Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.
Περίληψη:
Απάτη κακουργηματική. Απορρίπτονται οι λόγοι για μη ειδική αιτιολογία εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 385 παρ. 1-3 ΠΚ, έλλειψη νόμιμης βάσης και απόλυτη ακυρότητα από τη μη αναφορά του ονοματεπωνύμου του Εισαγγελέα που παραστάθηκε στο Συμβούλιο, η οποία οφείλεται σε πρόδηλη παραδρομή.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1409/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα και Ανδρέα Δουλγεράκη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φώτιου Μακρή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 7 Απριλίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1464/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Οκτωβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1604/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Φώτιος Μακρής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού με αριθμό 587/23.12.08, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 6-10-2008 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατά του υπ'αριθμ. 1464/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσα, εκθέτω τα εξής:
Διά του ως άνω προσβαλλομένου βουλεύματος, εκδοθέντος μετά την αναίρεση του υπ'αριθμ. 1230/2007 βουλεύματος του ιδίου ως άνω Συμβουλίου (βλ. ΑΠ 1214/2008), απερρίφθη κατ'ουσίαν η έφεση του αναιρεσείοντος κατά του υπ'αριθμ. 787/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επεκυρώθη τούτο, διά του οποίου αυτός παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), διά να δικασθή δι'απάτη κατ'εξακολούθηση, εκ της οποίας το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικώς το ποσό των 73.000 ευρώ. Προβάλλει δε, ως λόγους αναιρέσεως, την απόλυτη ακυρότητα, την εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
Ι. Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρ. 32 παρ. 1, 138 παρ. 2 και 3, 171 παρ. 1 στοιχ. β' , 306, 316 παρ. 2 και 481 παρ. 1 ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα, ιδρύουσα λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, κατ'άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. α' ΚΠΔ, επιφέρει και η έκδοση του βουλεύματος χωρίς προηγουμένη έγγραφη πρόταση του αρμοδίου εισαγγελέως, επί της ουσίας της υποθέσεως (βλ. ΑΠ 2322/2003). Στην προκειμένη περίπτωση, ως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, τούτο εξεδόθη κατόπιν εγγράφου προτάσεως του αρμοδίου Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών Παναγιώτη Γκλεζάκου και αυτή ανεπτύχθη προφορικώς από τον παραστάντα στο Συμβούλιο Εφετών που εξέδωσε το βούλευμα Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών, του οποίου το ονοματεπώνυμο, εκ προφανούς παραδρομής, δεν αναγράφεται σ'αυτό. Όμως, η εν λόγω παράλειψη δεν επιφέρει ακυρότητα του προσβαλλομένου βουλεύματος, αφού, κατά τ' ανωτέρω, και εισαγγελική πρόταση υπεβλήθη και ανεπτύχθη αυτή προφορικώς από τον παραστάντα στο Συμβούλιο Αντεισαγγελέα. Επίσης, ούτε κακή σύνθεση του ανωτέρω Συμβουλίου και εντεύθεν ακυρότητα, κατ'άρθρ. 171 παρ. 1 στοιχ α' ΚΠΔ, επέρχεται εκ της ως άνω παραδρομής (βλ. σχετικώς ΑΠ 563/2000, εις ΠΧ/Ν'/991).
Επομένως, ο εκ του άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. α' ΚΠΔ προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
ΙΙ. Επειδή, κατά τις διατάξεις του άρθρο 386 παρ. 1, 3 ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίση ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθών, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η προξενηθείσα ζημία είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ (ή των 5.000.000 δραχμών) ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικώς το ποσό των 73.000 ευρώ (ή των 25.000.000 δραχμών). Νοείται δε ως παράνομο περιουσιακό όφελος, το μη στηριζόμενο επί νομίμου αξιώσεως του δράστου κατά του παθόντος (ΑΠ 1608/2001, ΑΠ 265/1996, ΑΠ 723/1976). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 13 εδ. στ' ΠΚ, κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός αυτού για πορισμό εισοδήματος. Επίσης, κατ'επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλ. όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος (ΑΠ 2200/2002). Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον υπό του αρθρ. 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ. προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, όταν σ'αυτό εκτίθενται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση, εν σχέσει προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, διά το οποίο έχει ασκηθή ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και εκρίθη ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο.
Τέλος, ως προκύπτει εκ της διατάξεως του αρθρ. 484 § 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ., εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το συμβούλιο αποδίδει στον νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη την οποία πράγματι έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όταν το συμβούλιο δεν υπάγει ορθώς τα πραγματικά περιστατικά τα οποία εδέχθη ότι προέκυψαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παρεβιάσθη εκ πλαγίου, λόγω εμφιλοχωρήσεως στο πόρισμα του βουλεύματος, το οποίο περιλαμβάνεται στο σκεπτικό ή στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασαφειών, αντιφάσεων ή λογικών κενών, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως (ΑΠ 114/2004, ΑΠ 418/1999, εις ΠX/N/41).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμα εδέχθη, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, ότι από την εκτίμηση του συνόλου των αποδεικτικών στοιχείων, κατ'είδος προσδιοριζομένων, προέκυψαν τα εξής πραγματικά περιστατικά:
Οι εγκαλούντες Ε1 και Ε2 ήσαν από πολλών ετών οι κυριότεροι μέτοχοι της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Ανώνυμη Εταιρεία Γενικών Κατασκευών και Ναυτιλιακών, Τουριστικών, Γεωργικών και Δασικών Επιχειρήσεων -ΑΕΓΕΚ". Η εν λόγω εταιρεία έχει ως κύριο αντικείμενο την εκτέλεση δημοσίων και ιδιωτικών τεχνικών έργων, είναι δε κάτοχος εργοληπτικού πτυχίου της ανωτάτης τάξεως. Ο κατηγορούμενος Χ1 το έτος 1983 αγόρασε από τον πρώτο των εγκαλούντων το 1/3 των μετοχών της παραπάνω εταιρείας. Το έτος 1993, ενόψει της εισαγωγής των μετοχών της ΑΕΓΕΚ στο Χρηματιστήριο, οι τότε τρεις βασικοί μέτοχοι αυτής (διάδικοι) συμφώνησαν να δεσμεύσουν σε κοινή θεματοφυλακή ένα ποσοστό 32,30% των όλου αριθμού των μετοχών, ο δε κατηγορούμενος συμμετείχε στις δεσμευμένες μετοχές με ποσοστό 7,65% επί του όλου μετοχικού κεφαλαίου. Ο τελευταίος, μετά την εισαγωγή της ΑΕΓΕΚ στο Χρηματιστήριο, προέβη σε πωλήσεις των ελεύθερων μετοχών του και επιπλέον έγινε δεκτό και το αίτημα του να αποδεσμεύσει και τις δεσμευμένες στην κοινή θεματοφυλακή μετοχές του. Έτσι, τον Αύγουστο του 1997 ο αριθμός των δεσμευμένων μετοχών του κατηγορουμένου είχε περιοριστεί στις 500.000, δηλαδή σε ποσοστό 2,50% περίπου, αντί του αρχικού ποσοστού των 7,65%. Ακολούθως, την 28-8-1997 ο κατηγορούμενος με επιστολή του ζήτησε από τους εγκαλούντες να αγοράσουν αυτοί τις ως άνω μετοχές του αντί 500.000.000 δραχμών, υπό τον όρο ότι ο πρώτος διατηρούσε το δικαίωμα να τις επαναγοράσει στην ίδια τιμή. Μετά ταύτα την 1-9-1997 καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο ο κατηγορούμενος μεταβίβασε προς τους εγκαλούντες τις εν λόγω 500.000 μετοχές υπό τον όρο επαναγοράς τους μέχρι την 21-12-1998 στην ίδια τιμή των 1.000 δραχμών, ανεξαρτήτως της χρηματιστηριακής τιμής του χρόνου επαναγοράς, πλέον τόκων προς 15% ετησίως. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι ο κατηγορούμενος από την 24-12-1997 είχε παραιτηθεί από το διοικητικό συμβούλιο της ΑΕΓΕΚ, στο οποίο κατείχε μέχρι τότε τη θέση του αντιπροέδρου, παρέμειναν δε σ' αυτό ο πρώτος των εγκαλούντων Ε1 ως Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου αυτής και ο δεύτερος τούτων Ε2 ως διευθύνων σύμβουλος. Στη συνέχεια και μέχρι την 16-3-1999 καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων και άλλες συμφωνίες με αντικείμενο τη ρύθμιση των (εξωεταιρικών) σχέσεων τους, που αφορούσαν και την πώληση των προαναφερόμενων μετοχών του κατηγορουμένου. Μετά όμως την κατάρτιση του τελευταίου συμφωνητικού, ο κατηγορούμενος άρχισε σε να προβάλει κατά της ΑΕΓΕΚ και των ήδη εγκαλούντων διάφορες αξιώσεις του. Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά των εγκαλούντων (καθ' ων) την από 4-6-1999 αίτηση του περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, ζητώντας την συντηρητική κατάσχεση της περιουσίας τους και ισχυριζόμενος ότι ο πρώτος αυτών είχε παραβιάσει τους όρους της εντολής για την πώληση των μετοχών του. Το πιο πάνω Δικαστήριο με την υπ' αριθ. 22189/6-7-1999 απόφαση του απέρριψε την πιο πάνω αίτηση, αφού πιθανολόγησε ότι ο αιτών (κατηγορούμενος) δεν έχει αξίωση αποζημίωσης κατά των καθ' ων, είτε κατά τις διατάξεις για την εντολή, είτε κατά τις διατάξεις των αδικοπραξιών και ως εκ τούτου αυτός δεν μπορεί να προστατευθεί με τακτικές αγωγές. Επίσης, ο κατηγορούμενος την 15-6-1999 και 22-6-1999 υπέβαλε δύο μηνύσεις κατά των ήδη εγκαλούντων για πράξεις συναφείς προς τα παραπάνω, οι δε σχετικές υποθέσεις περαιώθηκαν με την έκδοση για τους τελευταίους των υπ' αριθ. 5627/2000 και 924/2002 απαλλακτικών βουλευμάτων του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Μάλιστα με το δεύτερο από τα ως άνω βουλεύματα κρίθηκε ότι η μήνυση του Χ1 ήταν ψευδής και ο τότε μηνυτής καταδικάστηκε στα δικαστικά έξοδα. Επιπλέον, με το υπ' αριθ. 1849/2001 βούλευμα του το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά των ήδη εγκαλούντων για συκοφαντική δυσφήμηση, μετά από μήνυση που είχε υποβάλει σε βάρος τους ο ήδη κατηγορούμενος Χ1 την 9-4-1998. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια των ως άνω διενέξεων και αντιδικιών μεταξύ των διαδίκων, μετά από συζητήσεις και διαπραγματεύσεις μεταξύ τους, τελικά την 31-8-1999 καταρτίστηκε το με την ίδια ημερομηνία ιδιωτικό συμφωνητικό και παράρτημα αυτού, καθώς και άλλο ιδιωτικό συμφωνητικό, κατά τα οποία ο κατηγορούμενος έλαβε από τον πρώτο των εγκαλούντων το ποσό των 400.000.000 δραχμών από το ταμείο της εταιρείας και το ποσό των 200.000.000 δραχμών από το δεύτερο αυτών ως άτοκο δάνειο. Επίσης, οι ανωτέρω δύο συμβάσεις της 31-8-1999, το παράρτημα αυτών και η καταβολή των 400.000.000 δραχμών συνοδεύθηκαν και από μονομερείς δηλώσεις-ομολογίες του κατηγορουμένου, οι οποίες άλλωστε εμπεριέχονται ως συμβατικές ρυθμίσεις και στις δύο ως άνω συμβάσεις. Στις εν λόγω συμφωνίες μεταξύ των διαδίκων αναφέρεται ότι το πιο πάνω ποσό των 400.000.000 δραχμών καταβάλλεται στον κατηγορούμενο ως πρόσθετο αντάλλαγμα όλων των μέχρι τότε μεταξύ τους συναλλαγών, καθώς και σε πλήρη ικανοποίηση οποιασδήποτε τυχόν αξίωσης θεωρεί ο ίδιος (Χ1) ότι έχει. Ταυτόχρονα όμως οι διάδικοι στα ίδια έγγραφα επαναλαμβάνουν και επιβεβαιώνουν την πλήρη και οριστική ρύθμιση όλων των μεταξύ τους διαφορών και διενέξεων, δικαστικών και μη, και μάλιστα αναφέρουν συγκεκριμένα και αναλυτικά όλα τα θέματα και υποθέσεις, για τις οποίες ο κατηγορούμενος προβαίνει στις αναγκαίες δηλώσεις, διευκρινήσεις, παραιτήσεις κ.λ.π.. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι ο κατηγορούμενος δηλώνει ότι αναγνωρίζει και συνομολογεί ότι δεν έχει οποιαδήποτε απαίτηση ή αμφισβήτηση εξ εκείνων που έχουν συμπεριληφθεί στις παραιτήσεις, δηλώσεις, αναγνωρίσεις, υποσχέσεις, ομολογίες του, που περιέχονται ή καλύπτονται σε οποιοδήποτε από τα συμφωνητικά. Από τα παραπάνω καθίσταται φανερό ότι οι διάδικοι, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού του ως άνω ποσού των 400.000.000 δραχμών ως "πρόσθετου ανταλλάγματος", απέβλεψαν με τις ως άνω συμφωνίες τους στην κατάρτιση ενός εξώδικου συμβιβασμού ( συμβάσεως ), κατά την έννοια του άρθρου 871 ΑΚ, με την οποία ρύθμιζαν συνολικά και οριστικά όλες τις μεταξύ τους έριδες, αβεβαιότητες, διενέξεις και δικαστικούς αγώνες. Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι οι εγκαλούντες, ως κύριοι μέτοχοι της ΑΕΓΕΚ, επεδίωκαν κυρίως να παύσει ο κατηγορούμενος, ανεξαρτήτως της βασιμότητας των αξιώσεων του, να προβαίνει σε ενέργειες, οι οποίες ήταν ενδεχόμενο να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στη φήμη και τις εργασίες της εταιρείας, ιδίως δε στη χρηματιστηριακή θέση της μετοχής της. Έτσι, ο κατηγορούμενος, κατά την υπογραφή των ως άνω συμφωνητικών και επιστολών της 31-8-1999, που περιείχαν τις προαναφερόμενες διαβεβαιώσεις και ομολογίες, παρέστησε προς τους μηνυτές ότι δε διατηρούσε καμία απαίτηση εναντίον τους που να απορρέει από τη συμμετοχή του στην εταιρεία ΑΕΓΕΚ και ότι παραιτείται από τις πάσης φύσεως μεταξύ τους δικαστικές και εξώδικες αντιδικίες. Πλην όμως τούτο ήταν ψευδές, δεδομένου ότι μόλις την προηγούμενη ημέρα ( 30-8-1999 ) είχε εμφανιστεί αυτός ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Β. Παπαευαγγέλου-Παπακωνσταντίνου και είχε καταθέσει με την πράξη της με αριθ. 4101 τα εις χείρας του ανυπόγραφα ακόμη κείμενα δέκα οκτώ (18 ) εγγράφων, που επρόκειτο να υπογραφούν την επόμενη ημέρα, με τη ρητή δήλωση ότι αυτά δεν εκφράζουν τη βούληση του αλλά θα τα υπογράψει προκειμένου να εισπράξει το ποσό που είχε συμφωνηθεί. Στην εν λόγω συμβολαιογραφική πράξη ο κατηγορούμενος, εκτός των άλλων, δηλώνει και τα εξής : "....Το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών είναι προϊόν κατασκευής των αντισυμβαλλομένων του και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Οι περιεχόμενες σ' αυτά δηλώσεις του δεν ανταποκρίνονται στην πραγματική του βούληση και στην αλήθεια, αυτές δε οι συμφωνίες που καταγράφονται σ' αυτά και πρόκειται να υπογραφούν και να καταρτισθούν είναι, τις θεωρεί και θα τις θεωρεί παράνομες και άκυρες για πολλούς λόγους... και δηλώνει ότι διατηρεί στο ακέραιο τα δικαιώματα του να αξιώσει...Επίσης, δηλώνει ότι θα χρησιμοποιήσει τα ενδεικνυόμενα μέσα ( αγωγές, μηνύσεις κ.λ.π. ) για οποιοδήποτε λόγο θίγεται ο ίδιος από τους αντισυμβαλλομένους...". Επομένως, οι διαβεβαιώσεις που παρείχε προς τους μηνυτές ο κατηγορούμενος την 31-8-1999 περί του ότι η επίλυση των διαφορών τους και η ανυπαρξία οποιασδήποτε απαίτησης του ήταν πλήρης, οριστική και ανεπιφύλακτη και ότι είχε πλήρως ικανοποιηθεί, ήσαν εν γνώσει του ψευδείς. Στην ενέργεια δε αυτή προέβη ο κατηγορούμενος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος ύψους 600.000.000 δραχμών, δεδομένου ότι οι εγκαλούντες, αν γνώριζαν την αλήθεια, ότι δηλαδή ο κατηγορούμενος δεν παραιτείτο των αξιώσεών του, δεν θα προέβαιναν στις ως άνω καταβολές προς αυτόν.
Συνεπώς, το σκοπούμενο εκ μέρους του κατηγορουμένου όφελος από τη λήψη του εν λόγω ποσού ήταν παράνομο, ανεξαρτήτως της πραγματοποιήσεως αυτού. Τούτο δε διότι το εν λόγω όφελος δεν στηριζόταν σε νόμιμη αξίωση αυτού κατά των παθόντων. Πρέπει δε να τονιστεί ότι μέχρι τον ως άνω χρόνο (31-8-1999), όπως βέβαια και μέχρι σήμερα, ο κατηγορούμενος δεν είχε δικαιωθεί σε καμία αίτηση του παροχής δικαστικής προστασίας με οποιαδήποτε μορφή. Εξάλλου, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι τέλεση της πιο πάνω πράξης εκ μέρους του κατηγορουμένου έγινε βάσει οργανωμένου σχεδίου και μετά από σχετική προετοιμασία και προπαρασκευαστικές ενέργειες, που υποδηλώνουν σκοπό αυτού για πορισμό εισοδήματος. Επομένως, στην παρούσα περίπτωση συντρέχει και το στοιχείο της κατ' επάγγελμα τέλεσης της πράξης, εκτός βέβαια του ότι το περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ.
Ακολούθως, το Συμβούλιο Εφετών, με βάση τα ως άνω δεκτά γενόμενα περιστατικά, έκρινε ότι προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του αναιρεσείοντος, διά την προαναφερομένη αξιόποινη πράξη, από την οποία το περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ, απέρριψε δε κατ'ουσίαν την έφεση τούτου κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος και επεκύρωσε αυτό.
Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την απαιτουμένη ως άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, εν σχέσει προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία της ανωτέρω αξιοποίνου πράξεως, τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και τις σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε και δεν παρεβίασε αυτές, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, και με τις οποίες στηρίζεται η παραπεμπτική κρίση του, οι δε περί του αντιθέτου αιτιάσεις είναι αβάσιμες. Ειδικότερα, το Συμβούλιο Εφετών έλαβε υπ' όψη του και συνεξετίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά, εις δε το προσβαλλόμενο βούλευμα ουδεμία αντίφαση έχει εμφιλοχωρήσει, σαφώς εκτίθεται ότι εκ της πράξεως του αναιρεσείοντος επήλθε ζημία υπερβαίνουσα το ποσό των 73.000 ευρώ και αιτιολογείται πλήρως το παράνομο του σκοπουμένου περιουσιακού οφέλους, ως αποτελέσματος εξωδίκου συμβιβασμού, προελθόντος εκ της ως άνω, περιγραφομένης στο προσβαλλόμενο βούλευμα, απατηλής συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος. Επομένως, οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως, εκ του άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. β', δ' ΚΠΔ, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, ενώ, καθ'ό μέρος πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικώς ουσιαστική κρίση του Συμβουλίου, οι σχετικές αιτιάσεις είναι απαράδεκτες.
Κατ'ακολουθία, πρέπει να απορριφθή η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς - Π ρ ο τ ε ί ν ω
Να απορριφθή η από 6-10-2008 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατοίκου ..., κατά του υπ'αριθμ. 1464/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.
Αθήναι 26 Νοεμβρίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός
Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 6-10-2008 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατά του υπ' αριθμό 1464/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεσή του, κατά του με αριθμό 787/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (για τα Κακουργήματα) Αθηνών, για να δικαστεί ως υπαίτιος της πράξης της κακουργηματικής απάτης κατ' εξακολούθηση, από την οποία το περιουσιακό όφελος και αντίστοιχα η προξενηθείσα ζημία, υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ(386 παρ.1,3 του ΠΚ.), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση, γι' αυτό και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή.
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1, 138 παρ. 2 και 3, 171 παρ. 1 στοιχ. β', 308 παρ. 1 εδάφ. β' και γ' και 481 παρ. 1 του ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα, η οποία ιδρύει λόγο αναίρεσης του βουλεύματος, κατ' άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α' ΚΠΔ, επιφέρει και η έκδοση βουλεύματος, χωρίς προηγούμενη έγγραφη πρόταση του αρμοδίου Εισαγγελέα, επί της ουσίας της υποθέσεως. Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, (στο διατακτικό του οποίου, από πρόδηλη παραδρομή, εσφαλμένα, αναφέρεται ότι προηγήθηκε η καταχώρηση του στο ειδικό βιβλίο από την ημέρα της διάσκεψης), τούτο εκδόθηκε μετά από την έγγραφη πρόταση του αρμόδιου Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών Παναγιώτη Γκλεζάκου, η οποία αναπτύχθηκε προφορικά από τον παραστάντα στο Συμβούλιο που το εξέδωσε Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών, το ονοματεπώνυμο του οποίου, από προφανή παραδρομή, δεν αναγράφεται στο βούλευμα. Η παράλειψη όμως αυτή δεν επιφέρει ακυρότητα του προσβαλλόμενου βουλεύματος αφού, κατά τα παραπάνω, και εισαγγελική πρόταση υποβλήθηκε και αυτή αναπτύχθηκε προφορικά από τον παραστάντα στο Συμβούλιο Αντεισαγγελέα. Ακόμη, ούτε κακή σύνθεση του Συμβουλίου και εξ αιτίας αυτής ακυρότητα, κατ' άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. α' του ΚΠΔ, προκλήθηκε από την παραπάνω παραδρομή. Επομένως είναι αβάσιμος ο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α' ΚΠΔ, πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως. Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ, όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγματοποίηση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη, που έχει ειλημμένη εξ υπαρχής την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε, συντρεχόντων και των λοιπών όρων, θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Εξάλλου, κατά την παρ. 3 εδ. β' του ίδιου άρθρου 386 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα αν α) ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ ή β) το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν, συνολικά, το ποσό των 73.000 ευρώ. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια δε, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Στο κατ' εξακολούθηση έγκλημα (αρθρ. 98 ΠΚ), το οποίο συγκροτείται όταν συντρέχουν στο ίδιο πρόσωπο περισσότερες αυτοτελείς μερικότερες πράξεις του ίδιου εγκλήματος, ενυπάρχει οπωσδήποτε και το στοιχείο της επανειλημμένης τελέσεως ενός και του αυτού εγκλήματος. Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Περαιτέρω, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αξιολογήσεως, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου (ή του δικαστηρίου) της ουσίας, ενώ, για την πληρότητα της αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα είναι επιτρεπτή, η καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του Κ.Π.Δ, λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα δεκτά γενόμενα ως προκύπτοντα πραγματικά περιστατικά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα, στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ' είδος και συγκεκριμένα από τις ένορκες καταθέσεις μαρτύρων, τα έγγραφα, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι εγκαλούντες Ε1 και Ε2 ήσαν από πολλών ετών οι κυριότεροι μέτοχοι της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Ανώνυμη Εταιρεία Γενικών Κατασκευών και Ναυτιλιακών, Τουριστικών, Γεωργικών και Δασικών Επιχειρήσεων - ΑΕΓΕΚ". Η εν λόγω εταιρεία έχει ως κύριο αντικείμενο την εκτέλεση δημοσίων και ιδιωτικών τεχνικών έργων, είναι δε κάτοχος εργοληπτικού πτυχίου της ανωτάτης τάξεως. Ο κατηγορούμενος Χ1 το έτος 1983 αγόρασε από τον πρώτο των εγκαλούντων το 1/3 των μετοχών της παραπάνω εταιρείας. Το έτος 1993, ενόψει της εισαγωγής των μετοχών της ΑΕΓΕΚ στο Χρηματιστήριο, οι τότε τρεις βασικοί μέτοχοι αυτής (διάδικοι) συμφώνησαν να δεσμεύσουν σε κοινή θεματοφυλακή ένα ποσοστό 32,30% των όλου αριθμού των μετοχών, ο δε κατηγορούμενος συμμετείχε στις δεσμευμένες μετοχές με ποσοστό 7,65% επί του όλου μετοχικού κεφαλαίου. Ο τελευταίος, μετά την εισαγωγή της ΑΕΓΕΚ στο Χρηματιστήριο, προέβη σε πωλήσεις των ελεύθερων μετοχών του και επιπλέον έγινε δεκτό και το αίτημα του να αποδεσμεύσει και τις δεσμευμένες στην κοινή θεματοφυλακή μετοχές του. Έτσι, τον Αύγουστο του 1997 ο αριθμός των δεσμευμένων μετοχών του κατηγορουμένου είχε περιοριστεί στις 500.000, δηλαδή σε ποσοστό 2,50% περίπου, αντί του αρχικού ποσοστού των 7,65%. Ακολούθως, την 28-8-1997 ο κατηγορούμενος με επιστολή του ζήτησε από τους εγκαλούντες να αγοράσουν αυτοί τις ως άνω μετοχές του αντί 500.000.000 δραχμών, υπό τον όρο ότι ο πρώτος διατηρούσε το δικαίωμα να τις επαναγοράσει στην ίδια τιμή. Μετά ταύτα την 1-9-1997 καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο ο κατηγορούμενος μεταβίβασε προς τους εγκαλούντες τις εν λόγω 500.000 μετοχές υπό τον όρο επαναγοράς τους μέχρι την 21-12-1998 στην ίδια τιμή των 1.000 δραχμών, ανεξαρτήτως της χρηματιστηριακής τιμής του χρόνου επαναγοράς, πλέον τόκων προς 15% ετησίως. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι ο κατηγορούμενος από την 24-12-1997 είχε παραιτηθεί από το διοικητικό συμβούλιο της ΑΕΓΕΚ, στο οποίο κατείχε μέχρι τότε τη θέση του αντιπροέδρου, παρέμειναν δε σ' αυτό ο πρώτος των εγκαλούντων Ε1 ως Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου αυτής και ο δεύτερος τούτων Ε2 ως διευθύνων σύμβουλος. Στη συνέχεια και μέχρι την 16-3-1999 καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων και άλλες συμφωνίες με αντικείμενο τη ρύθμιση των (εξωεταιρικών) σχέσεων τους, που αφορούσαν και την πώληση των προαναφερόμενων μετοχών του τελευταίου. συμφωνητικού, ο κατηγορούμενος άρχισε να προβάλει κατά της ΑΕΓΕΚ και των ήδη εγκαλούντων διάφορες αξιώσεις του. Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά των εγκαλούντων (καθ' ων) την από 4-6-1999 αίτηση του περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, ζητώντας την συντηρητική κατάσχεση της περιουσίας τους και ισχυριζόμενος ότι ο πρώτος αυτών είχε παραβιάσει τους όρους της εντολής για την πώληση των μετοχών του. Το πιο πάνω Δικαστήριο με την υπ' αριθ. 22189/6-7-1999 απόφαση του απέρριψε την πιο πάνω αίτηση, αφού πιθανολόγησε ότι ο αιτών (κατηγορούμενος) δεν έχει αξίωση αποζημίωσης κατά των καθ' ων, είτε κατά τις διατάξεις για την εντολή, είτε κατά τις διατάξεις των αδικοπραξιών και ως εκ τούτου αυτός δεν μπορεί να προστατευθεί με τακτικές αγωγές. Επίσης, ο κατηγορούμενος την 15-6-1999 και 22-6-1999 υπέβαλε δύο μηνύσεις κατά των ήδη εγκαλούντων για πράξεις συναφείς προς τα παραπάνω, οι δε σχετικές υποθέσεις περαιώθηκαν με την έκδοση για τους τελευταίους των υπ' αριθ. 5627/2000 και 924/2002 απαλλακτικών βουλευμάτων του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Μάλιστα με το δεύτερο από τα ως άνω βουλεύματα κρίθηκε ότι η μήνυση του Χ1 ήταν ψευδής και ο τότε μηνυτής καταδικάστηκε στα δικαστικά έξοδα. Επιπλέον, με το υπ' αριθ. 1849/2001 βούλευμα του το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά των ήδη εγκαλούντων για συκοφαντική δυσφήμηση, μετά από μήνυση που είχε υποβάλει σε βάρος τους ο ήδη κατηγορούμενος Χ1 την 9-4-1998. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια των ως άνω διενέξεων και αντιδικιών μεταξύ των διαδίκων, μετά από συζητήσεις και διαπραγματεύσεις μεταξύ τους, τελικά την 31-8-1999 καταρτίστηκε το με την ίδια ημερομηνία ιδιωτικό συμφωνητικό και παράρτημα αυτού, καθώς και άλλο ιδιωτικό συμφωνητικό, κατά τα οποία ο κατηγορούμενος έλαβε από τον πρώτο των εγκαλούντων το ποσό των 400.000.000 δραχμών από το ταμείο της εταιρείας και το ποσό των 200.000.000 δραχμών από το δεύτερο αυτών ως άτοκο δάνειο. Επίσης, οι ανωτέρω δύο συμβάσεις της 31-8-1999, το παράρτημα αυτών και η καταβολή των 400.000.000 δραχμών συνοδεύθηκαν και από μονομερείς δηλώσεις - ομολογίες του κατηγορουμένου, οι οποίες άλλωστε εμπεριέχονται ως συμβατικές ρυθμίσεις και στις δύο ως άνω συμβάσεις. Στις εν λόγω συμφωνίες μεταξύ των διαδίκων αναφέρεται ότι το πιο πάνω ποσού των 400.000.000 δραχμών καταβάλλεται στον αντάλλαγμα όλων των μέχρι τότε μεταξύ τους συναλλαγών, καθώς και σε πλήρη ικανοποίηση οποιασδήποτε τυχόν αξίωσης θεωρεί ο ίδιος (Χ1) ότι έχει. Ταυτόχρονα όμως οι διάδικοι στα ίδια έγγραφα επαναλαμβάνουν και επιβεβαιώνουν την πλήρη και οριστική ρύθμιση όλων των μεταξύ τους διαφορών και διενέξεων, δικαστικών και μη, και μάλιστα αναφέρουν συγκεκριμένα και αναλυτικά όλα τα θέματα και υποθέσεις, για τις οποίες ο κατηγορούμενος προβαίνει στις αναγκαίες δηλώσεις, διευκρινήσεις, παραιτήσεις κ.λ.π. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι ο κατηγορούμενος δηλώνει ότι αναγνωρίζει και συνομολογεί ότι δεν έχει οποιαδήποτε απαίτηση ή αμφισβήτηση εξ εκείνων που έχουν συμπεριληφθεί στις παραιτήσεις, δηλώσεις, αναγνωρίσεις, υποσχέσεις, ομολογίες του, που περιέχονται ή καλύπτονται σε οποιοδήποτε από τα συμφωνητικά. Από τα παραπάνω καθίσταται φανερό ότι οι διάδικοι, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού του ως άνω ποσού των 400.000.000 δραχμών ως "πρόσθετου ανταλλάγματος" απέβλεψαν με τις ως άνω συμφωνίες τους στην κατάρτιση ενός εξώδικου συμβιβασμού (συμβάσεως), κατά την έννοια του άρθρου 871 ΑΚ, με την οποία ρύθμιζαν συνολικά και οριστικά όλες τις μεταξύ τους έριδες, αβεβαιότητες, διενέξεις και δικαστικούς αγώνες. Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι οι εγκαλούντες, ως κύριοι μέτοχοι της ΑΕΓΕΚ, επεδίωκαν κυρίως να παύσει ο κατηγορούμενος, ανεξαρτήτως της βασιμότητας των αξιώσεων του, να προβαίνει σε ενέργειες, οι οποίες ήταν ενδεχόμενο να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στη φήμη και τις εργασίες της εταιρείας, ιδίως δε στη χρηματιστηριακή θέση της μετοχής της. Έτσι, ο κατηγορούμενος, κατά την υπογραφή των ως άνω συμφωνητικών και επιστολών, της 31-8-1999, που περιείχαν τις προαναφερόμενες διαβεβαιώσεις και ομολογίες, παρέστησε προς τους μηνυτές ότι δε διατηρούσε καμία απαίτηση εναντίον τους που να απορρέει από τη συμμετοχή του στην εταιρεία ΑΕΓΕΚ και ότι παραιτείται από τις πάσης φύσεως μεταξύ τους δικαστικές και εξώδικες αντιδικίες. Πλην όμως τούτο ήταν ψευδές, δεδομένου ότι μόλις την προηγούμενη ημέρα (30-8-1999) είχε εμφανιστεί αυτός ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Β. Παπαευαγγέλου-Παπακωνσταντίνου και είχε καταθέσει με την πράξη της με αριθ. 4101 τα εις χείρας του ανυπόγραφα ακόμη κείμενα δέκα οκτώ (18) έγγραφα που επρόκειτο να υπογραφούν την επόμενη ημέρα με τη ρητή δήλωση ότι αυτά δεν εκφράζουν τη βούληση του αλλά θα τα υπογράψει προκειμένου να εισπράξει το ποσό που είχε συμφωνηθεί. Στην εν λόγω συμβολαιογραφική πράξη ο κατηγορούμενος, εκτός των άλλων, δηλώνει και τα εξής: " ...Το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών είναι προϊόν κατασκευής των αντισυμβαλλομένων του και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Οι περιεχόμενες σ' αυτά δηλώσεις του δεν ανταποκρίνονται στην πραγματική του βούληση και στην αλήθεια, αυτές δε οι συμφωνίες που καταγράφονται σ' αυτά και πρόκειται να υπογραφούν και να καταρτισθούν είναι, τις θεωρεί και θα τις θεωρεί παράνομες και άκυρες για πολλούς λόγους... και δηλώνει ότι διατηρεί στο ακέραιο τα δικαιώματα του να αξιώσει... Επίσης, δηλώνει ότι θα χρησιμοποιήσει τα ενδεικνυόμενα μέσα (αγωγές, μηνύσεις κ.λ.π.) για οποιοδήποτε λόγο θίγεται ο ίδιος από τους αντισυμβαλλομένους... ". Επομένως, οι διαβεβαιώσεις που παρείχε προς τους μηνυτές ο κατηγορούμενος την 31-8-1999 περί του ότι η επίλυση των διαφορών τους και η ανυπαρξία οποιασδήποτε απαίτησης του ήταν πλήρης, οριστική και ανεπιφύλακτη και ότι είχε πλήρως ικανοποιηθεί, ήσαν εν γνώσει του ψευδείς. Στην ενέργεια δε αυτή προέβη ο κατηγορούμενος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος ύψους 600.000.000 δραχμών, δεδομένου ότι οι εγκαλούντες, αν γνώριζαν την αλήθεια, ότι δηλαδή ο κατηγορούμενος δεν παραιτείτο των αξιώσεων του, δεν θα προέβαιναν στις ως άνω καταβολές προς αυτόν.
Συνεπώς, το σκοπούμενο εκ μέρους του κατηγορουμένου όφελος από τη λήψη του εν λόγω ποσού ήταν παράνομο, ανεξαρτήτως της πραγματοποιήσεως αυτού. Τούτο δε διότι το εν λόγω όφελος δεν στηριζόταν σε νόμιμη αξίωση αυτού κατά των παθόντων. Πρέπει δε να τονιστεί ότι μέχρι τον ως άνω χρόνο (31-8-1999), όπως βέβαια και μέχρι σήμερα, ο κατηγορούμενος δεν είχε δικαιωθεί σε καμία αίτηση του παροχής δικαστικής προστασίας με οποιαδήποτε μορφή. Εξάλλου, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι τέλεση της πιο πάνω πράξης εκ μέρους του κατηγορουμένου έγινε βάσει οργανωμένου σχεδίου και μετά από σχετική προετοιμασία και προπαρασκευαστικές ενέργειες, που υποδηλώνουν σκοπό αυτού για πορισμό εισοδήματος. Επομένως, στην παρούσα περίπτωση συντρέχει και το στοιχείο της κατ' επάγγελμα τέλεσης της πράξης, εκτός βέβαια του ότι το περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ. Κατ' ακολουθίαν τούτων στην παρούσα περίπτωση ως προς την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη της απάτης από την οποία το περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσόν των 73.000 ευρώ κατ' εξακολούθηση, προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής, η συνδρομή των οποίων επιβάλλει τον ακροαματικό έλεγχο της υποθέσεως. Με τα δεδομένα αυτά το πρωτοβάθμιο Συμβούλιο, το οποίο με το εκκαλούμενο βούλευμα παρέπεμψε τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί για την αποδιδόμενη σ' αυτόν αξιόποινη πράξη της απάτης από την οποία το περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν το ποσόν των 73.000 ευρώ κατ' εξακολούθηση, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις προσαχθείσες αποδείξεις. Επομένως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να απορριφθεί κατ' ουσίαν η υπ' αριθ. 147/2-4-2007 έφεση του κατηγορουμένου Χ1 κατοίκου ..., κατά του υπ' αριθμ. 787/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, να επικυρωθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα ύψους 220 ευρώ στον εκκαλούντα-κατηγορούμενο (αρθρ. 583 παρ.1 ΚΠοινΔ). Ακολούθως το Συμβούλιο Εφετών, με βάση τα ως άνω πραγματικά περιστατικά, έκρινε ότι προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του αναιρεσείοντος και απέρριψε κατ' ουσία την έφεσή του, που άσκησε κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, με το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (για κακουργήματα) Αθηνών, προκειμένου να δικαστεί, ως υπαίτιος κακουργηματικής απάτης, με συνολικό όφελος πλέον των 73.000 ευρώ. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα, την, από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού εκθέτει σ' αυτό, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε ότι πρέπει να παραπεμφθεί ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων, 14, 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 98 και 386 παρ. 1 και 3 Π.Κ., τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου με ελλιπή δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους, από τα οποία το Συμβούλιο συνήγαγε τα περιστατικά που προεκτέθηκαν, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα απ'αυτά. Επομένως οι περί του αντιθέτου από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β'και δ' του ΚΠΔ αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που περιέχονται στο δεύτερο λόγο της αναιρέσεως είναι απορριπτέες ως αβάσιμες.
Ο αναιρεσείων με τον ίδιο (δεύτερο) λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως προβάλλει αιτιάσεις από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. β' και δ' του ΚΠΔ, κατά τις οποίες το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας νόμιμης βάσης και ακόμη με αυτό εσφαλμένα εφαρμόστηκε η διάταξη του άρθρου 386 του ΠΚ, διότι α) με αυτό έγινε δεκτό ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, για το ότι τέλεσε την πράξη της απάτης και με τις δύο κακουργηματικές της μορφές, δηλαδή αφενός κατ' επάγγελμα και αφετέρου με σκοπό να αποκομίσει περιουσιακό όφελος, που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, ενώ με το πρωτοβάθμιο βούλευμα, το οποίο στη συνέχεια επικύρωσε, παραπέμθηκε για να δικασθεί για την πράξη της απάτης, μόνο με τη δεύτερη επιβαρυντική περίσταση, εξ αιτίας δε της αντίφασης αυτής παραβιάστηκε και εκ πλαγίου η ίδια διάταξη β) περιέχει αντιφατικές παραδοχές, αφού με το πρωτόδικο βούλευμα έγινε δεκτό ότι η καταβολή του ποσού των 400.000.000 δραχμών έγινε και από τους δύο μηνυτές, ενώ με το προσβαλλόμενο, με το οποίο επικυρώθηκε το πρωτόδικο, ότι το ποσό αυτό καταβλήθηκε από τον πρώτο γ)δεν περιέχει παραδοχή σχετικά με την βλάβη την οποία υπέστησαν οι μηνυτές, από τις αναφερόμενες σ' αυτό ψευδείς διαβεβαιώσεις του, το ύψος αυτής, το όφελος του, την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς του και της ζημίας δ)δεν προσδιορίζεται ειδικά, αν η καταβολή σ' αυτόν από τους μηνυτές του ποσού των 600.000.000 δραχμών έγινε δίχως νόμιμη αιτία ή ως τίμημα που, όπως αυτός ισχυρίζεται, προέρχεται από την εκποίηση των 500.000 μετοχών του, τις οποίες οι εγκαλούντες πούλησαν για λογαριασμό του ε) δεν αιτιολογούνται ειδικότερα οι παραδοχές ότι ο ίδιος ωφελήθηκε και μάλιστα παράνομα κατά το παραπάνω ποσό, αντίστοιχα δε ζημιώθηκε η περιουσία των εγκαλούντων, ενόψει του ότι υπάρχει παραδοχή για το ότι στο ως άνω ποσό των 600.000.000 δραχμών περιλαμβάνεται και εκείνο των 200.000.000 δραχμών, το οποίο είχε δοθεί σ' αυτόν, λόγω ατόκου δανείου, αποδοτέου εντός διετίας από τη λήψη του και ακόμη ότι δολίως απέκρυψε από τους εγκαλούντες τα πραγματικά περιστατικά που προαναφέρθηκαν, τα οποία είχαν ως συνέπεια την παραπλάνηση των εγκαλούντων και τη διάθεση της περιουσίας των και στ) το συμβούλιο, προκειμένου να καταλήξει στην παραπάνω κρίση του, δεν έλαβε υπόψη του όλα τα έγγραφα, μεταξύ των οποίων τα ιδιωτικά συμφωνητικά με χρονολογία 31-8-1999, τη με αριθμό 2510/ 2001 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και εκείνα που αναφέρονται στο από 12-6-2007 υπόμνημα του. Οι αιτιάσεις όμως αυτές είναι αβάσιμες για τους παρακάτω, αντίστοιχα, λόγους :1) Εφόσον το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών επικυρώθηκε από το προσβαλλόμενο βούλευμα στο σύνολό του, δίχως σ' αυτό να περιληφθεί άλλη διάταξη, ο αναιρεσείων παραπέμφθηκε για να δικασθεί για την πράξη που περιλαμβάνεται στο διατακτικό του εκκληθέντος βουλεύματος, με την επιβαρυντική περίσταση και μόνο που αναφέρεται σ' αυτό.
Συνεπώς, ο αναιρεσείων δεν έχει έννομο συμφέρον να προβάλλει την παραπάνω αιτίαση, ανεξαρτήτως του ότι το Συμβούλιο Εφετών είχε τη δυνατότητα να προσθέσει και την άλλη επιβαρυντική περίσταση 2) η παραδοχή του προσβαλλόμενου βουλεύματος ότι "ο κατηγορούμενος έλαβε από τον πρώτο των εγκαλούντων το ποσό των 400.000.000 δραχμών από το ταμείο της εταιρείας" δεν έρχεται σε αντίφαση με εκείνη του επικυρωθέντος βουλεύματος, κατά το οποίο τούτο καταβλήθηκε και από τους δύο εγκαλούντες, αφού με αυτήν εξειδικεύεται μόνο ο τρόπος καταβολής του ποσού από τον πρώτο, δίχως να γίνεται δεκτό ότι ανήκε αποκλειστικά στον ίδιο 3)προσδιορίζονται επαρκώς η βλάβη που υπέστησαν οι μηνυτές, το ύψος αυτής, ανερχόμενο στο ποσό των 600.000.000 δρχ., το αντίστοιχο όφελος του αναιρεσείοντος, οι ψευδείς διαβεβαιώσεις και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραπλανητικής συμπεριφοράς αυτού και της ζημίας 4)ειδικά αιτιολογείται η ανυπαρξία της νόμιμης αιτίας για την καταβολή του παραπάνω ποσού, αφού με το βούλευμα γίνεται δεκτό ότι σ' αυτήν προέβησαν οι εγκαλούντες προκειμένου να παύσει ο κατηγορούμενος "να προβαίνει σε ενέργειες, οι οποίες ήταν ενδεχόμενο να έχουν δυσμενείς επιπτώσεις στη φήμη και τις εργασίες της εταιρείας, ιδίως δε στη χρηματιστηριακή θέση της μετοχής της" και όχι για να ικανοποιήσουν νόμιμη απαίτηση του 5)αιτιολογείται επαρκώς, η απόκτηση από τον αναιρεσείοντα του παράνομου οφέλους, με την παραδοχή ότι η παραπάνω καταβολή δεν έγινε για την απόσβεση νόμιμης αξίωσης αυτού κατά των παθόντων, διαλαμβάνονται δε στο βούλευμα και ειδικότερα πραγματικά περιστατικά (όπως: την προηγούμενη ημέρα είχε εμφανιστεί ενώπιον της συμβ/φου Β. Παπαευαγγέλου-Παπακωνσταντίνου και είχε καταθέσει τα εις χείρας του ανυπόγραφα ακόμη κείμενα δέκα οκτώ εγγράφων, που επρόκειτο να υπογραφούν την επομένη ημέρα, με τη ρητή δήλωση του ότι αυτά δεν εκφράζουν τη βούληση του αλλά θα τα υπογράψει, προκειμένου να εισπράξει το ποσό που είχε συμφωνηθεί), από τα οποία προκύπτει ο σκοπός του να αποκομίσει το όφελος που προαναφέρθηκε και να ζημιώσει τους μηνυτές και 6) το Συμβούλιο Εφετών βεβαιώνει στο προσβαλλόμενο βούλευμα του, κατά τρόπο αναμφισβήτητο, ότι έλαβε υπόψη του και όλα τα έγγραφα, δεν ήταν δε αναγκαίο να προσδιορίζει ειδικότερα καθένα από αυτά και να αξιολογεί το περιεχόμενο του. Τέλος, οι αιτιάσεις που περιέχονται στον παραπάνω (δεύτερο) λόγο της αναιρέσεως και κατά τις οποίες με την επίκληση, κατ' επίφαση, της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κρίση του Συμβουλίου της ουσίας και επιχειρείται η επανεκτίμηση τους, είναι απαράδεκτες. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ.1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 6 Οκτωβρίου 2008 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του με αριθμό 1464/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 28 Απριλίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουνίου 2009.-
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ