Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, Υπεξαίρεση.
Περίληψη:
Απορρίπτεται ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο το αίτημα του αναιρεσείοντος περί αυτοπρόσωπης εμφάνισής του ενώπιον του Συμβουλίου του Αρείου Πάγου, αφού στην αίτηση αναιρέσεώς του εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα οι πλημμέλειες που αποδίδονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα και αναπτύσσονται επαρκώς τα κρίσιμα ζητήματα της δικαζόμενης υπόθεσης, έτσι ώστε δεν ανακύπτει ανάγκη οποιασδήποτε περαιτέρω διευκρινίσεως. Ορθή και αιτιολογημένη παραπομπή του αναιρεσείοντος για κακουργηματική υπεξαίρεση κατ’ εξακολούθηση με αντικείμενο του οποίου η συνολική αξία υπερβαίνει τα 25.000.000 δρχ. ή 73.000 ευρώ. Απορρίπτει.
Αριθμός 1625/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη και Βασίλειο Κουρκάκη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 23 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1447/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1552/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη, με αριθμό 467/26-11-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω υπό την κρίση του Υμετέρου Συμβουλίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 §§ 1 και 4, 138 §2β, 485 §1 Κ.Π.Δ. την υπ' αρ. 180/7-9-2007 (ενώπιον του αρμοδίου Γραμματέως Εφετείου Αθηνών) αίτηση αναιρέσεως του Χ1 ασκηθείσα (κατόπιν της από 6-9-2007 εξουσιοδοτήσεως) από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Ασλάνη, κατά του υπ' αρ. 1447/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα: Ι) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ' αρ. 3458/2006 βούλευμά του παρέπεμψε τον κατηγορούμενο Χ1 ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών όπως δικασθεί για υπεξαίρεση ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατ' εξακολούθηση που συνολικά υπερβαίνει το ποσό των 73.000 Ευρώ (αρ. 98, 375 §1β Π.Κ.). Μετά από έφεση που άσκησε κατά του άνω βουλεύματος ο κατηγορούμενος, εξεδόθη το ως άνω προσβαλλόμενο βούλευμα, με το οποίο απερρίφθη κατ' ουσίαν η κριθείσα έφεσή του και επεκυρώθη το εκκληθέν. Το άνω βούλευμα επεδόθη εις τον ίδιο τον κατηγορούμενο την 3-9-2007 (ενώ εις τον αντίκλητό του με θυροκόλληση την 7-8-2007). Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως είναι νομότυπη και εμπρόθεσμη (αρ. 473 §1, 474 §1 Κ.Π.Δ.) αφού ασκήθηκε δια πληρεξουσίου δικηγόρου ενώπιον της αρμοδίας γραμματέως του Εφετείου Αθηνών την 7-9-2007 και περιέχει (αρ.474 §2 Κ.Π.Δ.) συγκεκριμένο λόγο ήτοι, ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας διότι: ενώ ο πραγματογνώμων έλαβε εντολή περί διενέργειας λογιστικής πραγματογνωμοσύνης για το διάστημα από 1-1-2000 έως 31-10-2000 ανέτρεψε στα προηγούμενα έτη συνεργασίας του με την εγκαλούσα για να καταλήξει στο έλλειμμα των 73.723.780 δρχ. Δέχεται το προσβαλλόμενο βούλευμα ότι το άνω έλλειμμα προέκυψε κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2000 έως 31-10-2000 ενώ η έκθεση του πραγματογνώμονα αναφέρει τα προηγούμενα έτη 1996-2000, για τα προηγούμενα όμως έτη προσήγαγε παραστατικά καταβολής χρηματικών ποσών που δεν αναφέρονται ούτε περιέχονται στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης. Απέρριψε το προσβαλλόμενο βούλευμα τους ισχυρισμούς του και δεν αναφέρεται στα προσαχθέντα από αυτόν παραστατικά σύμφωνα με τα οποία ποσό 21.400.000 δρχ. κατετέθη στην EUROBANK και ΕΤΕ το 2000 (βλ. σελ. 23 πραγματογνωμοσύνης), ποσό που απέκρυψε η εγκαλούσα στην κατάθεσή της ενώπιον της ανακρίτριας. Στην σελ. 29 της εκθέσεως αναφέρεται ότι έλαβε ως προμήθεια το ποσό των 19.404.004 δρχ., στην ίδια έκθεση αναφέρεται ότι η παραγωγή του κατά το έτος 2000 ήταν 80.023.225 δρχ., εάν λοιπόν προστεθούν τα 38.869.617 που κατέθεσε το 2000 στο ανωτέρω ποσό των 21.400.000 δρχ. και στο ποσό των 19.404.004 δρχ. που αποτελούσε την προμήθειά του το έλλειμμα ανέρχεται σε 349.704 δρχ. Το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν αναφέρεται καν στον άνω ισχυρισμό του ούτε στα προσαγόμενα και επικαλούμενα παραστατικά (τα οποία περιέχονται στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης στην οποία στηρίχθηκε το βούλευμα) χωρίς ειδική αιτιολογία. Τέλος, με την υπ' αρ. 5324/2004 αμετάκλητη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών απερρίφθη σχετική αγωγή της εγκαλούσας για υπεξαίρεση του ποσού των 73.723.380 δρχ. στην απόφαση δε αυτή αναφέρεται πως η εγκαλούσα επαναλαμβάνει δύο φορές το περιεχόμενο της αγωγής, τους πίνακες και δεν διευκρινίζεται για ποιο λόγο ζητούνται δύο φορές τα οφειλόμενα. Επίσης με την αίτηση αναιρέσεως υπέβαλε συγχρόνως αίτημα αυτοπροσώπου εμφανίσεως ενώπιον του Συμβουλίου προκειμένου να ακουσθεί.
ΙΙ) Στο παραπεμπτικό βούλευμα υπάρχει η από τα άρθρα 93 §3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όταν εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου προσώπου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη, αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, χωρίς ν' απαιτείται ν' αναφέρεται το περιεχόμενο κάθε αποδεικτικού στοιχείου και τι προκύπτει απ' αυτό και να προσδιορίζονται οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (Α.Π. 1303/2002 σε Συμβ. Π. Χρ. Ν.Γ./496, Α.Π. 1425/2002 σε Συμβ. Π.Χρ. Ν.Γ./510). Η αιτιολογία επιτρεπτώς γίνεται με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, καλύπτει δε η αναφορά αυτή και το στοιχείο της μνείας των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στην πρόταση αυτή (Α.Π. 861/2004 Π.Χρ. Ν.Ε./2005 σελ. 408).
ΙΙΙ) Κατά το άρθρο 375 §1 Π.Κ. όπως ισχύει μετά το άρ. 14 §3α' του Ν. 2721/1999: όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσόν των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δρχ. ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακουργήματος απαιτείται: α) το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος που είναι κινητό πράγμα να είναι ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού ανήκει, κατά το αστικό δίκαιο, σε άλλο και όχι στον δράστη (Α.Π. 728/2000 Π.Χρ. ΝΑ/64, Α.Π. 1786/97 Π.Χρ. ΜΗ/967). β) η κατοχή του πράγματος αυτού κατά τον χρόνο τελέσεως της πράξεως να είχε περιέλθει με οποιοδήποτε τρόπο στον δράστη (Α.Π. 1011/2000 Π.Χρ. ΝΑ/244). γ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από τον δράστη, που υπάρχει όταν αυτή γίνεται χωρίς την συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο δικαίωμα (από νόμο ή δικαιοπραξία) που να παρέχει στον δράστη δικαιολογητική αιτία της ιδιοποιήσεως (Α.Π. 134/98 Π.Χρ. ΜΗ/772, Α.Π. 1466/97 Π.Χρ. ΜΗ/595, Τούση - Γεωργίου Ερμ. Π.Κ. έκδοση Γ υπ' αρ. 375 σελ.1013-1014). δ) η συνολική αξία να υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. (73.000 Ευρώ). ε) υποκειμενικώς απαιτείται δολία προαίρεση του δράστη που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεώς του να ενσωματώσει χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο το πράγμα στην δική του περιουσία (Α.Π. 686/2004 Π.Χρ. ΝΕ/2005). Αρκεί και ενδεχόμενος δόλος (Τούση - Γεωργίου Ερμ. Π.Κ. υπ' αρ. 375 σελ. 1016, Γάφου Ειδ. Ποινικό Τεύχος ΣΤ σελ. 59-70). IV) Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, (η οποία καλύπτει και το στοιχείο μνείας των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στην πρόταση αυτή Α.Π. 861/2004 Π.Χρ. ΝΕ/408) αφού προσδιορίζει κατ' είδος όλα τα αποδεικτικά μέσα που συγκεντρώθηκαν από την κυρία ανάκριση και ειδικότερα την έγκληση, την χωρίς όρκο κατάθεση της πολ. ενάγουσας, τις ένορκες καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, από όλα τα έγγραφα που έχουν επισυναφθεί στην δικογραφία, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν κατά την κρίση του Συμβουλίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εγκαλούσα Ψ1 ασκεί το επάγγελμα του ασφαλιστικού πράκτορα και διατηρεί πρακτορείο επί της Λεωφ. ...... Συγκεκριμένα, μεσολαβεί μεταξύ των πελατών της και ασφαλιστικών εταιρειών, με τις οποίες συνεργάζεται, για την σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων. Ειδικότερα, παραλαμβάνει την πρόταση κατάρτισης σύμβασης ασφάλισης από τον ενδιαφερόμενο πελάτη της, τον οποίο και ενημερώνει για τους όρους της υπό κατάρτιση σύμβασης, την προωθεί στην ασφαλιστική εταιρεία και στην συνέχεια παραλαμβάνει από την τελευταία το εκδιδόμενο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, το οποίο ακολούθως παραδίδει στον ασφαλιζόμενο, αφού προηγουμένως εισπράξει για λογαριασμό της δικαιούχου ασφαλιστικής εταιρείας και παραδώσει σ' αυτήν τα αναλογούντα ασφάλιστρα, από τα οποία παρακρατεί το συνομολογηθέν ποσό της προμήθειάς της. Από τον Μάιο του έτους 1996, η ως άνω εγκαλούσα συνεργάστηκε με τον εκκαλούντα κατηγορούμενο Χ1, ασφαλιστικό σύμβουλο (υποπράκτορα), ο οποίος διέθετε δικό του πελατολόγιο, ως προς τους ειδικότερους δε όρους της συνεργασίας τους συμφωνήθηκε προφορικά και ίσχυε αναλογικά ό,τι περίπου είχε συμφωνηθεί και ίσχυε μεταξύ της εγκαλούσας και των συνεργαζομένων με αυτή ασφαλιστικών εταιρειών. Δηλαδή, ο κατηγορούμενος προετοίμαζε και παραλάμβανε την πρόταση κατάρτισης σύμβασης ασφάλισης από τον ενδιαφερόμενο πελάτη του και την παρέδιδε έτοιμη στην εγκαλούσα. Η τελευταία την προωθούσε στην αντισυμβαλλόμενη ασφαλιστική εταιρεία και στην συνέχεια παρελάμβανε απ' αυτήν το εκδιδόμενο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, το οποίο παρέδιδε στον κατηγορούμενο. Αυτός με την σειρά του το παρέδιδε στον ασφαλιζόμενο πελάτη του και εισέπραττε απ' αυτόν τα αναλογούντα ασφάλιστρα, τα οποία όφειλε να αποδίδει στην εγκαλούσα, αφού προηγουμένως αφαιρούσε την νόμιμη προμήθειά του, προκειμένου και αυτή με την σειρά της να τα αποδώσει στην δικαιούχο ασφαλιστική εταιρεία. Η νόμιμη προμήθεια του κατηγορουμένου, που είχε συμφωνηθεί, μεταξύ αυτού και της εγκαλούσας, ανερχόταν στο 13% επί των καθαρών ασφαλίστρων για τον κλάδο αστικής ευθύνης αυτοκινήτων, στο 25% επί των καθαρών ασφαλίστρων για τον κλάδο περιουσίας και στο 20% επί των καθαρών ασφαλίστρων για τον κλάδο αστικής ευθύνης αυτοκινήτων, στο 25% επί των καθαρών ασφαλίστρων για τον κλάδο γενικής αστικής ευθύνης. Η ως άνω συνεργασία μεταξύ της εγκαλούσας και του κατηγορουμένου συνεχίστηκε χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα μέχρι τον Ιούλιο του έτους 1999, οπότε ο τελευταίος άρχισε να παρουσιάζει αδικαιολόγητες καθυστερήσεις στην απόδοση ασφαλίστρων, το γεγονός δε αυτό είχε ως αποτέλεσμα την οριστική διακοπή της μεταξύ τους συνεργασίας, η οποία έλαβε χώρα περί το τέλος του έτους 2000. Επακολούθησε σχετικός έλεγχος, από τον οποίο προέκυψε ότι ενώ ο κατηγορούμενος, κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2000 έως και 31-10-2000, είχε εισπράξει σταδιακά από πελάτες του για την ως άνω αιτία ασφάλιστρα, τα οποία, μετά την αφαίρεση της νόμιμης προμήθειάς του, ανήρχοντο συνολικά στο ποσό των 73.723.780 δραχμών (216.357 Ευρώ), στην συνέχεια δεν τα απέδωσε, όπως όφειλε, στην εγκαλούσα Ψ1, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της, προκειμένου αυτή με την σειρά της να τα αποδώσει στην τελική δικαιούχο ασφαλιστική εταιρεία UNIVERSAL ALLGEMEINE VERSICHRUNG A.G., η οποία αντιπροσωπεύεται στην Ελλάδα από την εταιρεία INTERASCO Α.Ε., αλλά τα παρεκράτησε και τα ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντάς τα στην περιουσία του, με αντίστοιχη περιουσιακή ζημία της ως άνω εγκαλούσας, η οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει εξ ιδίων το εν λόγω χρηματικό ποσό στην παραπάνω δικαιούχο ασφαλιστική εταιρεία. Ο κατηγορούμενος με την απολογία του δεν αμφισβήτησε ουσιαστικά την διαμεσολάβησή του στην κατάρτιση των περισσοτέρων ασφαλιστικών συμβάσεων, επί των οποίων υπολογίστηκε το υπ' αυτού εισπραχθέν και μη αποδοθέν ποσό ασφαλίστρων, πλην όμως υποστήριξε ότι δεν οφείλει κανένα ποσό στην εγκαλούσα, δεδομένου ότι το φερόμενο ως υπεξαιρεθέν ποσό ασφαλίστρων προέκυψε από επιπλέον χρεώσεις συμβολαίων, από διπλοεγγραφές καθώς και από συνυπολογισμό ακυρωθέντων ασφαλιστηρίων συμβολαίων. Περαιτέρω ισχυρίστηκε ότι έχει καταβάλει για την ανωτέρω αιτία χρηματικά ποσά με την κατάθεσή τους σε τραπεζικούς λογαριασμούς της εγκαλούσας, τα οποία η τελευταία απέκρυψε. Προς διερεύνηση όμως των ως άνω ισχυρισμών του εκκαλούντα παραγγέλθηκε συμπληρωματική κυρία ανάκριση και διενεργήθηκε λογιστική πραγματογνωμοσύνη από τον ......., ο οποίος διορίστηκε με την υπ' αριθμ. 143/2004 Διάταξη της Ανακρίτριας του 2ου Τακτικού Τμήματος Αθηνών. Ο εν λόγω πραγματογνώμονας, με την από ..... έκθεσή του, αποφάνθηκε ότι το συνολικό ποσό των ασφαλίστρων το οποίο εισέπραξε κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2000 έως 31-10-2000 ο κατηγορούμενος, και το οποίο όφειλε, μετά την αφαίρεση της νόμιμης προμήθειάς του, να αποδώσει στην εγκαλούσα και δεν το απέδωσε, ανέρχεται σε δραχμές 73.723.780, καταρρίπτοντας ένα προς ένα τους ως άνω προβληθέντες ισχυρισμούς του εν λόγω κατηγορουμένου. Τα ως άνω προκύψαντα από την κυρία ανάκριση πραγματικά περιστατικά στοιχειοθετούν πράγματι εις βάρος του εκκαλούντα - κατηγορουμένου Χ1 την αποδιδόμενη σ' αυτόν κακουργηματική πράξη της υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που συνολικά υπερβαίνει το ποσό των 73.000 Ευρώ (άρθρ. 1, 14, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 98, 375 παρ. 1β' Π.Κ., όπως η παρ. 1 του άρθρου 375 συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3α του Ν. 2721/1999). Επομένως το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, που με το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 3458/2006 βούλευμά του παρέπεμψε τον ως άνω εκκαλούντα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών για να δικαστεί για την πιο πάνω πράξη δεν έσφαλλε αλλά ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και συνακόλουθα η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της και να επικυρωθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα. V) Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με αυτά που εδέχθη και ακολούθως απέρριψε με το προσβαλλόμενο βούλευμά του ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος (3458/2006) του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του αρ. 375 §1 Κ.Π.Δ., την οποία ορθώς ερμήνευσε, εφήρμοσε, χωρίς να την παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν ήταν ανάγκη να διαληφθούν επιπλέον στοιχεία. Ειδικότερα: Γίνεται αναφορά στην επαγγελματική δραστηριότητα της εγκαλούσας ως ασφαλιστικού πράκτορα συγκεκριμένα σε τι συνίστατο η εργασία της, τον τρόπο και τους όρους καταρτίσεως των ασφαλιστικών συμβάσεων, της παραδόσεως των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, την είσπραξη για λογαριασμό της δικαιούχου ασφαλιστικής εταιρείας και παράδοση σ' αυτήν των αναλογούντων ασφαλίστρων από τα οποία παρεκράτει το συνομολογηθέν ποσοστό προμήθειάς της. Αναφέρεται στην συνεργασία της από το 1996 με τον κατηγορούμενο ασφαλιστικό σύμβουλο (υποπράκτορα) ο οποίος διέθετε δικό του πελατολόγιο, τους ειδικότερους όρους συνεργασίας τους οι οποίοι ήταν ανάλογοι με ότι περίπου αυτή είχε συμφωνήσει με τις συνεργαζόμενες ασφαλιστικές εταιρείες. Πώς εκείνος παρελάμβανε και κατήρτιζε τις προτάσεις καταρτίσεως συμβάσεων ασφαλίσεως και τις παρέδιδε έτοιμες στην εγκαλούσα, η οποία τις προωθούσε στην ασφαλιστική εταιρεία και στην συνέχεια παρελάμβανε απ' αυτήν το εκδιδόμενο ασφαλιστήριο συμβόλαιο και το παρέδιδε στον ασφαλιζόμενο, εισέπραττε τα ασφάλιστρα που όφειλε να αποδίδει στην εγκαλούσα, αφού παρακρατούσε την νόμιμη προμήθειά του. Επίσης προσδιορίζονται τα ποσοστά προμήθειας κατά κλάδο. Δηλαδή είναι σαφές πως τα ασφάλιστρα που εισέπραττε ο αναιρεσείων έπρεπε να αποδοθούν στην αντίστοιχη ασφαλιστική εταιρεία ως τελικό δικαιούχο και δεν είχε κανένα δικαίωμα, πέραν της συμφωνηθείσας προμήθειας, να τα κατακρατεί. Αναφέρει το προσβαλλόμενο βούλευμα ότι από τον Ιούλιο του 1999 ο κατηγορούμενος άρχισε να παρουσιάζει αδικαιολόγητες καθυστερήσεις στην απόδοση των ασφαλίστρων και από 1-1-2000 έως 31-10-2000 ενώ είχε εισπράξει σταδιακά το ποσό των 73.723.780 δρχ. (216.357 Ευρώ) δεν το απέδωσε στην εγκαλούσα για να το παραδώσει στην δικαιούχο ασφαλιστική εταιρεία "UNIVERSAL ALLGEMEINE VERSICHRUNG A.C." που εκπροσωπείται στην Ελλάδα από την INTERASCO Α.Ε., αλλά τα κατεκράτησε και τα ιδιοποιήθηκε παράνομα. Το βούλευμα απαντά επί των αρνητικών της κατηγορίας ισχυρισμών του κατηγορουμένου, αντικρούωντας αυτούς με επίκληση του πορίσματος λογιστικής πραγματογνωμοσύνης η οποία πραγματοποιήθηκε προς διερεύνηση των ισχυρισμών του κατά την διενεργηθείσα περαιτέρω κυρία ανάκριση. Από το πόρισμα αυτό προέκυψε η παράνομη ιδιοποίηση του άνω ποσού κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2000 έως 31-10-2000. Οι λόγοι τους οποίους επικαλείται ο αναιρεσείων με την υπό κρίση αίτηση (ως συνοπτικώς αναφέρονται στην παράγραφο Ι της παρούσας), αφ' ενός συνιστούν άρνηση της κατηγορίας και, αφ' ετέρου, αφορούν την επί της ουσίας των πραγματικών περιστατικών αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Ούτε συνιστά αντίφαση η αναφορά εις το βούλευμα πως άρχισε να παρουσιάζει αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην απόδοση των ασφαλίστρων από τον Ιούλιο 1999, αφού το Συμβούλιο Εφετών στο προσβαλλόμενο βούλευμα προσδιορίζει ότι τα υπεξαιρεθέντα ποσά αφορούσαν εισπραχθέντα ασφάλιστρα του έτους 2000, και συνεπώς ορθώς το ανωτέρω Συμβούλιο απέρριψε την έφεση του κατηγορουμένου και επεκύρωσε το εκκληθέν βούλευμα. Κατ' ακολουθία αυτών θα πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσίαν η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα. Όμως θα πρέπει να γίνει δεκτό το αίτημα του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Υμετέρου Συμβουλίου προς παροχή διευκρινήσεων. V)
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω 1) Να απορριφθεί η υπ' αρ. 180/7-9-2007 αίτηση αναιρέσεως (ασκηθείσα ενώπιον του Γραμματέα Ποινικού Τμήματος Εφετείου Αθηνών) του Χ1, ασκηθείσα δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Γ. Ασλάνη, κατά του υπ' αρ. 1447/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. 2) Να γίνει δεκτό το αίτημα του αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Υμετέρου Συμβουλίου προς παροχή διευκρινίσεων. 3) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος.
Αθήνα 15-10-2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος - Εμμανουήλ Παπαδάκης
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- Με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η αναίρεση του 1447/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο απέρριψε κατ' ουσίαν έφεση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος με το οποίο ο τελευταίος παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών για υπεξαίρεση ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατ' εξακολούθηση που συνολικά υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ. Με το δικόγραφο της εν λόγω αιτήσεως, ο αναιρεσείων υποβάλλει αίτημα αυτοπρόσωπης εμφάνισής του ενώπιον του Συμβουλίου τούτου, προς παροχή διευκρινίσεων. Το αίτημα αυτό είναι μεν νόμιμο, κατά τις διατάξεις των άρθρων 485 παρ. 1 και 309 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ, πρέπει, όμως, να απορριφθεί ως ουσιαστικώς αβάσιμο, διότι ο αναιρεσείων στην υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα τις πλημμέλειες που αποδίδει με τον προβαλλόμενο λόγο αναιρέσεως στο πληττόμενο βούλευμα και αναπτύσσει επαρκώς τα κρίσιμα ζητήματα της δικαζόμενης υπόθεσης, έτσι ώστε, δεν ανακύπτει ανάγκη οποιαδήποτε περαιτέρω διευκρινήσεως.
ΙΙ.- Κατά το άρθρο 375 παρ. 1, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3α του Ν. 2721/1999 "όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών (73.000 ευρώ), ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση της κακουργηματικής υπεξαίρεσης απαιτείται αντικειμενικώς, α)το υλικό αντικείμενο της υπεξαίρεσης να είναι κατά τη φυσική αντίληψη κινητό πράγμα, β)να είναι αυτό ολικά ή μερικά ξένοι με την έννοια, ότι η κυριότητα αυτού ανήκει, κατά το αστικό δίκαιο, σε άλλον, εκτός από το δράστη, γ)η κατοχή του πράγματος αυτού να έχει περιέλθει με οποιοδήποτε τρόπο στο δράστη, δ)παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος, από τον υπαίτιο, που υπάρχει όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου νόμιμου δικαιολογητικού λόγου, ε)η συνολική αξία του αντικειμένου της υπεξαίρεσης να υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών, η 73.000 ευρώ, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος συνίσταται στη θέληση ή αποδοχή του δράστη να ενσωματώσει το ξένο ολικά ή μερικά κινητό πράγμα στην περιουσία του, που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια αυτού, με την οποία αποκαλύπτεται η πρόθεσή του αυτή. Περαιτέρω, σε περίπτωση υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση, που τελέσθηκε μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 2721/1999 (3-6-1999) που τροποποίησε το άρθρο 98 ΠΚ, για τον κακουργηματικό χαρακτήρα της πράξης λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξία όλως των επί μέρους πράξεων, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο συνολικό αποτέλεσμα. Εξάλλου, το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών που απορρίπτει την έφεση του κατηγορουμένου κατά πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' Κ.Ποιν.Δ λόγο αναιρέσεως, όταν διαλαμβάνονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση (κύρια ή προανάκριση) και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους το συμβούλιο έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση αιτιολογικού και διατακτικού του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.) χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προέκυψε από το καθένα χωριστά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της κρίσεώς του όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα. Δεν ιδρύει όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, καθόσον στην περίπτωση αυτή πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του συμβουλίου της ουσία. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εξολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αφού η τελευταία αποτελεί αναπόσπαστο Τμήμα του ίδιου βουλεύματος, εφόσον αυτή περιέχει τις ανωτέρω διαλαμβανόμενες αναγκαίες αναφορές. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα αυτό εισαγγελική πρόταση, έκρινε, ότι το πρωτοβάθμιο συμβούλιο ορθώς παρέπεμψε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, προκειμένου να δικαστεί για την αποδιδόμενη σ' αυτόν αξιόποινη πράξη της υπεξαιρέσεως κατ' εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος. Δέχθηκε, ειδικότερα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από την εκτίμηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, ήτοι χωρίς όρκο εξέταση της πολιτικώς ενάγουσας, ένορκες καταθέσεις μαρτύρων, εγγράφων της δικογραφίας και απολογίας κατηγορουμένου προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εγκαλούσα Ψ1 ασκεί το επάγγελμα του ασφαλιστικού πράκτορα και διατηρεί πρακτορείο επί της Λεωφ,. ...... Συγκεκριμένα, μεσολαβεί μεταξύ των πελατών της και ασφαλιστικών εταιρειών, με τις οποίες συνεργάζεται, για την σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων. Ειδικότερα, παραλαμβάνει την πρόταση κατάρτισης σύμβασης ασφάλισης από τον ενδιαφερόμενο πελάτη της, τον οποίο και ενημερώνει για τους όρκους της υπό κατάρτιση σύμβασης, την προωθεί στην ασφαλιστική εταιρεία και στην συνέχεια, παραλαμβάνει από την τελευταία το εκδιδόμενο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, το οποίο ακολούθως παραδίδει στον ασφαλισμένο, αφού προηγουμένως εισπράξει για λογαριασμό της δικαιούχου ασφαλιστικής εταιρείας και παραδώσει σ' αυτήν τα αναλογούντα ασφάλιστρα, από τα οποία παρακρατεί το συνομολογηθέν ποσό της προμήθειάς της.
Από τον Μάιο του έτους 1996, η ως άνω εγκαλούσα συνεργάστηκε με τον εκκαλούντα κατηγορούμενο Χ1, ασφαλιστικό σύμβουλο (υποπράκτορα), ο οποίος διέθετε δικό του πελατολόγιο, ως προς τους ειδικότερους δε όρους της συνεργασίας τους συμφωνήθηκε προφορικά και ίσχυε αναλογικά ό,τι περίπου είχε συμφωνηθεί και ίσχυε μεταξύ της εγκαλούσας και των συνεργαζομένων με αυτή ασφαλιστικών εταιρειών. Δηλαδή, ο κατηγορούμενος προετοίμαζε και παραλάμβανε την πρόταση κατάρτισης σύμβασης ασφάλισης από τον ενδιαφερόμενο πελάτη του και την παρέδιδε έτοιμη στην εγκαλούσα. Η τελευταία την προωθούσε στην αντισυμβαλλόμενη ασφαλιστική εταιρεία και στην συνέχεια παρελάμβανε απ' αυτήν το εκδιδόμενο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, το οποίο παρέδιδε στον κατηγορούμενο. Αυτός με την σειρά του το παρέδιδε στον ασφαλιζόμενο πελάτη του και εισέπραττε απ' αυτόν τα αναλογούντα ασφάλιστρα, τα οποία όφειλε να αποδίδει στην εγκαλούσα, αφού προηγουμένως αφαιρούσε την νόμιμη προμήθειά του, προκειμένου και αυτή με την σειρά της να τα αποδώσει στην δικαιούχο ασφαλιστική εταιρεία. Η νόμιμη προμήθεια του κατηγορουμένου, που είχε συμφωνηθεί, μεταξύ αυτού και της εγκαλούσας, ανερχόταν στο 13% επί των καθαρών ασφαλίστρων για τον κλάδο αστικής ευθύνης αυτοκινήτων, στο 25% επί των καθαρών ασφαλίστρων για τον κλάδο περιουσίας και στο 20% επί των καθαρών ασφαλίστρων για τον κλάδο αστικής ευθύνης αυτοκινήτων, στο 25% επί των καθαρών ασφαλίστρων για τον κλάδο γενικής αστικής ευθύνης.
Η ως άνω συνεργασία μεταξύ της εγκαλούσας και του κατηγορουμένου συνεχίστηκε χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα μέχρι τον Ιούλιο του έτους 1999, οπότε ο τελευταίος άρχισε να παρουσιάζει αδικαιολόγητες καθυστερήσεις στην απόδοση ασφαλίστρων, το γεγονός δε αυτό είχε ως αποτέλεσμα την οριστική διακοπή της μεταξύ τους συνεργασίας, η οποία έλαβε χώρα περί το τέλος του έτους 2000. Επακολούθησε σχετικός έλεγχος, από τον οποίο προέκυψε ότι, ενώ ο κατηγορούμενος, κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2000 έως και 31-10-2000, είχε εισπράξει σταδιακά από πελάτες του για την ως άνω αιτία ασφάλιστρα, τα οποία, μετά την αφαίρεση της νόμιμης προμήθειάς του, ανήρχοντο συνολικά στο ποσό των 73.723.780 δραχμών (216.357 Ευρώ), στην συνέχεια, δεν τα απέδωσε, όπως όφειλε, στην εγκαλούσα Ψ1, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της, προκειμένου αυτή με την σειρά της να τα αποδώσει στην τελική δικαιούχο ασφαλιστική εταιρεία UNIVERSAL ALLGEMEINE VERSICHRUNG A.G., η οποία αντιπροσωπεύεται στην Ελλάδα από την εταιρεία INTERASCO Α.Ε., αλλά τα παρεκράτησε και τα ιδιοποιήθηκε παράνομα, ενσωματώνοντάς τα στην περιουσία του, με αντίστοιχη περιουσιακή ζημία της ως άνω εγκαλούσας, η οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει εξ ιδίων το εν λόγω χρηματικό ποσό στην παραπάνω δικαιούχο ασφαλιστική εταιρεία. Ο κατηγορούμενος με την απολογία του δεν αμφισβήτησε ουσιαστικά την διαμεσολάβησή του στην κατάρτιση των περισσοτέρων ασφαλιστικών συμβάσεων, επί των οποίων υπολογίστηκε το υπ' αυτού εισπραχθέν και μη αποδοθέν ποσό ασφαλίστρων, πλην όμως υποστήριξε ότι δεν οφείλει κανένα ποσό στην εγκαλούσα, δεδομένου ότι το φερόμενο ως υπεξαιρεθέν ποσό ασφαλίστρων προέκυψε από επιπλέον χρεώσεις συμβολαίων, από διπλοεγγραφές καθώς και από συνυπολογισμό ακυρωθέντων ασφαλιστηρίων συμβολαίων. Περαιτέρω ισχυρίστηκε ότι έχει καταβάλει για την ανωτέρω αιτία χρηματικά ποσά με την κατάθεσή τους σε τραπεζικούς λογαριασμούς της εγκαλούσας, τα οποία η τελευταία απέκρυψε.
Προς διερεύνηση όμως των ως άνω ισχυρισμών του εκκαλούντα παραγγέλθηκε συμπληρωματική κυρία ανάκριση και διενεργήθηκε λογιστική πραγματογνωμοσύνη από τον ....., ο οποίος διορίστηκε με την υπ' αριθμ. 143/2004 Διάταξη της Ανακρίτριας του 2ου Τακτικού Τμήματος Αθηνών. Ο εν λόγω πραγματογνώμονας, με την από ...... έκθεσή του, αποφάνθηκε ότι το συνολικό ποσό των ασφαλίστρων το οποίο εισέπραξε κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2000 έως 31-10-2000 ο κατηγορούμενος, και το οποίο όφειλε, μετά την αφαίρεση της νόμιμης προμήθειάς του, να αποδώσει στην εγκαλούσα και δεν το απέδωσε, ανέρχεται σε δραχμές 73.723.780, καταρρίπτοντας ένα προς ένα τους ως άνω προβληθέντες ισχυρισμούς του εν λόγω κατηγορουμένου.
Τα ως άνω προκύψαντα από την κυρία ανάκριση πραγματικά περιστατικά στοιχειοθετούν πράγματι εις βάρος του εκκαλούντα - κατηγορουμένου Χ1 την αποδιδόμενη σ' αυτόν κακουργηματική πράξη της υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που συνολικά υπερβαίνει το ποσό των 73.000 Ευρώ (άρθρ. 1, 14, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 98, 375 παρ. 1β' Π.Κ., όπως η παρ. 1 του άρθρου 375 συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3α του Ν. 2721/1999). Επομένως, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, που με το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 3458/2006 βούλευμά του παρέπεμψε τον ως άνω εκκαλούντα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών για να δικαστεί για την πιο πάνω πράξη δεν έσφαλλε, αλλά ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και συνακόλουθα, η υπό κρίση έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της και να επικυρωθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα. Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με αυτά που εδέχθη και ακολούθως απέρριψε με το προσβαλλόμενο βούλευμά του ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος υπ' αριθμ. 3458/2006 βουλεύματος Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 98 παρ. 1 και 2 ΠΚ, όπως η τελευταία παράγραφος προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ,. 1 του Ν. 2721/1999, 375 §1 εδ. γ' ΠΚ, όπως το τελευταίο προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3 του Ν. 2721/1999, τις οποίες ορθώς εφήρμοσε και δεν τις παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου. Ειδικότερα, στο προσβαλλόμενο βούλευμα με σαφήνεια προσδιορίζεται ο τρόπος περιελεύσεως των υπεξαιρεθέντων ασφαλίστρων στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο και ο χρόνος κατά τον οποίο περιήλθαν τα ασφάλιστρα στην κατοχή του,. Περαιτέρω, περιγράφεται η εκδήλωση βουλήσεως ιδιοποιήσεως των ασφαλίστρων της εγκαλούσας με την παραδοχή του Συμβουλίου ότι ο αναιρεσείων, ενώ κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2000 έως 31-10-2000 εισέπραξε σταδιακά (αφού πρακτόρευσε) το ανερχόμενο σε 73.729,780 δραχμών ή 216.357 ευρώ συνολικό ποσό καθαρών ασφαλίστρων, το οποίο όφειλε να αποδώσει στην εγκαλούσα, αρνήθηκε να το πράξει παρά τις έντονες οχλήσεις αυτής, εκδηλώνοντας έτσι έμπρακτα την πρόθεσή του και το σκοπό του να το ιδιοποιηθεί παράνομα. Ακόμη, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα το Συμβούλιο Εφετών έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα κατ' είδος μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα και απαντά επί των αρνητικών της κατηγορίας ισχυρισμών του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, αντικρούοντας αυτούς με επίκληση του πορίσματος λογιστικής πραγματογνωμοσύνης η οποία πραγματοποιήθηκε προς διερεύνηση των ισχυρισμών του κατά την διενεργηθείσα περαιτέρω κυρία ανάκριση. Από το πόρισμα αυτό προέκυψε κατά τις παραδοχές του βουλεύματος η παράνομη ιδιοποίηση του άνω ποσού κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2000 έως 31-10-2000. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, ο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του Κ.Ποιν.Δ προβαλλόμενος μοναδικός λόγος αναιρέσεως της ένδικης αίτησης, με τον οποίο πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, ενώ οι λοιπές αιτιάσεις με τις οποίες πλήττεται, με την επίκληση, κατ' επίφαση ελλείψεως της επιβαλλόμενης ως άνω αιτιολογίας, η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, είναι απαράδεκτες και πρέπει ως εκ τούτου να απορριφθούν. Μετά από αυτά, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση στην κρινόμενη αίτηση, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 7 Σεπτεμβρίου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του υπ' αριθμ. 1447/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 19 Ιουνίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ