Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 670 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Υπεξαίρεση στην υπηρεσία, Εξακολουθούν έγκλημα, Δόλος.




Περίληψη:
Παραπομπή της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης με το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα στο Τριμελές Εφετείο (Κακουργημάτων) για να δικαστεί για τις κακουργηματικές πράξεις :α) της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ’ εξακολούθηση (ΠΚ 216 παρ. 1 και 3 εδ. α΄ και 98) και β) της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία (υπάλληλος του ΙΚΑ) κατ’ εξακολούθηση (ΠΚ 258 στοιχ. γ΄ περ. β΄ και 98). Το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, τις πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Επίσης, αιτιολογείται ειδικώς και εμπεριστατωμένως ο δόλος της αναιρεσείουσας, καθώς και η συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής της ΠΚ 98 παρ. 2 με την ειδικότερη αναφορά στην αιτιολογία του προσβαλλόμενου βουλεύματος, κατά μεταρρύθμιση του πρωτόδικου βουλεύματος, ότι απέβλεπε αυτή με τις μερικότερες πράξεις των άνω εγκλημάτων κατ’ εξακολούθηση στο αναφερόμενο συνολικό αποτέλεσμα, χωρίς από αυτή τη μεταρρύθμιση του πρωτόδικου βουλεύματος να έχει δημιουργηθεί η επικαλούμενη απόλυτη ακυρότητα, αφού δεν υπάρχει ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας. Είναι απορριπτέοι οι περί του αντιθέτου από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α΄, β΄, δ΄ και στ΄ ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως.




ΑΡΙΘΜΟΣ 670/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη- Εισηγητή και Θεοδώρα Γκοΐνη, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 23 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Χ, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1889/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Φεβρουαρίου 2007 αίτησή τους, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 381/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη με αριθμό 465/26-11-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Eισάγω στο Δικαστήριό σας, σύμφωνα με το άρθρο 485 § 1 Κ.Π.Δ., την με αριθ. 31/16-2-2007 αίτηση αναιρέσεως της Χ, κατά του υπ'αριθ. 1889/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα:
Ι) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Χαλκίδος με το υπ'αριθ. 161/2003 βούλευμα του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, εκτός των άλλων, και την παραπάνω αναιρεσείουσα, προκειμένου να δικασθεί για πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ'εξακολούθηση, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό της, βλάπτοντας τρίτον, περιουσιακό όφελος, το οποίο συνολικά υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. (73.000 ευρώ), καθώς και για υπεξαίρεση στην υπηρεσία κατ'εξακολούθηση, με αντικείμενο ποσό ανώτερο των 25.000.000 δρχ. (73.000 ευρώ) (άρθρ. 13, 26, 27, 94 §1, 98, 216 § § 1,3, 258 εδ' γ' Π.Κ.). Κατά του παραπάνω βουλεύματος η αναιρεσείουσα ήσκησε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο με το υπ'αριθ. 2200/2003 βούλευμά του απέρριψε την έφεση της και επεκύρωσε ως προς αυτή το πρωτόδικο βούλευμα. Κατά του ανωτέρω βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών ήσκησε η εν λόγω κατηγορουμένη την υπ'αριθ. 189/22-10-2003 αίτηση αναιρέσεως, η οποία, με την υπ'αριθ. 2356/2004 απόφαση του Δικαστηρίου σας (σε Συμβούλιο), έγινε ουσιαστικά δεκτή, αναιρέθηκε το υπ'αριθ. 2200/2003 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και παρεπέμφθη η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο ανωτέρω Συμβούλιο, συντιθέμενο όμως από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως. Στην συνέχεια εξεδόθη το υπ'αριθ. 807/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών το οποίο απέρριψε και πάλι κατ'ουσία την υπ'αριθμ. 19/2003 έφεση της κατηγορουμένης Χ, ενώ μετερρύθμισε το υπ'αριθμόν 161/2003 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκίδος. Κατά του ανωτέρω εφετειακού βουλεύματος η παραπάνω κατηγορουμένη ήσκησε εκ νέου την υπ'αριθμ. 59/6-5-2005 αίτηση αναιρέσεως επί της οποίας εξεδόθη η υπ'αριθ. 244/2006 απόφαση του Δικαστηρίου σας (σε Συμβούλιο) δια της οποίας ανηρέθη το προαναφερόμενο βούλευμα και παρεπέμφθη η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο, συντιθέμενο όμως από άλλους δικαστάς, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως. Στην συνέχεια εξεδόθη το προσβαλλόμενο ανωτέρω βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών (1889/2006), το οποίο απέρριψε και πάλι κατ'ουσία την υπ'αριθ. 19/2003 έφεση της κατηγορουμένης Χ, ενώ παράλληλα μεταρρύθμισε το υπ'αριθ. 161/2003 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκίδος. Κατά του ανωτέρω εφετειακού βουλεύματος η προαναφερόμενη κατηγορουμένη ήσκησε την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η οποία ησκήθη νομότυπα και εμπρόθεσμα δεδομένου ότι το προσβαλλόμενο επεδόθη στην ίδια την 11-2-2007, ενώ η αναίρεση ησκήθη την 16-2-2007 με έκθεση ενώπιον του αρμοδίου Γραμματέως του τμήματος βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών. Περιέχει δε ως λόγους αναιρέσεως 1)'Ελλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, 2) Απόλυτη ακυρότητα και 3) Εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (άρθρ. 484 § 1 περ. α', β', δ' Κ.Π.Δ.). Επομένως η ως άνω αίτηση αναιρέσεως της Χ είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως.

ΙΙ) Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη από τα άρθρ. 93 § 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 484 § 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή στην ουσιαστική διάταξη όπου εφηρμόσθη και εκρίθη ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της κατηγορουμένης στο ακροατήριο. Η επιβαλλομένη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ. αιτιολογία, γίνεται δεκτό ότι υπάρχει και όταν το Συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ιδίου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα εις αυτήν, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην πρόταση με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών (Α.Π. 2253/2002 Ποιν. Χρ. ΝΓ' σελ. 795). Περαιτέρω εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει σ'αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία εδέχθη, στην διάταξη που εφηρμόσθη. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που αποτελεί λόγον αναιρέσεως του βουλεύματος, κατ'άρθρ. 484 § 1 στοιχ. β' Κ.Π.Δ., υπάρχει και όταν η διάταξη έχει παραβιασθεί εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του Συμβουλίου, από την κύρια ανάκριση ή προανάκριση, ή κατά την έκθεση αυτή υπάρχει αντίφαση, είτε στην αιτιολογία, είτε μεταξύ αιτιολογίας που τα περιέχει και του διατακτικού του βουλεύματος, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατος ο, εκ μέρους του Αρείου Πάγου, έλεγχος για την εφαρμογή ή όχι του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης (Ολ. Α.Π. 1778/93 Ποιν. Χρ. ΜΔ'σελ. 167). Εξ ετέρου από τις διατάξεις των άρθρων 27,43,243 επ., 307, 317 επ. και 171 § 1 περ. β' Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών αποφαίνεται μόνον περί της πράξεως για την οποία ησκήθη ποινική δίωξις από τον Εισαγγελέα και ότι κατά την άσκηση της δικαιοδοσίας του οφείλει να προσδίδει στην διωχθείσα πράξη του τον προσήκοντα νομικό χαρακτηρισμό και να εξετάζει αυτήν υπό όλες τις μορφές της, με δυνατότητα μετατροπής της κατηγορίας, εφόσον δεν επέρχεται ανεπίτρεπτη μεταβολή, υπό την έννοια της απολύτου διαφοροποιήσεως της αρχικής κατηγορίας και της μεταγενέστερης κατά σύγκριση της αντικειμενικής υποστάσεως των δύο αδικημάτων ή των δύο μορφών του αυτού εγκλήματος, εάν μεταξύ τους υπάρχει ουσιαστική διαφορά, με την οποίαν μεταβάλλεται το αντικειμενικό στοιχείο, εμφανιζόμενο ως ιδιαίτερο και μη ταυτιζόμενο προς την αντίστοιχη αντικειμενική υπόσταση. Εκ τούτων έπεται ότι το Συμβούλιο δεν έχει δικαιοδοσία να αποφανθεί περί άλλης πράξεως, η οποία διαφέρει της διωχθείσης κατά τα αντικειμενικά συστατικά στοιχεία της, έστω και αν περιλαμβάνεται στην υποβληθείσα μήνυση, για την οποία απαιτείται η κίνηση ιδίας ποινικής διώξεως από τον Εισαγγελέα (Α.Π. 759/1999 Ποιν. Χρ. Ν σελ. 324). Εξάλλου, μεταβολή της κατηγορίας, η οποία συνεπάγεται την αναίρεση του βουλεύματος για απόλυτη ακυρότητα, λόγω μη τήρησης των διατάξεων που καθορίζουν την ποινική δίωξη, κατ'άρθρ. 484 § 1 περ. α' σε συνδυασμό με το άρθρ. 171 § 1 περ. β' Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν η πράξη για την οποίαν παραπέμπεται ο κατηγορούμενος, είναι διάφορη κατά τόπο, χρόνο και ιστορικές περιστάσεις, από εκείνη για την οποία ησκήθη η ποινική δίωξις, ώστε να αποτελεί αντικειμενικά διάφορο έγκλημα. Αντίθετα, δεν υπάρχει ανεπίτρεπτη μεταβολή κατηγορίας, όταν, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρ. 371 § 3 Κ.Π.Δ., προσδιορίζονται με περισσότερη ακρίβεια και σαφήνεια με βάση τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση ή από την αποδεικτική διαδικασία, τα στοιχεία που συγκροτούν το έγκλημα, για το οποίο ησκήθη η ποινική δίωξη ή όταν διορθώνεται και βελτιώνεται κάποιο ιστορικό στοιχείο, που δεν μεταβάλει ουσιωδώς τούτο. 'Ετσι, κατά τα εκτεθέντα, δεν αποτελεί μεταβολή της κατηγορίας η παραδοχή, το πρώτο, από το Συμβούλιο Εφετών επιβαρυντικών περιστάσεων της πράξεως, όπως η προσθήκη του σκοπού οφέλους εις τον άμεσον συνεργόν της πράξεως της ψευδούς βεβαιώσεως, ακόμη και όταν εισάγεται σ'αυτό η υπόθεση μετά από έφεση του κατηγορουμένου, γιατί, κατά το άρθρ. 318 Κ.Π.Δ. το Συμβούλιο Εφετών, όταν επιλαμβάνεται της υποθέσεως, συνεπεία εφέσεως του κατηγορουμένου, κατά του πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος, μπορεί να διατάξει όσα και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών και δεν εμποδίζεται από την διάταξη του άρθρ. 470 § 1 του ιδίου Κώδικα, που καθιερώνει την αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσεως του εκκαλούντος κατηγορουμένου, που έχει εφαρμογή επί ασκήσεως ενδίκου μέσου από τον κατηγορούμενο μόνο κατά καταδικαστικών γι'αυτόν αποφάσεων και όχι και κατά παραπεμπτικών βουλευμάτων (Α.Π. 479/2000 σελ. 931, Α.Π. 1297/95 Ποιν. Χρ. ΜΣΤ'σελ. 499, Α.Π. 1521/82 Ποιν. Χρον. ΛΓ' σελ. 583, Α.Π. 82/97 Ποιν. Χρ. ΜΖ'σελ. 1257).

ΙΙΙ) Κατά την διάταξη του άρθρ. 258, όπως η περ. γ' αντικ. από το άρθρ. 14 παρ. 5β ν.2721/1999, υπάλληλος ο οποίος παράνομα ιδιοποιείται χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα που τα έλαβε ή κατέχει, λόγω αυτής της ιδιότητός του, τιμωρείται: α)........... β).......... γ) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν α)......β) το αντικείμενο της πράξης έχει αξία μεγαλύτερη των 73.000 ευρώ. Για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού που περιλαμβάνει την αντικειμενική υπόσταση της κατά το άρθρ. 375 § 1 Π.Κ. υπεξαίρεσης με επαύξηση της ποινής, απαιτείται όπως το παράνομα ιδιοποιούμενο πράγμα είναι ξένο (ολικά ή εν μέρει), τέτοιο δε θεωρείται εκείνο που βρίσκεται σε ξένη με τον δράστη κυριότητα με την έννοια που εκλαμβάνεται αυτή στο αστικό δίκαιο, το οποίο ο υπάλληλος, κατά την έννοια του άρθρ. 263 α' του ιδίου κώδικα, έλαβε ή κατέχει υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, έστω και αν είναι αναρμόδιος δι'αυτό, ιδιοποίηση δε αποτελεί κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη η οποία καθηλώνει τη θέληση αυτού να εξουσιάζει και διαθέτει το πράγμα σαν να είναι κύριος. Υλικό αντικείμενο της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία είναι κινητά πράγματα ή χρήματα, τα οποία ιδιαιτέρως εξαίρονται στον νόμο για να δηλωθεί ότι αυτά παρόλο ότι είναι αντικαταστατά και αναλωτά πράγματα, εν τούτοις δεν περιέρχονται στον υπάλληλο κατά κυριότητα και συνεπώς αφού είναι ξένα δύνανται να καταστούν αντικείμενο υπεξαιρέσεως. Υποκειμενικά απαιτείται η ύπαρξη δόλου που ενέχει τη γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο (ολικά ή εν μέρει) και ότι έλαβε ή κατέχει τούτο υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, ως και την θέληση να ιδιοποιηθεί τούτο παράνομα, χωρίς την συγκατάθεση του ιδιοκτήτη (Α.Π. 53/1999 Ποιν. Χρ. ΜΘ' σελ. 229). Η πράξις δε αυτή, μετά την αντικατάσταση του άρθρ. 258 περ. γ' Π.Κ. δια του άρθρ. 14 § 5 β.ν. 2721/99, που ισχύει από 3-6-1999, προσλαμβάνει τον κακουργηματικό χαρακτήρα, εάν ο υπαίτιος μετεχειρίσθη ιδιαίτερα τεχνάσματα που ως τοιαύτα θεωρούνται ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, οι οποίες αποβλέπουν στην εξαπάτηση της αρχής και είναι επιτήδειες για την συγκάλυψη του εγκλήματος και το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικά ανώτερης των 5.000.000 δρχ, ή το αντικείμενο της πράξης έχει αξία μεγαλύτερη των 25.000.000 δρχ. (73.000 ευρώ), όπου η πράξις στοιχειοθετείται και αν δεν ετελέσθη με ιδιαίτερα τεχνάσματα. Εξάλλου από την διάταξη του άρθρ. 216 § 1 Π.Κ., που αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιότητος των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν η απ'αρχής κατάρτισις εγγράφου από τον υπαίτιο που το εμφανίζει ότι κατηρτίσθη από άλλον ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της εννοίας του περιεχομένου του, η οποία μπορεί να γίνει με την προσθήκη ή εξάλειψη λέξεων, αριθμών ή σημείων, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει την γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη και σκοπός του υπαιτίου να παραπλανήσει με την χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή θεμελίωση, κατάργηση ή μεταβίβαση δικαιώματος που προστατεύεται από τον νόμο. 'Εγγραφο, κατά την έννοια του άρθρ. 13 στοιχ. γ'Π.Κ., είναι κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομο σημασία και κάθε σημείο που προορίζεται να αποδείξει ένα τέτοιο γεγονός (Α.Π. 814/2000 Ποιν.Χρ. ΝΑ' σελ. 130). Δια την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος απαιτείται το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ ή ο υπαίτιος να διαπράττει πλαστογραφίες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, όπως προσδιορίσθηκε με το άρθρ. 14 παρ. 2α, β ν. 2721/1999, που ισχύει από 3-6-1999, η δε βλάβη απαιτείται να είναι υλικής μορφής μόνο. Το ποσό των 73.000 ευρώ ή 15.000 ευρώ συνιστά περιεχόμενο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος σε βαθμό κακουργήματος, το δε μικρότερο ποσό στοιχειοθετεί έγκλημα πλαστογραφίας σε βαθμό πλημμελήματος (Α.Π. 759/99 Ποιν.Χρ. Ν'σελ. 324). Τα παραπάνω εγκλήματα είναι αυτοτελή και διαφέρουν μεταξύ τους λόγω της διαφορετικότητος του πληττομένου με καθένα από αυτά εννόμου αγαθού. Εν όψει τούτου αλλά και γιατί το καθένα από αυτά δεν αποτελεί μέσο τελέσεως ή αναγκαία συνέπεια του άλλου τελούν μεταξύ τους σε σχέση αληθούς πραγματικής συρροής και όταν ακόμη η πλαστογραφία διαπράττεται προς συγκάλυψη της υπεξαιρέσεως. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρ. 94 παρ. 1 και 98 παρ. 2 Π.Κ., όπως το τελευταίο συνεπληρώθη δι'άρθρ. 14 παρ. 1 ν. 2721/1999, προκύπτει ότι για τον υπολογισμό της περιουσιακής βλάβης ή του περιουσιακού οφέλους που προκύπτουν από το κατ'εξακολούθησιν έγκλημα, λαμβάνεται υπ'όψιν το σύνολο της αξίας των αντικειμένων των μερικωτέρων πράξεων και όχι το μεμονωμένο αντικείμενο κάθε μιάς από αυτές, υπό την πρόσθετη όμως υποκειμενική προϋπόθεση ότι ο δράστης απέβλεπε με τις μερικώτερες πράξεις σ'αυτό το συνολικό αποτέλεσμα, εν αντιθέσει προς την διάταξη του άρθρ. 16 παρ. 2 ν.δ. 2576/1953, η οποία είχε εισαγάγει για πρώτη φορά (μέχρι την ψήφιση του ν. 2721/99) σύστημα αθροιστικού υπολογισμού του οφέλους ή της ζημίας, που προκύπτουν από τις μερικώτερες πράξεις των κατ'εξακολούθησιν εγκλημάτων του άρθρ. 1 Ν. 1608/50, όπου όμως δεν απαιτείται η παραπάνω πρόσθετη υποκειμενική προϋπόθεση (Α.Π. 1518/99 Ποιν.Χρ. ΜΘ' σελ. 993, Α.Π. 1605/99 Ποιν. Χρ. Ν' σελ. 791). 'Ετσι, ορθώς επισημαίνεται ότι ο εν λόγω "συνολικός σχεδιασμός" διαφέρει από τον απαιτούμενο για την στοιχειοθέτηση του κατ'εξακολούθηση εγκλήματος "δόλο εξακολούθησης" κατά το ότι για την εφαρμογή του άρθρ. 98 παρ. 2 Π.Κ. δεν αρκεί να διαπιστώνεται ότι η απόφαση για την τέλεση κάθε μεταγενέστερης πράξης εμφανίζεται ως συνέχεια των προηγούμενων αποφάσεων, αλλά απαιτείται επί πλέον να αποδεικνύεται ότι ο δράστης ήδη κατά την τέλεση της πρώτης επί μέρους πράξης απέβλεπε να αποκομίσει συνολικό περιουσιακό όφελος ανώτερον του ελαχίστου ορίου, που καθορίζεται κάθε φορά στον νόμο. Εκ τούτων σαφώς συνάγεται ότι με την νέα ρύθμιση του άρθρ. 98 παρ. 2 Π.Κ. διαμορφώνεται η μετάβαση από την βασική στην διακεκριμένη (κακουργηματική) μορφή του αυτού εγκλήματος με ποσοτικά κριτήρια, και δεν περιορίζεται πλέον στα εγκλήματα της πλαστογραφίας και ψευδούς βεβαίωσης εις τα οποία αρχικώς εισήχθη με τον ν. 2408/96, αλλά έχει γενικευθεί, μετά τον ν. 2721/99, σε όλα σχεδόν τα αδικήματα κατά της περιουσίας και ιδιοκτησίας (απιστίας περί την υπηρεσία, άρθρ. 256 περ. β' Π.Κ., υπεξαίρεσις στην υπηρεσία 258 περ. γ', υπεξαίρεσις, 375 παρ. 1β'Π.Κ., απάτης 386 α' Π.Κ. κ.λ.π.). Περαιτέρω, όσον αφορά τον δόλο, δεν απαιτείται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολόγησή του, διότι αυτός ενυπάρχει στην γνώση και θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, εκτός αν εκ του νόμου αξιώνεται ειδική μορφή δόλου, όπως η "εν γνώσει" ορισμένου περιστατικού τέλεσις της πράξης (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), δεδομένα που δεν απαιτούνται για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία καθ'όσον εν τη εννοία της "παρανόμου ιδιοποιήσεως" εμπεριέχεται και το στοιχείον του δόλου όστις (δόλος), εν προκειμένω, εν όψει του ότι δεν πρόκειται περίπτωσις του άρθρ. 27 παρ. 2 Π.Κ., δεν χρήζει ειδικωτέρας αιτιολογίας (Α.Π. 1603/2005).

ΙV) Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με παραδεκτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη εις αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, εδέχθη, μετά από την επιτρεπτή βελτίωση της κατηγορίας, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που προσδιορίζονται ειδικώς, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. Κατά το χρονικό διάστημα από τον μήνα Σεπτέμβριο 1999 έως και του τέλους του έτους 2000 η αναιρεσείουσα, υπάλληλος τυγχάνουσα του ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ), εν τη εννοία του άρθρ. 263 Α Π.Κ., και υπό την ιδιότητά της ως ταμίου του υποκαταστήματος του εν λόγω ιδρύματος εις το .... είχε την αρμοδιότητα, εις τα πλαίσια των καθηκόντων της, να καταβάλλει στους ανέργους, που είχαν ασφαλισθεί εις το παραπάνω ίδρυμα, τα επιδόματα ανεργίας του Οργανισμού Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ). 'Ετσι, υπό την προδιαληφθείσαν ιδιότητά της, εκμεταλλευόμενη την έλλειψη ελέγχου, την πλημμελή λειτουργία και αταξία του ως άνω υποκαταστήματος, εξέδωσε τα λεπτομερώς περιγραφόμενα εις το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκίδος, που επεκυρώθη δια του προσβαλλομένου βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, παραστατικά ταμείου, εν συνόλω 287, εμφανίζοντας δι'αυτών ότι τα αναφερόμενα εις κάθε ένα από αυτά χρηματικά ποσά κατεβάλλοντο εις τους δικαιούχους αυτών ανέργους που ρητώς προσδιορίζονται τα στοιχεία ταυτότητός των, αφού προηγουμένως έθετε επ'αυτών κατ'απομίμησιν είτε την υπογραφήν των επιδοτουμένων ανέργων είτε δυσανάγνωστες υπογραφές, που αντιστοιχούσαν όμως εις δικαιούχους των χρηματικών αυτών ποσών, ενώ ουδέν από τα αναφερόμενα εις τα παραστατικά αυτά ποσά κατεβλήθη, εις τους δικαιούχους αυτών. Εν συνεχεία δε έκανε χρήση των πλαστών ως άνω παραστατικών και ακολούθως εισέπραξε, τμηματικώς, κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα το συνολικό ποσό των 29.508.353 δρχ., το οποίον παρανόμως ιδιοποιήθη, που υπερβαίνει το τοιούτο των 25.000.000 και το αντίστοιχο των 73.000 ευρώ και αντιστοιχεί εις το συνολικό όφελος που απεκόμισε, εκ των περιγραφομένων ως άνω πράξεών της, η εν λόγω κατηγορουμένη και εις την αντίστοιχη συνολική ζημία που προξενήθη εις τα προαναφερόμενα ιδρύματα του Ι.Κ.Α. και Ο.Α.Ε.Δ. Παράλληλα προκύπτει ότι με τις μερικώτερες ως άνω κατ'εξακολούθησιν μερικώτερες πράξεις, που διατηρούν τον κακουργηματικόν τους χαρακτήρα, η κατηγορουμένη απέβλεπε, εξ αρχής, εις την αποκόμιση του συνολικού ως άνω περιουσιακού οφέλους, όπως προκύπτει από τον τρόπο και τις συνθήκες που διεπράχθησαν υπ'αυτής, επί μακρόν χρονικό διάστημα, χωρίς να περιλαμβάνεται εις τούτο το ποσό που αντιστοιχεί στις μερικώτερες πράξεις που εκρίθη ότι έχουν υποκύψει εις παραγραφή καθώς και το επί πλέον του ποσού τούτου που, κατ'εκτίμησιν των αρμοδίων υπαλλήλων, ανέρχεται εις το τοιούτο των 39.000.000 δρχ. Ειδικώς δε δια την στοιχειοθέτησιν του δόλου της κατηγορουμένης, από τα πραγματικά περιστατικά που λεπτομερώς εκτίθενται, σαφώς συνάγεται ο σκοπός αυτής (κατηγορουμένης), η οποία, εκμεταλλευόμενη την αταξία, υπό την έννοια της "μακράς ανωμαλίας" που επικρατούσε ως προς την λειτουργία του αρμοδίου τμήματος του Ι.Κ.Α., επέτυχε να παραπλανήσει τους αρμοδίους υπαλλήλους με την κατάρτισιν υπ'αυτής των πλαστών ως άνω εγγράφων, και να ιδιοποιηθεί παρανόμως το προαναφερόμενο συνολικό ποσό, χωρίς να απαιτείται να εξειδικεύωνται παραλλήλως τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την τοιαύτην "μακράν ανωμαλία" που ενδεχομένως θα επεβάλλετο αν η αναιρεσείουσα εκατηγορείτο ότι για τον παραπάνω σκοπό εχρησιμοποίησε ιδιαίτερα τεχνάσματα, γεγονός που, εν προκειμένω, δεν συντρέχει. Περαιτέρω, με αφορμή την από του μηνός Φεβρουαρίου 2002 μηνυτήριας αναφοράς του Διοικητού του Οργανισμού απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.), αρχικώς ησκήθη ποινική δίωξις εις βάρος της αναιρεσείουσας για τις πράξεις α) της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία με ιδιαίτερα τεχνάσματα, αντικειμένου άνω των 5.000.000 δρχ., κατ'εξακολούθησιν, β) υπεξαίρεση στην υπηρεσία, αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, κατ'εξακολούθησιν, γ) πλαστογραφία με χρήση, κατ'εξακολούθησιν και δ) πλαστογραφία με χρήση κατ'εξακολούθησιν, κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, συνολικού οφέλους άνω των 5.000.000 δρχ. Στην συνέχεια δε, κατά την διάρκεια της διενεργουμένης κυρίας ανακρίσεως, ησκήθη συμπληρωματική ποινική δίωξις κατά της παραπάνω κατηγορουμένης για α) πλαστογραφία με χρήση, κατ'εξακολούθηση, με σκοπό πορισμού προσωπικού οφέλους δια βλάβης τρίτου που υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. και β) υπεξαίρεση στην υπηρεσία κατ'εξακολούθησιν με αντικείμενο αξίας άνω των 25.000.000 δρχ. (άρθρ. 1, 13α, στ, 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 2 εδ. β', 94 παρ. 1, 98, 216 παρ. 1, 3, 258 περ. γ' Π.Κ.). Από το προσβαλλόμενο δε βούλευμα προκύπτει ότι αυτή παραπέμπεται να δικασθεί για τις αξιόποινες πράξεις που διεπράχθησαν υπ'αυτής με άμεσο δόλο, κατ'εξακολούθησιν, με την αναφορά εις τούτο, κατά μεταρρύθμισιν του εκκαλουμένου υπ'αριθ. 161/2003 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκίδος. Ότι η κατηγορουμένη απέβλεπε εις το συνολικό ως άνω περιουσιακό όφελος εκ της κατ'εξακολούθησιν τελέσεως των παραπάνω εγκλημάτων για τις οποίες ησκήθη ποινική δίωξις, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται κατ'αυτήν το πρόσθετο ως άνω στοιχείο αφού παρατίθεται η διάταξις του άρθρ. 98 Π.Κ. που προβλέπει την κατ'εξακολούθησιν τέλεσιν των παραπάνω πράξεων. 'Ετσι η πράξις αυτή για την οποίαν παραπέμπεται η κατηγορουμένη δεν είναι διαφορετική, κατά τόπο, χρόνο και λοιπές περιστάσεις από εκείνην που ησκήθη η ποινική δίωξις, αλλά απλώς προσδιορίζονται ακριβέστερα τα πραγματικά περιστατικά που απαρτίζουν την αντικειμενικήν υπόστασιν των πράξεων αυτών και συγκροτούν το περιεχόμενον του δόλου της αναιρεσείουσας, χωρίς να μεταβάλλεται η ταυτότητα των αποδιδομένων εις αυτήν πράξεων.
Κατ'ακολουθίαν των εκτεθέντων αφού δεν επήλθε απόλυτος ακυρότης κατά την άσκησιν της ποινικής δίωξης αλλ'ούτε εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης και η αιτιολογία, ως προς τα προαναφερόμενα εγκλήματα, είναι ειδική και εμπεριστατωμένη κατά την αντικειμενικήν και υποκειμενικήν των υπόστασιν, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι σχετικοί λόγοι αναίρεσης που στηρίζονται στις διατάξεις των άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. α, β', δ' εν συνδ. με άρθρ. 171 παρ. ιβ' Κ.Π.Δ. και εν τω συνόλω της η υπό κρίσιν αίτησις αναίρεσης και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος της αναιρεσείουσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ------------------
Π ρ ο τ ε ί ν ω: Να απορριφθεί η με αριθ. 31/16-2-2007 αίτησις αναιρέσεως της Χ, κατά του υπ'αριθ. 1889/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος της αναιρεσείουσας.
Αθήναι τη 14 Αυγούστου 2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιος Μύτης".

Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 258 του ΠΚ, υπάλληλος, ο οποίος παράνομα ιδιοποιείται χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα, που τα έλαβε ή τα κατέχει λόγω αυτής της ιδιότητάς του, και αν ακόμα δεν ήταν αρμόδιος γι'αυτό, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, β) αν το αντικείμενο της πράξεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και γ) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν: α) ο υπαίτιος μεταχειρίσθηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της πράξεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικά ανώτερης των 5.000.000 δρχ. (ήδη 15.000 ευρώ) ή β) το αντικείμενο της πράξεως έχει αξία μεγαλύτερη των 25.000.000 δρχ. (ήδη 73.000 ευρώ). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του πιο πάνω εγκλήματος της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, που περιλαμβάνει την αντικειμενική υπόσταση της κατά το άρθρο 375 παρ.1 του ΠΚ υπεξαιρέσεως με επαύξηση της ποινής, απαιτείται όπως το παράνομα ιδιοποιούμενο πράγμα είναι ξένο (ολικά ή εν μέρει), τέτοιο δε θεωρείται αυτό που βρίσκεται σε ξένη σε σχέση με το δράστη κυριότητα, με την έννοια που εκλαμβάνεται αυτή στο αστικό δίκαιο, το οποίο ο υπάλληλος, κατά την έννοια των άρθρων 13 εδ.α' και 263 Α του ΠΚ, έλαβε ή κατέχει υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, έστω και αν είναι αναρμόδιος γι'αυτό. Ιδιοποίηση δε του ξένου πράγματος αποτελεί κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία καταδηλώνει τη θέληση αυτού να εξουσιάζει και διαθέτει το πράγμα σαν να είναι κύριός του. Υποκειμενικά, εξάλλου, απαιτείται η ύπαρξη δόλου, που ενέχει τη γνώση του δράστη ότι το πράγμα είναι ξένο (ολικά ή εν μέρει) και ότι έλαβε ή κατέχει αυτό υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, καθώς και τη θέληση αυτού να ιδιοποιηθεί αυτό παράνομα, δηλαδή χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη. Για τη στοιχειοθέτηση δε της κακουργηματικής μορφής της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία απαιτείται είτε ο δράστης να μεταχειρίσθηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της πράξεως να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικά ανώτερης των 15.000 ευρώ, είτε (μόνον) το αντικείμενο της πράξεως να έχει αξία μεγαλύτερη των 73.000 ευρώ. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 του ΠΚ "όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση". Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν η απαρχής κατάρτιση από τον υπαίτιο έγγράφου, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, η οποία μπορεί να γίνει με την προσθήκη ή εξάλειψη λέξεων, αριθμών ή σημείων, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη αυτή, και σκοπός του υπαιτίου να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή δημιουργία, μεταβίβαση ή κατάργηση δικαιώματος που προστατεύεται από το νόμο. Εξάλλου, κατά την παράγραφο 3 του ίδιου πιο πάνω άρθρου 216 ΠΚ, όπως αυτή συμπληρώθηκε αρχικά με το άρθρο 1 παρ.7 εδ. α' του ν.2408/1996 και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ.2 του ν.2721/1999, "αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (παράγραφοι 1-2) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών (ήδη 73.000 ευρώ)". Εξάλλου, στο άρθρο 98 του ΠΚ, σύμφωνα με το οποίο αν περισσότερες από μία πράξεις του ίδιου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το Δικαστήριο μπορεί, αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ.1, να επιβάλλει μία και μόνο ποινή, για την επιμέτρηση της οποίας λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων, προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ.11 του ν.2721/1999 δεύτερη παράγραφος στην οποία ορίζεται ότι "η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ'εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος, λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε" Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη από το Συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει, όμως, να προκύπτει ότι το Συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Με την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. β) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Και γ) Είναι επιτρεπτή η εξολοκλήρου ή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, και δι'αυτής και στην πρόταση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών που έχει ενσωματωθεί στο πρωτόδικο βούλευμα, στο οποίο συμπληρωματικά αναφέρεται, στην οποία (πρόταση) εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά, και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα, εσφαλμένη δε ερμηνεία υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό αυτού ή στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Τέλος, μεταβολή της κατηγορίας, η οποία συνεπάγεται την αναίρεση του βουλεύματος για απόλυτη ακυρότητα, λόγω μη τηρήσεως των διατάξεων που καθορίζουν την ποινική δίωξη, κατά το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ α' σε συνδυασμό με το άρθρ. 171 παρ. 1 περ. β' Κ.Ποιν.Δ., υπάρχει, όταν η πράξη, για την οποίαν παραπέμπεται ο κατηγορούμενος, είναι διάφορη κατά τόπο, χρόνο και ιστορικές περιστάσεις, από εκείνη για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη, ώστε να αποτελεί αντικειμενικά διάφορο έγκλημα. Αντίθετα, δεν υπάρχει ανεπίτρεπτη μεταβολή κατηγορίας, όταν, προσδιορίζονται με περισσότερη ακρίβεια και σαφήνεια, με βάση τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, τα στοιχεία που συγκροτούν το έγκλημα, για το οποίο ασκήθηκε η ποινική δίωξη ή όταν διορθώνεται και βελτιώνεται κάποιο ιστορικό στοιχείο, που δεν μεταβάλει ουσιωδώς τούτο. 'Ετσι, κατά τα εκτεθέντα, δεν αποτελεί μεταβολή της κατηγορίας η παραδοχή, το πρώτον, από το Συμβούλιο Εφετών επιβαρυντικών περιστάσεων της πράξεως, ακόμη και όταν εισάγεται σ'αυτό η υπόθεση μετά από έφεση του κατηγορουμένου, γιατί κατά το άρθρ. 318 Κ.Ποιν.Δ. το Συμβούλιο Εφετών, όταν επιλαμβάνεται της υποθέσεως, συνεπεία εφέσεως του κατηγορουμένου κατά του πρωτόδικου παραπεμπτικού βουλεύματος, μπορεί να διατάξει όσα και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών και δεν εμποδίζεται από τη διάταξη του άρθρου 470 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, που καθιερώνει την αρχή της μη χειροτερεύσεως της θέσεως του εκκαλούντος κατηγορουμένου, η οποία έχει εφαρμογή επί ασκήσεως ενδίκου μέσου από τον κατηγορούμενο μόνο κατά καταδικαστικών γι'αυτόν αποφάσεων και όχι και κατά παραπεμπτικών βουλευμάτων. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ'αριθ. 1889/2006 βούλευμά του, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με επιτρεπτή εξολοκλήρου αναφορά του στις ενσωματωμένες σ'αυτό εισαγγελικές προτάσεις, και δι' αυτών συμπληρωματικά στο πρωτόδικο βούλευμα, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ'είδος αναφερομένων στο ίδιο βούλευμα αποδεικτικών μέσων, ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το Υποκατάστημα ΙΚΑ .... λειτουργούσε κατά τα έτη 1999 και 2000 με τρόπο εντελώς απαράδεκτο, δηλαδή εκτός κάθε έννοιας διοικητικής και τεχνικής οργανώσεως, τα δε παραστατικά των διαφόρων πράξεων της υπηρεσίας αυτής βρίσκονταν σε πλήρη αταξία. Η κατάσταση αυτή ευνόησε τις εγκληματικές διαθέσεις της κατηγορουμένης (Χ), η οποία κατά την πιο πάνω χρονική περίοδο, αλλά και προηγουμένως, υπηρετούσε ως υπάλληλος του ΙΚΑ στο ανωτέρω Υποκατάστημά του, μάλιστα δεν ήταν υπεύθυνη για την έκδοση των αποφάσεων ανεργίας και την καταβολή των επιδομάτων ανεργίας του ΟΑΕΔ σε δικαιούχους και εκτελούσε παράλληλα και καθήκοντα ταμία του Υποκαταστήματος. Με την εν λόγω ιδιότητά της, ενώ όφειλε η κατηγορουμένη κατά το υπηρεσιακό της καθήκον να διατηρεί τα υπηρεσιακά έγγραφα σε πλήρη τάξη και έτοιμα προς έλεγχο ανά πάσα στιγμή και σε περίπτωση που δεν μπορούσε αυτό να πράξει υποχρεούτο να επισημάνει στη Διοίκηση την εν λόγω ανωμαλία και να ζητήσει την αποκατάσταση της τάξεως, αυτή, όχι μόνο δεν επιδίωξε τη διόρθωση της καταστάσεως αυτής, αλλά διατήρησε την ειρημένη ανωμαλία προκειμένου να διευκολυνθεί στην τέλεση των υπό δίωξη εγκλημάτων. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την από 14-1-2001 έκθεση ελέγχου των .... (επιθεωρητή) και ...., η κατηγορουμένη δεν συνέτασσε, καίτοι υπηρεσιακά υποχρεούτο, ημερήσιες καταστάσεις πληρωμών, δεν υπέγραφε όλες τις σχετικές αποφάσεις και ως εκ τούτου δεν προσαρτούσε σ'αυτές τα απαιτούμενα κάθε φορά δικαιολογητικά. 'Ετσι, δημιουργήθηκε η κατάλληλη υποδομή για την ανάπτυξη της εγκληματικής δραστηριότητας της κατηγορουμένης. Συγκεκριμένα, αυτή κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ του μήνα Σεπτεμβρίου του έτους 1999 και του τέλους του έτους 2000 εξέδωσε τα λεπτομερώς αναφερόμενα στο παραπεμπτικό υπ'αριθ. 161/2003 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκίδας (που επικυρώθηκε από το αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα) 287 αποκόμματα -παραστατικά ταμείου, θέτοντας σ'αυτά, κατ'απομίμηση και χωρίς εντολή, υπογραφές, δήθεν προερχόμενες από δικαιούχους των επιδομάτων ανεργίας, με σκοπό να παραπλανήσει το ΙΚΑ και τον ΟΑΕΔ για το γεγονός ότι τα αναγραφόμενα στα εν λόγω παραστατικά ποσά καταβλήθηκαν από εκείνη και εισπράχθηκαν αντίστοιχα από τους ανέργους και να προσπορίσει στον εαυτό της παράνομο περιουσιακό όφελος, με βλάβη των εν λόγω νομικών προσώπων, το οποίο τελικά ανήλθε στο συνολικό ποσό των δρχ. 29.508.353. Στη συνέχεια δε η κατηγορουμένη με τη χρήση των πιο πάνω πλαστών αποκομμάτων-παραστατικών ταμείου και προς τον παραπάνω πάντοτε σκοπό εισέπραττε κάθε φορά το αντίστοιχο χρηματικό ποσό που αντιστοιχούσε σε κάθε πλαστό έγγραφο, που εμφάνιζε ότι δήθεν είχε καταβληθεί στους δικαιούχους και ειδικότερα στα πρόσωπα που αναφέρονταν σε καθένα απ'αυτά, ενώ ουδέποτε προέβη σε τέτοιες καταβολές. 'Ετσι κατόρθωσε αυτή μέσα στο πιο πάνω χρονικό διάστημα να ιδιοποιηθεί παράνομα εις βάρος των πιο πάνω ΝΠΔΔ το προαναφερθέν συνολικό ποσό των δραχμών 29.508.353, που υπερβαίνει έτσι συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. (ήδη των 73.000 ευρώ) και αντιστοιχεί στο συνολικό όφελος που αποκόμισε από τις περιγραφόμενες πιο πάνω πράξεις της η κατηγορουμένη και στην αντίστοιχη συνολική ζημία που προξενήθηκε στο ΙΚΑ και στον ΟΑΕΔ. Τέλος, η κατηγορουμένη απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις των ειρημένων εγκλημάτων κατ'εξακολούθηση στο συνολικό πιο πάνω αποτέλεσμα, δηλαδή οι πράξεις της αυτές είχαν σαν στόχο να αποφέρουν σ'αυτήν τα άνω οικονομικά οφέλη, με αντίστοιχη ζημία του ΙΚΑ και του ΟΑΕΔ, και τα οποία θα μπορούσαν να έχουν ακόμη περισσότερο διογκωθεί, εάν συνέχιζε εκείνη την παράνομη δραστηριότητά της που ανεκόπη από την αποκάλυψή της.
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε με το προσβαλλόμενο υπ'αριθ. 1889/2006 βούλευμά του ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις περί της τελέσεως από την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη Χ, των αποδιδομένων σ'αυτήν πιο πάνω αξιοποίνων πράξεων α) της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ'εξακολούθηση, με σκοπό τον προσπορισμό στον εαυτό της περιουσιακού οφέλους, με αντίστοιχη βλάβη τρίτων, που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των δρχ. 25.000.000 (ήδη 73.000.000 ευρώ), και β) της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία κατ'εξακολούθηση, το αντικείμενο της οποίας έχει αξία μεγαλύτερη των 25.000.000 δρχ. (ήδη 73.000 ευρώ), γι'αυτό δε το λόγο απέρριψε την απ'αυτήν ασκηθείσα κατά του υπ'αριθμ. 161/2003 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκίδας έφεσή της ως κατ'ουσίαν αβάσιμη και, αφού μεταρρύθμισε το εν λόγω βούλευμα ως προς την πρώτη πρόταση του διατακτικού του, η οποία και αντικαταστάθηκε με την ακόλουθη: "
Παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών τις κατηγορούμενες α)..., β)... και γ) Χ, για να δικασθούν σαν υπαίτιες του ότι στο ... στους ανωτέρω αναφερόμενους χρόνους με περισσότερες από μία πράξεις τους τέλεσαν περισσότερα από ένα αδικήματα που τιμωρούνται από το νόμο με στερητικές της ελευθερίας ποινές, καθώς επίσης με περισσότερες από μία πράξεις τους που συνιστούν εξακολούθηση, του ιδίου εγκλήματος τέλεσαν εγκλήματα κατ'εξακολούθηση, ενώ με τις μερικότερες πράξεις τους απέβλεπαν στο συνολικό περιουσιακό όφελος που προέκυψε από την κατ'εξακολούθηση τέλεση των εγκλημάτων. Συγκεκριμένα...", επικύρωσε κατά τα λοιπά το πιο πάνω πρωτόδικο βούλευμα.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο πιο πάνω βούλευμά του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ενεργηθείσα κυρία ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων (κακουργημάτων), τις αποδείξεις, από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, και τις σκέψεις, με βάση τις οποίες έκανε την υπαγωγή τους στις πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 εδ.α' και γ', 26 παρ.1α, 27, 94 παρ.1, 98, 263 Α, 258 στοιχ.γ' περ.β' και 216 παρ.1 και 3 εδ.α' του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, και χωρίς έτσι να στερήσει το βούλευμα από νόμιμη βάση, και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής της για την παραπομπή της αναιρεσείουσας στο ακροατήριο. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία του βουλεύματος τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογίες των κατηγορουμένων), τα οποία το Συμβούλιο Εφετών έλαβε υπόψη του για να μορφώσει την προαναφερθείσα κρίση του, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη αναφοράς και του τι προέκυψε από κάθε αποδεικτικό μέσο, ούτε της αξιολογήσεώς του. Περαιτέρω, αναφέρεται στην αιτιολογία του προσβαλλόμενου βουλεύματος με σαφήνεια και πληρότητα η ιδιότητα της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης ως υπαλλήλου του ΙΚΑ στο Υποκατάστημα ...., στα καθήκοντα της οποίας περιλαμβανόταν και η έκδοση των αποφάσεων ανεργίας, καθώς και η καταβολή των επιδομάτων ανεργίας του ΟΑΕΔ σε δικαιούχους ανέργους, ενώ παράλληλα εκτελούσε αυτή και καθήκοντα ταμία του εν λόγω Υποκαταστήματος. Στη συνέχεια εκτίθεται πως δημιουργήθηκε στην άνω υπηρεσία του ΙΚΑ η κατάλληλη υποδομή για την ανάπτυξη της αναφερόμενης εγκληματικής δραστηριότητας της αναιρεσείουσας και ότι συγκεκριμένα αυτή κατά το αναφερόμενο χρονικό διάστημα εξέδωσε τα επίσης αναφερόμενα 287 αποκόμματα-παραστατικά ταμείου, θέτοντας σ'αυτά, κατ'απομίμηση και χωρίς εντολή, υπογραφές προσώπων, δήθεν προερχόμενες από δικαιούχους των επιδομάτων ανεργίας, με σκοπό να παραπλανήσει το ΙΚΑ και τον ΟΑΕΔ για το γεγονός ότι τα αναγραφόμενα στα παραστατικά αυτά ποσά καταβλήθηκαν από εκείνη και εισπράχθηκαν αντίστοιχα από τους ανέργους και να προσπορίσει στον εαυτό της περιουσιακό όφελος, με αντίστοιχη βλάβη των άνω νομικών προσώπων, που τελικά ανήλθε στο συνολικό ποσό των δρχ. 29.508.353. Επίσης, στο προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρεται ότι στη συνέχεια η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη με τη χρήση των ειρημένων πλαστών αποκομμάτων-παραστατικών ταμείου και για τον παραπάνω πάντοτε σκοπό εισέπραττε κάθε φορά το χρηματικό ποσό που αντιστοιχούσε σε καθένα από τα εν λόγω πλαστά έγγραφα, που εμφάνισε ότι δήθεν είχε καταβληθεί στα αναφερόμενα σ'αυτά πρόσωπα, ενώ ουδέποτε είχε προβεί αυτή σε τέτοιες καταβολές. 'Ετσι δε πέτυχε να ιδιοποιηθεί παράνομα εις βάρος του ΙΚΑ και του ΟΑΕΔ το ανωτέρω συνολικό ποσό των 29.508.353 δρχ., που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ. Τέλος, αιτιολογούνται ειδικώς και εμπεριστατωμένως στο αναιρεσιβαλλόμενο βούλευμα ο δόλος της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης και η συνδρομή των προαναφερθεισών προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 98 παρ.2 του ΠΚ με την ειδικότερη αναφορά στην αιτιολογία του, κατά μεταρρύθμιση του πρωτόδικου παραπεμπτικού βουλεύματος, ότι απέβλεπε αυτή με τις μερικότερες πράξεις των ανωτέρω εγκλημάτων κατ'εξακολούθηση στο αναφερόμενο συνολικό αποτέλεσμα, χωρίς από αυτή τη μεταρρύθμιση του πρωτόδικου βουλεύματος να έχει δημιουργηθεί στην προκείμενη περίπτωση η επικαλούμενη από την αναιρεσείουσα απόλυτη ακυρότητα, αφού οι ανωτέρω αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες παραπέμπεται αυτή στο ακροατήριο του αρμόδιου Δικαστηρίου, δεν είναι διαφορετικές κατά τόπο, χρόνο και λοιπές περιστάσεις από εκείνες για τις οποίες ασκήθηκε εναντίον της η ποινική δίωξη, αλλ'απλώς προσδιορίζονται ακριβέστερα τα περιστατικά που συγκροτούν το περιεχόμενο του δόλου της αναιρεσείουσας, χωρίς να μεταβάλλεται η ταυτότητα των εν λόγω πράξεων. Κατ'ακολουθίαν τούτων, ορθώς οι αξιόποινες αυτές πράξεις χαρακτηρίσθηκαν ως κακουργηματική πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ'εξακολούθηση και ως κακουργηματική υπεξαίρεση στην υπηρεσία κατ'εξακολούθηση, αντίστοιχα, εντεύθεν δε είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός της αναιρεσείουσας. Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν, καθώς και τις σκέψεις της Εισαγγελικής προτάσεως, στις οποίες το Συμβούλιο αυτό κατά τα λοιπά αναφέρεται προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων, οι σχετικοί από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. α', β', δ' και στ' ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα οι πλημμέλειες α) της απόλυτης ακυρότητας, β) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας γ) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και δ) της υπερβάσεως εξουσίας, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Οι λοιπές δε, στην κρινόμενη αίτηση διαλαμβανόμενες, αιτιάσεις πλήττουν, υπό την επίκληση της ελλείψεως αιτιολογίας, την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου Εφετών και γι'αυτό είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 16 Φεβρουαρίου 2007 αίτηση της Χ για αναίρεση του υπ'αριθμ. 1889/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Ιουνίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαρτίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή