Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Αμέλεια, Έκθεση.
Περίληψη:
Έκθεση. Έννοια αμέλειας. Αμέλεια χωρίς συνείδηση υπάρχει όταν ο δράστης δεν προβλέπει το εγκληματικό αποτέλεσμα ενώ θα μπορούσε να το προβλέψει και να το αποφύγει αν κατέβαλε την επιβαλλόμενη από το νόμο προσοχή, ενώ συνειδητή αμέλεια υπάρχει όταν ο δράστης προβλέπει ότι από τη συμπεριφορά του μπορεί να προέλθει το εγκληματικό αποτέλεσμα αλλά το αποκρούει και ενεργεί γιατί πιστεύει ότι δεν θα επέλθει στη συγκεκριμένη περίπτωση της παρ.2 της εκθέσεως απαιτείται δόλος έστω και ενδεχόμενος για το βασικό έγκλημα και αμέλεια για το βαρύτερο αποτέλεσμα του θανάτου ή της βαρείας σωματικής βλάβης που επήλθε. Επί κατεπείγουσας περιπτώσεως για τη διενέργεια νεκροψίας νεκροτομής δεν είναι απαραίτητη η ειδοποίηση του κατηγορουμένου για να διορίσει τεχνικό σύμβουλο.
Αριθμός 1222/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Δημάδη και Γεώργιο Αδαμόπουλο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 12 Μαρτίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ.192/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αιγαίου.
Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ, κάτοικο ....
Το Συμβούλιο Εφετών Αιγαίου με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Νοεμβρίου 2009 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1730/2009. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος Πρίαμος Λεκκός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου
Κατσιρώδη, με αριθμό 36/25-1-2010, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Ι. Eισάγω στο Συμβούλιό Σας, σύμφωνα με το ά. 485 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., την 11/26-11-2009 αίτηση αναιρέσεως του Χ κατοίκου ... ( ... ), που ασκήθηκε από τον δικηγόρο Σύρου Γ. Πλατή με την από 24-11-2009 εξουσιοδότησή του που προσκόμισε , κατά του 192/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αιγαίου, και εκθέτω τα ακόλουθα:
ΙΙ. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Χίου με το 88/2007 βούλευμά του παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Χ στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου Αιγαίου, που θα ορίσει ο Εισαγγελέας Εφετών Αιγαίου, για να δικασθεί για την αξιόποινη πράξη της έκθεσης από την οποία επήλθε ο θάνατος του παθόντος (α. 306 παρ. 1α και 2β Π.Κ.). Κατά του παραπεμπτικού αυτού βουλεύματος ο αναιρεσείων άσκησε την 5/2007 έφεσή του η οποία έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε στην ουσία της με το 32/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αιγαίου. Κατά του βουλεύματος αυτού του Συμβουλίου Εφετών ο ίδιος αναιρεσείων άσκησε την 6/2008 αίτησή του αναιρέσεως η οποία έγινε δεκτή με την 2467/2008 απόφαση του Αρείου Πάγου σε Συμβούλιο. Συγκεκριμένα ο Άρειος Πάγος αναίρεσε το βούλευμα αυτό για απόλυτη ακυρότητα και ειδικότερα για το ότι (ακριβής αντιγραφή): "Κατά το άρθρο 192 του ΚΠΔ, εκείνος που διόρισε τους πραγματογνώμονες πρέπει να ανακοινώσει ταυτόχρονα τα ονοματεπώνυμα τους και στους διαδίκους, εκτός αν τούτο είναι αδύνατο, ή αν συντρέχει η περίπτωση του άρθρου 187 του ιδίου Κώδικα, (που αναφέρεται σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις της προκαταρκτικής πραγματογνωμοσύνης, όταν δεν είναι δυνατό να διοριστεί τακτικός πραγματογνώμονας). Τούτο απαιτείται για να μπορέσει ο διάδικος, κατά τους ορισμούς των άρθρων 191 και 192 του ΚΠΔ, να ασκήσει το δικαίωμα εξαιρέσεως του πραγματογνώμονα και επιπρόσθετα, σύμφωνα με το άρθρο 204 παρ. 1 του αυτού Κώδικα, να προβεί στο διορισμό τεχνικού συμβούλου. Η παράλειψη της γνωστοποιήσεως αυτής στον κατηγορούμενο, αναγόμενη στην υπεράσπιση του και στην άσκηση των πιο πάνω δικαιωμάτων του, που του παρέχονται από το νόμο, δημιουργεί, κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ' του ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος σύμφωνα με το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, με το πληττόμενο 32/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αιγαίου, απορρίφθηκε η έφεση του παραπάνω κατηγορουμένου κατά του υπ' αριθ. 88/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Χίου, που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Περιφέρειας του Εφετείου Αιγαίου που θα ορίσει ο αρμόδιος Εισαγγελέας Εφετών Αιγαίου για να δικαστεί για την αξιόποινη πράξη της έκθεσης από την οποία επήλθε ο θάνατος του παθόντος (άρθρα 26 παρ.1, 27, 29, 51, 52, 60, 63, 79, 306παρ.2β-1 περ.α' του ΠΚ). Όπως από το βούλευμα αυτό προκύπτει, το Συμβούλιο συνεξετίμησε μετά των λοιπών αποδείξεων και την από 17-2-2005 ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας και νεκροτομής του πτώματος του παθόντος Ψ των ιατρών Γ1 και Γ2 που διατάχθηκε κατά το στάδιο της προανακρίσεως από τον προνακριτικό υπάλληλο ..., Αντιπλοίαρχο, κεντρικό Λιμενάρχη .... Όμως, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι γνωστοποιήθηκε στον αναιρεσείοντα ο διορισμός και τα ονόματα των ως άνω πραγματογνωμόνων, για να παρασχεθεί σ' αυτόν η δυνατότητα να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά του, όπως για υποβολή αιτήσεως εξαιρέσεως και για διορισμό τεχνικού συμβούλου.
Συνεπώς, εφόσον το Συμβούλιο Εφετών Αιγαίου έλαβε υπόψη του και συνεξετίμησε την πιο πάνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης, χωρίς να εκτίθενται και οι λόγοι που ενδεχομένως η γνωστοποίηση της δεν ήταν υποχρεωτική υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 484 παρ. 1 περ. Α' του ΚΠΔ και πρέπει το προσβαλλόμενο βούλευμα να αναιρεθεί κατά το βάσιμο δεύτερο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, παρελκούσης της έρευνας του ετέρου λόγου αναιρέσεως και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Συμβούλιο για νέα κρίση, στη σύνθεση του οποίου δεν θα λάβουν μέρος οι δικαστές που έκριναν προηγουμένως". III. Το Συμβούλιο Εφετών Αιγαίου επανήλθε και με το 1609/2009 βούλευμά του δέχθηκε τυπικά και απέρριψε στην ουσία της ως αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντα κατά του πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος. Αυτό επαναδιατύπωσε την κατηγορία με την ακόλουθη μορφή: "Με την ιδιότητα του πλοιάρχου του Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου "Π...", στο λιμένα ... την 15-2-2005, με ενδεχόμενο δόλο, εξέθεσε τον ναυτολογημένο στο πλοίο αυτό με την ιδιότητα του μηχανοδηγού, Ψ και κατ' αυτό τον τρόπο, τον κατέστησε αβοήθητο, πράξη από την οποία επήλθε ο θάνατος του, ως βαρύτερο αποτέλεσμα, που οφείλεται σε συνειδητή αμέλεια του. Ειδικότερα, παρά τις εξαιρετικά δυσμενείς καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν στο λιμένα ..., με κύματα που υπερέβαιναν την προβλήτα του λιμένος, όπου είχε προσδεθεί το ανωτέρω πλοίο, με απαγόρευση απόπλου του και παρά την αδυναμία των αρμοδίων τοπικών φορέων ... να προστρέξουν σε βοήθεια του πλοίου αυτού, εξαιτίας της θραύσης των κάβων πρόσδεσης στο λιμένα του πλοίου και του κινδύνου να προσαράξει αυτό στα αβαθή του λιμένα, αυτός, με επανειλημμένες τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, έδωσε με φορτικότητα εντολή στον Ψ, επισείοντας τον κίνδυνο της απόλυσης του σε περίπτωση άρνησης της, προκειμένου να βοηθήσει από την προβλήτα του λιμένος την πρόσδεση των κάβων του πλοίου, αν και από την ναυτική εμπειρία του γνώριζε ότι αυτό ήταν επικίνδυνο για τη ζωή του, χωρίς να επιθυμεί το θάνατο του, ευχόμενος ότι αυτός δεν θα επέλθει. Κατά την πρόσδεση του δεύτερου κάβου, εξαιτίας των κυμάτων ο Ψ έπεσε και κτύπησε στην τσιμεντένια προβλήτα του λιμένος και στη συνέχεια παρασύρθηκε στη θάλασσα, στο εσωτερικό τμήμα του λιμένος, από την οποία τον ανέσυραν νεκρό οι Κ1 και Σ που έπεσαν στη θάλασσα. Ο θάνατος του επήλθε από εγκεφαλική αιμορραγία εξ αιτίας κατάγματος του κρανίου του, που προήλθε από την πτώση του στην τσιμεντένια προβλήτα, αποτέλεσμα που δεν επεδίωκε ο ανωτέρω κατηγορούμενος, πλην όμως συνειδητά, από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε και μπορούσε με την ιδιότητα του πλοιάρχου να καταβάλει, δεν μερίμνησε να συστήσει στον ανωτέρω θανόντα να απομακρυνθεί από την προβλήτα, παρόλο που προέβλεπε ότι τα κύματα που υπερέβαιναν το ύψος αυτής, μπορούσαν να τον παρασύρουν και να τον κτυπήσουν με σφοδρότητα σ' αυτή, με μοιραίο επακόλουθο το θάνατό του". Το βούλευμα αυτό επιδόθηκε στον κατηγορούμενο στις 16-11-2009 στον κατηγορούμενο με παράδοση αυτού στην σύνοικο πεθερά του ... , όπως προκύπτει από το σχετικό αποδεικτικό του Αρχιφύλακα ... του Α.Τ.... , και αυτός στις 26-11-2009 εμπρόθεσμα, δηλ. εντός της προβλεπόμενης δεκαήμερης προθεσμίας από την επίδοση (α. 473 παρ. 1 του ΚΠΔ ), άσκησε την παραπάνω αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Αιγαίου και ζητά την εξαφάνισή του για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διατάξεως του α. 306 του ΠΚ και απόλυτη ακυρότητα (α. 484 παρ. 1 στοιχ. Α! , Δ! και Ε! του ΚΠΔ ). Επειδή η αίτηση αυτή αναιρέσεως είναι νομότυπη, εμπρόθεσμη και παραδεκτή (α. 473, 474 και 482 του ΚΠΔ ) πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί στην ουσία της.
ΙV. Κατά το άρθρο 306 παρ. 1 Π.Κ. "όποιος εκθέτει άλλον και έτσι τον καθιστά αβοήθητο, καθώς και όποιος με πρόθεση αφήνει αβοήθητο ένα πρόσωπο, που το έχει στην προστασία του ή που έχει υποχρέωση να το διατρέφει και να το περιθάλπει ή, να το μεταφέρει, ή ένα πρόσωπο που ο ίδιος το τραυμάτισε υπαίτια, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. Κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου του Π.Κ., αν από την έκθεση προκληθεί από αμέλεια του δράστη βαριά βλάβη της υγείας του παθόντος επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα έτη, αν δε προκληθεί θάνατος, κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών". Από τη διάταξη της παρ. 1 προκύπτει, ότι η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της έκθεσης, το οποίο είναι έγκλημα συγκεκριμένης διακινδύνευσης, συγκροτείται με δύο τρόπους: α) με την έκθεση άλλου, έτσι ώστε να καταστεί αυτός αβοήθητος (έκθεση σε στενή έννοια) και β) με την άφεση αβοήθητου του προσώπου που βρίσκεται υπό την προστασία του δράστη. Η έννοια των φράσεων του νόμου "καθιστά αβοήθητο", "αφήνει αβοήθητο" σημαίνει ότι και στις δυο αυτές περιπτώσεις δημιουργείται κατάσταση κινδύνου για τη ζωή ή την υγεία του παθόντος ή επιτάσεως του επισυμβάντος κινδύνου. Ειδικότερα, ο πρώτος τρόπος τελέσεως του εγκλήματος της έκθεσης σε στενή έννοια, υπάρχει, όταν με θετική ενέργεια (ή παράλειψη), το θύμα μεταφέρεται από μία σχετικά ασφαλή θέση σε μία ανασφαλή, χωρίς να απαιτείται τοπική μετακίνηση του θύματος, και έτσι εκτίθεται σε κίνδυνο η ζωή και η υγεία του ( Ν. Ανδρουλάκης Ειδικό Μέρος Ποινικού Δικαίου 1974 σελ. 68 ). Η αβοήθητη θέση, στην οποία περιάγεται το θύμα, συνίσταται στη δημιουργία όρων με τους οποίους αρχίζει μια αυτοδύναμη διαδικασία που θα οδηγήσει σε βλάβη του εννόμου αγαθού της ζωής ή της υγείας, αν δεν ανακοπεί με οποιονδήποτε τρόπο. Επομένως είναι αδιάφορο, εάν το θύμα τελικά διασωθεί με την παρέμβαση τρίτων ή από τύχη. Και τούτο, γιατί στα εγκλήματα συγκεκριμένης διακινδύνευσης, στα οποία εντάσσεται και η έκθεση, η συμπεριφορά του δράστη εξαντλείται στην πρόκληση του κινδύνου και δεν συνδέεται με την επέλευση της βλάβης. Απαιτείται, ακόμη, να συντρέχει και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή της παραλείψεως του δράστη και του αποτελέσματος, ο οποίος θεωρείται ότι υπάρχει, όταν μπορούμε να φανταστούμε ότι, αν δεν ελάμβανε χώρα η ενέργεια του δράστη ή δεν παραλειπόταν η επιβεβλημένη ενέργειά του, τότε το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα, δηλαδή η κατάσταση κινδύνου, στη μεν έκθεση σε στενή έννοια, δεν θα επερχόταν, στην δε έκθεση σε ευρεία έννοια, η οποία τελείται με παράλειψη, η υπάρχουσα ήδη κατάσταση κινδύνου, θα εξαλειφόταν (ΑΠ 1599/2006, ΑΠ 65/2007). Για τη συγκρότηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της έκθεσης, απαιτείται να έχει ο δράστης δόλο έστω και ενδεχόμενο) δηλαδή αυτός να γνωρίζει, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, ότι ο παθών, στην πρώτη περίπτωση (έκθεση σε στενή έννοια) περιάγεται με την ενέργειά του σε κατάσταση κινδύνου για τη ζωή ή την υγεία του, στη δεύτερη δε περίπτωση, ότι ο παθών βρίσκεται ήδη σε κατάσταση κινδύνου για τη ζωή ή την υγεία του και να θέλει ή αποδέχεται, στην πρώτη περίπτωση να προβεί στην ενέργεια (ή την παράλειψη) από την οποία δημιουργείται η ως άνω κατάσταση κινδύνου, στη δεύτερη δε περίπτωση, να παραλείψει να προβεί στη λυτρωτική για τον παθόντα ενέργεια, οσάκις ο δράστης έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του κινδύνου για τη ζωή ή την υγεία του παθόντος (Α.Π. 1503/2002 , ΑΠ 332/2000) . Στην διακεκριμένη περίπτωση της παρ. 2 της έκθεσης απαιτείται δόλος έστω και ενδεχόμενος για το βασικό έγκλημα και αμέλεια για το βαρύτερο αποτέλεσμα του θανάτου ή της βαριάς σωματικής βλάβης που επήλθε ( ΑΠ 1371/2006 , ΑΠ 300/98 , ΑΠ 717/97 ). Για την συνδρομή του ενδεχόμενου δόλου στην επιβαρυντική περίσταση του εγκλήματος της έκθεσης πρέπει να υπάρχει στο πρόσωπο του δράστη και να αιτιολογείται: α) η πρόβλεψη του βαρύτερου αποτελέσματος (γνωστικό στοιχείο) και β) η αποδοχή του αποτελέσματος (βουλητικό στοιχείο) που μπορεί να συνάγεται από την πολύ μεγάλη πιθανότητα πρόβλεψης του βαρύτερου αποτελέσματος που επήλθε και τελικά το επιδοκίμασαν και το αποδέχθηκαν (ΑΠ 65/2007 , ΑΠ 1371/2006). Εξάλλου, κατά το άρθρο 28 του Π.Κ., η αμέλεια διακρίνεται σε ενσυνείδητη και μη συνειδητή. Ενσυνείδητη αμέλεια υπάρχει όταν ο δράστης, λόγω μη καταβολής της προσήκουσας προσοχής, προβλέπει μεν ότι από τη συμπεριφορά του μπορεί να προέλθει το εγκληματικό αποτέλεσμα, αλλά το αποκρούει και ενεργεί, διότι είτε ελπίζει (ενσυνείδητη αμέλεια α' βαθμού ), είτε πιστεύει (ενσυνείδητη αμέλεια β' βαθμού) ότι δεν θα επέλθει (ΑΠ 630/2005, ΑΠ 963/2006, ΑΠ 2057/2001, ΑΠ 1519/1987 ). Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αξιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα (Ολ. ΑΠ 1/2005 ΠΛογ 2005.49, Ολ. ΑΠ 2/2004 ΠΛογ 2004.1015 , ΑΠ 1560/2002 ΠΧ' 2003.536, ΑΠ 1011/2000 ΠΧ' 2001.244). Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων και κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου ή του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος για την πληρότητα της αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα είναι επιτρεπτή η καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση (ΑΠ 2095/2008 , ΑΠ 2253/2002 ΠΧ' 2003.795, ΑΠ 911/1995 ΠΧ! 1995.1440, ΑΠ 459/1992 ΠΧ! 1992.545). V. Το Συμβούλιο Εφετών Αιγαίου με το προσβαλλόμενο βούλευμά του με καθολική αναφορά στην στη ενσωματωμένη πρόταση του Εισαγγελέα δέχθηκε ότι , μετά από στάθμιση και αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού της δικογραφίας και ειδικότερα των καταθέσεων των μαρτύρων, της απολογίας του κατηγορουμένου και των υπομνημάτων του, και όλων των λοιπών εγγράφων της δικογραφίας πλήν της από 17-2-2005 ιατροδικαστικής εκθέσεως, προέκυψαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Στις 13-2-2005 κατέπλευσε στον λιμένα ..., σε εκτέλεση προγραμματισμένου δρομολογίου, το Ε/Γ-0/Γ πλοίο "Π...", με πλοίαρχο τον κατηγορούμενο και ναυτολογημένο, ως μηχανοδηγό Β, τον Ψ, ο οποίος μετά το πέρας της βάρδιας του, έλαβε άδεια από τον κατηγορούμενο, να διανυκτερεύσει εκτός πλοίου, στην οικογενειακή του εστία στα .... Στις 14-2-2005 εξελίχθησαν δυσμενείς οι καιρικές συνθήκες, απαγορεύθηκε ο απόπλους του ανωτέρω πλοίου και ενισχύθηκε η πρόσδεση του πλοίου με πρόσθετους κάβους, πλην όμως περί ώρα 01.00 της 15-2-2005 έγινε θραύση του κάβου της πρύμνης, υπήρχε ιδιαίτερα υψηλός κυματισμός με κύματα πού έφθαναν τα 10 μέτρα, εξ αιτίας των οποίων δεν μπόρεσε ο Ψ να επιβιβασθεί από την προβλήτα του λιμένος στο πλοίο. Στην συνέχεια, έγινε σταδιακή θραύση και άλλων κάβων του πλοίου, χωρίς να δυνηθούν οι τοπικοί φορείς των ... και η Λιμενική Αρχή να παράσχουν βοήθεια στο πλοίο, με την πρόσδεση κάβων, με αποτέλεσμα περί ώρα 13.40 το πλοίο να συγκρατείται μόνον από ένα κάβο και να είναι σφόδρα πιθανός ο κίνδυνος προσάραξης του στα αβαθή του λιμένος. Περί ώρα 14.00 της ιδίας ημέρας τηλεφώνησε ο κατηγορούμενος στον Ψ, πού ανέμενε σε καφενείο της παραλίας, προκειμένου να βελτιωθούν οι καιρικές συνθήκες για να επιβιβασθεί στο πλοίο, και του ζήτησε με φορτικότητα να βοηθήσει από την ξηρά την ενίσχυση πρόσδεσης των κάβων, παρά την αρχική του άρνηση και το γεγονός ότι αυτή η ενέργεια ήταν επικίνδυνη για την ζωή του. Μετά από επανειλημμένες τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, κατά τις οποίες, ο κατηγορούμενος, του επέσειε τον κίνδυνο απόλυσης του, σε περίπτωση που δεν πλησίαζε για την πρόσδεση κάβων, αυτός εμφανώς ταραγμένος παρά τα ακραία καιρικά φαινόμενα που επικρατούσαν και τις αποτρεπτικές παρευρισκομένων, προσπάθησε να προσεγγίσει το πλοίο, με τα κύματα υπερβαίνουν την προβλήτα του λιμένος, δεμένος για. ασφάλεια με λεπτό σχοινάκι στην μέση του, πλην όμως, κατά την διάρκεια πρόσδεσης του δεύτερου κάβου, κύματα τον πέταξαν στην τσιμεντένια προβλήτα και στην συνέχεια τον παρέσυραν στην θάλασσα, στο εσωτερικό τμήμα του λιμένος. Από τους παρευρισκόμενους, ο Κ1 και στην συνέχεια ο Σ έπεσαν στην θάλασσα για να τον βοηθήσουν και κατάφεραν να τον τραβήξουν στην ξηρά, όπου και διαπιστώθηκε ο θάνατος του. Από την ληξιαρχική πράξη θανάτου του, φαίνεται ότι ο θάνατος αυτού επήλθε από εγκεφαλική αιμορραγία, εξ αιτίας κατάγματος κρανίου, πού προήλθε από την βίαιη πρόσκρουση του στην τσιμεντένια προβλήτα του λιμένα. Ο κατηγορούμενος, ως πλοίαρχος, ήταν έμπειρος ναυτικός για να αντιληφθεί το ενδεχόμενο διακινδύνευσης της ζωής του θανόντος, όταν φορτικά και με την απειλή της απόλυσης του, του έδιδε την εντολή να βοηθήσει στην πρόσδεση των κάβων του πλοίου. Αποδέχθηκε τον κίνδυνο αυτό, αδιαφόρησε εντελώς για την σφόδρα πιθανή επέλευση του, την οποία μπορούσε να αντιληφθεί, εξ αιτίας των ακραίων καιρικών συνθηκών και αδυναμίας βοήθειας του από τους αρμόδιους τοπικούς φορείς των ..., αν και δεν επιθυμούσε τον θάνατο του ανωτέρω και στην συμπεριφορά του αυτή, τον εξώθησε το αίσθημα ανασφάλειας για τον κίνδυνο του πλοίου του και τον κίνδυνο της ζωής του πληρώματος, πού ήσαν στο πλοίο. Αυτός ισχυρίσθηκε ότι, ουδέποτε ζήτησε φορτικά από τον Ψ να προσεγγίσει το πλοίο και ότι αυτός ενήργησε απόφιλοτιμία και υπερβάλλοντα ζήλο για την σωτηρία του πλοίου, πλην όμως διαψεύδονται οι ισχυρισμοί αυτοί από τις καταθέσεις των Φ, Κ2, Μ, Α και Π, που καταθέτουν ότι ασκήθηκε στον θανόντα απότον κατηγορούμενο τηλεφωνικώς έντονη ψυχολογική πίεση, προκειμένου να φύγει από τον ασφαλή χώρο του καφενείου και να προσεγγίσει την προβλήτα για την πρόσδεση των κάβων του πλοίου. Κατά συνέπεια η ανωτέρω ενέργεια του κατηγορούμενου οφείλεται σε από ενδεχόμενο δόλο έκθεση του θανόντος, με συνειδητή αμέλεια του για το επελθόν βαρύτερο αποτέλεσμα του θανάτου του. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις σε βάρος του ανωτέρω εκκαλούντος-κατηγορούμενου για την αποδιδόμενη σ' αυτόν αξιόποινη πράξη της έκθεσης από την οποία προκλήθηκε θάνατος ανθρώπου (άρθρα 1, 5, 14, 16, 17, 18, 26 παρ.1, 27, 29, 51, 52, 60, 63, 79, 306 παρ.2β-1 περ.α ΠΚ), αφού επαναδιατυπωθεί η σε βάρος του κατηγορία, σύμφωνα με το υπ' αριθμ.88/2007 βούλευμα Συμβουλίου Πλημ/κών Χίου, δεδομένου ότι δεν επέρχεται μεταβολή κατηγορίας όταν στα πλαίσια του ακριβέστερου προσδιορισμού της πράξης, αλλάξει ο τρόπος τέλεσης της, χωρίς την μεταβολή της ταυτότητας της, καθ' όσον η έκθεση είναι έγκλημα συγκεκριμένης διακινδύνευσης και γνήσιο πολύτροπο υπαλλακτικά μικτό. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να παραπεμφθεί ο Χ στο ακροατήριο του Μ.Ο.Δ της περιφέρειας Εφετείου Αιγαίου, για να δικασθεί ως υπαίτιος του ότι, με την ιδιότητα του πλοιάρχου του Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου "Π...", στον λιμένα ... την 15-2-2005, με ενδεχόμενο δόλο, εξέθεσε τον ναυτολογημένο στο πλοίο αυτό με την ιδιότητα του μηχανοδηγού, Ψ και κατ'αυτό τον τρόπο τον κατέστησε αβοήθητο, πράξη από την οποία επήλθε ο θάνατος του, ως βαρύτερο, αποτέλεσμα, πού οφείλεται σε συνειδητή αμέλεια του. Ειδικότερα, παρά τις εξαιρετικά δυσμενείς καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν στον λιμένα ..., με κύματα που υπερέβαιναν την προβλήτα του λιμένος, όπου είχε προσδεθεί το ανωτέρω πλοίο και παρά την αδυναμία των αρμοδίων τοπικών φορέων ... να προστρέξουν σε βοήθεια του πλοίου αυτού, εξ αιτίας της θραύσης των κάβων πρόσδεσης στον λιμένα του πλοίου και του κινδύνου να προσαράξει αυτό στα αβαθή του λιμένα, αυτός με επανειλημμένες τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, έδωσε με φορτικότητα εντολή στον Ψ, επισείοντας τον κίνδυνο της απόλυσης του σε περίπτωση άρνησης της, προκειμένου να βοηθήσει από την προβλήτα του λιμένος την πρόσδεση των κάβων του -πλοίου, αν και από την. ναυτική εμπειρία του γνώριζε ότι αυτό ήταν επικίνδυνο για την ζωή του, χωρίς να επιθυμεί τον θάνατο του, ευχόμενος ότι αυτός δεν θα επέλθει. Κατά την πρόσδεση του δεύτερου κάβου, εξ αιτίας των κυμάτων ο Ψ έπεσε και κτύπησε στην τσιμεντένια προβλήτα του λιμένος και στην συνέχεια παρασύρθηκε στην θάλασσα, στο εσωτερικό τμήμα του λιμένος, από την οποία τον ανέσυραν νεκρό οι Κ1 και Σ πού έπεσαν στην θάλασσα. Ο θάνατος του επήλθε από εγκεφαλική αιμορραγία, εξ αιτίας κατάγματος του κρανίου του, που προήλθε από την πτώση του στην τσιμεντένια προβλήτα, αποτέλεσμα που δεν επεδίωκε ο ανωτέρω κατηγορούμενος, πλην όμως συνειδητά, από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε και μπορούσε με την ιδιότητα του πλοιάρχου να καταβάλει, δεν μερίμνησε να συστήσει στον ανωτέρω θανόντα να απομακρυνθεί από την προβλήτα, παρ' όλο που προέβλεπε ότι τα κύματα, που υπερέβαιναν το ύψος αυτής μπορούσαν να τον παρασύρουν και να κτυπήσουν με σφοδρότητα σ'αυτή, με μοιραίο επακόλουθο τον θάνατο του.
Συνεπώς πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί κατ'ουσία και να επικυρωθεί το προσβαλλόμενο ανωτέρω βούλευμα, μετά την επαναδιατύπωσή του, κατά το μέρος που ο ανωτέρω εκκαλών παραπέμπεται στο αρμόδιο μικτό ορκωτό δικαστήριο. VI.Το βούλευμα αυτό του Συμβουλίου Εφετών Αιγαίου, με αυτά που δέχθηκε και ακολούθως απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χίου, έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία επειδή : α) εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της θανατηφόρου β) αναφέρει τα επιτρεπόμενα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του α. 306 του Π.Κ., γ) ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε την διάταξη αυτή, χωρίς να την παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα εκθέτει ρητά: α) τις ενέργειες του κατηγορουμένου εξαιτίας των οποίων ο θανών ενεπλάκη στην επικίνδυνη κατάσταση πρόσδεσης των κάβων του πλοίου β) την γνώση του κατηγορουμένου της επικίνδυνης αυτής κατάστασης και του κινδύνου για την ζωή του θανόντα γ) την αποδοχή του κινδύνου και την ελπίδα αυτού ότι κάτι τέτοιο δεν θα συμβεί (ενδεχόμενος δόλος) δ) τον αιτιώδη σύνδεσμο ανάμεσα στην επικίνδυνη αποστολή που ανατέθηκε στον θανόντα και τον θάνατό του ε) την πρόβλεψη αυτού ότι ήταν πιθανό το βαρύτερο αποτέλεσμα του θανάτου (ενσυνείδητη αμέλεια ) και στ) την ελπίδα του ότι αυτό τελικά (θάνατος) δεν θα συνέβαινε. Ακόμα ο αναιρεσείων παραπονείται για απόλυτη ακυρότητα επειδή ελήφθη υπόψη για την παραπομπή του η ιατροδικαστική έκθεση στην οποία δεν του δόθηκε η δυνατότητα να ορίσει τεχνικούς συμβούλους. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί επειδή: α) το αποδεικτικό αυτό μέσο ρητά εξαιρέθηκε από τα αποδεικτικά μέσα που ελήφθησαν υπόψη για την παραπομπή του και β) εμμένουμε στην άποψη που υποστηρίξαμε με την πρότασή μας κατά την έκδοση του 2467/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Σας ότι λόγω του κατεπείγοντος για την διενέργεια της νεκροψίας - νεκροτομής δεν ήταν απαραίτητη η ειδοποίηση του αναιρεσείοντα ώστε να διορίσει τεχνικούς συμβούλους (ΑΠ 1808/88 ΝοΒ.1989.479, ΑΠ 690/1971 ΠΧ! 1972.221). Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι η εσφαλμένη κατά την άποψη του αναιρεσείοντος εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού ανάγεται στην ανέλεγκτη εκ μέρους του Συμβουλίου κρίση των πραγματικών περιστατικών η οποία δεν ελέγχεται αναιρετικά (ΑΠ 1534/2008 , AΠ 567/2006 , ΑΠ 501/2006 , ΑΠ 1071/2005 ΠΧ! 2006.134). Με την παραπάνω επαναδιατύπωση του διατακτικού του βουλεύματος δεν επήλθε ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας και κατ' επέκταση απόλυτη ακυρότητα, όπως προβάλει ο αναιρεσείων, αλλά το Συμβούλιο Εφετών διευκρίνησε τα υπάρχοντα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από το ίδιο αποδεικτικό υλικό (ΑΠ 1710/2008, ΑΠ 2082/2008 ΑΠ 79/2007, ΑΠ 183/2006 στην ιστοσελίδα του Α.Π). VII. Με βάση τα δεδομένα αυτά η αίτηση αυτή αναιρέσεως του κατηγορουμένου είναι αβάσιμη και για το λόγο αυτό πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν σ' αυτόν τα δικαστικά έξοδα (α. 583 παρ. 1 , όπως αντ. από το α. 55 παρ. 1 του Ν. 3160/2003 , σε συνδ. με το α. 3 παρ. 3 του Ν. 773/1977 και την 58553/19/28-6-2006 Α.Υ. Οικονομικών και Δικαιοσύνης). Τέλος πρέπει να απορριφθεί το αίτημα του αναιρεσείοντα για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Δικαστηρίου Σας επειδή αυτός τόσο με την απολογία του , τα υπομνήματά του και την έφεσή του όσο και με την αίτησή αναιρέσεως εκθέτει πλήρως και αναλυτικά τις απόψεις του και έτσι δεν είναι αναγκαία κάποια άλλη διασάφηση ή διευκρίνιση εκ μέρους του ( ΑΠ 1071/2008 , ΑΠ 2049/2007 ΑΠ 960/2006 ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω:
Α) Να απορριφθεί το αίτημά του αναιρεσείοντα Χ κατοίκου ... (... ) για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Δικαστηρίου Σας
Β) Να απορριφθεί η 11/26-11-2009 αίτηση αναιρέσεως του ίδιου αναιρεσείοντα Χ κατοίκου ... (...) κατά του 192/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αιγαίου, και Γ) Να επιβληθούν σε βάρος αυτού του αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 25 Ιανουαρίου 2010
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κ. Κατσιρώδης".
Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 306 παρ. 1 ΠΚ όποιος εκθέτει άλλον και έτσι τον καθιστά αβοήθητο, καθώς και όποιος με πρόθεση αφήνει αβοήθητο ένα πρόσωπο, που το έχει στην προστασία του ή που έχει υποχρέωση να το διατρέφει και να το περιθάλπει ή να το μεταφέρει ή ένα πρόσωπο που ο ίδιος τραυμάτισε υπαίτια, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου ΠΚ, αν από την έκθεση προκληθεί από αμέλεια του δράστη βαριά βλάβη της υγείας του παθόντος επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα έτη, αν δε προκληθεί θάνατος, κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών. Εξάλλου κατά το άρθρο 28 του ΠΚ από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του είτε το προέβλεψε ως δυνατόν πίστευε όμως ότι δε θα επερχόταν. Η διάταξη αυτή διακρίνει δύο είδη αμέλειας α) την αμέλεια χωρίς συνείδηση όταν ο δράστης δεν προβλέπει το εγκληματικό αποτέλεσμα ενώ θα μπορούσε να το προβλέψει και να το αποφύγει αν κατέβαλε την επιβαλλόμενη από το νόμο προσοχή και β) τη συνειδητή αμέλεια (ενσυνείδητη), όταν ο δράστης προβλέπει ότι από τη συμπεριφορά του μπορεί να προέλθει το εγκληματικό αποτέλεσμα, αλλά το αποκρούει και ενεργεί γιατί πιστεύει ότι δε θα επέλθει. Στη διακεκριμένη περίπτωση της παρ. 2 της έκθεσης απαιτείται δόλος έστω και ενδεχόμενος για το βασικό έγκλημα και αμέλεια για το βαρύτερο αποτέλεσμα του θανάτου ή της βαριάς σωματικής βλάβης που επήλθε. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως όταν αναφέρονται σε αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το συμβούλιο εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωθείσα στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση στην οποία εκτίθενται τα ανωτέρω στοιχεία με τα οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου αυτού. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν το συμβούλιο δίνει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι αυτή έχει ενώ εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύουν τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όχι μόνο όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση στις διατάξεις που εφάρμοσε αλλά και όταν οι διατάξεις αυτές παραβιάστηκαν εκ πλαγίου, ήτοι όταν έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό με το διατακτικό το οποίο ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση με το 88/ 2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χίου παραπέμφθηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος ενώπιον του ΜΟΔ της περιφερείας του Εφετείου Αιγαίου, που θα ορίσει ο Εισαγγελέας Εφετών Αιγαίου, για να δικαστεί για την αξιόποινη πράξη της έκθεσης από την οποία επήλθε ο θάνατος του παθόντος (άρθρο 302 παρ. 1 α και 2β ΠΚ). Επί εφέσεως του κατηγορουμένου κατά το παραπεμπτικού τούτου βουλεύματος εκδόθηκε το 32/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αιγαίου με το οποίο απορρίφθηκε η έφεση στην ουσία της. Επί δε αιτήσεως αναιρέσεως τούτου εκδόθηκε η 2467/ 2008 απόφαση το Αρείου Πάγου σε συμβούλιο, η οποία αναίρεσε το 32/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αιγαίου για απόλυτη ακυρότητα και ειδικότερα διότι συνεκτιμήθηκε και η από 17/2/2005 ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας και νεκροτομής επί του πτώματος του παθόντος Ψ των ιατρών Γ1 και Φ2 που διατάχθηκε κατά το στάδιο της προανακρίσεως από τον προανακριτικό υπάλληλο κεντρικό Λιμενάρχη ... χωρίς να γνωστοποιηθεί στον αναιρεσείοντα ο διορισμός και τα ονόματα των άνω πραγματογνωμόνων για να παρασχεθεί σε αυτόν η δυνατότητα να ασκήσει τα δικαιώματα του όπως για τυχόν υποβολή αιτήσεως εξαιρέσεως και για διορισμό τεχνικού συμβούλου.
Στη συνέχεια εκδόθηκε το προσβαλλόμενο 192/ 2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αιγαίου το οποίο επαναδιατύπωσε την κατηγορία σε βάρος του αναιρεσείοντος για την πράξη αυτή χωρίς να λάβει υπόψη την άνω από 17-02-2005 ιατροδικαστική έκθεση. Στην προκειμένη περίπτωση από το σκεπτικό του προσβαλλόμενου 192/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αιγαίου στο οποίο έχει ενσωματωθεί η πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών Αιγαίου, το άνω Συμβούλιο, από την συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, που κατ' είδος προσδιορίζονται, πλην της ως άνω ιατροδικαστικής εκθέσεως και αναφέρεται καθ' ολοκληρίαν στην εισαγγελική αυτή πρόταση δέχθηκε ανελέγκτως ότι: "Στις 13-2-2005 κατέπλευσε στον λιμένα ..., σε εκτέλεση προγραμματισμένου δρομολογίου, το Ε/Γ-0/Γ πλοίο "Π...", με πλοίαρχο τον κατηγορούμενο και ναυτολογημένο, ως μηχανοδηγό Β, τον Ψ, ο οποίος μετά το πέρας της βάρδιας του, έλαβε άδεια από τον κατηγορούμενο, να διανυκτερεύσει εκτός πλοίου, στην οικογενειακή του εστία στα .... Στις 14-2-2005 εξελίχθησαν δυσμενείς οι καιρικές συνθήκες, απαγορεύθηκε ο απόπλους του ανωτέρω πλοίου και ενισχύθηκε η πρόσδεση του πλοίου με πρόσθετους κάβους, πλην όμως περί ώρα 01.00 της 15-2-2005 έγινε θραύση του κάβου της πρύμνης, υπήρχε ιδιαίτερα υψηλός κυματισμός με κύματα πού έφθαναν τα 10 μέτρα, εξ αιτίας των οποίων δεν μπόρεσε ο Ψ να επιβιβασθεί από την προβλήτα του λιμένος στο πλοίο. Στην συνέχεια, έγινε σταδιακή θραύση και άλλων κάβων του πλοίου, χωρίς να δυνηθούν οι τοπικοί φορείς των ... και η Λιμενική Αρχή να παράσχουν βοήθεια στο πλοίο, με την πρόσδεση κάβων, με αποτέλεσμα περί ώρα 13.40 το πλοίο να συγκρατείται μόνον από ένα κάβο και να είναι σφόδρα πιθανός ο κίνδυνος προσάραξης του στα αβαθή του λιμένος. Περί ώρα 14.00 της ιδίας ημέρας τηλεφώνησε ο κατηγορούμενος στον Ψ, πού ανέμενε σε καφενείο της παραλίας, προκειμένου να βελτιωθούν οι καιρικές συνθήκες για να επιβιβασθεί στο πλοίο, και του ζήτησε με φορτικότητα να βοηθήσει από την ξηρά την ενίσχυση πρόσδεσης των κάβων, παρά την αρχική του άρνηση και το γεγονός ότι αυτή η ενέργεια ήταν επικίνδυνη για την ζωή του. Μετά από επανειλημμένες τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, κατά τις οποίες, ο κατηγορούμενος, του επέσειε τον κίνδυνο απόλυσης του, σε περίπτωση που δεν πλησίαζε για την πρόσδεση κάβων, αυτός εμφανώς ταραγμένος παρά τα ακραία καιρικά φαινόμενα που επικρατούσαν και τις αποτρεπτικές παρευρισκομένων, προσπάθησε να προσεγγίσει το πλοίο, με τα κύματα υπερβαίνουν την προβλήτα του λιμένος, δεμένος για. ασφάλεια με λεπτό σχοινάκι στην μέση του, πλην όμως, κατά την διάρκεια πρόσδεσης του δεύτερου κάβου, κύματα τον πέταξαν στην τσιμεντένια προβλήτα και στην συνέχεια τον παρέσυραν στην θάλασσα, στο εσωτερικό τμήμα του λιμένος. Από τους παρευρισκόμενους, ο Κ1 και στην συνέχεια ο Σ έπεσαν στην θάλασσα για να τον βοηθήσουν και κατάφεραν να τον τραβήξουν στην ξηρά, όπου και διαπιστώθηκε ο θάνατος του. Από την ληξιαρχική πράξη θανάτου του, φαίνεται ότι ο θάνατος αυτού επήλθε από εγκεφαλική αιμορραγία, εξ αιτίας κατάγματος κρανίου, πού προήλθε από την βίαιη πρόσκρουση του στην τσιμεντένια προβλήτα του λιμένα. Ο κατηγορούμενος, ως πλοίαρχος, ήταν έμπειρος ναυτικός για να αντιληφθεί το ενδεχόμενο διακινδύνευσης της ζωής του θανόντος, όταν φορτικά και με την απειλή της απόλυσης του, του έδιδε την εντολή να βοηθήσει στην πρόσδεση των κάβων του πλοίου. Αποδέχθηκε τον κίνδυνο αυτό, αδιαφόρησε εντελώς για την σφόδρα πιθανή επέλευση του, την οποία μπορούσε να αντιληφθεί, εξ αιτίας των ακραίων καιρικών συνθηκών και αδυναμίας βοήθειας του από τους αρμόδιους τοπικούς φορείς των ..., αν και δεν επιθυμούσε τον θάνατο του ανωτέρω και στην συμπεριφορά του αυτή, τον εξώθησε το αίσθημα ανασφάλειας για τον κίνδυνο του πλοίου του και τον κίνδυνο της ζωής του πληρώματος, πού ήσαν στο πλοίο. Αυτός ισχυρίσθηκε ότι, ουδέποτε ζήτησε φορτικά από τον Ψ να προσεγγίσει το πλοίο και ότι αυτός ενήργησε από φιλοτιμία και υπερβάλλοντα ζήλο για την σωτηρία του πλοίου, πλην όμως διαψεύδονται οι ισχυρισμοί αυτοί από τις καταθέσεις των Φ, Κ2, Μ, Α και Π, που καταθέτουν ότι ασκήθηκε στον θανόντα από τον κατηγορούμενο τηλεφωνικώς έντονη ψυχολογική πίεση, προκειμένου να φύγει από τον ασφαλή χώρο του καφενείου και να προσεγγίσει την προβλήτα για την πρόσδεση των κάβων του πλοίου. Κατά συνέπεια η ανωτέρω ενέργεια του κατηγορούμενου οφείλεται σε από ενδεχόμενο δόλο έκθεση του θανόντος, με συνειδητή αμέλεια του για το επελθόν βαρύτερο αποτέλεσμα του θανάτου του. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις σε βάρος του ανωτέρω εκκαλούντος-κατηγορούμενου για την αποδιδόμενη σ' αυτόν αξιόποινη πράξη της έκθεσης από την οποία προκλήθηκε θάνατος ανθρώπου (άρθρα 1, 5, 14, 16, 17, 18, 26 παρ.1, 27, 29, 51, 52, 60, 63, 79, 306 παρ.2β-1 περ.α ΠΚ), αφού επαναδιατυπωθεί η σε βάρος του κατηγορία, σύμφωνα με το υπ' αριθμ.88/2007 βούλευμα Συμβουλίου Πλημ/κών Χίου, δεδομένου ότι δεν επέρχεται μεταβολή κατηγορίας όταν στα πλαίσια του ακριβέστερου προσδιορισμού της πράξης, αλλάξει ο τρόπος τέλεσης της, χωρίς την μεταβολή της ταυτότητας της, καθ' όσον η έκθεση είναι έγκλημα συγκεκριμένης διακινδύνευσης και γνήσιο πολύτροπο υπαλλακτικά μικτό. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να παραπεμφθεί ο Χ στο ακροατήριο του Μ.Ο.Δ της περιφέρειας Εφετείου Αιγαίου, για να δικασθεί ως υπαίτιος του ότι, με την ιδιότητα του πλοιάρχου του Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου "Π...", στον λιμένα ... την 15-2-2005, με ενδεχόμενο δόλο, εξέθεσε τον ναυτολογημένο στο πλοίο αυτό με την ιδιότητα του μηχανοδηγού, Ψ και κατ'αυτό τον τρόπο τον κατέστησε αβοήθητο, πράξη από την οποία επήλθε ο θάνατος του, ως βαρύτερο, αποτέλεσμα, πού οφείλεται σε συνειδητή αμέλεια του. Ειδικότερα, παρά τις εξαιρετικά δυσμενείς καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν στον λιμένα ..., με κύματα που υπερέβαιναν την προβλήτα του λιμένος, όπου είχε προσδεθεί το ανωτέρω πλοίο και παρά την αδυναμία των αρμοδίων τοπικών φορέων ... να προστρέξουν σε βοήθεια του πλοίου αυτού, εξ αιτίας της θραύσης των κάβων πρόσδεσης στον λιμένα του πλοίου και του κινδύνου να προσαράξει αυτό στα αβαθή του λιμένα, αυτός με επανειλημμένες τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, έδωσε με φορτικότητα εντολή στον Ψ, επισείοντας τον κίνδυνο της απόλυσης του σε περίπτωση άρνησης της, προκειμένου να βοηθήσει από την προβλήτα του λιμένος την πρόσδεση των κάβων του -πλοίου, αν και από την ναυτική εμπειρία του γνώριζε ότι αυτό ήταν επικίνδυνο για την ζωή του, χωρίς να επιθυμεί τον θάνατο του, ευχόμενος ότι αυτός δεν θα επέλθει. Κατά την πρόσδεση του δεύτερου κάβου, εξ αιτίας των κυμάτων ο Ψ έπεσε και κτύπησε στην τσιμεντένια προβλήτα του λιμένος και στην συνέχεια παρασύρθηκε στην θάλασσα, στο εσωτερικό τμήμα του λιμένος, από την οποία τον ανέσυραν νεκρό οι Κ1 και Σ πού έπεσαν στην θάλασσα. Ο θάνατος του επήλθε από εγκεφαλική αιμορραγία, εξ αιτίας κατάγματος του κρανίου του, που προήλθε από την πτώση του στην τσιμεντένια προβλήτα, αποτέλεσμα που δεν επεδίωκε ο ανωτέρω κατηγορούμενος, πλην όμως συνειδητά, από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε και μπορούσε με την ιδιότητα του πλοιάρχου να καταβάλει, δεν μερίμνησε να συστήσει στον ανωτέρω θανόντα να απομακρυνθεί από την προβλήτα, παρ' όλο που προέβλεπε ότι τα κύματα, που υπερέβαιναν το ύψος αυτής μπορούσαν να τον παρασύρουν και να κτυπήσουν με σφοδρότητα σ'αυτή, με μοιραίο επακόλουθο τον θάνατο του.
Συνεπώς πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί κατ'ουσία και να επικυρωθεί το προσβαλλόμενο ανωτέρω βούλευμα, μετά την επαναδιατύπωσή του, κατά το μέρος που ο ανωτέρω εκκαλών παραπέμπεται στο αρμόδιο μικτό ορκωτό δικαστήριο".
Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα του ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία καθόσον σε αυτή αναφέρονται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος τούτου, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο τούτο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άνω άρθρου που εφάρμοσε και τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου αφού δεν έδωσε στις διατάξεις αυτές διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχουν και ορθά υπήγαγε σε αυτές τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι προέκυψαν από την προδικασία κρίνοντας ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικότερα στο προσβαλλόμενο βούλευμα διαλαμβάνονται οι ενέργειες του κατηγορημένου εξαιτίας των οποίων ο θανών ενεπλάκη στην επικίνδυνη, λόγω μεγάλης τρικυμίας, κατάσταση πρόσδεσης των κάβων του πλοίου, η γνώση του κατηγορουμένου ως πλοιάρχου της επικίνδυνης για τη ζωή του θανόντος κατάστασης, η αποδοχή του κινδύνου με την ελπίδα του κατηγορουμένου ότι δεν θα επήρχετο ο θάνατος του παθόντος, (ενδεχόμενος δόλος), ο αιτιώδης σύνδεσμος της επικίνδυνης αποστολής που από αυτόν ανατέθηκε στον θανόντα και του θανάτου του παθόντος η πρόβλεψη του κατηγορουμένου ότι ήταν πιθανή η επέλευση του βαρύτερου αποτελέσματος του θανάτου του παθόντος (ενσυνείδητη αμέλεια) και η ελπίδα ότι ο θάνατος δεν θα συνέβαινε. Περαιτέρω η αιτίαση ότι για την παραπομπή του ελήφθη υπόψη η άνω ιατροδικαστική έκθεση χωρίς να του δοθεί η δυνατότητα να ορίσει τεχνικούς συμβούλους και ως εκ τούτου επήλθε απόλυτη ακυρότητα, είναι αβάσιμη διότι, το αποδεικτικό αυτό μέσο ρητά εξαιρέθηκε από τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη για την παραπομπή του, άλλωστε δε, λόγω του κατεπείγοντος για τη διενέργεια της νεκροψίας νεκροτομής, δεν ήταν απαραίτητη η ειδοποίηση του αναιρεσείοντος ώστε να διορίσει τεχνικούς συμβούλους (άρθρο 187, 192 ΚΠΔ, ΑΠ 1808/ 1988). Η αναφορά του προσβαλλομένου βουλεύματος στην ληξιαρχική πράξη θανάτου του παθόντος δεν επέφερε ακυρότητα ως συνταγείσα βάσει της απαγορευμένης ως αποδεικτικού μέσου ως άνω εκθέσεως νεκροψίας - νεκροτομής, αφού η πράξη αυτή ως προς την αναφορά της στα αίτια του θανάτου του δεν επέδρασε επί της κρίσεως του Συμβουλίου για την παραπομπή του κατηγορουμένου, αφού σε κάθε περίπτωση ο θάνατος του παθόντος ήταν αποτέλεσμα της εκθέσεως που τέλεσε κατά το προσβαλλόμενο βούλευμα ο αναιρεσείων, άλλωστε δε δεν προβάλλεται ισχυρισμός ότι ο θάνατος δεν επήλθε εκ της εκθέσεως αυτής. Περαιτέρω, οι λοιπές αιτιάσεις ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού που θίγουν την ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου, η οποία δεν ελέγχεται αναιρετικά. Από την επαναδιατύπωση δε της κατηγορίας δια του προσβαλλόμενου βουλεύματος δεν επήλθε ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας και κατ' επέκταση απόλυτη ακυρότητα αλλά το Συμβούλιο Εφετών αποσαφήνισε τα υπάρχοντα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από το ίδιο αποδεικτικό υλικό.
Συνεπώς, οι εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. α', δ' και ε' ΚΠΔ λόγοι της αναίρεσης περί έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 306 ΠΚ και απόλυτης ακυρότητας είναι αβάσιμοι. Τέλος, το αίτημα του αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του ενώπιον του συμβουλίου τούτου είναι απορριπτέο καθόσον με την απολογία του, τα υπομνήματα του, την έφεση του και την αίτηση αναιρέσεως εκθέτει πλήρως και αναλυτικά τις απόψεις του και δεν είναι αναγκαία κάποια άλλη διασάφηση ή διευκρίνιση.
Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν το αίτημά του αυτό και η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης και επιβληθούν αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει το αίτημα του αναιρεσείοντος Χ, κατοίκου ..., για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του ενώπιον του Συμβουλίου τούτου.
Απορρίπτει την 11/26-11-2009 αίτηση του αναιρεσείοντος τούτου για αναίρεση του 192/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αιγαίου. Και
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι(220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2010. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ