Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1428 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Δωροδοκία.




Περίληψη:
Παθητική Δωροδοκία. Άρθρο 235 ΠΚ. Αντίσταση. Άρθρο 167 ΠΚ. Έννοια αυτών. 1. ΑΠ 657/2007 - 2. ΑΠ 1921/2007. 1. Πρέπει εκτός των άλλων, η ενέργεια ή παράλειψη του υπαλλήλου να περιλαμβάνεται στον κύκλο της αρμοδιότητας του και να ανάγεται στην υπηρεσία του ή να αντίκειται στα καθήκοντά του, όπως διαγράφονται ή προκύπτουν από το νόμο ή τους υπηρεσιακούς κανονισμούς ή τις διαταγές ή οδηγίες των προϊσταμένων ή την υπηρεσιακή του σχέση ή τη φύση της υπηρεσίας του. Έτσι στην απόφαση πρέπει να διαλαμβάνεται και διευκρινίζεται ότι η ενέργεια ή η παράλειψη του υπαλλήλου ανάγεται στις υπηρεσιακές του υποχρεώσεις, περιλαμβάνεται μέσα στον κύκλο της αρμοδιότητας του, όπως αυτή διαγράφεται από το νόμο ή τους υπηρεσιακούς κανονισμούς, διαταγές ή οδηγίες ή προκύπτει από τη φύση της υπηρεσίας και πόθεν τούτο προκύπτει, μη αρκούντος ότι ανάγεται στην υπηρεσία ή τα καθήκοντα του, άνευ άλλου τινός, έστω και αν τέτοια ενέργεια αποτελεί προπαρασκευαστική μόνο πράξη αποφάσεως που λαμβάνει άλλος υπάλληλος ως αρμόδιος. Επομένως δεν καταλαμβάνονται από τις παραπάνω διατάξεις πράξεις που βρίσκονται έξω από τα υπηρεσιακά καθήκοντα του υπαλλήλου, όπως εκείνες που γίνονται με χρησιμοποίηση υπηρεσιακής επιρροής του, ή με ανεπίτρεπτη δραστηριότητα αυτού, σε άλλο υπάλληλο ο οποίος έχει την αρμοδιότητα να ενεργή-σει για την πραγματοποίηση τους - ΑΠ 657/2007. Όμως η ενέργεια του εν λόγω εν ενεργεία Αρχιφύλακα αστυνομικού, να εισπράττει χρήματα από καταστηματάρχη παρανόμων ηλεκτρονικών παιγνίων για να ενημερώνει αυτόν, πότε θα διενεργούν συνάδελφοι του, του Τμήματος Παιγνίων, ώστε να κλείνει τους Η/Υ και να μην διαπιστώνονται οι παραβάσεις, αντίκειται στα καθήκοντα του ως αστυνομικού, όπως αυτά δια-γράφονται από τους κείμενους νόμους και το Κανονισμό της υπηρεσίας του, που επιβάλλουν στους αστυνομικούς να ενεργούν για την πρόληψη και την καταστολή των εγκλημάτων, να τηρούν απόλυτη εχεμύθεια για απόρρητα γεγονότα και πληροφορίες που λαμβάνουν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και λόγω της ιδιότητας τους. 2. Απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1428/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Μαρτίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, κατοίκου ..., που παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Αλεξάνδρα Μαύρου - Τσάκου, περί αναιρέσεως της 3983/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2.

Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Ιουνίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1248/2008.
Αφού άκουσε
Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά το άρθρο 235 του ΠΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο δεύτερο του ν. 2802/2000, που ισχύει από 3-3-2000, "τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ο υπάλληλος, ο οποίος κατά παράβαση των καθηκόντων του ζητεί ή λαμβάνει, άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, για τον εαυτό του ή για τρίτο ωφελήματα οποιασδήποτε φύσης ή δέχεται υπόσχεση τούτων, προκειμένου να προβεί σε ενέργεια ή παράλειψη που ανάγεται στα καθήκοντά του ή αντίκειται σε αυτά". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 13 περ. α του αυτού ΠΚ, υπάλληλος είναι εκείνος στον οποίο νόμιμα έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινά, η άσκηση υπηρεσίας δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του από την πρώτη προβλεπόμενου εγκλήματος της (παθητικής) δωροδοκίας (δωροληψίας) απαιτείται όπως, εκτός από την ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια των άρθρων 13 εδ. α' και 263 Α' του ΠΚ,: α) τα δώρα ή ανταλλάγματα, που δεν αρμόζουν σε αυτόν να δίδονται ή και να υπάρχει υπόσχεση δόσεως τούτων, για μελλοντική ενέργεια ή παράλειψή του, χωρίς να ενδιαφέρει αν πραγματοποιήθηκε ή όχι η μέλλουσα ενέργεια ή αν αυτός σκοπούσε σπουδαίως να εκτελέσει την εν λόγω ενέργεια και β)η ενέργεια ή παράλειψη του υπαλλήλου να περιλαμβάνεται στον κύκλο της αρμοδιότητάς του και να ανάγεται στην υπηρεσία του ή να αντίκειται στα καθήκοντά του, όπως διαγράφονται ή προκύπτουν από το νόμο ή τους υπηρεσιακούς κανονισμούς ή τις διαταγές ή οδηγίες των προϊσταμένων ή την υπηρεσιακή του σχέση ή τη φύση της υπηρεσίας του. Έτσι στην απόφαση πρέπει να διαλαμβάνεται και διευκρινίζεται ότι η ενέργεια ή η παράλειψη του υπαλλήλου ανάγεται στις υπηρεσιακές του υποχρεώσεις, περιλαμβάνεται μέσα στον κύκλο της αρμοδιότητάς του, όπως αυτή διαγράφεται από το νόμο ή τους υπηρεσιακούς κανονισμούς, διαταγές ή οδηγίες ή προκύπτει από τη φύση της υπηρεσίας και πόθεν τούτο προκύπτει, μη αρκούντος ότι ανάγεται στην υπηρεσία ή τα καθήκοντά του, άνευ άλλου τινός, έστω και αν τέτοια ενέργεια αποτελεί προπαρασκευαστική μόνο πράξη αποφάσεως που λαμβάνει άλλος υπάλληλος ως αρμόδιος. Επομένως, δεν καταλαμβάνονται από τις παραπάνω διατάξεις πράξεις που βρίσκονται έξω από τα υπηρεσιακά καθήκοντα του υπαλλήλου, όπως εκείνες που γίνονται με χρησιμοποίηση υπηρεσιακής επιρροής του, ή με ανεπίτρεπτη δραστηριότητα αυτού, σε άλλο υπάλληλο, ο οποίος έχει την αρμοδιότητα να ενεργήσει για την πραγματοποίησή τους.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 167 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος μεταχειρίζεται βία ή απειλή βίας για να εξαναγκάσει κάποια αρχή ή υπάλληλο να ενεργήσουν πράξη, που ανάγεται στα καθήκοντά τους ή να παραλείψουν νόμιμη πράξη, καθώς και όποιος βιαιοπραγεί κατά υπαλλήλου ή προσώπου που έχει προσληφθεί ή άλλου υπαλλήλου που είχε προστρέξει για να τον υποστηρίξει, ενώ διαρκεί η νόμιμη ενέργειά του, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση της αξιόποινης πράξεως της αντιστάσεως, στην περίπτωση που η ενέργεια του δράστη τείνει στην παράλειψη νόμιμης πράξεως της αρχής ή του υπαλλήλου, απαιτείται η πράξη, σε παράλειψη της οποίας τείνει ο εξαναγκασμός, να είναι νόμιμη, δηλαδή να βρίσκεται μέσα στον κύκλο της αρμοδιότητας της αρχής ή του υπαλλήλου και να συντρέχουν οι ουσιώδεις τύποι που τάσσονται γι' αυτή. Προσαπαιτείται η χρήση βίας ή απειλής βίας ή βιαιοπραγία κατά του υπαλλήλου. Στην έννοια της βίας περιλαμβάνεται, τόσο η σωματική όσο και η ψυχολογική, αλλά και κάθε είδους ενέργεια, που μπορεί να διεγείρει στον υπάλληλο φόβο και να τον παρεμποδίσει στην εκτέλεση της υπηρεσιακής πράξεως. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε στην συγκεκριμένη περίπτωση. Ως προς τις αποδείξεις αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα προέκυψε η κάθε παραδοχή. Δεν αποτελεί επίσης έλλειψη αιτιολογίας ή ενδεικτική μνεία ορισμένου ή ορισμένων αποδεικτικών μέσων από αυτά που έλαβε υπόψη το δικαστήριο της ουσίας για το σχηματισμό της κρίσεώς του. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των διαφόρων αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Τέλος κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σε αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή διατάξεως συντρέχει όταν ο δικαστής δεν υπάγει ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλομένης αποφάσεώς του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, την οποία στήριξε στα αναφερόμενα σε αυτό κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, ότι αποδείχθηκαν τα εξής: "αποδείχθηκαν τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιοποίνων πράξεων, που αποδίδονται στους κατηγορουμένους και περιγράφονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος Χ1 είναι αρχιφύλακας Μ.Π.Σ. και τον Δεκέμβριο του 2002 υπηρετούσε στο Α' Α.Τ. ... . Περί το μέσο Δεκεμβρίου του 2002 μαζί με μία συνάδελφό του, ένστολοι, επισκέφθηκαν την καφετέρια με ηλεκτρονικά με την επωνυμία ... που βρίσκεται στη συμβολή των οδών ... και ..., ενταύθα, ιδιοκτησίας της συζύγου του δευτέρου κατηγορουμένου, ο οποίος διεύθυνε, χωρίς να διαπιστωθεί τυχόν παράβαση. Μετά την πάροδο ολίγων ημερών ο πρώτος επισκέφθηκε εκ νέου του ανωτέρω κατάστημα κι αφού συναντήθηκε με την συγκατηγορούμενό του είχαν συνυπηρετήσει στο παρελθόν, του είπε ότι είχε γνωστούς στο τμήμα παιγνίων της Δ/νσης Ασφαλείας Θεσ/νίκης κι ότι μπορούσε να τον βοηθήσει δίνοντάς του σχετικές πληροφορίες για το ωράριο ελέγχου του τμήματος παιγνίων, αντί ποσού 3.000 ευρώ, που θα καταβάλλονταν σε δύο ισόποσες δόσεις των 1.500 ευρώ κάθε δεκαπέντε και κάθε τέλος κάθε μήνα. Ετσι από τα τέλη του μηνός Δεκεμβρίου 2002 μέχρι την 1-4-2003 οπότε και συνελήφθη ο πρώτος κατηγορούμενος ενημέρωνε τον συγκατηγορούμενό του για την έναρξη και λήξη της υπηρεσίας του τμήματος παιγνίων καθώς επίσης για την περιοχή που θα πραγματοποιούνταν έλεγχος με συνέπεια κατά το ως άνω χρονικό διάστημα να μην διαπιστωθεί παράβαση στην ως άνω επιχείρηση. Είναι προφανές ότι ο πρώτος κατηγορούμενος είχε συνεργό στην ανωτέρω υπηρεσία, ο οποίος και στη συνέχεια απομακρύνθηκε απ' αυτήν. Η πράξη αυτή του πρώτου κατηγορουμένου ήταν σε πλήρη αντίθεση με τα καθήκοντα του αρχιφύλακα, όπως αυτά διαγράφονται από τους κειμένους νόμους και κανονισμούς της Υπηρεσίας της, που επιβάλλουν στους αστυνομικούς να ενεργούν για την πρόληψη και την καταστολή των εγκλημάτων, να τηρούν απόλυτη εχεμύθεια γι' απόρρητα γεγονότα και πληροφορίες που έλαβαν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και λόγω της ιδιότητάς του, που απαιτούνται των υπηρεσιακών ζητημάτων και τους καθιστά υπεύθυνους για την εφαρμογή του νόμου και την δίωξη των αξιοποίνων πράξεων. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι την 1-4-2003 ο πρώτος κατηγορούμενος πληροφόρησε τον συγκατηγορούμενό του ότι αστυνομικοί του τμήματος παιγνίων θα ξεκινούσαν ελέγχους περί την 21.00 μ.μ. της ανωτέρω ημέρας κοντά στην δική του επιχείρηση, του ζήτησε δε να συναντηθούν στη συμβολή των οδών ... και ... προκειμένου να του καταβάλει το χρηματικό ποσό που του όφειλε ήδη από την προηγουμένη (31-3-2003). Κατά τη συνάντησή τους, που πραγματοποιήθηκε στο ως άνω σημείο και περί ώρα 23.45 μ.μ. ο δεύτερος κατηγορούμενος παρέδωσε στον πρώτο κατηγορούμενο το ποσό των 1000 ευρώ, ενώ το υπόλοιπο θα του το έδινε την επομένη ημέρα. Κατά την στιγμή της εξόδου του πρώτου κατηγορουμένου από το αυτοκίνητο του δευτέρου κατηγορουμένου επενέβησαν τρεις αστυνομικοί που τους είχαν θέσει σε διακριτική παρακολούθηση καθώς είχαν περιέλθει σ' αυτούς πληροφορίες για την παραβατική τους συμπεριφορά. Όταν οι ανωτέρω αστυνομικοί γνωστοποίησαν την ιδιότητά τους στον πρώτο κατηγορούμενο και του ζήτησαν να παραμείνει ακίνητος, αυτός πέταξε τα χαρτονομίσματα που κρατούσε στο αριστερό του χέρι κάτω στο οδόστρωμα απώθησε βίαια τον αστυνομικό ... με τα χέρια του και προσπάθησε να διαφύγει τρέχοντας πλην όμως πρόλαβαν οι αστυνομικοί και τον ακινητοποίησαν. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι κατά το χρονικό διάστημα από 15-1-2003 μέχρι την 1-4-2003 ο πρώτος κατηγορούμενος έλαβε το συνολικό ποσό των 9.000 ευρώ, διότι ο δεύτερος κατηγορούμενος δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει οικονομικά. Ισχυρίζεται βέβαια, ο πρώτος κατηγορούμενος ότι το ποσό που βρέθηκε να κατέχει του το όφειλε ο συγκατηγορούμενός του από ληξιπρόθεσμο δάνειο, για ν' αποδείξει δε τον ισχυρισμό του επικαλείται απόδειξη του δευτέρου κατηγορουμένου με ημερομηνία 5-1-2003 στην οποία αναφέρεται ότι ο τελευταίος έχει δανεισθεί απ' αυτόν χρήματα ύψους 2.000 ευρώ. Αν τούτο ήταν πράγματι αληθές ο πρώτος κατηγορούμενος όντας εν ενεργεία αστυνομικός κατά την ώρα της σύλληψής του δεν θα απέρριπτε τα χρήματα στο οδόστρωμα, θα υπάκουε στο σήμα των συναδέλφων του, θα εξηγούσε το τι ακριβώς συνέβαινε και δεν θα προσπαθούσε να διαφύγει την σύλληψη. Με βάση τα δεδομένα αυτά πρέπει οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι δωροδοκίας (παθητικής ο πρώτος κι ενεργητικής ο δεύτερος, επιπλέον δε ο πρώτος και της αντίστασης, να αναγνωρισθεί όμως ότι συντρέχουν στο πρόσωπό τους οι ελαφρυντικές περιστάσεις της παρ. 2α του άρθρου 84 Π.Κ.".
Στη συνέχεια το Δικαστήριο της ουσίας, αφού αναγνώρισε ότι συντρέχει στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος (και του συγκατηγορουμένου του), η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 εδ. α' ΠΚ, επέβαλε στον αναιρεσείοντα συνολική ποινή φυλακίσεως δύο ετών και πέντε μηνών. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων παθητικής δωροδοκίας και αντιστάσεως, για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος αστυνομικός υπάλληλος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 περ.α, 26 παρ.1 α, 27, 84 παρ. 2 α', 94 παρ.1, 167 παρ.1, 235 του ΠΚ και 3,95 ΠΔ 538/1989, τις οποίες διατάξεις ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογία του κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Ειδικότερα και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, στην προσβαλλόμενη απόφαση: α) αναφέρεται ότι η ενέργεια του εν λόγω αναιρεσείοντος εν ενεργεία αστυνομικού υπαλλήλου, να εισπράττει σε μηνιαία βάση χρήματα από καταστηματάρχη παρανόμων ηλεκτρονικών παιγνίων, καταστήματος κειμένου εντός της περιφερείας του Α' Α.Τ. ΩΩ, που υπηρετούσε ως Αξιωματικός μάλιστα Αρχιφύλακας, για να ενημερώνει αυτόν, πότε θα διενεργούν έλεγχο συνάδελφοί του, του Τμήματος Λεσχών και Παιγνίων, ώστε να κλείνει τους Η/Υ και να μην διαπιστώνονται οι διενεργούμενες παραβάσεις (πλημμελήματα), αντίκειται στα καθήκοντά του ως αστυνομικού, όπως αυτά διαγράφονται από τους κειμένους νόμους και το Κανονισμό της υπηρεσίας του, (άρθρα 3, 95 ΠΔ 538/1989), που επιβάλλουν στους αστυνομικούς να ενεργούν για την πρόληψη και την καταστολή των εγκλημάτων, να τηρούν απόλυτη εχεμύθεια για απόρρητα γεγονότα και πληροφορίες που λαμβάνουν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και λόγω της ιδιότητάς τους, β) αναφέρεται όσον αφορά το αδίκημα της αντιστάσεως, ότι ο αναιρεσείων όταν εισέπραξε τα χρήματα και επενέβησαν οι αστυνομικοί και του γνωστοποίησαν την ιδιότητά τους και του ζήτησαν να παραμείνει ακίνητος, αυτός πέταξε τα χρήματα που κρατούσε στο αριστερό του χέρι στο οδόστρωμα, απώθησε βίαια τον αστυνομικό ΩΩ με τα χέρια του και προσπάθησε να διαφύγει τρέχοντας, προφανώς για να μη συλληφθεί, πλην όμως οι αστυνομικοί πρόλαβαν και τον ακινητοποίησαν, ενώ ουδεμία αντίφαση δημιουργείται εκ του ότι στο μεν αιτιολογικό αναφέρεται ότι απώθησε τον παραπάνω αστυνομικό, στο δε διατακτικό ότι απώθησε βιαίως τους αστυνομικούς της Υποδ/νσεως Εσωτ. Υποθέσεων Βορ. Ελλάδος, αφού και ο αστυνομικός ΩΩ, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, υπηρετούσε την ημέρα της συλλήψεως του κατηγορουμένου στην παραπάνω Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων Βορ. Ελλάδος, γ) το Δικαστήριο δε, όπως προκύπτει από το άνω αιτιολογικό του, στήριξε την παραπάνω κρίση του παραδεκτά και στα έγγραφα, επομένως και στα προσκομισθέντα από τον αναιρεσείοντα και αναγνωσθέντα, όπως στην από 23-6-2005 Υπεύθυνη Δήλωση του άνω συγκατηγορουμένου Χ2, που συνομολογεί την κατάρτιση δανείου, στην από 5-1-2003 απόδειξη δανείου και στην από 16-1-2004 ιδιωτική έκθεση γραφολογικής γνωματεύσεως της γραφολόγου ... και δεν ήταν απαραίτητο να αντικρουσθεί ιδιαίτερα η άνω γραφολογική έκθεση, γιατί αναφέρεται στη γνησιότητα της χειρόγραφης υπογραφής του συγκατηγουμένου, επί της από 5-1-2003 αποδείξεως δανείου αυτού προς τον αναιρεσείοντα, γεγονός που το Δικαστήριο, δηλαδή τη γνησιότητα της άνω υπογραφής του δανειστικού εγγράφου, στο αιτιολογικό του δεν αμφισβητεί, αλλ' απλώς αναφέρεται ρητά στην άνω απόδειξη και επαρκώς αιτιολογημένα δε δέχεται το Δικαστήριο ως αληθή τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, ότι δηλαδή πράγματι είχε συναφθεί δάνειο μεταξύ τους και ότι τα χρήματα που πέταξε στο οδόστρωμα συνιστούσαν επιστροφή μέρους του δανείου αυτού. Ήτοι εκτίθενται στο αιτιολογικό της προσβαλλομένης αποφάσεως με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος είναι ο δράστης των διωκομένων εγκλημάτων, για τα οποία και καταδικάστηκε ως άνω. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Όλες οι λοιπές, σε σχέση με τους παραπάνω λόγους, διαλαμβανόμενες στην κρινόμενη αίτηση αιτιάσεις, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και είναι γι' αυτό απαράδεκτες.
Μετά ταύτα, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 23-6- 2008 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της με αριθμ. 3983/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Μαΐου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Ιουνίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή