Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αμέλεια, Έκθεση.
Περίληψη:
Έκθεση. Έννοια. Όταν επήλθε θάνατος έγκλημα εκ του αποτελέσματος. Για την ολοκλήρωση της εκθέσεως απαιτείται η αλληλουχία τριών σταδίων α) τραυματισμός άλλου από πρόθεση ή αμέλεια, β) έκθεση από πρόθεση, γ) επέλευση του θανάτου από αμέλεια. Αμέλεια χωρίς συνείδηση και συνειδητή. Σύμβαση περί Διεθνών Κανονισμών προς αποφυγή συγκρούσεων εν θαλάσση. Έννοια πλοίου. Απορρίπτει την αίτηση.
Αριθμός 1408/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα και Γεώργιο Αδαμόπουλο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φωτίου Μακρή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 7 Απριλίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ.180/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά.
Το Συμβούλιο Εφετών Πειραιά με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 4 και 8 Σεπτεμβρίου 2008 αιτήσεις του, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1470/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Φώτιος Μακρής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη, με αριθμό 591/30.12.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ. τις αριθμ. 46/4-9-2008 και 49/8-9-2008 δύο αιτήσεις αναιρέσεως του Χ, κατοίκου ..., οδ. ... αριθμ. ..., οι οποίες ασκήθηκαν αυτοπροσώπως από τον ίδιο και στρέφονται κατά του αριθμ. 180/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, εκθέτω δε τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιώς με το αριθμ. 1065/2007 βούλευμά του παρέπεμψε στο ακροατήριο του στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, αρμοδίως ορισθησομένου από τον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος των αξιοποίνων πράξεων της θανατηφόρου έκθεσης και της παραβίασης του Κανονισμού προς αποφυγή συγκρούσεων (άρθρα 306 παρ. 2β Π.Κ και 225 παρ. 1,3 ΝΔ 187/73 κανόνες 2,6,8,15,16 ΔΚΑΣ). Κατά του παραπάνω βουλεύματος ο αναιρεσείων άσκησε έφεση. Επί της εφέσεως αυτής εξεδόθη το αριθμ. 180/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, το οποίο απέρριψε στην ουσία την ως άνω έφεση και επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με τις κρινόμενες αιτήσεις του. Οι αιτήσεις αυτές ασκήθηκαν νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο στις 28-7-2008, οι δε αιτήσεις αναιρέσεως ασκήθηκαν από αυτόν στις 4-9-2008 και 8-9-2008, ημέρα Δευτέρα, ενώπιον του γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Πειραιώς, συνετάγησαν δε από αυτόν οι αριθμ. 46/4-9-2008 και 49/8-9-2008 εκθέσεις, στις οποίες διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκαν και συγκεκριμένα η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόστηκε. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 4 Κ.Π.Δ., οι προθεσμίες για την άσκηση ενδίκων μέσων κατά βουλευμάτων και αποφάσεων αναστέλλονται κατά το χρονικό διάστημα από 1ης έως 31ης Αυγούστου. Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, αφού παραπέμπει τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο και για κακούργημα. Κατόπιν των ανωτέρω οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές, να κριθούν ενιαίως στο σύνολό τους και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 306 παρ. 1 περ. β και 2 εδ. β' του Π.Κ., όποιος με πρόθεση αφήνει αβοήθητο ένα πρόσωπο που ο ίδιος το τραυμάτισε υπαίτια, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και αν η πράξη προκάλεσε στον παθόντα το θάνατό του, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον έξι ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος αυτού είναι ο υπαίτια τραυματίζων άλλον και υποχρεούμενος εντεύθεν να μεριμνήσει για την περίθαλψη και τη μεταφορά του, υλικό δε αντικείμενο είναι το πρόσωπο που υπαίτια το τραυμάτισε ο δράστης. Η αντικειμενική υπόσταση της εκθέσεως συνίσταται στην από το δράστη "άφεση" του τραυματισθέντος αβοηθήτου, ήτοι σε κατάσταση που να μην μπορεί χωρίς τη βοήθεια άλλου να αποκρούσει ενδεχόμενο κίνδυνο της ζωής ή της υγείας του, είναι δε αδιάφορο αν ο κίνδυνος μπορεί να αποτραπεί με την παροχή βοήθειας από τρίτο πρόσωπο ή αν επήλθε πράγματι ο κίνδυνος αυτός. Εξ υποκειμένου απαιτείται δόλος ενέχων τη γνώση του δράστη ότι υπαιτίως τραυμάτισε και τη θέληση να αφήσει αβοήθητο τον τραυματισθέντα.
Συνεπώς το έγκλημα της εκθέσεως υπό τη μορφή αυτή συντελείται με τον τραυματισμό κάποιου από δόλο ή αμέλεια (υπαίτια) και την εγκατάλειψη από πρόθεση του τραυματισθέντος αβοηθήτου. Αν όμως η έκθεση προκάλεσε στον τραυματισθέντα το θάνατό του, τότε η πράξη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα, διότι επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον έξι ετών. Στην τελευταία αυτή περίπτωση η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος συνίσταται στην από την έκθεση ως αιτίας, επέλευση του θανάτου του τραυματισθέντος ως αποτελέσματος. Απαιτείται δηλαδή η ύπαρξη αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της εκθέσεως ως αιτίας και του θανάτου ως αποτελέσματος- Υποκειμενικά απαιτείται, εκτός από την πρόθεση (δόλο) για το βασικό έγκλημα της εκθέσεως και αμέλεια του δράστη, σύμφωνα με το άρθρο 29 του ΠΚ για την επέλευση του βαρύτερου αποτελέσματος του θανάτου. Επομένως, για την ολοκλήρωση της τελευταίας αυτής μορφής της "διακεκριμένης" εκθέσεως απαιτείται η αλληλουχία τριών σταδίων α) τραυματισμός από πρόθεση ή αμέλεια β) έκθεση από πρόθεση και γ) επέλευση του βαρύτερου αποτελέσματος του θανάτου από αμέλεια (ΑΠ 332/2000 ΠΧ, Ν, 892, ΑΠ 1503/2002 ΠΧ, ΝΓ, 525, ΑΠ 300/98 ΠΧ, ΜΗ, 909, ΑΠ 719/97 ΠΧ, ΜΗ, 229 κ.ά.).
Εξάλλου κατά τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 225 ΝΔ 187/1973 "Πλοίαρχος ή αξιωματικός φυλακής, όστις εξ αμελείας παραβαίνει τας διατάξεις του Κανονισμού προς αποφυγή συγκρούσεων ή ο πλοηγός όστις εξ αμελείας παρέχει συμβουλάς αντιθέτους προς τας ανωτέρω διατάξεις τας αφορώσας την τηρητέαν πλεύσιν, τιμωρούνται δια φυλακίσεως μέχρι έξι (6) μηνών και χρηματικής ποινής". Κατά τη διάταξη δε της παραγράφου 3 του ως άνω άρθρου "εάν εκ των παραβάσεων επήλθεν απώλεια πλοίου ή απόλυτος ανικανότης αυτού ή ολική απώλεια του φορτίου ή θάνατος προσώπου ή τραύματα βαρέα, ο υπαίτιος τιμωρείται δια φυλακίσεως τουλάχιστον 3 μηνών και χρηματικής ποινής".
Περαιτέρω το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει, από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό δικανικής κρίσεως. 'Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αξιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα (ΑΠ 1073/2006, ΑΠ 1565/2002 ΠΧ, ΝΓ, 536, ΑΠ 1011/2000 ΠΧ, ΝΑ, 244). Εξάλλου περίπτωση εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. Β του Κ.Ποιν.Δ., υπάρχει, εσφαλμένη μεν ερμηνεία όταν το δικαστικό συμβούλιο αποδίδει σε αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή όταν το δικαστικό συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα του έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία δικονομικής διατάξεως. Τέλος για την πληρότητα της αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα είναι επιτρεπτή η καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση (ΑΠ 1151/2006, ΑΠ 1071/2005, ΑΠ 2464/2005, ΑΠ 645/2004 κ.α.).
Στην κρινόμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, που το εξέδωσε, δέχθηκε, με επιτρεπτή εξ ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ'είδος και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα, τη διενεργηθείσα πραγματογνωμοσύνη, την απολογία του κατηγορουμένου αλλά και της συζύγου του (ήδη απαλλαγείσας κάθε κατηγορίας) και από όσα ο εκκαλών εξέθεσε αυτοπροσώπως και δια του συνηγόρου του κατά την ενώπιον του Συμβουλίου εμφάνιση του, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Στις 13.6.2004, κατά το χρονικό διάστημα από 17.30 ως 18.00 μ.μ. περίπου στην περιοχή του ακρωτηρίου ... συγκρούστηκαν το ταχύπλοο φουσκωτό σκάφος με το όνομα "..." ΛΠ ..., με μηχανή 225 ίππων, κυβερνούμενο από τον ιδιοκτήτη του Χ, με συνεπιβάτες την σύζυγό του ΑΑ και την 13χρονη κόρη τους ΒΒ, που κατευθύνετο προς ..., και το ταχύπλοο σκάφος τύπου Τζετ Σκι 160 ίππων, ιδιοκτησίας ΓΓ, κυβερνούμενο από τον ΔΔ. Από την σύγκρουση ο ΔΔ έπεσε στη θάλασσα, από όπου περισυνελέγη νεκρός. Σύμφωνα με το με αριθμό 1161/30.6.04 πιστοποιητικό της ΕΜΥ ο καιρός στην περιοχή ήταν σχεδόν αίθριος με ανέμους σχεδόν μέτριους 3-4 μποφόρ και ορατότητα 5 ν.μ. περίπου. Σύμφωνα με το απόσπασμα ημερολογίου συμβάντων Κ.Λ. ... περί ώρα 18.25 μ.μ. της 13.6.04 ο κυβερνήτης Α/Κ "..." ενημέρωσε το άνω Λιμεναρχείο μέσω VHF σχετικά με θαλάσσιο ατύχημα σε περιοχή ... από διερχόμενο ταχύπλοο, περί ώρα 18.35 μ.μ. περίπου το εν λόγω ταχύπλοο μπήκε με μεγάλη ταχύτητα στο λιμανάκι ..., όπου σπεύδουν άνδρες του Λιμεναρχείου, περί ώρα 19.00 μ.μ. ειδοποιείται ασθενοφόρο ΕΚΑΒ, καθόσον μία από τις επιβαίνουσες στο σκάφος είχε υποστεί σοκ, ενώ το ίδιο το σκάφος ανελκύεται στην ξηρά γιατί έφερε χτυπήματα και υπήρχε κίνδυνος βύθισής του, περί ώρα 19.10μ.μ. και οι τρεις επιβάτες του ταχυπλόου οδηγούνται στο Κ.Λ. ..., όπου ο Χ σε σχετική ερώτηση ανέφερε ότι ανοιχτά του κάβου ... σκότωσε κάποιον που επέβαινε σε τζετ σκι, γεγονός που επιβεβαίωσε διστακτικά και η σύζυγός του. Ο εκ των λιμενικών που είδαν τον Χ στο ... ΕΕ κατέθεσε ότι ο παραπάνω ήταν σοκαρισμένος και έκλαιγε, όπως και οι επιβαίνουσες στο σκάφος ότι του είπε πως μάλλον είχε σκοτώσει έναν άνδρα που επέβαινε σε τζετ-σκι, όταν ο τελευταίος, κάνοντας ελιγμούς και έχοντας σηκωμένο το χέρι του, έστριψε απότομα αριστερά και έπεσε πάνω του, πως μόλις τον είδε να στρίβει έκανε κράτει στις μηχανές και πως απομακρύνθηκε από τον τόπο του ατυχήματος γιατί η κόρη του φώναζε και έκλαιγε, έχοντας όμως προηγουμένως ειδοποιήσει μέσω VHF το Λιμεναρχείο. Το ταχύπλοο σκάφος ανελκύστηκε στο τρέιλερ του αυτοκινήτου του Χ, που ήταν σταθμευμένο στο σημείο εκείνο, και στη συνέχεια δεσμεύθηκε ο δε τελευταίος συνελήφθη (βλ. σχετικές εκθέσεις). Μετά την σύλληψή του ο άνω κυβερνήτης οδηγήθηκε στο νοσοκομείο για αιματολογική εξέταση αλλά και για γενικότερη εξέταση, καθόσον, όπως εκτίμησαν στο Λιμεναρχείο, ευρίσκετο σε κατάσταση σοκ.
Μετά την άσκηση ποινικής διώξεως ο εισαγγελέας παρήγγειλε την διενέργεια προανακρίσεως περιλαμβάνουσα και πραγματογνωμοσύνη. 'Όπως αναγράφεται στον από 22.6.04 διορισμό του ως πραγματογνώμονα, στον ΣΤ ανατέθηκε να αποφανθεί για τα ακόλουθα ζητήματα: α) ποιες οι πορείες, οι ταχύτητες και συνολικά οι ειδικότερες συνθήκες συγκρούσεως των δύο ταχυπλόων σκαφών, β) ποια τα αίτια πρόκλησης του ατυχήματος γ) αν το περιστατικό οφείλεται σε δόλο ή αμέλεια ή τυχαίο γεγονός, ... ε) να αναφέρει στην έκθεσή του οτιδήποτε άλλο προκύπτει από τις γνώσεις και την εμπειρία του.
Ο κυβερνήτης και μοναδικός επιβαίνων του αλιευτικού σκάφους "..." ΖΖ, εξετασθείς τόσο προανακριτικά όσο και ανακριτικά, κατέθεσε ότι, ενώ έπλεε με το σκάφος του κοντά στο σημείο του συμβάντος, τον πλησίασε το προαναφερθέν ταχύπλοο, όπου επέβαιναν δύο γυναίκες, καθισμένες η μία δίπλα στην άλλη, και ο κυβερνήτης του που έδειχνε αναστατωμένος, και τον ρώτησε αν έχει VHF, ότι όταν του απάντησε καταφατικά, του ζήτησε να ειδοποιήσει το Λιμεναρχείο γιατί ήλθε κάποιος και έπεσε πάνω στο σκάφος του και πρέπει να τον χτύπησε, του έδειξε με το χέρι το σημείο του ατυχήματος, και στη συνέχεια, χωρίς να του δώσει οποιοδήποτε στοιχείο ταυτότητας, έσπευσε να απομακρυνθεί, ότι ο ίδιος κατευθύνθηκε προς το υποδειχθέν σημείο και φθάνοντας είδε το τζετ-σκι να επιπλέει και σε απόσταση πενήντα μέτρων έναν άνδρα που φορούσε σωσίβιο και ήταν πεσμένος μπρούμυτα μέσα στη θάλασσα, ακίνητος, με το κεφάλι στο νερό, τον οποίο πλησίασε, αλλά όχι πολύ γιατί δεν ήξερε αν ήταν ζωντανός και δεν ήθελε να διακινδυνεύσει να τον χτυπήσει με την προπέλα του δικού του σκάφους, ότι τελικά και, μετά από σχετικές εντολές του Λιμεναρχείου, με την βοήθεια ανδρών από το αλιευτικό "...", των οποίων είχε ζητήσει την συνδρομή, γιατί αδυνατούσε μόνος του, ανέσυρε από την θάλασσα στο σκάφος του τον ΔΔ και διαπίστωσε πως ήταν νεκρός, έβγαζε αφρούς από το στόμα, τα μάτια του ήταν ανοιχτά και έφερε τραύματα μάλλον προερχόμενα από τον έλικα του ταχύπλοου, το δε τζετ-σκι ρυμούλκησε προς την ξηρά το αλιευτικό "..." (βλ. και σχετικές καταθέσεις κυβερνήτη του τελευταίου ΗΗ και λιμενικού ΘΘ).
Σύμφωνα με την συνταγείσα από τον διενεργήσαντα την νεκροψία και νεκροτομή ιατροδικαστή ΚΚ με αριθμό ... ιατροδικαστική έκθεση οι κακώσεις στο σώμα του θανόντος έγιναν όλες ενώ ευρίσκετο εν ζωή ο δε θάνατός του αποδίδεται σε πνιγμό στη θάλασσα συνεπεία κακώσεων κεφαλής και θώρακος (βλ. και σχετικές εκθέσεις τοξικολογικής και ιστολογικής εξετάσεως). Καταθέτοντας δε κατά την κυρία ανάκριση ο άνω ιατροδικαστής διευκρίνισε ότι το συμπέρασμά του βασίστηκε στην ανεύρεση μικροφυσαλλώδους αφρού στους ρώθωνες και το στόμα και οιδήματος στους πνεύμονες, στην μεγάλη ποσότητα φυσαλιδώδους υγρού που εκρέει κατά τας διατομάς στους πνεύμονες και στον χαρακτηριστικό τριγμό χιόνος, ενώ τις διαπιστωθείσες πρόσφατες ισχαιμικού τύπου αλλοιώσεις μυοκαρδίου αποδίδει στα προκληθέντα στρες και πόνο λόγω των κακώσεων που υπέστη ο θανών. Επίσης υποστηρίζει ότι μόνες οι κακώσεις που διαπίστωσε στον θανόντα δεν μπορούσαν να αποτελέσουν αιτία θανάτου, δηλαδή αν ούτος ευρίσκετο στην ξηρά θα επιζούσε, ότι ο θανών, ευρισκόμενος μπρούμυτα στη θάλασσα, μετά τα χτυπήματα που είχε δεχτεί, είναι λογικό να χάσει τις αισθήσεις του και να μην μπορεί να αναπνεύσει, ότι ο θάνατος επήλθε κατ'ανώτατο όριο πέντε λεπτά της ώρας περίπου εφόσον το σώμα ήταν βυθισμένο στο νερό και ότι αν μέσα στα πέντε πρώτα κρίσιμα λεπτά της ώρας είχαν παρασχεθεί στον παθόντα οι πρώτες βοήθειες, ήτοι να διατηρηθεί το κεφάλι του εκτός νερού και να βοηθηθεί ώστε να βγάλει το νερό που τυχόν είχε εισέλθει στους πνεύμονές του, θα πληρούντο οι συνθήκες επιβίωσής του. Στην διενεργηθείσα από τον ΣΤ πραγματογνωμοσύνη αναγράφεται μεταξύ άλλων ότι, όπως φαίνεται από τα ευρήματα επί των δύο πλεούμενων, κατά την σύγκρουση οι πορείες τους ήταν διασταυρούμενες συγκλίνουσες, με φυλάσσον το "...", που έδειχνε την δεξιά πλευρά του, και φυλασσόμενο το τζετ-σκι, που έδειχνε την αριστερή πλευρά του με γωνία σύγκρουσης της πρύμνης προς τα δεξιά του ... 30-35'' μοίρες περίπου ως προς τον διαμήκη άξονα του τζετ-σκι και προς τα αριστερά αυτού, το οποίο ήρχετο από τα δεξιά προς τα αριστερά σε σχέση με το ... και πέρασε κάτω από αυτό, και ότι τόσο το τζετ-σκι όσο και το ... ήταν σε κίνηση κατά την σύγκρουση, όπως τούτο συνάγεται από τα τραύματα του θανόντος, τα προκληθέντα από την έλικα του ... και από τα ίχνη επαφής στο ..., που δείχνουν να είχε ανασηκωμένη την πλώρη του πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας κατά την ώρα της σύγκρουσης και να πέρασε σχεδόν κατά μήκος πάνω από το τζετ-σκι.
Από το σύνολο των προεκτεθέντων συνάγονται ικανές και αποχρώσες ενδείξεις σε βάρος του εκκαλούντος κατηγορουμένου για τις αποδιδόμενες σ' αυτόν αξιόποινες πράξεις της θανατηφόρου εκθέσεως και της παραβίασης του κανονισμού προς αποφυγή συγκρούσεων και όχι της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, όπως υποστηρίζει ούτος. Συγκεκριμένα στις 13.6.2004, στην περιοχή του ακρωτηρίου "..." ..., κυβερνώντας το ταχύπλοο σκάφος του "...", κατευθυνόμενος προς ..., δεν κατέβαλε την προσοχή που ώφειλε και μπορούσε στις συγκεκριμένες περιστάσεις ως μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος και ως κυβερνήτης ταχυπλόου, έχων λάβει σχετική άδεια οδήγησης αυτού μετά την αντίστοιχη εκπαίδευση, και δη, αν και αντιλήφθηκε από ικανή απόσταση τον ΔΔ να χειρίζεται ταχύπλοο σκάφος τύπου τζετ σκι, και να πλησιάζει επικίνδυνα προς το μέρος του από την αντίθετη κατεύθυνση, δεν φρόντισε να πλέει με ασφαλή ταχύτητα ώστε να μπορεί να λάβει εγκαίρως τα πρέποντα και αποτελεσματικά μέτρα και να χειρίσει κατά τον καλλίτερο δυνατό τρόπο για να αποφευχθεί η σύγκρουση, δεν μετέβαλε την πορεία του προς τα δεξιά του τζετ σκι ώστε έκαστος να διέλθει από την αριστερή πλευρά του ετέρου, ούτε διέκοψε την πορεία του αλλά την συνέχισε, παραβιάζοντας τον κανονισμό προς αποφυγή συγκρούσεων, με αποτέλεσμα να συγκρουσθεί με την αριστερή πλευρά του τζετ-σκι, που ήλθε με πορεία από δεξιά προς τα αριστερά του, και να τραυματιστεί από την σύγκρουση σε διάφορα σημεία του σώματός του, όπως αναφέρονται στην ιατροδικαστική έκθεση, ο στερούμενος αδείας ικανότητας οδήγησης τζετ-σκι ΔΔ, ο οποίος έπεσε στη θάλασσα. Στη συνέχεια, ο κατηγορούμενος, ενώ είχε προκαλέσει τον τραυματισμό του προαναφερθέντος, ο οποίος ευρίσκετο στη θάλασσα, επιπλέοντας μεν γιατί φορούσε σωσίβιο αλλά λιπόθυμος, με το πρόσωπο μέσα στο νερό, κοιτάζοντας προς τον βυθό, ανίκανος να απομακρύνει με τις δικές του δυνάμεις τον κίνδυνο για την ζωή του και μη περιμένοντας την αναγκαία βοήθεια από άλλον πλην του κατηγορουμένου, και ενώ γνώριζε αυτά και είδε ότι ο παθών ευρίσκετο σε κατάσταση κινδύνου για την ζωή του, χωρίς να καταβάλει οποιουδήποτε είδους προσπάθεια για να τον βοηθήσει, εξουδετερώνοντας τον άνω κίνδυνο, αποδεχόμενος τούτον αλλά ελπίζοντας ότι δεν θα επέλθει, τον εγκατέλειψε, αναζητώντας βοήθεια, σε απόσταση ενάμισυ με δύο ναυτικά μίλια, από διερχόμενο αλιευτικό σκάφος, με ένα ψαρά, μέσω του οποίου ειδοποίησε και το Λιμεναρχείο, χωρίς να χρησιμοποιήσει για τον άνω λόγο τα δύο κινητά τηλέφωνα που ευρίσκοντο εν λειτουργία στο σκάφος του και χωρίς να δώσει οποιοδήποτε στοιχείο ταυτότητάς του και κατέπλευσε στο σημείο της ακτής όπου ευρίσκετο το τρέϊλερ μεταφοράς του σκάφους του, με σκοπό την αποφυγή άμεσης εμπλοκής του με τις συνέπειες της συμπεριφοράς του και με τις αρχές. Από την άνω έκθεση όμως και από αμέλεια του κατηγορουμένου, ο οποίος δεν κατέβαλε την προσοχή που ώφειλε και μπορούσε στις συγκεκριμένες περιστάσεις ως μέτρια συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος και ως κυβερνήτης ταχυπλόου, έχων λάβει σχετική άδεια οδήγησης αυτού μετά από αντίστοιχη εκπαίδευση, και δεν φρόντισε, πριν φύγει από το σημείο συγκρούσεως, ενώ γνώριζε από την εκπαίδευσή του τι έπρεπε να κάνει, ενώ ήταν ακόμα ημέρα, η θάλασσα ήταν καλή και ενώ μπορούσε να βοηθηθεί από την συνεπιβάτη σύζυγό του, για την άμεση παροχή στον παθόντα των πρώτων βοηθειών και για την στρέψη του σώματός του ανάσκελα ώστε να είναι ελεύθερες οι αναπνευστικές του οδοί και να αποφευχθεί η εισρρόφηση θαλασσίου ύδατος, με συνέπεια να επέλθει ο θάνατός του από πνιγμό. Το αποτέλεσμα δε αυτό μπορεί ο κατηγορούμενος να προέβλεψε ως ενδεχόμενη συνέπεια της συμπεριφοράς του, δεν προκύπτουν όμως επαρκείς ενδείξεις ότι δεν πίστευε πως θα το απέφευγε, θεωρώντας προφανώς ότι ο παθών θα συνήρχετο από την επαφή του με το κρύο νερό, θα κολυμπούσε βγάζοντας το πρόσωπό του από αυτό και θα μπορούσε να αντέξει, μέχρι να του παρασχεθεί βοήθεια. Τις άνω σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου δεν είναι ικανοί να άρουν οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του, όπως αυτοί περί πλάνης ή καταστάσεως ανάγκης και δη ότι έφυγε εσπευσμένα από το σημείο συγκρούσεως α) γιατί πίστευε πως ο ΔΔ είχε πεθάνει ακαριαία και δεν χρειάζετο την βοήθειά του, όπως το ισχυρίστηκε και στο Λιμεναρχείο όταν ο ίδιος ο κατηγορούμενος ήδη με το από 2.2.05 υπόμνημά του αποδέχεται ότι απλώς πλησίασε με το σκάφος του τον παθόντα και από απόσταση έκανε τις εκτιμήσεις του, όταν ο ΖΖ κατέθεσε πως ο κατηγορούμενος του είπε ότι πρέπει να χτύπησε τον παθόντα, όταν ο ΕΕ κατέθεσε πως τα πρώτα λόγια του κατηγορουμένου ήταν ότι πιθανόν να σκότωσε έναν άνδρα, από τα οποία συνάγεται ότι ο κατηγορούμενος φεύγοντας δεν πίστευε πως είχε αφήσει νεκρό τον ΔΔ στο σημείο συγκρούσεως β) γιατί πίστευε πως το σκάφος του είχε υποστεί ρήγμα από την σύγκρουση και θα βυθιζόνταν και πως η ανήλικη κόρη του είχε χτυπήσει σοβαρά στο κεφάλι, όταν η ίδια η συμπεριφορά του δεν συνηγορεί με τα προαναφερθέντα, αφού δεν έσπευσε στην κοντινότερη ακτή αλλά επέστρεψε κοντά στην ..., στο σημείο όπου είχε αφήσει το τρέϊλερ με το οποίο μετέφερε το σκάφος του, από τους μάρτυρες που είδαν τους επιβάτες του σκάφους ουδείς κατέθεσε πως η ανήλικη ήταν λιπόθυμη, μετά την αποβίβασή τους ουδείς μπήκε στο ασθενοφόρο που είχε φθάσει στο σημείο αλλά τόσο η σύζυγος όσο και η κόρη του ακολούθησαν τον κατηγορούμενο όπου τον οδήγησαν οι λιμενικοί και τελικά μόνον ο τελευταίος μετέβη στο νοσοκομείο. Επομένως ούτε πλάνη ούτε εσφαλμένη αντίληψη της καταστάσεως είχε ο κατηγορούμενος, ούτε υπήρξε κατάσταση ανάγκης και μάλιστα με κίνδυνο αναπότρεπτο με άλλα μέσα και με την βλάβη που αποτράπηκε να είναι έστω ίση η ανάλογη με την βλάβη που προκλήθηκε. Παράλληλα δεν προκύπτει από τα λοιπά στοιχεία της δικογραφίας ότι οι αρχές ειδοποιήθηκαν για το συμβάν και από άλλο άτομο (γνωστό του κατηγορουμένου) πλην του κυβερνήτη του αλιευτικού ΖΖ. Εξ άλλου το ότι ο θανών έκανε επικίνδυνους ελιγμούς και ο κατηγορούμενος έκανε "κράτει" στη μηχανή του σκάφους του τα ισχυρίζονται μόνον ο κατηγορούμενος και η σύζυγός του κατά την προανάκριση, της οποίας η κατάθεση αυτή έχει μπεί στο αρχείο κατ'άρθρο 31 § 2 Κ.Π.Δ.). Στη συνέχεια το Συμβούλιο Εφετών δέχθηκε ότι ορθά απορρίφθηκαν τα αιτήματα του εκκαλούντος για διορισμό νέου ιατροδικαστή, αντικατάσταση- εξαίρεση του πραγματογνώμονα ΣΤ και διενέργεια δεύτερης πραγματογνωμοσύνης, δεδομένου ότι οι επικαλούμενες από τον εκκαλούντα γνώμες άλλων ιατρών αορίστως και η αναφορά σε ιατρικά συγγράμματα δεν είναι ικανά να αμφισβητήσουν σοβαρά το περιεχόμενο της ιατροδικαστικής εκθέσεως, σημεία του οποίου μάλιστα έχει διευκρινίσει ο συντάξας αυτήν ιατροδικαστής σε δύο ένορκες καταθέσεις του, ώστε να ανακύψει η υποχρέωση διορισμού και νέου ιατροδικαστή για να γνωματεύσει ξανά για την αιτία θανάτου του θύματος και τα ακραία χρονικά όρια αυτού. Αλλά και για τον ΣΤ δεν προκύπτουν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να μπορούν να δικαιολογήσουν εμφανώς προκατάληψή του ή δυσπιστία για την αμεροληψία του ο δε τρόπος που συνέταξε την πραγματογνωμοσύνη, του κατά του οποίου ενίσταται ο εκκαλών, ο οποίος δεν προκύπτει να ζήτησε διορισμό τεχνικού συμβούλου, πρέπει να αποδοθεί στην ανταπόκρισή του στα ερωτήματα που του ετέθησαν, όπως αντιλήφθηκε ο ίδιος την έννοια και τα αιτούμενα με αυτά.
Επίσης ότι ορθά απορρίφθηκε η από 16-3-2007 αίτηση του κατηγορουμένου περί άρσεως της δεσμεύσεως του παραδοθέντος στην ανάκριση σκάφους του με τα στοιχεία "... Λ.Π. ...", που επιβλήθηκε δυνάμει της από 13.6.2004 εκθέσεως του Λιμεναρχείου ... (άρθρο 310 § 2 Κ.Π.Δ.), καθόσον τυχόν αλλοίωση, λόγω χρήσης ή συντηρήσεώς του, των ευρημάτων επ'αυτού είναι δυνατό να δημιουργήσει στο μέλλον δυσχέρειες στην εξακρίβωση της αλήθειας (άρθρο 268 § 3 Κ.Π.Δ.).
Με βάση τις παραδοχές και τις σκέψεις αυτές το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς έκρινε ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος του εκκαλούντος κατηγορουμένου για τις αξιόποινες πράξεις της θανατηφόρου εκθέσεως και της παραβίασης του κανονισμού προς αποφυγή συγκρούσεων και για τον λόγο αυτό απέρριψε την από αυτόν ασκηθείσα, κατά του αριθμ. 1065/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, έφεση ως κατ'ουσίαν αβάσιμη και επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα, απέρριψε δε και τα αιτήματα του εκκαλούντος - κατηγορουμένου περί διενέργειας δεύτερης πραγματογνωμοσύνης για τις συνθήκες του επίδικου θαλάσσιου ατυχήματος, περί διορισμού πραγματογνώμονα για την ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη και περί άρσεως της δέσμευσης του σκάφους αυτού (εκκαλούντος).
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων, για τα οποία κρίθηκε παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες σχετικές ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26,27, 306 παρ. 2β ΠΚ και 225 παρ. 1-3 ΝΔ 187/73 και Κανόνες 2,6,8,15,16 ΔΚΑΣ. Τις παραπάνω διατάξεις το Συμβούλιο ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν τις παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπείς ή ασαφείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με άλλον τρόπο. Ειδικότερα η αιτίαση ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν περιέχει τη δέουσα αιτιολογία διότι αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην πρόταση του Εισαγγελέα είναι αβάσιμη, διότι όπως και ανωτέρω αναφέρθηκε η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 93 του Συντάγματος και του άρθρου 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το συμβούλιο Εφετών αναφέρεται (υιοθετεί) εξ ολοκλήρου την ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Η άνω αναφορά δεν είναι τυπική υπόθεση, όπως υποστηρίζεται. Γίνεται κατόπιν επανεξέτασης της υπόθεσης και από το συμβούλιο Εφετών, το οποίο κατέληξε στο αυτό συμπέρασμα και τούτο ελέγχεται. Επίσης αβάσιμη είναι η αιτίαση ότι η πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, στην οποία παραπέμπει εξ ολοκλήρου το Συμβούλιο Εφετών, αποτελεί αντιγραφή, όσον αφορά τα αποδεχόμενα πραγματικά περιστατικά, της εισαγγελικής πρότασης του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, που είναι ενσωματωμένη στο πρωτοβάθμιο με αριθμό 1065/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, το οποίο παρέπεμψε εξ ολοκλήρου σ'αυτήν και ακόμη ότι η πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών ταυτίζεται με το περιεχόμενο του κατηγορητηρίου, καθόσον από την αντιπαραβολή των δύο προτάσεων δεν επιβεβαιώνεται η αιτίαση αυτή, η σύμπτωση δε ορισμένων περιστατικών που αναγράφονται στο κατηγορητήριο και στην ενσωματωμένη στο προσβαλλόμενο βούλευμα εισαγγελική πρόταση δεν συνιστά έλλειψη αιτιολογίας, αφού τα συγκεκριμένα αυτά περιστατικά προέκυψαν και όχι άλλα διαφορετικά. Αβάσιμος επίσης είναι η αιτίαση ότι δεν προσδιορίζεται το είδος της επιδειχθείσας αμέλειας του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, αναφορικά με τον τραυματισμό του ΔΔ, καθώς επίσης και η πορεία των σκαφών πριν από τη σύγκρουση και η ταχύτητα αυτών διότι από την έκθεση των πραγματικών περιστατικών γίνεται φανερό ότι πρόκειται περί συνειδητής αμέλειας, προσδιορίζεται η πορεία των σκαφών και συγκεκριμένα του κατηγορουμένου προς ... και του ΔΔ αντίθετη, πλέοντας από δεξιά προς τ'αριστερά του σκάφους του κατηγορουμένου δεν απαιτείτο δε για την πληρότητα της αιτιολογίας ο ακριβής μαθηματικός υπολογισμός της ταχύτητας των ταχύπλοων σκαφών, καθώς το γεγονός ότι η τελευταία ήταν μεγαλύτερη της ενδεδειγμένης προκύπτει εκ του μεγάλου αριθμού, της βαρύτητας και της θέσεως των τραυμάτων του παθόντος. Ακόμα αβάσιμος είναι η αιτίαση ότι το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς με το προσβαλλόμενο βούλευμα του απέρριψε χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία τους ισχυρισμούς του και τα επιχειρήματα του διότι με πλήρη αιτιολογία απέρριψε τους αυτοτελείς ισχυρισμούς περί πραγματικής πλάνης και κατάστασης ανάγκης, το επιχείρημα δε του αναιρεσείοντος, που προέβαλε προς απόκρουση της κατηγορίας, ότι δηλαδή η σύγκρουση των σκαφών και ο τραυματισμός του ΔΔ οφειλόταν σε αποκλειστική αμέλεια του τελευταίου, δεν χρειαζόταν ιδιαίτερης απάντησης και απερρίφθη με την αντίθετη παραδοχή του βουλεύματος, η παράλειψη δε απαντήσεως σε μη αυτοτελή ισχυρισμό δεν αποτελεί έλλειψη αιτιολογίας ούτε ιδρύει κάποιο άλλο αναιρετικό λόγο. Εξάλλου η αιτίαση ότι δεν υπάρχει η απαιτούμενη αιτιολογία για την απόρριψη του αιτήματος του κατηγορουμένου για διενέργεια δεύτερης πραγματογνωμοσύνης και διορισμό νέου ιατροδικαστή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη διότι η κατ'άρθρο 183 Κ.Π.Δ. διενέργεια πραγματογνωμοσύνης υπόκειται στην απόλυτη κρίση του δικαστηρίου, του συμβουλίου ή του ανακρίνοντος και δεν ελέγχεται από τον 'Αρειο Πάγο, η δε αναιτιολόγητη απόρριψη αιτήματος για πραγματογνωμοσύνη δεν συνεπάγεται ακυρότητα, ούτε ιδρύει αναιρετικό λόγο (ΑΠ 874/2004, ΠΧ, ΝΕ, 414). Τέλος η αιτίαση ότι κατ'εσφαλμενη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 268 Κ.Ποιν.Δ. απερρίφθη το αίτημα του για άρση της δεσμεύσεως του παραδοθέντος στην ανάκριση σκάφους αυτού είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη διότι η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή δικονομικής διατάξεως και δη μη τεταγμένης επί ποινή ακυρότητας δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως.
Συνεπώς οι λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β-δ Κ.Ποιν.Δ. είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν, συνακολούθως δε να απορριφθούν και οι ένδικες αιτήσεις και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Προτείνω: 1) Να απορριφθούν οι με αριθμ. 46/4-9-2008 και 49/8-9-2008 αιτήσεις αναίρεσης, που ασκήθηκαν από τον κατηγορούμενο Χ, κάτοικο ..., οδ. ..., κατά του υπ'αριθμ. 180/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς και 2) Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.
Αθήνα 15 Δεκεμβρίου 2008
Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Ευτέρπη Κουτζαμάνη".
Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι με αριθ. έκθ. 46/ 04-09-2008 και 49/ 08-09-2008 αιτήσεις αναιρέσεως του Χ, κατοίκου ... στρέφονται κατά του 180/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, το οποίο απέρριψε την έφεσή του κατ' ουσίαν και επικύρωσε το 1065/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς με το οποίο παραπέμφθηκε ενώπιον του Μικτού, Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφερείας του Εφετείου Πειραιώς για να δικαστεί ως υπαίτιος των αξιοποίνων πράξεων της θανατηφόρου έκθεσης και παραβίασης του Κανονισμού προς αποφυγή συγκρούσεων στη θάλασσα. Επομένως, πρέπει να συνεκδικαστούν και ερευνηθεί η βασιμότητα των λόγων τους. Κατά τη διάταξη του άρθρου 306 παρ. 1 περ. β' και 2 εδ. β' του ΠΚ, όποιος με πρόθεση αφήνει αβοήθητο ένα πρόσωπο, που ο ίδιος το τραυμάτισε υπαίτια, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και αν η πράξη προκάλεσε στον παθόντα το θάνατό του, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον έξι ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος αυτού είναι εκείνος, που υπαίτια τραυμάτισε άλλον και υποχρεούται εντεύθεν να μεριμνήσει για την περίθαλψη και τη μεταφορά του, υλικό δε αντικείμενο είναι το πρόσωπο, που υπαίτια το τραυμάτισε ο δράστης. Η αντικειμενική υπόσταση της έκθεσης συνίσταται στην υπό του δράστη "άφεση" του τραυματισθέντος αβοήθητου, ήτοι σε κατάσταση που να μη μπορεί χωρίς τη βοήθεια άλλου να αποκρούσει ενδεχόμενο κίνδυνο της ζωής ή της υγείας του, είναι δε αδιάφορο αν ο κίνδυνος μπορεί να αποτραπεί με την παροχή βοήθειας από τρίτο πρόσωπο ή αν επήλθε πράγματι ο κίνδυνος αυτός. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, που ενέχει τη γνώση του δράστη ότι υπαίτια τραυμάτισε άλλον και τη θέληση να αφήσει αβοήθητο τον τραυματισθέντα.
Συνεπώς, το έγκλημα της έκθεσης υπό τη μορφή αυτή τελείται με τον τραυματισμό άλλου από δόλο ή αμέλεια και την εγκατάλειψη από πρόθεση του τραυματισθέντος αβοήθητου. Αν όμως, η έκθεση προκάλεσε στον τραυματισθέντα το θάνατό του, τότε η πράξη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα αφού επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον έξι ετών. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος συνίσταται στην, από την έκθεση επέλευση του θανάτου του τραυματισθέντος. Απαιτείται δηλαδή η ύπαρξη αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της έκθεσης ως αιτίας και του θανάτου ως αποτελέσματος. Υποκειμενικά απαιτείται εκτός από την πρόθεση για το βασικό έγκλημα της εκθέσεως και αμέλεια του δράστη για την επέλευση του βαρύτερου αποτελέσματος του θανάτου (αρθρ. 29 ΠΚ). Επομένως για την ολοκλήρωση της τελευταίας αυτής μορφής της "διακεκριμένης" εκθέσεως απαιτείται η αλληλουχία τριών σταδίων α) τραυματισμός άλλου από πρόθεση ή αμέλεια β) έκθεση από πρόθεση και γ) επέλευση του θανάτου του τραυματισθέντος από αμέλεια. Εξάλλου κατά το άρθρο 28 του ΠΚ από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του είτε το προέβλεψε ως δυνατόν πίστευε όμως ότι δε θα επερχόταν. Η διάταξη αυτή διακρίνει δύο είδη αμέλειας α) την αμέλεια χωρίς συνείδηση, όταν ο δράστης δεν προβλέπει το εγκληματικό αποτέλεσμα ενώ θα μπορούσε να το προβλέψει και να το αποφύγει αν κατέβαλε την επιβαλλόμενη από το νόμο προσοχή και β) τη συνειδητή αμέλεια (ενσυνείδητη), όταν ο δράστης προβλέπει ότι από τη συμπεριφορά του μπορεί να προέλθει το εγκληματικό αποτέλεσμα, αλλά το αποκρούει και ενεργεί γιατί πιστεύει ότι δε θα επέλθει. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 225 του ΝΔ 187/ 1973 "πλοίαρχος ή αξιωματικός φυλακής όστις εξ αμελείας παραβαίνει τας διατάξεις του Κανονισμού προς αποφυγή συγκρούσεων ... τιμωρείται ...", κατά δε τη διάταξη της παραγράφου 3 του άνω άρθρου "εάν εκ των παραβάσεων επήλθε απώλεια ... θάνατος προσώπου ... ο υπαίτιος τιμωρείται ...". Ως Κανονισμός νοείται η Σύμβαση περί Διεθνών Κανονισμών προς αποφυγή Συγκρούσεων εν θαλάσση, 1972 (Δ.Κ.Α.Σ.), που κυρώθηκε με το ΝΔ 93/ 1974, η λέξη δε πλοίο, κατά τον Κανόνα 2, περιλαμβάνει κάθε πλωτό μέσο και άνευ εκτοπίσματος. Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. ε' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που το θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη, που εφάρμοσε και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το συμβούλιο εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωθείσα στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση στην οποία εκτίθενται τα ανωτέρω στοιχεία με τα οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου αυτού. Εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όχι μόνο όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση, στις διατάξεις που εφάρμοσε αλλά και όταν οι διατάξεις αυτές παραβιάστηκαν εκ πλαγίου, ήτοι όταν έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό το οποίο ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, από το σκεπτικό του προσβαλλομένου βουλεύματος, στο οποίο έχει ενσωματωθεί η πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών Πειραιώς, και στην οποία το άνω Συμβούλιο, εξ ολοκλήρου, επιτρεπτώς, αναφέρεται, από την εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος προσδιορίζονται δέχτηκε ανελέγκτως, τα εξής:
" Στις 13.6.2004, κατά το χρονικό διάστημα από 17.30 ως 18.00 μ.μ. περίπου στην περιοχή του ακρωτηρίου ... συγκρούστηκαν το ταχύπλοο φουσκωτό σκάφος με το όνομα "..." ΛΠ ..., με μηχανή 225 ίππων, κυβερνούμενο από τον ιδιοκτήτη του Χ, με συνεπιβάτες την σύζυγό του ΑΑ και την 13χρονη κόρη τους ΒΒ, που κατευθύνετο προς ..., και το ταχύπλοο σκάφος τύπου Τζετ Σκι 160 ίππων, ιδιοκτησίας ΓΓ, κυβερνώμενο από τον ΔΔ. Από την σύγκρουση ο ΔΔ έπεσε στη θάλασσα, από όπου περισυνελέγη νεκρός. Σύμφωνα με το με αριθμό 1161/30.6.04 πιστοποιητικό της ΕΜΥ ο καιρός στην περιοχή ήταν σχεδόν αίθριος με ανέμους σχεδόν μέτριους 3-4 μποφόρ και ορατότητα 5 ν.μ. περίπου. Σύμφωνα με το απόσπασμα ημερολογίου συμβάντων Κ.Λ. ... περί ώρα 18.25 μ.μ. της 13.6.04 ο κυβερνήτης Α/Κ "..." ενημέρωσε το άνω Λιμεναρχείο μέσω VΗF σχετικά με θαλάσσιο ατύχημα σε περιοχή ... από διερχόμενο ταχύπλοο, περί ώρα 18.35 μ.μ. περίπου το εν λόγω ταχύπλοο μπήκε με μεγάλη ταχύτητα στο λιμανάκι ..., όπου σπεύδουν άνδρες του Λιμεναρχείου, περί ώρα 19.00 μ.μ. ειδοποιείται ασθενοφόρο ΕΚΑΒ, καθόσον μία από τις επιβαίνουσες στο σκάφος είχε υποστεί σοκ, ενώ το ίδιο το σκάφος ανελκύεται στην ξηρά γιατί έφερε χτυπήματα και υπήρχε κίνδυνος βύθισής του, περί ώρα 19.10 μ.μ. και οι τρεις επιβάτες του ταχυπλόου οδηγούνται στο Κ.Λ. ..., όπου ο Χ σε σχετική ερώτηση ανέφερε ότι ανοιχτά του κάβου ... σκότωσε κάποιον που επέβαινε σε τζετ σκι, γεγονός που επιβεβαίωσε διστακτικά και η σύζυγός του. Ο εκ των λιμενικών που είδαν τον Χ στο ... ΕΕ κατέθεσε ότι ο παραπάνω ήταν σοκαρισμένος και έκλαιγε, όπως και οι επιβαίνουσες στο σκάφος ότι του είπε πως μάλλον είχε σκοτώσει έναν άνδρα που επέβαινε σε τζετ-σκι, όταν ο τελευταίος, κάνοντας ελιγμούς και έχοντας σηκωμένο το χέρι του, έστριψε απότομα αριστερά και έπεσε πάνω του, πως μόλις τον είδε να στρίβει έκανε κράτει στις μηχανές και πως απομακρύνθηκε από τον τόπο του ατυχήματος γιατί η κόρη του φώναζε και έκλαιγε, έχοντας όμως προηγουμένως ειδοποιήσει μέσω VΗF το Λιμεναρχείο. Το ταχύπλοο σκάφος ανελκύστηκε στο τρέιλερ του αυτοκινήτου του Χ, που ήταν σταθμευμένο στο σημείο εκείνο, και στη συνέχεια δεσμεύθηκε ο δε τελευταίος συνελήφθη (βλ. σχετικές εκθέσεις). Μετά την σύλληψή του ο άνω κυβερνήτης οδηγήθηκε στο νοσοκομείο για αιματολογική εξέταση αλλά και για γενικότερη εξέταση, καθόσον, όπως εκτίμησαν στο Λιμεναρχείο, ευρίσκετο σε κατάσταση σοκ. Μετά την άσκηση ποινικής διώξεως ο εισαγγελέας παρήγγειλε την διενέργεια προανακρίσεως περιλαμβάνουσα και πραγματογνωμοσύνη. Όπως αναγράφεται στον από 22.6.04 διορισμό του ως πραγματογνώμονα, στον ΣΤ ανατέθηκε να αποφανθεί για τα ακόλουθα ζητήματα: α) ποιες οι πορείες, οι ταχύτητες και συνολικά οι ειδικότερες συνθήκες συγκρούσεως των δύο ταχυπλόων σκαφών β) ποια τα αίτια πρόκλησης του ατυχήματος γ) αν το περιστατικό οφείλεται σε δόλο ή αμέλεια ή τυχαίο γεγονός....ε) να αναφέρει στην έκθεση του οτιδήποτε άλλο προκύπτει από τις γνώσεις και την εμπειρία του. Ο κυβερνήτης και μοναδικός επιβαίνων του αλιευτικού σκάφους "..." ΖΖ, εξετασθείς τόσο προανακριτικά όσο και ανακριτικά, κατέθεσε ότι, ενώ έπλεε με το σκάφος του κοντά στο σημείο του συμβάντος, τον πλησίασε το προαναφερθέν ταχύπλοο, όπου επέβαιναν δύο γυναίκες, καθισμένες η μία δίπλα στην άλλη, και ο κυβερνήτης του που έδειχνε αναστατωμένος, και τον ρώτησε αν έχει VΗF, ότι όταν του απάντησε καταφατικά, του ζήτησε να ειδοποιήσει το Λιμεναρχείο γιατί -ήλθε κάποιος και έπεσε πάνω στο σκάφος του και πρέπει να τον χτύπησε, του έδειξε με το χέρι το σημείο του ατυχήματος, και στη συνέχεια, χωρίς να του δώσει οποιοδήποτε στοιχείο ταυτότητας, έσπευσε να απομακρυνθεί, ότι ο ίδιος κατευθύνθηκε προς το υποδειχθέν σημείο και φθάνοντας είδε το τζετ-σκι να επιπλέει και σε απόσταση πενήντα μέτρων έναν άνδρα που φορούσε σωσίβιο και ήταν πεσμένος μπρούμυτα μέσα στη θάλασσα, ακίνητος, με το κεφάλι στο νερό, τον οποίο πλησίασε, αλλά όχι πολύ γιατί δεν ήξερε αν ήταν ζωντανός και δεν ήθελε να διακινδυνεύσει να τον χτυπήσει με την προπέλα του δικού του σκάφους, ότι τελικά και, μετά από σχετικές εντολές του Λιμεναρχείου, με την βοήθεια ανδρών από το αλιευτικό "Νέστορας", των οποίων είχε ζητήσει την συνδρομή, γιατί αδυνατούσε μόνος του, ανέσυρε από την θάλασσα στο σκάφος του τον ΔΔ και διαπίστωσε πως ήταν νεκρός, έβγαζε αφρούς από το στόμα, τα μάτια του ήταν ανοιχτά και έφερε τραύματα μάλλον προερχόμενα από τον έλικα του ταχύπλοου, το δε τζετ-σκι ρυμούλκησε προς την ξηρά το αλιευτικό "..." (βλ. και σχετικές καταθέσεις κυβερνήτη του τελευταίου ΗΗ και λιμενικού ΘΘ). Σύμφωνα με την συνταγείσα από τον διενεργήσαντα την νεκροψία και νεκροτομή ιατροδικαστή ΚΚ με αριθμό ... ιατροδικαστική έκθεση οι κακώσεις στο σώμα του θανόντος έγιναν όλες ενώ ευρίσκετο εν ζωή ο δε θάνατος του αποδίδεται σε πνιγμό στη θάλασσα συνεπεία κακώσεων κεφαλής και θώρακος (βλ. και σχετικές εκθέσεις τοξικολογικής και ιστολογικής εξετάσεως). Καταθέτοντας δε κατά την κυρία ανάκριση ο άνω ιατροδικαστής διευκρίνισε ότι το συμπέρασμά του βασίστηκε στην ανεύρεση μικροφυσαλλώδους αφρού στους ρώθωνες και το στόμα και οιδήματος στους πνεύμονες, στην μεγάλη ποσότητα φυσαλιδώδους υγρού που εκρέει κατά τας διατομάς στους πνεύμονες και στον χαρακτηριστικό τριγμό χιόνος, ενώ τις διαπιστωθείσες πρόσφατες ισχαιμικού τύπου αλλοιώσεις μυοκαρδίου αποδίδει στα προκληθέντα στρες και πόνο λόγω των κακώσεων που υπέστη ο θανών. Επίσης υποστηρίζει ότι μόνες οι κακώσεις που διαπίστωσε στον θανόντα δεν μπορούσαν να αποτελέσουν αιτία θανάτου, δηλαδή αν ούτος ευρίσκετο στην ξηρά θα επιζούσε, ότι ο θανών, ευρισκόμενος μπρούμυτα στη θάλασσα, μετά τα χτυπήματα που είχε δεχτεί, είναι λογικό να χάσει τις αισθήσεις του και να μην μπορεί να αναπνεύσει, ότι ο θάνατος επήλθε κατ'ανώτατο όριο πέντε λεπτά της ώρας περίπου εφόσον το σώμα ήταν βυθισμένο στο νερό και ότι αν μέσα στα πέντε πρώτα κρίσιμα λεπτά της ώρας είχαν παρασχεθεί στον παθόντα οι πρώτες βοήθειες, ήτοι να διατηρηθεί το κεφάλι του εκτός νερού και να βοηθηθεί ώστε να βγάλει το νερό που τυχόν είχε εισέλθει στους πνεύμονες του, θα πληρούντο οι συνθήκες επιβίωσής του. Στην διενεργηθείσα από τον ΣΤ πραγματογνωμοσύνη αναγράφεται μεταξύ άλλων ότι, όπως φαίνεται από τα ευρήματα επί των δύο πλεούμενων, κατά την σύγκρουση οι πορείες τους ήταν διασταυρούμενες συγκλίνουσες, με φυλάσσον το "...", που έδειχνε την δεξιά πλευρά του, και φυλασσόμενο το τζετ-σκι, που έδειχνε την αριστερή πλευρά του με γωνία σύγκρουσης της πρύμνης προς τα δεξιά του ... 30-35" μοίρες περίπου ως προς τον διαμήκη άξονα του τζετ-σκι και προς τα αριστερά αυτού, το οποίο ήρχετο από τα δεξιά προς τα αριστερά σε σχέση με το ... και πέρασε κάτω από αυτό, και ότι τόσο το τζετ-σκι όσο και το ... ήταν σε κίνηση κατά την σύγκρουση, όπως τούτο συνάγεται από τα τραύματα του θανόντος, τα προκληθέντα από την έλικα του ... και από τα ίχνη επαφής στο ..., που δείχνουν να είχε ανασηκωμένη την πλώρη του πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας κατά την ώρα της σύγκρουσης και να πέρασε σχεδόν κατά μήκος πάνω από το τζετ-σκι. Από το σύνολο των προεκτεθέντων συνάγονται ικανές και αποχρώσες ενδείξεις σε βάρος του εκκαλούντος κατηγορουμένου για τις αποδιδόμενες σ'αυτόν αξιόποινες πράξεις της θανατηφόρου εκθέσεως και της παραβίασης του κανονισμού προς αποφυγή συγκρούσεων και όχι της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, όπως υποστηρίζει ούτος. Συγκεκριμένα στις 13.6.2004, στην περιοχή του ακρωτηρίου "..." ..., κυβερνώντας το ταχύπλοο σκάφος του "...", κατευθυνόμενος προς ..., δεν κατέβαλε την προσοχή που όφειλε και μπορούσε στις συγκεκριμένες περιστάσεις ως μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος και ως κυβερνήτης ταχυπλόου, έχων λάβει σχετική άδεια οδήγησης αυτού μετά την αντίστοιχη εκπαίδευση, και δη, αν και αντιλήφθηκε από ικανή απόσταση τον ΔΔ να χειρίζεται ταχύπλοο σκάφος τύπου τζετ σκι, και να πλησιάζει επικίνδυνα προς το μέρος του από την αντίθετη κατεύθυνση, δεν φρόντισε να πλέει με ασφαλή ταχύτητα ώστε να μπορεί να λάβει εγκαίρως τα πρέποντα και αποτελεσματικά μέτρα και να χειρίσει κατά τον καλλίτερο δυνατό τρόπο για να αποφευχθεί η σύγκρουση, δεν μετέβαλε την πορεία του προς τα δεξιά του τζετ σκι ώστε έκαστος να διέλθει από την αριστερή πλευρά του ετέρου, ούτε διέκοψε την πορεία του αλλά την συνέχισε, παραβιάζοντας τον κανονισμό προς αποφυγή συγκρούσεων, με αποτέλεσμα να συγκρουσθεί με την αριστερή πλευρά του τζετ-σκι, που ήλθε με πορεία από δεξιά προς τα αριστερά του, και να τραυματιστεί από την σύγκρουση σε διάφορα σημεία του σώματός του, όπως αναφέρονται στην ιατροδικαστική έκθεση, ο στερούμενος αδείας ικανότητας οδήγησης τζετ-σκι ΔΔ, ο οποίος έπεσε στη θάλασσα. Στη συνέχεια, ο κατηγορούμενος, ενώ είχε προκαλέσει τον τραυματισμό του προαναφερθέντος, ο οποίος ευρίσκετο στη θάλασσα, επιπλέοντας μεν γιατί φορούσε σωσίβιο αλλά λιπόθυμος, με το πρόσωπο μέσα στο νερό κοιτάζοντας προς τον βυθό, ανίκανος να απομακρύνει με τις δικές του δυνάμεις τον κίνδυνο για την ζωή του και μη περιμένοντας την αναγκαία βοήθεια από άλλον πλην του κατηγορουμένου, και ενώ γνώριζε αυτά και είδε ότι ο παθών ευρίσκετο σε κατάσταση κινδύνου για την ζωή του, χωρίς να καταβάλει οποιουδήποτε είδους προσπάθεια για να τον βοηθήσει, εξουδετερώνοντας τον άνω κίνδυνο, αποδεχόμενος τούτον αλλά ελπίζοντας ότι δεν θα επέλθει, τον εγκατέλειψε, αναζητώντας βοήθεια, σε απόσταση ενάμιση με δύο ναυτικά μίλια, από διερχόμενο αλιευτικό σκάφος, με ένα ψαρά, μέσω του οποίου ειδοποίησε και το Λιμεναρχείο, χωρίς να χρησιμοποιήσει για τον άνω λόγο τα δύο κινητά τηλέφωνα που ευρίσκοντο εν λειτουργία στο σκάφος του και χωρίς να δώσει οποιοδήποτε στοιχείο ταυτότητάς του και κατέπλευσε στο σημείο της ακτής όπου ευρίσκετο το τρέϊλερ μεταφοράς του σκάφους του, με σκοπό την αποφυγή άμεσης εμπλοκής του με τις συνέπειες της συμπεριφοράς του και με τις αρχές. Από την άνω έκθεση όμως και από αμέλεια του κατηγορουμένου, ο οποίος δεν κατέβαλε την προσοχή που όφειλε και μπορούσε στις συγκεκριμένες περιστάσεις ως μέτρια συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος και ως κυβερνήτης ταχυπλόου, έχων λάβει σχετική άδεια οδήγησης αυτού μετά από αντίστοιχη εκπαίδευση, και δεν φρόντισε, πριν φύγει από το σημείο συγκρούσεως, ενώ γνώριζε από την εκπαίδευσή του τι έπρεπε να κάνει, ενώ ήταν ακόμα ημέρα, η θάλασσα ήταν καλή και ενώ μπορούσε να βοηθηθεί από την συνεπιβάτη σύζυγο του, για την άμεση παροχή στον παθόντα των πρώτων βοηθειών και για την στρέψη του σώματός του ανάσκελα ώστε να είναι ελεύθερες οι αναπνευστικές του οδοί και να αποφευχθεί η εισρρόφηση θαλασσίου ύδατος, με συνέπεια να επέλθει ο θάνατός του από πνιγμό. Το αποτέλεσμα δε αυτό μπορεί ο κατηγορούμενος να προέβλεψε ως ενδεχόμενη συνέπεια της συμπεριφοράς του, δεν προκύπτουν όμως επαρκείς ενδείξεις ότι δεν πίστευε πως θα το απέφευγε, θεωρώντας προφανώς ότι ο παθών θα συνήρχετο από την επαφή του με το κρύο νερό, θα κολυμπούσε βγάζοντας το πρόσωπό του από αυτό και θα μπορούσε να αντέξει, μέχρι να του παρασχεθεί βοήθεια. Τις άνω σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου δεν είναι ικανοί να άρουν οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του, όπως αυτοί περί πλάνης ή καταστάσεως ανάγκης και δη ότι έφυγε εσπευσμένα από το σημείο συγκρούσεως α) γιατί πίστευε πως ο ΔΔ είχε πεθάνει ακαριαία και δεν χρειάζετο την βοήθεια του, όπως το ισχυρίστηκε και στο Λιμεναρχείο όταν ο ίδιος ο κατηγορούμενος ήδη με το από 2.2.05 υπόμνημά του αποδέχεται ότι απλώς πλησίασε με το σκάφος του τον παθόντα και από απόσταση έκανε τις εκτιμήσεις του, όταν ο ΖΖ κατέθεσε πως ο κατηγορούμενος του είπε ότι πρέπει να χτύπησε τον παθόντα, όταν ο ΕΕ κατέθεσε πως τα πρώτα λόγια του κατηγορουμένου ήταν ότι πιθανόν να σκότωσε έναν άνδρα, από τα οποία συνάγεται ότι ο κατηγορούμενος φεύγοντας δεν πίστευε πως είχε αφήσει νεκρό τον ΔΔ στο σημείο συγκρούσεως β) γιατί πίστευε πως το σκάφος του είχε υποστεί ρήγμα από την σύγκρουση και θα βυθίζονταν και πως η ανήλικη κόρη του είχε χτυπήσει σοβαρά στο κεφάλι, όταν η ίδια η συμπεριφορά του δεν συνηγορεί με τα προαναφερθέντα, αφού δεν έσπευσε στην κοντινότερη ακτή αλλά επέστρεψε κοντά στην ..., στο σημείο όπου είχε αφήσει το τρέϊλερ με το οποίο μετέφερε το σκάφος του, από τους μάρτυρες που είδαν τους επιβάτες του σκάφους ουδείς κατέθεσε πως η ανήλικη ήταν λιπόθυμη, μετά την αποβίβαση τους ουδείς μπήκε στο ασθενοφόρο που είχε φθάσει στο σημείο αλλά τόσο η σύζυγος όσο και η κόρη του ακολούθησαν τον κατηγορούμενο όπου τον οδήγησαν οι λιμενικοί και τελικά μόνον ο τελευταίος μετέβη στο νοσοκομείο. Επομένως ούτε πλάνη ούτε εσφαλμένη αντίληψη της καταστάσεως είχε ο κατηγορούμενος, ούτε υπήρξε κατάσταση ανάγκης και μάλιστα με κίνδυνο αναπότρεπτο με άλλα μέσα και με την βλάβη που αποτράπηκε να είναι έστω ίση η ανάλογη με την βλάβη που προκλήθηκε. Παράλληλα δεν προκύπτει από τα λοιπά στοιχεία της δικογραφίας ότι οι αρχές ειδοποιήθηκαν για το συμβάν και από άλλο άτομο (γνωστό του κατηγορουμένου) πλην του κυβερνήτη του αλιευτικού ΖΖ. Εξ άλλου το ότι ο θανών έκανε επικίνδυνους ελιγμούς και ο κατηγορούμενος έκανε "κράτει" στη μηχανή του σκάφους του τα ισχυρίζονται μόνον ο κατηγορούμενος και η σύζυγός του κατά την προανάκριση, της οποίας η κατάθεση αυτή έχει μπεί στο αρχείο κατ'άρθρο 31 § 2 Κ.Π.Δ.).
Στη συνέχεια το Συμβούλιο Εφετών δέχθηκε ότι ορθά απορρίφθηκαν τα αιτήματα του εκκαλούντος για διορισμό νέου ιατροδικαστή, αντικατάσταση-εξαίρεση του πραγματογνώμονα ΣΤ και διενέργεια δεύτερης πραγματογνωμοσύνης, δεδομένου ότι οι επικαλούμενες από τον εκκαλούντα γνώμες άλλων ιατρών αορίστως και η αναφορά σε ιατρικά συγγράμματα δεν είναι ικανά να αμφισβητήσουν σοβαρά το περιεχόμενο της ιατροδικαστικής εκθέσεως, σημεία του οποίου μάλιστα έχει διευκρινίσει ο συντάξας αυτήν ιατροδικαστής σε δύο ένορκες καταθέσεις του, ώστε να ανακύψει η υποχρέωση διορισμού και νέου ιατροδικαστή για να γνωματεύσει ξανά για την αιτία θανάτου του θύματος και τα ακραία χρονικά όρια αυτού. Αλλά και για τον ΣΤ δεν προκύπτουν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να μπορούν να δικαιολογήσουν εμφανώς προκατάληψή του ή δυσπιστία για την αμεροληψία του ο δε τρόπος που συνέταξε την πραγματογνωμοσύνη του κατά του οποίου ενίσταται ο εκκαλών, ο οποίος δεν προκύπτει να ζήτησε διορισμό τεχνικού συμβούλου, πρέπει να αποδοθεί στην ανταπόκρισή του στα ερωτήματα που του ετέθησαν, όπως αντιλήφθηκε ο ίδιος την έννοια και τα αιτούμενα με αυτά.
Επίσης ότι ορθά απορρίφθηκε η από 16-3-2007 αίτηση του κατηγορουμένου περί άρσεως της δεσμεύσεως του παραδοθέντος στην ανάκριση σκάφους του με τα στοιχεία "... Λ.Π. ...", που επιβλήθηκε δυνάμει της από 13.6.2004 εκθέσεως του Λιμεναρχείου ... (άρθρο 310 § 2 Κ.Π.Δ.), καθόσον τυχόν αλλοίωση, λόγω χρήσης ή συντηρήσεώς του, των ευρημάτων επ'αυτού είναι δυνατό να δημιουργήσει στο μέλλον δυσχέρειες στην εξακρίβωση της αλήθειας (άρθρο 268 § 3 Κ.Π.Δ.).
Με βάση τις παραδοχές και τις σκέψεις αυτές το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς έκρινε ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος του εκκαλούντος κατηγορουμένου για τις αξιόποινες πράξεις της θανατηφόρου εκθέσεως και της παραβίασης του κανονισμού προς αποφυγή συγκρούσεων και για τον λόγο αυτό απέρριψε την από αυτόν ασκηθείσα, κατά του αριθμ. 1065/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, έφεση ως κατ'ουσίαν αβάσιμη και επικύρωσε το εκκαλούμενο βούλευμα, απέρριψε δε και τα αιτήματα του εκκαλούντος - κατηγορουμένου περί διενέργειας δεύτερης πραγματογνωμοσύνης για τις συνθήκες του επίδικου θαλάσσιου ατυχήματος, περί διορισμού πραγματογνώμονα για την ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη και περί άρσεως της δέσμευσης του σκάφους αυτού (εκκαλούντος)". Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα του ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον σε αυτή αναφέρονται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση, τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία των εγκλημάτων τούτων, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο τούτο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άνω άρθρων, που εφάρμοσε, τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου κρίνοντας με πλήρη αιτιολογία ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικότερα, η αιτίαση ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν προσδιορίζεται το είδος της αμέλειας του αναιρεσείοντος για το θάνατο του ΔΔ ούτε η πορεία και η ταχύτητα των άνω ταχύπλοων σκαφών είναι αβάσιμη, διότι από την έκθεση των πραγματικών περιστατικών που αναφέρονται σε αυτό, προκύπτει ότι πρόκειται περί συνειδητής αμέλειας, αφού διαλαμβάνεται ότι ο αναιρεσείων προέβλεψε ότι μπορούσε να επέλθει ο θάνατος του ΔΔ εκ των τραυμάτων του αλλά πίστεψε ότι δεν θα επερχόταν, θεωρώντας ότι ο θανών θα συνερχόταν από την επαφή του με το κρύο νερό, θα κολυμπούσε βγάζοντας το πρόσωπό του από το νερό και θα μπορούσε να αντέξει μέχρι να του παρασχεθεί βοήθεια. Εξάλλου, προσδιορίζεται ότι η πορεία του σκάφους του αναιρεσείοντος ήταν από ... προς ..., το δε θύμα έπλεε από δεξιά προς τα αριστερά του σκάφους του κατηγορουμένου υπό γωνία 30 έως 35 μοιρών περίπου, η δε ταχύτητα των σκαφών τούτων προσδιορίζεται ως μεγαλύτερη της ενδεδειγμένης, χωρίς βέβαια να απαιτείται η ακριβής κατά μαθηματικό υπολογισμό ταχύτητα αυτών, αν ληφθεί μάλιστα υπόψη, ότι κατά την αιτιολογία του βουλεύματος το σκάφος του αναιρεσείοντος λόγω της αυξημένης ταχύτητάς του είχε ανασηκωμένη την πλώρη του και διήλθε πάνω από το τζετ σκι του θύματος, το οποίο και κατέστρεψε και επέφερε στο θύμα τις βαριές ως άνω σωματικές βλάβες από τις οποίες, λόγω της αμελείας του αναιρεσείοντος επήλθε ο θάνατός του. Πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τις παραδοχές του βουλεύματος οι κακώσεις στο σώμα του θανόντος έγιναν ενώ ευρίσκετο εν ζωή, ο δε θάνατός του αποδίδεται σε πνιγμό στη θάλασσα, συνεπεία των κακώσεων της κεφαλής και του θώρακος, οι κακώσεις δε αυτές δεν μπορούσαν να αποτελέσουν αιτία θανάτου αν ο θανών τις υφίστατο στην ξηρά και ότι περαιτέρω, λόγω των χτυπημάτων, είναι λογικό να έχασε τις αισθήσεις του και να μη μπορούσε να αναπνεύσει, αφού το κεφάλι του ήταν βυθισμένο στο νερό με το πρόσωπο προς τον πυθμένα, εάν δε μέσα στα πέντε πρώτα κρίσιμα λεπτά, του είχαν παρασχεθεί οι πρώτες βοήθειες, τις οποίες μόνο ο αναιρεσείων μπορούσε να προσφέρει αφού δεν υπήρχε άλλος στην περιοχή έτσι ώστε να διατηρηθεί το κεφάλι του εκτός νερού προκειμένου να αναπνέει, θα επληρούντο οι συνθήκες επιβίωσής του. Αβάσιμη είναι και η αιτίαση ότι το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος περί πραγματικής πλάνης και κατάστασης ανάγκης που συνίσταντο στο ότι έφυγε εσπευσμένα από το σημείο συγκρούσεως α) γιατί πίστευε ότι ο ΔΔ είχε πεθάνει ακαριαία και δεν χρειαζόταν τη βοήθειά του και β) γιατί το σκάφος του (αναιρεσείοντος) είχε υποστεί ρήγμα από τη σύγκρουση και θα βυθιζόταν, η δε ανήλικη κόρη του είχε χτυπήσει σοβαρά στο κεφάλι, καθόσον, όπως κατέθεσε ο μάρτυρας ΖΖ, κυβερνήτης του αλιευτικού ..., τον οποίο πλησίασε μετά τη σύγκρουση, ο αναιρεσείων του ανέφερε ότι πρέπει να χτύπησε τον παθόντα, τα πρώτα δε λόγια του (αναιρεσείοντος) ενώπιον του λιμενικού ΕΕ ήταν, κατά την κατάθεση του λιμενικού αυτού, ότι πιθανόν να σκότωσε έναν άνδρα, από δε τις καταθέσεις αυτές συνάγεται ότι ο αναιρεσείων δεν πλανήθηκε. Εξάλλου ούτε σε κατάσταση ανάγκης περιήλθε, εξ αιτίας του ότι το σκάφος του θα βυθιζόταν και η κόρη του είχε τραυματισθεί σοβαρά, διότι σύμφωνα με την αιτιολογία του βουλεύματος, θα έπρεπε στην περίπτωση αυτή να καταπλεύσει στην κοντινότερη ακτή της ... και όχι να επιστρέψει στην ..., η δε ανήλικη κόρη του από κανένα μάρτυρα δεν επιβεβαιώθηκε ότι ήταν λιπόθυμη. Περαιτέρω, απορριπτέα είναι και η αιτίασή του ότι το βούλευμα δεν διέλαβε αιτιολογία για τη απόρριψη του ισχυρισμού του περί αποκλειστικής αμέλειας του θύματος, καθόσον ο ισχυρισμός του αυτός είναι αρνητικός της κατηγορίας και δεν χρειαζόταν ιδιαίτερη απάντηση. Εξάλλου, η αιτίαση ότι αναιτιολογήτως το βούλευμα απέρριψε το αίτημα του αναιρεσείοντος για διορισμό νέου ιατροδικαστή και διενέργεια δεύτερης πραγματογνωμοσύνης, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη διότι κατά το άρθρο 183 του ΚΠΔ η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης υπόκειται στην απόλυτη κρίση του Συμβουλίου ή του ανακρίνοντος και δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, η αναιτιολόγητη δε απόρριψη τέτοιου αιτήματος δεν επιφέρει ακυρότητα ούτε ιδρύει αναιρετικό λόγο. Τέλος, η αιτίαση ότι η πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, στην οποία παραπέμπει εξ ολοκλήρου το Συμβούλιο Εφετών, αποτελεί αντιγραφή ως προς τα πραγματικά περιστατικά της πρότασης του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών που είναι ενσωματωμένη στο πρωτόδικο βούλευμα και το οποίο παραπέμπει εξ ολοκλήρου σε αυτήν ως και ότι η πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών ταυτίζεται με το περιεχόμενο του κατηγορητηρίου είναι αβάσιμη, διότι από την αντιπαραβολή των δύο προτάσεων δεν επιβεβαιώνεται η αιτίαση αυτή, η δε σύμπτωση ορισμένων περιστατικών που αναγράφονται στο κατηγορητήριο και στην Εισαγγελική πρόταση δεν συνιστά έλλειψη αιτιολογίας, αφού τα συγκεκριμένα αυτά περιστατικά προέκυψαν και όχι άλλα, στη δε εισαγγελική πρόταση διαλαμβάνονται πλήρως και με σαφήνεια τα περιστατικά που θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων τούτων, τα αποδεικτικά μέσα της προανάκρισης και της κυρίας ανάκρισης από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση .με την οποία συντάχθηκε και η κρίση του Συμβουλίου των Εφετών. Τέλος, η αιτίαση ότι κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 268 ΚΠΔ απορρίφθηκε το αίτημα του αναιρεσείοντος για άρση της δεσμεύσεως του άνω σκάφους του, το οποίο παραδόθηκε στην ανάκριση, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη διότι η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή δικονομική διατάξεως δεν δημιουργεί ακυρότητα ούτε λόγο αναιρέσεως.
Συνεπώς, οι περί του αντιθέτου, από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α', β' και δ' του ΚΠΔ, προβαλλόμενοι λόγοι των αναιρέσεων είναι αβάσιμοι. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις με αριθ. 46/ 04-09-2008 και 49/ 08-09-2008 αιτήσεις του Χ για αναίρεση του 180/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 5 Μαΐου 2009.
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουνίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ