Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Υπεξαίρεση, Εξακολουθούν έγκλημα.
Περίληψη:
Αίτηση αναίρεσης κατά βουλεύματος. Υπεξαίρεση ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατ' εξακολούθηση από εντολοδόχο. Έλλειψη αιτιολογίας, διότι δεν προκύπτει εάν λήφθηκαν υπόψη και αξιολογήθηκαν καταθέσεις μαρτύρων της προκαταρκτικής εξετάσεως. Ομοίως, διότι, ως προς την κατάφαση της ιδιαίτερα μεγάλης αξίας της ιδιοποίησης, εκ της συνολικής αποτίμησης των μερικότερων πράξεων, δεν γίνεται αναφορά στο ότι ο δράστης απέβλεπε εξ αρχής στο συνολικό αποτέλεσμα. Αναιρεί και παραπέμπει.
ΑΡΙΘΜΟΣ 2370/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπηλιού και Χριστόφορο Κοσμίδη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Τσάγγα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 13 Οκτωβρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 33/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία "ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΕΣ-ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΕΣ -ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ-ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΕΣ-ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΓΚΑΓΙΑ ΚΡΕΤΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" που εκπροσωπείται νόμιμα και εδρεύει στον Δήμο ...
Το Συμβούλιο Εφετών Κρήτης, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και o αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Φεβρουαρίου 2009 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 363/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Τσάγγας εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου με αριθμό 199/29-5-2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με το άρθρο 485 § 1 Κ.Π.Δ., την υπ' αριθμ. 3/2009 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., οδός ... αρ. ..., κατά του υπ' αριθμ. 33/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης και εκθέτω τα ακόλουθα:
Το Συμβούλιο Πλημ/κών Χανίων με το υπ'αριθ. 337/2008 βούλευμά του αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά του αναιρεσείοντος για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας κατ' εξακολούθηση (άρθρα 98 § 1 και 375 § § 1 και 2α Π.Κ.). Κατά του βουλεύματος αυτού άσκησε την υπ' αριθμ. 10/19-9-2008 έφεσή της η πολιτικώς ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΕΣ -ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΕΣ -ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ -ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΕΣ -ΤΕΧΝΙΚΕΣ -ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΕΣ Γ. ΚΑΓΙΑ ΚΡΕΤΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" η οποία έγινε τυπικά και ουσιαστικά δεκτή με το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης και παραπέμφθηκε ο αναιρεσείων στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Κρήτης να δικασθεί για την πιο πάνω αξιόποινη πράξη. Το βούλευμα τούτο επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα στις 13-2-2009 με θυροκόλληση (δείτε σχετ. αποδεικτικό) και στις 23-2-2009 άσκησε την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, η οποία είναι νομότυπη και εμπρόθεσμη (άρθρα 473 § 1 και 474 § 1 Κ.Π.Δ.), αφού ασκήθηκε αυτοπροσώπως από τον αναιρεσείοντα ενώπιον του γραμματέα του Ειρηνοδικείου Ρεθύμνου στην περιφέρεια του οποίου κατοικεί. Περιέχει δε η αναίρεση αυτή συγκεκριμένους λόγους αναίρεσης και δη α) της έλλειψης της απαιτούμενης από το άρθρο 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) της εσφαλμένης ερμηνείας της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόσθηκε και γ) της εσφαλμένης εφαρμογής (εκ πλαγίου παραβίασης) της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε (άρθρο 484 § 1 β' και δ' Κ.Π.Δ.).
Από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, όπως το δεύτερο εξ αυτών συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 § 5 του Ν. 2408/1996, προκύπτει ότι έχει το βούλευμα την υπό τούτων απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ'αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλ' αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιοιλογία, υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ιδίου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται τα διαλαμβανόμενα σ'αυτήν, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται σ'αυτήν με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί που στηρίζουν την εισαγγελική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπή και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών (ΑΠ 501/2006 Π.Χρ. ΝΖ/39, ΑΠ 1151/2006 Π.Χρ. ΝΖ/33). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 484 § 1 στοιχ. β' του Κ.Π.Δ., εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το συμβούλιο αποδίδει στον νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όταν το συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν στη διάταξη που εφάρμοσε, αλλά και όταν τη διάταξη αυτή την παραβίασε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος που ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις, ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να αποβαίνει ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση.
Σύμφωνα με την διάταξη αρθρ. 375 § 1 Π.Κ., όποιος ιδιοποιείται παράνομα ξένο κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης απαιτούνται α) ξένο εν όλω ή εν μέρει κινητό πράγμα, ως τέτοιο δε θεωρείται το πράγμα που βρίσκεται σε ξένη αναφορικά με τον δράστη κυριότητα όπως αυτή νοείται στο αστικό δίκαιο, β) το ξένο πράγμα να περιήλθε στο δράστη με οποιοδήποτε τρόπο και να ήταν κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης στην κατοχή του και γ) ο δράστης να ιδιοποιήθηκε αυτό παράνομα, δηλαδή να το ενσωμάτωσε στην περιουσία του χωρίς την συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο δικαίωμα που του παρέχει ο νόμος και δ) δόλια προαίρεση του δράστη που περιλαμβάνει την συνείδηση ότι το πράγμα είναι ξένο και την θέληση να το ιδιοποιηθεί παράνομα, που εκδηλώνεται και με την κατακράτηση ή την άρνηση απόδοσής του στον ιδιοκτήτη (ΑΠ 130/2007 ΠΧ.ΝΖ.1000, ΑΠ 2124/2006 ΠΧ.ΝΖ.836). Κατά την παράγραφο 2 εδ. α' του άρθρου 375 Π.Κ., όπως αντικ. με την παραγρ. α' του άρθρου 1 Ν. 2408/1996 η υπεξαίρεση τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος με κάθειρξη μέχρι 10 ετών, αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο, μεταξύ των άλλων, λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας. Για να έχει ο δράστης την ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας πρέπει να ενεργεί διαχείριση αυτής, δηλαδή να ενεργεί όχι μόνο υλικές, αλλά και νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης του εντολέα την οποία αντλεί είτε από τον νόμο είτε από σύμβαση. Διαχειριστής μπορεί να είναι και ο εντολοδόχος αν έχει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής (ΑΠ 1120/2006 ΠΧ.ΝΖ.419, ΑΠ 1275/2006 ΠΧ.ΝΖ.515, ΑΠ 114/2006 ΠΧ.ΝΕ.419). Κατά τις διατάξεις αρθρ. 98 § 2 Π.Κ. όπως συμπληρ. με αρθρ. 14 § 1 Ν. 2721/1999 η αξία του αντικειμένου της πράξης και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεσης του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης προσδιορίζεται με βάση την συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα, με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Στο έγκλημα της υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση, για την κρίση περί της αξίας του πράγματος αλλά και για τον ποινικό χαρακτήρα της πράξης ως κακουργήματος, λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξία του αντικειμένου όλων των επιμέρους πράξεων αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό (ΑΠ 1307/2004 ΠΧ.ΝΒ.535) και στην περίπτωση αυτή το συνολικό ποσό πρέπει να προσδιορίζεται.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ'αριθμ. 33/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης, το Συμβούλιο που το εξέδωσε, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό πρόταση του παρ'αυτώ Εισαγγελέα Εφετών, δέχθηκε κατά την αναιρετικά επί της ουσίας ανέλεγκτη κρίση του, ότι "Από το αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε κατά την κυρία ανάκριση και ειδικότερα από τις καταθέσεις των νομίμως εξετασθέντων μαρτύρων, από όλα τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία και από την απολογία με απολογητικά υπομνήματα του κατηγορουμένου προέκυψαν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Η εκκαλούσα ανώνυμη εταιρεία, που εδρεύει στη ... και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Ψ, ασκεί επιχείρηση εκμετάλλευσης ξενοδοχείου στην πιο πάνω περιοχή. Η ως άνω εταιρεία αρχές του 2000 προχώρησε στην μίσθωση από την εταιρία "Happy Days AE" ενός ημιτελούς ακόμα ξενοδοχείου στη ... με τον διακριτικό τίτλο "Crispen Beach", με τον σκοπό να το εκμεταλλευθεί μετά την αποπεράτωση του. Από τον χρόνο έναρξης της εκμετάλλευσης του ως άνω ξενοδοχείου δηλαδή από 18.3.2000 η ως άνω εταιρεία προσέλαβε με προφορική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου τον κατηγορούμενο ως βοηθό λογιστή και υπεύθυνο ταμείου ο οποίος ήταν αρμόδιος για την συγκέντρωση των παραστατικών του λογιστηρίου και την διαχείριση του ταμείου του ξενοδοχείου. Ο ως άνω κατηγορούμενος εργαζόταν χωρίς συγκεκριμένο ωράριο και εποχικά δηλαδή μόνο τους μήνες λειτουργίας του Ξενοδοχείου από Μάρτιο έως Οκτώβριο εκάστου έτους. Στα πλαίσια διεκπεραίωσης των λογιστικών υποθέσεων της εκκαλούσας εταιρίας, εξέδιδε τραπεζικές επιταγές και εμβάσματα στο όνομα του, εισέπραττε τα έσοδα από την λειτουργία του Μίνι Μάρκετ, εκτελούσε τις πληρωμές του προσωπικού, καταχωρούσε τα διάφορα τιμολόγια εξόδων στα βιβλία της εταιρείας και γενικά ενεργούσε κάθε εργασία και πράξη που περιλαμβανόταν στο σκοπό της εταιρείας. Για τις υπηρεσίες που θα προσέφερε συμφωνήθηκε να καταβάλλεται σε αυτόν συγκεκριμένο ποσόν το οποίο όμως θα πληρωνόταν σε δώδεκα ισόποσες μηνιαίες δόσεις, ωστόσο όμως συμφωνήθηκε ότι με τις ανωτέρω αποδοχές θα εκαλύπτοντο δια συμψηφισμού και οι αμοιβές που θα εδικιούτο ο κατηγορούμενος για αποδοχές και επίδομα άδειας, καθώς και για επίδομα (δώρο) Χριστουγέννων. Παράλληλα η εταιρεία την 11.4.2000 αγόρασε το υπ' αριθμ. κυκλ. ... επιβατηγό αυτοκίνητο για τις διάφορες ανάγκες της, το οποίο όπως προκύπτει από την δικογραφία παρέμεινε στην έδρα της εταιρείας στην ... έως την 23.10.2000, στη συνέχεια, δε, μεταφέρθηκε στην ..., όπου χρησιμοποιήθηκε για τις ανάγκες άλλης ξενοδοχειακής μονάδας που διέθετε εκεί η εγκαλούσα μέχρι την 5.7.2003 οπότε και καταστράφηκε ολοσχερώς μετά από τροχαίο ατύχημα [βλ την υπ. αριθμ 113/2004 απόφαση Ειρην. Κώ]. Ο κατηγορούμενος, εκμεταλλευόμενος την πιο πάνω ιδιότητα του διαχειριστή και ταμία, κατά το χρονικό διάστημα από 18 Μαρτίου 2000 έως 17.5.2005, καταχώρισε στα λογιστικά βιβλία ψευδείς, ανύπαρκτες και εικονικές πληρωμές και κατόρθωσε με αυτό τον τρόπο να δημιουργήσει περίσσευμα συνολικού ποσού 10.245,14 Ευρώ στο ταμείο της πιο πάνω εταιρίας, ποσό που είναι ως σύνολο, σύμφωνα με τα κρατούντα στις συναλλαγές, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, το οποίο κατακράτησε και το ιδιοποιήθηκε παράνομα. Ειδικότερα, αναφορικά με τις επιμέρους πράξεις του κατ' εξακολούθηση τελεσθέντος εγκλήματος της υπεξαίρεσης ο κατηγορούμενος, κατά την ως άνω περίοδο καταχώρισε ως δαπάνες στα βιβλία της εγκαλούσας εταιρίας και εμφάνισε ότι πλήρωσε 323 τιμολόγια-δελτία αποστολής καυσίμων και ορυκτελαίων για ανεφοδιασμό οχημάτων (βενζίνη, πετρέλαιο κίνησης και λάδι), τα οποία είχαν εκδοθεί στο όνομα της εγκαλούσας, χωρίς όμως να έχουν οποιαδήποτε σχέση με την λειτουργία της επιχείρησης της. Συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος καταχώρησε στα βιβλία της εταιρείας τα παρακάτω τιμολόγια με τους αύξοντες αριθμούς όπως αναφέρονται στην μήνυση α) από τον αύξοντα αριθμό (1) έως και (8) που αφορούσαν ανεφοδιασμό με καύσιμα αυτοκινήτων με αριθμούς κυκλοφορίας ... (ιδιοκτησίας κατηγορουμένου), ... (ιδιοκτησίας "Happy Days ΑΕ ΑΕ") και ... (ιδιοκτησίας ΑΑ, προϊσταμένης υποδοχής του ξενοδοχείου), β) τα με αύξοντες αριθμούς από 9-88 τιμολόγια που αφορούσαν ανεφοδιασμό με καύσιμα του με αριθμό ... αυτοκινήτου της εκκαλούσας, για χρονικό διάστημα όμως, που το παραπάνω αυτοκίνητο δεν βρισκόταν στην έδρα της εταιρίας στην ..., αλλά είχε μεταφερθεί στην ... για τις ανάγκες άλλης επιχείρησης της εγκαλούσας, γ) τα με αύξοντες αριθμούς 89-295 τιμολόγια, τα οποία αφορούσαν ανεφοδιασμό με καύσιμα αυτοκινήτων, των οποίων δεν αναγραφόταν ο αριθμός κυκλοφορίας και δ) τα με αύξοντες αριθμούς 296-323 τιμολόγια, τα οποία αναφέρονταν σε χρονικό διάστημα που η εγκαλούσα είχε στην κατοχή της το με αριθμό κυκλοφορίας ... αυτοκίνητο, πλην όμως τα παραπάνω τιμολόγια δεν ανέφεραν αριθμό αυτοκινήτου (πλην του υπ' αριθμ 310 που λανθασμένα συμπεριελήφθη από την εγκαλούσα, αφού αναφερόταν στο με αριθμό ... αυτοκίνητο της), ή ανέφεραν αριθμό ο οποίος είχε προστεθεί με το χέρι. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου τον οποίον και εσφαλμένα δέχθηκε το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Χανίων με το προσβαλλόμενο βούλευμα ως αληθή ότι δήθεν υπήρχε συμφωνία μεταξύ αυτού και του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας Ψότι κάποιοι από τους εργαζόμενους και συγκεκριμένα εκτός από τον ίδιο τον κατηγορούμενο, οι ΒΒ, ΓΓ, ΔΔ, ΑΑ και ΕΕ, θα χρησιμοποιούσαν τα αυτοκίνητα τους για τις ανάγκες της εταιρίας και θα εξέδιδαν τιμολόγια για τα καύσιμα, στο όνομα της εταιρίας το οποίο θα προσεκόμιζαν στο λογιστήριο της και θα πληρωνόταν και ότι η εγκαλούσα προέβη σε αυτή την μήνυση εναντίον του επειδή διεκδικούσε εργασιακά του δικαιώματα δεν ευσταθεί και τούτο διότι α) τόσο ο ΔΔ όσο και οι ΑΑ και ΕΕ, αλλά και ο ΓΓ στις δοθείσες από αυτούς προανακριτικές καταθέσεις διαψεύδουν ότι υπήρξε τέτοια συμφωνία. Ειδικότερα, σύμφωνα α) με τη κατάθεση της ΑΑ, αυτή ελάμβανε για τις δικές της μετακινήσεις, επειδή έμενε στα ..., το ποσόν τον 90 Ευρώ, χωρίς να προσκομίζει τιμολόγια, όπως ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος, γεγονός που δεν ανατρέπεται από τις αποδείξεις πληρωμής υπ' αριθμ 708/2002, 736/2003, 758/2003 και 934/2004, στις οποίες αναγράφεται προφανώς από τον ίδιο τον κατηγορούμενο ως αιτιολογία εξόφληση τιμολογίου βενζίνης στην ΑΑ, διότι σε περίπτωση που πράγματι του είχαν παραδοθεί από την ανωτέρω τιμολόγια, θα αναγραφόταν ο αριθμός του αυτοκινήτου της σ'αυτά, θα τα είχε, δε, καταχωρήσει ο κατηγορούμενος στα βιβλία της εταιρείας και θα μπορούσε ευκόλως να τα επιδείξει, πράγμα το οποίο όμως δεν έπραξε, β) με τη κατάθεση του ΕΕ, αυτός χρησιμοποίησε το φορτηγάκι για τις ανάγκες της εταιρείας για έκτακτες μετακινήσεις και προσκόμισε τα σχετικά τιμολόγια, τα οποία όμως φέρουν την δική του υπογραφή και το όνομα του .... και δεν ξεπερνούν την ποσότητα των 50 ή 60 λίτρων το χρόνο, ενώ ούτε ο ΔΔ έβαζε καύσιμα στο αυτοκίνητο του για λογαριασμό της εταιρείας, αλλά έπαιρνε χωρίς τιμολόγια το ποσόν των 100 Ευρώ μηνιαία για την αποκομιδή των σκουπιδιών (βλ. και κατάθεση ΣΤ), γ) με τη κατάθεση ΓΓ, ο οποίος παραδέχεται ότι χρησιμοποίησε το αυτοκίνητο του συγκεκριμένες φορές για λογαριασμό της εταιρείας, πλην όμως δεν επιβεβαιώνει την ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ αυτού και της εγκαλούσας ούτε ότι προσκόμισε ποτέ τιμολόγια στο λογιστήριο της τελευταίας. Για την μη ύπαρξη συμφωνίας καταθέτουν κατηγορηματικά επίσης ο μάρτυρας της εγκαλούσας και λογιστής ΖΖ, ο οποίος αντικατέστησε τον κατηγορούμενο τον Απρίλιο του 2005, όταν έγινε αντιληπτή η παραπάνω τακτική του, ο κηπουρός του Ξενοδοχείου ΣΤ καθώς επίσης και ο νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας Ψ, ενώ για την ύπαρξη της συμφωνίας εκτός από τον κατηγορούμενο καταθέτει μόνο ο πρώην Διευθυντής του Ξενοδοχείου ΒΒ του οποίου όμως η κατάθεση δεν κρίνεται αξιόπιστη, δεδομένου ότι και ο ίδιος έχει απομακρυνθεί από το ξενοδοχείο, ενώ είχε κατηγορηθεί για ποσότητες ουίσκι που χρέωνε την εταιρεία, τις οποίες κατανάλωνε ο ίδιος και η αξία των οποίων αφαιρέθηκε από τον μισθό του [βλ κατάθεση Ψ]. Άλλωστε ούτε ο ισχυρισμός του , κατηγορουμένου περί μίσθωσης για τις ανάγκες της εταιρείας του με αριθμό ... αυτοκινήτου από την εταιρεία Happy Days AE [στην οποία εξάλλου εργαζόταν ο κατηγορούμενος επίσης ως λογιστής] για την μεταφορά προσωπικού κατά το αρχικό στάδιο της αποπεράτωσης του Ξενοδοχείου ευσταθεί δεδομένου ότι σ' αυτό το αυτοκίνητο αντιστοιχεί ένα μόλις τιμολόγιο, ούτε αντέχει στην λογική ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι επειδή είχε μεταφερθεί το αυτοκίνητο της εταιρείας ... στην ... για τον λόγο αυτό τα τιμολόγια τα οποία εξεδίδοντο για αγορά καυσίμων δεν έφεραν αριθμό κυκλοφορίας, αφού αυτό θα συνιστούσε φορολογική παράβαση, δεδομένου ότι δεν ήταν επιτρεπτή η μεταφορά του αυτοκινήτου από την επιχείρηση στην οποία ήταν δηλωμένο σε άλλη επιχείρηση. Άλλωστε, όπως βάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα η καταχώρηση τιμολογίων στα βιβλία της εταιρείας για αγορά καυσίμων χωρίς τον αντίστοιχο αριθμό κυκλοφορίας του αυτοκινήτου είναι πολύ μεγαλύτερη παράβαση και επιφέρει μεγαλύτερες κυρώσεις, όπως βέβαια και η καταχώριση τιμολογίων για αγορά καυσίμων για αυτοκίνητο που έχει ήδη καταστραφεί και είναι σε αχρησία, πράγμα το οποίο έκανε ο κατηγορούμενος. Επίσης, όπως προκύπτει από την δικογραφία το αυτοκίνητο της εταιρείας κατεστράφη σε τροχαίο ατύχημα το 2003 και αποσύρθηκε από την κυκλοφορία, πλην όμως ο κατηγορούμενος συνέχιζε για κάποιο διάστημα να εκδίδει και να καταχωρεί στα βιβλία της εταιρείας τιμολόγια για αγορά καυσίμων σε αυτό, σε κάθε δε περίπτωση ακόμη και όταν υπήρχε το συγκεκριμένο αυτοκίνητο στην Κρήτη και δεν συνέτρεχε λόγος χρησιμοποίησης άλλου αυτοκινήτου από την εταιρεία και πάλι ο κατηγορούμενος συνέχιζε να καταχωρεί τιμολόγια για αγορά καυσίμων που δεν έφεραν αριθμό κυκλοφορίας [βλ. υπ αύξοντα αριθμό 296-323 τιμολόγια], μάλιστα, δε, ακόμα και σε περίοδο χειμώνα, κατά τον οποίο το ξενοδοχείο παρέμενε κλειστό, φέρεται να έχουν εκδοθεί και καταχωρηθεί για την αγορά καυσίμων στο όνομα της εκκαλούσας εταιρείας (93) τιμολόγια [βλ με αύξοντες αριθμούς τιμολόγια 1-4, 9-35, 66-75, 87-93, 129-133, 153-161,201-217,268-282, και 295]. Ούτε εξ άλλου μπορεί να δικαιολογηθούν οι παραπάνω καταχωρήσεις τιμολογίων καυσίμων στα βιβλία της εταιρείας από τα διάφορα βενζινοκίνητα μηχανήματα που διέθετε το ξενοδοχείο χλοοκοπτικό μηχάνημα, γεννήτρια παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος ή την βενζινοκίνητη αντλία του ξενοδοχείου] τα οποία είναι μικρής ιπποδύναμης και η κατανάλωση βενζίνης από αυτά είναι ασήμαντη [βλ κατάθεση Ψ]. Επίσης δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι η μήνυση εναντίον του από την ως άνω εταιρεία ασκήθηκε σαν κίνηση αντιπερισπασμού για την εκ μέρους του διεκδίκηση χρηματικών ποσών για δεδουλευμένους μισθούς υπερωριακή απασχόληση κλπ καθότι πολύ πριν από την άσκηση της αγωγής του και μάλιστα από τον Μάιο του 2005 είχε απολυθεί από την εργασία του εξ αιτίας της διαπιστώσεως των παραπάνω ατασθαλιών (βλ το από 17.52005 πρωτόκολλο παραλαβής παραδόσεως του ταμείου και τις καταθέσεις Ψ και ΖΖ), στη συνέχεια δε, μετά παρέλευση πενταμήνου από την απόλυση του και χωρίς στο μεσοδιάστημα να έχει διεκδικήσει κάποιο από τα υποτιθέμενα δικαιώματα του ή τους δεδουλευμένους μισθούς του, του επιδόθηκε η με ημερομηνία 24102005 εξώδικη δήλωση της εγκαλούσας, με την με αριθμό ... έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Ρεθύμνου, ..., με την οποία του εζητείτο η επιστροφή των υπεξαιρεθέντων ποσών εντός συγκεκριμένης προθεσμίας. Μετά τη τελευταία αυτή ενέργεια της εγκαλούσας ο κατηγορούμενος άσκησε την με χρονολογία 15.11.2005 και με αριθμό πρωτ. 647/16.11.2005 εργατική αγωγή του διεδικώντας ποσόν 42.904 ευρώ για δεδουλευμένους μισθούς υπερωρίες κλπ Περαιτέρω αποδείχθηκε από το ως άνω αποδεικτικό υλικό α) ότι ο κατηγορούμενος εισέπραξε κατά τις ημερομηνίες 30.4.2002, 28.2.2003 30.3.2004 και 30.4.2005 από το ταμείο της εγκαλούσας εταιρείας το ποσόν των 1467,35 Ευρώ κάθε φορά και συνολικά το ποσόν των 5.869,40 Ευρώ με την αιτιολογία ότι πρόκειται για το ετήσιο επίδομα ισολογισμού που δικαιούνται οι λογιστές και οι βοηθοί λογιστών που απασχολούνται ευθέως και αμέσως με την σύνταξη του ισολογισμού, ενώ όπως αποδείχθηκε από τις καταθέσεις των μαρτύρων η εργασία του συνίστατο στην συγκέντρωση των παραστατικών και των υπολοίπων απαραίτητων λογιστικών στοιχείων για την παράδοση αυτών στην λογίστρια ΗΗ και η οποία και μόνον συνέτασσε τον ισολογισμό της εταιρείας έναντι αμοιβής κατ' αποκοπή από την εγκαλούσα εταιρεία [βλ κατάθεση ΗΗ), β) ότι παρά το ότι είχε συμφωνηθεί να λαμβάνει (ο κατηγορούμενος) κατ' έτος ως αμοιβή για τις υπηρεσίες που θα προσέφερε στην εκκαλούσα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό, επιμερισμένο σε δώδεκα ισόποσες μηνιαίες δόσεις, στο οποίο ποσόν συμπεριλαμβάνονταν όλα τα από τον νόμο προβλεπόμενα δώρα και επιδόματα, δεδομένου ότι το ως άνω ποσό που είχε συμφωνηθεί, αντιστοιχούσε σε αποδοχές πολύ μεγαλύτερες των κατωτέρων νομίμων που προβλέπονται από τις οικείες ΣΣΕ, εν τούτοις την 31.1.2002 έλαβα από το ταμείο της εγκαλούσας το ποσόν των 2.934,70 Ευρώ, εισπράττοντας χωρίς δικαίωμα μια ισόποση επιταγή της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου που εκδόθηκε από την εγκαλούσα εις διαταγή του αλλά προοριζόταν για την κάλυψη λειτουργικών αναγκών του ξενοδοχείου. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου που δέχθηκε και το προσβαλλόμενο βούλευμα ότι το παραπάνω ποσόν κατεβλήθη σε αυτόν από την εκκαλούσα εις εξόφληση οφειλών της τελευταίας για δώρα Εορτών και αποζημίωση αδείας και επιδόματος αδείας έτους 2000, δεν ευσταθεί διότι αυτό έρχεται σε αντίθεση με την συμφωνία την οποία είχαν κάνει για ενσωμάτωση των παραπάνω επιδομάτων στην συγκεκριμένη και προσυμφωνημένη στην αρχή κάθε τουριστικής σαιζόν αμοιβή την οποία έπαιρνε και η οποία ήταν ανώτερη από τις κατώτερες νόμιμες αποδοχές τις οποίες εδικαιούτο ο κατηγορούμενος γ) ότι στις 31.1.2002 εισέπραξε από το ταμείο της επιχείρησης της εγκαλούσας, το οποίο διαχειριζόταν, το ποσόν των 1.174 Ευρώ, επιπλέον του μισθού του που ανήρχετο στο ποσόν των 1.174 Ευρώ δηλαδή εισέπραξε δύο φορές τον μισθό του, ο ισχυρισμός δε που προέβαλε ο κατηγορούμενος [αρχικά βέβαια αρνείτο εντελώς το παραπάνω γεγονός] ότι το παραπάνω ποσόν συνιστούσε δώρο (Bonus) τo οποίο του είχε δώσει η εγκαλούσα και ότι ο νόμιμος μισθός του το 2002 ανερχόταν σε 1.467 Ευρώ, δεν ευσταθεί διότι όπως προκύπτει από το φωτοτυπικό αντίγραφο της καρτέλας που διατηρούσε ο κατηγορούμενος στο ταμείο της εκκαλούσας ο νόμιμος μισθός του το 2002 ανερχόταν σε 1.174 Ευρώ, η δε αιτιολογία με την οποία κατεχωρήθη από τον ίδιο στην παραπάνω καρτέλα είναι "μισθός Γενάρη 2002" και όχι δώρο (Bonus), όπως ισχυρίσθηκε εκ των υστέρων και τέλος δ) ότι το έτος 2002, ενώ ο κατηγορούμενος είχε συμφωνήσει με την εγκαλούσα να λάβει ως συνολική αμοιβή για τις υπηρεσίες που της προσέφερε, το ποσόν των 14.088 Ευρώ, επιμερισμένο σε 12 μηνιαίες δόσεις των 1.174 Ευρώ η κάθε μία, εν τούτοις εισέπραξε το ποσόν των 17.608,20 Ευρώ, ιδιοποιήθηκε δηλ. παράνομα από το ταμείο της επιχείρησης, το ποσόν των 3.520,20 Ευρώ, το οποίον ποσόν έλαβε επιπλέον της νόμιμης συμφωνημένης αμοιβής του, ο ισχυρισμός δε που προέβαλε αυτός ότι δήθεν ο συμφωνημένος μισθός του το 2002 ανερχόταν στο ποσόν των 1467 Ευρώ δεν ευσταθεί διότι όπως προκύπτει από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατά την ανάκριση [βλ κατάθεση] Ψ και ΖΖ] αλλά και από το φωτοτυπικό αντίγραφο της καρτέλας μισθοδοσίας που ο ίδιος τηρούσε, ο μισθός του ανερχόταν σε 1.174 Ευρώ. Επομένως, ο κατηγορούμενος υπεξαίρεσε με τους προαναφερόμενους τρόπους το συνολικό ποσόν των 23.743,44 Ευρώ, που είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και το οποίο του είχε εμπιστευθεί η εγκαλούσα λόγω της ιδιότητας του ως διαχειριστή της περιουσίας της και ειδικότερα λόγω της ιδιότητας του ως βοηθού λογιστή και υπεύθυνου ταμείου της επιχείρησης της. Με βάση τα περιστατικά που παραπάνω εκτέθηκαν, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Χανίων, αναφορικά με τον κατηγορούμενο Χ ως προς τον οποίο-το εκκαλούμενο βούλευμα αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία για τις πιο πάνω αξιόποινες πράξεις εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και τα προκύπτοντα από αυτές πραγματικά περιστατικά. Ακολούθως η κρινόμενη έφεση, με τους λόγους της οποίας η εκκαλούσα προσάπτει στο εκκαλούμενο βούλευμα εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ' ουσίαν βάσιμη, να εξαφανισθεί το εκκαλούμενο βούλευμα και, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 318, 309 και 313 του ΚΠΔ, να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Κρήτης, που είναι αρμόδιο δικαστήριο (άρθρα 111, 119, 122 παρ. 1 ΚΠΔ), για να δικασθεί για την πιο πάνω αναφερόμενη αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης αντικείμενου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας εμπιστευμένου σε διαχειριστή ξένης περιουσίας, κατ' εξακολούθηση (αρθρ. 1,14 παρ.1, 26 παρ. ια, 27 παρ.1 98 παρ 1 και 375 παρ 1 - 2α ΠΚ), καθόσον υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Κρήτης, διά της αναφοράς του στην ενσωματωμένη στο βούλευμά του πρότασης του παρ'αυτώ Εισαγγελέως Εφετών, σε σχέση με την αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης αντικείμενου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευθεί σ'αυτόν, λόγω της ιδιότητάς του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, το αντικείμενο της οποίας υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ, δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι αναφέρει στο βούλευμά του αυτό, ότι "από το αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε κατά την κυρία ανάκριση και ειδικότερα από τις καταθέσεις των νομίμως εξετασθέντων μαρτύρων, από όλα τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία και από την απολογία με απολογητικά υπομνήματα του κατηγορουμένου προέκυψαν τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά". Από την αναφορά αυτή της εισαγγελικής προτάσεως που ενσωματώνεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα, δεν καθίσταται ανενδοιάστως σαφές ότι ελήφθησαν υπόψη από το Συμβούλιο Εφετών Κρήτης και οι καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν κατά την προηγηθείσα της κυρίας ανακρίσεως προκαταρτική εξέταση και δη οι καταθέσεις των μαρτύρων ΘΘ, ΚΚ, ΛΛ και ΜΜ ενώπιον της Πταισματοδίκου Χανίων και των ΝΝ και ΞΞ ενώπιον του Πταισματοδίκη Ρεθύμνου και Αθηνών, αντίστοιχα, αλλά αντίθετα ότι ελήφθησαν υπόψη και αξιολογήθηκαν μόνον οι καταθέσεις των κατά την κυρία ανάκριση εξετασθέντων μαρτύρων. Ενώ δεν ήταν αναγκαία η ειδικότερη αναφορά στο σκεπτικό του προσβαλλομένου βουλεύματος, ως ληφθέντων υπόψη, και των από 8-8-2006 εγγράφων εξηγήσεων του αναιρεσείοντος, ενώπιον του Πταισματοδίκου Ρεθύμνου, όπως αβασίμως αυτός προβάλλει, διότι αυτές αναφέρονται στο συμπληρωματικό υπόμνημα του αναιρεσείοντος ενώπιον του Ανακριτή Χανίων και συνεπώς αποτέλεσαν στοιχείο των απολογητικών υπομνημάτων του αναιρεσείοντος που αναφέρονται ως ληφθέντα υπόψη από το προσβαλλόμενο βούλευμα. Με την αναφορά δε στο σκεπτικό του προσβαλλομένου βουλεύματος της φράσης: "... από όλα τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία ...", σαφώς προκύπτει ότι ελήφθησαν υπόψη και τα έγγραφα που αναφέρει ο αναιρεσείων ότι προσκομίσθηκαν κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξετάσεως. 'Ετσι λοιπόν το προσβαλλόμενο βούλευμα με την αναφορά του στις καταθέσεις των εξετασθέντων μόνον κατά την κυρία ανάκριση μαρτύρων, εστέρησε εαυτό της απαιτούμενης από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και πρέπει συνεπώς για τον πρώτον αυτόν λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης που κρίνεται βάσιμος, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση ενώπιον του ιδίου Συμβουλίου, συντιθέμενου από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που έκριναν προηγουμένως (άρθρα 485 § 1 και 519 Κ.Π.Δ.). Να απορριφθεί δε ως αβάσιμη η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης αναφορικά με τον δεύτερο και τρίτο λόγους αναίρεσης που μνημονεύονται παραπάνω.
Για τους λόγους αυτούς
Προτείνω: α) Να γίνει τυπικά και κατ'ουσία μερικώς δεκτή η υπ' αριθμ. 3/23-2-2009 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ, κατά του υπ'αριθμ. 33/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης και δη ως προς τον πρώτο λόγο αναίρεσης του δικογράφου αυτής και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση ενώπιον του ιδίου Συμβουλίου, συντιθέμενου από άλλους δικαστές και
β) να απορριφθεί ως αβάσιμη ως προς τους δεύτερο και τρίτο λόγους αναίρεσης.
Αθήνα 7 Μαΐου 2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Νικόλαος Μαύρος".
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Η κρινόμενη από 23-2-2009 αίτηση αναιρέσεως του Χ, κατοίκου ..., κατά του 33/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης, με το οποίο ο αναιρεσείων παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Κρήτης για να δικαστεί ως υπαίτιος υπεξαιρέσεως κατ' εξακολούθηση, συνολικού ποσού 23.743,44 ευρώ, το οποίο χαρακτηρίσθηκε ως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, από διαχειριστή ξένης περιουσίας (ΠΚ 375 παρ.1 εδ.α' και 2 εδ.α'), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση (ΚΠοινΔ 482 παρ.1 στοιχ. Α' περ. α' ). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή.
2. Έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναίρεσης του βουλεύματος κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠοινΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστικού συμβουλίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας αρκεί να αναφέρονται γενικώς τα αποδεικτικά μέσα κατ' είδος, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα από αυτά. Δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους ούτε χρειάζεται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το Δικαστικό Συμβούλιο, για το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία είχαν τεθεί υπό την κρίση του και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 375 παρ. 1 εδ. α' και β' ΠΚ, όπως το εδ. β' προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3 εδ. α' του ν. 2721/1999, "Όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο [ολικώς ή εν μέρει] κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000 δρχ.) [ήδη : εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000,00) ευρώ], ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Ακόμη, κατά την παρ.2 εδ. α' του ίδιου άρθρου, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ.9 του ν. 2408/1996, "Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο [μεταξύ άλλων περιπτώσεων που δεν ενδιαφέρουν ενταύθα] λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Και τέλος, κατά την παρ.2 του άρθρου 98 ΠΚ, όπως προστέθηκε με την παρ.1 του άρθρου 14 του Ν.2721/1999, "Η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης απαιτείται ο δράστης να έχει λάβει στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο ξένο κινητό πράγμα, να το ιδιοποιηθεί παρανόμως και να έχει δόλια προαίρεση προς τούτο, η οποία εκδηλώνεται με οποιαδήποτε εξωτερίκευση της θέλησής του να το ενσωματώσει στην περιουσία του χωρίς δικαίωμα. Και περαιτέρω, ότι για το χαρακτηρισμό της κατ' εξακολούθηση υπεξαίρεσης ως κακουργήματος απαιτείται, εκτός από την ιδιότητα του εντολοδόχου, που πρέπει να συντρέχει στο πρόσωπο του δράστη [ή κάποιας άλλης από αυτές που αναφέρονται στην ΠΚ 375 παρ.2 εδ. α' και δεν ενδιαφέρουν ενταύθα], η συνολική αποτίμηση του αντικειμένου όλων των επί μέρους πράξεων να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας [αλλά όχι κατ' ανάγκη μεγαλύτερη του ποσού των 73.000 ευρώ, διότι τότε αρκεί μόνο το μέγεθος της αξίας για τον κακουργηματικό χαρακτήρα του εγκλήματος, χωρίς τη συνδρομή κάποιας πρόσθετης ιδιότητας στο πρόσωπο του δράστη]. Και τέλος, ότι για να ληφθεί υπ' όψη το σύνολο της αξίας των επί μέρους πράξεων, πρέπει ο δράστης να απέβλεπε με αυτές στο εν λόγω οικονομικό αποτέλεσμα. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Κρήτης, με το προσβαλλόμενο βούλευμα και με καθολική αναφορά στην εκεί προπαρατιθέμενη εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι ο κατηγορούμενος Χ [ήδη αναιρεσείων], κατά το χρονικό διάστημα από 18-3-2000 έως 17-5-2005, είχε την ιδιότητα του υπαλλήλου της εγκαλούσας εταιρίας με την επωνυμία "Ξενοδοχειακές, Τουριστικές, Εμπορικές, Οικοδομικές, Τεχνικές Επιχειρήσεις ΓΚΑΓΙΑ ΚΡΕΤΑ ΑΕ", η οποία από την 18-3-2000, δυνάμει μισθώσεως, είχε αρχίσει να εκμεταλλεύεται ένα ξενοδοχείο στη ... με το διακριτικό τίτλο "Crispen Beach" και στην οποία αυτός παρείχε τις υπηρεσίες του με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ως βοηθός λογιστή και υπεύθυνος ταμείου. Ότι ο κατηγορούμενος, μέσα στο ως άνω χρονικό διάστημα της απασχόλησής του, "εκμεταλλευόμενος την πιο πάνω ιδιότητα του διαχειριστή και ταμία", με περισσότερες από μια πράξεις που αποτελούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, επέτυχε να ιδιοποιηθεί παρανόμως χρήματα, τα οποία ανήκαν στην εγκαλούσα, αλλά βρίσκονταν στην κατοχή του ως εκ της παροχής της εργασίας του, των οποίων το συνολικό ύψος ανήλθε στο ποσό των 23.743,44 ευρώ, "που είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας". Ότι η εν λόγω ιδιοποίηση επήλθε με τους εξής, επί μέρους τρόπους: Α) Με το να καταχωρήσει ως δαπάνες στα βιβλία της εγκαλούσας "323 τιμολόγια - δελτία αποστολής καυσίμων και ορυκτελαίων για ανεφοδιασμό οχημάτων, τα οποία είχαν εκδοθεί στο όνομα της εγκαλούσας, χωρίς, όμως, να έχουν οποιαδήποτε σχέση με τη λειτουργία της επιχείρησής της". Η αξία των τιμολογίων κυμαινόταν από 8,80 έως 54,02 ευρώ και συνολικώς, μέσα στο χρονικό διάστημα από 18-3-2000 έως 17-5-2005, ανήλθε στο ποσό των 10.245,14 ευρώ (όλα τα τιμολόγια αναφέρονται αναλυτικά τόσο στις σκέψεις της εισαγγελικής προτάσεως όσο και στο διατακτικό του βουλεύματος). Β) Με το να εισπράξει από το ταμείο της εγκαλούσας ο ίδιος και για δικό του λογαριασμό, κατά τις ημερομηνίες 30-4-2002, 28-2-2003, 30-3-2004 και 30-4-2005, ήτοι τέσσερις φορές, το ποσό των 1.467,35 ευρώ και συνολικώς 5.869,40 ευρώ, με την ανακριβή αιτιολογία ότι πρόκειται για επίδομα συντάξεως ισολογισμού, ενώ στην πραγματικότητα το έργο αυτό είχε ανατεθεί στη λογίστρια ΗΗ, "η οποία και μόνο συνέτασσε τον ισολογισμό της εταιρίας έναντι αμοιβής κατ' αποκοπή", με αποτέλεσμα αυτός να μη δικαιούται το σχετικό επίδομα. Γ) Με το να εισπράξει από το ταμείο της εγκαλούσας ο ίδιος και για δικό του λογαριασμό, κατά την 31-1-2002, το ποσό των 1.174 ευρώ, με την ανακριβή αιτιολογία ότι πρόκειται για τις δεδουλευμένες αποδοχές του μηνός Ιανουαρίου 2002, ενώ στην πραγματικότητα είχε ήδη λάβει τις εν λόγω αποδοχές και δεν έπρεπε να τις εισπράξει για δεύτερη φορά. Δ) Με το να παρακρατήσει το ποσό των 2.934,70 ευρώ, το οποίο είχε προέλθει από την εκ μέρους αυτού είσπραξη, κατ' εντολή της εγκαλούσας, από τη Συνεταιριστική Τράπεζα Δωδεκανήσου, κατά την 31-1-2002, ισόποσης επιταγής, για την αντιμετώπιση λειτουργικών δαπανών, με την ανακριβή αιτιολογία ότι πρόκειται για οφειλόμενες παροχές της εγκαλούσας προς αυτόν από δώρα εορτών, αποζημίωση αδείας και επίδομα αδείας του έτους 2000, ενώ κατά τη συμφωνία τους οι εν λόγω παροχές είχαν καλυφθεί από τις ήδη καταβληθείσες μηνιαίες αποδοχές, που ήσαν υπέρτερες των νομίμων και Ε) Με το να εισπράξει από το ταμείο της εγκαλούσας ο ίδιος και για δικό του λογαριασμό, κατά το έτος 2002, το ποσό των 3.520,20 ευρώ ως τακτικές αποδοχές, επί πλέον του ποσού των 14.088 ευρώ, στο οποίο είχαν συμφωνηθεί οι συνολικές αποδοχές του για το έτος αυτό και το οποίο είχε ολοσχερώς καταβληθεί προς αυτόν. Κατόπιν αυτών, το Συμβούλιο Εφετών Κρήτης δέχθηκε ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής σε βάρος του κατηγορουμένου, εξαφάνισε το πρωτόδικο 337/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χανίων, που είχε αποφανθεί ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία και παρέπεμψε τον κατηγορούμενο ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Κρήτης για να δικασθεί ως υπαίτιος υπεξαίρεσης ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας κατ' εξακολούθηση, από διαχειριστή ξένης περιουσίας.
3. Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η ως άνω αιτιολογία του προσβαλλόμενου βουλεύματος δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη. Το Συμβούλιο δεν μνημονεύει ούτε κατ' είδος τα αποδεικτικά μέσα, στην αξιολόγηση των οποίων προέβη για να καταλήξει στην παραπεμπτική για τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο κρίση του. Βέβαια, προβαίνει σε καθολική αναφορά στην εισαγγελική πρόταση. Εκεί γίνεται μνεία ότι οι σκέψεις του Εισαγγελέα έχουν προέλθει "από το αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε κατά την κυρία ανάκριση και ειδικότερα από τις καταθέσεις των νομίμως εξετασθέντων μαρτύρων, από όλα τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία και από την απολογία με απολογητικά υπομνήματα του κατηγορουμένου". Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, όπως προβάλλει ο αναιρεσείων και διαπιστώνεται από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, είχε προηγηθεί προκαταρκτική εξέταση, κατά τη διάρκεια της οποίας είχαν καταθέσει ως μάρτυρες οι ΘΘ, ΚΚ, ΛΛ και ΜΜ (ενώπιον του Πταισματοδίκη Χανίων), ΝΝ (ενώπιον του Πταισματοδίκη Ρεθύμνου) και ΞΞ (ενώπιον του Πταισματοδίκη Αθηνών). Έτσι, δεν προκύπτει αναμφίβολα ότι το Συμβούλιο, πέραν των καταθέσεων των μαρτύρων που είχαν εξετασθεί κατά τη διάρκεια της κυρίας ανακρίσεως, έλαβε υπ' όψη και τις καταθέσεις των μαρτύρων της προκαταρκτικής εξετάσεως, αφού στην εισαγγελική πρόταση, στην οποία παραπέμπει το Συμβούλιο, δεν γίνεται αναφορά στις καταθέσεις αυτές. Πέραν τούτου και με δεδομένο το ότι η αξία εκάστης επί μέρους πράξεως της κατ' εξακολούθηση υπεξαιρέσεως, που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, είναι μικρή, στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν γίνεται ουδεμία αναφορά στο ότι, ως προς την κατάφαση της ιδιαίτερα μεγάλης αξίας της ιδιοποίησης [που δεν υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ], έχει ληφθεί υπ' όψη η συνολική αξία των χρηματικών ποσών, που κατά διαστήματα αποτέλεσαν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης, επειδή με τις μερικότερες πράξεις, τελεσθείσες σε βάθος χρόνου πέντε (5) ετών, ο δράστης απέβλεπε εξ αρχής στο συνολικό αποτέλεσμα. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός, ως και κατ' ουσίαν βάσιμος, ο σχετικός από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠοινΔ πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα στο σύνολό του και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (ΚΠοινΔ 485 παρ. 1 και 519). Η έρευνα των υπολοίπων λόγων είναι περιττή.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί το 33/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Κρήτης.- Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Νοεμβρίου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 7 Δεκεμβρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ