Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 330 / 2019    (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 330/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ειρήνη Καλού, Σοφία Ντάντου, Χρήστο Βρυνιώτη και Γεώργιο Χοϊμέ, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 18 Μαΐου 2018, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Γ. Ζ. του Κ. και 2) Ζ. Μ. του Δ., κατοίκων ..., οι οποίοι παραστάθηκαν αυτοπροσώπως με την ιδιότητά τους ως δικηγόρων.
Της αναιρεσίβλητης: Β. χας Χ. Π., το γένος Σ. Ν. Φ. Φ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Πολυτίμη Μπερσίμη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18-2-2014 ανακοπή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3858/2016 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5193/2017 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 24-1-2018 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Ειρήνη Καλού, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι αναιρεσείοντες ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 24-1-2018 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η υπ' αριθμ. 5193/2017 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η από 4.11.2016 έφεση των εκκαλούντων και ήδη αναιρεσειόντων, στρεφόμενη κατά της εφεσίβλητης και ήδη αναιρεσίβλητης και κατά της υπ' αριθμ. 3858/2016 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τακτική διαδικασία), με την οποία απορρίφθηκε η από 18-2-2014 ανακοπή των πρώτων κατά της τελευταίας, στο δικόγραφο της οποίας σωρεύονται δύο ανακοπές και ειδικότερα: α) ανακοπή του άρθρου 662ΣΤ ΚΠολΔ όπως ίσχυε, πριν την κατάργησή του με το άρθρ. τέταρτο του άρθρ. 1 Ν. 4335/ 2015 για ακύρωση της υπ' αριθμ. 1030/2014 διαταγής απόδοσης της χρήσης του μισθίου ακινήτου και καταβολής μισθωμάτων του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, και β) ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ για ακύρωση της από 24-1-2014 επιταγής προς εκτέλεση επί αντιγράφου του απογράφου της ως άνω υπ' αριθμ. 1030/2014 διαταγής απόδοσης της χρήσης μισθίου ακινήτου και καταβολής μισθωμάτων, που επιδόθηκε στους ανακόπτοντες την 31-1-2014.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 662Α εδ. α' ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 παρ. 2 ν. 4055/2012 και ίσχυε πριν από την κατάργησή της με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015: "Κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 662Β έως Η μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής απόδοσης της χρήσης μισθίου ακινήτου, αν η έναρξη της μίσθωσης αποδεικνύεται εγγράφως, στην περίπτωση καθυστέρησης του μισθώματος από δυστροπία, εφόσον έγγραφη όχληση έχει επιδοθεί με δικαστικό επιμελητή δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες πριν από την κατάθεση της αίτησης. Η καταβολή των μισθωμάτων, εντός του δεκαπενθημέρου, αποδεικνυόμενη εγγράφως, αποκλείει την έκδοση διαταγής απόδοσης της χρήσης του μισθίου. Επίδοση έγγραφης όχλησης απαιτείται μόνον την πρώτη φορά". Από την παραπάνω διάταξη σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 597 ΑΚ που παρέχει το δικαίωμα στον εκμισθωτή να καταγγείλει τη μίσθωση, αν ο μισθωτής βρίσκεται σε υπερημερία και με εκείνη του άρθρου 66 ΕισΝΚΠολΔ, που επιτρέπει στον εκμισθωτή και αν δεν κατήγγειλε τη μίσθωση κατ' άρθρο 597 ΑΚ να ζητήσει την απόδοση του μισθίου, αν ο μισθωτής καθυστερεί από δυστροπία το μίσθωμα, προκύπτει, ότι ο εκμισθωτής μπορεί να ζητήσει με την απλούστερη διαδικασία των άρθρων 662Β - 662Η ΚΠολΔ την έκδοση διαταγής προς απόδοση της χρήσης του μισθίου για υπερημερία του οφειλέτη, εν όψει του ότι η δυστροπία τεκμαίρεται από την υπαίτια καθυστέρηση καταβολής του μισθώματος, εφόσον ο μισθωτής είναι υπερήμερος περί την καταβολή του μισθώματος (ΑΠ 1312/2000). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 340 και 345 παρ. 1 ΑΚ προκύπτει, ότι ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής γίνεται υπερήμερος, αν προηγήθηκε εκ μέρους του δανειστή δικαστική ή εξώδικη όχληση, η οποία αποτελεί μονομερή και ανακοινωτέα σε άλλον δήλωση βουλήσεως, έχει δε ισχύ και παράγει τα αποτελέσματά της, μόνο εφόσον γίνει όπως την εννοεί και απαιτεί ο νόμος. Ειδικότερα, η όχληση πρέπει κατά το περιεχόμενό της να είναι ακριβής, ορισμένη, σαφής και καθαρή, πρέπει δηλαδή να προκύπτουν από αυτή, κατά τρόπο αναμφίβολο, το είδος, το ποσό και τα άλλα προσδιοριστικά στοιχεία της απαίτησης, επιπλέον δε να είναι απαλλαγμένη από αίρεση ή άλλο όρο και να απαιτεί ακριβώς από τον οφειλέτη την εκπλήρωση της οφειλόμενης παροχής του. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 579 ΑΚ ορίζεται, ότι ο εκμισθωτής δεν ευθύνεται για πραγματικά ελαττώματα που γνώριζε ο μισθωτής κατά τη συνομολόγηση της μίσθωσης. Επομένως, στην περίπτωση αυτή, δηλ. στην περίπτωση κατά την οποία ο μισθωτής γνώριζε τα πραγματικά ελαττώματα του μισθίου κατά τη συνομολόγηση της μίσθωσης, ο εκμισθωτής δεν υποχρεούται σε μείωση του μισθώματος λόγω της κακής πραγματικής καταστάσεως του μισθίου, αλλά ούτε και ο μισθωτής δύναται να απαλλαγεί των υποχρεώσεών του προς πληρωμή του μισθώματος, για τον ίδιο λόγο, ακόμη και αν δεν έκανε χρήση αυτού. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, κατά το πρώτο μέρος του, με την επίκληση του άρθρου 559 αριθμ. 1 εδ. α' ΚΠολΔ αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι το δικάσαν κατ' έφεση Πρωτοδικείο, το οποίο έκρινε ότι οι αναιρεσείοντες δεν κατέβαλαν από δυστροπία τα μισθώματα, ενώ με βάση τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχτηκαν έπρεπε να δεχτεί ότι η μη καταβολή αποτελούσε ενάσκηση δικαιώματος των ανακοπτόντων ως μισθωτών για μείωση του μισθώματος λόγω πραγματικών ελαττωμάτων του μισθίου, παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 574, 575 και 576 του ΑΚ και 66 του Εισ.Ν.ΚΠολΔ, τις οποίες εσφαλμένως εφάρμοσε, αν και δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους.
Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, μετά από εκτίμηση των αποδείξεων δέχτηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα: "Η καθής η ανακοπή εκμίσθωσε στους ανακόπτοντες με το από 1-3-2011 ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως που έχει θεωρηθεί νόμιμα από την αρμόδια .. Δ.Ο.Υ. … το υπ' αριθ. 5 διαμέρισμα του τρίτου ορόφου, εμβαδού 127 τ.μ., που βρίσκεται στην … στην πολυκατοικία επί της οδού .... Το μίσθιο διαμέρισμα αποτελείται από τέσσερα κύρια δωμάτια, WC, και λοιπούς βοηθητικούς χώρους και συμφωνήθηκε να χρησιμοποιηθεί ως δικηγορικό γραφείο, με διάρκεια μίσθωσης πενταετή, ήτοι από 1-3-2011 έως 28-2-2016 και με μηνιαίο μίσθωμα 895 ευρώ, πλέον του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου, το οποίο θα καταβαλλόταν μέχρι την 5η ημέρα κάθε μισθωτικού μήνα. Στον 6ο όρο του εν λόγω συμφωνητικού αναφέρεται ότι οι μισθωτές δήλωσαν ρητά ότι επισκέφθηκαν το μίσθιο και αφού το εξέτασαν λεπτομερώς, το βρήκαν της τελείας αρεσκείας τους και απόλυτα κατάλληλο για τη χρήση που το προορίζουν και το παρέλαβαν. Κατόπιν αιτήματος των ανακοπτόντων - μισθωτών συμφωνήθηκε η μείωση του μηνιαίου μισθώματος στο ποσό των 738,50 ευρώ, πλέον χαρτοσήμου 3,6% και συνολικά στο ποσό των 765 ευρώ για χρονικό διάστημα ενός έτους, ήτοι από 1-7-2012 έως 30-6-2013, υπογράφηκε δε μεταξύ των διαδίκων το από 30-6-2012 ιδιωτικό συμφωνητικό μείωσης του τιμήματος. Κατ' απαίτηση των μισθωτών οι διάδικοι είχαν κάνει προφορικές συζητήσεις για περαιτέρω μείωση του μισθώματος αλλά υπήρχε διαφωνία ως προς το τελικό ποσό του μισθώματος και έτσι δεν κατέληξαν σε συμφωνία ώστε να υπογράψουν και δεύτερο ιδιωτικό συμφωνητικό μείωσης του μισθώματος. Στη συνέχεια οι μισθωτές όμως αυθαίρετα κατέβαλαν στις 18-7-2013 το ποσό των 620 ευρώ ως μίσθωμα του μηνός Ιουλίου και συνέχισαν να καταβάλλουν το ίδιο ποσό ως μίσθωμα για τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Η εκμισθώτρια - καθής η ανακοπή προέβη στην από 4-9-2013 εξώδικη δήλωση-πρόσκληση-διαμαρτυρία (έγγραφη όχληση), την οποία επέδωσε στους μισθωτές (βλ. υπ' αριθ. ….44Γ/10-9-2013 και …45Γ/10-9-2013 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Μ. Κ. αντίστοιχα). Με την εν λόγω όχληση καλούσε τους μισθωτές να καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρο ο καθένας, μέσα σε προθεσμία 15 ημερών από την επίδοση αυτής, το συνολικό ποσό των 435 ευρώ ως υπόλοιπο μισθωμάτων των μηνών Ιουλίου, Αυγούστου και Σεπτεμβρίου, ήτοι 145 ευρώ για κάθε μήνα, που προκύπτει ως διαφορά μεταξύ του συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθώματος των 765 ευρώ και του ποσού των 620 ευρώ που κατέβαλαν οι μισθωτές ως μηνιαίο μίσθωμα τους ανωτέρω μήνες. Οι ανακόπτοντες - μισθωτές δεν κατέβαλαν όμως το ως άνω οφειλόμενο ποσό και η εκμισθώτρια κατέθεσε στο Πρωτοδικείο Αθηνών αίτηση για έκδοση διαταγής απόδοσης της χρήσης του μισθίου, στην οποία σώρευσε και αίτημα καταβολής οφειλομένων μισθωμάτων συνολικού ποσού 580 ευρώ ως υπόλοιπο μισθωμάτων μηνών Ιουλίου έως Οκτωβρίου 2015, εντόκως από τότε που το κάθε μίσθωμα καθίσταται ληξιπρόθεσμο. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι ανακόπτοντες - μισθωτές ήσαν υπερήμεροι και ως προς τη δήλη ημέρα καταβολής του μισθώματος ήδη από τις αρχές του έτους 2013 και συγκεκριμένα τα μισθώματα των μηνών Φεβρουαρίου, Μαρτίου, Απριλίου και Μαΐου του 2013 τα κατέθεσαν στον τραπεζικό λογαριασμό της εκμισθώτριας στις 28-2-2013, στις 9-4-2013, στις 29-4-2013 και στις 6-6-2013 αντίστοιχα (βλ. σχετική καρτέλα κινήσεων πελατειακού λογαριασμού της ….).
Συνεπώς έγκυρα εκδόθηκε η επίδικη διαταγή. Περαιτέρω οι ανακόπτοντες-εκκαλούντες στο δικόγραφο της εφέσεώς τους αναφέρουν ότι ευρίσκονται στην εν λόγω πολυκατοικία από το έτος 1960 ο πρώτος ανακόπτων και από το έτος 1988 η δεύτερη ανακόπτουσα. Από αυτό συνάγεται ότι αυτοί γνώριζαν την κατάσταση των φωταγωγών και όλων των κοινόχρηστων χώρων της πολυκατοικίας πριν προβούν στη μίσθωση του επίδικου μισθίου, το οποίο, όπως δηλώνουν στον προαναφερθέντα όρο του συμφωνητικού, το επισκέφθηκαν, το εξέτασαν λεπτομερώς και το βρήκαν της τελείας αρεσκείας τους. Τα υφιστάμενα δε προβλήματα στους φωταγωγούς της πολυκατοικίας, τα οποία, όπως προαναφέρθηκε ήταν γνωστά στους μισθωτές πριν της κατάρτισης της ένδικης μίσθωσης, επιλύονται κατόπιν συνεννοήσεως των ενοίκων της πολυκατοικίας, και έτσι δεν δημιουργούνται περαιτέρω προβλήματα. Σε κάθε περίπτωση οι εν λόγω μισθωτές αποδέχθηκαν την ύπαρξη των ως άνω προβλημάτων με το να επιλέξουν να μισθώσουν το επίδικο μίσθιο, που ευρίσκεται στην εν λόγω οικοδομή. Επομένως, ο πρώτος λόγος της ανακοπής, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ' ουσίαν...". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο απέρριψε ως αβάσιμο το σχετικό λόγο της έφεσης των εκκαλούντων και ήδη αναιρεσειόντων, με τον οποίο παραπονέθηκαν αυτοί για την απόρριψη των ως άνω ισχυρισμών τους που στηρίζουν τον πρώτο λόγο της ανακοπής τους. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, αναφορικά με το κρίσιμο ζήτημα της δυστροπίας των ανακοπτόντων μισθωτών για την καταβολή των οφειλομένων μισθωμάτων, και τους αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς των τελευταίων (ανακοπτόντων) περί ελλείψεως δυστροπίας τους για την καταβολή των οφειλομένων μισθωμάτων, δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 574, 575 και 576 του ΑΚ και 66 του Εισ.Ν.ΚΠολΔ, αφού με βάση τις παραδοχές του Εφετείου, σύμφωνα με τις οποίες α) το συμφωνηθέν μίσθωμα, ανερχόμενο σε 738,50 ευρώ, πλέον χαρτοσήμου 3,6% και συνολικά στο ποσό των 765 ευρώ μετά από συμφωνηθείσα μείωση με το από 30-6-2012 ιδιωτικό συμφωνητικό μείωσης του μισθώματος του αρχικά καθορισθέντος υψηλότερου μισθώματος των 895 ευρώ, πλέον του αναλογούντος τέλους χαρτοσήμου, ήταν καταβλητέο σύμφωνα με τους όρους της μεταξύ των διαδίκων καταρτισθείσας σύμβασης μίσθωσης, μέχρι την 5η ημέρα κάθε μισθωτικού μήνα, β) οι αναιρεσείοντες μισθωτές αυθαίρετα κατέβαλαν στις 18-7-2013 το ποσό των 620 ευρώ ως μίσθωμα του μηνός Ιουλίου και συνέχισαν να καταβάλλουν το ίδιο ποσό ως μίσθωμα για τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, και γ) οι ανακόπτοντες αναιρεσείοντες κατά την κατάρτιση της ένδικης μίσθωσης την 1-3-2011 γνώριζαν την κατάσταση των φωταγωγών και όλων των κοινόχρηστων χώρων της πολυκατοικίας πριν προβούν στη μίσθωση του επίδικου μισθίου, αφού βρίσκονταν στην εν λόγω πολυκατοικία, από το έτος 1960, ο πρώτος ανακόπτων και από το έτος 1988, η δεύτερη ανακόπτουσα και επί πλέον δήλωσαν με σχετικό όρο του μισθωτήριου συμφωνητικού, ότι επισκέφθηκαν το μίσθιο, το εξέτασαν λεπτομερώς και το βρήκαν της τέλειας αρεσκείας τους, η αναιρεσίβλητη εκμισθώτρια δεν ευθυνόταν, σύμφωνα με το άρθρο 579 ΑΚ, για τα εν λόγω πραγματικά ελαττώματα που γνώριζαν οι μισθωτές κατά την κατάρτιση της μίσθωσης και συνακόλουθα δεν υποχρεούτο σε μείωση του μισθώματος λόγω πραγματικών ελαττωμάτων του μισθίου αλλά και οι μισθωτές δεν μπορούσαν να απαλλαγούν από την υποχρέωσή τους για καταβολή του συμφωνημένου μισθώματος. Επομένως, το Εφετείο, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ που του αποδίδεται με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης, και συνεπώς ο πρώτος λόγος αναίρεσης που υποστηρίζει τα αντίθετα είναι αβάσιμος στην ουσία του και πρέπει να απορριφθεί, οι δε περαιτέρω προβαλλόμενες αιτιάσεις είναι απαράδεκτες, διότι πλήττουν την ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.).
Κατά το άρθρο 559 αρ. 8 περ. α' ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Πράγματα κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, δηλαδή κάθε περιστατικό, το οποίο αφηρημένα λαμβανόμενο οδηγεί, κατά το νόμο, στη γέννηση ή την κατάλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή ή την αντένσταση (Ολ.ΑΠ 25/2003), ανεξάρτητα από τη βασιμότητά του, η οποία είναι ζητούμενο της αποδεικτικής διαδικασίας και όχι προϋπόθεση της αυτοτέλειας του ισχυρισμού (ΑΠ 1740/2012). Έτσι "πράγματα" υπό την παραπάνω έννοια δεν αποτελούν, μεταξύ άλλων, τα συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που αντλούνται από την εκτίμηση των αποδείξεων. Ο παραπάνω λόγος δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη περιστατικά προκύψαντα από τις αποδείξεις, μη διαλαμβανόμενα στην ιστορική βάση της αγωγής (ΑΠ 179/2013, ΑΠ 832/2011), εφόσον δεν επέρχεται μεταβολή της (ΑΠ 954/2011). Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 8 περ. α' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Εφετείο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και ειδικότερα, προκειμένου να δικαιολογήσει την ύπαρξη επανειλημμένης δυστροπίας στο πρόσωπο των αναιρεσειόντων και να κρίνει έτσι απορριπτέα την ένδικη ανακοπή τους για ακύρωση της παραπάνω διαταγής απόδοσης του μισθίου και της επιταγής προς εκτέλεση, παρέθεσε στην απόφασή του περιστατικά που δεν προτάθηκαν και συγκεκριμένα περιστατικά καθυστέρησης του μισθώματος κατά τους μήνες Φεβρουάριο, Μάρτιο, Απρίλιο και Μάιο του 2013 για τους οποίους ουδεμία μνεία κάνει η προσβληθείσα με την ανακοπή τους διαταγή απόδοσης του μισθίου, άλλα ούτε έχουν μνημονευθεί και στην αίτηση διαταγής απόδοσης μισθίου, αφού, ουδεμία αναφορά γίνεται στο σώμα της αιτήσεως για επανειλημμένη δυστροπία. Ο λόγος αυτός της αίτησης αναίρεσης, αλυσιτελώς προβάλλεται, και πρέπει ν' απορριφθεί ως απαράδεκτος, καθόσον, το αίτημα της ανακοπής για ακύρωση της διαταγής απόδοσης του μισθίου και της επιταγής προς εκτέλεσή της, ως προς την αξίωση απόδοσής του στην καθής η ανακοπή και ήδη αναιρεσίβλητη, κρίθηκαν απορριπτέα με την προσβαλλόμενη απόφαση, λόγω της παραδοχής του Εφετείου ότι οι ανακόπτοντες - εκκαλούντες και ήδη αναιρεσείοντες μισθωτές κατέβαλαν τα οφειλόμενα μισθώματα μετά την εκπνοή της προθεσμίας των 15 ημερών του άρθρου 662Α ΚΠολΔ και μάλιστα μετά την έκδοση της διαταγής αλλά και την επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση και συνεπώς η καταβολή αυτή δεν θίγει τη νομιμότητα της διαταγής απόδοσης του μισθίου, ούτε αποτελεί παραδεκτό λόγο ανακοπής κατά της εκτέλεσης της διαταγής ως προς την κατ' άρθρο 66 ΕισΝΚΠολΔ αξίωση απόδοσης του μισθίου. Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι ο λόγος αυτός στηρίζεται σε ανακριβή προϋπόθεση ότι δεν προτάθηκαν από την καθής η ανακοπή και ήδη αναιρεσίβλητη περιστατικά καθυστέρησης του μισθώματος κατά τους μήνες Φεβρουάριο, Μάρτιο, Απρίλιο και Μάιο του 2013, αν και τα περιστατικά αυτά προβλήθηκαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου από την καθής η ανακοπή και ήδη αναιρεσίβλητη προς αντίκρουση του ισχυρισμού των ανακοπτόντων και ήδη αναιρεσειόντων περί καταβολής όλων των ληξιπροθέσμων μηνιαίων μισθωμάτων, η οποία, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των προτάσεών της ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ανέφερε τα εξής: "Στο πλαίσιο αυτό υπενθυμίζω ότι: Οι αντίδικοι κατέβαλαν συστηματικά το μίσθωμα κατά παράβαση του συμβατικού όρου (για καταβολή εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα), εκπρόθεσμα και συγκεκριμένα στο τέλος του μήνα ή στις αρχές του επομένου μήνα [βλ. ανωτέρω υπό κεφάλαιο 2.2. και ενδεικτικώς σχετικές κινήσεις λογαριασμού για χρονικά διαστήματα ετών 2012, 2013 (ΣΧΕΤ. 11, 12, 20A)]. Για την ως άνω εκπρόθεσμη και άτακτη καταβολή του μισθώματος είχα διαμαρτυρηθεί κατ' επανάληψη προφορικώς, μέσω της πληρεξούσιας δικηγόρου μου, Π. Μπερσίμη... Όμως παρόλο που οι αντίδικοι ποιούσαν και ποιούν ανενόχλητη και απρόσκοπτη χρήση του μισθίου διαμερίσματός μου, εν τούτοις όχι μόνον δεν μου κατέβαλλαν το συμφωνηθέν άνω μίσθωμα την συμφωνηθείσα ως άνω ημερομηνία, που είναι προκαταβλητέο, δηλαδή, μέχρι την 5η ημέρα κάθε μισθωτικού μήνα, αλλά όποτε εκείνοι εβούλοντο. Και συγκεκριμένα το κατέβαλλαν είτε στο τέλος κάθε μισθωτικού μήνα, είτε στο τέλος του επόμενου μισθωτικού μήνα, όπως αυτό προκύπτει αβίαστα και καθαρά από την κίνηση του τραπεζικού λογαριασμού που τους είχε χορηγηθεί για την καταβολή του μισθώματος (ΣΧΕΤ. 11, 20Α). Ενδεικτικά, όπως αποδεικνύεται, το μίσθωμα του Φεβρουάριου του 2013 κατεβλήθη στις 28.2.2013, του Μαρτίου του 2013 τον επόμενο μήνα και συγκεκριμένα στις 9.4.2013, του Απριλίου του 2013 στις 29.4.2013, ενώ του Μαΐου του 2013 στις 6.6.2013 (βλ. σχετικές κινήσεις λογαριασμού μου για τα εν λόγω χρονικά διαστήματα, ΣΧΕΤ. 11). Θα πρέπει δε να τονιστεί ότι παρόμοιες καθυστερήσεις, σε μικρότερη έκταση, υπήρχαν και εντός του προηγούμενου έτους του 2012 (βλ. ΣΧΕΤ. 20Α)".
Με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6/17-4-2001 Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι "οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας". Με τη νέα αυτή διάταξη ο αναθεωρητικός νομοθέτης επέλεξε να κατοχυρώσει ρητά, από το όλο σύστημα των εγγυήσεων για τα επιτρεπτά όρια των επιβαλλόμενων στα ατομικά δικαιώματα νομοθετικών περιορισμών, την εγγύηση εκείνη που είναι γνωστή ως αρχή της αναλογικότητας. Απέκτησε έτσι ρητή συνταγματική υφή η αρχή αυτή, η οποία, ωστόσο, και προηγουμένως αναγνωριζόταν ως αρχή συνταγματικής ισχύος, που απορρέει από την ίδια την έννοια του κράτους δικαίου, αλλά και από την ουσία των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων, τα οποία, ως έκφραση της γενικότερης ελευθερίας του ατόμου, δεν πρέπει να περιορίζονται από την κρατική εξουσία περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο για την προστασία των δημόσιων συμφερόντων. Η αρχή αυτή, υπό την έννοια του τηρητέου μέτρου της εύλογης αντιστάθμισης προσφοράς και οφέλους, που αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε κανόνα συνταγματικής βαθμίδας, επενεργεί σε κάθε είδους κρατική δραστηριότητα, καθώς και όταν πρόκειται για αντικρουόμενα συμφέροντα στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, αφού η έκταση της αρχής αυτής δεν περιορίζεται μόνο σε ορισμένες περιοχές του δικαίου, αλλά, όπως προαναφέρθηκε, και πριν από την ρητή συνταγματική της κατοχύρωση, διέτρεχε το σύνολο της έννομης τάξης και συνεπώς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή οποιουδήποτε κανόνα δικαίου. Άλλωστε, με ρητή διατύπωση στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος η θεσπιζομένη από αυτήν προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου ως ατόμου ισχύει και "στις σχέσεις των ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζει", και οριοθετείται έτσι η υποχρέωση και των αρμοδίων δικαιοδοτικών οργάνων, όταν επιλαμβάνονται της επίλυσης ιδιωτικών διαφορών, να τις επιλύουν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να υπάρχει μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα πρέπει, τα λαμβανόμενα μέτρα και οι έννομες συνέπειες, να είναι πρόσφορα (κατάλληλα) για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, αναγκαία, υπό την έννοια να συνιστούν μέτρο, το οποίο σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα να επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον διάδικο σε βάρος του οποίου απαγγέλλονται, και αναλογικά υπό στενή έννοια, δηλαδή να τελούν σε ανεκτή σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, προκειμένου η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν (Ολ.ΑΠ 9/2015). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο αναίρεσης οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, επειδή το Εφετείο με το να απορρίψει τον προβληθέντα με τον αντίστοιχο λόγο της έφεσής τους ισχυρισμό τους ότι η επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης εκ μέρους της εφεσίβλητης προσκρούει στην αρχή της αναλογικότητας, καθόσον επισπεύδεται η έξωσή τους από το μίσθιο επειδή κατά τους υπολογισμούς τους κατά το επίδικο χρονικό διάστημα δεν κατέβαλε το 1/5 του συμφωνηθέντος μισθώματος, παραβίασε την απορρέουσα από το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. τελευταίο του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας. Ο λόγος αυτός, είναι επίσης απορριπτέος ως αβάσιμος, εφόσον με βάση τις ως άνω παραδοχές του Εφετείου, η επίσπευση της εκτελεστικής διαδικασίας για την απόδοση του μισθίου στην αναιρεσίβλητη μισθώτρια, ήταν απολύτως αναγκαία και το μόνο δυνάμενο να ληφθεί πρόσφορο μέτρο για την επίτευξη του επιδιωχθέντος με την έκδοση της διαταγής απόδοσης του μισθίου σκοπού, για την πραγματοποίηση του οποίου είχε συμφέρον η επισπεύδουσα την εκτέλεση αναιρεσίβλητη εκμισθώτρια, λόγω της επανειλημμένης δυστροπίας των αναιρεσειόντων μισθωτών, το οποίο (συμφέρον) τελεί σε σχέση ανεκτής αναλογίας με την επικαλούμενη από τους αναιρεσείοντες μισθωτές βλάβη, που συνεπάγεται αναγκαίως γι' αυτούς η επίσπευση από την αναιρεσίβλητη εκμισθώτρια αναγκαστικής εκτελέσεως σε βάρος των αναιρεσειόντων μισθωτών. Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι ο λόγος αυτός απαραδέκτως προβάλλεται, εφόσον δεν προβλήθηκε ως λόγος ανακοπής με το δικόγραφο αυτής, αλλά προβλήθηκε το πρώτον ενώπιον του Εφετείου με το δικόγραφο της έφεσης.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται και στην αναγκαστική εκτέλεση (γιατί το δικαίωμα του δανειστή προς πραγμάτωση της αξίωσής του με τον τρόπο αυτό ανάγεται στο χώρο του ουσιαστικού δικαίου), η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση, που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις, που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με το επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο (ΟλΑΠ 17/1995, ΟλΑΠ 62/1990). Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηριστεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται, ακόμη, οι πράξεις του υπόχρεου και η δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, το ζήτημα δε, αν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες, που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματός του. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, επειδή το Εφετείο με το να απορρίψει τον προβληθέντα με τον αντίστοιχο λόγο της ανακοπής τους και επαναφερθέντα με σχετικό λόγο της έφεσης ισχυρισμό τους, ότι η από μέρους της καθ' ης η ανακοπή δικαστική επιδίωξη της απαίτησής της, με την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής απόδοσης του μισθίου, και την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος τους για την απόδοση της χρήσης αυτού, υπερβαίνει τα επιβαλλόμενα από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ όρια και είναι άκυρη, αν και η καθ' ης - εκμισθώτρια επιδιώκει την απόδοση του μισθίου και την πληρωμή οφειλομένων μισθωμάτων μετά την εκ μέρους τους άσκηση αγωγής μείωσης μισθώματος, κατά τα ειδικότερα στο λόγο αυτό αναφερόμενα, παραβίασε την προαναφερόμενη ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται και στην αναγκαστική εκτέλεση, γιατί το δικαίωμα του δανειστή προς πραγμάτωση της αξίωσής του με τον τρόπο αυτό ανάγεται στο χώρο του ουσιαστικού δικαίου. Αναφορικά με τον προβληθέντα από τους αναιρεσείοντες ισχυρισμό περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της αναιρεσίβλητης εκμισθώτριας να επιδιώξει δικαστικώς την απόδοση του μισθίου διαμερίσματος, με την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής, το Εφετείο, στην προσβαλλόμενη απόφασή του, διέλαβε τα ακόλουθα: "Με τον τρίτο λόγο της ανακοπής τους οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η καθής η ανακοπή-εκμισθώτρια αντίθετα στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη ζητεί την απόδοση του μισθίου και την πληρωμή των οφειλόμενων μισθωμάτων ενώ έχει ήδη ασκηθεί η από 1-12-2013 αγωγή μείωσης μισθώματος, η οποία συζητήθηκε στις 23-1-2014. Ο λόγος αυτός της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, καθόσον η εκμισθώτρια είχε κάθε δικαίωμα αφενός να επιδιώξει την είσπραξη της απαιτήσεώς της, που αποτελεί υπόλοιπο οφειλής μισθωμάτων, τα οποία δεν καταβλήθηκαν σ' αυτή λόγω επανειλημμένης δυστροπίας των ανακοπτόντων - μισθωτών και αφετέρου να ζητήσει την απόδοση του μισθίου, χωρίς η συμπεριφορά της αυτή να προσκρούει στη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια δεν έσφαλε και ο σχετικός λόγος της έφεσης με τον οποίον υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος...". Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, που απαγορεύει την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος, εφόσον υπό τα ανωτέρω γενόμενα δεκτά από την προσβαλλόμενη απόφαση πραγματικά περιστατικά επανειλημμένης δυστροπίας των αναιρεσειόντων μισθωτών, ως προ την καταβολή του συμφωνημενου μισθώματος, δεν υπερβαίνει προφανώς τα οριζόμενα από τη διάταξη αυτή όρια που θέτουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Το γεγονός ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η άσκηση του δικαιώματος της καθ' ης η ανακοπή αναιρεσίβλητης επέφερε τυχόν βλάβη στους ανακόπτοντες δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει κατάχρηση δικαιώματος, εφόσον δεν συνδυάζεται με άλλες περιστάσεις και ιδίως με προηγούμενη συμπεριφορά της αναιρεσίβλητης εκμισθώτριας από την οποία να έχει δημιουργηθεί στους αναιρεσείοντες μισθωτές και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι η παραπάνω δεν πρόκειται να ασκήσει τα σχετικά δικαιώματά της, ή με έλλειψη συμφέροντος της εκμισθώτριας στην άσκηση των ως άνω δικαιωμάτων της. Έλλειψη, όμως, συμφέροντος δεν υπάρχει όταν ο εκμισθωτής, όπως στην προκειμένη περίπτωση η εκμισθώτρια, αποφασίζει, όπως έχει δικαίωμα, να πραγματώσει την αξίωσή του για απόδοση του μισθίου ακινήτου σ' αυτόν λόγω καθυστέρησης της καταβολής του συμφωνημένου μισθώματος από δυστροπία και μάλιστα επανειλημμένης, με αναγκαστική εκτέλεση της εκδοθείσας σε βάρος του τελευταίου διαταγής απόδοσης του μισθίου έστω και αν ο μισθωτής κατέβαλε τα οφειλόμενα μετά την εκπνοή της προθεσμίας των 15 ημερών του άρθρου 662Α ΚΠολΔ και πάντως μετά την κατάθεση της αίτησης για έκδοση της διαταγής απόδοσης του μισθίου και καταβολής των μισθωμάτων και την επίδοση επιταγής προς εκτέλεση. Με τα δεδομένα αυτά και ο τέταρτος λόγος αναίρεσης, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Με τον πέμπτο λόγο της κρινόμενης αίτησης, οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση τις πλημμέλειες από τους αριθμούς 11γ' και 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι, το Εφετείο, στη μεν πρώτη περίπτωση, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, δεν έλαβε υπόψη νομίμως επικληθέν και προσκομισθέν απ' αυτούς αποδεικτικό μέσο και συγκεκριμένα την υπ' αριθ. 1605/55/18-2-2014 έκθεση των δύο εποπτών δημόσιας υγείας, την οποία επικαλέστηκαν για την απόδειξη των ελαττωμάτων του μισθίου, η ύπαρξη των οποίων τους παρείχε το εκ των άρθρων 574, 575 και 576 ΑΚ δικαίωμα να μειώσουν το μίσθωμα, κατά ποσοστό 145/765 και απέκλειε την ύπαρξη δυστροπίας τους, την οποία το άρθρο 66 του Εισ.Ν.ΚΠολΔ θέτει ως προϋπόθεση της απόδοσης του μισθίου, στη δε δεύτερη περίπτωση δεν έλαβε υπόψη τους παραπάνω ισχυρισμούς τους, που αποδείχτηκαν από την προαναφερόμενη έκθεση, περί ύπαρξης πραγματικών ελαττωμάτων του μισθίου, η οποία τους παρείχε το από τα άρθρα 574, 575 και 576 ΑΚ δικαίωμα να μειώσουν το μίσθωμα, πράγμα το οποίο και έπραξαν, καταβάλλοντας το προσήκον, κατά την κρίση τους ποσό, το οποίο εισέπραττε ανεπιφύλακτα η αναιρεσίβλητη, καθώς και τον ισχυρισμό τους ότι κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 661 ΚΠολΔ η οποία εφαρμόζεται στη διαδικασία των μισθωτικών διαφορών των άρθρων 647 επ. ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν, πριν από την κατάργησή τους με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, κατά την οποία εκδικάστηκε και η ένδικη ανακοπή, η ανακοπτόμενη διαταγή απόδοσης του μισθίου και πληρωμής κατέστη άνευ αντικειμένου, και πρέπει να κηρυχθεί ανίσχυρη, δεδομένου ότι κατέβαλαν στην αναιρεσίβλητη, όλα τα επιδικασθέντα σε βάρος τους με την 1030/2014 διαταγή μισθώματα και δικαστική δαπάνη καθώς και τα έξοδα επιταγής εντός τριών εργασίμων ημερών από την επίδοση της επιταγής. Ο λόγος αυτός, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον μεν αφορά στην αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 11γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, εφόσον, από τη ρητή διαβεβαίωση στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι το Εφετείο για να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση έλαβε υπόψη εκτός από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα (χωρίς όρκο κατάθεση της δεύτερης ανακόπτουσας και ένορκη κατάθεση του μάρτυρος της καθής η ανακοπή) και όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, σε συνδυασμό με το όλο περιεχόμενο της απόφασης στο οποίο γίνεται λόγος, μεταξύ άλλων, για υφιστάμενα προβλήματα στους φωταγωγούς και στους κοινόχρηστους χώρους της πολυκατοικίας, τα οποία γνώριζαν οι μισθωτές, καθίσταται απολύτως βέβαιο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε με τα άλλα αποδεικτικά μέσα και το παραπάνω φερόμενο από τους αναιρεσείοντες ως μη ληφθέν υπόψη έγγραφο. Καθόσον δε αφορά στην αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, ως προς μεν την αιτίαση για μη λήψη υπόψη του ισχυρισμού τους περί εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 661 ΚΠολΔ, με την οποία ορίζεται "H καταβολή ενώπιον του ειρηνοδικείου ή του μονομελούς πρωτοδικείου έως το τέλος της συζήτησης στο ακροατήριο, όλων των ληξιπρόθεσμων μισθωμάτων που οφείλονται έως την ημέρα της συζήτησης και των δικαστικών εξόδων που ορίζονται αμέσως από το δικαστή, καταργεί τη δίκη για την απόδοση της χρήσης του μισθίου για καθυστέρηση μισθωμάτων από δυστροπία. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται, αν υπάρχει επανειλημμένη καθυστέρηση από δυστροπία" επειδή η διάταξη αυτή, ανεξαρτήτως του ότι δεν εφαρμόζεται επί επανειλημμένης δυστροπίας, όπως δέχτηκε ανελέγκτως το Εφετείο ότι συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, εφαρμόζεται επί αγωγής αποδόσεως του μισθίου λόγω δυστροπίας και όχι στη διαδικασία των άρθρων 662Β - 662Η ΚΠολΔ για την έκδοση διαταγής προς απόδοση της χρήσης του μισθίου, επί της οποίας εφαρμόζεται η αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 662Α εδ. δεύτ. του ΚΠολΔ, που ορίζει ότι "Η καταβολή των μισθωμάτων, εντός του δεκαπενθημέρου (από την επίδοση με δικαστικό επιμελητή της προβλεπόμενης στο πρώτο εδάφιο του ίδιου άρθρου έγγραφης όχλησης), αποδεικνυόμενη εγγράφως, αποκλείει την έκδοση διαταγής απόδοσης της χρήσης του μισθίου..." η οποία, όμως, επίσης δεν ήταν εφαρμοστέα στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένου ότι η επικαλούμενη από τους αναιρεσείοντες καταβολή με βάση τις παραδοχές του Εφετείου, δεν πραγματοποιήθηκε εντός του προβλεπόμενου από την ως άνω διάταξη δεκαπενθημέρου αλλά μετά την έκδοση της ένδικης διαταγής απόδοσης του μισθίου και πληρωμής μισθωμάτων, και την επίδοση επιταγής προς εκτέλεση. Ως προς δε την αιτίαση, για μη λήψη υπόψη του ισχυρισμού τους περί πραγματικών ελαττωμάτων του μισθίου, ο παραπάνω λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, επειδή το Εφετείο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό τους αυτό και τον απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο, κατά τα προαναφερόμενα. Με τον έκτο λόγο της αίτησης αναίρεσης οι αναιρεσείοντες, αφού παραθέτουν αυτολεξεί το περιεχόμενο της προσθήκης - αντίκρουσης των προτάσεών τους ενώπιον του Εφετείου, με την οποία προβαίνουν στην κατά την κρίση τους εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και επισημαίνουν τους προβληθέντες με τις προτάσεις τους προαναφερόμενους ισχυρισμούς τους περί έλλειψης αντικειμένου της δίκης λόγω της κατά τα ανωτέρω καταβολής κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 661 ΚΠολΔ, έλλειψης δυστροπίας στο πρόσωπό τους, λόγω ελαττωμάτων του μισθίου που επέβαλλαν και επιβάλλουν τη μείωση του μισθώματος κατ' εφαρμογή των άρθρων 288 και 388 ΑΚ, καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος και παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, για τους οποίους ισχύουν όσα αναφέρθηκαν παραπάνω κατά την έρευνα των σχετικών λόγων αναίρεσης, αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο, παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη το λόγο της έφεσής τους, με τον οποίο προέβαλαν ως ατίαση κατά της εκκαλουμένης ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όφειλε να κηρύξει καταργημένη τη δίκη, αφού είχαν καταβληθεί όλα τα οφειλόμενα ποσά πριν την έναρξη της συζήτησης της ανακοπής. Και ο λόγος αυτός της αίτησης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, εφόσον ο επικαλούμενος από τους αναιρεσείοντες ως προβληθείς με το σχετικό λόγο της έφεσής των ισχυρισμός περί καταργήσεως της δίκης, κατ' εφαρμογή του άρθρου 661 ΚΠολΔ, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, για τους λόγους που αναφέρονται κατά την έρευνα του αμέσως παραπάνω πέμπτου λόγου της αίτησης αναίρεσης. Μετά απ' αυτά, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε από τους αναιρεσείοντες για την άσκηση της αναίρεσης στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. ε' Κ.Πολ.Δ.) και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, η οποία κατέθεσε προτάσεις (άρθρο 183 Κ.Πολ.Δ.), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 24-1-2018 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. 5193/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε από τους αναιρεσείοντες για την άσκηση της αναίρεσης στο δημόσιο ταμείο. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Φεβρουαρίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Μαρτίου 2019.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ

Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή