Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Ηθική αυτουργία, Συναυτουργία, Εκβίαση, Επεκτατικό αποτέλεσμα, Φθορά ξένης ιδιοκτησίας, Βία παράνομη, Διατάραξη οικιακής ειρήνης.
Περίληψη:
Από κοινού ηθική αυτουργία σε εκβίαση, παράνομη βία, φθορά ξένης ιδιοκτησίας, διατάραξη οικιακής ειρήνης. Αναιρείται το προσβαλλόμενο βούλευμα για έλλειψη αιτιολογίας, αναφορικά με τις προϋποθέσεις της κατ' άρθρο 46 του ΠΚ θεμελίωση της ηθικής αυτουργίας, επεκτατικό αποτέλεσμα, κατ' άρθρο 469 ΚΠΔ και για τον μη ασκήσαντα αναίρεση συγκατηγορούμενο στην ηθική αυτουργία. Αναιρεί και ως προς τον συγκατηγορούμενο και παραπέμπει.
Αριθμός 1376/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα και Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 3 Μαρτίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1016/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Ζ και πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Ιουλίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1495/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φωτίου Μακρή, με αριθμό 495/21-10-08, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
1-Εισάγω ενώπιόν σας, κατά το άρθρο 485 παρ.1 ΚΠΔ, την 129/10-7-08 αίτηση αναιρέσεως του Χ, κατά του 1016/08 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο, αφού απέρριψε την έφεσή του κατά του πρωτόδικου 2980/07 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμ/κών Αθηνών, επικύρωσε το βούλευμα τούτο και τον παραπέμπει μαζί με τον συγκατηγορούμενό του Ζ, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών για ηθική αυτουργία από κοινού σε εκβίαση, παράνομη βία, φθορά ξένης ιδιοκτησίας και διατάραξη ξένης ιδιοκτησίας, [άρθρα 45, 330, 334 παρ.1, 381 παρ. 1 και 385 παρ.1 στοιχ. α ΠΚ], τις οποίες φέρεται ότι διέπραξε ο Θ, και εκθέτω τα ακόλουθα. 2-Η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε από τον ίδιο τον κατηγορούμενο με αυτοπρόσωπη δήλωση ενώπιον του αρμοδίου γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, μέσα στη δεκαήμερη προθεσμία από την επίδοση του πρωτόδικου βουλεύματος, που έγινε σ' αυτόν μεν με θυροκόλληση στην οικία του στις 2-7, στον αντίκλητό του δε δικηγόρο Ιω. Ηρειώτη στις 1-7-08,[βλ. τα επιδοτήρια των δικ. επιμελητών ... και ..., αντίστοιχα], και επιτρεπτά από το νόμο, καθόσον παραπέμπεται στο ακροατήριο για κακούργημα και για συναφή πλημμελήματα, [άρθρα 473, 474 και 482 παρ.1 ΚΠΔ]. Η έκθεση ασκήσεως της αναιρέσεως συντάχθηκε από τον ανωτέρω γραμματέα, σύμφωνα με τις διατυπώσεις που ορίζονται από το άρθρο 474 και περιέχει τους λόγους για τους οποίους ασκήθηκε, οι οποίοι συνίστανται στην έλλειψη της ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα και στην εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, [άρθρα 139 και 484 παρ.1 περ. δ ΚΠΔ].
Συνεπώς, η αίτηση είναι νομότυπη, εμπρόθεσμη, επιτρεπόμενη από το νόμο και, επομένως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητά της. 3-Η έλλειψη αιτιολογίας Α-Νομική βάση α-Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα, για το οποίο ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά απ' αυτά. [Α.Π. 19/01 ΟΛΟΜ-ΠΔΙΚ. 01/1225, Π.ΧΡ. 02/402, ΠΛΟΓ. 01/1693]. β-Εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, θεμελιώνουσα τον από το άρθρο 484 παρ. 1β' ΚΠΔ αναιρετικό λόγο, υφίσταται όταν ο δικαστής αποδίδει σε αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που έχει πραγματικά, ή όταν δεν υπήγαγε σωστά τα υπό τούτου δεχθέντα πραγματικά περιστατικά στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση δε τέτοιας εσφαλμένης εφαρμογής συντρέχει και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μη είναι εφικτός από τον 'Αρειο Πάγο ο έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως. γ-Κατά το άρθρο 45 ΠΚ. αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για την ύπαρξη συναυτουργίας απαιτείται κοινός δόλος των προσώπων που συμπράττουν και αυτοπρόσωπη και άμεση σύμπραξή τους, η οποία μπορεί να είναι ταυτόχρονη ή διαδοχική κατά την ενέργεια από τον καθένα των επί μέρους πράξεων, οι οποίες άμεσα συντελούν στην ολοκλήρωση του εγκληματικού αποτελέσματος, (Α.Π. 818/89 ΠΧΡ.Μ/180). Συνίσταται δε ο κοινός δόλος στη συναπόφαση που έλαβαν είτε πριν από την πράξη τους είτε κατά την τέλεσή της, ώστε ο καθένας τους να θέλει ή να αποδέχεται την τέλεσή της και να γνωρίζει ότι ο άλλος απ' αυτούς ενεργεί με δόλο τέλεσής της και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δράση του με τη δράση του άλλου (Α.Π. 1085/89 ΠΧΡ.Μ/399, 1334/89 Π.ΧΡ.Μ/586). Προς ύπαρξη δηλ της συναυτουργίας απαιτούνται δύο βασικοί όροι, αντικειμενικώς μεν σύμπραξη στη συγκεκριμένη κύρια πράξη, υποκειμενικώς δε κοινός δόλος εκείνων που συμπράττουν (Χωραφάς Π.Δικ. Α/106, Σακελλαρίου ΠΧΡ.Ι/585). δ-Κατά το άρθρο 46 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, για την ύπαρξη αξιόποινης ηθικής αυτουργίας απαιτείται να συντρέχουν, αντικειμενικώς: α) πρόκληση στον αυτουργό της απόφασης να διαπράξει ορισμένη άδικη πράξη, η οποία μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο, όπως, με συμβουλή, απειλή, υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής ή άλλων ανταλλαγμάτων, με πρόκληση ή εκμετάλλευση οιασδήποτε πλάνης (πραγματικής, νομικής ή περί τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια), με πειθώ ή φορτικότητα κλπ, αρκεί το μέσο που χρησιμοποιήθηκε να παρήγαγε στον αυτουργό την απόφαση να τελέσει την άδικη πράξη και β) διάπραξη από τον αυτουργό της πράξεως αυτής ή επιχείρηση από αυτόν πράξεως που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεώς της, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει: α) συνείδηση του ηθικού αυτουργού, ότι παρήγαγε στον αυτουργό την ειρημένη απόφαση και β) συνείδηση της ορισμένης πράξεως, στην οποία παρακινεί ο ηθικός αυτουργός. [Α.Π. 9/08, Α.Π. 540/06]. ε-Κατά το άρθρο 385 παρ.1 εδ. α` του ΠΚ "όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 380, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, εξαναγκάζει κάποιον με βία ή με απειλή σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζόμενου ή άλλου, τιμωρείται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 380 παρ.1 και 2 αν η πράξη τελέστηκε με σωματική βία εναντίον προσώπου η με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της εκβιάσεως με την παραπάνω κακουργηματική μορφή του, απαιτείται: αντικειμενικώς α) εξαναγκασμός κάποιου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζόμενου ή άλλου, β) ο εξαναγκασμός να γίνεται με σωματική βία ή με απειλές, οι ποίες εκλαμβάνονται ως σοβαρές (πραγματοποιήσιμες) από τον απειλούμενο, είναι δε ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής με την έννοια ότι η πραγματοποίηση του προαγγελθέντος κακού πρόκειται να επακολουθήσει αμέσως, αν ο εξαναγκαζόμενος δεν ήθελε προβεί στην επιζητούμενη επιζήμια συμπεριφορά, αλλιώς (αν δηλαδή ο εξαναγκασμός δεν επιτυγχάνεται με σωματική βία ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο κατά της σωματικής ακεραιότητας ή της ζωής) πρόκειται για εκβίαση, τιμωρούμενη, σύμφωνα με τη διάταξη του εδαφ. γ` του ίδιου ως άνω άρθρου, σε βαθμό πλημμελήματος, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια του ενδεχόμενου δόλου (της αμφιβολίας) των στοιχείων που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος και τη θέληση ή αποδοχή πραγματώσεως αυτής (βασικός δόλος) και επιπροσθέτως, σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος (υπερχειλής δόλος), ανεξαρτήτως της επιτεύξεως ή μη του οφέλους. Το έγκλημα είναι τετελεσμένο με την επέλευση της περιουσιακής ζημίας στον παθόντα, ο οποίος μπορεί να είναι πρόσωπο διαφορετικό από εκείνο που εξαναγκάσθηκε να προβεί στην επιζήμια διαγωγή, αλλιώς, αν δηλαδή δεν επέλθει η ζημία και εφόσον συντρέχουν και λοιποί όροι, το έγκλημα είναι σε απόπειρα. [Α.Π. 05/1886 ΑΡΧ.Ν. 06/273, Π.ΛΟΓ. 05/1788] στ-Κατά τη διάταξη του άρθρου 330 του ΠΚ, όποιος χρησιμοποιώντας σωματική βία ή απειλή σωματικής βίας ή άλλης παράνομης πράξεως ή παραλείψεως εξαναγκάζει άλλον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή για τις οποίες ο παθών δεν έχει υποχρέωση, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, ανεξάρτητα αν το απειλούμενο κακό στρέφεται εναντίον εκείνου που απειλείται ή κάποιου από τους οικείους του. [Α.Π. 06/480]. ζ-Κατά το άρθρο 334 παρ.1 του ΠΚ όποιος εισέρχεται παράνομα ή παραμένει παρά τη θέληση του δικαιούχου στην κατοικία άλλου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή. Από τη διατάραξη αυτή προκύπτει ότι για να στοιχειοθετηθεί το έγκλημα της διαταράξεως της οικιακής ειρήνης απαιτείται παράνομη είσοδος ή παραμονή στην κατοικία άλλου και δόλια προαίρεση. Ως παράνομη δε είσοδος νοείται η αυθαίρετος είσοδος στην κατοικία του δικαιούχου. [Α.Π. 90/93 Π.ΧΡ. 90/968]. Β-Παραδοχές και σκέψεις του βουλεύματος Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμα, όπως συνάγεται από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό του, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, ότι από την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, (καταθέσεων μαρτύρων, εγγράφων και απολογιών) προέκυψαν τα εξής, κατ' εκτίμηση, ουσιώδη περιστατικά: Ο πρώτος κατηγορούμενος Θ στην ... κατά το χρονικό διάστημα από τον μήνα Νοέμβριο του 2006 έως και την 4-4-2007,τέλεσε τις εξής πράξεις. α-Με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος και οι ηθικοί αυτουργοί, ήτοι οι τρίτος και τέταρτος κατηγορούμενοι, Χ και Ζ, παράνομο περιουσιακό όφελος ύψους τουλάχιστον 23.700 Κυπριακών λιρών, ήτοι 40.862 ευρώ, σε βάρος του παθόντος Ψ, ποσό που φέρεται ότι όφειλε αυτός στον Χ από την ισόποση επιταγή του, την οποία είχε εκδώσει στις 29-1-2004 σε διαταγή του Χ επί της Τράπεζας "HELLENIC BANK LIMITED", μεταχειρίσθηκε απειλές με επικείμενο κίνδυνο τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα αυτού, υπό τις εξής περιστάσεις. 1) Μέσω της υπαλλήλου του Ξ. Το Νοέμβριο του 2006 προσήλθε στα γραφεία της εταιρίας ΣΑΙΝ ΤΖΩΡΤΖ ΑΕ, βασικός μέτοχος της οποίας ήταν ο παθών Ψ, που βρίσκονται σε πολυκατοικία κείμενη επί της οδού ....,λέγοντας στην υπάλληλο της εταιρίας Ξ, να βρει τον παθόντα μέσα σε δύο ημέρες και να του πει, ότι εάν δεν πληρώσει την επιταγή, ξέρει τι θα πάθει, υπονοώντας ότι αν δεν υπέκυπτε στην απαίτησή του θα πραγματοποιούσε την απειλή του προξενώντας σ' αυτόν κίνδυνο για τη ζωή και τη σωματική του ακεραιότητα.
2) Μέσω της υπαλλήλου του Ξ. Το Νοέμβριο του 2006,ύστερα από τρεις ημέρες από το προηγούμενο επεισόδιο, προσήλθε στα ανωτέρω γραφεία της εταιρίας, λέγοντας στην ανωτέρω υπάλληλο να τηλεφωνήσει στον παθόντα, ειδάλλως θα τον έβρισκε, οπότε εκείνη μαζί με άλλους θα κατέληγαν στο νοσοκομείο, υπονοώντας ότι αν ο παθών δεν υπέκυπτε στην απαίτησή του θα πραγματοποιούσε την απειλή του προξενώντας σ' αυτόν κίνδυνο για τη ζωή και τη σωματική του ακεραιότητα. 3) Σε βάρος της δικηγόρου του Ευθ. Κόζαρη. Το Νοέμβριο του 2006,ύστερα από το προηγούμενο επεισόδιο, προσήλθε στα ανωτέρω γραφεία της εταιρίας, λέγοντας στη δικηγόρο του παθόντος Ευθυμία Κόζαρη ότι θα έλθει και σειρά της, υπονοώντας ότι αν ο παθών δεν υπέκυπτε στην απαίτησή του θα πραγματοποιούσε την απειλή του σε βάρος της προξενώντας σ' αυτή κίνδυνο για τη ζωή και τη σωματική της ακεραιότητα, προσβολή που αποτελεί αισθητό κακό για τον εγκαλούντα ενόψει της επαγγελματικής του με αυτή σχέσης. 4) Σε βάρος της υπαλλήλου του Ξ. Το Νοέμβριο του 2006,ύστερα από το παραπάνω επεισόδιο, προσήλθε στα ανωτέρω γραφεία της εταιρίας λέγοντας στην υπάλληλο της εταιρίας του παθόντος Ξ, [γυναικαδέλφης του], ότι θα δυσκολεύσει τη ζωή της, υπονοώντας ότι αν ο παθών δεν υπέκυπτε στην απαίτησή του θα πραγματοποιούσε την απειλή του σε βάρος της προξενώντας σ' αυτή κίνδυνο για τη ζωή και τη σωματική της ακεραιότητα, προσβολή που αποτελεί αισθητό κακό για τον εγκαλούντα ενόψει της συγγενικής με αυτήν σχέσης του. 5) Μέσω της μητέρας του παθόντος. Το Δεκέμβριο του 2006 προσήλθε στην μητέρα του, στο διαμέρισμά της στο ..., λέγοντάς της ότι αν δεν πληρώσει την επιταγή ο παθών- γιος της ξέρει τι θα πάθει, υπονοώντας ότι αν ο εγκαλών δεν υπέκυπτε στην απαίτησή του θα πραγματοποιούσε την απειλή του προξενώντας σ' αυτόν κίνδυνο για τη ζωή και τη σωματική του ακεραιότητα. 6) Απευθείας στον παθόντα. Στις 7-3-07 προσήλθε στον παθόντα, στην οικία του στο ..., λέγοντάς του ότι αν δεν πληρώσει την επιταγή θα τον κάνει μαύρο στο ξύλο, υπονοώντας ότι θα πραγματοποιούσε την απειλή του προξενώντας σ' αυτόν κίνδυνο για τη ζωή και τη σωματική του ακεραιότητα. 7) Απευθείας στον παθόντα και μέσω της γυναίκας του. Στις 14-3-07 επιβίβασε με τη βία τον παθόντα στο ΙΧΕ αυτοκίνητό του, το μετέφερε στη ..., λέγοντάς του ότι αν δεν του εξοφλήσει την επιταγή θα τον στείλει στο Νοσοκομείο, ότι μόλις βγει έξω πάλι θα τον ξαναστείλει, ότι ύστερα θα έλθει η σειρά της γυναίκας του και ότι τελικά δεν θα τον αφήσει να ζήσει, υπονοώντας ότι αν δεν υπέκυπτε στις απαιτήσεις του θα πραγματοποιούσε την απειλή του προξενώντας σ' αυτόν κίνδυνο για τη ζωή και τη σωματική του ακεραιότητα. Τέλος, ο παθών προσποιούμενος ότι ενδίδει στις απαιτήσεις του, συμφώνησε να του καταβάλει το ποσό των 10.000 Ε., τις οποίες παρέλαβε ο κατηγορούμενος στην οικία του παθόντος στις 4-4-07.Πλην όμως μόλις τις παρέλαβε, όργανα της Διεύθυνσης Ασφαλείας Αττικής τον συνέλαβαν επ' αυτοφώρω για εκβίαση, κατάσχοντας το εν λόγω ποσό ως πειστήριο, διότι ο παθών την προηγουμένη ημέρα είχε υποβάλει σχετική έγκληση στην εν λόγω υπηρεσία, την οποία είχε ενημερώσει για τη γενομένη δοσοληψία.
β) Στις 21-3-2007 προσήλθε στα γραφεία της ανωτέρω εταιρίας που βρίσκονται σε πολυκατοικία επί της οδού ... και μεταχειριζόμενος σωματική βία και δη τη σωματική του δύναμη εξανάγκασε την παθούσα υπάλληλο της εταιρίας Ξ να παραμείνει μέσα στα γραφεία της εταιρίας παρά τη θέλησή της τουλάχιστον επί μία ώρα, πράξη για την οποία δεν είχε υποχρέωση να τελέσει. γ) Στις 7-3-07 εισήλθε αυθαίρετα στην οικία του παθόντα, που βρίσκεται στη ..., και παρέμεινε σ' αυτή επί μία τουλάχιστον ώρα παρά την αντίθετη θέληση του παθόντος, διαταράσσοντας έτσι την οικιακή του ειρήνη. δ) Στις 21-3-07 με πρόθεση κατέστρεψε ξένα ολικά κινητά πράγματα και συγκεκριμένα εισήλθε στα γραφεία της ανωτέρω εταιρίας επί της οδού ... και έσπασε τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, τον εκτυπωτή, την ντουλάπα και διάφορα άλλα αντικείμενα, κυριότητας του παθόντος. Στην έγκλησή του ο Ψ εκθέτει ότι ο ..., με τον οποίο έχει και παλαιότερη αντιδικία, ήταν υπάλληλος της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία CONFINE ΕΛΛΑΣ ΑΕΠΕΥ, της οποίας ο εγκαλών ήταν εμπορικός διευθυντής και η σύζυγός του μέτοχος κατά 70% και πρόεδρος του ΔΣ, και με τη μεσολάβησή του ο κατηγορούμενος Χ αγόρασε μετοχές της εταιρίας αυτής. Έκτοτε ανέκυψαν διαφορές μεταξύ τους και για την αιτία αυτή εξέδωσε ο ίδιος (αφού εκβιάσθηκε, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του) την ανωτέρω επιταγή, η οποία δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων. Απολογούμενος κατά την προανάκριση και κατά την κύρια ανάκριση ο Θ αποκάλυψε ότι ανέλαβε την είσπραξη του ποσού της επιταγής κατ' εντολή του κατηγορουμένου Ζ, αρνήθηκε ότι απείλησε τον εγκαλούντα πλην όμως δέχθηκε ότι επισκέφθηκε κατ' επανάληψη το γραφείο του και την κατοικία του, καθώς και την κατοικία της μητέρας του, ομολόγησε ότι προκάλεσε φθορές σε πράγματα ηλεκτρονικό υπολογιστή κλπ) στο γραφείο του και ότι με τη βία οδήγησε στη ... και ισχυρίσθηκε αρχικά ότι τα χρήματα που θα εισέπραττε θα ήταν δικά του και στη συνέχεια ότι αν εισέπραττε ολόκληρο το ποσό της επιταγής θα ελάμβανε ένα μέρος από αυτό ως χαρτζιλίκι. Στις απολογίες τους οι λοιποί κατηγορούμενοι αρνήθηκαν την κατηγορία, πλην όμως προέβαλαν διαμετρικά αντίθετους ισχυρισμούς, αποδίδοντας ο ένας στον άλλο την εντολή προς τον Θ για την είσπραξη του ποσού της επιταγής. Οι ισχυρισμοί όμως του μεν Χ ενισχύονται από την απολογία του Θ, εκείνοι δε του Ζ ενισχύονται από τις καταθέσεις του εγκαλούντος, της συζύγου του ... και της αδελφής της Ξ. Από τα εκτεθέντα, καταλήγει το δικαστικό συμβούλιο, προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος των κατηγορουμένων Χ και Ζ που δικαιολογούν και επιβάλλουν τον ακροαματικό έλεγχο της υπόθεσης. Γ)-Εξέταση των λόγων αναίρεσης Η αιτιολογία έχει τις εξής ελλείψεις και ασάφειες: α-Δεν διευκρινίζει αν οι απειλές που απεύθυνε ο κατηγορούμενος ... προς τους παθόντες [1) Ψ,2) ...,3) Ξ και 4) στη μητέρα του εγκαλούντος Ψ],είναι ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής, με την έννοια ότι η πραγματοποίηση του προαγγελθέντος κακού επρόκειτο να επακολουθήσει αμέσως, αν ο εξαναγκαζόμενος δεν ήθελε προβεί στην επιζητούμενη επιζήμια συμπεριφορά, γεγονός που αναβαθμίζει την εκβίαση σε κακούργημα, ή όχι, γεγονός που υποβαθμίζει την εκβίαση σε πλημμέλημα, κατά τη διάταξη του εδαφ. γ` του άρθρου 385 ΠΚ. β-Δεν καθορίζει αν πρόκειται για μια πράξη εκβίασης ή για πολλές και αν στην περίπτωση αυτή τελέσθηκε κατά συρροή ή κατ' εξακολούθηση.
γ-Δεν διευκρινίζει αν η απαίτηση των δυο κατηγορουμένων κατά του παθόντος Ψ ήταν νόμιμη ή παράνομη. Η μνεία διαφορετικών εκδοχών, αλλού ότι ο παθών την εξέδωσε επειδή εκβιάσθηκε, αλλού ότι η επιταγή ήταν άκυρη γιατί δεν σημειωνόταν σ' αυτή ο τόπος εκδόσεως και αλλού ότι δεν εκδόθηκε για νόμιμη αιτία, δημιουργεί ασάφεια για τη νομιμότητά της. δ-Όσον αφορά την ηθική αυτουργία κατά συναυτουργία, για την οποία κατηγορείται ο αναιρεσείων Χ, δεν διαλαμβάνει αν αυτός από κοινού με τον συγκατηγορούμενό του Ζ προκάλεσαν στον κατηγορούμενο Θ την απόφαση να τελέσει τις αξιόποινες πράξεις που φέρεται ότι τέλεσε και δεν προσδιορίζει τον τρόπο και τα μέσα με τα οποία προκάλεσαν αυτή την απόφαση. ε-Δεν αναφέρει αν η άρνηση των κατηγορουμένων ότι έδωσαν εντολή στον ... για να εισπράξει την επιταγή είναι αληθινή ή όχι. Η περικοπή ότι "οι κατηγορούμενοι για το θέμα αυτό προέβαλαν διαμετρικά αντίθετους ισχυρισμούς, αποδίδοντας ο ένας στον άλλο την εντολή προς τον Θ για την είσπραξη του ποσού της επιταγής και ότι του μεν Χ ενισχύονται από την απολογία του Θ, του δε Ζ ενισχύονται από τις καταθέσεις του εγκαλούντος, της συζύγου του ... και της αδελφής της Ξ". δεν δίνει στο ζήτημα αυτό καμία απάντηση.
Συνεπώς το πληττόμενο βούλευμα διαλαμβάνει ασαφή και ελλιπή αιτιολογία για την παραπομπή του αναιρεσείοντος, καθώς και των άλλων συγκατηγορουμένων του στο ακροατήριο για τα προαναφερόμενα εγκλήματα, πράγμα που καθιστά ανέφικτο τον έλεγχο για την ορθή ή μη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικές διατάξεις που εφάρμοσε και για το λόγο αυτό είναι αναιρετέο για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και νομίμου βάσεως [άρθρο 484 παρ.1 περ.β' και δ' ΚΠΔ], τόσο για τον αναιρεσείοντα, όσο και για τους λοιπούς κατηγορουμένους, που δεν άσκησαν αναίρεση, σχετικά με το έγκλημα της εκβίασης, καθόσον στο έγκλημα τούτο συμμετέχουν και οι συγκατηγορούμενοι του αναιρεσείοντος, οι δε λόγοι αναιρέσεως δεν αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπα αυτού. [άρθρο 469 ΚΠΔ, Α.Π. 1506/05 ΠΧΡ.ΝΣΤ/310]. 5-Κατ' ακολουθία, το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε συμβούλιο πρέπει το μεν να δεχθεί ως βάσιμη την αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου κατά του ανωτέρω παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να αναιρέσει τούτο στο σύνολό του τόσον ως προς τον αναιρεσείοντα, όσο και ως προς τους λοιπούς κατηγορουμένους, που δεν άσκησαν αναίρεση, το δε να παραπέμψει την υπόθεση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που εξέδωσε το εξέδωσε, συγκροτούμενο από άλλες δικαστές εκτός από εκείνους που το εξέδωσαν. ΓΙΑ ΤΟΥΤΟ ΠΡΟΤΕΙΝΩ Α-Να γίνεί δεκτή η 129/10-7-08 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ, κατά του 1016/08 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, Β-Να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα για μεν τον αναιρεσείοντα στο σύνολό του, για δε τους συγκατηγορουμένους του μόνο όσον αφορά το έγκλημα της εκβίασης. Και Γ-Να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν το ανωτέρω βούλευμα.
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Φώτιος Μακρής
Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- Κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. α' ΠΚ με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας απαιτείται να συντρέχουν, αντικειμενικώς: α)πρόκληση στον αυτουργό της απόφασης να διαπράξει ορισμένη άδικη πράξη, η οποία μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο, όπως, με συμβουλή, απειλή, υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής ή άλλων ανταλλαγμάτων, με πρόκληση ή εκμετάλλευση οιασδήποτε πλάνης, με πειθώ ή φορτικότητα κ.λ.π., αρκεί το μέσο που χρησιμοποιήθηκε να παρήγαγε στον αυτουργό την απόφαση να τελέσει την άδικη πράξη και β)διάπραξη από τον αυτουργό της πράξης αυτής ή επιχείρηση από αυτόν πράξης που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεώς της, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει: α)συνείδηση του ηθικού αυτουργού, ότι παρήγαγε στον αυτουργό την ειρημένη απόφαση και β)συνείδηση της ορισμένης πράξης, στην οποία παρακινεί ο ηθικός αυτουργός.
Περαιτέρω το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' του ιδίου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες κρίθηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Δεν απαιτείται δε για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος η χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού στοιχείου σε συνδυασμό με το τι αποδείχθηκε από το καθένα, αλλά αρκεί η γενική αναφορά τους στο σύνολο του είδους τους. Η μη ορθή εκτίμηση των αποδείξεων από το Συμβούλιο, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης δεν συνιστά λόγο αναίρεσης από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 484 παρ. 1 ΚΠΔ, καθ' όσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου . Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ αιτιολογία γίνεται δεκτό ότι υπάρχει και όταν το Συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα σ' αυτή, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην πρόταση με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί που στηρίζουν την παραπεμπτική κρίση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ιδίων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που το εξέδωσε, έκρινε, ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, ορθώς αποφάνθηκε ότι προέκυπταν σοβαρές ενδείξεις σε βάρος του αναιρεσείοντος, επεκύρωσε αυτό και τον παρέπεμψε, μαζί με τον συγκατηγορούμενό του Ζ ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, για να δικασθούν για ηθική αυτουργία από κοινού σε εκβίαση, παράνομη βία, φθορά ξένης ιδιοκτησίας και διατάραξη οικιακής ειρήνης (άρθρα 45, 46 σε συνδυασμό με άρθρα 330, 334, παρ. 1 381 παρ. 1 και 385 παρ. 1 στοιχ. α' ΠΚ), τις οποίες φέρεται ότι διέπραξε ο Θ και απέρριψε στη συνέχεια την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος, καθώς και του ως άνω συγκατηγορουμένου του Ζ. Ειδικότερα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα, δέχθηκε ότι, από το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας και ειδικότερα, από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα και τις απολογίες των κατηγορουμένων, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Κατά μήνα Νοέμβριο του 2006 ο κατηγορούμενος Θ εμφανίσθηκε στα επί της οδού ... γραφεία της εταιρίας με την επωνυμία "ΣΑΙΝΤ ΤΖΩΡΤΖ ΑΕ" στην ..., κύριος μέτοχος της οποίας είναι ο εγκαλών Ψ και απαίτησε από την υπάλληλο Ξ τα χρήματα που όπως είπε του οφείλει ο εγκαλών. Προς απόδειξη του ισχυρισμού του, της επέδειξε μία επιταγή της Κυπριακής τράπεζας HELLENIC BANK, που είχε εκδοθεί από τον Ψ, με ημερομηνία 29-1-2004 εις διαταγήν του εκκαλούντος κατηγορουμένου Χ, ποσού είκοσι τριών χιλιάδων επτακοσίων (23.700) κυπριακών λιρών. Όταν η υπάλληλος του είπε, ότι δεν έχει τέτοια εντολή, της απάντησε να τον βρει, εννοώντας Ψ και να έχει τα χρήματα σε δύο (2) ημέρες, γιατί αλλιώς "ξέρει τι θα πάθει". Μετά από δύο - τρεις ημέρες ο Θ ξαναπήγε στην έδρα της προαναφερθείσας εταιρίας και επανέλαβε τις απειλές εναντίον του εγκαλούντος. Τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους, ερευνώντας για την κατοικία του μηνυτή, πήγε στο σπίτι της μητέρας του, στην οδό ... στο ... και την απείλησε λέγοντας της ότι όπου και να κρύβεται ο γιος της θα τον βρει γιατί του χρωστάει χρήματα. Την 7-3-07 το πρωί και ενώ ο εγκαλών βρισκόταν στην κατοικία του στη ..., εμφανίσθηκε ο Θ, εισέβαλε με την βία στο διαμέρισμα και του επέδειξε την προαναφερόμενη επιταγή, λέγοντάς του "χρωστάς στον φίλο μου χρήματα και εγώ ήρθα για να εισπράξω και να πάρω την αμοιβή μου". Ο Ψ απάντησε ότι δεν οφείλει χρήματα στον Χ και του ζήτησε να συζητήσουν για το θέμα αυτό μετά από την επιστροφή του από επαγγελματικό ταξίδι στην Κίνα. Το βράδυ της 14-3-07, μετά από απαίτηση του Θ, συναντήθηκαν σε καφενείο στο ..., όπου ο κατηγορούμενος αυτός του ζήτησε δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ για αμοιβή του, προκειμένου να λήξει το θέμα της επιταγής. Του υποσχέθηκε μάλιστα προστασία με τη φράση "θα μου δώσεις 15.000 ευρώ και θα κλείσουμε το θέμα με την επιταγή και μάλιστα από δω και πέρα όποιος σε πειράξει θα έχει να κάνει μαζί μου". Όταν ο εγκαλών αρνήθηκε, ο ανωτέρω κατηγορούμενος τον απείλησε με τη φράση "θα μείνεις εδώ όλο το βράδυ, δεν πρόκειται να ξαναδείς το σπίτι σου, εγώ θα πάρω τα 15 χιλιάρικα" και ακολούθως τον επιβίβασε με τη βία στο αυτοκίνητο του, το οποίο δεν έφερε πινακίδες αριθμού κυκλοφορίας και κινήθηκε στην ... με μεγάλη ταχύτητα και επικίνδυνους ελιγμούς. Ταυτόχρονα με τις απειλές "εδώ πιο πάνω έχω καθαρίσει και άλλον έναν που έκανε το ζόρικο όπως εσύ...ή θα μου δώσεις τα 15 χιλιάρικα ή θα σε στείλω στο νοσοκομείο για 8 μήνες, το ίδιο θα σου κοστίσει, ίσως και περισσότερο γιατί μόλις βγεις θα σε ξαναστείλω... δεν πρόκειται να γλυτώσεις από μας, ξέρουμε το σπίτι σου, ξέρουμε τη γυναίκα σου, μετά θα έρθει η σειρά της... κατάλαβες τι σου λέω, θα μου δώσεις τα χρήματα γιατί εγώ δεν αστειεύομαι, θα ανοίξω την πόρτα τώρα και θα σε πετάξω έξω..." και κρατώντας τον με το δεξιό χέρι του από το λαιμό, απαιτούσε το προαναφερόμενο χρηματικό ποσό. Τότε ο εγκαλών υποσχέθηκε να του καταβάλει το ποσό των 15.000 € και ζήτησε χρόνο για να το συγκεντρώσει. Ο ανωτέρω κατηγορούμενος τον απείλησε και πάλι με τη φράση "πρόσεξε γιατί εάν δεν έχω τα χρήματα την Τετάρτη εσύ την Πέμπτη δεν θα ζεις...". Το απόγευμα της 21-03-2007 ο Θ πήγε πάλι στην εταιρία "ΣΑΙΝΤ ΤΖΩΡΤΖ Α.Ε." και με απειλητική διάθεση ζήτησε από την Ξ να δει τον Ψ. Επειδή αυτός απουσίαζε μίλησε μαζί του στο τηλέφωνο και αφού έφυγε για λίγα λεπτά, επανήλθε. Τότε ο Ψ επικοινώνησε με την υπάλληλό του τηλεφωνικά και της συνέστησε να αποχωρήσει από το γραφείο. Όταν αυτή είπε στον κατηγορούμενο ότι πρέπει να φύγει για επαγγελματικούς λόγους, αυτός εξαγριώθηκε και, αφού της είπε "δεν θα πας πουθενά", την εμπόδιζε να αποχωρήσει. Παρενέβη τότε υπάλληλος της ιδιωτικής ασφάλειας του κτιρίου, ο οποίος ειδοποιήθηκε τηλεφωνικώς από τον εγκαλούντα και η υπάλληλος βρήκε την ευκαιρία και αποχώρησε. Επιστρέφοντας στο γραφείο, μετά από μία ώρα, διαπίστωσε ότι ήταν κατεστραμμένος ο ηλεκτρονικός υπολογιστής, ο εκτυπωτής, η ντουλάπα του γραφείου, ένα σερβίτσιο και διάφορα άλλα αντικείμενα. Περί ώρα 14.00, της 30-3-2007, ο Θ πήγε εκ νέου στην οικία του εγκαλούντος με απειλητικές διαθέσεις και αυτός φοβούμενος δεν του άνοιξε και κάλεσε την Άμεση Δράση. Τέλος, μετά από τηλεφωνική επικοινωνία που είχαν την ίδια ημέρα συμφώνησαν να καταβάλει στον κατηγορούμενο το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ την 4 ή την 5 Απριλίου 2007. Την 3-4-2007 ο εγκαλών υπέβαλε στο Τμήμα Δίωξης Εκβιαστών της Δ/νσης Ασφαλείας Αττικής την έγκλησή του κατά του Θ για την πράξη της εκβίασης και κατά των ... και Χ για ηθική αυτουργία σε εκβίαση. Από το Τμήμα αυτό προσημειώθηκαν τα χαρτονομίσματα και τις απογευματινές ώρες της 4-4-2007 ο Θ συνελήφθη στην κατοικία του Ψ, μόλις παρέλαβε το ανωτέρω χρηματικό ποσό. Στην έγκλησή του ο Ψ εκθέτει ότι ο ..., με τον οποίο έχει και παλαιότερη αντιδικία, ήταν υπάλληλος της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "CONFINE ΕΛΛΑΣ ΑΕΠΕΥ" της οποίας ο εγκαλών ήταν εμπορικός διευθυντής και η σύζυγός του μέτοχος κατά 70% και πρόεδρος του διοικητικού της συμβουλίου, και με τη μεσολάβησή του ο κατηγορούμενος Χ αγόρασε μετοχές της εταιρίας αυτής. Έκτοτε ανέκυψαν διαφορές μεταξύ τους και για την αιτία αυτή εξέδωσε ο ίδιος (αφού εκβιάσθηκε, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του) την ανωτέρω επιταγή η οποία δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων. Απολογούμενος κατά την προανάκριση και κατά την κυρία ανάκριση ο Θ αποκάλυψε ότι ανέλαβε την είσπραξη του ποσού της επιταγής κατ' εντολή του κατηγορουμένου Ζ, αρνήθηκε ότι απείλησε τον εγκαλούντα πλην όμως δέχθηκε ότι επισκέφθηκε κατ' επανάληψη το γραφείο του και την κατοικία του, καθώς και την κατοικία της μητέρας του, ομολόγησε ότι προκάλεσε φθορές σε πράγματα (ηλεκτρονικό υπολογιστή κλπ) στο γραφείο του και ότι με τη βία τον οδήγησε στη ... και ισχυρίσθηκε, αρχικά ότι τα χρήματα που θα εισέπραττε θα ήταν δικά του και στη συνέχεια ότι αν εισέπραττε ολόκληρο το ποσόν της επιταγής θα ελάμβανε ένα μέρος από αυτό ως "χαρτζιλίκι". Τέλος, όπως προκύπτει από την από 4-4-2007 ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ... ενώπιον των αστυνομικών του Τμήματος Δίωξης Εκβιαστών, τον Δεκέμβριο του έτους 2006, ο κατηγορούμενος Θ είχε προσπαθήσει, με απειλητική εναντίον του συμπεριφορά, να εισπράξει και από αυτόν κάποιο χρηματικό ποσό που εφέρετο ότι όφειλε σε πελάτη του. Στις απολογίες τους οι λοιποί κατηγορούμενοι αρνήθηκαν την κατηγορία, πλην όμως οι εξ αυτών Χ και Ζ προέβαλαν διαμετρικά αντίθετους ισχυρισμούς, αποδίδοντας ο ένας στον άλλον την εντολή προς τον Θ για την είσπραξη του ποσού της επιταγής. Και οι ισχυρισμοί μεν του Χ ενισχύονται από την απολογία του Θ, εκείνοι δε του Ζ ενισχύονται από τις καταθέσεις του εγκαλούντος, της συζύγου του .... και της αδελφής αυτής Ξ. Από τα εκτεθέντα προκύπτουν εις βάρος των κατηγορουμένων Χ και Ζ επαρκείς ενδείξεις ενοχής οι οποίες δικαιολογούν και επιβάλλουν τον ακροαματικό έλεγχο της υπόθεσης αυτής".
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα, δεν παρατίθεται συγκεκριμένο πραγματικό περιστατικό με το οποίο να αποδεικνύεται α)ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο ο αναιρεσείων και ο συγκατηγορούμενός του Ζ, προκάλεσαν την απόφαση, δηλαδή την με οποιονδήποτε τρόπο δημιουργία βούλησης στο δέκτη φυσικό αυτουργό, β)τα μέσα με τα οποία οι αναφερόμενοι πέτυχαν την κατά τα άνω πρόκληση και γ)τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της δράσης αυτών, ως ηθικών αυτουργών, και των τελεσθεισών αξιοποίνων πράξεων. Τέλος, δεν μνημονεύεται σχετικό περιστατικό που να θεμελιώνει το δόλοι του αναιρεσείοντος και του συγκατηγορουμένου του, συνιστάμενο στη συνείδηση αυτών ότι παρήγαγαν στον φυσικό αυτουργό Θ την απόφαση να εκτελέσει τις αξιόποινες πράξεις που του αποδίδονται, καθώς και στη συνείδηση των αξιοποίνων πράξεων, στις οποίες τον παρακίνησαν. Οι παραλείψεις αυτές καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, αναφορικά με την ορθή ή μη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στις κατά τα άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν και για το λόγο αυτό, κατά παραδοχή του εκ του άρθρου 484 παρ.1 περ. δ' Κ.Π.Δ πρώτου λόγου της ένδικης αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο βασίμως προβάλλεται η αιτίαση της ξένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα, παρελκούσης της έρευνας του ετέρου λόγου αναίρεσης, τόσο για τον αναιρεσείοντα, όσο και για τον συγκατηγορούμενό του Ζ, ο οποίος δεν άσκησε αναίρεση, σύμφωνα με το άρθρο 469 Κ.Π.Δ., καθόσον οι λόγοι αναιρέσεως δεν αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών, το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Π.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αρ. 1016/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, τόσο ως προς τον αναιρεσείοντα Χ, όσο και ως προς τον μη ασκήσαντα αναίρεση συγκατηγορούμενό του Ζ, αναφορικά με την αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας από κοινού σε εκβίαση, παράνομη βία, διατάραξη οικιακής ειρήνης και φθορά ξένης ιδιοκτησίας.
Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα κρίση στο αυτό Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους, εκτός εκείνων που έκριναν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Μαρτίου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ