Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Πλαστογραφία, Αναβολής αίτημα.
Περίληψη:
Πλαστογραφία πλημμεληματική. Απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι 1ος, 2ος και 4ος λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Απορριπτέος και ο 3ος λόγος αναιρέσεως για αναιτιολόγητη απόρριψη αιτήματος αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις και για υπέρβαση εξουσίας.
Αριθμός 984/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Φεβρουαρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Τσάγγα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ...., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιδομενέα Γκίκα, περί αναιρέσεως της 5173/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Σεπτεμβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1410/2009.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 216 α παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, η κατάρτιση από τον υπαίτιο εγγράφου, το οποίο είναι αντικειμενικά πρόσφορο να παράγει με τη χρήση του έννομες συνέπειες, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών, που απαρτίζουν την πράξη αυτή και το σκοπό του υπαιτίου να παραπλανήσει, με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή, δημιουργία, κατάργηση ή μεταβίβαση δικαιώματος, που προστατεύεται από τον νόμο, οι οποίες μπορούν να αφορούν τον παραπλανώμενο ή τρίτο, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Χρήση του πλαστού εγγράφου από τον πλαστογράφο αποτελεί και η παράδοση, ως και η αποστολή του πλαστού εγγράφου σε τρίτους, ανεξαρτήτως αν αυτό έγινε με αμοιβή ή όχι, για να παραπλανηθεί άλλος με τη χρήση του σε γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Η χρήση του πλαστού εγγράφου όταν τελείται από τον αυτουργό της πλαστογραφίας, παύει να είναι αυτοτελές έγκλημα και θεωρείται ως επιβαρυντική περίπτωση της πλαστογραφίας, υπό την έννοια ότι λαμβάνεται υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής και επαυξάνεται το ελάχιστο όριο αυτής, μη υποκειμένη σε αυτοτελή κύρωση. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού της αποφάσεως με το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, τα δε αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς, κατά το είδος τους και δεν απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει χωριστά από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Τέλος, κατ' άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 5173/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος, σε δεύτερο βαθμό, πλαστογραφίας, σε βαθμό πλημμελήματος και του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως 5 μηνών. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, δέχθηκε το Εφετείο ότι από τα μνημονευόμενα , κατά το είδος τους, αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα εξής: "Ο κατηγορούμενος στις 26-11-2003 εκ προθέσεως κατήρτισε εξ υπαρχής την υπ' αριθμ.... πλαστή γνωμάτευση σωματικής ικανότητας της Επιτροπής Απαλλαγών Αθηνών, με την οποία φέρεται ότι δήθεν κρίθηκε ακατάλληλος (Ι5) προς στράτευση ως πάσχων από "κήλη μεσοσπονδυλίου δίσκου με έντονα λειτουργικά ενοχλήματα". Η άνω γνωμάτευση όμως αφορούσε άλλο πρόσωπο ήτοι τον Κ, ο οποίος έπασχε από "ήπιες αγχώδεις δυσπροσαρμοστικές εκδηλώσεις" και είχε κριθεί ικανός πρώτης κατηγορίας Ι1, ούτε καν δηλαδή Ι5 (ακατάλληλος προς στράτευση), όπως ψευδώς είχε αναφέρει ο κατ/νος στην πλαστογραφηθείσα γνωμάτευσή της. Στη συνέχεια με αυτή την πλαστή γνωμάτευση την οποία ως άνω ανεφέρθη κατήρτισε ο κατ/νος, είχε σκοπό να παραπλανήσει με την χρήση της τις αρμόδιες στρατιωτικές αρχές, περί του γεγονότος ότι ήταν ακατάλληλος προς στράτευση και να απαλλαγεί από τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις ως Έλλην πολίτης. Πράγματι με αυτή την πλαστή βεβαίωση που στις 18-12-2003 χρησιμοποίησε ενώπιον του Στρατολογικού Γραφείου Δυτικής Αττικής κατόρθωσε να απαλλαγεί από την στρατιωτική του θητεία, χωρίς καν να έχει ποτέ προσέλθει προς εξέταση στην Επιτροπή κατά το έτος 2003". Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος κηρύχθηκε ένοχος του ότι: "Στην Αθήνα στις 26-11-2003 κατήρτισε εξ υπαρχής πλαστό έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Ειδικότερα στον ανωτέρω τόπο και χρόνο ο κατηγορούμενος κατήρτισε εξ υπαρχής την υπ' αριθμ. 15531/26-11-2003 πλαστή γνωμάτευση σωματικής ικανότητας της Επιτροπής Απαλλαγών Αθηνών, σύμφωνα με την οποία κρίθηκε ακατάλληλος για στράτευση (Ι5), εκ του λόγου ότι δήθεν έπασχε από: "κήλη μεσοσπονδυλίου δίσκου Ο5-Ι1, με έντονα λειτουργικά ενοχλήματα", ενώ το ως άνω πλαστό έγγραφο δεν αφορούσε κρίση της ικανότητας του κατηγορουμένου για στράτευση, αλλά του Κ, ο οποίος παρακολουθείται στρατολογικά από το Α' Στρατολογικό Γραφείο Αθηνών και ο κατηγορούμενος δεν είχε προσέλθει για εξέταση στην Επιτροπή κατά το έτος 2003".
Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν κατ' έφεση Τριμελές Εφετείο Αθηνών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, κατά την παραδεκτή ως άνω αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος της πλαστογραφίας, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 216 α παρ.1 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε, και δεν παραβίασε, ευθέως ή εκ πλαγίου, με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές, ώστε να στερείται νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα, σε σχέση με τις μερικότερες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, α) αιτιολογείται επαρκώς ο δόλος και δη ο σκοπός αυτού, με την εξ υπαρχής κατάρτιση της ...πλαστής ιατρικής γνωματεύσεως σωματικής ανικανότητας αυτού, με την οποίαν φέρεται ότι δήθεν κρίθηκε από την αρμόδια Επιτροπή Απαλλαγών Αθηνών ως ακατάλληλος (Ι5) προς στράτευση, ενώ η με τον άνω ίδιο αριθμό γνήσια γνωμάτευση αφορούσε άλλο πρόσωπο και αυτός δεν είχε ποτέ προσέλθει στην αρμόδια Επιτροπή Απαλλαγών για εξέταση, στη συνέχεια δε αιτιολογείται, ότι η πλαστογράφηση έγινε για να παραπλανήσει άλλους, αφού με τη χρήση της πλαστής αυτής γνωματεύσεως στο Στρατολογικό Γραφείο Δυτικής Αττικής, πέτυχε το σκοπό του που ήταν να απαλλαγεί από τη στρατιωτική θητεία, β) δε δημιουργείται ασάφεια ή αντίφαση μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού, ως προς το αν καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων τελικά για απλή πλαστογραφία χωρίς την επιβαρυντική περίπτωση της χρήσεως ή για πλαστογραφία μετά χρήσεως, αφού, ναι μεν στο αιτιολογικό αναφέρεται ότι ο κατηγορούμενος προέβη σε κατάρτιση πλαστού εγγράφου, της πλαστής ιατρικής γνωματεύσεως της Επιτροπής Απαλλαγών και σε χρήση της πλαστής αυτής γνωματεύσεως στο Στρατολογικό Γραφείο Δυτικής Αττικής και πέτυχε να απαλλαγεί από τη στρατιωτική θητεία ως ακατάλληλος, όπως είχε καταδικασθεί και πρωτοδίκως, πλην σαφώς από το προεκτεθέν διατακτικό προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος καταδικάσθηκε στο δεύτερο βαθμό, μόνο για κατάρτιση της ως άνω πλαστής γνωματεύσεως, χωρίς την επιβαρυντική περίπτωση της χρήσεως. Άρα αλυσιτελώς ο αναιρεσείων, προβάλλει ότι δεν εκτίθενται στο αιτιολογικό πραγματικά περιστατικά τα οποία συνιστούν τη χρήση της άνω πλαστής γνωματεύσεως, γ) δεν υπάρχει ασάφεια ή αντίφαση ως προς τα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε και ως προς το αν κατά την επιμέτρηση της ποινής που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα, λήφθηκε υπόψη η απλή πλαστογραφία, για την οποία τελικά καταδικάστηκε ή, η πλαστογραφία, μετά χρήσεως που αναφέρεται στο αιτιολογικό, αφού κατά το ειδικό σκεπτικό επιμετρήσεως της ποινής (σελ. 20, 21), κατά το άρθρο 79 ΠΚ, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του, για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος, το έγκλημα που τέλεσε και για το οποίο τελικά καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, δηλαδή εκείνο της πλαστογραφίας χωρίς την επιβαρυντική περίσταση της χρήσεως. Επομένως, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε ΚΠοινΔ, αντίθετοι προς τα ανωτέρω λόγοι αναιρέσεως (πρώτος δεύτερος και τέταρτος).
Η επιβαλλομένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία δεν αφορά μόνο την κυρία απόφαση αλλά και την παρεμπίπτουσα, με την οποία το δικαστήριο απέρριψε αίτημα αναβολής της δίκης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ. Συνίσταται δε η κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της παρεμπίπτουσας αυτής αποφάσεως στην αναφορά των πραγματικών περιστατικών που απεδείχθησαν κατά την διαδικασία στο ακροατήριο, των αποδείξεων που τα θεμελιώνουν, καθώς και των συλλογισμών με τους οποίους κατέληξε το δικαστήριο στην απορριπτική του αιτήματος κρίση του (Ολ. Α.Π. 7/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, ο αναιρεσείων, κατά τη συζήτηση της εφέσεώς του, ζήτησε την αναβολή της υποθέσεως για κρείσσονες αποδείξεις προκειμένου να κλητευθούν και εξετασθούν ως μάρτυρες οι στρατιωτικοί Ν1 και Ν2, του Στρατολογικού Γραφείου Δυτικής Αττικής, οι οποίοι υπογράφουν το αναγνωσθέν Φ. ... έγγραφο του Στρατολογικού Γραφείου, στο οποίο γίνεται μνεία ότι η φερόμενη ως πλαστή ιατρική γνωμάτευση, περιήλθε στο Στρατολογικό Γραφείο με στρατιωτικό Ταχυδρομείο και όχι προσωπικά από αυτόν, όπως είχε δεχθεί το πρωτόδικο δικαστήριο που τον καταδίκασε και για χρήση πλαστού εγγράφου, προκειμένου αυτοί να καταθέσουν ποίο συγκεκριμένο πρόσωπο τους προσκόμισε την επίμαχη πλαστή γνωμάτευση, για να διαπιστωθεί αν αυτός είχε ή όχι σχέση με τον προμηθευτή αυτού του πλαστού εγγράφου στο Στρατολογικό Γραφείο. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την συμπροσβαλλόμενη παρεμπίπτουσα απόφασή του απέρριψε ως αβάσιμο το αίτημα αναβολής της δίκης με την εξής αιτιολογία: "Ο κατηγορούμενος, που ενέχεται για πλαστογραφία μετά χρήσεως της υπ' αριθμ. ...γνωμάτευση της Επιτροπής Απαλλαγών Αθηνών, ζητεί να αναβληθεί η υπόθεση για κρείσσονες αποδείξεις, προκειμένου να κληθούν ως μάρτυρες οι Ν1 (αντισυνταγματάρχης) και Ν2 (Λοχαγός) καθόσον η μαρτυρία τους κρίνεται κατ' αυτόν απαραίτητη για να διευκρινισθεί το θέμα αν η άνω πλαστή βεβαίωση περιήλθε στο εν λόγω Στρατολογικό γραφείο από την Επιτροπή με στρατιωτικό ταχυδρομείο, δηλ. ταχυδρομικώς με υπηρεσιακή αλληλογραφία ή απ' αυτόν τον ίδιο προσωπικά. Το αίτημα αυτό του κατ/νου κατά την κρίση του δικαστηρίου πρέπει ν' απορριφθεί, γιατί το σπουδαίο και κρίσιμο θέμα, στην προκειμένη περίπτωση είναι αν η εν λόγω γνωμάτευση είναι πλαστή ή όχι και από ποιον έχει πλαστογραφηθεί και χρησιμοποιηθεί και όχι ο τρόπος με τον οποίο περιήλθε στα χέρια του Στρατολογικού γραφείου, γεγονός που και αν εξακριβωθεί με την μαρτυρία των άνω, σε τίποτε δεν θα βοηθήσει το δικαστήριο για την εξακρίβωση της αλήθειας σχετικά με τον αληθινό δράστη". Η παρεμπίπτουσα αυτή απόφαση είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, γιατί αναφέρονται σ' αυτή τα στοιχεία που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, στα οποία το Δικαστήριο θεμελίωσε την απόφασή του για αβασιμότητα του αιτήματος αναβολής και οι συλλογισμοί με τους οποίους κατέληξε στην κρίση του αυτή, ότι δηλαδή δεν κρίνει αναγκαία και κρίσιμη, για την ερευνώμενη πλαστογραφία, την εξέταση και την κατάθεση των δύο στρατιωτικών, ως προς τον τρόπο με τον οποίο περιήλθε στο Στρατολογικό Γραφείο η εν λόγω γνωμάτευση της Επιτροπής απαλλαγών, περί ανικανότητας προς στράτευση του κατηγορουμένου. Τούτο δε πέραν και ανεξαρτήτως του ότι στην επί της κατηγορίας αιτιολογία δέχθηκε ρητώς ότι το υπόψη έγγραφο χρησιμοποίησε ο ίδιος ο κατηγορούμενος ενώπιον του Στρατολογικού Γραφείου Δυτικής Αττικής, παραδοχή που αναγκαίως, σημαίνει ότι ο ίδιος το προσκόμισε στο εν λόγω Στρατολογικό Γραφείο, δηλαδή δεν δέχθηκε αποστολή του δια του στρατιωτικού ταχυδρομείου και επομένως άνευ ανάγκης διελήφθησαν τα ανωτέρω στην προσβαλλόμενη απόφαση.
Επομένως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο από το άρθρο. 510 παρ. 1 στοιχ Δ' και Η' του ΚΠοινΔ τρίτος λόγος αναιρέσεως, ως προς το αίτημα αυτό αναβολής, το δε Δικαστήριο που στην συνέχεια προχώρησε στην αποδεικτική διαδικασία και καταδίκασε τον κατηγορούμενο για πλαστογραφία, δεν υπερέβη την εξουσία του. Μετά ταύτα, ελλείψει άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 22 Σεπτεμβρίου 2009 αίτηση του Χ περί αναιρέσεως της με αριθμό 5173/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Απριλίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Μαΐου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ