Θέμα
Ασέλγεια με κατάχρηση εξουσίας.
Περίληψη:
Ασέλγεια με κατάχρηση εξουσίας από παιδαγωγό ιδρύματος. Ασέλγεια με αμοιβή με ανηλίκους, κατά συνήθεια. ’ρθρα 343 παρ.2, 351 Α ΠΚ
ΑΡΙΘΜΟΣ 1420 /2012
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη και Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Οκτωβρίου 2012, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Δημητρίου Δασούλα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Γ. Π. του Φ., κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Γρεβενών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Λιάπη, περί αναιρέσεως της 167,207,208/2011 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1. O. V., κάτοικο ..., που δεν παρέστη, 2. Α. Χ., κάτοικο ..., που δεν παρέστη, 3. Ε. I., κάτοικο ..., που δεν παρέστη, 4. Θ. Β., πρώην κάτοικο ... και ήδη αγνώστου διαμονής, που δεν παρέστη και 5. Χ. I., κάτοικο ..., που δεν παρέστη.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Σεπτεμβρίου 2011 αίτησή του και στους από 13 Φεβρουαρίου 2012 και 28 Σεπτεμβρίου 2012 προσθέτους λόγους, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1170/11.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 343 του ΚΠΔ, "Με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρούνται: α) ο δημόσιος υπάλληλος που ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο που εξαρτάται υπηρεσιακά από αυτόν, εκμεταλλευόμενος αυτή τη σχέση, β) οι διορισμένοι ή οπωσδήποτε εργαζόμενοι σε φυλακές ή άλλα κρατητήρια, σε σχολές, παιδαγωγικά ιδρύματα, νοσοκομεία, κλινικές ή κάθε είδους θεραπευτήρια και αναρρωτήρια ή σε άλλα ιδρύματα, προορισμένα να περιθάλπουν πρόσωπα που έχουν ανάγκη από βοήθεια, αν ενεργήσουν ασελγή πράξη με πρόσωπο που έχει εισαχθεί σ' αυτά τα ιδρύματα". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι δράστης του παραπάνω εγκλήματος μπορεί να είναι, στην περ. β', μόνο πρόσωπο διορισμένο ή οπωσδήποτε εργαζόμενο σε προβλεπόμενα από το νόμο ιδρύματα. Διορισμένος είναι ο δράστης στο ίδρυμα, όταν ανήκει στο προσωπικό του, ανεξάρτητα από τη νομική φύση της εργασιακής του σχέσης ή το είδος της εργασίας που προσφέρει. Οπωσδήποτε εργαζόμενος στο ίδρυμα, είναι ο δράστης όταν προσφέρει σταθερά , αλλά όχι αναγκαίως και για αόριστο χρόνο την εργασία του, ακόμη και χωρίς αμοιβή. Ο όρος ίδρυμα, δε χρησιμοποιείται με την νομική του έννοια του ΑΚ, αλλά πολύ ευρύτερα κάθε οργανωμένη υπηρεσία, ασχέτως από τη νομική της μορφή, εφόσον λειτουργεί με τη σταθερή σύμπραξη περισσοτέρων προσώπων, που έχουν αναλάβει και την υποχρέωση περίθαλψης προσώπων. Στον όρο άλλα ιδρύματα προορισμένα να περιθάλπουν πρόσωπα που έχουν ανάγκη από βοήθεια, περιλαμβάνονται τα άσυλα, τα υπνωτήρια αστέγων, τα συσσίτια απόρων κ.λπ., όπως και οι οργανωμένες κατασκηνώσεις των Δήμων, όπου φιλοξενούνται ανήλικοι που έχουν ανάγκη θερινών διακοπών. Η απαγόρευση γενετήσιας επαφής μεταξύ των προσώπων που υπάγονται στην άνω διάταξη υπό στοιχ. β', είναι απόλυτη, με την έννοια ότι για την τέλεση του εγκλήματος αυτού, δεν απαιτείται να έχουν γίνει και συγκεκριμένες ενέργειες που συνιστούν έμπρακτη κατάχρηση της σχέσης εξάρτησης ανάμεσα στους εργαζόμενους και τους φιλοξενούμενους, αρκεί δε μόνο η ύπαρξη επαφής. Είναι αδιάφορο δε, αν το θύμα είχε την πρωτοβουλία ή αν συμφώνησε στην τέλεση της ασέλγειας. Ο αναγκαίος δόλος του δράστη περιλαμβάνει τη γνώση όλων των στοιχείων που θεμελιώνουν τη σχέση εξάρτησης του θύματος από αυτόν και τη βούληση να γίνει εκμετάλλευση αυτής της σχέσης για να τελεσθεί ασελγής πράξη. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 351 Α του ΠΚ, όπως προστέθηκε με το αρ.9 του ν. 3064/2002, ορίζεται "1. Η ασελγής πράξη με ανήλικο που τελείται από ενήλικο με αμοιβή ή με άλλα υλικά ανταλλάγματα ή η ασελγής πράξη μεταξύ ανηλίκων που προκαλείται από ενήλικο με τον ίδιο τρόπο και τελείται ενώπιον αυτού ή άλλου ενηλίκου τιμωρείται ως εξής: α) αν ο παθών δε συμπλήρωσε τα δέκα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή εκατό χιλιάδων έως πεντακοσίων χιλιάδων ευρώ, β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δέκα, όχι όμως και τα δεκαπέντε έτη, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή πενήντα χιλιάδων έως εκατό χιλιάδων ευρώ και γ) αν συμπλήρωσε τα δεκαπέντε έτη, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων έως πενήντα χιλιάδων ευρώ. Κατά την επιμέτρηση της ποινής δεν εφαρμόζεται το άρθρο 83 στοιχείο ε'. 2. Η κατά συνήθεια τέλεση της πράξης από τον ενήλικο σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο συνιστά επιβαρυντική περίσταση". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι στοιχεία του εγκλήματος αυτού είναι: α) Τέλεση ασελγούς πράξης από ενήλικο. Ασελγής πράξη νοείται, όπως ορίζεται στα άρθρα 336,339 και 342 ΠΚ. Ενήλικος είναι ο ποινικά ενήλικος, δηλαδή αυτός που έχει συμπληρώσει το 17ο έτος της ηλικίας του (άρ. 121), ενώ δεν μπορεί να είναι δράστης κάποιος ανήλικος, ούτε υπό οιασδήποτε μορφής συμμετοχή. β) Τέλεση της ασελγούς πράξης επί ανηλίκου ή πρόκληση από ενήλικο τέλεσης ενώπιόν του της ασελγούς πράξης μεταξύ ανηλίκων. Ανήλικος είναι ο ηλικίας κάτω των 18 ετών. Ο ανήλικος μπορεί να είναι άγαμος ή έγγαμος ή ακόμη και σύζυγος του δράστη. Η ηλικία κρίνεται με βάση το χρόνο τέλεσης της πράξης και η συμπλήρωση της ηλικίας κρίνεται κατά τα άρθρα 127, 241 β, και 243 γ του ΑΚ. Ενώπιόν του νοείται με την φυσική του παρουσία, η οποία όμως μπορεί να γίνεται και με παρακολούθηση της ασελγούς πράξης, άμεσα και ζωντανά με ηλεκτρονικό τρόπο. γ) Η πράξη να τελέσθηκε με παροχή από το δράστη ή και από τρίτο αμοιβής ή οιουδήποτε άλλου υλικού ανταλλάγματος, π.χ. με χρήματα, κοσμήματα ή άλλα δώρα, ακόμη και με υπόσχεση αμοιβής ή δώρου που θα δοθεί μετά την πράξη. δ) Δόλος του δράστη, αρκεί και ενδεχόμενος, που περιλαμβάνει γνώση όλων των παραπάνω στοιχείων της πράξης και ιδία την ανηλικότητα του θύματος. Η ασέλγεια με κατάχρηση εξουσίας συρρέει αληθινά με την ασέλγεια με ανήλικο έναντι αμοιβής, του άρθρου 351 Α' του ΠΚ.
Εξάλλου, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον ’ρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη με αριθμό 167,207,208/2011 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, κηρύχθηκε ο αναιρεσείων, ένοχος κατά συρροή και κατά εξακολούθηση και κατά συνήθεια, της αξιόποινης πράξεως της ασέλγειας με κατάχρηση εξουσίας από πρόσωπο διορισμένο σε παιδαγωγικό ίδρυμα, και για ασέλγεια με ανηλίκους με αμοιβή και ανταλλάγματα, σε βάρος οκτώ ανηλίκων και καταδικάσθηκε σε συνολική ποινή καθείρξεως 33 ετών, εκτιτέα 25 ετών και σε συνολική χρηματική ποινή 230.000 ευρώ. Στο αιτιολογικό του άνω δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, διαλαμβάνονται κατά πιστή αντιγραφή τα εξής: Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, την ανάγνωση: 1) των καταθέσεων των ανηλίκων στην προδικασία αλλά και οι συμπληρωματικές αυτών (ανηλίκων), που λήφθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 226Α Κ.Π.Δ όπως προστέθηκε τούτο με το νόμο 3625/2007 και τροποποιήθηκε μεταγενεστέρως, μετά την έκδοση των 42, 43, 44, 45, και 46/2009 αποφάσεων του Δικαστηρίου τούτου, 2) των από 10-7-2009 τεσσάρων (4) παιδοψυχιατρικών εκθέσεων του παιδοψυχιάτρου Γ. Ζ., που διορίσθηκε πραγματογνώμονας με την ίδια πιο πάνω απόφαση, και αφορούν τους ανηλίκους Β. Ο., ’. Χ., Ε. Ι. και Χ. Ι., 3) των από 16-7-2009 τριών (3) παιδοψυχιατρικών εκθέσεων του ίδιου ως άνω παιδοψυχιάτρου και αφορούν τους ανήλικους Θ. Π., Λ. Π. και Θ. Β., 4) των με αριθμ. πρωτ. 4671/2006 και 4665/2006 ιατροδικαστικών εκθέσεων του ιατροδικαστή Ι. Κ., 5) της από 4-6-2007 έκθεσης ψυχομετρικής διάγνωσης της Χ. Α., 6) της από 7-12-2007 έκθεσης ψυχιατροδικαστικής γνωμοδότησης του Γ. Α. και η συμπληρωματική αυτής από 1-9-2009, 7) της από 26-8-2009 έκθεσης ψυχολογικής αξιολόγησης του κατηγορουμένου, του Ψυχολόγου των Φυλακών Γρεβενών, Μ. Λ. και του χωρίς ημερομηνία σημειώματος του ίδιου, που αφορά τον κατηγορούμενο, 8) των πρακτικών του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, της εκκαλουμένης απόφασης, καθώς και των λοιπών εγγράφων που αναφέρονται πιο πάνω, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Ο κατηγορούμενος παρακολούθησε στην Αγγλία σπουδές νέων και κοινότητας. Με βάση τα προσόντα του αυτά, όταν επανήλθε στην Ελλάδα, προσελήφθη ως παιδαγωγός στο Ίδρυμα-Ορφανοτροφείο "...", που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής, ενώ το θέρος των ετών 2005 και 2006 ήταν υπαρχηγός-ομαδάρχης στις κατασκηνώσεις του Δήμου Αθηναίων στην περιοχή ’γιος Ανδρέας Αττικής. Κατά τους αναφερόμενους στο διατακτικό χρόνους, εκμεταλλευόμενος τις ιδιότητές του αυτές, στο Ίδρυμα και κατασκηνώσεις, που ήταν προορισμένα να περιθάλπουν πρόσωπα ανήλικα που έχουν ανάγκη, τα οποία, κυρίως προέρχονταν από οικογένειες οικονομικών μεταναστών ή ήταν τέκνα διαζευγμένων γονέων και οι οποίοι (γονείς) στερούνταν οικονομικών πόρων για την παροχή σ' αυτούς στέγης, τροφής, εκπαίδευσης και θερινών διακοπών ή αδυνατούσαν λόγω της απασχόλησής τους στην εργασία τους να ασκήσουν την αναγκαία εποπτεία επ' αυτών, αγαθά που είχαν αναλάβει και τους παρείχαν το άνω Ίδρυμα και Δήμος Αθηναίων, προέβη κατ' επανάληψη στη διενέργεια ασελγών πράξεων, σε βάρος των ανηλίκων που αναφέρονται πιο κάτω, ενώ τις ασελγείς αυτές πράξεις τελούσε και με την παροχή ανταλλαγμάτων (δώρων, όπως ηλεκτρονικά παιχνίδια, αθλητικά παπούτσια, ποδήλατα, μπάλες, επισκέψεις σε παιδικές χαρές ή άλλες ψυχαγωγικές εγκαταστάσεις ή διενέργεια εκδρομών με δαπάνες του). Παράλληλα, ο κατηγορούμενος, προκειμένου να πετύχει του σκοπού του, είχε φροντίσει να δημιουργήσει σχέση εμπιστοσύνης με τους γονείς των ανηλίκων. Τούτο πέτυχε με συχνές επισκέψεις στις οικίες των περισσοτέρων γονέων των ανηλίκων, όπως των αδελφών Ι. που διέμεναν με τον πατέρα τους ο οποίος ήταν διαζευγμένος και τον έπεισε να του εμπιστευθεί τους ανήλικους στις κατασκηνώσεις, την μητέρα των ανηλίκων Π., με τους οποίους πραγματοποίησε ταξίδι αναψυχής στο Παρίσι, την μητέρα του ανήλικου Χ., την οποία επισκεπτόταν κατ' επανάληψη στην οικία της, προφασιζόμενος ότι ενδιαφέρεται για την εκπαίδευση και την πρόοδο του, ενώ με τους λοιπούς ερχόταν σε συχνές τηλεφωνικές επικοινωνίες επιδεικνύοντας το ίδιο, ως άνω, ενδιαφέρον με αποτέλεσμα να τον εμπιστεύονται και να πιστεύουν ότι ο κατηγορούμενος ενδιαφερόταν ειλικρινά και φρόντιζε για την σωστή ψυχοσωματική διάπλαση των τέκνων τους. Στο Ίδρυμα "..." εκμεταλλευόμενος τη θέση του ως παιδαγωγού καλούσε τους ανήλικους στο γραφείο του και προέβαινε επανειλημμένως σε ασελγείς πράξεις με αυτούς. Ειδικότερα: τον ανήλικο Ε. Ι. (γεννηθέντα το 1993), αφού τον προσκαλούσε στο γραφείο του, έθετε σε λειτουργία τον ηλεκτρονικό υπολογιστή του, όπου είχε τοποθετήσει ταινίες με πορνογραφικό περιεχόμενο και υποχρέωνε τον ανήλικο να τις παρακολουθεί, ενώ ξεγύμνωνε αυτόν, τον εναγκαλιζόταν, τον φιλούσε στο πρόσωπο, στο στόμα σε διάφορα σημεία του σώματος του και στα γεννητικά του όργανα. Προέβαινε, με τα χέρια του, σε ψαύσεις, θωπείες και μαλάξεις των γεννητικών οργάνων του ανηλίκου, προκαλώντας διέγερσή τους που κατέληγε σε οργασμό του, καθώς και πεολειξία-πεοθηλασμό. Κάποιες φορές υποχρέωνε τον ανήλικο να αυνανίζεται ενώπιον του, φθάνοντας μέχρι οργασμού. Τις ίδιες, ως άνω ασελγείς πράξεις, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό, ενεργούσε ο κατηγορούμενος και σε βάρος των φιλοξενούμενων στο άνω Ίδρυμα ανηλίκων, Ε. Π. (γεννηθέντος το 1991), αδελφών Θ. και Λ. Π. (γεννηθέντων αντίστοιχα το έτος 1989 και 1991) καθώς και του Χ. Ι. (γεννηθέντος το 1998). Τις πράξεις αυτές ενεργούσε μετά των ανηλίκων ο ίδιος ο κατηγορούμενος, είτε υποχρέωνε τους ανηλίκους να τελούν ενώπιόν του, καταγράφοντας αυτές με φωτογραφική μηχανή ή σε video και διατηρούσε αρχείο τους σε ηλεκτρονική μορφή στον υπολογιστή του. Η Ιδιότητα του κατηγορουμένου ως παιδαγωγού των ανηλίκων ήταν η κύρια αιτία της προσέλευσης των ανηλίκων στο γραφείο του, αλλά και η παροχή ανταλλαγμάτων που προαναφέρθηκαν και περιγράφονται στο διατακτικό και ήταν δελεαστικά για τα ανήλικα, αφού οι γονείς τους δεν είχαν την δυνατότητα να τους τα προσφέρουν. Υπό το φόβο δε, που είχε δημιουργήσει ο κατηγορούμενος στους ανήλικους για πιθανή αποπομπή τους από το Ίδρυμα, ως ενδεχόμενο της άρνησης τους να προσέλθουν στο γραφείο του κατηγορουμένου ή της αποκάλυψης των όσων συνέβαιναν εκεί, καθώς και η απώλεια των παροχών τους προς αυτούς, είχε ως αποτέλεσμα να μην αποκαλύψουν τα όσα συνέβαιναν στους γονείς και τους οικείους τους. Ο κατηγορούμενος, προκειμένου να μη αποκαλύψουν αυτά στους γονείς τους, έλεγε ακόμη στους ανήλικους ότι πρόκειται για ομαδικό παιχνίδι καθώς και ότι αυτό ήταν το μυστικό τους. Το ίδιο χρονικό διάστημα, κατά τις διακρίσεις που αναφέρονται στο διατακτικό ο κατηγορούμενος τελούσε ασελγείς πράξεις και στην οικία του, όπου προσκαλούσε τους ανηλίκους Ε. Ι., Χ. Ι., Ε. Π., ’. Χ., Θ. και Λ. Π.. Ο κατηγορούμενος, επίσης, κατά τον αναφερόμενο στο διατακτικό χρόνο, όπως προαναφέρθηκε, διετέλεσε υπαρχηγός στις παιδικές κατασκηνώσεις του Δήμου Αθηναίων στον ’γιο Ανδρέα Αττικής. Εκεί εκμεταλλευόμενος τη θέση που του είχε εμπιστευθεί η Διοίκηση της κατασκήνωσης, προέβαινε κατ' επανάληψη σε ασελγείς πράξεις με ανηλίκους που φιλοξενούνταν εκεί. Ειδικότερα σε βάρος των Β. Ο. (γεννηθέντος το 1995), Θ. Β. (γεννηθέντος το 1995), Α. Χ. (γεννηθέντος το 1993) και Ε. Ι. (γεννηθέντος το 1993), οι δυο τελευταίοι ήταν φιλοξενούμενοι και στο Ίδρυμα ... και με δικές του ενέργειες έγιναν δεκτοί στη κατασκήνωση. Ο ανήλικος Β. Ο., φιλοξενήθηκε για ένα δεκαπενθήμερο στις κατασκηνώσεις, οπότε και έληξε η παραμονή του εκεί. Ο κατηγορούμενος, όμως, φρόντισε να φιλοξενηθεί και για μετέπειτα χρονικό διάστημα, προκειμένου να προβαίνει και με αυτόν σε ασελγείς πράξεις. Τους ανηλίκους αυτούς, προσκαλούσε κάθε φορά, είτε μεμονωμένα είτε μαζί, στο κατάλυμά του. Τους υποχρέωνε να παρακολουθούν στον υπολογιστή του, ταινίες πορνογραφικού περιεχομένου, τους ξεγύμνωνε, προέβαινε σε εναγκαλισμούς με αυτούς, τους φιλούσε στο στόμα και σε διάφορα σημεία του σώματός τους και στα γεννητικά τους όργανα, σε ψαύσεις και θωπείες τόσο των γεννητικών τους οργάνων προκαλώντας τους διέγερση που κατέληγε σε οργασμό, κάποιες φορές δε τους υποχρέωνε να αυνανίζονται, ενώ ο ίδιος τους παρακολουθούσε. Τους ανηλίκους Β. Ο. και Ε. Ι., υποχρέωνε να χρησιμοποιούν πλαστικό ομοίωμα γυναίκας και να προσποιούνται ότι τελούν ερωτική πράξη. Τους ανήλικους τους προέτρεπε να κάνουν μπάνιο μαζί και να προστρίβουν το πέος τους στον πρωκτό του άλλου, υποστηρίζοντας, όπως και παραπάνω ότι πρόκειται για ομαδικό παιχνίδι. Κατά την τέλεση των πράξεων αυτών, ο κατηγορούμενος φωτογράφιζε τους ανήλικους. Τον Ιούλιο του 2006 ο ανήλικος Β. Ο. είχε γενέθλια. Την ημέρα εκείνη ο κατηγορούμενος τον παρότρυνε να αυνανισθεί για έντεκα (11) φορές, όσα και τα χρόνια της ζωής του. Ο ανήλικος δεν άντεξε και μετά την ένατη φορά άρχισε να ζαλίζεται. Οδηγήθηκε στο ιατρικό κέντρο της κατασκήνωσης και εξετάστηκε από τους ιατρούς οι οποίοι συνέστησαν την παραμονή του στο αναρρωτήριο, ενώ υπέδειξαν να ειδοποιηθούν οι γονείς του. Παρενέβη όμως ο κατηγορούμενος και ο ανήλικος παρέμεινε στο κατάλυμά του (κατηγορουμένου), ενώ δεν ειδοποιήθηκαν οι γονείς του. Εκεί τον βρήκε η μητέρα του, μετά δυο ημέρες, όταν πήγε να τον επισκεφθεί, οπότε ο ανήλικος της εξιστόρησε τις πράξεις του κατηγορουμένου. Η μητέρα του εν λόγω ανηλίκου, αμέσως τον πήρε και μετέβη στο αρμόδιο Α/Τ, όπου μετά τις καταθέσεις αυτών και των λοιπών ανηλίκων αποκαλύφθηκαν οι πιο πάνω περιγραφείσες πράξεις του κατηγορουμένου. Από τα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, προκύπτει ότι η συμπεριφορά του κατηγορουμένου στοιχειοθετεί πλήρως την νομοτυπική μορφή των αδικημάτων της ασέλγειας με κατάχρηση εξουσίας (άρθρο 343 εδ. β'Π.Κ) και της ασέλγειας με ανήλικο έναντι αμοιβής (άρθρο 351 Α Π. Κ). Ειδικότερα, ως ασελγής πράξη νοείται, κατά την νομολογία του Αρείου Πάγου, η αντικειμενικώς προσβάλλουσα το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, υποκειμενικώς δε κατευθυνόμενη στην ικανοποίηση ή την διέγερση της γενετήσιας επιθυμίας. Ως ασελγής πράξη χαρακτηρίζεται η σωματική επαφή που έχει εξωτερικά φανερό και έντονο γενετήσιο χαρακτήρα (Α.Π 16/2004, Α.Π 96 2004). Οι ως άνω περιγραφείσες πράξεις, που τέλεσε ο κατηγορούμενος με τους ανηλίκους ή προκάλεσε ενώπιόν του, την τέλεσή τους, από τους ανηλίκους, όπως διεξοδικά αναφέρονται για καθένα απ' αυτούς στο διατακτικό, εμπίπτουν στην έννοια των ασελγών πράξεων, που προσβάλλουν το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, υπό την προεκτεθείσα έννοια και κατευθύνονταν στην διέγερση και την ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του. Οι πράξεις αυτές τελέστηκαν αφενός από πρόσωπο, όπως ο κατηγορούμενος, που ήταν διορισμένος και εργαζόταν ως παιδαγωγός στο Ίδρυμα ... και ως υπαρχηγός- ομαδάρχης στις κατασκηνώσεις του Δήμου Αθηναίων, που ήταν προορισμένα (Ίδρυμα και Κατασκηνώσεις) να περιθάλπουν πρόσωπα που είχαν ανάγκη, όπως οι προαναφερόμενοι ανήλικοι, αφετέρου δε και με την παροχή υλικών ανταλλαγμάτων, που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Η επί μακρόν (διετία) και επανειλημμένη τέλεση των πράξεων αυτών οδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμα για την σταθερή ροπή του κατηγορουμένου στη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του και συνακόλουθα στην παραδοχή της κατά συνήθεια τέλεσης. Τις πράξεις αυτές τέλεσε ο κατηγορούμενος όντας πλήρως ικανός προς καταλογισμό. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των πράξεων 1) της κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση ασέλγειας με κατάχρηση εξουσίας (άρθρο 343 εδ. β'ΠΚ) και 2) της κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση ασέλγειας με ανήλικο, έναντι υλικών ανταλλαγμάτων κατά συνήθεια, απορριπτομένων των αυτοτελών ισχυρισμών". Με αυτά που δέχθηκε το δικάσαν Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών διέλαβε στην προσβαλλόμενη 167,207,208/2011 απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία όσον αφορά την τέλεση από τον ήδη αναιρεσείοντα κατηγορούμενο των δύο αξιοποίνων πράξεων για τις οποίες αυτός καταδικάστηκε, κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση, αφού εκθέτει σε αυτήν με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και χωρίς επιλεκτική εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, τις αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά που δέχθηκε στις ως άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27, 94, 98, 343 περ.β' και 351 Α παρ. 1 α,β,γ, και 2 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και δε στερείται νόμιμης βάσης.
Οι ειδικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι απορριπτέες ως αβάσιμες, καθόσον, α) κατά ορθή ερμηνεία του άρθρου 343 περ. β του ΠΚ, ο διορισμένος ή εργαζόμενος σε Δημοτικές κατασκηνώσεις και μάλιστα ως υπαρχηγός, όντας ο κατηγορούμενος παιδαγωγός στο Ίδρυμα Ορφανοτροφείο ..., μπορεί να είναι υποκείμενο του ανωτέρω εγκλήματος, οι δε παιδικές κατασκηνώσεις που φιλοξενούν ανήλικα παιδιά του άνω Ιδρύματος κατά τις θερινές διακοπές τους για λόγους αναψυχής, διαπαιδαγώγησής τους και επαφής τους με τη φύση, περιλαμβάνονται στον όρο "άλλα ιδρύματα, προορισμένα να περιθάλπουν πρόσωπα που έχουν ανάγκη από βοήθεια", όπως δέχθηκε και η προσβαλλόμενη απόφαση, β) αναφέρονται στο αιτιολογικό τα επί μέρους ανταλλάγματα και δώρα που προσέφερε ο κατηγορούμενος στους ανήλικους παθόντες, όπως ηλεκτρονικά παιχνίδια, αθλητικά παπούτσια, ποδήλατα, μπάλες, εκδρομές κλπ, για να ενεργήσει επ' αυτών συγκεκριμένες σημειούμενες ασελγείς πράξεις, υλικά ανταλλάγματα που σαφώς προσέφερε κατά τις παραδοχές, όλα και σε όλους τους ανήλικους και δεν ήταν απαραίτητο να εξειδικεύσει χωριστά κάθε περίπτωση ανηλίκου, στοιχειοθετούμενου του εγκλήματος του άρθρου 351 Α του ΠΚ, που καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και όχι εκείνου του άρθρου 339 ΠΚ, περί αποπλάνησης ανηλίκων, που αβάσιμα αιτιάται ο αναιρεσείων, γ) δεν υπάρχει αντίφαση από την παραδοχή του αιτιολογικού ότι η ιδιότητα του κατηγορουμένου ως παιδαγωγού των ανηλίκων ήταν η κύρια αιτία της προσέλευσης των ανηλίκων στο γραφείο του, αλλά και η παροχή ανταλλαγμάτων που προσφέρθηκαν και ήταν δελεαστικά για τα ανήλικα, αφού οι γονείς τους δεν είχαν τη δυνατότητα να τους τα προσφέρουν, δ) επαρκώς αιτιολογείται η συνδρομή στο πρόσωπο του κατηγορουμένου της επιβαρυντικής περίστασης της κατά συνήθεια τέλεσης της ασέλγειας με ανήλικους έναντι ανταλλαγμάτων, με την παραδοχή ότι από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως αυτής σε πλείονες ανηλίκους προκύπτει σταθερή ροπή αυτού για διάπραξη τέτοιων εγκλημάτων, ως στοιχείον της προσωπικότητάς του, ε) από την αναφορά στο αιτιολογικό ότι ο ανήλικος ’. Χ. φιλοξενήθηκε με τους άλλους ανήλικους "και στο Ίδρυμα ...", ενώ οι ασελγείς πράξεις σε βάρος του φέρονται όλες τελεσθείσες αποκλειστικά στις παιδικές κατασκηνώσεις Δήμου Αθηναίων, δε δημιουργείται καμία ασάφεια, αφού καθίσταται πρόδηλον ότι πρόκειται για παραδρομή, στ) οι δύο ως παραπάνω αξιόποινες πράξεις των άρθρων 343 περ. β και 351 Α του ΠΚ, δε συρρέουν φαινομενικά, αλλά αληθώς κατ' ιδέαν, όπως ορθά δέχθηκε και η προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον δεν απορροφά η μία την άλλη διάταξη και παρά το ότι προστατεύουν το ίδιο έννομο αγαθό της γενετήσιας ελευθερίας, η διάταξη του άρθρου 351 Α ΠΚ, κατά τα αναπτυχθέντα στην αρχή της παρούσας, περιέχει διαφορετικά στοιχεία αντικειμενικής υπόστασης από εκείνα της διάταξης του άρθρου 343 περ. β του ΠΚ, ήτοι συγκροτούν δύο διαφορετικές και αυτοτελώς κολάσιμες πράξεις και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που έκρινεν ομοίως δεν υπερέβη θετικά την εξουσία του. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις, υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας, πλήττουν την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, γι' αυτό και είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες.
Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ', Ε' και Η' του ΚΠΔ, προβαλλόμενοι συναφείς λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, κύριοι και πρόσθετοι, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου. Είναι δε αυτοτελείς εκείνοι οι ισχυρισμοί, οι οποίοι προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρ.170 παρ.2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και κατατείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή αποκλείουν ή μειώνουν την ικανότητα προς καταλογισμό ή οδηγούν στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή σε μείωση της ποινής. Πρέπει, όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί να προβάλλονται κατά τρόπο ορισμένο, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που κατά νόμο απαιτούνται για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν και σε περίπτωση αποδοχής να οδηγούν στο ειδικότερο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να αποφανθεί επί των ισχυρισμών αυτών (αορίστων) με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και εκείνος που προβάλλεται από τον κατηγορούμενο, 1) περί μειωμένου καταλογισμού, κατ' άρθρον 36 του ΠΚ, όταν δεν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 34 ΠΚ, και λόγω κάποιας ψυχικής πάθησης, η ικανότητα προς καταλογισ΅ό δεν έχει εκλείψει εντελώς, αλλά ΅ειώθηκε ό΅ως, ση΅αντικά, οπότε και επιβάλλεται ΅ειω΅ένη ποινή κατά το άρθρο 83 ΠΚ, και 2) για συνδρομή στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί, κατά την παρ. 1 του ίδιου άρθρου, στην επιβολή μειωμένης ποινής κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις κατά το άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ θεωρούνται, μεταξύ άλλων, (υπό α') "το ότι ο υπαίτιος έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή", και (υπό ε') "το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του". Για να στοιχειοθετηθεί το ελαφρυντικό 84 παρ. 2 εδ. α' ΠΚ, δεν αρκεί η επίκληση ΅όνο του λευκού ποινικού ΅ητρώου, ούτε η απουσία επί΅ε΅πτης δραστηριότητας ΅έχρι την τέλεση της πράξης, ούτε η ΅έχρι τότε συνήθης ανθρώπινη συ΅περιφορά, ΅ε τη δη΅ιουργία οικογένειας και την άσκηση επαγγέλ΅ατος ή εργασίας προς βιοπορισ΅ό, αλλά απαιτείται η επίκληση περιστατικών θετικής και επωφελούς για την κοινωνία δράσης και συ΅περιφοράς. Για να συντρέξει όμως, η δεύτερη από τις ελαφρυντικές αυτές περιστάσεις του εδ. ε', ναι μεν πρέπει, η συμπεριφορά αυτή να εκτείνεται σε μεγάλο διάστημα και μάλιστα υπό καθεστώς ελευθερίας του υπαιτίου, γιατί τότε μόνο η επιλογή του αντανακλά στη γνήσια ψυχική του στάση και παρέχει αυθεντική μαρτυρία για την ποιότητα του ήθους του και της κοινωνικής προδιαθέσεώς του, σε αντίθεση με τον ευρισκόμενο στη φυλακή, ο οποίος υπόκειται σε ιδιαίτερο καθεστώς, δηλαδή, στερήσεως της προσωπικής του ελευθερίας και υπακοής σε συγκεκριμένους κανόνες συμπεριφοράς επί πειθαρχική ποινή, και συνεπώς η συμπεριφορά του δεν είναι η ελεύθερη στην κοινωνία, στην οποία απέβλεψε ο νομοθέτης. Όμως, δεν μπορεί να αποκλεισθεί η συνδρομή της ελαφρυντικής αυτής περιστάσεως, στον ευρισκόμενο στη φυλακή κρατούμενο από μόνο το γεγονός ότι αυτός κρατείται και ότι εξ' αυτής της καταστάσεώς του, λόγω του πειθαναγκασμού του στους κανόνες λειτουργίας των σωφρονιστικών καταστημάτων, δε μπορεί να μη ληφθεί υπόψη η τυχόν βελτίωση της συμπεριφοράς του, η οποία (βελτίωση), κατά το διάστημα της κράτησής του προδήλως, εκδηλώνεται μόνο με θετική συμπεριφορά. Τούτο γιατί, σε διαφορετική περίπτωση και, πέραν των όποιων προνομίων που προβλέπει ο Σωφρονιστικός Κώδικας και είναι ενδεχόμενο να τύχει ο κρατούμενος κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του, θα οδηγούσε προδήλως, όχι μόνο στην εξάλειψη, αλλά ενδεχομένως και στον περιορισμό της πιθανότητας βελτίωσης του χαρακτήρα και της προσωπικότητας του καταδικασθέντος και ήδη κρατουμένου. Η παραδοχή δε της συνδρομής της ελαφρυντικής αυτής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2ε του ΠΚ, αναμφιβόλως, τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι η συμπεριφορά του εντός του σωφρονιστικού καταστήματος, είναι προδήλως διακριτή της συνήθους συμπεριφοράς του κρατούμενου και η οποία συνέχεται με την εξαιρετική και οπωσδήποτε βελτίωση της συμπεριφοράς του.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με αριθμ. 167, 207, 208/2011 απόφαση του ΜΟΕ Αθηνών, που καταδίκασε τον ήδη αναιρεσείοντα για τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις, ο συνήγορος του αναιρεσείοντος, πρόβαλε εγγράφως και ανέπτυξε και προφορικά τους αυτοτελείς ισχυρισμούς, μειωμένου καταλογισμού, λόγω παθολογίας στο πρόσωπό του της παιδοφιλίας, πάθηση διαταραχής του ελέγχου των παρορμήσεων και της συνδρομής στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος των ελαφρυντικών περιστάσεων του προτέρου εντίμου βίου και της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη του (άρθρο 84 παρ. 1 εδ. α' και ε' ΠΚ, αντίστοιχα), επικαλούμενος για τη θεμελίωσή τους, τα εξής πραγματικά περιστατικά: "Ειδικότερα, μέχρι την ημέρα της συλλήψεώς μου δεν είχα τελέσει ούτε είχα κατηγορηθεί κατά το παρελθόν για καμία αξιόποινη πράξη, γεγονός το οποίο αποδεικνύεται περίτρανα από το λευκό Ποινικό Μητρώο μου. Διέμενα με την μητέρα μου και διαβιούσα με έντιμο τρόπο χωρίς ποτέ να δημιουργήσω πρόβλημα στον κοινωνικό μου περίγυρο. Είχα δηλαδή προ της συλλήψεώς μου επιδείξει μία καθ' όλα έντιμη ατομική, επαγγελματική και κοινωνική ζωή. Επιπλέον, από την ημέρα της συλλήψεώς μου μέχρι και σήμερα δεν έχω δημιουργήσει κανένα πρόβλημα στο σωφρονιστικό κατάστημα στο οποίο κρατούμαι και η συμπεριφορά μου είναι μέχρι και σήμερα αρίστη. 'Ετσι λοιπόν κατά τη διάρκεια της κράτησής μου έχω επιδείξει καλή διαγωγή τόσο απέναντι στους σωφρονιστικούς υπαλλήλους όσο και απέναντι στους συγκρατούμενούς μου. Ουδέποτε κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού μου στο δύσκολο και πιεστικό με τις πολλές ιδιαιτερότητες περιβάλλον των Καταστημάτων Κράτησης υπέπεσα σε οποιοδήποτε πειθαρχικό παράπτωμα, ουδέποτε δημιούργησα το οιοδήποτε πρόβλημα. Η συμπεριφορά μου υπήρξε άψογη όλο αυτό το χρονικό διάστημα από εσωτερική ανάγκη και όχι εξαιτίας του φόβου που θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι προξενεί η μικροκοινωνία της φυλακής και οι ιδιαίτερες σχέσεις με συγκρατουμένους και σωφρονιστικό προσωπικό. Μάλιστα, η άμεμπτη συμπεριφορά μου απέναντι στους σωφρονιστικούς υπαλλήλους και τους συγκρατούμενούς μου με βοήθησε να εξασφαλίσω μία θέση εργασίας στο Κατάστημα Κράτησης που κρατούμαι. Η καλή διαγωγή και πειθαρχία στους κανόνες υπήρξε προσωπική και συνειδητή μου επιλογή, η οποία δεν υπαγορεύτηκε από σκοπιμότητα, αλλά προήρχετο από την πηγαία επιθυμία μου να είμαι απόλυτα συμμορφωμένος με τους ισχύοντες κανόνες και αυτό πρέπει να ασκήσει επιρροή στην απόφασή σας. Είναι βέβαια σαφές ότι οι προβληματικοί χαρακτήρες και οι εγκληματικές προσωπικότητες ξεδιπλώνονται και παρουσιάζονται πιο εύκολα σε όλη τους την έκταση, όταν βρεθούν σε δύσκολο και πιεστικό περιβάλλον, όπως κατεξοχήν αυτό της φυλακής. Μετά ταύτα καθίσταται φανερό ότι συντρέχουν στο πρόσωπό μου οι προϋποθέσεις που θέτει ο Ποινικός Κώδικας για την αναγνώριση σε εμένα των ελαφρυντικών του πρότερου εντίμου βίου και της μετέπειτα καλής διαγωγής".
Από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, οι ως άνω αυτοτελείς ισχυρισμοί του περί μειωμένου καταλογισμού και περί συνδρομής στο πρόσωπο του κατηγορουμένου των άνω ελαφρυντικών περιστάσεων, ήτοι τόσον της ελαφρυντικής περιστάσεως του προτέρου εντίμου βίου, όσο και της καλής συμπεριφοράς του, επί μακρό χρόνο μετά την τέλεση της πράξεως, απορρίφθηκαν, με την παρακάτω αιτιολογία: "Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ότι συνεπεία της παιδοφιλίας του, ήταν μειωμένου καταλογισμού, με την έννοια ότι ωθούνταν ακαταμαχήτως στις πράξεις του από ανάγκη ικανοποιήσεως του "πάθους" του, δεν ανταποκρίνεται στα πράγματα και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Τούτο διότι, κάτι τέτοιο δυσχερώς δύναται να νοηθεί, αφού στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο τρόπος που ενήργησε αυτός και ειδικότερα η άγρα των θυμάτων του από παιδιά που προέρχονταν από προβληματικές οικογένειες (οικογένειες οικονομικών μεταναστών ή με διαζευγμένους γονείς, που στερούνταν οικονομικών μέσων για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των τέκνων τους για διατροφή, ένδυση, αναψυχή κ.λ.π.), ως και οι προφυλάξεις που ελάμβανε για να μη γίνει αντιληπτός, όπως και η απαγόρευση εισόδου στο γραφείο του στο Ίδρυμα, που είχε επιβάλλει αυτός με την ανοχή της διεύθυνσης του Ιδρύματος (άγνωστο ποια μέσα μεταχειρίστηκε για να πετύχει τούτο), προκειμένου να μη γίνει γνωστό το πορνογραφικό υλικό που ήταν τοποθετημένο εκεί καθώς και συσκευές για σεξουαλική διέγερση), στα υπόλοιπα μέλη του προσωπικού, ούτε και στον φύλακα, έστω και αν παρίστατο ανάγκη, παρά μόνο με την παρουσία του, καθίσταται εναργής η άμεση επαφή του με τα πράγματα και η ικανότητά του να αντιληφθεί τον άδικο χαρακτήρα των πράξεών του και να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό, ενώ όπως ο ίδιος δέχεται απολογούμενος, περιεχόμενο της εκπαίδευσής του αποτέλεσε και η κατηγορηματική απαγόρευση τέτοιων επαφών μεταξύ παιδαγωγού και ανηλίκων. Περαιτέρω οι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου για τη συνδρομή στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων του προτέρου εντίμου βίου και της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη πρέπει να απορριφθούν. Ειδικότερα ο υπό στοιχείο α', όπως είναι διατυπωμένος (βλ. 2η σελίδα 16ου φύλλου της απόφασης αυτής), προεχόντως, ως αόριστος. Η επίκληση μόνο ότι έχει λευκό ποινικό μητρώο και ότι ουδέποτε μέχρι σήμερα έχει απασχολήσει τις αστυνομικές ή δικαστικές αρχές και ότι προ της εμπλοκής του με την παρούσα υπόθεση διήγαγε ευυπόληπτο βίο, δε δικαιολογούν την στοιχειοθέτηση του εν λόγω ελαφρυντικού, χωρίς την επίκληση και άλλων συγκεκριμένων (θετικών) περιστατικών έντιμης ζωής και μάλιστα σε όλους τους τομείς συμπεριφοράς που ορίζονται στο άρθρο 84 παρ. 2α. Ανεξαρτήτως, όμως, αυτών ο ισχυρισμός του, αυτός είναι απορριπτέος και ως ουσία αβάσιμος, αφού αποδείχτηκε ότι η κοινωνική του ζωή δεν ήταν έντιμη. Συγκεκριμένα και πριν τις πράξεις του αυτές συναναστρεφόταν ανθρώπους που παρήγαγαν και προωθούσαν πορνογραφικό υλικό με ανήλικους το οποίο και προμηθευόταν, ενώ προέβαινε και στη φωτογράφιση γυμνών ανηλίκων σε άσεμνες στάσεις. Όσον αφορά τη δεύτερη από τις περιστάσεις αυτές(υπό στοιχ. ε'), η καλή συμπεριφορά πρέπει να εκτείνεται σε μεγάλο χρονικό διάστημα και υπό καθεστώς ελευθερίας του υπαιτίου, αφού τότε μόνο η επιλογή του αντανακλά τη γνήσια ψυχική του στάση και παρέχει αυθεντική μαρτυρία για την ποιότητα του ήθους του και της κοινωνικής προδιάθεσής του, σε αντίθεση με τον ευρισκόμενο στις φυλακές, ο οποίος υπόκειται σε ιδιαίτερο καθεστώς, δηλαδή στερήσεως της προσωπικής του ελευθερίας και υπακοής σε συγκεκριμένους κανόνες συμπεριφοράς επί πειθαρχική ποινή και συνεπώς η συμπεριφορά του δεν είναι ελεύθερη στη κοινωνία, στην οποία απέβλεψε ο νομοθέτης. Κατά συνέπεια, η ήσυχη και χωρίς πειθαρχικά παραπτώματα διαβίωση του κατηγορουμένου κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του στη Φυλακή, δε στοιχειοθετεί την συγκεκριμένη ελαφρυντική περίσταση, διότι τέτοια συμπεριφορά, την οποία η έννομη τάξη επιβραβεύει με ουσιώδη και υποχρεωτική μείωση της ποινής, καθόσον πρόκειται για συμπεριφορά που δεν εκδηλώθηκε υπό καθεστώς απεριόριστης προσωπικής ελευθερίας. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των πράξεων: 1) της, κατά συρροή και κατ7 εξακολούθηση, ασέλγειας με κατάχρηση εξουσίας (άρθρο 343 εδ, β' Π.Κ.) και 2) της, κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση, ασέλγειας με ανήλικο, έναντι υλικών ανταλλαγμάτων κατά συνήθεια, απορριπτόμενων των ισχυρισμών για μειωμένο καταλογισμό και τη συνδρομή των ελαφρυντικών περιστάσεων περί προτέρου έντιμου βίου και της καλής συμπεριφοράς μετά την τέλεση των πράξεων".
Η αιτιολογία αυτή, όσον αφορά την απόρριψη των ως άνω αυτοτελών ισχυρισμών του αναιρεσείοντος, περί μειωμένου καταλογισμού και περί αναγνώρισης στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 1 εδ. α και ε' του ΠΚ, είναι η κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη. Ειδικότερα, η παραπάνω αιτιολογία, 1) όσον αφορά τον αυτοτελή ισχυρισμό περί μειωμένου καταλογισμού, το δικαστήριο με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία τον απορρίπτει, από δε το σύνολο των παραδοχών καταλήγει στο συμπέρασμα ότι καθίσταται εναργής η ικανότητα του κατηγορουμένου να αντιληφθεί τον άδικο χαρακτήρα των πράξεών του και να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό, όντας πλήρως ικανός προς καταλογισμό, πράγμα που σημαίνει ότι συνεκτίμησε περί τούτου και τα πορίσματα των αναγνωσθεισών ψυχιατρικών πραγματογνωμοσυνών δύο ψυχολόγων-ψυχιάτρων, της Χ. Α. και του Γ. Α. αντίστοιχα, που κατέθεσαν και στο ακροατήριο ως μάρτυρες υπεράσπισης, και που μνημονεύει ρητά στο αιτιολογικό του (φύλλο 33) και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι συνεκτιμήθηκαν από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο και αυτές οι εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης για την ψυχολογική - συναισθηματική αντίληψη του κατηγορουμένου για τον εαυτό του, 2) όσον αφορά την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 1 εδ. ε' του ΠΚ, είναι η απαιτούμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη, διότι ο αναιρεσείων δεν είχε επικαλεστεί άλλα θετικά στοιχεία της συμπεριφοράς του, κατά το διάστημα του εγκλεισμού του στα καταστήματα Κράτησης Τριπόλεως και Γρεβενών, πέραν της συνήθους συμπεριφοράς ενός καταδίκου στις φυλακές, ενώ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το δικαστήριο συναξιολόγησε για το σχηματισμό της απορριπτικής αυτής κρίσης του και την αναγνωσθείσα από 23-2-2011 βεβαίωση του Ψυχολόγου του καταστήματος κράτησης Γρεβενών Λ. Μ., την οποία σημειωτέον και δεν είχεν επικαλεσθεί ο κατηγορούμενος κατά την προβολή του εν λόγω αυτοτελούς ισχυρισμού του.
Από τη διάταξη του άρθρου 365 παρ.1 του ΚΠΔ που ορίζει ότι "Στις περιπτώσεις που είναι αδύνατη η ε΅φάνιση ενός ΅άρτυρα στο ακροατήριο εξαιτίας θανάτου, γήρατος, ΅ακράς και σοβαρής ασθένειας, δια΅ονής στο εξωτερικό ή άλλου εξαιρετικά σοβαρού κωλύ΅ατος (άρθρο 219 παρ. 2) ή σε όσες άλλες περιπτώσεις ορίζει ο νό΅ος, διαβάζεται στο ακροατήριο, αν υποβληθεί αίτηση, η ένορκη κατάθεσή του που δόθηκε στην προδικασία διαφορετικά ακυρώνεται η διαδικασία", συνάγεται ότι ακυρότητα της διαδικασίας, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, προκαλείται όταν, παρά την υποβολή σχετικής αιτήσεως από τον κατηγορούμενο ή τον εισαγγελέα, δεν αναγνωσθεί ληφθείσα κατά την προδικασία ένορκη κατάθεση μάρτυρα, του οποίου η εμφάνιση στο ακροατήριο είναι αδύνατη για τους λόγους που ενδεικτικά αναφέρονται σ' αυτή τη διάταξη. Όμως, δε δημιουργείται καμία ακυρότητα όταν το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση αναγνώσει κατάθεση μάρτυρα της προδικασίας στο ακροατήριο και αν ακόμη δε βεβαίωσε ότι η εμφάνισή του στο ακροατήριο ήταν αδύνατη, εφόσον ο κατηγορούμενος δεν αντέλεξε. Εξάλλου, η λήψη υπόψη από το δικαστήριο αναγνωσθείσας κατάθεσης μάρτυρα, που έχει ληφθεί στην προδικασία, παραβιάζει δικαίωμα που παρέχεται σε κάθε κατηγορούμενο από το άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. ε' της ΕΣΔΑ να θέσει ερωτήματα στους μάρτυρες, μόνο εφόσον έγινε παρά την εναντίωση τούτου. Επίσης, η γραπτή κατάθεση του ανηλίκου, μάρτυρα θύ΅ατος προσβολής της προσωπικής και της γενετήσιας ελευθερίας του, κατά το άρθρο 226 Α του ΠΚ, που εισήχθη ΅ε το άρθρο 3 παρ. 4 ν. 3625/2007, αναγιγνώσκεται πάντοτε στο ακροατήριο.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που παραδεκτά επισκοπούνται, αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο οι καταθέσεις των παθόντων ανηλίκων μαρτύρων στην προδικασία, καθώς και ενώπιον του Ανακριτή, που λήφθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 226 Α του ΚΠΔ, (βλ. φύλλο 28 και 33 προσβαλλόμενης), χωρίς μάλιστα να προβληθεί καμία αντίρρηση από τον κατηγορούμενο. Επομένως, από την ανάγνωση των καταθέσεων των απόντων ως άνω ανηλίκων μαρτύρων, δε δημιουργήθηκε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, αφού η ανάγνωση έγινε σύννομα και δεν υπήρξε σχετική εναντίωση του κατηγορουμένου, και κατά συνέπεια ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ σχετικός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και παραβίαση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του αναιρεσείοντος, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Μετά ταύτα, ελλείψει άλλου λόγου αναιρέσεως για έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, ομού με τους πρόσθετους λόγους αυτής, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 21-9-2011 αίτηση - δήλωση αναιρέσεως ομού με τους από 13-2-2012 και από 28-9-2012 πρόσθετους λόγους αυτής, του Γ. Π. του Φ., περί αναιρέσεως της 167, 207, 208/2011 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Νοεμβρίου 2012. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Νοεμβρίου 2012.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ