Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Πλαστογραφία, Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Συναυτουργία, Κατηγορούμενου θάνατος .
Περίληψη:
Απόρριψη λόγου αναιρέσεως για έλλειψη επιβαλλόμενης αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου παραπεμπτικού βουλεύματος για κατάρτιση πλαστών εγγράφων και νόθευση γνησίου με σκοπό το όφελος και με τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελμα και κατ' εξακολούθηση στην ημεδαπή και για απάτη κοινού υπό τις ίδιες επιβαρυντικές περιστάσεις τελεσθείσα στις Η.Π.Α κατ' εξακολούθηση. Δεν είναι απαραίτητη υποβολή εγκλήσεως από το παθόν νομικό πρόσωπο που είχε την έδρα του στην Νέα Υόρκη, ούτε αίτηση της αμερικάνικης κυβερνήσεως εφόσον οι δράστες ήταν ημεδαποί και αρκούσε το ότι κατά το δίκαιο της πολιτείας της Νέας Υόρκης είναι αξιόποινη η πράξη της απάτης. Για την κατά συναυτουργία τέλεση την άνω πράξεων αρκούσε η μνεία των διαλαμβανόμενων στο παραπεμπτικό βούλευμα πραγματικών περιστατικών με βάση τα οποία συμμετείχε κάθε δράστης στα εγκλήματα ως συναυτουργός όπως η από κάθε δράστη πραγμάτωση της όλης αντικειμενικής υποστάσεως κάθε εγκλήματος με πρόθεση χωρίς να απαιτείται περαιτέρω εξειδίκευση του τρόπου συμμετοχής καθενός των κατηγορουμένων ως προς την τέλεση καθεμίας των αξιόποινων πράξεων με την αναφορά των επί μέρους υλικών πράξεων καθενός των συναυτουργών. ΠΟΠΔ για δεύτερο αναιρεσείοντα λόγω θανάτου και απορρίπτει αίτηση για πρώτη αναιρεσείουσα.
Αριθμός 2218/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο και Ανδρέα Ξένο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 14 Οκτωβρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1 και 2) Χ2, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 166/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 9.3.2009 δύο χωριστές αιτήσεις τους αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 414/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κατσιρώδης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Νικολούδη με αριθμό 229/25.6.2009, όπως αυτή συμπληρώθηκε με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη με αριθμό 229α/5.11.2009, στις οποίες αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω κατ' άρθρ. 485 §1 Κ.Π.Δ., τις υπ' αριθμ. 36 και 37/9-3-2009 αιτήσεις αναίρεσης των α) Χ1 και β) Χ2, (δυνάμει της από 5-3-2009 εξουσιοδότησής τους προς τον πληρεξούσιό τους Δικηγόρο Αθηνών Κωνσταντίνο Βέμμο) κατά του υπ' αριθμ. 166/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τ' ακόλουθα: Α) Με το προσβαλλόμενο βούλευμα απορρίφθηκαν κατ' ουσία οι υπ' αριθμ. 289/13-6-08 και 290/13-6-08, αντιστοίχως εφέσεις των κατηγορουμένων κατά του υπ' αριθμ. 1393/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκαν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (κακουργημάτων), για τις αξιόποινες πράξεις: α) της πλαστογραφίας κατά συναυτουργία, τελεσθείσας κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, της οποίας το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 Ευρώ, κατ' εξακολούθηση και β) της Απάτης κατά συναυτουργία, τελεσθείσας κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, της οποίας το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 Ευρώ, κατ' εξακολούθηση (άρθρ. 13 εδ. γ', 14 §1, 45, 94 §1, 98, 216 §§1,3 εδ. β', 386 §§3-1 εδ. α' Π.Κ.).
Β) Οι αιτήσεις αναίρεσης ασκήθηκαν εμπρόθεσμα και νομότυπα, από πρόσωπα δικαιούμενα προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση, σύμφωνα με τα άρθρα 473 §1, 474 και 482 §§1 και 3 ΚΠΔ, με δηλώσεις στο Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, για τις οποίες συντάχθηκαν οι προαναφερθείσες εκθέσεις, ενώ το εκκαλούμενο βούλευμα είχε επιδοθεί στον αντίκλητο του 1ου κατηγορουμένου την 26-2-2009 και στην 2η κατηγορουμένη την 25-2-2009. Είναι, κατά συνέπεια, τυπικά δεκτές.
Με τις κρινόμενες αιτήσεις οι αναιρεσείοντες προβάλλουν ως λόγους αναίρεσης την έλλειψη αιτιολογίας και την εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης.
Γ) Έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα, που απαιτείται κατ' άρ. 93 §3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τ' αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έκρινε τούτο ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη, ενώ Δ) εσφαλμένη μεν ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ιδρύουσα λόγον αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από αυτήν που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή, όταν δεν υπάγει ορθώς σ' αυτήν τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως προκύψαντα από τις αποδείξεις, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει, όταν έχουν εμφιλοχωρήσει στο βούλευμα κατά την έκθεση και ανάπτυξη των περιστατικών ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση (Α.Π. 252/04 και 2200/02, Π.Χ. ΝΓ/762).
Ε) Εξάλλου, εφόσον τα εκτιθέμενα στις αιτήσεις αναιρέσεων ως προς το λόγο της έλλειψης αιτιολογίας, ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων, ο λόγος αυτός των αιτήσεων είναι απαράδεκτος, διότι η εκτίμηση των εγγράφων και κάθε αποδεικτικού στοιχείου εν γένει απόκειται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη επί της ουσίας κυριαρχική κρίση του δικαστικού συμβουλίου ή του δικαστηρίου (Α.Π. 1457/2000 και 591/2001, Π.Χ. ΝΑ/537 και ΝΒ/131).
ΣΤ) Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα, ειδικά δε αιτιολογημένη και εμπεριστατωμένη εισαγγελική πρόταση, η οποία μνημονεύει, όλα κατ' είδος, τ' αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη, δέχθηκε ότι προέκυψαν τα εξής πραγματικά περιστατικά:
Ο πρώτος κατηγορούμενος και ήδη πρώτος εκκαλών, εργαζόταν προ ετών στη ... των ... ως ηλεκτρολόγος και ήταν ασφαλισμένος στο Ταμείο της Ένωσης Ηλεκτρολόγων Νέας Υόρκης και όταν συνταξιοδοτήθηκε και επέστρεψε στην Ελλάδα έκανε χρήση των σχετικών δικαιωμάτων του από την αντίστοιχη ασφαλιστική σύμβαση και μεταξύ άλλων, κατά το διάστημα από το έτος 2002 μέχρι τον Οκτώβριο του 2005, ο ίδιος και η συγκατηγορούμενη σύζυγός του - που ήταν έμμεσα ασφαλισμένη, ως σύζυγός του, στο ίδιο Ταμείο - υπέβαλαν δικαιολογητικά για δαπάνες νοσηλείας και των δύο στο Νοσοκομείο ΝΙΜΙΤΣ (Νοσηλευτικό Ίδρυμα του Μετοχικού Ταμείου Στρατού) ύψους 118.976,50 ευρώ, προσκομίζοντας παραστατικά του ΝΙΜΙΤΣ. Το Ταμείο της Ένωσης Ηλεκτρολόγων Νέας Υόρκης κατέβαλε το αναφερθέν ποσό και στις 3-10-2005 απευθύνθηκε με επιστολή του προς το ΝΙΜΙΤΣ για την επαλήθευση των παραστατικών. Από την έρευνα των αρχείων του ΝΙΜΙΤΣ αποκαλύφθηκε ότι από τα επτά (7) παραστατικά (δελτία παροχής υπηρεσιών) που φέρονταν να εκδόθηκαν από το ίδιο (το ΝΙΜΙΤΣ), μόνο το ένα, με αριθμό 12894/30-7-2002 είχε μεν πράγματι εκδοθεί από το Νοσοκομείο, αλλά το ποσό που αναγραφόταν σ' αυτό - για το πραγματικό ποσό των 129,14 ευρώ είχε αλλοιωθεί και αναγραφόταν σ' αυτό το (αναληθές) ποσό των 12.129,14 ευρώ, ενώ τα υπόλοιπα έξι (6) δελτία παροχής υπηρεσιών ήσαν εξ υπαρχής πλαστά και δεν είχαν εκδοθεί από τις υπηρεσίες του ΝΙΜΙΤΣ, το οποίο δεν προσέφερε τις αναφερόμενες σ' αυτά υπηρεσίες, ούτε εισέπραξε τα αναγραφόμενα σ' αυτά ποσά. Θα πρέπει να λεχθεί ότι οι κατηγορούμενοι μαζί με τα έξι αυτά πλαστά και το ένα νοθευμένο παραστατικά υπέβαλαν στο Ταμείο της Ένωσης Ηλεκτρολόγων Νέας Υόρκης και τη μετάφρασή τους στην αγγλική γλώσσα, με τα ποσά του καθενός να αναγράφονται σε δολλάρια ΗΠΑ, στην εκάστοτε ισοτιμία ευρώ και δολλαρίου.
Οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι δεν αρνούνται τα περιστατικά αυτά, επικαλούνται όμως έλλειψη καταλογισμού στο πρόσωπό τους, καθώς και ότι βρίσκονταν σε κατάσταση νομικής πλάνης, γιατί δεν γνώριζαν τις έννομες συνέπειες που επισύρουν οι πράξεις τους και πίστευαν ότι είχαν το δικαίωμα να εισπράξουν τα ποσά αυτά από το Ταμείο της Νέας Υόρκης που τα κατέβαλε σ' αυτούς. Οι παραπάνω ισχυρισμοί τους όμως αποδεικνύονται αβάσιμοι γιατί από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει η ύπαρξη κάποιας νοσηρής διατάραξης των πνευματικών τους λειτουργιών ή διατάραξης της συνείδησής τους που απέκλεισε ή μείωσε σημαντικά την ικανότητά τους να αντιληφθούν το άδικο της πράξης τους ή να ενεργήσουν σύμφωνα με την αντίληψή τους για το άδικο αυτό, ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για το ενδεχόμενο εφαρμογής στη συγκεκριμένη περίπτωση των άρθρων 34 ή 36 §1 του ΠΚ. Άλλωστε οι πράξεις τους αποκαλύπτουν υψηλό βαθμό ευφυΐας και επινοητικότητας, που αποκλείουν την εκδοχή της άγνοιας των νομίμων συνεπειών τους ή την διατάραξη των πνευματικών τους λειτουργιών ή της συνείδησής τους.
Οι αναφερθείσες ενέργειές τους στοιχειοθετούν την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση των αποδιδομένων στους κατηγορουμένους αξιοποίνων πράξεων, που συρρέουν μεταξύ τους αληθώς, συντρέχουν δε και οι επιβαρυντικές περιστάσεις που προσδίδουν σ' αυτές τον χαρακτήρα κακουργήματος, αφού οι πράξεις τους τελέσθηκαν μεθοδευμένα και κατ' επανάληψη, σύμφωνα με τις ορθές και βάσιμες αιτιολογίες που περιέχονται στο σκεπτικό του εκκαλουμένου βουλεύματος.
Με τις κρινόμενες εφέσεις τους οι κατηγορούμενοι επαναλαμβάνουν τους αναφερθέντες ισχυρισμούς τους και προσθέτουν ότι ο πρώτος από αυτούς, πριν ασκηθεί η εναντίον τους ποινική δίωξη, συμφώνησε με το αναφερθέν Ταμείο της Νέας Υόρκης να παρακρατεί αυτό από τον Δεκέμβριο 2005 τη μηνιαία σύνταξη του ύψους 506 ευρώ, μέχρι να εξοφληθεί το αναφερθέν ποσό και το γεγονός αυτό αποκλείει το αξιόποινο, σύμφωνα με το δίκαιο της Νέας Υόρκης των ΗΠΑ. Ο τελευταίος αυτός ισχυρισμός παραμένει αναπόδεικτος, ενώ η ενδεχόμενη μερική ικανοποίηση του παθόντος δεν ασκεί οποιαδήποτε επίδραση στον αξιόποινο χαρακτήρα της πράξης στη συγκεκριμένη περίπτωση, κατά την οποία τα διωκόμενα εγκλήματα αποτελούν κακουργήματα. Ο άλλος ισχυρισμός ότι η δεύτερη κατηγορουμένη και εκκαλούσα αγνοούσε τις ενέργειες του συζύγου της και "ουδεμία σχέση είχε" με αυτές, δεν ενισχύεται από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο.
Ζ) Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε, στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλόμενη εδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων για τα οποία κρίθηκαν παραπεμπτέοι στο ακροατήριο οι αναιρεσείοντες, τ' αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθώς εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και επομένως οι αντίθετες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων για λόγους αναίρεσης κατ' άρθρ. 484 §1 στοιχ. β' και δ' είναι αβάσιμες.
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ Ι. Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρ. 216 §1 του Π.Κ., για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικά μεν η εξ αρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος εμφανίζει τούτο ως καταρτισμένο από άλλον ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας ή της αποδεικτικής του δύναμης, με μεταβολή του περιεχομένου του, με προσθήκη ή εξάλειψη λέξεων, αριθμών ή σημείων, υποκειμενικώς δε δόλος του υπαιτίου, που ενέχει τη γνώση και τη θέληση των περιστατικών τα οποία απαρτίζουν την πράξη, επιπλέον δε ως πρόσθετο υποκειμενικό στοιχείο και σκοπός του δράστη, με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, να παραπλανήσει άλλον αναφορικά με γεγονός το οποίο μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή δημιουργία, κατάργηση ή μεταβίβαση εννόμως προστατευομένου δικαιώματος. Από τη διάταξη δε του άρθρου 45 του Π.Κ. που ορίζει ότι "αν δύο ή περισσότεροι από κοινού τέλεσαν αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξεως", προκύπτει ότι με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττομένου εγκλήματος. Επί πλαστογραφίας κατά συναυτουργία, δεν απαιτείται να καθορίζονται στην απόφαση ή στο βούλευμα ειδικώς οι ενέργειες του καθ' ενός, αδιάφορο αν το έγκλημα τελείται από τον ένα μόνο ιδιοχείρως και αρκεί η αναφορά της σύμπτωσης της θέλησης όλων στην κατάρτιση ή τη νόθευση κ.λ.π. (βλ. Ολομ. Α.Π. 50/1990 Ποιν. Χρ. Μ' 949 Α.Π. 1827/2003 Ποιν. Χρ. ΝΔ' 716).
ΙΙ) Κατά το άρθρ. 6 §1 Π.Κ. "οι Ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται και για πράξη που χαρακτηρίζεται από αυτούς ως κακούργημα ή πλημμέλημα και που τελέστηκε στην αλλοδαπή από ημεδαπό, αν η πράξη αυτή είναι αξιόποινη και κατά τους νόμους της χώρας στην οποία τελέστηκε ή αν διαπράχθηκε σε πολιτειακά ασύντακτη χώρα".
Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι για την τιμώρηση ημεδαπών για πράξεις που τελέστηκαν στην αλλοδαπή απαιτούνται οι εξής προϋποθέσεις:α) ο δράστης να ήταν ημεδαπός κατά το χρόνο της πράξης, β) η πράξη να φέρει το χαρακτήρα κακουργήματος ή πλημμελήματος κατά τον ελληνικό ποινικό νόμο και γ) η πράξη να είναι, απλώς, αξιόποινη και κατά τους νόμους της χώρας όπου διαπράχθηκε.
Εξ άλλου κατά το άρθρ. 6 §3 Π.Κ. "στα πλημμελήματα, για να εφαρμοσθούν οι διατάξεις της παραγρ. 1 απαιτείται έγκληση του παθόντα ή αίτηση της κυβέρνησης της χώρας όπου τελέστηκε το πλημμέλημα".
Συνεπώς για τη δίωξη ημεδαπού για κακούργημα (κατά τον Ελληνικό νόμο) στην αλλοδαπή δεν απαιτείται έγκληση ή αίτηση της ξένης κυβέρνησης (Α.Π. 1374/95 Ποιν. Χρ. ΜΣΤ' 647).
Στην προκειμένη περίπτωση, η σε βαθμό κακουργήματος πράξη της απάτης, για την οποία παραπέμφθηκαν οι αναιρεσείοντες, είναι αξιόποινη και κατά το δίκαιο της πολιτείας της Νέας Υόρκης των ΗΠΑ (παράγρ. 155.05 του Ποινικού Κώδικα της πολιτείας αυτής), όπως προκύπτει από το σχετικό υπ' αριθμ. 274/16-5-2006 έγγραφο του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, που υπάρχει στη δικογραφία.
Συνεπώς το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, αλλά και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το παραπεμπτικό βούλευμά του, ορθώς ερμήνευσαν και ορθώς εφάρμοσαν το άρθρ. 6 του Π.Κ. και αβάσιμες είναι οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του πρώτου από τους αναιρεσείοντες, Χ1.
Η) Με βάση τα όσα παραπάνω εκτέθηκαν πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες και οι δύο συνεκδικαζόμενες ως άνω αιτήσεις των αναιρεσειόντων και να τους επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΡΟΤΕΙΝΩ 1) Να απορριφθούν οι υπ' αριθμ. 36/9-3-2009 και 37/9-3-2009, αντιστοίχως αιτήσεις αναίρεσης των α) Χ1 και β) Χ2, κατά του υπ' αριθμ. 166/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στους παραπάνω αναιρεσείοντες.
Αθήνα 22-4-2009 Παναγιώτης Ε. Νικολούδης Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Εισάγω κατ' άρθρ. 485 §1 Κ.Π.Δ., τις υπ' αριθμ. 36 και 37/9-3-2009 αιτήσεις αναίρεσης των α) Χ1 και β) Χ2 (δυνάμει της από 5-3-2009 εξουσιοδότησής τους προς τον πληρεξούσιό τους Δικηγόρο Αθηνών Κωνσταντίνο Βέμμο) κατά του υπ' αριθμ. 166/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τ' ακόλουθα: Α) Με το προσβαλλόμενο βούλευμα απορρίφθηκαν κατ' ουσία οι υπ' αριθμ. 289/13-6-08 και 290/13-6-08, αντιστοίχως εφέσεις των κατηγορουμένων κατά του υπ' αριθμ. 1393/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκαν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (κακουργημάτων), για τις αξιόποινες πράξεις: α) της πλαστογραφίας κατά συναυτουργία, τελεσθείσας κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, της οποίας το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 Ευρώ, κατ' εξακολούθηση και β) της Απάτης κατά συναυτουργία, τελεσθείσας κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, της οποίας το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 Ευρώ, κατ' εξακολούθηση (άρθρ. 13 εδ. γ', 14 §1, 45, 94 §1, 98, 216 §§1,3 εδ. β', 386 §§3-1 εδ. α' Π.Κ.).
Β) Οι αιτήσεις αναίρεσης ασκήθηκαν εμπρόθεσμα και νομότυπα, από πρόσωπα δικαιούμενα προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση, σύμφωνα με τα άρθρα 473 §1, 474 και 482 §§1 και 3 ΚΠΔ, με δηλώσεις στο Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, για τις οποίες συντάχθηκαν οι προαναφερθείσες εκθέσεις, ενώ το εκκαλούμενο βούλευμα είχε επιδοθεί στον αντίκλητο του 1ου κατηγορουμένου την 26-2-2009 και στην 2η κατηγορουμένη την 25-2-2009. Είναι, κατά συνέπεια, τυπικά δεκτές.
Με τις κρινόμενες αιτήσεις οι αναιρεσείοντες προβάλλουν ως λόγους αναίρεσης την έλλειψη αιτιολογίας και την εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης.
Γ) Έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα, που απαιτείται κατ' άρ. 93 §3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τ' αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έκρινε τούτο ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη, ενώ Δ) εσφαλμένη μεν ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ιδρύουσα λόγον αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από αυτήν που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή, όταν δεν υπάγει ορθώς σ' αυτήν τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως προκύψαντα από τις αποδείξεις, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει, όταν έχουν εμφιλοχωρήσει στο βούλευμα κατά την έκθεση και ανάπτυξη των περιστατικών ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση (Α.Π. 252/04 και 2200/02, Π.Χ. ΝΓ/762).
Ε) Εξάλλου, εφόσον τα εκτιθέμενα στις αιτήσεις αναιρέσεων ως προς το λόγο της έλλειψης αιτιολογίας, ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων, ο λόγος αυτός των αιτήσεων είναι απαράδεκτος, διότι η εκτίμηση των εγγράφων και κάθε αποδεικτικού στοιχείου εν γένει απόκειται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη επί της ουσίας κυριαρχική κρίση του δικαστικού συμβουλίου ή του δικαστηρίου (Α.Π. 1457/2000 και 591/2001, Π.Χ. ΝΑ/537 και ΝΒ/131).
ΣΤ) Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα, ειδικά δε αιτιολογημένη και εμπεριστατωμένη εισαγγελική πρόταση, η οποία μνημονεύει, όλα κατ' είδος, τ' αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη, δέχθηκε ότι προέκυψαν τα εξής πραγματικά περιστατικά:
Ο πρώτος κατηγορούμενος και ήδη πρώτος εκκαλών, εργαζόταν προ ετών στη ... των ... ως ηλεκτρολόγος και ήταν ασφαλισμένος στο Ταμείο της Ένωσης Ηλεκτρολόγων Νέας Υόρκης και όταν συνταξιοδοτήθηκε και επέστρεψε στην Ελλάδα έκανε χρήση των σχετικών δικαιωμάτων του από την αντίστοιχη ασφαλιστική σύμβαση και μεταξύ άλλων, κατά το διάστημα από το έτος 2002 μέχρι τον Οκτώβριο του 2005, ο ίδιος και η συγκατηγορούμενη σύζυγός του - που ήταν έμμεσα ασφαλισμένη, ως σύζυγός του, στο ίδιο Ταμείο - υπέβαλαν δικαιολογητικά για δαπάνες νοσηλείας και των δύο στο Νοσοκομείο ΝΙΜΙΤΣ (Νοσηλευτικό Ίδρυμα του Μετοχικού Ταμείου Στρατού) ύψους 118.976,50 ευρώ, προσκομίζοντας παραστατικά του ΝΙΜΙΤΣ. Το Ταμείο της Ένωσης Ηλεκτρολόγων Νέας Υόρκης κατέβαλε το αναφερθέν ποσό και στις 3-10-2005 απευθύνθηκε με επιστολή του προς το ΝΙΜΙΤΣ για την επαλήθευση των παραστατικών. Από την έρευνα των αρχείων του ΝΙΜΙΤΣ αποκαλύφθηκε ότι από τα επτά (7) παραστατικά (δελτία παροχής υπηρεσιών) που φέρονταν να εκδόθηκαν από το ίδιο (το ΝΙΜΙΤΣ), μόνο το ένα, με αριθμό 12894/30-7-2002 είχε μεν πράγματι εκδοθεί από το Νοσοκομείο, αλλά το ποσό που αναγραφόταν σ' αυτό - για το πραγματικό ποσό των 129,14 ευρώ είχε αλλοιωθεί και αναγραφόταν σ' αυτό το (αναληθές) ποσό των 12.129,14 ευρώ, ενώ τα υπόλοιπα έξι (6) δελτία παροχής υπηρεσιών ήσαν εξ υπαρχής πλαστά και δεν είχαν εκδοθεί από τις υπηρεσίες του ΝΙΜΙΤΣ, το οποίο δεν προσέφερε τις αναφερόμενες σ' αυτά υπηρεσίες, ούτε εισέπραξε τα αναγραφόμενα σ' αυτά ποσά. Θα πρέπει να λεχθεί ότι οι κατηγορούμενοι μαζί με τα έξι αυτά πλαστά και το ένα νοθευμένο παραστατικά υπέβαλαν στο Ταμείο της Ένωσης Ηλεκτρολόγων Νέας Υόρκης και τη μετάφρασή τους στην αγγλική γλώσσα, με τα ποσά του καθενός να αναγράφονται σε δολλάρια ΗΠΑ, στην εκάστοτε ισοτιμία ευρώ και δολλαρίου.
Οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι δεν αρνούνται τα περιστατικά αυτά, επικαλούνται όμως έλλειψη καταλογισμού στο πρόσωπό τους, καθώς και ότι βρίσκονταν σε κατάσταση νομικής πλάνης, γιατί δεν γνώριζαν τις έννομες συνέπειες που επισύρουν οι πράξεις τους και πίστευαν ότι είχαν το δικαίωμα να εισπράξουν τα ποσά αυτά από το Ταμείο της Νέας Υόρκης που τα κατέβαλε σ' αυτούς. Οι παραπάνω ισχυρισμοί τους όμως αποδεικνύονται αβάσιμοι γιατί από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει η ύπαρξη κάποιας νοσηρής διατάραξης των πνευματικών τους λειτουργιών ή διατάραξης της συνείδησής τους που απέκλεισε ή μείωσε σημαντικά την ικανότητά τους να αντιληφθούν το άδικο της πράξης τους ή να ενεργήσουν σύμφωνα με την αντίληψή τους για το άδικο αυτό, ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για το ενδεχόμενο εφαρμογής στη συγκεκριμένη περίπτωση των άρθρων 34 ή 36 §1 του ΠΚ. Άλλωστε οι πράξεις τους αποκαλύπτουν υψηλό βαθμό ευφυΐας και επινοητικότητας, που αποκλείουν την εκδοχή της άγνοιας των νομίμων συνεπειών τους ή την διατάραξη των πνευματικών τους λειτουργιών ή της συνείδησής τους.
Οι αναφερθείσες ενέργειές τους στοιχειοθετούν την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση των αποδιδομένων στους κατηγορουμένους αξιοποίνων πράξεων, που συρρέουν μεταξύ τους αληθώς, συντρέχουν δε και οι επιβαρυντικές περιστάσεις που προσδίδουν σ' αυτές τον χαρακτήρα κακουργήματος, αφού οι πράξεις τους τελέσθηκαν μεθοδευμένα και κατ' επανάληψη, σύμφωνα με τις ορθές και βάσιμες αιτιολογίες που περιέχονται στο σκεπτικό του εκκαλουμένου βουλεύματος.
Με τις κρινόμενες εφέσεις τους οι κατηγορούμενοι επαναλαμβάνουν τους αναφερθέντες ισχυρισμούς τους και προσθέτουν ότι ο πρώτος από αυτούς, πριν ασκηθεί η εναντίον τους ποινική δίωξη, συμφώνησε με το αναφερθέν Ταμείο της Νέας Υόρκης να παρακρατεί αυτό από τον Δεκέμβριο 2005 τη μηνιαία σύνταξη του ύψους 506 ευρώ, μέχρι να εξοφληθεί το αναφερθέν ποσό και το γεγονός αυτό αποκλείει το αξιόποινο, σύμφωνα με το δίκαιο της Νέας Υόρκης των ΗΠΑ. Ο τελευταίος αυτός ισχυρισμός παραμένει αναπόδεικτος, ενώ η ενδεχόμενη μερική ικανοποίηση του παθόντος δεν ασκεί οποιαδήποτε επίδραση στον αξιόποινο χαρακτήρα της πράξης στη συγκεκριμένη περίπτωση, κατά την οποία τα διωκόμενα εγκλήματα αποτελούν κακουργήματα. Ο άλλος ισχυρισμός ότι η δεύτερη κατηγορουμένη και εκκαλούσα αγνοούσε τις ενέργειες του συζύγου της και "ουδεμία σχέση είχε" με αυτές, δεν ενισχύεται από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο.
Ζ) Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε, στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλόμενη εδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων για τα οποία κρίθηκαν παραπεμπτέοι στο ακροατήριο οι αναιρεσείοντες, τ' αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθώς εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και επομένως οι αντίθετες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων για λόγους αναίρεσης κατ' άρθρ. 484 §1 στοιχ. β' και δ' είναι αβάσιμες.
ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ Ι. Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρ. 216 §1 του Π.Κ., για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικά μεν η εξ αρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος εμφανίζει τούτο ως καταρτισμένο από άλλον ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας ή της αποδεικτικής του δύναμης, με μεταβολή του περιεχομένου του, με προσθήκη ή εξάλειψη λέξεων, αριθμών ή σημείων, υποκειμενικώς δε δόλος του υπαιτίου, που ενέχει τη γνώση και τη θέληση των περιστατικών τα οποία απαρτίζουν την πράξη, επιπλέον δε ως πρόσθετο υποκειμενικό στοιχείο και σκοπός του δράστη, με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, να παραπλανήσει άλλον αναφορικά με γεγονός το οποίο μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή δημιουργία, κατάργηση ή μεταβίβαση εννόμως προστατευομένου δικαιώματος. Από τη διάταξη δε του άρθρου 45 του Π.Κ. που ορίζει ότι "αν δύο ή περισσότεροι από κοινού τέλεσαν αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξεως", προκύπτει ότι με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττομένου εγκλήματος. Επί πλαστογραφίας κατά συναυτουργία, δεν απαιτείται να καθορίζονται στην απόφαση ή στο βούλευμα ειδικώς οι ενέργειες του καθ' ενός, αδιάφορο αν το έγκλημα τελείται από τον ένα μόνο ιδιοχείρως και αρκεί η αναφορά της σύμπτωσης της θέλησης όλων στην κατάρτιση ή τη νόθευση κ.λ.π. (βλ. Ολομ. Α.Π. 50/1990 Ποιν. Χρ. Μ' 949 Α.Π. 1827/2003 Ποιν. Χρ. ΝΔ' 716).
ΙΙ) Κατά το άρθρ. 6 §1 Π.Κ. "οι Ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται και για πράξη που χαρακτηρίζεται από αυτούς ως κακούργημα ή πλημμέλημα και που τελέστηκε στην αλλοδαπή από ημεδαπό, αν η πράξη αυτή είναι αξιόποινη και κατά τους νόμους της χώρας στην οποία τελέστηκε ή αν διαπράχθηκε σε πολιτειακά ασύντακτη χώρα".
Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι για την τιμώρηση ημεδαπών για πράξεις που τελέστηκαν στην αλλοδαπή απαιτούνται οι εξής προϋποθέσεις:α) ο δράστης να ήταν ημεδαπός κατά το χρόνο της πράξης, β) η πράξη να φέρει το χαρακτήρα κακουργήματος ή πλημμελήματος κατά τον ελληνικό ποινικό νόμο και γ) η πράξη να είναι, απλώς, αξιόποινη και κατά τους νόμους της χώρας όπου διαπράχθηκε.
Εξ άλλου κατά το άρθρ. 6 §3 Π.Κ. "στα πλημμελήματα, για να εφαρμοσθούν οι διατάξεις της παραγρ. 1 απαιτείται έγκληση του παθόντα ή αίτηση της κυβέρνησης της χώρας όπου τελέστηκε το πλημμέλημα".
Συνεπώς για τη δίωξη ημεδαπού για κακούργημα (κατά τον Ελληνικό νόμο) στην αλλοδαπή δεν απαιτείται έγκληση ή αίτηση της ξένης κυβέρνησης (Α.Π. 1374/95 Ποιν. Χρ. ΜΣΤ' 647).
Στην προκειμένη περίπτωση, η σε βαθμό κακουργήματος πράξη της απάτης, για την οποία παραπέμφθηκαν οι αναιρεσείοντες, είναι αξιόποινη και κατά το δίκαιο της πολιτείας της Νέας Υόρκης των ΗΠΑ (παράγρ. 155.05 του Ποινικού Κώδικα της πολιτείας αυτής), όπως προκύπτει από το σχετικό υπ' αριθμ. 274/16-5-2006 έγγραφο του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, που υπάρχει στη δικογραφία.
Συνεπώς το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, αλλά και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το παραπεμπτικό βούλευμά του, ορθώς ερμήνευσαν και ορθώς εφάρμοσαν το άρθρ. 6 του Π.Κ. και αβάσιμες είναι οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του πρώτου από τους αναιρεσείοντες, Χ1.
Η) Με βάση τα όσα παραπάνω εκτέθηκαν πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες και οι δύο συνεκδικαζόμενες ως άνω αιτήσεις των αναιρεσειόντων και να τους επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΡΟΤΕΙΝΩ 1) Να απορριφθούν οι υπ' αριθμ. 36/9-3-2009 και 37/9-3-2009, αντιστοίχως αιτήσεις αναίρεσης των α) Χ1 και β) Χ2, κατά του υπ' αριθμ. 166/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στους παραπάνω αναιρεσείοντες.
Αθήνα 22-4-2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Νικολούδης Ι. Με την 229/25-6-2009 πρότασή μας προς το Δικαστήριό σας σε Συμβούλιο προτείναμε, εκτός των άλλων, να απορριφθεί ως αβάσιμη η 36/9-3-2009 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 κατά του 166/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών με το οποίο απορρίφθηκε ως αβάσιμη η 289/2008 έφεσή του κατά του 1393/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών με το οποίο αυτός είχε παραπεμφθεί στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί για πλαστογραφία και απάτη από κοινού , κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια με ζημιά και όφελος ανώτερο των 15.000 ευρώ.
ΙΙ. Επειδή ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, όπως προκύπτει από την ... ληξιαρχική πράξη θανάτου του Ληξιαρχείου ..., απεβίωσε στις 30-6-2009 και το Δικαστήριό Σας δεν έχει εκδώσει σχετικό βούλευμα ανακαλούμε την παραπάνω πρότασή μας ως προς τον αναιρεσείοντα αυτό και προτείνουμε να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη εναντίον του, σύμφωνα με τα άρθρα 309 παρ. 1β, 318 και 484 παρ. 2 του ΚΠΔ .
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη σε βάρος του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου Χ1 για πλαστογραφία και απάτη από κοινού , κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια με ζημιά και όφελος ανώτερο των 15.000 ευρώ πράξεις που φέρεται ότι τέλεσε στην Αθήνα από 30/7/2002 μέχρι 20/5/2005.
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΑθανάσιος Κ. Κατσιρώδης
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στις παραπάνω εισαγγελικές προτάσεις και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά την διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΠΚ, "όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση". Από την διάταξη αυτή, η οποία αποβλέπει στην προστασία της ακεραιότητας και ασφαλείας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν η απαρχής κατάρτιση από τον υπαίτιο εγγράφου που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη αυτή, και σκοπός του υπαιτίου να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή δημιουργία, μεταβίβαση ή κατάργηση δικαιώματος ή εννόμου σχέσεως που προστατεύεται από το νόμο. Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 216 ΠΚ, αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δρχ. (ήδη 73.000 ευρώ). Η κατάρτιση πλαστού εγγράφου συντελείται με την εκ μέρους του δράστη έκδοση εγγράφου στο όνομα άλλου, ως εάν είχε από τον άλλον καταρτισθεί ή εκδοθεί ή με την κατ' απομίμηση θέση της υπογραφής άλλου σε έγγραφο που υπάρχει ή τέλος με την κατάχρηση της εν λευκώ τεθείσης υπογραφής άλλου. Αντιθέτως, η νόθευση συνίσταται στην αλλοίωση του περιεχομένου γνησίου εγγράφου είτε από τρίτο, πλην του εκδότη, πρόσωπο, είτε από τον ίδιο τον εκδότη, όταν δεν έχει πλέον εξουσία μεταβολής του εγγράφου, διότι προέκυψε δικαίωμα τρίτου στη διατήρηση του αρχικού περιεχομένου. Κάθε μορφή είναι χωριστή και ιδιαίτερη, ανεξαρτήτως του ότι και οι δύο αφορούν έγγραφο. Η αντικειμενική υπόσταση των δύο μορφών δεν ταυτίζεται, τα δε δύο εγκλήματα διακρίνονται κατά την φύση και το είδος. Το έγκλημα που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΠΚ είναι σωρευτικά μικτό, υπό την έννοια ότι οι πλείονες τρόποι πραγματώσεώς του, ήτοι η κατάρτιση εξ υπαρχής πλαστού εγγράφου και η νόθευση γνησίου δεν μπορούν να εναλλαχθούν μεταξύ τους και κάθε τρόπος συνιστά αυτοτελή μορφή τελέσεως της πράξεως που διακρίνεται σαφώς από την άλλη. Σε περίπτωση δε συνδρομής και των δύο τρόπων τελέσεως, υπόκεινται δύο εγκλήματα που συρρέουν μεταξύ τους πραγματικά. Από την διάταξη του άρθρου 98 ΠΚ, με σαφήνεια προκύπτει ότι για την ύπαρξη εγκλήματος κατ' εξακολούθηση απαιτείται, μεταξύ άλλων, όπως οι μερικότερες πράξεις είναι όμοιες, κάθε μία δηλαδή να περιέχει τα συστατικά στοιχεία της ίδιας νομοτυπικής μορφής του εγκλήματος. Η ομοιότητα, κατά την παραπάνω έννοια, διαπιστώνεται όταν οι πράξεις είναι φυσικώς ομοειδείς, δηλαδή συνίστανται στην ίδια υλική συμπεριφορά και όχι απλώς νομικώς ομοειδείς, δηλαδή όταν αξιολογούνται ως συνιστώσες το ίδιο έγκλημα. Επομένως, δεν υπάρχει κατ' εξακολούθηση έγκλημα μεταξύ περισσοτέρων πράξεων από τις οποίες άλλες αφορούν νόθευση εγγράφου και άλλες κατάρτιση πλαστών εγγράφων, διότι πρόκειται για εγκλήματα με διαφορετική αντικειμενική υπόσταση και κατ' ακολουθίαν για ομοειδή πραγματική συρροή αυτών, εκτός εάν για το έγκλημα που νοθεύθηκε καταρτίστηκε από τον υπαίτιο άλλο πλαστό έγγραφο. Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ, "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας άλλον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για την στοιχειοθέτηση της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος με τον ζημιωθέντα, η δε βλάβη υπάρχει και σε περιπτώσεις μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός δεν έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάσταση της ζημίας του. Κατά την παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου 386 ΠΚ, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι 10 ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων δραχμών (15.000 ευρώ) ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών (ήδη 73.000 ευρώ). Μεταξύ των εγκλημάτων της πλαστογραφίας και της απάτης τετελεσμένης υφίσταται αληθής συρροή και δεν απορροφάται το ένα από το άλλο, έστω και αν ο δράστης της πλαστογραφίας χρησιμοποιεί τα πλαστά έγγραφα για να πείσει κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, δεδομένου ότι καθένα από αυτά τα εγκλήματα είναι αυτοτελές, η αντικειμενική υπόστασή των αποτελείται από διαφορετικά περιστατικά και η μία πράξη δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο ή επιβαρυντική περίσταση της άλλης.
Κατά το άρθρο 13 εδ. στ' του ΠΚ, που προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν, από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξεως, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Για την συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση αυτού. Κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν, από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Στο παραπεμπτικό βούλευμα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά η συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης του άρθρου 13 στοιχ. στ' του ΠΚ και να διαλαμβάνονται σαφώς και συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την έννοια της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στον κανόνα που εφάρμοσε και δεν αρκεί η επανάληψη του κειμένου της διατάξεως. Κατά το άρθρο 45 του ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός. Με τον όρο από κοινού, αντικειμενικώς νοείται σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως και υποκειμενικώς κοινός δόλος, με την έννοια ότι κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του αυτού εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Για τον έλεγχο της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 45 ΠΚ από τον Άρειο Πάγο, πρέπει στην απόφαση ή το βούλευμα να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά, επί τη βάσει των οποίων το δικαστήριο ή το συμβούλιο δέχεται ότι στην τέλεση του εγκλήματος συμμετείχε ο δράστης ως συναυτουργός.
Από την διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 ΠΚ προκύπτει ότι, προκειμένου περί εγκλήματος τελεσθέντος στην αλλοδαπή από ημεδαπό, το οποίο φέρει χαρακτήρα κακουργήματος ή πλημμελήματος, επιβάλλεται για να εφαρμοσθούν οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι να είναι η πράξη αυτή αξιόποινη και κατά τους νόμους της χώρας στην οποία τελέσθηκε ή να διαπράχθηκε σε πολιτειακά ασύντακτη χώρα, δεδομένου ότι διαφορετικά προσβάλλεται η κυριαρχία του ξένου κράτους στο έδαφός του και είναι ανεπίτρεπτη η επέμβαση από αλλοδαπό. Η πρόβλεψη αυτή εφαρμογής του ελληνικού ποινικού νόμου κατά την εκδίκαση ποινικού αδικήματος που τελέσθηκε στην αλλοδαπή από ημεδαπό, υπό τον όρο ότι το χαρακτηριζόμενο ως κακούργημα ή πλημμέλημα είναι αξιόποινο και κατά τους νόμους της χώρας, στο έδαφος της οποίας τελέσθηκε, συνιστά εξωτερικό όρο του αξιοποίνου, δεδομένου ότι κείται εκτός της αντικειμενικής υποστάσεως του αδικήματος του προβλεπομένου από τον ελληνικό ποινικό νόμο, δεν περιλαμβάνεται δε ούτε στον άδικο χαρακτήρα ή στον καταλογισμό, εντάσσεται δε στην έννοια των θετικών προϋποθέσεων του εγκλήματος και ανάγεται στην ενοχή του κατηγορουμένου. Από τη διάταξη δε της παρ. 3 του ιδίου άρθρου, κατά την οποία στα πλημμελήματα, για να εφαρμοσθούν οι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων αυτού, απαιτείται έγκληση του παθόντος ή αίτηση της κυβέρνησης της χώρας όπου τελέσθηκε το πλημμέλημα, προκύπτει ότι ως δικονομική προϋπόθεση για την εφαρμογή των ελληνικών ποινικών νόμων για πράξη που διαπράχθηκε στην αλλοδαπή από ημεδαπό και χαρακτηρίζεται από αυτούς ως πλημμέλημα, απαιτείται η έγκληση του παθόντος ή η αίτηση της κυβερνήσεως της χώρας όπου τελέσθηκε το πλημμέλημα, ενώ προκειμένου περί κακουργημάτων που τελούνται από ημεδαπούς στην αλλοδαπή και είναι αξιόποινες πράξεις και κατά το δίκαιο της χώρας όπου τελέσθηκε, δεν απαιτείται για την δίωξή τους έγκληση του παθόντος ή αίτηση της κυβέρνησης της χώρας όπου τελέσθηκαν.
Από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την από τις διατάξεις αυτές απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτό, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και ποία περιστατικά προέκυψαν από καθένα, αλλά αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η επιβαλλομένη από τις άνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του βουλεύματος, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις και συλλογισμοί που στηρίζουν την εισαγγελική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ' αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως κατ' άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠοινΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στο βούλευμα κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά ή κατά την έκθεσή των υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια την αιτιολογία είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος για την ορθή εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση.
Στην προκειμένη περίπτωση, το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό αρχική και συμπληρωματική εισαγγελική πρόταση δέχθηκε ότι από την συνεκτίμηση όλων των κατ' είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων (ένορκες καταθέσεις μαρτύρων, ανωμοτί εξετάσεις των κατηγορουμένων και όλα τα έγγραφα που προσκομίστηκαν και επισυνάφθηκαν στην δικογραφία μαζί με τις απολογίες των κατηγορουμένων και τα υπομνήματά τους), προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ενοχής των κατηγορουμένων που δικαιολογούν την παραπομπή στο ακροατήριο. Ειδικότερα δέχθηκε το βούλευμα του άνω Συμβουλίου ότι από τους κατηγορουμένους ο πρώτος εργαζόταν προ ετών στη ... των ... ως ηλεκτρολόγος και ήταν ασφαλισμένος στο Ταμείο της Ένωσης Ηλεκτρολόγων Νέας Υόρκης και όταν συνταξιοδοτήθηκε και επέστρεψε στην Ελλάδα έκανε χρήση των σχετικών δικαιωμάτων του από την αντίστοιχη ασφαλιστική σύμβαση. Ότι, μεταξύ άλλων, κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2002 μέχρι τον Οκτώβριο του έτους 2005, ο πρώτος κατηγορούμενος και η συγκατηγορουμένη σύζυγός του, η οποία ήταν έμμεσα ασφαλισμένη, υπό την ιδιότητά της αυτή στο ίδιο Ταμείο, υπέβαλαν δικαιολογητικά για δαπάνες νοσηλείας αμφοτέρων στο Νοσοκομείο ΝΙΜΙΤΣ (Νοσηλευτικό Ίδρυμα του Μετοχικού Ταμείου Στρατού), ύψους 118.976,50 ευρώ, προσκομίζοντας παραστατικά του άνω νοσοκομείου. Ότι το Ταμείο της Ένωσης Ηλεκτρολόγων Νέας Υόρκης απευθύνθηκε με την από 3.10.2005 επιστολή του στο Νοσηλευτικό Ίδρυμα του Μετοχικού Ταμείου Στρατού και ζήτησε την επαλήθευση των συνημμένων λογαριασμών του νοσοκομείου αυτού, το ποσό των οποίων αναφερόταν ότι πλήρωσε στον πρώτο κατηγορούμενο το εν λόγω Ταμείο (Κοινό Βιομηχανικό Συμβούλιο της Ηλεκτρικής Βιομηχανίας Νέας Υόρκης). Ότι από την έρευνα των αρχείων του Νοσηλευτικού Ιδρύματος του Μετοχικού Ταμείου Στρατού αποκαλύφθηκε ότι. από τα επτά παραστατικά που φέρονταν ότι είχαν εκδοθεί από το ίδιο, μόνο το ένα, με αριθμό 12894/30.7.2002, είχε μεν πράγματι εκδοθεί από το Νοσοκομείο αυτό, αλλά το πραγματικό ποσό που αναγραφόταν σ' αυτό, των 129,14 ευρώ, είχε αλλοιωθεί και αναγραφόταν σ' αυτό το αναληθές ποσό των 12129,14 ευρώ, ενώ τα υπόλοιπα παραστατικά, ήτοι τα δελτία παροχής υπηρεσιών 14494/27.3.2003 αξίας 24.732,36 ευρώ, 5005/10.1.2004, αξίας 26.743 ευρώ, 5453/16.6.2004 αξίας 24.872 ευρώ, 5198/27.6.2005 αξίας 8.210 ευρώ, καθώς και τα τιμολόγια 1932/16.6.2005 αξίας 14.080 ευρώ και 1989/27.6.2005 αξίας 8210 ευρώ δεν είχαν σχέση με το ΝΙΜΙΤΣ, το οποίο δεν προσέφερε τις αναφερόμενες σ' αυτά υπηρεσίες ούτε εισέπραξε τα αναγραφόμενα σ' αυτά ποσά, αλλά ήταν εξ υπαρχής πλαστά. Ότι οι κατηγορούμενοι, μαζί με τα έξι αυτά πλαστά και το ένα νοθευμένο παραστατικά, υπέβαλαν στο άνω Ταμείο της Ένωσης Ηλεκτρολόγων Νέας Υόρκης καταρτίζοντας πλαστά έγγραφα και τη μετάφρασή τους στην αγγλική γλώσσα, με τα ποσά του καθενός να αναγράφονται σε δολλάρια ΗΠΔ, ανάλογα με την εκάστοτε ισοτιμία ευρώ και δολλαρίου. Ότι οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι δεν αρνήθηκαν τα περιστατικά αυτά, επικαλέστηκαν όμως έλλειψη καταλογισμού στο πρόσωπό τους, καθώς και ότι βρίσκονταν σε κατάσταση νομικής πλάνης, γιατί δεν γνώριζαν τις έννομες συνέπειες που επισύρουν οι πράξεις τους και πίστευαν ότι είχαν το δικαίωμα να εισπράξουν τα ποσά αυτά από το Ταμείο της Νέας Υόρκης, που τους τα κατέβαλε. Ότι οι παραπάνω ισχυρισμοί τους αποδεικνύονταν αβάσιμοι, γιατί από κανένα στοιχείο δεν προέκυπτε η ύπαρξη κάποιας νοσηρής διατάραξης των πνευματικών τους λειτουργιών ή διατάραξης της συνείδησής τους, που απέκλειε ή μείωσε σημαντικά την ικανότητά τους να αντιληφθούν το άδικο της πράξης τους ή να ενεργήσουν σύμφωνα με την αντίληψή τους για το άδικο αυτό, ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για το ενδεχόμενο εφαρμογής στη συγκεκριμένη περίπτωση των άρθρων 34 ή 36 παρ. 1 του ΠΚ και ότι οι πράξεις των κατηγορουμένων αποκάλυπταν υψηλό βαθμό ευφυΐας και επινοητικότητας, που απέκλειαν την εκδοχή της άγνοιας των νομίμων συνεπειών τους ή την διάταξη των πνευματικών τους λειτουργιών ή της συνείδησής των. Ότι οι αναφερθείσες ενέργειές τους στοιχειοθετούσαν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αποδιδομένων σ' αυτούς αξιοποίνων πράξεων, που συρρέουν μεταξύ τους αληθώς, συνέτρεχαν δε και οι επιβαρυντικές περιστάσεις που προσδίδουν σ' αυτές τον χαρακτήρα κακουργήματος, αφού οι πράξεις τους τελέσθηκαν μεδοθευμένα και κατ' επανάληψη, σύμφωνα με τις ορθές και βάσιμες αιτιολογίες που περιέχονται στο σκεπτικό του εκκαλουμένου βουλεύματος. Ότι οι κατηγορούμενοι επανέλαβαν με τις υπό κρίση εφέσεις των τους άνω ισχυρισμούς των και επιπροσθέτως ότι ο πρώτος από αυτούς, πριν ασκηθεί η εναντίον τους ποινική δίωξη, συμφώνησε με το αναφερθέν Ταμείο της Νέας Υόρκης να παρακρατεί αυτό από τον Δεκέμβριο 2005 τη μηνιαία σύνταξή του, ύψους 506 ευρώ, μέχρι να εξοφληθεί το αναφερθέν ποσό, και το γεγονός αυτό αποκλείει το αξιόποινο, σύμφωνα με το δίκαιο της Νέας Υόρκης των ΗΠΑ. Ότι ο τελευταίος αυτός ισχυρισμός παρέμενε αναπόδεικτος, ενώ η ενδεχόμενη μερική ικανοποίηση του παθόντος δεν ασκεί ουδεμία επίδραση στον αξιόποινο χαρακτήρα της πράξεως στην συγκεκριμένη περίπτωση, κατά την οποία τα διωκόμενα εγκλήματα έχουν χαρακτήρα κακουργήματος. Ότι ο έτερος ισχυρισμός, κατά τον οποίο η δεύτερη κατηγορουμένη και εκκαλούσα δεν γνώριζε τις ενέργειες του συζύγου της και ουδεμία σχέση είχε με αυτές δεν ενισχύεται από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο. Με τις παραδοχές αυτές, το προσβαλλόμενο βούλευμα απέρριψε τις υπ' αριθμούς 289/13.6.2008 και 290/13.6.2008 εφέσεις των κατηγορουμένων και επικύρωσε το υπ' αριθ. 1393/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκαν στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών για κακουργήματα για τις αξιόποινες πράξεις κατά συναυτουργία, πλαστογραφίας τελεσθείσης κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, της οποίας το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, κατ' εξακολούθηση και της απάτης κατά συναυτουργία τελεσθείσης κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, της οποίας το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, κατ' εξακολούθηση.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών στο προσβαλλόμενο βούλευμα, περιέλαβε την αξιούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο βούλευμα αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της αναιρεσείουσας Χ2 στο ακροατήριο, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 εδ. γ', στ', 45, 94 παρ. 1, 98, 216 παρ. 1, 3 β', 386 παρ. 3-1 εδ. α' ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Όσον αφορά την, κατά τις παραδοχές του παραπεμπτικού βουλεύματος, σε βαθμό κακουργήματος πράξη της απάτης από κοινού από τους κατηγορουμένους, με τόπο τελέσεως την Νέα Υόρκη των ΗΠΑ, αυτή είναι αξιόποινη και κατά το δίκαιο της Πολιτείας της Νέας Υόρκης των ΗΠΑ (παρ. 155.05 του Ποινικού Κώδικα της Πολιτείας αυτής), όπως προκύπτει από το υπ' αριθ. 274/16.5.2006 έγγραφο του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, που υπάρχει στην δικογραφία και επισκοπείται. Επομένως, το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν έσφαλε, αλλά ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε το άρθρο 6 του ΠΚ, με το να μη δεχθεί ότι για την δίωξη σε βάρος των κατηγορουμένων, που είναι ημεδαποί, για την άνω κακουργηματική πράξη ως τελεσθείσα στην αλλοδαπή, ήταν απαραίτητη η έγκληση του παθόντος ταμείου της Ένωσης Ηλεκτρολόγων Νέας Υόρκης, είτε η αίτηση της αμερικανικής κυβερνήσεως. Αιτιολογείται ακόμη στο προσβαλλόμενο βούλευμα η συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελμα και συνήθεια τελέσεως των αποδιδομένων πράξεων. Από τα πραγματικά περιστατικά, που εκτίθενται στο σκεπτικό και το διατακτικό του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, στο οποίο γίνεται αναφορά με την ενσωματωμένη στο προσβαλλόμενο βούλευμα Εισαγγελική πρόταση, αλλά και από τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στην πρόταση αυτή, συνάγονται τα στοιχεία της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως της πράξεως της πλαστογραφίας με χρήση και της απάτης και από την αναιρεσείουσα Χ2 και από τον συγκατηγορούμενο σύζυγό της. Γίνεται δηλαδή αναφορά ότι οι πράξεις τελέσθηκαν από τους κατηγορουμένους μεθοδευμένα και κατ' επανάληψη και ότι οι κατηγορούμενοι από την επανειλημμένη τέλεση των πράξεων αυτών και από την υποδομή που είχαν διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσής των, είχαν σκοπό να πορισθούν εισόδημα από αυτές και σταθερή ροπή για την διάπραξη των κακουργημάτων αυτών ως στοιχείο της προσωπικότητάς τους.
Είναι αβάσιμη η αιτίαση που προβάλλεται με τις αναιρέσεις, ότι δεν έχει το προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλόμενη αιτιολογία από τη μη παράθεση των πραγματικών περιστατικών, από τα οποία να δικαιολογείται ότι η αναιρεσείουσα Χ2 συμμετείχε στην τέλεση των αποδιδομένων πράξεων της πλαστογραφίας και της απάτης ως συναυτουργός. Κατά τις ορθές παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος και από τον συνδυασμό των αναφερομένων στο σκεπτικό με όσα αναφέρονται και στο διατακτικό του, οι κατηγορούμενοι ήταν σύζυγοι, διέμεναν στην ίδια κατοικία, προήλθαν δε με πρόθεση στην τέλεση των άνω πράξεων, πραγματώνοντας από κοινού, όπως προέκυπτε από τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, την αντικειμενική υπόσταση τόσο της νοθεύσεως του πρώτου χρονολογικά από τα δελτία παροχής υπηρεσιών του ΝΙΜΤΣ και της καταρτίσεως των πλαστών λοιπών παραστατικών δαπανών νοσηλείας των, αλλά και της χρήσεως αυτών με την αποστολή των ταχυδρομικών στο ασφαλιστικό ταμείο της Ενώσεως Ηλεκτρολόγων της Νέας Υόρκης ταχυδρομικώς, με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος, ανερχόμενο συνολικά σε 118.976,50 ευρώ, με αντίστοιχη βλάβη του άνω ασφαλιστικού Ταμείου, όσο και της απάτης με τις ψευδείς παραστάσεις στις οποίες προήλθαν προς τους αρμοδίους υπαλλήλους του άνω ασφαλιστικού Ταμείου στη Νέα Υόρκη, ότι ήταν δήθεν γνήσια αυτά τα παραστατικά και ότι αντιπροσώπευαν τα ποσά δαπανών νοσηλείας και εξετάσεων που είχαν καταβάλει πράγματι οι κατηγορούμενοι στο νοσοκομείο ΝΙΜΤΣ, προκειμένου να παραπλανήσουν αυτούς και να επιτύχουν παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη βλάβη του άνω ασφαλιστικού οργανισμού, η ζημία του οποίου συνίστατο στα τμηματικώς καταβληθέντα ποσά που αθροίζονταν σε 86.422 ευρώ και με γνώση της προθέσεως καθενός κατηγορουμένου για την τέλεση της ίδιας πράξεως και από τον άλλο κατηγορούμενο. Δεν ήταν απαραίτητο δε, για την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του προσβαλλομένου βουλεύματος, να γίνει περαιτέρω εξειδίκευση του τρόπου συμμετοχής καθενός των κατηγορουμένων ως προς την τέλεση κάθε μίας των άνω αξιοποίνων πράξεων, με την αναφορά των επί μέρους υλικών πράξεων καθενός των συναυτουργών (Ολ. ΑΠ 50/1990).
Οι αιτιάσεις που περιέχονται στις ένδικες αιτήσεις των αναιρεσειόντων και ανάγονται στην ανυπαρξία στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως τελέσεως των αποδιδομένων αξιοποίνων κακουργηματικών πράξεων από την δεύτερη κατηγορουμένη ως συναυτουργό, εν όψει της επικαλουμένης συντάξεως πλαστογραφημένων αποδείξεων για τη νοσηλεία του από τον πρώτο κατηγορούμενο τρία έτη πριν νοσηλευθεί πράγματι η ίδια, δεν στοιχειοθετούν τον λόγο αναιρέσεως που προβλέπεται από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠοινΔ, της ελλείψεως της απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά υπό την επίφαση της επικαλουμένης ελλείψεως πλήττεται η ανέλεγκτη επί της ουσίας κρίση του δικαστικού συμβουλίου, ως προς την εκτίμηση των εγγράφων και των λοιπών αποδεικτικών μέσων, τα οποία εκτιμώνται διαφορετικά από τους αναιρεσείοντες και επομένως είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες.
Μετά ταύτα και δοθέντος ότι, όσον αφορά τον εκ των αναιρεσειόντων Χ1, από την υποβληθείσα με την από 10.7.2009 αίτηση του πληρεξουσίου του δικηγόρου υπ' αριθ. ... Τόμος.. έτους 2009 από 2.7.2009, συνταχθείσα ενώπιον της ληξιάρχου του Δήμου ..., ληξιαρχική πράξη θανάτου, αποδεικνύεται ότι ο άνω αναιρεσείων απεβίωσε στις 30.6.2009 στο Νοσοκομείο ... στα ... και ο θάνατός του βεβαιώθηκε από την ιατρό ..., πρέπει ως προς αυτόν, μετά και την συμπληρωματική σύμφωνη πρόταση του Εισαγγελέα, να παύσει οριστικώς η ποινική δίωξη λόγω θανάτου του κατηγορουμένου (ΚΠοινΔ 310 παρ. 1 εδ. β), ενώ η αίτηση αναιρέσεως της Χ2 πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί αυτή στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Παύει οριστικώς την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου Χ1, λόγω θανάτου αυτού για πλαστογραφία από κοινού και απάτη από κοινού κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελεσθείσες κατ' εξακολούθηση, με ζημία και όφελος ανώτερο των 15.000 ευρώ.
Απορρίπτει την υπ' αριθ. 37/9.3.2009 αίτηση αναιρέσεως της κατηγορουμένης Χ2, για αναίρεση του υπ' αριθ. 166/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 19 Νοεμβρίου 2009.- Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ