Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Υπέρβαση εξουσίας, Αλλοδαπού απέλαση, Αναίρεση μερική, Ληστεία, Σωματική βλάβη επικίνδυνη.
Περίληψη:
Ληστεία και δύο επικίνδυνες σωματικές βλάβες - Ελαφρυντικά άρθρ. 84 παρ. 2 ε ΠΚ και απέλαση. Α. Απορριπτέος ως αβάσιμος ο πρώτος, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς τον απορριφθέντα αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, περί αναγνωρίσεως της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 ε ΠΚ (ΑΠ 13/2009, 131/2008, 792, 807, 1327/2007). Β. Ανεξάρτητα του ότι από τα πρακτικά των αποφάσεων, και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, προκύπτει ότι δεν αφαιρέθηκε ο χρόνος προσωρινής κρατήσεως του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, ούτε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων, ώστε να ανακύπτει κατ' άρθρο 470 ΚΠΔ θέμα χειροτέρευσης της θέσεως του εκκαλούντος κατηγορουμένου, η παράλειψη του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου να αφαιρέσει, κατά το άρθρο 87 παρ. 1 του ΠΚ, το χρόνο προσωρινής κρατήσεως του από την ποινή που του επιβλήθηκε, δε συνιστά κάποιον από τους αναιρετικούς λόγους του άρθρου 510 παρ. 1 του ΚΠΔ, αλλά κατά τη διάταξη του άρθρου 371 παρ. 4 του ΚΠΔ, χωρεί διόρθωση του σφάλματος και συμπλήρωση της αποφάσεως μετά από αίτηση του καταδίκου ή του Εισαγγελέα. Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η του ΚΠΔ σχετικός δεύτερος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί. Γ. Βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, τρίτος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως, καθόσον αφορά τη διάταξη περί απέλασης του αναιρεσείοντος που επιβλήθηκε, διότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ελλιπή αιτιολογία, αφού, κατά την εφαρμογή του άρθρου 74 παρ. 1 ΠΚ και κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας για την απέλαση ή μη του αναιρεσείοντος, το δίκασαν Δικαστήριο δεν αναφέρει κανένα περιστατικό που να δικαιολογεί την κρίση του για το αναγκαίο αυτής (απελάσεως), από εκείνα που ανάγονται στη βαρύτητα και στο είδος του εγκλήματος, στο χρόνο παραμονής του αναιρεσείοντος στο Ελληνικό έδαφος, στην εν γένει συμπεριφορά αυτού, στο επάγγελμα του και στην ύπαρξη ή μη οικογένειας αυτού στην Ελλάδα. Αναιρεί εν μέρει και παραπέμπει.
ΑΡΙΘΜΟΣ 2151/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Οκτωβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στις Δικαστικές Φυλακές ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Τσοβόλα, περί αναιρέσεως της 211, 273, 429/2008 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με συγκατηγορούμενο τον ... .
Με πολιτικώς ενάγοντα τον ..., που δεν παραστάθηκε.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Μαρτίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 924/2008.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν αναφέρονται σε αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Η αιτιολογία αυτή πρέπει να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του αυτοτελείς ισχυρισμούς. Είναι δε αυτοτελείς εκείνοι οι ισχυρισμοί, οι οποίοι κατατείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή αποκλείουν ή μειώνουν την ικανότητα προς καταλογισμό ή οδηγούν στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή σε μείωση της ποινής. Πρέπει, όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί να προβάλλονται κατά τρόπο ορισμένο, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που κατά νόμο απαιτούνται για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν και σε περίπτωση αποδοχής να οδηγούν στο ειδικότερο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του Δικαστηρίου της ουσίας να αποφανθεί επί των ισχυρισμών αυτών (αορίστων) με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και εκείνος που προβάλλεται από τον κατηγορούμενο για συνδρομή στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί, κατά την παρ. 1 του ίδιου άρθρου, στην επιβολή μειωμένης ποινής κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις κατά το άρθρο 84 παρ. 2 Π.Κ. θεωρούνται, μεταξύ άλλων, (υπό εδάφιο ε') "το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του". Κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως, για να αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίσταση της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, πρέπει η συμπεριφορά αυτή να εκτείνεται σε μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα και υπό καθεστώς ελευθερίας του υπαιτίου, διότι τότε μόνον η επιλογή του αντανακλά στη γνήσια ψυχική του στάση και παρέχει αυθεντική μαρτυρία για την ποιότητα του ήθους του και της κοινωνικής προδιαθέσεώς του, σε αντίθεση με τον ευρισκόμενο στην φυλακή, ο οποίος υπόκειται σε ιδιαίτερο καθεστώς, δηλαδή στερήσεως της προσωπικής του ελευθερίας και υπακοής σε συγκεκριμένους κανόνες συμπεριφοράς επί πειθαρχική ποινή, και συνεπώς η συμπεριφορά του δεν είναι η ελεύθερη στην κοινωνία, στην οποία απέβλεψε ο νομοθέτης. Ήτοι η εργασία, η ήσυχη και χωρίς πειθαρχικά παραπτώματα διαβίωση του κατηγορουμένου, κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του στη Φυλακή δεν είναι αρκετή και δε συνιστά την ελαφρυντική περίσταση της μετά την πράξη καλής συμπεριφοράς του υπαιτίου για μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα, διότι τέτοια συμπεριφορά, την οποία η έννομη τάξη επιβραβεύει με ουσιώδη και υποχρεωτική μείωση της ποινής είναι συνυφασμένη με την ελεύθερη διαβίωση στην κοινωνία και δεν μπορεί να νοηθεί παρά εκείνη που εκδηλώνεται υπό καθεστώς απεριόριστης προσωπικής ελευθερίας εκτός της φυλακής και όχι με εξαναγκασμένη συμπεριφορά προς τους κανόνες των κρατουμένων στη φυλακή η οποία και δεν αρκεί, χωρίς τη συνδρομή και άλλων περιστατικών δηλωτικών της αρμονικής κοινωνικής συμβίωσης του δράστη μετά την πράξη.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε, κατ' έφεση, για ληστεία από κοινού και για επικίνδυνη σωματική βλάβη κατά συρροή, σε συνολική ποινή καθείρξεως 6 ετών και 6 μηνών, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, με αυτοτελή ισχυρισμό που κατέθεσε ο συνήγορός του εγγράφως και ανέπτυξε και προφορικά στο ακροατήριο, ζήτησε να αναγνωρισθεί στο πρόσωπό του η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 εδ. ε του ΠΚ και σχετικά με το ως άνω ελαφρυντικό, εξέθεσε τα παρακάτω :
"'Οσον αφορά στο ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 ε' ΠΚ' επισημαίνεται ότι μετά την τέλεση της πράξης, από τη στιγμή της σύλληψής του, στις 15-3-2000, και της φυλάκισής μου στις Δικαστικές Φυλακές... επέδειξα εξαίσια και άριστη συμπεριφορά όπως αυτό προκύπτει από τη βεβαίωση του Διευθυντή Φυλακών ..., βάσει της οποίας δεν υπέπεσα σε κάποιο πειθαρχικό παράπτωμα, συμμορφώθηκα και τήρησα πιστά τους σωφρονιστικούς κανόνες, συνεργάστηκα με τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους, επιδεικνύοντας εργατικότητα, προθυμία και συνέπεια και τήρησα θετική στάση και συμπεριφορά απέναντι στους συγκρατούμενούς του. Πρέπει να σημειωθεί ότι έχω οκτώ (8) παιδιά που περιμένουν να ζήσουν από εμένα. Μετά την τέλεση της πράξης που κατηγορούμαι δεν επέδειξα και ως ελεύθερη παραβατική συμπεριφορά αντιθέτως εργαζόμουν και απέδειξα καλή συμπεριφορά. Ως εκ τούτου πρέπει να μου αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 ε' του ΠΚ, γενομένου δεκτού του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού".
Το Δικαστήριο της ουσίας, απέρριψε κατ'ουσία τον ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου για αναγνώριση στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 εδ. ε ΠΚ, αφού δέχθηκε, όσον αφορά την ως άνω ελαφρυντική περίσταση, για την οποία και μόνο αποδίδεται πλημμέλεια ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, τα εξής: "...Επομένως, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος, απορριπτομένων των αυτοτελών ισχυρισμών και του αιτήματος για τη χορήγηση ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ.2 ε ΠΚ, αφού ο κατηγορούμενος μετά την τέλεση των πράξεων παραμένει στις φυλακές κρατούμενος για μεγάλο χρονικό διάστημα".
Όμως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, με επαρκή αιτιολογία, το δικαστήριο δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, ότι ο αναιρεσείων παρέμειναν στις φυλακές κρατούμενος από της τελέσεως των πράξεών του.
Επομένως, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ του ΚΠοινΔ πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το σκέλος της τούτο, της ελλείψεως της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 470 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής απόφασης από εκείνον που καταδικάστηκε ή υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται. Η χειροτέρευση της θέσης του εκκαλούντος από το Δικαστήριο που δίκασε την έφεσή του συνιστά υπέρβαση εξουσίας.
Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται, με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεώς του, ότι με την πρωτόδικη 999/2003 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, καταδικάσθηκε σε συνολική ποινή καθείρξεως 9 ετών και με την προσβαλλόμενη απόφαση, κατόπιν εφέσεώς του, καταδικάσθηκε σε συνολική ποινή καθείρξεως 6 ετών και 6 μηνών, αλλά καθ' υπέρβαση εξουσίας, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δεν αφαίρεσε το χρόνο της προσωρινής του κρατήσεως, από 22-8-2000 μέχρι 12-1-2001, όπως είχε πράξει το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και έτσι το δικάσαν, κατ' έφεσή του, δικαστήριο, κατέστησε χείρονα τη θέση του υπερβαίνοντας την εξουσία του και υπέπεσε σε πλημμέλεια που ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠοινΔ.
Όμως, ανεξάρτητα του ότι από τα πρακτικά των αποφάσεων των δικαστηρίων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, προκύπτει ότι δεν αφαιρέθηκε ο χρόνος προσωρινής κρατήσεως του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, ούτε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων, η παράλειψη του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου να αφαιρέσει, κατά το άρθρο 87 παρ.1 του ΠΚ, το χρόνο προσωρινής κρατήσεώς του, από την ποινή που του επιβλήθηκε, δε συνιστά κάποιον από τους αναιρετικούς λόγους του άρθρου 510 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, αλλά κατά τη διάταξη του άρθρου 371 παρ. 4 του ΚΠοινΔ, χωρεί διόρθωση του σφάλματος και συμπλήρωση της αποφάσεως, μετά από αίτηση του καταδίκου ή του Εισαγγελέα.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η του ΚΠοινΔ, σχετικός δεύτερος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 74 παρ. 1 ΠΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 παρ.2 του ν. 2408/1996 και το άρθρο 6 του ν. 3090/2002, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την απέλαση αλλοδαπού, που καταδικάστηκε σε κάθειρξη ή φυλάκιση με την επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων, που περιλαμβάνονται σε διεθνείς συμβάσεις που έχουν κυρωθεί από τη χώρα... Όταν ο αλλοδαπός βρίσκεται νόμιμα στη χώρα, η απέλαση δεν μπορεί να διαταχθεί, αν δεν του έχει επιβληθεί ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει, ότι ο αλλοδαπός που καταδικάστηκε και βρίσκεται παράνομα στο Ελληνικό έδαφος, υπόκειται σε απέλαση, η οποία αποτελεί άμεση συνέπεια της τέλεσης εγκλήματος, έστω και σε βαθμό πλημμελήματος, διότι θεωρείται ότι η παραμονή του εντός των ορίων της Ελληνικής επικράτειας δεν συμβιβάζεται με τους όρους της κοινωνικής συμβίωσης. Το δικαστήριο έχει δυνατότητα να κρίνει περί του αναγκαίου ή μη της απέλασης, λαμβάνοντας υπόψη το είδος του εγκλήματος, τις συνέπειες αυτού, το χρόνο παραμονής του αλλοδαπού στο Ελληνικό έδαφος, την εν γένει συμπεριφορά του, τον επαγγελματικό προσανατολισμό και την ύπαρξη οικογένειας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, τα οποία παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, σε σχέση με τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα ληστείας από κοινού και επικίνδυνης σωματικής βλάβης κατά συρροή και τον καταδίκασε σε συνολική ποινή καθείρξεως έξι ετών και έξι μηνών, ενώ, στη συνέχεια διέταξε την απέλαση αυτού από τη χώρα, χωρίς να διαλάβει στην προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως από αυτή προκύπτει, οποιαδήποτε αιτιολογία για το ζήτημα απέλασης. Με αυτά, όμως, που δέχθηκε και αποφάσισε το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, καθόσον αφορά τη διάταξη περί απέλασης του αναιρεσείοντος που επιβλήθηκε, η προσβαλλόμενη απόφαση, έχει ελλιπή αιτιολογία, αφού, κατά την εφαρμογή του άρθρου 74 παρ. 1 ΠΚ και κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας για την απέλαση ή μη του αναιρεσείοντος, το δικάσαν Δικαστήριο, δεν αναφέρει κανένα περιστατικό, που να δικαιολογεί την κρίση του για το αναγκαίο αυτής (απελάσεως), από εκείνα που ανάγονται στη βαρύτητα και στο είδος του εγκλήματος, στο χρόνο παραμονής του αναιρεσείοντος στο Ελληνικό έδαφος, στην εν γένει συμπεριφορά αυτού, στο επάγγελμά του και στην ύπαρξη ή μη οικογένειας αυτού στην Ελλάδα. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, σχετικός τρίτος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως.
Μετά ταύτα, πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος της, περί απέλασης του αναιρεσείοντος και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το ως άνω μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ), απορριφθεί δε κατά τα λοιπά η αίτηση.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει τη με αριθμό 211,273,429/2008 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, κατά τη διάταξή της περί απέλασης από τη Χώρα του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ...
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα κατά το μέρος αυτό, συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Και.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 21 Μαρτίου 2008 αίτηση του ..., περί αναιρέσεως της ως παραπάνω αποφάσεως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Νοεμβρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Νοεμβρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ