σωματείου δημιουργεί λόγο μη αναγνώρισής του κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 78, 80, 81 και 105 αρίθ. 3 ΑΚ , αποτελείται από θεμελιώδεις κανόνες και αρχές που κρατούν σε ορισμένο χρόνο στη χώρα και απηχούν τις δικαιϊκές, κοινωνικές, οικονομικές, πολιτειακές, πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές και άλλες αντιλήψεις, οι οποίες διέπουν τον έννομο βιοτικό ρυθμό αυτής. Αντίθεση δε προς τη δημόσια τάξη υπάρχει , όταν προσβάλλονται οι αντιλήψεις αυτές και διαταράσσεται ο βιοτικός ρυθμός (Ολ.ΑΠ 6/1990, Ολ.ΑΠ 17/1999). Το έννομο δηλαδή αγαθό που προστατεύουν οι σχετικές διατάξεις είναι η κατάσταση κοινωνικής ηρεμίας που επιτρέπει σε όλα τα μέλη του κοινωνικού συνόλου να συμβιώνουν ειρηνικά και για την επίτευξη της οποίας και το ίδιο το Σύνταγμα ορίζει περιορισμούς ορισμένων δικαιωμάτων , στα άρθρα 11 παρ. 2, 13 παρ. 2 και 18 παρ. 3 (δικαίωμα συνάθροισης, ελευθερία λατρείας και δικαίωμα ιδιοκτησίας, αντίστοιχα). Επομένως, οι ως άνω διατάξεις των άρθρων 78,80 , 81 και 105 αρ. 3 του ΑΚ δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 του Συντάγματος, αλλά αντίθετα βρίσκονται εντός των πλαισίων αυτής, εφόσον ερμηνευθούν στενά, ώστε το επιβαλλόμενο στο σωματείο μέτρο της μη αναγνώρισής του, να τελεί σε εύλογη σχέση με την παρανομία που έχει διαπραχθεί, με βάση την αρχή της αναλογικότητας που επιτάσσει η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 εδάφ. 4 του Συντάγματος, η οποία επιβάλλει να είναι το μέτρο της μη αναγνώρισης κατάλληλο αλλά και κυρίως αναγκαίο, προκειμένου να αποτραπεί η προσβολή. Ακόμη, οι πιο πάνω διατάξεις του ΑΚ δεν είναι αντίθετες προς στις διατάξεις των άρθρων 9, 10,11 και 14 της από 4 Νοεμβρίου 1950 Σύμβασης της Ρώμης, " για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών" (ΕΣΔΑ) που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος. Τούτο δε καθόσον: α) Ορίζεται στο άρθρο 9 παρ. 1 εδάφ. α' της Σύμβασης αυτής, ότι κάθε πρόσωπο δικαιούται στην ελευθερία σκέψης , συνείδησης και θρησκείας, πλην , όμως, κατά την παρ. 2 δε του ίδιου άρθρου, η ελευθερία εκδήλωσης της θρησκείας ή των πεποιθήσεων επιτρέπεται να αποτελέσει αντικείμενο άλλων περιορισμών, πέραν από αυτούς που προβλέπονται από το νόμο, στην έκταση που οι περιορισμοί αυτοί αποτελούν αναγκαία μέτρα σε δημοκρατική κοινωνία, για τη δημόσια ασφάλεια, την προάσπιση της δημόσιας τάξης, υγείας και ηθικής, ή την προάσπιση των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων , β) Στο άρθρο 10 παρ. 1 εδάφ. α' και β' της ίδιας Σύμβασης (ΕΣΔΑ) ορίζεται, ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία έκφρασης και ότι το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την ελευθερία γνώμης ως και την ελευθερία λήψης ή μετάδοσης πληροφοριών ή ιδεών, χωρίς επέμβαση δημοσίων αρχών και ασχέτως συνόρων πλην, όμως, στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται, ότι η άσκηση των ελευθεριών τούτων, συνεπαγόμενη καθήκοντα και ευθύνες, δύναται να υπαχθεί σε ορισμένες διατυπώσεις, όρους και περιορισμούς που προβλέπονται από το νόμο και αποτελούν αναγκαία μέτρα σε δημοκρατική κοινωνία για την εθνική ασφάλεια, την εδαφική ακεραιότητα ή δημόσια ασφάλεια, την προάσπιση της τάξης και πρόληψη του εγκλήματος , την προστασία της υγείας και της ηθικής, την προστασία της υπόληψης ή των δικαιωμάτων των τρίτων. γ) Στο άρθρο 11 παρ. 1 της αυτής Σύμβασης (ΕΣΔΑ) ορίζεται, ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία του συνέρχεσθαι ειρηνικώς και στην ελευθερία συνεταιρίζεσθαι, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος ίδρυσης μετ' άλλων συνδικαλιστικών οργανώσεων και προσχώρησης σε τέτοιες οργανώσεις με σκοπό την προάσπιση των συμφερόντων τους. Κατά την παρ. 2 εδάφ. α', όμως, του ίδιου άρθρου, η άσκηση των δικαιωμάτων αυτών επιτρέπεται να υπαχθεί σε άλλους περιορισμούς που προβλέπονται από το νόμο, στην έκταση που οι περιορισμοί αυτοί, αποτελούν αναγκαία μέτρα, σε δημοκρατική κοινωνία, για την εθνική ασφάλεια, τη δημόσια ασφάλεια, την προάσπιση της τάξης και πρόληψη του εγκλήματος , την προστασία της υγείας και της ηθικής ή την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων και δ) στο άρθρο 14 ορίζεται, ότι η χρήση των αναγνωριζόμενων δικαιωμάτων και ελευθεριών πρέπει να εξασφαλίζεται σε όλους αδιακρίτως, φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσας, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης, συμμετοχής σε εθνική μειονότητα, περιουσίας, γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως Από τις διατάξεις αυτές της ΕΣΔΑ που προαναφέρθηκαν (άρθρα 9, 10, 11 και 14 ), συνάγεται ότι η δημόσια τάξη, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, μπορεί να θεμελιώσει θεμιτό περιορισμό των δικαιωμάτων που προβλέπονται από τις διατάξεις αυτές. Να σημειωθεί ότι, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ενόψει της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 11 της ΕΣΔΑ, με την απόφασή του της 17.2.2004 που εκδόθηκε στην υπόθεση G. και λοιπών κατά της Πολωνίας, μετά από ατομική προσφυγή κατά του Πολωνικού Κράτους, για άρνηση των αρχών αυτού να προβούν στην επίσημη καταχώρηση του σωματείου των προσφυγόντων υπό την επωνυμία " Ένωση των προσώπων Σιλεσιανής ιθαγένειας", έκρινε ότι: Η ελευθερία συνεταιρισμού δεν είναι απόλυτη και πρέπει να γίνει δεκτό ότι όταν ένα σωματείο, δια των δραστηριοτήτων του ή των προθέσεων τις οποίες δηλώνει, ρητώς ή σιωπηρώς, στο πρόγραμμά του, θέτει σε κίνδυνο τους θεσμούς του Κράτους ή τα δικαιώματα και τις ελευθερίες άλλων , το άρθρο 11 (της ΕΣΔΑ) δεν αποστερεί από τις αρχές ενός Κράτους την εξουσία προστασίας των εν λόγω θεσμών και προσώπων και ότι τούτο απορρέει και από την παρ. 2 του άρθρου 11 και από τις θετικές υποχρεώσεις του Κράτους δυνάμει του άρθρου 1 της Συμβάσεως να αναγνωρίζει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των προσώπων τα οποία εξαρτώνται από τη δικαιοδοσία του (σκέψη 94 της απόφασης αυτής). Ακόμη, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με την απόφασή του της 10.7.1998, που εκδόθηκε στην υπόθεση "Σιδηρόπουλος κατά Ελλάδος", έκρινε ότι αν ένα σωματείο, μετά την αναγνώρισή του, εμπλακεί σε δραστηριότητες ασυμβίβαστες προς τη δημόσια τάξη ή προς τους κατ' αρχήν νόμιμους σκοπούς που φαίνεται ότι επιδιώκει σύμφωνα με το καταστατικό του , οι αρμόδιες αρχές δεν θα ήταν δυνατόν να παραμείνουν αδύναμες να αντιδράσουν και ότι σύμφωνα με το άρθρο 105 του Ελληνικού ΑΚ, το πρωτοδικείο θα μπορούσε να διατάξει τη διάλυση του σωματείου αν αυτό , μετά την αναγνώρισή του , επιδίωκε σκοπό διαφορετικό από τον προβλεπόμενο από το καταστατικό του ή αν η δραστηριότητά του αποδεικνυόταν ότι είναι παράνομη, αντίθετη στα χρηστά ήθη ή στη δημόσια τάξη (σκέψη 46 της απόφασης αυτής). Τέλος, με βάση τη Σύμβαση περί ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών πληθυσμών, που υπογράφηκε στη Λωζάνη στις 30 Ιανουαρίου 1923 και τη Συνθήκη Ειρήνης που υπογράφηκε επίσης στη Λωζάνη στις 23 Ιουλίου 1923 , στην Ελλάδα και ειδικότερα στη Δυτική Θράκη παρέμειναν Μουσουλμάνοι κατά το θρήσκευμα (θρησκευτική μειονότητα). Αυτό με σαφήνεια προκύπτει: α) από το άρθρο 2 της ανωτέρω Σύμβασης, το οποίο ορίζει, ότι "..........δεν θα περιληφθούν στην προβλεπόμενη από το πρώτο άρθρο ανταλλαγή οι Έλληνες υπήκοοι , κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως και οι Μουσουλμάνοι κάτοικοι της Δυτικής Θράκης" και β) από το άρθρο 45 της πιο πάνω Συνθήκης Ειρήνης, στο οποίο αναφέρεται, ότι "..........τα αναγνωρισθέντα δια των διατάξεων του παρόντος τμήματος δικαιώματα στις μη μουσουλμανικές μειονότητες στην Τουρκία, αναγνωρίζονται επίσης υπό της Ελλάδος στις ευρισκόμενες στο έδαφός της μουσουλμανικές μειονότητες". Έτσι, σύμφωνα με την ανωτέρω Σύμβαση, η οποία είναι ειδική και δεν έχει ανατραπεί με κάποια νεότερη σύμβαση, στη Θράκη υπάρχουν μουσουλμάνοι Έλληνες υπήκοοι. Το ιστορικό αυτό γεγονός , αλλά και η αναγνώριση της ύπαρξης μουσουλμανικής κοινότητας από τις συμβαλλόμενες χώρες, Ελλάδα και Τουρκία, οριοθετούν πλήρως τις θέσεις των δύο χωρών και τον αντίστοιχο προσδιορισμό τους στο διεθνή χώρο. Η Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 έθεσε τέρμα σε οποιαδήποτε αιτήματα και βλέψεις εδαφικών διεκδικήσεων, οριστικοποιώντας έτσι τα σύνορα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (Ολ.ΑΠ 4/2005). Περαιτέρω στοιχείο προσδιοριστικό της ταυτότητας του σωματείου είναι η επωνυμία, όπως την ίδια λειτουργία επιτελεί το επώνυμο στα φυσικά πρόσωπα. Επομένως, η επωνυμία εξ αυτού του λόγου επιβάλλεται να μη είναι αντικειμενικά πρόσφορη να δημιουργήσει παραπλανητική εικόνα ή σύγχυση με τρίτους ούτε αυτή να αντίκειται στο νόμο , τα χρηστά ήθη, διότι ,σε διαφορετική περίπτωση, παρέχεται η δυνατότητα στο δικαστήριο, να απορρίψει τη σχετική αίτηση. Εξ άλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 εδ. α' του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Παραβιάζεται δε ο κανόνας δικαίου , αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι όροι εφαρμογής του, ή αν εφαρμοστεί , ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα (Ολ.ΑΠ 36/1988). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, δηλαδή αν από τις παραδοχές της δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία στη συγκεκριμένη περίπτωση, για την κρίση του δικαστηρίου περί της συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων των διατάξεων που εφάρμοσε, ιδίως δε αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Τούτο, όμως, προϋποθέτει, σε κάθε περίπτωση, ότι έχει εξεταστεί από το δικαστήριο η ουσία της υπόθεσης και ότι έχει διατυπωθεί από το δικαστήριο αποδεικτικό πόρισμα, κάτι που δεν συμβαίνει, όταν η αγωγή έχει απορριφθεί ως μη νόμιμη. Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 14.12.1995 αίτησή τους, ζήτησαν οι αναιρεσείοντες, να αναγνωριστεί από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αλεξανδρουπόλεως, το υπό σύσταση σωματείο τους, με την επωνυμία "ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΑΣ Ν. ΕΒΡΟΥ" , έδρα το ..., δικαίωμα εγγραφής ,ως μελών, όσων από τη μειονότητα διαμένουν στο Ν. Έβρου (άρθρ. 5β του καταστατικού) και σκοπό, την αξιοποίηση των πνευματικών δυνατοτήτων της μειονοτικής νεολαίας, τη διατήρηση , διαφύλαξη και προβολή των Λαϊκών Παραδόσεων και Εθίμων της μειονότητας, την ανάπτυξη και σύσφιξη των πνευματικών, μορφωτικών και προσωπικών σχέσεων μεταξύ αφενός των μελών και αφετέρου μεταξύ των μελών της μειονότητας, την καλλιέργεια και την προάσπιση των ιδανικών της ελευθερίας της δημοκρατίας , των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των ανθρωπιστικών αξιών, της φιλίας εν γένει μεταξύ των λαών και ειδικότερα μεταξύ του Ελληνικού και Τουρκικού λαού και την ψυχαγωγία των μελών του Σωματείου (άρθρ. 2). Το εφετείο, που επιλήφθηκε, εκ νέου, της αίτησης μετά την παραπομπή προς περαιτέρω εκδίκαση της, με την προεκδοθείσα 1241/2002 απόφαση αυτού του δικαστηρίου, έκρινε με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ότι, όπως διατυπώνεται η επωνυμία του υπό έγκριση σωματείου, η οποία αποτελεί προσδιοριστικό στοιχείο της ταυτότητάς του , προκαλεί και μάλιστα σκόπιμα, σύγχυση και αμφιβολίες, ως προς το αν ειδικότερα η " Νεολαία της μειονότητας" εκφράζεται στο σωματείο και συνακόλουθα, εάν εκπροσωπεί θρησκευτική (μουσουλμανική) μειονότητα ή εθνική (τουρκική) μειονότητα, αφού το τελευταίο προσκρούει στη εσωτερική δημόσια τάξη και, επομένως, είναι παράνομο. Δέχθηκε, ειδικότερα, το εφετείο ότι η επωνυμία του εν λόγω σωματείου "ΝΕΟΛΑΙΑ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΑΣ Ν. ΕΒΡΟΥ" δεν διατυπώνεται με τρόπο σαφή , ορισμένο και αναμφίβολο , .όπως, θα έπρεπε σύμφωνα με την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 80 Α.Κ και ότι εντεύθεν η αίτηση για αναγνώρισή του είναι μη νόμιμη. 'Ετσι, που έκρινε το Εφετείο και απέρριψε την έφεση των ήδη αναιρεσειόντων κατά της 58/1966 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρουπόλεως, που είχε αποφανθεί ομοίως, δεν παραβίασε και ορθά ερμήνευσε σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 5 παρ. 2,12 παρ. 1 και 25του Συντάγματος, 78,80,81 και 105 αριθ. 3 ΑΚ και τη διάταξη του άρθρου 11 της ΕΣΔΑ. Δεν παραβίασε, επίσης, και ορθά ερμήνευσε και τις επικαλούμενες από τους αναιρεσείοντες λοιπές διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ και του άρθρου 27 του ν. 2462/21/26.2.1997 περί κυρώσεως του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, του Προαιρετικού Πρωτοκόλλου στο Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και του Δευτέρου Πρωτοκόλλου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, με τα οποία καθιερώνεται ειδική προστασία των μειονοτήτων και των μελών αυτών με το να ορίζεται ότι, "Στα κράτη όπου υπάρχουν εθνοτικές, θρησκευτικές ή γλωσσικές μειονότητας, τα πρόσωπα που ανήκουν σ'αυτές, δεν μπορούν να στερηθούν του δικαιώματος να έχουν, από κοινού με άλλα μέλη της ομάδας τους τη δική τους πολιτιστική ζωή, αλλά ούτε και τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 της Σύμβασης - Πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των εθνικών μειονοτήτων (που έχει υπογράψει αλλά δεν έχει επικυρώσει ακόμη η Ελλάδα) και της παραγράφου 32 του κειμένου της Κοπεγχάγης της ΔΑΣΕ, προεχόντως, διότι οι τελευταίες αυτές διατάξεις δεν αποτελούν δεσμευτικά κείμενα, ανεξαρτήτως του ότι, ούτε αυτές ούτε άλλη διάταξη αναγνωρίζει δικαίωμα συλλογικού αυτοπροσδιορισμού, όπως διατείνονται, αβασίμως, οι αναιρεσείοντες, σε αντίθεση με τον ατομικό αυτοπροσδιορισμό. Το βασικότερο, όμως, είναι ότι, ενώ, οι αναιρεσείοντες, δεν στερούνταν της δυνατότητας να ιδρύσουν σωματεία με ευθύ και ακριβολόγο και όχι παραπλανητικό τίτλο - επωνυμία, στοχεύουν και μάλιστα σκόπιμα, όπως αναφέρεται στην απόφαση, να δημιουργήσουν σύγχυση και αμφιβολία ως προς το αν το σωματείο εκπροσωπεί εθνική ( τουρκική ) μειονότητα , εντός των ορίων της Ελληνικής Επικράτειας, της οποίας (μειονότητας) το Σωματείο θέλει να καλλιεργήσει και να προασπίσει τα ιδανικά της ελευθερίας, της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των ανθρωπίνων αξιών..... αγαθά όμως τα οποία προστατεύονται πλήρως ,για όλους αδιακρίτως τους πολίτες, από τους κείμενους νόμους και το Σύνταγμα (άρθρ. 3,4,5,9,12,13,20,21,25 κ.λ.π). Υπό αυτά τα δεδομένα η μη αναγνώριση του εν λόγω σωματείου, εμφανίζεται με το επιβαλλόμενο αναγκαίο μέτρο περιορισμού της σωματειακής ελευθερίας, αφού τα μέλη του υπό σύσταση σωματείου έχουν την δυνατότητα να επιδιώξουν , όπως προαναφέρθηκε, την αναγνώριση σωματείου με όρους και επωνυμία, που να μην είναι αντικειμενικά πρόσφορα να δημιουργήσουν παραπλανητική εικόνα ή σύγχυση ως προς την ταυτότητα των μελών του. Περαιτέρω, η μη αναγνώριση του Σωματείου ,εμφανίζεται με το επιβαλλόμενο αναγκαίο μέτρο περιορισμού της σωματειακής ελευθερίας, εν όψει των δυνατοτήτων που παρέχονται στους αιτούντες να συστήσουν σωματείο με σαφώς προσδιοριστική της ταυτότητας τους επωνυμία ,περί της οποίας έγινε ειδικότερα ανωτέρω λόγος. Επομένως, ο πρώτος από τους λόγους της αίτησης αναίρεσης , με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και προβάλλεται αιτίαση από το άρθρο 559 αριθμός1 ΚΠολΔ, για παράβαση των επί μέρους ουσιαστικών διατάξεων που προαναφέρθηκαν, αλλά και των διδαγμάτων της κοινής πείρας, τα οποία , όμως δεν προσδιορίζονται, είναι αβάσιμος και ως προς το τελευταίο στοιχείο των διδαγμάτων της κοινής πείρας ως αόριστος και, εντεύθεν, απορριπτέος.
ΙΙ. Ο δεύτερος από τους λόγους της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται αιτίαση από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, είναι, επίσης, απορριπτέος, προεχόντως, ως απαράδεκτος, αφού το εφετείο με το να απορρίψει ως μη νόμιμη την αίτηση, δεν εξέτασε στην ουσία της την υπόθεση και δεν διατύπωσε, εντεύθεν, αποδεικτικό πόρισμα.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, είναι απορριπτέα στο σύνολό της, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης.
Για τους λόγους αυτούς
Απορρίπτει την από 11.8.2003 αίτηση των Μ. Ο. Χ. κ.λ.π. για αναίρεση, της υπ' αριθ. 324/2003 απόφασης του Εφετείου Θράκης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Δεκεμβρίου 2005.
Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 10 Ιανουαρίου 2006.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ