Αριθμός 557/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αβροκόμη Θούα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αρτεμισία Παναγιώτου, Γεώργιο Αναστασάκο - Εισηγητή, Ευφροσύνη Καλογεράτου - Ευαγγέλου και Πηνελόπη Παρτσαλίδου - Κομνηνού, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 21 Ιανουαρίου 2020, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Μπρακουμάτσου, (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Α. Μ. του Π., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Κρεμμύδα, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 681-682/2019 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πατρών.
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29.10.2019 αίτησή της, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 1544/2019.
Αφού άκουσε
Τον Εισαγγελέα, ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναίρεσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Η κρινόμενη από 29-10-2019 αίτηση (αρ.εκθ. 28/2019) της Α. Μ. του Π., για αναίρεση της καταδικαστικής απόφασης 681-682/2019 του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πατρών, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω.
II. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νέου Ποινικού Κώδικα (Ν. 4619/2019) τα άρθρα 256 (απιστία στην υπηρεσία), 257 (εκμετάλλευση εμπιστευμένων) και 258 (υπεξαίρεση στην υπηρεσία) καταργούνται από το κεφάλαιο των εγκλημάτων κατά της υπηρεσίας. Στα άρθρα αυτά περιγράφονται πράξεις που θίγουν πρωτίστως περιουσιακά αγαθά και όχι την ίδια τη λειτουργία της υπηρεσίας ή πράξεις με τις οποίες παραβιάζονται συγκεκριμένες υποχρεώσεις που βαρύνουν τους δημοσίους υπαλλήλους, χωρίς όμως η προσβολή της υπηρεσίας να είναι σε τέτοιο βαθμό σοβαρή ώστε να απαιτείται η απειλή ποινικών κυρώσεων (βλ. σελ 52). Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η υπεξαίρεση στην υπηρεσία τιμωρείται πλέον ως υπεξαίρεση κατά τις κοινές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα (άρθρο 375 ΠΚ). Άλλωστε και υπό την ισχύ του προϊσχύσαντος ΠΚ ήταν επιτρεπτή η μεταβολή της κατηγορίας από υπεξαίρεση στην υπηρεσία σε κοινή υπεξαίρεση (ΑΠ673/2004). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 381 παρ.1 εδ. α' του νέου ΠΚ "Για την ποινική δίωξη των εγκλημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 374Α, 375 παρ. 1 και 2, 377 και 378 παρ. 1 εδάφ. β' απαιτείται έγκληση ", ενώ κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 464 του ίδιου ΠΚ "Εκκρεμείς ποινικές διαδικασίες, που έχουν ανοίξει χωρίς την υποβολή εγκλήσεως με αντικείμενο πράξεις για την δίωξη των οποίων απαιτείται έγκληση στον παρόντα Κώδικα ενώ διώκονταν αυτεπαγγέλτως υπό το προσχύσαν δίκαιο, συνεχίζονται, εφόσον ο δικαιούμενος να υποβάλει έγκληση δηλώσει εντός τεσσάρων μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος ότι επιθυμεί την πρόοδο τους ". Στην προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσείουσα (συμβολαιογράφος) είχε καταδικασθεί πρωτοδίκως (υπό την ισχύ του προϊσχύσαντος ΠΚ) με την απόφαση 1213/2017 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηλείας, για την πράξη της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία με αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (ΠΚ 258 περ. β') και στη συνέχεια, κατ' έφεση (υπό την ισχύ του νέου ΠΚ ) με την προσβαλλόμενη απόφαση 681 -682 /2019 του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πατρών, για την πράξη της υπεξαίρεσης με αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (ΠΚ 375 παρ. 1 εδ. α' περ. β') . Η προσβαλλόμενη απόφαση, τόσο ως προς την αποδιδόμενη στην αναιρεσείουσα πράξη της υπεξαίρεσης κατά τις κοινές πλέον διατάξεις, όσο και ως προς την ύπαρξη εγκλήσεως κατ' αυτής από μέρους του παθόντος νομικού προσώπου (ΝΠΔΔ με την επωνυμία ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ ΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΩΝ - ΤΟΜΕΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ) διέλαβε την ακόλουθη αιτιολογία: "Σε βάρος της κατηγορουμένης ασκήθηκε ποινική δίωξη και δυνάμει της υπ' αριθ. 1213/2017 εκκαλουμένης απόφασης κρίθηκε ένοχη για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατ' εξακολούθηση, σύμφωνα με το άρθρο 258 περ. β' του καταργηθέντος ΠΚ. Με τον νέο ΠΚ (ν. 4619/2019) καταργήθηκε μεν η ως άνω ειδική διάταξη, γιατί κρίθηκε ότι η περιγραφόμενη σ' αυτό πράξη θίγει πρωτίστως περιουσιακά αγαθά και όχι τη λειτουργία της ίδιας της υπηρεσίας, παρέμεινε, όμως, σε ισχύ η βασική διάταξη της υπεξαίρεσης του άρθρου 375 παρ. 1 ΠΚ, η οποία καλύπτει τη νομοτυπική μορφή του αδικήματος για το οποίο κατηγορείται η κατηγορουμένη - και δη το εδ. α' της παρ. 1 του ως άνω άρθρου, που αναφέρεται σε υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 381 του νέου ΠΚ, ορίζεται ότι για την ποινική δίωξη του εγκλήματος που προβλέπεται στο άρθρο 375 παρ. 1 ΠΚ απαιτείται έγκληση, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 464 ΠΚ, εκκρεμείς ποινικές διαδικασίες, που έχουν ανοίξει χωρίς την υποβολή έγκλησης, με αντικείμενο πράξεις για τις οποίες απαιτείται έγκληση με τον νέο Π Κ, συνεχίζονται εφόσον υποβληθεί έγκληση εντός 4 μηνών από την έναρξη ισχύος του νέου ΠΚ (1.7.2019). Στην υπό κρίση υπόθεση, όμως, ο δικαιούμενος σε υποβολή έγκλησης, ήτοι το ΝΠΔΔ με την επωνυμία "ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ ΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΩΝ - ΤΟΜΕΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΝΟΜΙΚΩΝ", είχε ήδη υποβάλει την από 4.10.2016 μηνυτήρια αναφορά προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ηλείας, η οποία επέχει θέση εγκλήσεως σύμφωνα με τα άρθρα 51 και 42 παρ. 2 ΚΠΔ". Στη συνέχεια, δε, με βάση τις παραδοχές αυτές το εφετείο απέρριψε τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας περί μη υπάρξεως αξιοποίνου πράξεως ( μετά την κατάργηση του άρθρου 258 ΠΚ ) και επικουρικά ύπαρξη εγκλήσεως για την αποδιδόμενη σ' αυτήν πράξη ( ΠΚ 375 παρ.1 εδ. α'περ. β') . Με αυτά που δέχθηκε το εφετείο διέλαβε στην απόφασή του την απαιτούμενη από το Σύνταγμα κα τον ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ερμηνεύοντας ορθά τις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις και μη υπερβαίνοντας αρνητικά την εξουσία του . Όσα δε περί του αντιθέτου υποστηρίζονται από την αναιρεσείουσα με σχετικούς αναιρετικούς λόγους, για πλημμέλειες από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ', Ε'και Θ'ΚΠΔ, είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν. Επισημαίνονται τα εξής: 1) Δεν απαιτείτο η "ανάγνωση" της προαναφερθείσας μηνυτήριας αναφοράς, που αποτελεί διαδικαστικό και όχι αποδεικτικό έγγραφο και 2) με την υποβολή αυτής εκ μέρους του παθόντος Ν.Π.Δ.Δ., με την οποία το τελευταίο ζητούσε ρητά την ποινική δίωξη της αναιρεσείουσας για την τελεσθείσα σε βάρος του υπεξαίρεση δήλωνε και τη βούλησή του για τη πρόοδο της διαδικασίας, με αποτέλεσμα να υποκαθίσταται η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 464 Π.Κ., απλή, άλλωστε, δήλωση και επομένως να πληρούται ο σκοπός αυτής.
III. Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 εδ. α του νέου ΠΚ, " όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του, με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο έτη ή χρηματική ποινή και αν το αντικείμενο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση και χρηματική ποινή". Από τις άνω διατάξεις συνάγεται ότι το έγκλημα της υπεξαιρέσεως πραγματώνεται αντικειμενικά με την από το δράστη παράνομη, χωρίς δηλαδή τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο δικαίωμα που παρέχεται σ' αυτόν από το νόμο, ιδιοποίηση ξένου εν όλω ή εν μέρει κινητού πράγματος, που περιήλθε ή βρίσκεται με οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή του, υποκειμενικά δε με τη γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο, δηλαδή δεν ανήκει στην κυριότητα του δράστη κατά την έννοια του ΑΚ και τη θέληση αυτού να το ενσωματώσει στην περιουσία του χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 98 του Ποινικού Κώδικα, όπως ίσχυε πριν την προσθήκη σ' αυτή δεύτερης παραγράφου με το άρθρο 14 παρ. 11 του Νόμου 2721/1999 "αν περισσότερες πράξεις του ίδιου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί αντί να εφαρμόσει την διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 να επιβάλει μία και μόνο ποινή για την επιμέτρηση της οποίας το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων". Τέλος, με την παράγραφο 11 του άρθρου 14 του Νόμου 2721/1999 προστέθηκε δεύτερη παράγραφος στο άρθρο 98 του Ποινικού Κώδικα, που έχει ως εξής "Η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές, ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε". Περαιτέρω από τις αυτές διατάξεις προκύπτουν και τα εξής: α) Για το χαρακτηρισμό κατ' εξακολούθηση εγκλήματος, που τελέσθηκε πριν από την ισχύ του ν. 2721/1999 (3-6-1999), ως κακουργήματος ή πλημμελήματος, αναλόγως της αξίας του αντικειμένου του λαμβάνεται υπόψη κάθε μία από τις μερικότερες πράξεις και όχι το άθροισμα του συνόλου των μερικοτέρων πράξεων, προς το σκοπό επιεικέστερης μεταχείρισης του κατηγορουμένου, δηλαδή πρόκειται για μια ιδιάζουσα περίπτωση ομοειδούς πραγματικής συρροής εγκλημάτων, στην οποία (συρροή) το δικαστήριο μπορεί αντί να καταγνώσει στον δράστη συνολική ποινή, να επιβάλει μία (ενιαία) ποινή, λαμβάνοντας υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων, μέσα στα πλαίσια της ποινής του οικείου εγκλήματος.
Συνεπώς, η καθεμία από τις μερικότερες πράξεις που συγκροτούν το κατ1 εξακολούθηση έγκλημα διατηρεί την αυτοτέλειά της ως, προς την παραγραφή και το. χαρακτηρισμό της ως πλημμελήματος ή κακουργήματος αναλόγως του ποσού οφέλους ή βλάβης, β) Αντίθετα, οι νεότερες διατάξεις του ν. 2721/1999 δεν μπορούν να εφαρμοσθούν στα εγκλήματα της υπεξαιρέσεως που τελέσθηκαν πριν την ισχύ του νόμου αυτού, διότι είναι δυσμενέστερες για τον κατηγορούμενο από τις προγενέστερες, εφόσον, αφενός, καταλύεται η ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο αυτοτέλεια των μερικότερων πράξεων του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος και παρέχεται η δυνατότητα βαρύτερου εκ των υστέρων χαρακτηρισμού των επιμέρους πράξεων από εκείνον που αντιστοιχούσε σ' αυτές κατά το χρόνο τελέσεώς τους και αφετέρου λαμβάνεται υπόψη το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία, με βάση ενιαίο σχεδιασμό του δράστη (ενότητα δόλου), ενώ ο αθροιστικός αυτός υπολογισμός ήταν προηγουμένως ανεπίτρεπτος. Στην τελευταία, βέβαια, περίπτωση, εκτός από τη βαρύτερη ποινική μεταχείριση, ο χρόνος της παραγραφής είναι ενιαίος και αρχίζει από την τέλεση και της τελευταίας πράξης (ΟλΑΠ 5/2002, 1137/2010). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την επιβαλλομένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική διάταξη. Πα την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα χωριστά. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωση τους. Εάν οι προβληθέντες ισχυρισμοί δεν είναι αυτοτελείς, αλλά αρνητικοί της κατηγορίας, δεν γεννάται υποχρέωση του δικαστηρίου να απαντήσει ειδικά και αιτιολογημένα σε αυτούς, για να τους απορρίψει. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το Δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή συντρέχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, συντρέχει όχι μόνον όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Πατρών, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του, κατεδίκασε την αναιρεσείουσα, με την συνδρομή ελαφρυντικής περιστάσεως (ΠΚ 84 παρ. 2 α'), σε ποινή φυλακίσεως 10 μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για 3 έτη, για την αξιόποινη πράξη της κατ' εξακολούθηση υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, δεχόμενο, από τα αποδεικτικά μέσα που κατ' είδος αναφέρει, ότι απεδείχθησαν κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα περιστατικά "Κατά το χρονικό διάστημα 1993-2012 η κατηγορουμένη ήταν συμβολαιογράφος Πύργου Ηλείας. Μεταξύ των καθηκόντων της περιλαμβανόταν και η είσπραξη από τους συμβαλλομένους των προβλεπόμενων από το άρθρο 10 ΝΔ 4114/1960 "Περί Κώδικος ταμείου Νομικών" πόρων υπέρ του ΝΠΔΔ με την επωνυμία "ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ ΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΩΝ - ΤΟΜΕΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΝΟΜΙΚΩΝ", ως ποσοστό 0,65% ή 1,30% και 0,125% επί της αξίας του αντικειμένου των δια συμβολαιογραφικών εγγράφων καταρτιζόμενων συμβάσεων, ήτοι χρηματικών ποσών που ανήκαν στο ως άνω Ταμείο και τα οποία είχε την υποχρέωση να αποδώσει στο Ταμείο εντός του πρώτου 10ημέρου κάθε μήνα για τις εισπράξεις του προηγούμενου μήνα (άρθρο 10 παρ. 10 ΝΔ 4114/1960). Κατόπιν επιθεώρησης που διενεργήθηκε στο συμβολαιογραφικό αρχείο της κατηγορουμένης, κατά την οποία ελέγχθηκαν 17.706 συμβολαιογραφικές πράξεις, διαπιστώθηκε ότι η τελευταία δεν είχε αποδώσει, αν και είχε εισπράξει, τους προαναφερόμενους πόρους υπέρ του παραπάνω Ταμείου για μεγάλο αριθμό καταρτισθεισών συμβολαιογραφικών πράξεων. Όσον αφορά τις μερικότερες πράξεις υπεξαίρεσης που τελέσθηκαν πριν από τις 3.6.1999, αυτές δεν απέβαλαν την αυτοτέλειά τους, με αποτέλεσμα να έχουν υποπέσει σε παραγραφή, όπως ορθώς δέχθηκε και η εκκαλουμένη και ως προς αυτές (ήτοι για την υπεξαίρεση των πόρων που αφορούν τις συμβολαιογραφικές πράξεις έως και την υπ' αριθ. ...28.4.1999 πράξη) έπαυσε την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής. Ως προς τις λοιπές, όμως, πράξεις, ήτοι για τις πράξεις από την υπ' αριθ. .../6.5.1999 έως την υπ' αριθ. .../12.1.2012 πράξη, η κατηγορουμένη δεν απέδιδε τους αναλογούντες και εισπραχθέντες από αυτήν πόρους συστηματικά και κατ' εξακολούθηση, συμπεριφορά που ήταν διαρκής και όχι περιστασιακή, χωρίς η χρονική απόσταση μεταξύ των πράξεων αυτών να είναι μεγάλη, με αποτέλεσμα οι μερικότερες αυτές πράξεις να συνδέονται με ενότητα δόλου και η κατηγορουμένη να αποβλέπει με τη συμπεριφορά της αυτή στο συνολικό περιουσιακό όφελος που θα απεκόμιζε. Είναι χαρακτηριστικό ότι καθ' όλο το χρονικό διάστημα από το 1999 έως το 2012 οι μερικότερες πράξεις υπεξαίρεσης εμφανίζονται σε κάθε μήνα, με μοναδικό κενό χρονικό διάστημα το έτος 2001, κατά το οποίο δεν τελείται καμία πράξη υπεξαίρεσης, χρονικό, όμως, διάστημα που δεν είναι αρκετό από μόνο του να αποδομήσει την έννοια της ενότητας του δόλου στην προκειμένη περίπτωση (βλ. την υπ' αριθ. ...2012 έκθεση αποτελεσμάτων από διενεργηθείσα επιθεώρηση του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων). Το γεγονός δε ότι κάθε μήνα, μεταξύ των συμβολαίων που δεν έχει αποδώσει τους εισπραχθέντες πόρους, παρεμβάλλονται και συμβόλαια για τα οποία έχουν αποδοθεί οι αναλογούντες πόροι, δεν αποδεικνύει την έλλειψη δόλου της, όπως η ίδια ισχυρίζεται, αλλά εντάσσεται στην προσπάθεια συγκάλυψης της εγκληματικής της συμπεριφοράς, καθώς τυχόν μη απόδοση κανενός πόρου για ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα θα δημιουργούσε υπόνοιες και θα προκαλούσε πολύ νωρίτερα τον έλεγχο από το αρμόδιο τμήμα του Ταμείου. Επομένως, δεδομένου ότι οι ως άνω μερικότερες πράξεις υπεξαίρεσης συνιστούν ένα έγκλημα υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση, με συνολικό αντικείμενο ύψους 69.704,70 ευρώ, το οποίο είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ο χρόνος της παραγραφής για το έγκλημα αυτό είναι ενιαίος και άρχισε από την τέλεση της τελευταίας μερικότερης πράξης. Η τελευταία πράξη υπεξαίρεσης αφορά την μη απόδοση των εισπραχθέντων πόρων για το υπ' αριθ. .../12.1.2012 συμβόλαιο, που θα έπρεπε να είχαν αποδοθεί από την κατηγορουμένη έως και τις 10.2.2012. Οπότε, με τη μη απόδοσή τους η τελευταία μερικότερη πράξη υπεξαίρεσης τελέσθηκε στις 11.2.2012 και από την ημερομηνία αυτή άρχισε ο χρόνος της παραγραφής για το ανωτέρω συνολικό έγκλημα της κατ' εξακολούθηση υπεξαίρεσης. Ως εκ τούτου, το κλητήριο θέσπισμα επιδόθηκε στην κατηγορουμένη στις 6.2.2017, δηλαδή εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 111 παρ. 3 ΠΚ πενταετίας. Ο ισχυρισμός της δε ότι για το τελευταίο συμβόλαιο έχει αποδώσει τους αναλογούντες πόρους, με αποτέλεσμα να μην πρέπει αυτό να ληφθεί υπόψη, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθώς από την επικαλούμενη απόφαση της Διοικούσας Επιτροπής του ΤΝ (υπ' αριθ. ....3.2015 απόφαση) προκύπτει μεν ότι προσκομίστηκαν επικυρωμένα φωτοαντίγραφα γραμματίων για τους αναλογούντες πόρους, πλην όμως δεν αποδεικνύεται ο χρόνος καταβολής των ποσών αυτών, ήτοι αν η καταβολή έγινε έως τις 10.2.2012, οπότε δεν θα είχε τελεσθεί η σχετική υπεξαίρεση ή αν η καταβολή έγινε μετά τις 10.2.2012, οπότε η μερικότερη υπεξαίρεση έχει τελεσθεί και από αυτήν αρχίζει ο ενιαίος χρόνος παραγραφής για το συνολικό έγκλημα της κατ' εξακολούθηση υπεξαίρεσης. Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα και απορριπτομένου του αυτοτελούς ισχυρισμού της κατηγορουμένης περί παραγραφής του συνόλου των επιμέρους πράξεων, οι επιμέρους πράξεις υπεξαίρεσης που τελέσθηκαν από την κατηγορουμένη από τις 6.5.1999 (υπ' αριθ. .../6.5.1999 συμβολαιογραφική πράξη) έως τις 12.1.2012 (υπ' αρθ. .../12.1.2012 συμβολαιογραφική πράξη), όπως αυτές αναφέρονται αναλυτικά στο διατακτικό της παρούσας, με τη μη απόδοση των εισπραχθέντων από αυτήν πόρων του Ταμείου, δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή αποτελώντας ένα ενιαίο εξακολουθητικό έγκλημα κατ' άρθρο 98 παρ. 2 ΠΚ". Με βάση τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο, στη συνέχεια, κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη του ότι: "Στον Πύργο Ηλείας από τις 11.6.1999 μέχρι και τις 11.2.2012, με περισσότερες πράξεις της που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, ιδιοποιήθηκε παρανόμως χρήματα και συγκεκριμένα ως συμβολαιογράφος, στα καθήκοντα της οποίας υπαγόταν (άρθρο 1 Β.Δ. 6/11-09-1939, το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 47 του Ν.Δ. 4114/1960 και άρθρο 6 ΚΥΑ 74084/23-10-1966 (ΦΕΚ 995 τ. Β'), μεταξύ άλλων, να εισπράττει από τους συμβαλλομένους της κατ' άρθρο 10 Ν.Δ. 4114/1960 "Περί Κωδικός Ταμείου Νομικών" (ΦΕΚ 164 τ. Α') πόρους υπέρ του εδρεύοντος στην Αθήνα Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ ΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΩΝ - ΤΟΜΕΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΝΟΜΙΚΩΝ" ως ποσοστό κατά περίπτωση 0,65%, 1,30% και 0,125% επί της αξίας του αντικειμένου της δια συμβολαιογραφικού εγγράφου εκάστοτε καταρτιζόμενης συμβάσεως, ήτοι χρήματα ξένα προς αυτήν και ανήκοντα στο άνω Ταμείο, με την ειδικότερη υποχρέωση οι πόροι να αποδίδονται στο Ταμείο με κατάθεση είτε στα γραφεία του Ταμείου είτε στα καταστήματα της Εθνικής Τράπεζας και εντός του πρώτου δεκαημέρου κάθε μήνα για τις εισπράξεις του προηγούμενου μήνα (άρθρο 10 § 10 Ν.Δ. 4114/1960). Η απόδοση έδει να γίνεται με ειδική κατάσταση, στην οποία θα καταχωρούνταν όλες οι κατά μήνα συντασσόμενες συμβολαιογραφικές πράξεις με απόλυτη αριθμητική σειρά, το δε πρωτότυπο της κατάστασης ομού με τα αντίγραφα των αποδείξεων καταβολής έδει να αποστέλλονται στο Ταμείο με ευθύνη του συμβολαιογράφου και μέχρι τη 15η ημέρα του μήνα, στον οποίο γινόταν η πληρωμή. Η κατηγορουμένη, όμως, κατά το χρονικό διάστημα από 11.6.1999 έως και 11-2.2012 καίτοι εισέπραξε από τους συμβαλλομένους της κατ' άρθρο 10 Ν.Δ. 4114/1960 "Περί Κωδικός Ταμείου Νομικών" (ΦΕΚ 164 τ. Α') πόρους υπέρ του άνω Ταμείου, ως ποσοστό κατά περίπτωση 0,65%, 1,30% και 0,125% επί της αξίας του αντικειμένου της δια συμβολαιογραφικού εγγράφου εκάστοτε καταρτιζόμενης συμβάσεως, συνολικού ποσού εξήντα εννέα χιλιάδων επτακοσίων τεσσάρων ευρώ και εβδομήντα λεπτών (69.704,70 €), ουδέποτε απέδωσε αυτούς με κατάθεση είτε στα γραφεία του Ταμείου είτε στα καταστήματα της Εθνικής Τράπεζας και εντός του πρώτου δεκαημέρου κάθε μήνα για τις εισπράξεις του προηγούμενου μήνα, αντίθετα κατακράτησε το σύνολο των χρηματικών αυτών ποσών, χρησιμοποιώντας τα για την κάλυψη των δικών της αναγκών και ενσωματώνοντας τα έτσι στην ιδιοκτησία της παρανόμως, ως αναλυτικώς εμφαίνεται ανά αριθμό και ημερομηνία συμβολαίου, ανά είδος συμβολαιογραφικής πράξης και ανά οφειλή 1,30%, 0,65% και 0,125% στον ακόλουθο πίνακα:
σ Με βάση τις παραδοχές αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αλλά περιέχει, ασάφειες που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή όχι εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν. Αφού, αρχικά, παραθέτει στο σκεπτικό περιστατικά που αναφέρονται με λεπτομέρεια στον τρόπο με τον οποίο τα χρήματα περιήλθαν στην κατοχή της αναιρεσείουσας, στη συνέχεια, προβαίνει σε ασαφείς αιτιολογήσεις ως προς την τέλεση της τελευταίας εξακολουθητικής πράξης , η οποία κατά τις παραδοχές της απόφασης τελέστηκε στις 11-2-2012 και οποία συνδέεται με την προβαλλόμενη από την αναιρεσείουσα ένσταση παραγραφής όλων των μερικοτέρων πράξεων της ιδίας από 11-6-1999 και μετά με ενότητα δόλου (δηλαδή., υπό την ισχύ του άρθρου 98 ΠΚ , όπως αυτό τροποποιήθηκε με το 14 παρ. 11 του Ν. 2721/3-6-1999) . Ειδικότερα , η προσβαλλόμενη απόφαση , ενώ δέχθηκε ότι η τελευταία πράξη υπεξαίρεσης τελέσθηκε στις 11-2-2012 (χωρίς όμως και να διαλαμβάνεται στον συνημμένο πίνακα στο διατακτικό της απόφασης) και ότι καταβλήθηκαν από την αναιρεσείουσα οι αναλογούντες πόροι στο Ταμείο Νομικών, γεγονός το οποίο άλλωστε προκύπτει και από την ανάγνωση σχετικού εγγράφου του ανωτέρω ασφαλιστικού ταμείου (υπ'αριθμ. ...-3-2015) και περιέχεται στα αναγνωσθέντα έγγραφα των πρακτικών του δικαστηρίου (βλ. φύλλο 5 της απόφασης) , εν τούτοις, δεν ερευνάται ο χρόνος καταβολής αυτών (πόρων) , αλλά απορρίπτεται ο ισχυρισμός αυτός ως αναπόδεικτος με ασαφή και ενδοιαστική αιτιολογία , δηλαδή " αν η καταβολή έγινε έως τις 10-2-2012, οπότε δε θα είχε τελεσθεί η σχετική υπεξαίρεση ή αν η καταβολή έγινε μετά τις 10-2-2012, οπότε η μερικότερη υπεξαίρεση έχει τελεσθεί και από αυτήν αρχίζει ο ενιαίος χρόνος παραγραφής για το συνολικό έγκλημα της παραγραφής".
Συνεπώς , είναι βάσιμος ο σχετικός λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ'του ΚΠΔ , για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης .
IV. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 ΠΚ, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία, προκειμένου για πλημμελήματα, είναι πενταετής και αρχίζει από τότε που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, η δε προθεσμία αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου, γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, πάντως, όμως, όχι πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα . Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδ. β' , 370 στοιχ. β' και 511 εδ. α' και γ' ΚΠΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημόσιας τάξης, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση αυτής και μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης ή την άσκηση της αναίρεσης, οφείλει να αναιρέσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, κατ' ανάλογη εφαρμογή του όρθρου 370 εδ. β' του ΚΠΔ. (ΑΠ 883/2017, 1378/2016), εφόσον η αίτηση αναίρεσης είναι τυπικά παραδεκτή, ο αναιρεσείων εμφανίστηκε και κριθεί και ένας βάσιμος λόγος αναίρεσης , από αυτούς που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα (ΑΠ ολομ. 7/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, η ανωτέρω πράξη της υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας , για την οποία καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα , τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος. Από τη φερόμενη δε τέλεση της κάθε επιμέρους πράξης από 11.6.1999 έως 11-2-2012 χρονικό διάστημα, για το οποίο και καταδικάσθηκε (δηλαδή, υπό την ισχύ του άρθρου 98 ΠΚ μετά τις 3.6.1999, οπότε ο χρόνος παραγραφής είναι ενιαίος και αρχίζει από την τέλεση της τελευταίας πράξης, εφόσον κατά τις παραδοχές της απόφασης οι μερικότερες πράξεις είχαν ενότητα δόλου) μέχρι τη διάσκεψη (10.3.2020), παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της οκταετίας και εξαλείφθηκε με παραγραφή το αξιόποινο της πράξεως αυτής. Επομένως, αφού η ένδικη αίτηση περιέχει έναν τουλάχιστον παραδεκτό λόγο αναιρέσεως, πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου για την ανωτέρω πράξη, λόγω παραγραφής, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Μετά από αυτά, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αναιρέσεως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της ως προς τον αναιρεσείοντα και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής για την προαναφερθείσα πράξη.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την απόφαση 681-282 του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πατρών.
Παύει οριστικά λόγω παραγραφής την ποινική δίωξη κατά της αναιρεσείουσας Α. Μ. του Π. για την πράξη της υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, οι μερικότερες πράξεις της οποίας φέρονται ότι τελέσθηκαν από 11.6.1999 (με την απόδοση των οφειλομένων στο ανωτέρω νομικό πρόσωπο, για το .../6.5.1999 συμβόλαιό της) έως 11.2.2012, (με την απόδοση των επίσης οφειλομενων για το .../12.1.2012 συμβόλαιο αυτής), σε βάρος του εδρεύοντος στην Αθήνα Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ ΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΩΝ - ΤΟΜΕΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΝΟΜΙΚΩΝ".
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 10 Μαρτίου 2020.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 3 Απριλίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ