Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Βούλευμα παραπεμπτικό.
Περίληψη:
Απόλυτη ακυρότης: άρθρ. 171 §1 στοιχ. δ΄, 138 §§2 και 3, 484 §1 στοιχ. α΄ ΚΠΔ. Αίτημα περί αυτοπροσώπου εμφανίσεως στο Συμβούλιο (309§2). Επέρχεται απόλυτη ακυρότης όταν το Συμβούλιο απέρριψε σιωπηρά ή αναιτιολόγητα το εκ του άρθρου 309§2 αίτημα του κατηγορουμένου , ως και όταν το Συμβούλιο απεφάνθη για την απόρριψη αυτή χωρίς πρόταση του παρ’ αυτώ Εισαγγελέως. Αναιρεί το βούλευμα για τον άνω λόγο της απολύτου ακυρότητος και παραπέμπει στο ίδιο Συμβούλιο.
Αριθμός 1890/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Ηρακλή Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ελευθέριο Νικολόπουλο και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέως Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Μαΐου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου χ1, περί αναιρέσεως του με αριθμό 1998/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Οκτωβρίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1985/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 214/22.4.2008 έγγραφη πρόταση της Αντεισαγγελέως Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ., την αριθμ. 230/25-10-2007 αίτηση αναιρέσεως του χ1, η οποία ασκήθηκε στο όνομά του και για λογαριασμό του από το δικηγόρο Αθηνών Δημήτριο Γιώτσα, δυνάμει της από 24-10-2007 προσαρτημένης στην αίτηση και νομίμως θεωρημένης εξουσιοδοτήσεως και στρέφεται κατά του αριθμ. 1998/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω δε τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το αριθμ. 381/2007 βούλευμά του, παρέπεμψε τον ήδη αναιρεσείοντα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί α) για απάτη ιδιαίτερα μεγάλης ζημιάς από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και το συνολικό περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ και β) πλαστογραφία με χρήση κατά συρροή, από υπαίτιο που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα και το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ. Κατά του παραπάνω βουλεύματος ο αναιρεσείων άσκησε την από 12-4-2007 έφεσή του. Επί της εφέσεως αυτής εξεδόθη το αριθμ. 1998/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο απέρριψε την έφεση αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη και επικύρωσε το πρωτόδικο παραπεμπτικό βούλευμα, αφού προηγουμένως επαναδιατύπωσε την κατηγορία ως προς την αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής απάτης. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με την κρινόμενη αίτησή του, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα χ1 στις 24-10-2007 με θυροκόλληση, επειδή συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 155 Κ.Π.Δ. και στον διορισθέντα αντίκλητό του δικηγόρο Δημήτριο Γιώτσα την 15-10-2007 (Α.Π.1936/2007), η δε αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε από αυτόν στις 25-10-2007, ενώπιον της γραμματέα Αικατερίνης Σωφρόνη, συνετάγη δε από αυτήν η αριθμ. 230/25-10-2007 έκθεση, στην οποία διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκε και συγκεκριμένα η απόλυτη ακυρότητα, η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως αφού παραπέμπει τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για κακούργημα (άρθρο 482 παρ. 1α Κ.Π.Δ.). Κατόπιν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως. Κατά το άρθρο 309 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ. το Συμβούλιο με αίτηση ενός από τους διαδίκους είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του με την παρουσία και του Εισαγγελέα για να δώσουν κάθε διευκρίνιση. Τότε μόνο είναι δυνατόν να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το Συμβούλιο οφείλει να απαντήσει επί της αιτήσεως αυτής του κατηγορουμένου και σε περίπτωση απορρίψεώς της να αιτιολογήσει με την αναφορά των συγκεκριμένων λόγων οι οποίοι δικαιολογούν την μη εμφάνιση σ' αυτό του κατηγορουμένου για την παροχή διευκρινίσεων. Αν το Συμβούλιο δεν απαντήσει επί του αιτήματος αυτού ή αν απορρίψει τούτο χωρίς να εκθέσει τους ορισμένους αυτούς λόγους, ήτοι χωρίς αιτιολογία, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' Κ.Ποιν.Δ., που ιδρύει τον κατά το άρθρο 484 παρ. 1 περ. α' του ίδιου Κώδικα (αναιρετικό λόγο) για μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την άσκηση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Τέτοια ακυρότητα υφίσταται όχι μόνο όταν το Συμβούλιο απέρριψε το παραπάνω αίτημα του κατηγορουμένου χωρίς αιτιολογία αλλά και όταν οδηγήθηκε στην απόρριψη αυτού χωρίς να υπάρχει έγγραφη, επ' αυτού πρόταση του Εισαγγελέα (Α.Π. 1173/2005 ΠΧ, ΝΣΤ, 154, 1280/2005 ΠΧ, ΝΣΤ, 233, Α.Π. 1610/2001, ΠΧ, ΝΒ, 624). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αριθμ. 166/12-4-2007 έκθεση εφέσεως του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατά του αριθμ. 381/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο επικυρώθηκε με το προσβαλλόμενο βούλευμα, ζήτησε αυτός όπως εμφανισθεί ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που επιλήφθηκε, προς παροχή εξηγήσεων επί της υποθέσεως. Το αίτημα όμως αυτό απορρίφθηκε από το Συμβούλιο ως ουσία αβάσιμο, χωρίς έγγραφη πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, με την αιτιολογία "απορριπτομένου του αιτήματος του εκκαλούντος για αυτοπρόσωπη εμφάνιση". Με την αιτιολογία όμως αυτή δεν εκτίθενται οι λόγοι που δικαιολογούν την άρνηση του Συμβουλίου για την αυτοπρόσωπη ενώπιον αυτού εμφάνιση του αναιρεσείοντος-εκκαλούντος. Εφόσον λοιπόν το ως άνω αίτημα απορρίφθηκε χωρίς την απαιτούμενη, κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και χωρίς έγγραφη πρόταση επ' αυτού του Εισαγγελέα, το Συμβούλιο Εφετών, παραβίασε με την άνω απόφασή του τις διατάξεις των άρθρων 309 παρ. 2 και 318 εδ. α' του Κ.Ποιν.Δ. που αποβλέπουν στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που ανήκουν εις αυτόν και επήλθε ως εκ τούτου απόλυτη ακυρότητα κατ' άρθρο 171 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ. που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. α' Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, σύμφωνα με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης αναιρέσεως, η οποία πρέπει να γίνει κατά τούτο δεκτή ως βάσιμη και να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα, παραπεμφθεί δε η υπόθεση για νέα έρευνα στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, αφού αυτό είναι δυνατόν να συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Καθόσον αφορά την αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι το Συμβούλιο δεν απήντησε στα αιτήματά του για διενέργεια συμπληρωματικής κυρίας ανάκρισης και διενέργεια γραφολογικής πραγματο-γνωμοσύνης, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη διότι τόσο η διενέργεια συμπληρωματικής κυρίας ανάκρισης, όσο και η διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης υπόκεινται στην απόλυτη κρίση του συμβουλίου και δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, ενώ η αναιτιολόγητη απόρριψη αιτήματος για πραγματογνωμοσύνη δεν συνεπάγεται ακυρότητα, ούτε ιδρύει αναιρετικό λόγο κατά το άρθρο 484 Κ.Π.Δ. (Α.Π. 874/2004 ΠΧ, ΝΕ, 414). Οι υπόλοιποι λόγοι αναίρεσης (έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων) είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: 1) Να γίνει δεκτή η με αριθμό 230/25-10-2007 αίτηση αναιρέσεως, που ασκήθηκε από τον κατηγορούμενο χ1 κατά του αριθμ. 1998/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα. 2) Να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, χωρίς τη συμμετοχή των ίδιων δικαστών. Αθήνα 17-4-2008 Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη".
Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 309 παρ. 2 Κ.Π.Δ. "το συμβούλιο με αίτηση ενός από τους διαδίκους είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνισή τους ενώπιόν του με την παρουσία και του εισαγγελέα για να δώσουν κάθε διευκρίνιση.....Τότε μόνο είναι δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα", κατά δε τη διάταξη του άρθρου 138 παρ. 2 εδ. β' ιδίου Κώδικος, "Τα βουλεύματα του δικαστικού συμβουλίου....εκδίδονται ύστερα από γραπτή πρόταση του εισαγγελέα, ο οποίος την αναπτύσσει και προφορικά". Περαιτέρω από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 484 παρ. 1 περίπτ. α' και 171 παρ. 1 περίπτ. δ' και 138 παρ. 3 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι δημιουργείται λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα, όταν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος, προς δε υπάρχει απόλυτη ακυρότης αν το βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου εκδοθεί χωρίς να υπάρχει έγγραφη εισαγγελική πρόταση προς αυτό. Ούτως η αποδοχή ή η απόρριψη του προβλεπομένου από το άνω άρθρο 309 παρ. 2 ΚΠΔ αιτήματος σχετικά με το δικαίωμα του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη ενώπιον του συμβουλίου εμφάνισή του, προκειμένου να αναπτύξει τις απόψεις του επί της κατηγορίας που τον βαρύνει, αποδοχή η οποία αποτελεί τον κανόνα και απόρριψη η οποία αποτελεί την εξαίρεση, πρέπει να είναι αιτιολογημένη, διότι η σιωπηρή ή αναιτιολόγητη απόρριψή του οδηγεί σε απόλυτη ακυρότητα του βουλεύματος για παράβαση του άρθρου 309 παρ.2, όπως επίσης υφίσταται ακυρότης του βουλεύματος όταν το συμβούλιο οδηγήθη εις αυτήν την απόρριψη, χωρίς να υπάρχει επί του αιτήματος αυτού σχετική πρόταση από τον εισαγγελέα. Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο υπ'αριθμ. 1998/2007 βούλευμά του, απέρριψεν ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την από 12.4.2007 έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά του υπ' αριθμ. 381/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, αφού επαναδιατύπωσε την κατηγορία της κακουργηματικής απάτης δια την οποία ούτος παρεπέμφθη στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, απέρριψε δε το αίτημα αυτού για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο Συμβούλιο αυτό προς παροχήν διασαφήσεων επί της υποθέσεως, χωρίς έγγραφη πρόταση του Εισαγγελέως εφετών και με την αιτιολογία "απορριπτομένου του αιτήματος του εκκαλούντος για αυτοπρόσωπη εμφάνιση". Εντεύθεν όμως το βούλευμα δεν διέλαβε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την απόρριψη του ανωτέρω αιτήματος του αναιρεσείοντος, ενώ εχώρησε στην άνω απορριπτική του κρίση για το εξεταζόμενο αίτημα χωρίς έγγραφη πρόταση του παρ' αυτώ Εισαγγελέως. Με αυτά παρεβιάσθησαν από το Συμβούλιο οι διατάξεις που αποβλέπουν στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του ανήκουν και ως εκ τούτου επήλθε απόλυτος ακυρότης κατ' άρθρα 171 παρ. 1δ' και 138 παρ. 3 ΚΠΔ, δεκτού, μετά ταύτα, καθισταμένου του σχετικού πρώτου λόγου της αιτήσεως αναιρέσεως, εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. α' Κ.Π.Δ. και αυτής ως και κατ' ουσίαν βασίμου. Δι' ό και πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα, παραπεμφθεί δε η υπόθεση στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί το υπ' αριθμ. 1998/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, συγκροτηθησόμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που εδίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιουλίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ