Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2156 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αποδεικτικά μέσα, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Συναυτουργία.




Περίληψη:
Απάτη. Έννοια. Στοιχεία υποκειμενικής και αντικειμενικής υποστάσεως. Έννοια γεγονότος. Πότε είναι κακούργημα. Ευμενέστερη η διάταξη της παρ. 3 άρθρου 386 ΠΚ, όπως τροποποιήθηκε με άρθρ. 14 παρ. 4 Ν. 2721/1999 (ΑΠ Ολ 5/2008). Κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση. Έννοια. Πότε κατ' εξακολούθηση. Αν η πλάνη του θύματος που οδήγησε σε περισσότερες περιουσιακές διαθέσεις προκλήθηκε από άπαξ και όχι από χωριστή κάθε φορά απατηλή συμπεριφορά, δεν υπάρχει κατ' εξακολούθηση τέλεση (ΑΠ 425/2009, ΑΠ 11/2009, ΑΠ 74/2009, ΑΠ 149/2009, ΑΠ 153/2009). Συναυτουργία. Έννοια. Πότε υπάρχει από κοινού τέλεση της πράξεως (ΑΠ 412/2009). Αιτιολογία βουλεύματος. Τι απαιτείται για να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη. Ειδικότερα ως προς τα αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 11/2009, ΑΠ 67/2009). Εσφαλμένη ερμηνεία εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εκ πλαγίου παράβαση. Πότε (ΑΠ 67/2009). Δύο αιτήσεις αναιρέσεως με τους αυτούς λόγους. (484 παρ. 1 δ' και β' ΚΠΔ). Αβάσιμοι. Απορρίπτει αίτηση.




ΑΡΙΘΜΟΣ 2156/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Παπαηλιού και Γεώργιο Μπατζαλέξη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Τσάγγα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 13 Οκτωβρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. Χ1, 2. Χ2, κατοίκων ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 297/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ... .

Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 1 Απριλίου 2009 αιτήσεις του αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 524/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Τσάγγας εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη με αριθμό 204/10.6.09, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Eισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ., τις αριθμ. 61/1-4-2009 και 62/1-4-2009 αιτήσεις αναιρέσεως των 1) Χ1, κατοίκου ..., οδ. ... αριθμ. ..., και 2) Χ2, κατοίκου ..., οδ. ... αριθμ. ..., αντίστοιχα, οι οποίες ασκήθηκαν στο όνομα τους και για λογαριασμό τους από το δικηγόρο Αθηνών Πέτρο Κουφάκη, δυνάμει των από 31-3-2009 προσαρτημένων στις αιτήσεις και νομίμως θεωρημένων εξουσιοδοτήσεων και στρέφονται κατά του υπ'αριθμ. 297/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω δε τα ακόλουθα:
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το αριθμ. 1597/2008 βούλευμά του, παρέπεμψε τους ήδη αναιρεσείοντες κατηγορουμένους στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικασθούν για απάτη κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση, τελεσθείσα κατ'επάγγελμα και συνήθεια, από την οποία το περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ. Κατά του παραπάνω βουλεύματος οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι άσκησαν εφέσεις. Επί των εφέσεών των αυτών εξεδόθη το αριθμ. 297/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών το οποίο απέρριψε τις εφέσεις αυτές ως ουσιαστικά αβάσιμες. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφονται πλέον οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι με τις κρινόμενες αιτήσεις τους, οι οποίες ασκήθηκαν νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσαβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στους αναιρεσείοντες-κατηγορούμένους στις 20-3-2009 με θυροκόλληση, επειδή συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 155 Κ.Ποιν.Δ. Στη συνέχεια, στις 24-3-2009, επιδόθηκε στη διορισθείσα αντίκλητό τους δικηγόρο Αθηνών Σταματία Κουφάκη-Κατσίκη, οι δε αιτήσεις ασκήθηκαν την 1-4-2009 ενώπιον της Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών Γεωργίας Αράπου, συνετάγησαν δε από εκείνη οι υπ'αριθμ. 61/1-4-2009 και 62/1-4-2009, αντίστοιχα, εκθέσεις στις οποίες διατυπώνονται οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκαν και συγκεκριμένα η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρο 484 παρ. 1, στοιχ. β-δ Κ.Π.Δ.). Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως αφού παραπέμπει τους αναιρεσείοντες για κακούργημα. Κατόπιν των ανωτέρω οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως. Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 Π.Κ., όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους αυτού β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παραγράφου 3 του ίδιου ως άνω άρθρου του Π.Κ., όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν.2721/1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι 10 ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ, σύμφωνα με την καθορισθείσα από τη διάταξη του άρθρου 5 του Ν.2943/2001 επίσημη αντιστοιχία.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του Π.Κ., όπως το εδάφιο στ' προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν.2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από την τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του Π.Κ. προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικώς μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη υποκειμενικώς δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη μεν φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης αυτής, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος (βλ. Α.Π. 625/2005 ΠΧ, ΝΣΤ, 21, Α.Π. 382/2006 ΠΧ, ΝΣΤ, 898, Α.Π. 573/2003 ΠΧ, ΝΔ, 123, Α.Π. 1975/2001 ΠΧ, ΝΒ, 639, Α.Π. 692/2000 ΠΧ, ΝΑ, 47 κ.λ.π.).
Ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη (ΑΠ 1081/2007, ΑΠ 278/2007, ΑΠ 2418/2005 Ποιν.Δ. 2006, 672).
Επίσης κατά τη διάταξη του άρθρου 45 Π.Κ. με τον όρο από κοινού, νοείται αντικειμενικά σύμπραξη δύο ή περισσότερων προσώπων στην εκτέλεση της κύριας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή με συναπόφασή τους την οποία έλαβαν είτε πριν από την πράξη τους, είτε κατά την τέλεση της ώστε να ενώσουν την δράση τους. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως μπορεί να συνίσταται είτε στο ότι ο καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος είτε στο ότι το έγκλημα συντελείται με επί μέρους συγκλίνουσες πράξεις των συμμέτοχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές (Α.Π. 1388/2006 Ποιν. Χρ. ΝΖ 620).
Ακόμα από το άρθρο 98 του ΠΚ προκύπτει ότι κατ' εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο το οποίο τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς εκτέλεση αποφάσεως. 'Ετσι επί απάτης κατά το άρθρο 386 του Π.Κ., τότε μόνο θα υπάρχουν περισσότερες πράξεις, που αν συνδέονται και με την ταυτότητα της αποφάσεως προς τέλεσή τους, θα αποτελούν κατ'εξακολούθηση τέλεση αυτής, αν κάθε επιζήμια για τον παθόντα πράξη είναι αποτέλεσμα χωριστής πλάνης του εξαπατηθέντος, που προηγήθηκε, από χωριστή απατηλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Αντίθετα, τελείται μία πράξη απάτης, όταν γίνονται ψευδείς παραστάσεις που επαναλαμβάνονται μέχρις ότου καλλιεργηθεί στο εξαπατηθέν πρόσωπο η επιδιωκόμενη πλάνη, εξαιτίας δε της άπαξ επελθούσης πλάνης, ο εξαπατώμενος προβαίνει σε περισσότερες και σε διαφορετικούς χρόνους (διαδοχικές) επιζήμιες πράξεις. (ΑΠ 840/2007, ΑΠ 641/2003 ΠΧ, ΝΔ, 136).
Εξάλλου το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο.
Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτικά παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αξιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα (ΑΠ 1073/2006, ΑΠ 1565/2002 ΠΧ, ΝΓ, 536, ΑΠ 1011/2000 ΠΧ, ΝΑ, 244). Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου ή του δικαστηρίου της ουσίας.
Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β του ΚΠΔ εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που ιδρύει λόγο αναιρέσεως υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό ή στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση (ΑΠ 1057/2008, ΑΠ 1155/2000 ΠΧ, ΝΑ, 398).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο με αριθμό 297/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, σε συνδυασμό με το διατακτικό του επικυρωθέντος με αριθμό 1597/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, οι κατηγορούμενοι παραπέμφθηκαν για να δικασθούν ως υπαίτιοι του ότι στην ..., στις 13-4-1998 και 16-4-1998 με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, ενεργώντας από κοινού, με διαδοχικές συγκλίνουσες συμπεριφορές, έβλαψαν ξένη περιουσία με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος, πείθοντας άλλον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών. Η ζημία που προξενήθηκε από κάθε μερικότερη πράξη και το αντίστοιχο παράνομο περιουσιακό όφελος υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, ενώ διαπράττουν τέτοιες πράξεις κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια. Συγκεκριμένα το Συμβούλιο Εφετών, με δικές του σκέψεις, δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι από τη συνεκτίμηση των αναφερομένων σ'αυτό κατ'είδος αποδεικτικών μέσων (ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, ανωμοτί εξέταση του εγκαλούντος, ανωμοτί εξέταση των εγκαλουμένων, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, απολογίες των κατηγορούμένων με όλα τα σχετικά υπομνήματα αυτών), προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Περί το πρώτο δεκαήμερο του Απριλίου 1998 οι κατηγορούμενοι και μάλιστα η πρώτη Χ1, εκμεταλλευόμενη τη συγγενική της σχέση με τον εγκαλούντα (αφού η μητέρα της είναι πρώτη εξαδέλφη του) πρότειναν σ' αυτόν να επενδύσει τις οικονομίες του - ύψους τότε 95.000.000 δραχμών, γεγονός πού' γνώριζαν οι κατηγορούμενοι - σε κάποια αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία "HERZOG INTERNATIONAL HOLDING INC". Ειδικότερα οι κατηγορούμενοι, εμφανιζόμενοι ως κατ' επάγγελμα έγκυροι σύμβουλοι και με πλούσιες γνώσεις διαμεσολαβητές σε διεθνείς χρηματοπιστωτικές επενδύσεις, παρέστησαν στον εγκαλούντα ότι έχουν τη δυνατότητα αξιοποίησης των χρημάτων που αυτός διέθετε και ότι η εταιρεία αυτή είναι πρόσφορη για ασφαλή επένδυση και απολύτως φερέγγυα με παγκόσμια οικονομική εμβέλεια και εισηγμένη στο χρηματιστήριο αξιών της Ν. Υόρκης. Οι παραπάνω κατηγορούμενοι παρέστησαν σ' αυτόν ότι τόσο το κεφάλαιο όσο οι αποδόσεις (τόκοι) από την επένδυση ( στην παραπάνω αλλοδαπή εταιρεία) ήταν απολύτως εγγυημένα και μάλιστα πρόκειται να αποφέρουν (ως επιτόκια) ποσοστά 18,5 % για ετήσιας διάρκειας επένδυση ή 8,5 % για εξάμηνης διάρκειας. Έτσι, ο εγκαλών πείστηκε και αρχικά κατά την 13.4.1998 κατέβαλε στην πρώτη κατηγορούμενη ποσό 51.000.000 δραχμών, που ανέλαβε από την Εμπορική Τράπεζα (όπου διατηρούσε λογαριασμό) με ισόποση επιταγή της εν λόγω Τράπεζας. Ως απόδειξη η κατηγορουμένη του εγχείρισε επιστολή, φερόμενη ως προερχόμενη από την ως άνω εταιρεία, στην οποία αναφερόταν -στην αγγλική γλώσσα - οι προαναφερθείσες παραστάσεις (περί αποδόσεων κ.λ.π της επενδύσεως) και στην οποία η κατηγορούμενη ανέγραψε ιδιογράφως ότι παρέλαβε την επιταγή ποσού 51.000.000 δρχ, και ότι "η απόδοση και το κεφάλαιο είναι εγγυημένα", καθώς και ότι υπάρχει σχετική καταχώριση (της καταβολής) στα βιβλία της εταιρείας στη Γερμανία. Ακολούθως,- κατά την 16.4.1998, ο εγκαλών κατέβαλε εκ νέου στην πρώτη κατηγορούμενη ποσό 40.000.000 δρχ. με ισόποση επιταγή της Εγνατίας Τράπεζας, ως απόδειξη δε παρέλαβε νέα επιστολή φερόμενη ως προερχόμενη από την εταιρεία, στην οποία η ως άνω κατηγορούμενη ανέγραψε ιδιογράφως ότι παρέλαβε την επιταγή ως επένδυση στην εταιρεία, ότι η απόδοση και το κεφάλαιο είναι εγγυημένα και ότι για περίοδο 180 ημερών η επένδυση θα επιφέρει "εγγυημένο τόκο 8,5 %", Ένα έτος μετά, όμως, ο εγκαλών ουδόλως έλαβε τα φερόμενα ως επενδεδυμένα χρήματα του και τις προαναφερθείσες "εγγυημένες" αποδόσεις και άρχισε να προβαίνει σε έντονες διαμαρτυρίες προς τους κατηγορούμενους. Τότε, περί τις αρχές Μαΐου 1999, ο δεύτερος κατηγορούμενος του προσκόμισε νέα επιστολή της εταιρείας, υπό ημεροχρονολογία 3.5.1999, με την οποία επιχειρούσε να δικαιολογήσει την καθυστέρηση ως οφειλόμενη σε εσωτερικές διεργασίες στην εταιρεία, ενώ, περί το τέλος του ίδιου μήνα, του προσκόμισε και νεώτερη επιστολή ("μήνυμα εμπιστευτικό") φερόμενη επίσης ως προερχόμενη από την εταιρεία, που τον καθησύχαζε για την καθυστέρηση της απόδοσης των χρημάτων του και τον διαβεβαίωνε ότι αυτή η καθυστέρηση είναι επικερδής γι' αυτόν (τον εγκαλούντα) διότι του επιφέρει καθημερινά επιπλέον τόκους. Ωστόσο, ο χρόνος παρερχόταν και τα χρήματα (με τις "εγγυημένες" αποδόσεις) δεν επιστρέφονταν στον εγκαλούντα. Ενόψει αυτού, κατόπιν έντονων πιέσεων αυτού ο δεύτερος κατηγορούμενος, στις αρχές του έτους 2000, του ανέφερε - για πρώτη φορά - ότι τα χρήματα είχαν διατεθεί για προεγγραφή αγοράς μετοχών της εταιρείας "HERZOG INTEPNATIONAL HOLDINGS INC" και το Μάρτιο του ίδιου έτους του προσκόμισε έγγραφα της εταιρείας σύμφωνα με τα οποία ο εγκαλών φερόταν να έχει αγοράσει 124.586 μετοχές, ονομαστικής αξίας 0,001 δολλαρίων η καθεμία, δηλαδή συνολικής αξίας 1.245 δολλαρίων. Ο εγκαλών δήλωσε εξαρχής ότι δεν αποδέχεται την αγορά αυτή και ενέτεινε τις διαμαρτυρίες του προς τους κατηγορούμενους, με αποτέλεσμα ο δεύτερος κατηγορούμενος ν'αναγκαστεί να συντάξει και να υπογράψει την από 24.4.2000 υπεύθυνη δήλωση με την οποία αναλάμβανε την υποχρέωση να αγοράσει τις προαναφερθείσες μετοχές με τίμημα που θα καλύπτει το κεφάλαιο (91.000.000 δραχμές) που είχε καταβάλει ο εγκαλών καθώς και τους οικείους τόκους. Στη συνέχεια δε ο δεύτερος κατηγορούμενος εξέδωσε και παρέδωσε στον εγκαλούντα πέντε επιταγές της "ALFA BANK" συνολικού ποσού 98.000.000 δραχμών, που όμως αποδείχθηκαν ακάλυπτες. Τελικά, μετά από πολλές πιέσεις και δικαστικές ενέργειες εκ μέρους του εγκαλούντος, οι κατηγoρούμενοι του απέδωσαv σταδιακά ποσό μόνον 22.000.000 δραχμών από το ποσό των 91.000.000 δραχμών (πλέον τόκων) που απέσπασαν από αυτόν με την παραπάνω αναφερόμενη απάτη, και απέμεινε υπόλοιπο 69.000.000 δραχμών. Περαιτέρω, όλες οι ανωτέρω παραστάσεις των κατηγορουμένων προς τον εγκαλούντα (περί φερεγγυότητας της αλλοδαπής εταιρείας, εγγυημένων αποδόσεων των χρημάτων του εγκαλούντα) ήταν εν γνώσει τους ψευδείς και απατηλές, γενόμενες με σκοπό να του αποσπάσουν τα χρήματα που είχε αποταμιευμένα και να ωφεληθούν έτσι παράνομα. Ειδικότερα, η εν λόγω αλλοδαπή εταιρεία ήταν εντελώς αφερέγγυα, υπάρχουσα μόνο τυπικά με μη διαπραγματεύσιμες μετοχές στο Χρηματιστήριο Αξιών της Νέας Υόρκης, τα οποία αν γνώριζε ο εγκαλών δεν θα κατέβαλε τα προαναφερόμενα χρηματικά ποσά. Το παράνομο περιουσιακό όφελος που αποκόμισαν οι κατηγορούμενοι και η αντίστοιχη ζημία του εγκαλούντος υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρω, ανερχόμενη σε 202.494,49 ευρώ. Ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων ότι ο εγκαλών ήταν εξαρχής ενήμερος ότι τα χρήματα που κατέβαλε θα διετίθεντο για προεγγραφή αυτού σε αγορά μετοχών της αλλοδαπής εταιρείας και ότι το εν λόγω γεγονός επαγόταν αυξημένους επενδυτικούς κινδύνους δεν αποδείχθηκε από τα παραπάνω αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος καταμήνυσε τον νυν εγκαλούντα για κακουργηματική απάτη ενώπιον δικαστηρίου και επίσης κακουργηματική πλαστογραφία, διατεινόμενος ότι νόθευσε τις ανωτέρω πέντε επιταγές της "ALFA BANK" και κατάρτισε ως πλαστή την ανωτέρω από 24.4.2000 υπεύθυνη δήλωση, θέτοντας κατ' απομίμηση και την υπογραφή αυτού (του νυν δεύτερου κατηγορουμένου), στη συνέχεια δε εξαπάτησε το αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο εμφάνισε τις επιταγές για την έκδοση διαταγών πληρωμής. Ωστόσο, επί της υποθέσεως αυτής - αφού ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του νυν εγκαλούντα και ενεργήθηκε κυρία ανάκριση για τις προαναφερθείσες πράξεις - ήδη εκδόθηκε το υπ' αριθμ. 1458/06 (αμετάκλητο πλέον) Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο (μόνον) απαλλάχθηκε ο νυν εγκαλών από τις σχετικές κατηγορίες. Τέλος, οι παραπάνω κατηγορούμενοι ενεργώντας όχι ευκαιριακά, αλλά επί τη βάσει σχεδίου προέβησαν στην παραπάνω αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής απάτης κατ' επάγγελμα, αφού από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης και την υποδομή που είχαν διαμορφώσει (εμφανιζόμενη η πρώτη κατηγορούμενη ως σύμβουλος επενδύσεων κεφαλαίων και ο δεύτερος ως σύμβουλος και διαμεσολαβητής σε διεθνείς χρηματοπιστωτικές επενδύσεις)., αλλά και από την επανειλημμένη τέλεση του αδικήματος τόσο σε βάρος του εγκαλούντα (δύο φορές), όσο και σε βάρος του ΒΒ (σχετ. από 28-3-2005 ένορκη κατάθεση αυτού) προς τον οποίο απηύθυναν ανάλογες απατηλές παραστάσεις αναφορικά με την ίδια αλλοδαπή εταιρεία προκύπτει σκοπός πορισμού εισοδήματος και σταθερή ροπή προς την τέλεση του συγκεκριμένου εγκλήματος. Περαιτέρω, από την εν λόγω δε επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει και η κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος, δηλαδή η σταθερή ροπή τους στη διάπραξη απατών, ως στοιχείο των προσωπικοτήτων τους.
Με βάση τις παραδοχές και τις σκέψεις αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος των εκκαλούντων-κατηγορουμένων για την αξιόποινη πράξη της απάτης κατά συναυτουργία και κατ'εξακολούθηση τελεσθείσα κατ'επάγγελμα και συνήθεια από την οποία το περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ και για το λόγο αυτό απέρριψε τις απ'αυτούς ασκηθείσες, κατά του αριθμ. 1597/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, εφέσεις ως κατ'ουσίαν αβάσιμες και επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα. Με αυτά όμως που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, στέρησε την απόφαση του από την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι ενώ δέχεται ότι η πράξη της απάτης τελέσθηκε κατ'εξακολούθηση, δηλαδή με περισσότερες πράξεις, αφήνει αδιευκρίνιστο αν κάθε επιζήμια περιουσιακή διάθεση είναι αποτέλεσμα χωριστής πλάνης του παθόντος, που έχει προκληθεί από χωριστή απατηλή συμπεριφορά των κατηγορουμενων, ή μήπως, συνεπεία της άπαξ επελθούσης πλάνης, ο παθών προέβη σε διαδοχικές απλώς επιζήμιες ενέργειες, οπότε δεν τίθεται θέμα κατ'εξακολούθηση τελέσεως της απάτης.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, κατά τη διαλαμβανόμενη στα αναιρετήρια αιτίαση, είναι βάσιμος και πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, αφού είναι δυνατή η συγκρότηση του από άλλους δικαστές. Οι λοιπές αναφερόμενες στις κρινόμενες αιτήσεις αιτιάσεις των αναιρεσειόντων είναι αβάσιμες.
Για τους λόγους αυτούς
Προτείνω: 1) Να γίνουν δεκτές οι με αριθμούς 61/1-4-2009 και 62/1-4-2009 αιτήσεις αναιρέσεως, που ασκήθηκαν από τους κατηγορουμένους α) Χ1, κατοίκου ..., οδ. ... αριθμ. ... και β) Χ2, κατοίκου ..., οδ. ... αριθμ. ..., αντίστοιχα, κατά του υπ'αριθμ. 297/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
2) Να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, χωρίς τη συμμετοχή των ίδιων δικαστών. Αθήνα 25-5-2009
Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Ευτέρπη Κουτζαμάνη"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Οι 61 και 62/1-4-2009 αιτήσεις (εκθέσεις) αναιρέσεως των Χ1 και Χ2, αντιστοίχως, στρέφονται κατά του αυτού Βουλεύματος 297/2009 του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκαν, ως αβάσιμες, οι εφέσεις τους, κατά του 1597/2008 Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κων Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκαν οι αναιρεσείοντες στο Εφετείο κακουργημάτων Αθηνών, για να δικασθούν ως υπαίτιοι της πράξεως της απάτης από κοινού, κατ εξακολούθηση, κατ επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία η ζημία που προξενήθηκε και το αντίστοιχο παράνομο περιουσιακό όφελος υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 €, (άρθρα 13 στ', 45, 98, παρ.1 και 386 παρ. 1 και 3 α ΠΚ). Οι αναιρέσεις ασκήθηκαν νομοτύπως και εμπροθέσμως (474 παρ 1, 2, 473 παρ. 1 ΚΠΔ) από πρόσωπα που δικαιούνται σε τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση (482 παρ. 1 α ΚΠΔ) και πρέπει, αφού συνεκδικασθούν, λόγω της προδήλου μεταξύ τους συναφείας, να γίνουν τυπικά δεκτές.
2. Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προκλήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης, απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Κατά την παρ. 3 α και β του ίδιου άρθρου 386 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε, αρχικά με το άρθρο 1 παρ. 11 του Ν.2408/1996 και ακολούθως με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν.2721/1999, και έγινε ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο, κατά την πρώτη των δύο κατωτέρω περιπτώσεων ώστε να εφαρμόζεται αναδρομικά και για πράξεις που είχαν τελεσθεί προηγουμένως και δη πριν τη θέση σε ισχύ στις 3-6-1999 του τελευταίου νόμου (ΑΠΟλ5/2008), η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα, τιμωρούμενη με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ` επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ (5.000.000 δρχ.), β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών [73.000€].
Συνεπώς, σε περίπτωση τελέσεως της πράξεως κατ εξακολούθηση, για να προσλάβει αυτή κακουργηματικό χαρακτήρα, το συνολικό ποσό των μερικότερων περιουσιακών διαθέσεων πρέπει να υπερβαίνει το ανωτέρω ποσό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 € και αν ακόμη η πράξη έχει τελεσθεί πριν τις 3-6-1999, εφόσον βέβαια συντρέχουν οι επιβαρυντικές περιστάσεις της κατ επάγγελμα και συνήθεια τελέσεως. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ` του Π.Κ., όπως το εδάφιο στ' προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν.2408/1996, κατ επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι, για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ` επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικώς μεν, επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικώς δε, σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση του. Επίσης κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη μεν φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητα του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης αυτής, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια δε τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 45 ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού την αξιόποινη πράξη, ο καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε αυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει την δική του δράση με εκείνη των άλλων προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με τις συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμέτοχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται και οι επί μέρους πράξεις καθενός από τους συναυτουργούς. Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 98 του Π.Κ. προκύπτει ότι, κατ' εξακολούθηση έγκλημα, είναι εκείνο το οποίο τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς εκτέλεση αποφάσεως. Έτσι επί απάτης κατά το άρθρο 386 του Π.Κ, τότε μόνο θα υπάρχουν περισσότερες πράξεις, που αν συνδέονται και με την ταυτότητα της αποφάσεως προς τέλεσή τους, θα αποτελούν κατ` εξακολούθηση τέλεση αυτής, αν κάθε επιζήμια για τον παθόντα πράξη είναι αποτέλεσμα χωριστής πλάνης του εξαπατηθέντος, που προκλήθηκε από χωριστή απατηλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Αντίθετα τελείται μία πράξη απάτης, όταν γίνονται ψευδείς παραστάσεις που επαναλαμβάνονται μέχρις ότου καλλιεργηθεί στο εξαπατηθέν πρόσωπο η επιδιωκόμενη πλάνη, εξαιτίας δε της άπαξ επελθούσης πλάνης, ο εξαπατώμενος προβαίνει σε περισσότερες και σε διαφορετικούς χρόνους (διαδοχικές) επιζήμιες πράξεις. Εξάλλου έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναίρεσης του βουλεύματος κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ` του ΚΠΔ υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σε αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του Δικαστικού Συμβουλίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, βάσει των οποίων το Δικαστικό Συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και β) Αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστικό Συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως και όχι μερικά από αυτά κατ` επιλογήν, όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστικού συμβουλίου. Τέλος λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1β ΚΠοινΔ, συνιστά η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα του συμβουλίου, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 297/2009 βούλευμά του, επικύρωσε το εκκληθέν υπ' αριθμ. 1597/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο είχαν παραπεμφθεί στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών οι αναιρεσείοντες για να δικασθούν για από κοινού και κατ εξακολούθηση απάτη, που τελέσθηκε κατ επάγγελμα και κατά συνήθεια, η δε προκληθείσα ζημία στην περιουσία του εγκαλούντος και το αντίστοιχο παράνομο περιουσιακό όφελος αυτών υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 €. Για να καταλήξει στην κρίση του αυτή το Συμβούλιο Εφετών, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε, όπως κατά λέξη αναφέρει, ''το σύνολο του αποδεικτικού υλικού που συγκεντρώθηκε από την κύρια ανάκριση και την προηγηθείσα αυτής προκαταρκτική εξέταση και ειδικότερα τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, την ανωμοτί εξέταση του εγκαλούντος, την ανωμοτί εξέταση των εγκαλουμένων, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, καθώς και την απολογία των κατηγορουμένων με όλα τα σχετικά υπομνήματα αυτών''. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών, που το εξέδωσε, δέχθηκε, με δικές του σκέψεις, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει κατά τα ανωτέρω αναλυτικά, προέκυψαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά:
Περί το πρώτο δεκαήμερο του Απριλίου 1998 οι κατηγορούμενοι και μάλιστα η πρώτη Χ1 εκμεταλλευόμενη τη συγγενική της σχέση με τον εγκαλούντα (αφού η μητέρα της είναι πρώτη εξαδέλφη του) πρότειναν σ' αυτόν να επενδύσει τις οικονομίες του - ύψους τότε 95.000.000 δραχμών, γεγονός πού γνώριζαν οι κατηγορούμενοι - σε κάποια αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία "ΗΕRZOG ΙΝΤΕRΝΑΤΙΟΝΑL HOLDING ΙΝC". Ειδικότερα οι κατηγορούμενοι, εμφανιζόμενοι ως κατ' επάγγελμα έγκυροι σύμβουλοι και με πλούσιες γνώσεις διαμεσολαβητές σε διεθνείς χρηματοπιστωτικές επενδύσεις, παρέστησαν στον εγκαλούντα ότι έχουν τη δυνατότητα αξιοποίησης των χρημάτων που αυτός διέθετε και ότι η εταιρεία αυτή είναι πρόσφορη για ασφαλή επένδυση και απολύτως φερέγγυα με παγκόσμια οικονομική εμβέλεια και εισηγμένη στο χρηματιστήριο αξιών της Ν. Υόρκης. Οι παραπάνω κατηγορούμενοι παρέστησαν σ' αυτόν ότι τόσο το κεφάλαιο όσο οι αποδόσεις (τόκοι) από την επένδυση (στην παραπάνω αλλοδαπή εταιρεία) ήταν απολύτως εγγυημένα και μάλιστα πρόκειται να αποφέρουν (ως επιτόκια) ποσοστά 18,5% για ετήσιας διάρκειας επένδυση ή 8,5 % για εξάμηνης διάρκειας. Έτσι, ο εγκαλών πείστηκε και αρχικά κατά την 13.4.1998 κατέβαλε στην πρώτη κατηγορούμενη ποσό 51.000.000 δραχμών, που ανέλαβε από την Εμπορική Τράπεζα (όπου διατηρούσε λογαριασμό) με ισόποση επιταγή της εν λόγω Τράπεζας. Ως απόδειξη η κατηγορουμένη του εγχείρισε επιστολή, φερόμενη ως προερχόμενη από την ως άνω εταιρεία, στην οποία αναφερόταν - στην αγγλική γλώσσα - οι προαναφερθείσες παραστάσεις (περί αποδόσεων κ.λ.π. της επενδύσεως) και στην οποία η κατηγορούμενη ανέγραψε ιδιογράφως ότι παρέλαβε την επιταγή ποσού 51.000.000 δρχ., και ότι "η απόδοση και το κεφάλαιο είναι εγγυημένα", καθώς και ότι υπάρχει σχετική καταχώριση (της καταβολής) στα βιβλία της εταιρείας στη ... . Ακολούθως, κατά την 16.4.1998, ο εγκαλών κατέβαλε εκ νέου στην πρώτη κατηγορουμένη ποσό 40.000.000 δρχ. με ισόποση επιταγή της Εγνατίας Τράπεζας, ως απόδειξη δε παρέλαβε νέα επιστολή φερόμενη ως προερχόμενη από την εταιρεία, στην οποία η ως άνω κατηγορούμενη ανέγραψε ιδιογράφως ότι παρέλαβε την επιταγή ως επένδυση στην εταιρεία, ότι η απόδοση και το κεφάλαιο είναι εγγυημένα και ότι για περίοδο 180 ημερών η επένδυση θα επιφέρει "εγγυημένο τόκο 8,5 %", Ένα έτος μετά, όμως, ο εγκαλών ουδόλως έλαβε τα φερόμενα ως επενδεδυμένα χρήματα του και τις προαναφερθείσες "εγγυημένες" αποδόσεις και άρχισε να προβαίνει σε έντονες διαμαρτυρίες προς τους κατηγορούμενους. Τότε, περί τις αρχές Μαΐου 1999, ο δεύτερος κατηγορούμενος του προσκόμισε νέα επιστολή της εταιρείας, υπό ημεροχρονολογία 3.5.1999, με την οποία επιχειρούσε να δικαιολογήσει την καθυστέρηση ως οφειλόμενη σε εσωτερικές διεργασίες στην εταιρεία, ενώ, περί το τέλος του ίδιου μήνα, του προσκόμισε και νεώτερη επιστολή ("μήνυμα εμπιστευτικό") φερόμενη επίσης ως προερχόμενη από την εταιρεία, που τον καθησύχαζε για την καθυστέρηση της απόδοσης των χρημάτων του και τον διαβεβαίωνε ότι αυτή η καθυστέρηση είναι επικερδής γι' αυτόν (τον εγκαλούντα) διότι του επιφέρει καθημερινά επιπλέον τόκους. Ωστόσο, ο χρόνος παρερχόταν και τα χρήματα (με τις "εγγυημένες" αποδόσεις) δεν επιστρέφονταν στον εγκαλούντα. Ενόψει αυτού, κατόπιν έντονων πιέσεων αυτού ο δεύτερος κατηγορούμενος, στις αρχές του έτους 2000, του ανέφερε - για πρώτη φορά - ότι τα χρήματα είχαν διατεθεί για προεγγραφή αγοράς μετοχών της εταιρείας "HERZOG INTERNATIONAL HOLDINGS INC" και το Μάρτιο του ίδιου έτους του προσκόμισε έγγραφα της εταιρείας σύμφωνα με τα οποία ο εγκαλών φερόταν να έχει αγοράσει 124.586 μετοχές, ονομαστικής αξίας 0,001 δολλαρίων η καθεμία, δηλαδή συνολικής αξίας 1.245 δολλαρίων. Ο εγκαλών δήλωσε εξαρχής ότι δεν αποδέχεται την αγορά αυτή και ενέτεινε τις διαμαρτυρίες του προς τους κατηγορούμενους, με αποτέλεσμα ο δεύτερος κατηγορούμενος ν' αναγκαστεί να συντάξει και να υπογράψει την από 24.4.2000 υπεύθυνη δήλωση με την οποία αναλάμβανε την υποχρέωση να αγοράσει τις προαναφερθείσες μετοχές με τίμημα που θα καλύπτει το κεφάλαιο (91.000.000 δραχμές) που είχε καταβάλει ο εγκαλών καθώς και τους οικείους τόκους. Στη συνέχεια δε ο δεύτερος κατηγορούμενος εξέδωσε και παρέδωσε στον εγκαλούντα πέντε επιταγές της "ΑΚΡΑ ΒΑΝΚ" συνολικού ποσού 98.000.000 δραχμών, που όμως αποδείχθηκαν ακάλυπτες. Τελικά, μετά από πολλές πιέσεις και δικαστικές ενέργειες εκ μέρους του εγκαλούντος, οι κατηγορούμενοι του απέδωσαν σταδιακά ποσό μόνον 22.000.000 δραχμών από το ποσό των 91.000.000 δραχμών (πλέον τόκων) που απέσπασαν από αυτόν με την παραπάνω αναφερόμενη απάτη, και απέμεινε υπόλοιπο 69.000.000 δραχμών. Περαιτέρω, όλες οι ανωτέρω παραστάσεις των κατηγορουμένων προς τον εγκαλούντα (περί φερεγγυότητας της αλλοδαπής εταιρείας, εγγυημένων αποδόσεων των χρημάτων του εγκαλούντα) ήταν εν γνώσει τους ψευδείς και απατηλές, γενόμενες με σκοπό να του αποσπάσουν τα χρήματα που είχε αποταμιευμένα και να ωφεληθούν έτσι παράνομα. Ειδικότερα, η εν λόγω αλλοδαπή εταιρεία ήταν εντελώς αφερέγγυα, υπάρχουσα μόνο τυπικά με μη διαπραγματεύσιμες μετοχές στο Χρηματιστήριο Αξιών της Νέας Υόρκης, τα οποία αν γνώριζε ο εγκαλών δεν θα κατέβαλε τα προαναφερόμενα χρηματικά ποσά. Το παράνομο περιουσιακό όφελος που αποκόμισαν οι κατηγορούμενοι και η αντίστοιχη ζημία του εγκαλούντος υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, ανερχόμενη σε 202.494,49 ευρώ. Ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων ότι ο εγκαλών ήταν εξαρχής ενήμερος ότι τα χρήματα που κατέβαλε θα διετίθεντο για προεγγραφή αυτού σε αγορά μετοχών της αλλοδαπής εταιρείας και ότι το εν λόγω γεγονός επαγόταν αυξημένους επενδυτικούς κινδύνους δεν αποδείχθηκε από τα παραπάνω αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος καταμήνυσε τον νυν εγκαλούντα για κακουργηματική απάτη ενώπιον δικαστηρίου και επίσης κακουργηματική πλαστογραφία, διατεινόμενος ότι νόθευσε τις ανωτέρω πέντε επιταγές της "ΑLΡHΑ ΒΑΝΚ" και κατάρτισε ως πλαστή την ανωτέρω από 24.4.2000 υπεύθυνη δήλωση, θέτοντας κατ' απομίμηση και την υπογραφή αυτού (του νυν δεύτερου κατηγορουμένου), στη συνέχεια δε εξαπάτησε το αρμόδιο, δικαστήριο, στο οποίο εμφάνισε τις επιταγές για την έκδοση πληρωμής. Ωστόσο, επί της υποθέσεως αυτής - αφού ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του νυν εγκαλούντα και ενεργήθηκε κυρία ανάκριση για τις προαναφερθείσες πράξεις - ήδη εκδόθηκε το υπ' αριθμ. 1458/06 (αμετάκλητο πλέον) Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο (μόνον) απαλλάχθηκε ο νυν εγκαλών από τις σχετικές κατηγορίες. Τέλος, οι παραπάνω κατηγορούμενοι ενεργώντας όχι ευκαιριακά, αλλά επί τη βάσει σχεδίου προέβησαν στην παραπάνω αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής απάτης κατ' επάγγελμα αφού από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης και την υποδομή που είχαν διαμορφώσει (εμφανιζόμενη η πρώτη κατηγορούμενη ως σύμβουλος επενδύσεων κεφαλαίων και ο δεύτερος ως σύμβουλος και διαμεσολαβητής σε διεθνείς χρηματοπιστωτικές επενδύσεις), αλλά και από την επανειλημμένη τέλεση του αδικήματος τόσο σε βάρος του εγκαλούντα (δύο φορές), όσο και σε βάρος του ΒΒ (σχετ. από 28-3-2005 ένορκη κατάθεση αυτού) προς τον οποίο απηύθυναν ανάλογες απατηλές παραστάσεις αναφορικά με την ίδια αλλοδαπή εταιρεία προκύπτει σκοπός πορισμού εισοδήματος και σταθερή ροπή προς την τέλεση του συγκεκριμένου εγκλήματος. Περαιτέρω, από την εν λόγω δε επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει και η κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος, δηλαδή η σταθερή ροπή τους στη διάπραξη απατών, ως στοιχείο των προσωπικοτήτων τους.
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις πως οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι τέλεσαν την αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής απάτης που τελέσθηκε και από τους δύο από κοινού, κατ εξακολούθηση, κατ επάγγελμα και κατά συνήθεια με προκληθείσα στον εγκαλούντα περιουσιακή ζημία μεγαλύτερη των 5.000.000 δραχμών ή 15.000€ και ότι συνεπώς, ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Συμβούλιο, που αποφάνθηκε ομοίως και τους παρέπεμψε με το εκκαλούμενο 1597/2008 βούλευμα του στο ακροατήριο του αρμοδίου Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών και στη συνέχεια απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμες τις κατά του βουλεύματος αυτού, το οποίο και επικύρωσε, εφέσεις τους (319 παρ. 3 ΚΠΔ). Κατά το διατακτικό του επικυρωθέντος πρωτόδικου βουλεύματος, που ενσωματώθηκε στο προσβαλλόμενο βούλευμα, χωρίς να χρειάζεται να το επαναλάβει και από το συνδυασμό του σκεπτικού αυτού με το ως άνω διατακτικό προκύπτει αν η αιτιολογία αυτού είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, όπως λέχθηκε στην ανωτέρω νομική σκέψη, οι κατηγορούμενοι - αναιρεσείοντες παραπέμφθηκαν στο ως άνω Δικαστήριο, για να δικασθούν ως υπαίτιοι του ότι:
Στην ..., στις 13-4-1998 και 16-4-1998, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, ενεργώντας από κοινού, με διαδοχικές συγκλίνουσες συμπεριφορές, έβλαψαν ξένη περιουσία με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος, πείθοντας άλλον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών. Η ζημία που προξενήθηκε από κάθε μερικότερη πράξη και το αντίστοιχο παράνομο περιουσιακό όφελος υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, ενώ διαπράττουν τέτοιες πράξεις κατ' επάγγελμα και κατιτί συνήθεια. Συγκεκριμένα α) στην ..., στις 13-4-1998, από κοινού ενεργώντας, με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος, παρέστησαν, εν γνώσει τους, ψευδώς στον εγκαλούντα, Ψ, ότι είχαν τη δυνατότητα να "επενδύσουν το χρηματικό ποσό των 51.000.000 δραχμών, που τότε διέθετε ο τελευταίος στην εταιρεία "ΗΕRΖΟG ΙΝΤΕRΝΑΤΙΟΝΑL ΗΟLDΙΝGS ΙΝC" σε ασφαλή επένδυση με επιτόκιο 18,5% ετησίως β) στην ..., στις 16-4-1998, από ενεργώντας από κοινού με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος παρέστησαν εν γνώσει τους ψευδώς στον ίδιο εγκαλούντα, Ψ, ότι είχαν τη δυνατότητα να επενδύσουν το χρηματικό ποσό των 40.000.000 δραχμών, που τότε διέθετε ο τελευταίοις στην εταιρεία "ΗΕRΖΟG ΙΝΤΕRΝΑΤΙΟΝΑL ΗΟLDΙΝGS ΙΝC", σε ασφαλή επένδυση με επιτόκιο 8,5% για έξι μήνες. Με τις ψευδείς αυτές παραστάσεις έπεισαν τον εγκαλούντα να τους παραδώσει τα ανωτέρω ποσά των 51.000.000 και 40.000.000 δραχμών, τα οποία παρακράτησαν κι ενσωμάτωσαν στην ατομική τους περιουσία χωρίς νόμιμη αιτία ζημιώνοντας αυτόν κατά τα ανωτέρω ποσά, και συνολικά κατά το ποσό των 91.000.000 δραχμών από το οποίο του επέστρεψαν μόνο τα 22.000.000 δραχμές. Όλα όμως τα παραπάνω που παρέστησαν στον μηνυτή ήταν ψευδή, αφού δεν είχαν την δυνατότητα να επενδύσουν σε ασφαλείς επενδύσεις με τα παραπάνω επιτόκια, τα ανωτέρω χρηματικά ποσά που τους παρέδωσε ο εγκαλών, η δε εταιρία "ΗΕRΖΟG ΙΝΤΕRΝΑΤΙΟΝΑL ΗΟLDΙΝGS ΙΝC" ήταν εντελώς αφερέγγυα, υπάρχουσα μόνο τυπικά με μη διαπραγματεύσιμες μετοχές στο Χρηματιστήριο Αξιών της Νέας Υόρκης, τα οποία αν γνώριζε ο εγκαλών ουδέποτε θα κατέβαλε τα προαναφερόμενα χρηματικά ποσά. Το παράνομο περιουσιακό όφελος που επιδίωκαν να αποκομίσουν με τις παραπάνω πράξεις και η ζημία που προκλήθηκε στον εγκαλούντα υπερβαίνουν για κάθε μία από τις μερικότερες πράξεις το ποσό των 15.000 ευρώ (5.000.000 δρχ.) και διαπράττουν απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, αφού από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης και την υποδομή που είχαν διαμορφώσει (εμφανιζόμενη η πρώτη ως σύμβουλος επενδύσεων κεφαλαίων στο εξωτερικό, και ο δεύτερος συνεργαζόμενος με τις ίδιες αλλοδαπές εταιρίες), προκύπτει σκοπός πορισμού εισοδήματος και σταθερή ροπή προς την τέλεση του συγκεκριμένου αδικήματος. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη στους κατηγορούμενους - αναιρεσείοντες πιο πάνω αξιόποινη πράξη της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, κατ εξακολούθηση, που τελέσθηκε από κοινού, προβλέπεται δε και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 13 στ, 45, 98 και 386 παρ. 1, 3 εδαφ. α ΠΚ, όπως η τελευταία τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ.4 Ν. 2721/1999, η οποία εφαρμόζεται στο σύνολό της, κατά τα εκτεθέντα στην ανωτέρω νομική σκέψη, ως ευμενέστερη, και επί της πράξεως αυτής που τελέσθηκε πριν την ισχύ της, από τα οποία συνήγαγε την κρίση για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της πράξεως αυτής, τις αποδείξεις από τις οποίες πείστηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή των κατηγορουμένων - αναιρεσειόντων στο ακροατήριο, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε με ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ή με άλλο τρόπο. Την ίδια αιτιολογία διέλαβε το Συμβούλιο, κατά την εκτεθείσα στην ανωτέρω νομική σκέψη έννοια, και ως προς τα αποδεικτικά μέσα. Ειδικότερα οι εκκαλούντες, προς υποστήριξη της εφέσεως τους, με την οποία αρνήθηκαν την σε βάρος τους κατηγορία, και προς επίρρωση των αρνητικών ισχυρισμών τους επικαλέστηκαν ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών με τις με αριθμούς εκθέσεων 324/4-7-2008 και 323/4-7-2008 εφέσεις τους, αντίστοιχα, οι οποίες παραδεκτά επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο, τα εξής έγγραφα: α) Την από 20-9-2007 επιστολή της δικηγορικής εταιρίας MTC LAW, που εδρεύει στο ..., προς την μητέρα της κατηγορουμένης ΑΑ, β) την από 5-10-2007 επιστολή της ΑΑ προς το ως άνω δικηγορικό γραφείο και την από 30-10-2007 απαντητική επιστολή του τελευταίου και γ) έγγραφα αφορώντα την μεταβίβαση των μετοχών που κατείχε η ανωτέρω της εταιρίας HERZOG αντί τιμήματος 0,50 $ ανά μετοχή (από 28-11-2007 δήλωση της ανωτέρω πρί μεταβιβάσεως των 17.312 μετοχών της, πιστοποιητικό κατάστασης αλλοδαπού δικαιούχου, το από 6-12-2007 μήνυμα της Τράπεζας για κατάθεση στον λογαριασμό της ανωτέρω ποσού 8.566 $ και από 3-12-2007 έγγραφο της Τράπεζας HSBC για κατάθεση στο λογαριασμό του κατηγορουμένου από το ανωτέρω δικηγορικό γραφείο ποσού 30.152,48 £). Ενόψει όμως της ανωτέρω αναφοράς του πληττομένου βουλεύματος στα αποδεικτικά μέσα, που έλαβε υπόψη του, προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών που το εξέδωσε, εκτίμησε και αξιολόγησε και τα υποβληθέντα με τις εφέσεις των αναιρεσειόντων, παραπάνω έγγραφα, τα οποία, κατά την άποψη τους, ήταν κρίσιμα για την σε βάρος τους κατηγορία, αφού από αυτά προέκυπτε ότι η ανωτέρω εταιρία ήταν υπαρκτή και εισηγμένη στο Nasdaq, και ότι η αξία της μετοχής της, τουλάχιστον κατά το ανωτέρω χρονικό σημείο (Οκτώβριος 2007), ανερχόταν σε Ο,50 $. Ειδικότερα, εκ της μη αναφοράς στο σκεπτικό του προσβαλλομένου βουλεύματος, των εγγράφων αυτών και της μη συναξιολόγησής τους και της συγκριτικής στάθμισής τους μετά των αναφερομένων στο σκεπτικό του βουλεύματος εγγράφων, δεν μπορεί να συναχθεί επιχείρημα υπέρ του αντιθέτου, όπως υποστηρίζεται με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως. Τούτο δε διότι, κατά τις παραδοχές του βουλεύματος, κατά τον ως άνω χρόνο της τελέσεως της πράξεως, που τοποθετείται στο έτος 1998 (Απρίλιος), η ως άνω εταιρία και αν ήταν υπαρκτή ήταν εντελώς αφερέγγυα και υπήρχε μόνον τυπικά με μη διαπραγματεύσιμες μετοχές στο Χ.Α. Ν. Υόρκης. Ο εγκαλών δεν είχε επενδύσει σε μετοχές της εταιρίας, αλλ αντιθέτως, όταν, μετά από πολλές πιέσεις, ο κατηγορούμενος του δήλωσε για πρώτη φορά ότι τα χρήματά του (91.000.000 δραχμές) είχαν διατεθεί, όχι για επένδυση που εξασφάλιζε το κεφάλαιο με επιτόκιο 18% ετησίως για τα 51.000.000 δραχμές και 8,5% για έξι μήνες για τα 40.000.000 δραχμές, όπως του είχαν παραστήσει ψευδώς οι κατηγορούμενοι και πεπλανημένα, εκ του λόγου αυτού, πίστευε, αλλά για αγορά μετοχών αξίας, κατά το έτος 2000 (Μάρτιος), 0,001 $, απέκρουσε αμέσως την αγορά αυτή και ζήτησε επιμόνως το κεφάλαιο του και τις, κατά τα άνω, αποδόσεις που αναλογούσαν σ αυτό. Δεν χρειαζόταν δε να αναφέρει το προσβαλλόμενο βούλευμα ειδικά και να αξιολογεί και τα έγγραφα αυτά, από το ως άνω περιεχόμενο των οποίων δεν προκύπτει κάτι το εντελώς αντίθετο από αυτά που, κατά τα ανωτέρω, αναφέρονται στο σκεπτικό του, ούτε ανατρέπονται οι παραδοχές του Συμβουλίου. Τούτο δε διότι το ζήτημα που έπρεπε να κρίνει το Συμβούλιο, δεν ήταν αν η εταιρία ήταν υπαρκτή, ή είχε μετοχές διαπραγματεύσιμες στον Nasdaq, αν αυτές είχαν την αξία που αναφέρει το βούλευμα 0,001 $ το 2000 ή 0,50 $ μετά 7 χρόνια, όπως προέκυπτε από τα έγγραφα, κατά τους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων, ή αν είχαν προβεί σε αγορά και στη συνέχεια πώληση αυτών το ανωτέρω συγγενικό πρόσωπο της κατηγορουμένης, ή και ο κατηγορούμενος, άλλα αν ήταν διαπραγματεύσιμες στο χρηματιστήριο της Ν. Υόρκης τον χρόνο που έγιναν οι ψευδείς παραστάσεις (Απρίλιος 1998) και κάτι τέτοιο δεν ισχυρίζονται οι αναιρεσείοντες ότι προέκυπτε από τα εν λόγω έγγραφα, κυρίως όμως αν διαβεβαίωσαν ψευδώς τον εγκαλούντα οι κατηγορούμενοι ότι είχαν την δυνατότητα να επενδύσουν τα ανωτέρω ποσά, που τους έδωσε, σε επένδυση που εξασφάλιζε το κεφάλαιο και την απόδοση αυτού από 18% ετησίως και 8,5%, εξαμηνιαίως, κατά τις ανωτέρω διακρίσεις, κάτι βέβαια το οποίο δεν εγγυάτο η αγορά μετοχών, αν μετά από τις ψευδείς αυτές διαβεβαιώσεις πείσθηκε ο παθών και τους παρέδωσε σε δύο δόσεις τα χρήματα, τα οποία και δεν του επιστράφηκαν, ούτε του καταβλήθηκαν οι αναλογούσες με τα ανωτέρω επιτόκια αποδόσεις, με αποτέλεσμα να υποστεί συνολική ζημία ίση με το καταβληθέν συνολικό ποσό των 91.000.000, μειωμένο κατά τα 22.000.000 δραχμές, το οποίο τελικά του απέδωσαν σταδιακά, ή, αντιθέτως, αν τα χρήματα αυτά τους τα παρέδωσε αυτοβούλως ο εγκαλών και θα τα διέθεταν, όπως ζήτησε αυτός, για αγορά μετοχών της εταιρίας. Το προσβαλλόμενο βούλευμα με τις ανωτέρω πλήρεις αιτιολογίες, έκρινε ότι συνέτρεχε η πρώτη περίπτωση. Συγκεκριμένα, όπως δέχθηκε ανέλεγκτα το Συμβούλιο Εφετών, οι κατηγορούμενοι, από κοινού, κατά την προαναφερθείσα έννοια, του παρέστησαν ψευδή γεγονότα, δηλαδή ότι είχαν δυνατότητα να επενδύσουν τα ανωτέρω χρηματικά ποσά στην ως άνω εταιρία κατά τρόπο που το κεφάλαιο που επένδυε και η απόδοσή του με τα επιτόκια που αναφέρθηκαν 18% ετησίως (51 εκατομ.) και 8,5% εξαμηνιαίως (40 εκατομ.) ήταν εγγυημένα, φροντίζοντας, με τις ενέργειες που αναφέρονται λεπτομερώς του καθένα, τόσο στην πρόκληση, όσον και στην διατήρηση της πλάνης του, πράγμα το οποίο ήταν ψευδές, διότι, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, τέτοια δυνατότητα δεν είχαν και τελικά με τα χρήματα που επενδύθηκαν, όπως πίστευε πεπλανημένως, ο παθών κατά τον τρόπο που ψευδώς, κατά τα ανωτέρω, του παρέστησαν, αγοράσθηκαν απαξιωμένες μετοχές της εταιρίας συνολικής αξίας το έτος 2000 1.245 $. Με τις ψευδείς δε αυτές παραστάσεις τους έπεισαν τον εγκαλούντα και τους παρέδωσε το ως άνω ποσό των 91.000.000 δραχμών συνολικά, κατά το οποίο, μειωμένο κατά 22.000.000 δραχμές, που τελικά του επέστρεψαν μετά τις αναφερόμενες πιέσεις του και τις ως άνω ενέργειές του, ζημιώθηκε η περιουσία του, με αντίστοιχο παράνομο δικό τους όφελος. Δέχθηκε λοιπόν το βούλευμα συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων, όπως αυτά αναλύθηκαν στην ανωτέρω νομική σκέψη, προς στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης σε βάρος του εγκαλούντος, με προξενηθείσα σ αυτόν συνολική (εσφαλμένως γίνεται αναφορά στο βούλευμα για ζημία από κάθε μερικότερη πράξη, λόγω εσφαλμένης, όπως λέχθηκε, εφαρμογής της διατάξεως της παραγ. 3 άρθρου 386 ΠΚ όπως είχε πριν την τροποποίηση με το άρθρο 14 παρ. 4 Ν. 2721/1999) περιουσιακή ζημία κατά πολύ μεγαλύτερη των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 €. Περαιτέρω, ως προς την στοιχειοθέτηση της πράξεως σε βαθμό κακουργήματος και δη την επιβαρυντική περίσταση της κατ επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως της, στο σκεπτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος αναφέρεται ότι οι ψευδείς παραστάσεις έλαβαν χώρα το πρώτο δεκαήμερο Απριλίου 1998, ενώ στο πρωτόδικο βούλευμα τον Απρίλιο του 1998. Στη συνέχεια όμως αναφέρεται (στο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών) και με τον τρόπο αυτό εξειδικεύονται οι επί μέρους δύο ψευδείς παραστάσεις, με το κατωτέρω περιεχόμενο, που προκάλεσαν τις εκεί αναφερόμενες επιζήμιες για τον εγκαλούντα περιουσιακές διαθέσεις, ότι η κατηγορουμένη στις 13-4-1998, λαμβάνοντας το ποσό των 51.000.000 δραχμών, με την απόδειξη που αναφέρεται και εγχειρίσθηκε σ αυτόν, παρέστησε ψευδώς στον εγκαλούντα, για την συγκεκριμένη επένδυση, ότι κεφάλαιο και η απόδοσή του με επιτόκιο 18% ετησίως ήταν εγγυημένα και στη συνέχεια, στις 16-4-1998, λαμβάνοντας τα ποσό των 40.000.000 δραχμών, επανέλαβε, με τον ίδιο τρόπο, την ψευδή παράσταση, ότι και για την εν λόγω επένδυση, το κεφάλαιο και η απόδοση με επιτόκιο 8,5% για 6 μήνες (180 ημέρες) ήταν εγγυημένα. Στο διατακτικό δε του πρωτόδικου βουλεύματος το οποίο επικυρώθηκε από το Συμβούλιο Εφετών, αφού δεν το μετέβαλε, αναφέρεται, σε συνέπεια με τις ανωτέρω παραδοχές, ότι: α) στις 13-4-1998 προέβησαν (οι κατηγορούμενοι), από κοινού, σε ψευδείς παραστάσεις για ασφαλή επένδυση των 51.000.000 δραχμών με επιτόκιο 18% ετησίως και β) στις 16-4-1998 ότι προέβησαν σε ψευδείς παραστάσεις για ασφαλή επένδυση των 40.000.000 δραχμών με επιτόκιο 8,5% για 6 μήνες. Προκύπτει λοιπόν σαφώς από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό του επικυρωθέντος βουλεύματος, και κατ ακολουθία και του προσβαλλομένου, ότι έλαβε χώρα 2 φορές (το αναφέρει ρητά στο 10ο φύλλο α') παράσταση ψευδών γεγονότων, με τα οποία προκλήθηκε και διατηρήθηκε η πλάνη του εγκαλούντος, ως προς το εγγυημένο του κεφαλαίου και της αποδόσεως των επενδύσεων, τις οποίες δήθεν είχαν την δυνατότητα να κάνουν οι κατηγορούμενοι. Αλλά και περαιτέρω δέχθηκε το βούλευμα ότι οι κατηγορούμενοι προέβησαν στις ίδιες ψευδείς παραστάσεις και έτσι τέλεσαν την αυτή πράξη σε βάρος και του κατονομαζόμενου προσώπου (αναφέρεται στο ίδιο φύλλο), γεγονός το οποίο καταδεικνύει, κατά μείζονα λόγο, την κατ επανάληψη τέλεση της πράξεως της απάτης και θεμελιώνει την κατ επάγγελμα και κατά συνήθεια, κατά τα κατωτέρω, τέλεσή της, ούτε περαιτέρω γεννάται οποιαδήποτε αμφιβολία περί του ότι η πράξη για την οποία παραπέμπονται οι αναιρεσείοντες, τελέσθηκε επανειλημμένα και όχι άπαξ, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι αναιρεσείοντες με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, αν και ο ισχυρισμός αυτός δεν ασκεί έννομη επιρροή για την κατ επάγγελμα και συνήθεια τέλεση της πράξης, διότι το βούλευμα δέχεται, ανελέγκτως, ότι την ίδια πράξη τέλεσαν οι αναιρεσείοντες σε βάρος και τρίτου προσώπου, που κατονομάζεται. Πάνω στην παραδοχή αυτή, αλλά και στην αναφερόμενη στο προσβαλλόμενο βούλευμα υποδομή, που είχαν διαμορφώσει οι κατηγορούμενοι, με σκοπό επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, και συνίστατο στο ότι εμφανιζόταν, η μεν κατηγορούμενη ως σύμβουλος επενδύσεων κεφαλαίων, ο δε κατηγορούμενος ως σύμβουλος και διαμεσολαβητής σε διεθνείς χρηματοπιστωτικές επενδύσεις, στήριξε το Συμβούλιο την κρίση της κατ επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης της πράξης της απάτης, αφού δέχθηκε ότι προέκυψε σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή προς τέλεση του συγκεκριμένου εγκλήματος. Ορθώς λοιπόν με βάση τις παραδοχές αυτές, που δεν είναι ασαφείς ή αντιφατικές, ούτε παρουσιάζουν λογικά κενά, το προσβαλλόμενο βούλευμα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 386 παρ 1 και 3 α, 98, 45 και 13 στ' ΠΚ και δεν τις παραβίασε ούτε εκ πλαγίου.
Συνεπώς ο πρώτος λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα (484 παρ. 1 δ'ΚΠΔ), αλλά και ο δεύτερος λόγος, με τον οποίο πλήττεται το βούλευμα για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων (484 παρ. 1 β ΚΠΔ), πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Όλες οι λοιπές, σε σχέση με τους παραπάνω λόγους, διαλαμβανόμενες στις κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως αιτιάσεις, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και είναι γι' αυτό απορριπτέες ως απαράδεκτες. Εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος των αναιρέσεων πρέπει αυτές να απορριφθούν στο σύνολό τους και να καταδικασθεί καθένας από τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει τις 61 και 62/1-4-2009 αιτήσεις (εκθέσεις) αναιρέσεως των Χ1 και Χ2, αντιστοίχως, για αναίρεση του αυτού Βουλεύματος 297/2009 του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και

Καταδικάζει καθένα από τους ανωτέρω αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220)€.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 3 Νοεμβρίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή