Αριθμός 42/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A1' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Λέκκα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αθανάσιο Καγκάνη, Αλτάνα Κοκκοβού, Αγγελική Τζαβάρα και Θωμά Γκατζογιάννη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19 Νοεμβρίου 2018, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε.", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανδρέα Γαβαλά με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "... ΕΤΑΙΡΕΙΑ", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Αντωνόπουλο με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24/9/2012 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ναυπλίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 653/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 31/2018 του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 2/4/2018 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία 31/2018 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Ναυπλίου, η οποία απέρριψε κατ' ουσίαν τις εφέσεις που είχαν ασκήσει η αναιρεσείουσα και η αναιρεσίβλητη κατά της 653/2014 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου, με την οποία είχε γίνει εν μέρει δεκτή η από 24-9-2012 αγωγή της αναιρεσίβλητης, περί απόδοσης σ' αυτήν του αναφερόμενου χρηματικού ποσού, το οποίο όφειλε η αναιρεσείουσα από τη μεταξύ τους σύμβαση δανείου. Η αίτηση αναίρεσης, ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 και 564 παρ. 3 ΚΠολΔ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα. Η παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, δηλαδή με απόδοση στον κανόνα δικαίου έννοιας μη αληθινής ή μη αρμόζουσας, ή έννοιας περιορισμένης ή στενής, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013). Με τον ως άνω λόγο αναίρεσης, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσίαν (ΟλΑΠ 27 και 28/1998). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση (ΑΠ 531/2014). Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 7/2006, ΑΠ 114/2016). Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός αναίρεσης πρέπει να καθορίζεται ενάριθμα η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε και το αποδιδόμενο στην απόφαση νομικό σφάλμα, δηλαδή που εντοπίζεται ακριβώς η παραβίαση κατά την ερμηνεία ή την εφαρμογή του συγκεκριμένου ουσιαστικού νόμου. Αν το δικαστήριο ερεύνησε την υπόθεση στην ουσία της, πρέπει να εκτίθενται και οι κρίσιμες σχετικές παραδοχές, δηλαδή τα πραγματικά γεγονότα που αυτό δέχθηκε, υπό τα οποία και συντελέστηκε η προβαλλόμενη παραβίαση των κανόνων ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 20/2005, ΑΠ 532/2017, ΑΠ 275/2017). Και τούτο, διότι, μόνο κατ' αυτό τον τρόπο μπορεί να κριθεί αν η νομική πλημμέλεια, η οποία αποδίδεται στην απόφαση, οδήγησε σε εσφαλμένο διατακτικό, από το οποίο εξαρτάται, τελικά, η ευδοκίμηση της αναίρεσης (ΟλΑΠ 27/1998, ΑΠ 1376/2011). Δεν αρκεί να εκτίθενται στο αναιρετήριο το κατά την εκδοχή του αναιρεσείοντος πραγματικό μέρος της υποθέσεως, η έννοια που αποδίδει αυτός στη φερόμενη ως παραβιασθείσα διάταξη και το συμπέρασμα του δικαστηρίου που φέρεται ως προϊόν ερμηνευτικού ή υπαγωγικού σφάλματος, ούτε όλως περιορισμένες, μεμονωμένες κατ' επιλογή αποσπασματικές παραδοχές της απόφασης (ΑΠ 148/2008), αλλά πρέπει επιπλέον να αναφέρονται με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το δικαστήριο ως θεμελιωτικά της κρίσης του για το βάσιμο ή μη της αγωγής (ή άλλης αυτοτελούς αιτήσεως ή ανταιτήσεως). Διότι η ευδοκίμηση της αναίρεσης εξαρτάται από την ορθότητα όχι του αιτιολογικού αλλά του διατακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρο 578 ΚΠολΔ), το τελευταίο δε συνάπτεται αιτιωδώς με τις ουσιαστικές παραδοχές του δικαστηρίου. Επομένως, η έκθεση των τελευταίων στο αναιρετήριο είναι αναγκαία προκειμένου να ελεγχθεί είτε αν η αποδιδόμενη στην απόφαση ευθεία παραβίαση ουσιαστικού νόμου οδήγησε σε εσφαλμένο διατακτικό, είτε αν τα πραγματικά γεγονότα που συγκροτούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού εκτίθενται επαρκώς και χωρίς αντιφάσεις (χωρίς, δηλαδή, η ύπαρξη του ενός να αποκλείει λογικά την ύπαρξη του άλλου), ώστε να αποβαίνει εφικτός ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, συνακόλουθα δε και ο έλεγχος του διατακτικού της απόφασης. Περαιτέρω, η αοριστία του αναιρετικού λόγου δεν μπορεί να θεραπευθεί με παραπομπή στο δικόγραφο της αγωγής ή της εφέσεως ή στις προτάσεις του αναιρεσείοντος (ΟλΑΠ 57/1990). Με το λόγο αυτόν δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ΟλΑΠ 57/1990, ΑΠ 472/2017, ΑΠ 532/2017). Στην προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης, προσβάλλει την απόφαση με την εκ του αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τους κανόνες ουσιαστικού δικαίου, ήτοι τη διάταξη του άρθρου 23α του ν. 2190/1920, όπως ίσχυε μέχρι την τροποποίησή της με το άρθρο 33 του ν. 3604/2007, άλλως, όπως ίσχυε μετά την τροποποίησή της αυτή από τις 8-8-2007, σύμφωνα με τις οποίες για την εγκυρότητα της επίδικης σύμβασης δανείου, απαιτείται απόφαση της Γενικής Συνέλευσης της δανειολήπτριας αναιρεσείουσας εταιρείας και δέχθηκε την εγκυρότητα της παραπάνω σύμβασης παρά το ότι δεν υπήρχε απόφαση της Γενικής Συνέλευσης αυτής. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι απαράδεκτος, καθόσον είναι αόριστος. Τούτο διότι η αναιρεσείουσα, αν και το Εφετείο, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στο αναιρετήριο, ερεύνησε την ουσία της υπόθεσης και δέχθηκε την εγκυρότητα της επίδικης σύμβασης δανείου, δεν εκθέτει τις κρίσιμες, σχετικά με το ζήτημα αυτό, παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ώστε να κρίνει τον προβληθέντα από αυτήν ισχυρισμό περί ακυρότητας της σύμβασης και υπό τα οποία προκύπτει η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των επικαλούμενων διατάξεων. Η αναιρεσείουσα, αρκείται στη γενική αναφορά στο αναιρετήριο ότι το Εφετείο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου ως άνω διατάξεις και αντιμετωπίζοντας τον ισχυρισμό της ότι η σύμβαση δανείου μεταξύ αυτής και της αναιρεσίβλητης ήταν άκυρη, γιατί "κύριος μέτοχος τόσο της αναιρεσείουσας όσο και της ίδιας της αναιρεσίβλητης, είναι η ίδια οικογένεια (Κ.), η οποία κατά το χρόνο παροχής του δανείου, ήταν και σύσσωμη στο Δ.Σ. της αναιρεσείουσας", δέχθηκε ότι η σύμβαση είναι έγκυρη και χωρίς να υφίσταται σχετική απόφαση της Γενικής Συνέλευσης της αναιρεσείουσας που θα έπρεπε να εγκρίνει τη δανειακή σύμβαση. Έτσι, εκθέτει το κατά τη δική της εκδοχή πραγματικό μέρος της υπόθεσης, η έννοια που αποδίδει αυτή στη φερόμενη ως παραβιασθείσα διάταξη και το συμπέρασμα του δικαστηρίου που φέρεται ως προϊόν του αποδιδόμενου ερμηνευτικού και υπαγωγικού σφάλματος. Δεν εκθέτει, όπως είναι αναγκαίο για το ορισμένο της προβολής του λόγου αυτού, με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το Εφετείο, ως θεμελιωτικά της κρίσης του για το βάσιμο της αγωγής, με τις οποίες παραδοχές συνάπτεται αιτιωδώς το διατακτικό και από τα οποία εξαρτάται και θα κριθεί η ορθότητα αυτού. Σημειώνεται ότι η αναφορά των παραδοχών στις προτάσεις της υπηρεσίας δεν θεραπεύει την αοριστία του αναιρετικού λόγου, κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσης.
Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Αν λείπουν τα στοιχεία αυτά, το δικόγραφο της αγωγής είναι αόριστο. Η ανεπάρκεια των εκτιθέμενων στην αγωγή ή στην ένσταση πραγματικών περιστατικών σε σχέση με αυτά που απαιτούνται από το νόμο για τη θεμελίωσή τους, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ως παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε τελικά ως ορισμένη την αγωγή ή την ένσταση, αρκούμενο σε λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος. Με τον ίδιο λόγο ελέγχεται και το σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας να κρίνει ως αόριστη την αγωγή ή την ένσταση, αξιώνοντας για τη θεμελίωσή τους περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του αντίστοιχου δικαιώματος (ΟλΑΠ 18/1998). Πρόκειται και πάλι για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ως προς τη διαπίστωση νομικής δήθεν αοριστίας της αγωγής ή ένστασης. Επομένως νομική είναι η αοριστία που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου. Αντίθετα η έλλειψη εξειδίκευσης των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν κατ' αρχήν το ασκούμενο με την αγωγή ή την ένσταση ουσιαστικό δικαίωμα και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου χαρακτηρίζεται ποσοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης, ενώ η επίκληση απλώς των στοιχείων του νόμου χωρίς αναφορά πραγματικών περιστατικών χαρακτηρίζεται ως ποιοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης και ελέγχονται και οι δύο αναιρετικά με τους λόγους από τους αριθ. 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 1573/1981, ΑΠ 34/2015, ΑΠ 538/2014). Ειδικότερα, ο από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα που δεν περιέχονται στο δικόγραφο αυτής (ΑΠ 661/2015, ΑΠ 935/2014). Δεν συνιστά όμως τον ως άνω λόγο αναίρεσης η λήψη υπόψη διευκρινιστικών της αγωγής περιστατικών που προέκυψαν στα πλαίσια αξιολόγησης του αποδεικτικού υλικού και ακριβέστερου προσδιορισμού των εκτιθέμενων στην αγωγή πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν την ιστορική και νομική βάση αυτής, μολονότι δεν είχαν περιληφθεί στην ιστορική της βάση (ΑΠ 559/2008, ΑΠ1321/2007). Ο ίδιος λόγος αναίρεσης ιδρύεται και εάν το δικαστήριο της ουσίας απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή, παραγνωρίζοντας εκτιθέμενα για τη θεμελίωση της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που με επάρκεια εκτίθενται σε αυτήν. Για να ιδρύεται πάντως ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, πρέπει ο σχετικός με την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία ισχυρισμός, ο οποίος δεν υπάγεται στις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, να προτάθηκε παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας και να αναφέρεται αυτό στην αίτηση αναίρεσης, στην οποία πρέπει επίσης να παρατίθεται το περιεχόμενο της αγωγής ή της ένστασης, που κρίθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση ως ορισμένες ή απορρίφθηκαν ως αόριστες, ώστε σε αντιπαραβολή με τις αντίστοιχες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, που επίσης πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο, να μπορεί να διαπιστωθεί το τυχόν σφάλμα της απόφασης, που πρέπει και αυτό να προσδιορίζεται με την αίτηση αναίρεσης (ΑΠ 791/2015, ΑΠ 192/2015). Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης, η αναιρεσείουσα μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση, με τον εκ του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, λόγο αναίρεσης, αποδίδοντας σ' αυτή ότι δέχθηκε ως ορισμένη την επικουρική βάση της αγωγής της αναιρεσίβλητης από τη σύμβαση έντοκου δανείου, χωρίς να εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται για να είναι ορισμένη. Συγκεκριμένα ισχυρίζεται ότι δεν εκτίθεται στο δικόγραφο της αγωγής ότι έγινε μεταβίβαση της κυριότητας του ποσού που φέρεται ότι αποτελούσε το αντικείμενο του δανείου, ρητή συμφωνία περί απόδοσης της ίδιας ποσότητας και ποιότητας των χρημάτων και ότι η μεταβίβαση έγινε με σκοπό τη χρησιμοποίηση αυτών και ανάλωσή τους από την αναιρεσείουσα που το δανείστηκε, καθώς και ότι παρά την έλλειψη αυτή, το Εφετείο δέχθηκε ως περιεχόμενο τα ειδικά αναφερόμενα στο λόγο αναίρεσης πραγματικά περιστατικά που καθιστούσαν πλήρη την επικουρική αυτή βάση, χωρίς να έχουν προταθεί από την αναιρεσίβλητη. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, προεχόντως διότι, η αναιρεσείουσα, προσβάλλει μεν την απόφαση για τη μη απόρριψη της αγωγής λόγω αοριστίας της αποδίδοντας την πλημμέλεια ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του για τη νομική θεμελίωση της αγωγής πραγματικά περιστατικά που δεν εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής, όμως, δεν ισχυρίζεται ότι αυτόν τον ισχυρισμό είχε προτείνει στο δικαστήριο της ουσίας. Επίσης, είναι απαράδεκτος, καθόσον, δεν εκτίθεται το ακριβές περιεχόμενο της αγωγής, ούτε οι αντίστοιχες πλήρεις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, ώστε από τη σύγκριση τούτων να προκύπτει η αποδιδόμενη πλημμέλεια. Επί πλέον, αποδίδει με το λόγο αυτό ότι το Εφετείο δέχθηκε πραγματικά περιστατικά που δεν είχαν προταθεί και ειδικότερα δέχθηκε, εκτός των άλλων, ότι σκοπός της καταρτισθείσας σύμβασης δανείου ήταν η ενίσχυση της ταμειακής ρευστότητας της αναιρεσείουσας μέσω της δανειοδότησης επειδή υπήρχαν κοινά συμφέροντα μεταξύ αυτών, ότι απέρριψε με τις εκτιθέμενες αιτιολογίες τον ισχυρισμό της περί της μη ύπαρξης προβλήματος δανειοδότησης της ίδιας από τα πιστωτικά ιδρύματα, καθόσον διέθετε ακίνητη περιουσία, καθώς και όσα αναφέρονται για την ενίσχυση της σχετικής αυτής κρίσης και τέλος, την παραδοχή για τις υποχρεώσεις που δημιουργεί η σύμβαση δανείου στην αναιρεσίβλητη για να χαρακτηρίσει τη συναλλαγή ότι δεν πρόκειται για τρέχουσα συναλλαγή, αλλά εκφεύγει των ορίων αυτής. Τούτα, όμως, τα πραγματικά περιστατικά, δεν αποτελούν αναγκαία στοιχεία, για την πληρότητα της αγωγής δανείου, που αποτελούσε την επικουρική βάση της αγωγής, αλλά περιστατικά που προκύπτουν από τις αποδείξεις, για την αιτιολόγηση της κρίσης περί της κατάρτισης της σύμβασης. Έτσι, δεν μπορεί να ιδρυθεί με αυτά, ο προτεινόμενος ως άνω λόγος αναίρεσης. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 20 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, παραμόρφωση υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας υποπίπτει σε διαγνωστικό λάθος (εσφαλμένη ανάγνωση), αποδίδει, δηλαδή, ύστερα από εσφαλμένη ανάγνωση του κειμένου αποδεικτικού, σύμφωνα με τα άρθρα 432 επ. ΚΠολΔ, εγγράφου, περιεχόμενο προφανώς διαφορετικό εκείνου που πραγματικά έχει, και κατά προφανή παρανόηση δέχεται ως μνημονευόμενα σε αυτό πραγματικά περιστατικά, τα οποία όμως είναι καταδήλως διάφορα των πράγματι διαλαμβανομένων στο έγγραφο, ακολούθως δε στηριζόμενο αποκλειστικά στο ίδιο έγγραφο ή κυρίως σε αυτό, οδηγείται σε ουσιαστική κρίση βλαπτική για τον επικαλούμενο τον πιο πάνω αναιρετικό λόγο. Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας, εκτιμώντας το έγγραφο ως αποδεικτικό μέσο, δεν υπέπεσε σε διαγνωστικό σφάλμα, αλλά αναγιγνώσκοντας το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού όπως αυτό πραγματικά έχει, προβαίνει σε εκτίμηση του αληθινού περιεχομένου του, δηλαδή σε αποδεικτική αξιολόγησή του, και συνάγει εξ αυτού, έστω και εσφαλμένα, αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που θεωρεί ορθό ο αναιρεσείων. Τούτο, δε, διότι, αυτή η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας που εξάγεται από το αληθινό περιεχόμενο του εγγράφου, είναι, κατά τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, αναιρετικώς ανέλεγκτη, η δε σχετική αιτίαση αφορά στην εκτίμηση πραγμάτων (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 1071/2015, ΑΠ 825/2014). Επίσης, ο ως άνω λόγος δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας σχημάτισε την κρίση του για την βασιμότητα της αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως κλπ., στηριζόμενο σε περισσότερα αποδεικτικά μέσα, το δε φερόμενο ως παραμορφωθέν έγγραφο το συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις, χωρίς να στηριχθεί κυρίως ή αποκλειστικώς σε αυτό, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε κρίση διαφορετική από εκείνη την οποία εκλαμβάνει ως ορθή εκείνος που προβάλλει ότι χώρησε παραμόρφωση του εγγράφου. Και τούτο, διότι στην περίπτωση αυτή δεν είναι δυνατή η εξακρίβωση της ιδιαίτερης αποδεικτικής σημασίας του, και η διαφορετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας που έχει εξαχθεί από τη συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, δεν υπόκειται, κατά τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 365/2017, ΑΠ 25/2017, ΑΠ 99/2016). Παραμόρφωση εγγράφου συνιστά πάντως και η παράλειψη του δικαστηρίου να αναγνώσει μέρος του εγγράφου, όταν το μέρος αυτό είναι κρίσιμο για την ουσία της υπόθεσης (ΑΠ 516/2016, ΑΠ 886/2008). Εξάλλου, για το ορισμένο του εκ του άρθρου 559 αρ. 20 ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης, πρέπει να αναφέρεται στην αίτηση το αληθές περιεχόμενο του εγγράφου που φέρεται ότι παραμορφώθηκε, το περιεχόμενο που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ότι έχει, ώστε εκ της συγκρίσεως αυτών να παρέχεται στον Άρειο Πάγο η δυνατότητα να κρίνει αν υφίσταται διαγνωστικό λάθος, το επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα αποδεικτικό πόρισμα του δικαστηρίου περί της συνδρομής ή μη κρίσιμων γεγονότων, στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο εξαιτίας της παραμόρφωσης του εγγράφου και ο ουσιώδης πραγματικός ισχυρισμός για την απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου χρησιμοποιήθηκε το επίμαχο έγγραφο (ΑΠ 11/2016, ΑΠ 305/2016, ΑΠ 177/2016). Στην προκείμενη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αίτησης, η αναιρείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την εκ του αρ. 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι "παραμόρφωσε το περιεχόμενο των τακτικών ετήσιων ισολογισμών της αναιρεσίβλητης, καθόσον ενώ ρητώς αναφέρεται το επίδικο ποσό των 500.000 ευρώ, ως προκαταβολές αποθεμάτων στους εν λόγω ισολογισμούς, η εφετειακή απόφαση κάνει χρήση των εγγράφων αυτών παραμορφώνοντας το περιεχόμενο, αφού δέχεται αυθαιρέτως την εν λόγω εγγραφή, ως απαιτήσεις τρίτων από δανειακή σύμβαση, οδηγούμενη στην αποδοχή της, κατά τα άλλα μη ορισμένης, επικουρικής βάσης της ένδικης αγωγής". Έτσι διατυπούμενος ο λόγος αυτός, εκτός του ότι είναι απαράδεκτος λόγω αοριστίας του, καθόσον η αναιρεσείουσα δεν παραθέτει το ακριβές και αληθές περιεχόμενο των τακτικών ετήσιων ισολογισμών, ούτε αναφέρει τον ουσιώδη αποδεικτικό ισχυρισμό για την απόδειξη του οποίου χρησιμοποιήθηκαν τα έγγραφα αυτά, είναι αβάσιμος. Τούτο διότι, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, και μάλιστα από την περικοπή αυτής που παρατίθεται στο αναιρετήριο, το Εφετείο δεν υπέπεσε σε διαγνωστικό σφάλμα, αλλά ορθά ανέγνωσε το περιεχόμενο των τακτικών ετήσιων ισολογισμών ότι το ποσό των 500.000 ευρώ καταγράφεται σ' αυτούς ως προκαταβολές αποθεμάτων, κατέληξε, όμως, σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα, ήτοι ότι επρόκειτο για κατάρτιση σύμβασης δανείου, που επικαλείται στην αγωγή της η αναιρεσίβλητη, ύστερα από συνεκτίμηση των εγγράφων αυτών με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, ήτοι τις ένορκες καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων και τα λοιπά έγγραφα που προσκομίστηκαν, από τα οποία κυρίως συνήγαγε το πόρισμα αυτού, ευθέως δε αναφέρει ότι η σχηματισθείσα από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία κρίση του, αποδεικνύεται "και από τους προσκομισθέντες ισολογισμούς των δύο αντίδικων ανώνυμων εταιρειών". Κατ' ακολουθία, πρέπει να απορριφθεί η από 2-4-2018 αίτηση για αναίρεση της 31/2018 απόφασης του Εφετείου Ναυπλίου και να διαταχθεί, κατά την παρ. 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012, η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο των παραβόλων που κατατέθηκαν από την αναιρεσείουσα κατά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης και επισυνάφθηκαν στη σχετική 28/16-4-2018 έκθεση κατάθεσης του ένδικου μέσου της Γραμματέα του Εφετείου Ναυπλίου. Εξάλλου, η αναιρεσείουσα που νικήθηκε πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, κατά το σχετικό νόμιμο και βάσιμο αίτημα της τελευταίας (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 2-4-2018 αίτηση αναίρεσης της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε." για αναίρεση της 31/2018 απόφασης του Εφετείου Ναυπλίου.
Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο των παραβόλων που κατατέθηκαν κατά την άσκηση της αναίρεσης.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 1η Απριλίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 22 Ιανουαρίου 2020.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ