Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1772 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Συναυτουργία, Εξακολουθούν έγκλημα.




Περίληψη:
Άμεση συνέργεια σε απάτη κατ' εξακολούθηση και κατά συναυτουργία με συνολικό όφελος ή συνολική ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ. Έννοια όρων. Παραπονούνται για απόρριψη εφέσεών τους από το Συμβούλιο Εφετών. Λόγος αναιρέσεως: έλλειψη αιτιολογίας. Απόλυτη ακυρότητα και υπέρβαση εξουσίας για απόρριψη αιτημάτων τους για μη γνώση προ-τάσεως του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών. Εμφάνισή τους στο Συμβούλιο προς παροχή διευκρινίσεων. Απορρίπτει αναιρέσεις.




Αριθμός 1772/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη και Νικόλαο Κωνσταντόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 12 Νοεμβρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1, 2) Χ2 και 3) Χ3, κατοίκων .., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 93/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λαμίας. Με συγκατηγορούμενους τους: Χ4 και 2) Χ5 .

Το Συμβούλιο Εφετών Λαμίας, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 14 Ιουλίου 2008 τρεις χωριστές αιτήσεις τους, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1298/2008.

Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ανδρέας Ζύγουρας εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού με αριθμό 462/08.10.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω κατ' άρθρ. 485 § 1 ΚΠΔ τις με αριθμ. 2,3,4/14-7-2008 αιτήσεις αναιρέσεων των Χ1, Χ2 συζ. Χ1 και Χ3 για αναίρεση του με αριθμ. 93/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λαμίας , με το οποίο απορρίπτονται κατ ουσία οι με αριθμ. 7,8,και 9 /2008 εφέσεις του κατά του με αριθμ. 79/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λαμίας που τους παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λαμίας για να δικαστούν για άμεση συνεργεία σε απάτη κατ εξακολούθηση και κατά συναυτουργία με συνολικό όφελος και συνολική ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ και εκθέτω τα ακόλουθα .Οι υπό κρίση αιτήσεις έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από τους κατηγορουμένους και στρέφονται κατά βουλεύματος που τους παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματική πράξη και περιέχουν συγκεκριμένους λόγους , της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας -έλλειψη νόμιμης βάσης, της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής- εκ πλαγίου της απόλυτης ακυρότητας και υπέρβασης εξουσίας και, ( αρθρ. 484 & 1 α, δ και στ, ΚΠΔ) Είναι συνεπώς παραδεκτές και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι και να συνεκδικαστούν λόγω του ότι είναι συναφείς. Οι προβαλλόμενοι λόγοι συνίστανται όπως αναφέρονται στις αιτήσεις είναι 1. Η έλλειψη αιτιολογίας α. Δεν περιέχει την ειδική και επιβαλλόμενη αιτιολογία λόγω του ότι δεν παραθέτει πραγματικά περιστατικά γιατί παραπέμπει εξ ολοκλήρου στην εισαγγελική πρόταση η οποία αποτελεί επανάληψη του πρωτόδικου βουλεύματος όπως και ότι δεν αιτιολογείται το στο βούλευμα αναφερόμενο για το πως και από ποια στοιχεία προέκυψε ότι η αξία του ακινήτου που εκπλειστηριάστηκε ανέρχονταν στο ύψος των 500.000 ώστε με βάση τον υπολογισμό αυτού του ποσού να προκύψει το ύψος του οφέλους που επιδίωξαν οι κατηγορούμενοι β. Γιατί απέρριψε αναιτιολόγητα άλλως με τυπική και μη πλήρη αιτιολογία το αίτημα των αναιρεσειόντων για αυτοπρόσωπη εμφάνιση.
2. Η έλλειψη αιτιολογίας - νόμιμης βάσης.
Περιλαμβάνει και εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά με ασάφειες και αντιφάσεις όπως δεν παραθέτει πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει συγκεκριμένη δραστηριότητα και γενικά δεν προκύπτει σύνδεση της δραστηριότητας των αναιρεσειόντων με την δραστηριότητα των συγκατηγορουμένων τους Χ4 και Χ5 προς τους οποίους κατηγορήθηκαν ότι παρέσχον άμεση βοήθεια για την πράξη την κακουργηματικής απάτης την οποία αυτοί τέλεσαν με συνέπεια να μην είναι δυνατός ο αναιρετικός έλεγχος.
3 Η εσφαλμένη εφαρμογή - εκ πλαγίου παράβαση Περιλαμβάνει και εκθέτει περιστατικά συναυτουργίας και όχι άμεσης συνέργειας κατ εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 386&1-2 και 46&1β ΠΚ.
4 Η Απόλυτη ακυρότητα Ότι εμφιλοχώρησε απόλυτη ακυρότητα γιατί η πρόταση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών δεν παρέμεινε στο γραφείο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών το προβλεπόμενο 10 ήμερο διάστημα άλλα αμέσως μετά την ειδοποίηση και λήψη γνώσης της πρότασης από τους αναιρεσείοντες και πριν από την παρόδου των 10 ημερών υποβλήθηκε στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο το οποίο συνήλθε προς διάσκεψη πριν από την πάροδο των 10 ημερών και 5. Η υπέρβαση εξουσίας.
Ότι το δικαστικό συμβούλιο χωρίς ν' αποφανθεί επί του αιτήματος των αναιρεσειόντων για αυτοπρόσωπη εμφάνιση και χωρίς αξιολόγηση των αναφερομένων στην πρόταση του Εισαγγελέα για επάρκεια ή ανεπάρκεια των προβληθέντων με της απολογίες τους, αιτήσεις και υπομνήματα τους και χωρίς ν'ακουστούν προχώρησε στην απόρριψη των εφέσεων τους Κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, έλλειψη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία σε παραπεμπτικό βούλευμα υπάρχει, όταν δεν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την προδικασία , στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του συμβουλίου όπως επίσης και οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε όπως και εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και εκ πλαγίου παράβαση υφίσταται όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στην διάταξη που εφαρμόσθηκε ή όταν αυτά εκτίθενται αντιφατικά ή υπάρχει αντίφαση αιτιολογικού και διατακτικού, ώστε δεν είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος και το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Η παραπομπή του βουλεύματος στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση αν αυτή είναι ειδική και εμπεριστατωμένη δηλ. διαλαμβάνει τα απαραίτητα στοιχεία σχετικά μετά κεφάλαια των κατηγοριών για τις πράξεις για τίς οποίες επιλήφθηκε αποτελεί πλήρη αιτιολογία όπως και όταν μετά από παράθεση δικών του σκέψεων και συλλογισμών αναφέρεται συμπληρωματικά στο πρωτόδικο βούλευμα και στην εισαγγελική που ενσωματώθηκε σ'αυτό δεν συνιστά έλλειψη αιτιολογία ( ΑΠ Ολ. 1127/79 , ΑΠ 1151/2006, ΑΠ 1071/2005ΑΠ 1464/2003,ΑΠ 59/2005 ΑΠ 1416/2000).
Τουναντίον υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας όταν το κατ'έφεση βούλευμα μετά από έφεση κατηγορουμένου αναφέρεται καθολικά στο πρωτόδικο βούλευμα ή στην ενσωματωμένη πρόταση του εισαγγελική πρόταση η οποία αποτελεί αντιγραφή ή παραπέμπει εξ ολοκλήρου στο πρωτόδικο βούλευμα χωρίς να κάνει καμιά σκέψη , όπως επίσης υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας αν το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών επαναλαμβάνει το περιεχόμενο του πρωτόδικου βουλεύματος χωρίς παράθεση δικών του σκέψεων , δείχνοντας έτσι ότι υιοθετεί τις απόψεις του χωρίς καμιά επί πλέον σκέψη ή συλλογισμό γιατί έτσι εκμηδενίζεται η δικαιοδοτική του εξουσία και απεκδύεται της προβλεπόμενης από τον νόμο κρίσης σε δεύτερο βαθμό η οποία κρίση απαιτεί δικές της σκέψεις για την αντιμετώπιση και απόκρουση των παραπόνων του κατηγορουμένου (ΑΠ 1151/2006, ΑΠ732/2005, ΑΠ 2253/2002).
Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το συμβούλιο Εφετών Λαμίας, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, δέχτηκε, μετά από απόρριψη του αιτήματος της αυτοπρόσωπης και της ακυρότητας λόγω της μη παραμονής των δικογραφιών επί δεκαήμερο χρονικό διάστημα κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του, ότι, από τα αναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία προέκυψαν, ότι:
Η Χ4 διατηρεί επιχείρηση - μονάδα παραγωγής στρουθοκαμήλων την οποία διαχειρίζεται ο υιός της Χ5 . Την 26-2001 συμφώνησαν με τον εγκαλούντα , και πώλησαν σ'αυτόν 50 στρουθοκαμήλους αντί 14.995.800 δρχμ. τίμημα το οποίο εξοφλήθηκε ολοσχερώς.
Την 28-6-2001 συμφώνησαν και πώλησαν σ'αυτόν τρείς μητέρες στρουθοκαμήλους αντί 1.500.000 δραχμ. Τίμημα πιστώθηκε και προς εξασφάλιση του ο εγκαλών έδωσε στους πωλητές μία μεταχρονολογημένη επιταγή ποσού 4.402,06 € λήξης ... . Για την μεταφορά των παραπάνω στρουθοκαμήλων και για φορολογικούς λόγους στην επιχείρηση του εκκαλούντος εκδόθηκε από την Χ4 το με αριθμ. ...δελτίο αποστολής τιμολόγιο στο οποίο κατόπιν κοινής συμφωνίας τους αναγράφηκε σ'αυτό σαν τίμημα το ποσό των 3.499.279 δρχμ. Την 11-12-2001 και πριν από την λήξη της μεταχρονολογημένης επιταγής που δόθηκε προς εξασφάλιση της πληρωμής των τριών στρουθοκαμήλων η Χ4 υπέβαλλε στο Μονομελές Πρωτοδικείο αίτηση και αφού απέκρυψε τα παραπάνω εκτεθέντα πραγματικά περιστατικά πέτυχε την έκδοση της με αριθμ. 479/2001 διαταγής πληρωμής για το ποσό που είχε αναγραφεί εικονικά στο δελτίο αποστολής - τιμολόγιο , δηλ. 3.499.279 δρχμ. , απόγραφο της οποίας κοινοποίησε στον εγκαλούντα την 18-1-2002 . Εγκαλών και οι δύο προαναφερόμενοι κατηγορούμενοι μέσα στα πλαίσια τακτοποίησης των διαφορών που αναφύησαν από την πώληση των στρουθοκαμήλων , την έκδοση της διαταγής πληρωμής ,και της συμφωνίας επιστροφής από τον εγκαλούντα μέρους του ζωικού κεφαλαίου των στρουθοκαμήλων συμφώνησαν την επιστροφή 12 στρουθοκαμήλων στους πωλητές αντί 1521.37 € και θεώρησαν ότι με το τρόπο αυτό ότι εξοφλήθηκε και αποσβέστηκε πλήρως κάθε οφειλή του εγκαλούντα προς τους πωλητές Μετά ταύτα και παρά την παραπάνω συμφωνία οι κατηγορούμενοι Χ4 και Χ5 , ζήτησαν την έκδοση διαταγής πληρωμής για την επιταγή που τους είχε δοθεί από τον εγκαλούντα για εξασφάλιση της οφειλής του η οποία κατά τον εγκαλούντα κατά την γενομένη συμφωνία τους δεν υπήρχε αφού η οφειλή του προς αυτούς είχε αποσβεστεί πλήρως με την γενόμενη συμφωνία , και εκδόθηκε η με αριθμ. 244/2002 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδίκη Λαμίας την οποία κοινοποίησαν και μετά τις απαραίτητες διαδικασίες επέβαλλαν βάσει αυτής αναγκαστική κατάσχεση σε ένα ακίνητο του εγκαλούντα έκτασης 4.000 τ.μ στη θέση ...και ακολούθως συντάχθηκε η με αριθμ. ... κατασχετήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή ... . Μετά ταύτα και μετά την παραπλάνηση του εγκαλούντα από τους δύο παραπάνω για το ότι δεν θα γινόταν ο πλειστηριασμός γιατί όπως αναφέρει ο εγκαλών δέχθηκαν την ανυπαρξία οφειλής αυτοί προχώρησαν στην αναγκαστική εκτέλεση και κατά την ημέρα της διενέργειας του πλειστηριασμού που έγινε ενώπιον της συμβολαιογράφου Κων/νας Τρίγκα -Γκλαντζούνη εμφανίστηκε η εκ των αναιρεσειόντων Χ2 συζ. Χ1 η οποία δήλωσε ότι ενεργεί για λογαριασμό και κατ'εξουσιοδότηση του εκ αναιρεσειόντων Χ3 ο οποίος υπηρετούσε την στρατιωτική του θητεία και υπερθεματίζοντας κατά 10 ε ευρώ από την τιμή της πρώτης προσφοράς που ήταν το ποσό των 70.010 € αναδείχθηκε πλειοδότης. Μετά ταύτα εμφανίστηκε ο Χ3 στο επί του πλειστηριασμού υπάλληλο και δήλωσε ότι αποδέχεται και εγκρίνει την προσφορά της μητέρας του και ζήτησε την κατακύρωση σ'αυτόν του ακινήτου το οποίο εκπλειστηριάστηκε γεγονός το οποίο και έγινε.
Στο προσβαλλόμενο βούλευμα για την αιτιολογία της παραπομπής μετά την απόρριψη του αιτήματος των αναιρεσειόντων τότε εκκαλούντων παραπέμπει στην ενσωματούμενη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση η οποία αποτελεί αντιγραφή της εισαγγελικής πρότασης του πρωτόδικου βουλεύματος χωρίς ειδικώτερες σκέψεις και χωρίς ν' αναφέρει τί περί της συμμετοχής των αναιρεσειόντων εκτός των σκέψεων τις οποίες έκανε για την απόρριψη ως αβασίμων των ισχυρισμών τους ότι δεν είχαν καμιά συμμετοχή στην πράξη των δύο πρώτων κατηγορουμένων με το αιτιολογικό ότι είχαν εμπειρία σχετικά με πλειστηριασμούς ότι από τις συζητήσεις που έγιναν μεταξύ των κατηγορουμένων ο εγκαλών κατάλαβε ότι ήταν γνωστοί από πολλά χρόνια και βρισκόταν σε συνεννόηση με τους δύο πρώτους κατηγορουμένους σχετικά με τον πλειστηριασμό και ότι πριν από τον πλειστηριασμό ο εκ των αναιρεσειόντων Χ1 είχε τηλεφωνήσει στον τελευταίο για να μάθει αν ο εξοφλήθηκε η απαίτηση και αν θα γινόταν ή όχι ο πλειστηριασμός, απέρριψε στην ουσία τις εφέσεις τους. Η παρατιθέμενη αιτιολογία στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν είναι πλήρης αφού δεν αναφέρει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την από κοινού δραστηριότητα των αναιρεσειόντων με τους δύο πρώτους κατηγορουμένους, δεν εκτίθενται σ'αυτό στοιχεία του τί έκαναν οι αναιρεσείοντες ώστε από την παράθεση των στοιχείων αυτών να προκύπτουν οι κατά τον νόμο απαραίτητες αποχρώσες ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή των αναιρεσειόντων στο ακροατήριο, δεν αναφερόνται στοιχεία περί του πώς προέκυψε η ζημία των 500.000 € αφού στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν γίνεται καμιά σκέψη για την εκτίμηση της αξίας του ακινήτου, όπως και ότι η παρατιθέμενη αιτιολογία στο προσβαλλόμενο βούλευμα αποτελεί επανάληψη της ενσωματούμενης στο βούλευμα εισαγγελικής πρότασης χωρίς ειδικώτερες σκέψεις η οποία και αυτή επίσης αποτελεί αντιγραφή της εισαγγελικής πρότασης του πρωτόδικου βουλεύματος χωρίς ειδικώτερες σκέψεις για την συμμετοχή και την υπαιτιότητα των αναιρεσειόντων Επομένως το βούλευμα δεν περιέχει την απαραίτητη αιτιολογία και γι'αυτό ο προβαλλόμενος αυτός λόγος των αναιρεσειόντων είναι βάσιμος.
Επίσης βάσιμοι κρίνονται και οι δεύτερος και τρίτος προβαλλόμενοι λόγοι γιατί στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν εκτίθενται αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει σύνδεση των δραστηριοτήτων των αναιρεσειόντων με τους δύο πρώτους κατηγορουμένους, ή άλλως δεν εκτίθενται στοιχεία για από κοινού και βάσει κοινού σχεδίου δράση των αναιρεσειόντων ή την συμμετοχική δραστηριότητα με τη δραστηριότητα των δύο πρώτων κατηγορουμένων ώστε η πράξη για την οποία παραπέμπονται να στηρίζεται σε έκθεση, ανάλυση και αξιολόγηση πραγματικών περιστατικών και παράθεση αποδεικτικών στοιχείων.
Αβάσιμος όμως πρέπει να κριθεί ο μερικότερος λόγος για το ότι το προσβαλλόμενο απέρριψε χωρίς η με μή πλήρη αιτιολογία την αίτηση αυτοπρόσωπης εμφάνισης τους στο Συμβούλιο Εφετών γιατί η παρατιθέμενη αιτιολογία στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση συνισταμένη στο ότι οι αιτούντες κατηγορούμενοι απολογήθηκαν εκτενώς και διεξοδικώς στο ανακριτή Λαμίας και υπέβαλλαν και αναλυτικό και εμπεριστατωμένο υπόμνημα με το οποίο επαρκώς υποστηρίζουν τους ισχυρισμούς τους ώστε να μην καταλείπεται καμιά ασάφεια ή αοριστία για τις υποστηριζόμενες απόψεις τους είναι επαρκής ( ΑΠ 960/2006,1346/2003 2125/2002 300/2001) όπως επίσης αβάσιμος μετά ταύτα είναι και ο προβαλλόμενος λόγος για υπέρβαση εξουσίας γιατί το προσβαλλόμενο βούλευμα αιτιολογημένα απέρριψε το αίτημα των αναιρεσειόντων για αυτοπρόσωπη εμφανή ση των αναιρεσειόντων Σχετικά με την απόλυτη ακυρότητα συνισταμένη στο ότι η πρόταση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών δεν παρέμεινε στο γραφείο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών το προβλεπόμενο 10 ήμερο διάστημα άλλα αμέσως μετά την ειδοποίηση και λήψη γνώσης της πρότασης από τους αναιρεσείοντες και πριν από την παρόδου των 10 ημερών υποβλήθηκε στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο το οποίο συνήλθε προς διάσκεψη πριν από την πάροδο των 10 ημερών.
Κατά την παρ. 2 του άρθρου 308 του Κ.Π.Δ, όπως συμπληρώθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 10 του Ν. 1941/1991 και την παρ. 5 του άρθρου 3 του Ν. 2145/1993, ο κατηγορούμενος δικαιούται να γνωστοποιήσει και προφορικά στον εισαγγελέα, ότι επιθυμεί να λάβει γνώση της πρότασης του, οπότε ο εισαγγελέας υποχρεούται να τον ειδοποιήσει προφορικά ή τηλεφωνικά προκειμένου να λάβει γνώση και η δικογραφία παραμένει υποχρεωτικά στη γραμματεία της εισαγγελίας για χρονικό διάστημα δέκα (10) ημερών από την ειδοποίηση, και ότι πριν από την πάροδο των 10 ημερών η δικογραφία δεν εισάγεται στο συμβούλιο αλλά παραμένει στη γραμματεία της εισαγγελίας, εκτός αν υπάρχει κίνδυνος παραγραφής Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 171 παρ.1 περ. α' του ΚΠοινΔ, απόλυτη ακυρότητα που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της διαδικασίας και ενώπιον του Αρείου Πάγου, επιφέρει η μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την εμφάνιση την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται στις περιπτώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Από τις διατάξεις αυτές που θεσπίσθηκαν για την προστασία των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου και οι οποίες για την ταυτότητα του νομικού λόγου εφαρμόζονται και στην ενώπιον του συμβουλίου Εφετών διαδικασία, έχουν σαν περιεχόμενο τον αποκλεισμό της δυνατότητας οποιασδήποτε κρίσης επί της Εισαγγελικής πρότασης πριν να περάσει το χρονικό διάστημα των 10 ημερών από του χρόνου ειδοποίησης του κατηγορουμένου προκειμένου αυτός να έχει τον χρόνο να προβάλλει και να αντικρούσει τα αναφερόμενα στην Εισαγγελική πρόταση και ως εκ τούτου με τη θέσπιση της προθεσμίας αυτής προβλέπεται αφ ενός μεν παραμονή της δικογραφίας στο γραφείο της Εισαγγελίας και έμμεσα πλην σαφώς απαγόρευση λήψης οποιασδήποτε απόφασης και ιδιαίτερα παραπεμπτικής από το Δικαστικό Συμβούλιο εάν η δικογραφία με την Εισαγγελική πρόταση εισαχθούν στο Δικαστικό Συμβούλιο κατά παραβίαση της παραπάνω προθεσμίας το οποίο επιβάλλεται να απέχει να αποφασίσει πριν από την συμπλήρωση της προθεσμίας αυτής εκτός από την περίπτωση κατά την οποία υπάρχει κίνδυνος παραγραφής γεγονός που πρέπει ν'αναφέρεται ρητά στο εκδιδόμενο βούλευμα . ( ΑΠ 287,358/2001, ΑΠ 615/2000 ΑΠ 863/2000 Contra ΑΠ 362/2006 ΑΠ 2556/2003 ΑΠ 821/2000) Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείοντες προέβαλλαν και σαν λόγο έφεσης και το προσβαλλόμενο βούλευμα απάντησε σχετικά απορρίπτοντας τον λόγο αυτό της απόλυτης ακυρότητας δεχθέν ότι οι αναιρεσείοντες κλήθηκαν και έλαβαν γνώση της πρότασης του Εισαγγελέα στις 30-11-2007 και ότι μετά ταύτα ικανοποιήθηκε το δικαίωμα των τότε κατηγορουμένων για γνώση του περιεχομένου της πρότασης του Εισαγγελέα για την άσκηση των υπερασπιστικών τους δικαιωμάτων και ως εκ τούτου δεν επήλθε καμιά ακυρότητα σχετικά με την παραβίαση του δεκαημέρου αυτού χρονικού διαστήματος . Περαιτέρω όμως προκύπτει από το πρωτόδικο βούλευμα ότι το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο συνήλθε και συνεδρίασε για ν αποφανθεί για την κατά των αναιρεσειόντων κατηγορία με βάση την κατά τ'άνω υποβληθείσα εισαγγελική πρόταση στις 4-12-2007 τουτέστιν το δικαστικό συμβούλιο συνεδρίασε πριν από την πάροδο της κατά τ'άνω δεκαήμερης προθεσμίας αφού η προθεσμία αυτή έληγε την 10-12-2007 χωρίς ν'αναφέρεται πουθενά στο βούλευμα αυτό ότι συνέτρεχε λόγος παραγραφής ώστε το δικαστικό συμβούλιο να αποφανθεί επί της κατά των κατηγορουμένων κατηγορίας πριν από την παρέλευση τής δεκαήμερης προθεσμίας κατά ταύτα στην περίπτωση αυτή εμφιλοχώρησε η προβαλλόμενη ακυρότητα γιατί με τον κατά τ'άνω περιγραφόμενο τρόπο έγινε περιγραφή των υπερασπιστικών δικαιωμάτων των κατηγορουμένων.
Και αν μπορεί να πει κανείς ότι η παραμονή στην Εισαγγελία της δικογραφίας με την Εισαγγελική πρόταση μετά την ειδοποίηση των κατηγορουμένων και την από μέρους τους αποδεδειγμένη γνώση του περιεχομένου της εισαγγελικής πρότασης είναι μετά ταύτα άκρως τυπολατρική ανεξάρτητα ότι αναφέρεται σε άσκηση υπερασπιστικών δικαιωμάτων των κατηγορουμένων και αυτό υποστηρίζεται στις παραπάνω αποφάσεις των τελευταίων ετών η μη αναμονή όμως της παρόδου της προθεσμίας αυτής από το δικαστικό συμβούλιο προκειμένου οι κατηγορούμενοι ν'ασκήσουν τα υπερασπιστικά τους δικαιώματα σχετικά με την προβολή των ισχυρισμών τους προς ανατροπή του περιεχομένου της εισαγγελικής πρότασης συνιστά παραβίαση των διατάξεων των άρθρων αυτών γιατί με τον τρόπο αυτό περιγράφεται ουσιώδες υπερασπιστικό δικαίωμα κατηγορουμένων το οποίο κάμπτεται μόνο όταν συντρέχει περίπτωση παραγραφής, γεγονός που πρέπει ν'αναφέρεται ρητά στο εκδιδόμενο βούλευμα και το οποίο συνίσταται στο ότι πρέπει να υπάρχει στη διάθεση του κατηγορουμένου επαρκής χρόνος για την απόκρουση του περιεχομένου της εισαγγελικής πρότασης, χρονικό διάστημα που ο νομοθέτης το προσδιόρισε σε δεκαήμερο τουλάχιστον και κατά ταύτα αν δεν τηρηθεί η προθεσμία αυτή συγκροτείται ο αναιρετικός λόγος της διάταξης του άρθρου 484&1 περ. α ΚΠΔ . Κατά συνέπεια στην προκειμένη περίπτωση κατά την οποία δεν τηρήθηκε η προθεσμία αυτή συγκροτείται ο λόγος αυτός και κατά ταύτα και ο προβαλλόμενος από τους αναιρεσείοντες λόγο περί τούτου είναι βάσιμος.
Κατ ακολουθία των παραπάνω οι αιτιάσεις των αναιρεσειόντων κατά του προσβαλλόμενου βουλεύματος είναι βάσιμες και για τον λόγο αυτό το προσβαλλόμενο βούλευμα πρέπει ν'αναιρεθεί .

Δια ταύτα
Προτείνω Α Να γίνουν δεκτές οι με αριθμ. 2,3,4/14-7-2008 αιτήσεις αναιρέσεων των Χ1 , Χ2 συζ. Χ1 και Χ3 για αναίρεση του με αριθμ. 93/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λαμίας, με το οποίο απορρίπτονται κατ ουσία οι με αριθμ. 7,8,και 9 /2008 εφέσεις του κατά του με αριθμ. 79/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λαμίας που τους παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λαμίας για να δικαστούν για άμεση συνεργεία σε απάτη κατ'εξακολούθηση και κατά συναυτουργία με συνολικό όφελος και συνολική ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ και ν' αναιρεθεί το βούλευμα αυτό του Συμβουλίου Εφετών Λαμίας Β Να παραπεμφθεί στο αυτό Συμβούλιο για επανάκριση το οποίο πρέπει να συντεθεί με διαφορετικούς από αυτούς που συμμετείχαν στην σύνθεση του δικαστές
Αθήνα την 6-10-2008
Ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου
Ιωάννης Χρυσός"

Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι με αριθμούς 2,3,4/14-7-2008 αιτήσεις αναιρέσεων των Χ1, Χ2 συζ. Χ1 και Χ3 για αναίρεση του με αριθμ. 93/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λαμίας, με το οποίο απορρίπτονται κατ' ουσίαν οι με αριθμ. 7, 8, και 9 /2008 εφέσεις τους κατά του με αριθμ. 79/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λαμίας που τους παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λαμίας για να δικαστούν για άμεση συνεργεία σε απάτη κατ εξακολούθηση και κατά συναυτουργία με συνολικό όφελος και συνολική ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ, είναι σαφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν. Από τη διάταξη του άρθρου 386 § 1 ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει, παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία ως παραγωγό αιτία, επέρχεται η παραπλάνηση του άλλου προσώπου και γ) βλάβη ξένης κατά το αστικό δίκαιο περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και παραλείψεις του δράστη. Η απάτη τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ. Από το άρθρο δε 98 του Π.Κ. προκύπτει ότι κατ' εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο το οποίο τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς εκτέλεση αποφάσεως. Έτσι, τότε μόνο θα υπάρχουν περισσότερες πράξεις, που αν συνδέονται και με την ταυτότητα της αποφάσεως προς τέλεσή τους, θα αποτελούν κατ' εξακολούθηση τέλεση αυτής, αν κάθε επιζήμια για τον παθόντα πράξη είναι αποτέλεσμα χωριστής πλάνης του εξαπατηθέντος που προηγήθηκε από χωριστή απατηλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Αντίθετα, τελείται μία πράξη μόνο, όταν γίνονται ψευδείς παραστάσεις που επαναλαμβάνονται μέχρις ότου καλλιεργηθεί στο εξαπατηθέν πρόσωπο η επιδιωκόμενη πλάνη, εξαιτίας δε της άπαξ επελθούσας πλάνης, ο εξαπατώμενος προβαίνει σε περισσότερες και σε διαφορετικούς χρόνους (διαδοχικές) επιζήμιες πράξεις. Εξ άλλου, κατά το άρ. 46 παρ. 1β ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια αυτής της πράξεως και στην εκτέλεση της κύριας πράξεως. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής για τη στοιχειοθέτηση της άμεσης συνέργειας απαιτείται δόλος του άμεσου συνεργού, δηλαδή ηθελημένη παροχή συνδρομής στον πράττοντα εν γνώσει ότι αυτή παρέχεται κατά την εκτέλεση της άδικης πράξης και παροχή συνδρομής κατά την τέλεση και κατά τη διάρκεια της τελέσεως της κυρίας πράξεως, συνδεομένης προς αυτήν κατά τρόπον, ώστε χωρίς τη βοηθητική ενέργεια του άμεσου συνεργού δεν θα ήταν δυνατή με βεβαιότητα η διάπραξη του εγκλήματος κάτω από τις περιστάσεις υπό τις οποίες είχε διαπραχθεί. Επίσης, κατά το άρ, 45 ΠΚ "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης". Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικώς, σύμπραξη κατά την εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικώς, κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο καθένας συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με το δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος και να θέλει ή να αποδέχεται να ενώσει τη δική του δράση με εκείνην του άλλου προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος. Η σύμπραξη κατά την εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται στο ότι ο καθένας πραγματώνει με την επί μέρους πράξη του την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος πραγματώνεται με τις συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμέτοχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται στη δικαστική απόφαση και οι επί μέρους πράξεις καθενός από τους συναυτουργούς. Έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 εδ. ε ΚΠΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που ιδρύει τον λόγο αναιρέσεως του άρθρου 484 παρ. 1 εδ. β' ΚΠΔ υπάρχει. όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από τη διεξαχθείσα ανάκριση ή προανάκριση, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση. Υπέρβαση δε εξουσίας, που συνιστά τον κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠΔ λόγο υπάρχει, με βάση το γενικό ορισμό, όταν το δικαστήριο ασκεί δικαιοδοσία, που δεν του δίνει ο νόμος. Στα πλαίσια αυτά του ορισμού γίνεται διάκριση της υπέρβασης σε θετική και αρνητική Στην πρώτη περίπτωση το δικαστήριο αποφασίζει κάτι, για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία, ενώ στη δεύτερη παραλείπει να αποφασίσει κάτι, το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, όπως συνάγεται από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό του, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ'αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων (καταθέσεις μαρτύρων, εκθέσεις παροχής εξηγήσεων, απολογίες κατηγορουμένων και λοιπών εγγράφων της δικογραφίας), δέχτηκε κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή αντιγραφή. "Η Χ4 διατηρεί επιχείρηση - μονάδα παραγωγής στρουθοκαμήλων - στο ... τη διεύθυνση και διαχείριση της οποίας έχει αναλάβει ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ5 . Την 26-6-2001 κατόπιν συμφωνίας τους με τον εγκαλούντα Ψ1, ο οποίος διατηρούσε ταβέρνα - κέντρο συνεστιάσεων στη..., πώλησαν σε αυτόν πενήντα (50) στρουθοκαμήλους, που εκτρέφονταν στο πτηνοτροφείο τους, αντί του τιμήματος των 277.700 δραχμών καθεμίας και συνολικά, των δραχμών 13.885.000, πλέον Φ.Π.Α. εκ δραχμών 1.110.800, ήτοι δραχμών 14.995.800, το οποίο τίμημα εξοφλήθηκε ολοσχερώς με δάνειο που έλαβε ο εγκαλών από κατάστημα της Τράπεζας EUROBANK EFG στη .... Στη συνέχεια, την 28-6-2001, υπό την ανωτέρω ιδιότητα τους, κατόπιν συμφωνίας τους με τον εγκαλούντα πώλησαν σε αυτόν τρεις (3) ακόμη στρουθοκαμήλους (μητέρες), αντί τιμήματος πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) δραχμών καθεμίας και συνολικά, ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων χιλιάδων (1.500.000) δραχμών, το οποίο συμφωνήθηκε να πιστωθεί μέχρι την 30-6-2002. Προς εξασφάλιση της πληρωμής ο εγκαλών εξέδωσε την με αριθμό ... μεταχρονολογημένη τραπεζική επιταγή, εκδόσεως την ..., ποσού 4.402,06 ευρώ με χρέωση του με αριθμό .... λογαριασμού του στην τράπεζα "EFG EUROBANK ERGASIAS A.E.", σε διαταγή της πρώτης κατηγορουμένης και παρέδωσε την επιταγή αυτή στους κατηγορουμένους, ενώ για τη νομότυπη μεταφορά των τριών στρουθοκαμήλων προς την επιχείρηση του εγκαλούντος η Χ4 εξέδωσε το υπ' αριθμ. ... δελτίο αποστολής - τιμολόγιο, στο οποίο ανέγραψε εικονικά και φαινομενικά, κατόπιν συμφωνίας των συμβαλλομένων μερών, ως τίμημα μαζί με το Φ.Π.Α. το ποσό των 3.499.279 δραχμών. Με την από 11-12-2001 αίτησή της η πρώτη κατηγορουμένη δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της προσκόμισε το ανωτέρω τιμολόγιο, στο οποίο αναγραφόταν εικονικά ως τίμημα το ποσό των 3.499.279 δραχμών, αντί του αληθούς συμφωνηθέντος τιμήματος των 1.500.000 δραχμών, και με βάση το έγγραφο αυτό παραπλάνησε το Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας ότι δήθεν αυτό ήταν το οφειλόμενο τίμημα και δια της ανωτέρω προσαγωγής ανακριβούς κατά το περιεχόμενο αποδεικτικού μέσου πέτυχε την έκδοση της με αριθμό 479/2001 διαταγής πληρωμής σε βάρος του εγκαλούντος για το ποσό των 3.499.279 δρχ., νομιμοτόκως από τις 11-12-2001, ήτοι την πάροδο της προθεσμίας που είχε ταχθεί με την από 29-11-2001 εξώδικη δήλωση που επεδόθη στον καθ' ού. Ακολούθως, αντίγραφο από πρώτο εκτελεστό απόγραφο, με την κάτωθι αυτού επιταγή πληρωμής των επιδικαζόμενων χρηματικών ποσών, κοινοποιήθηκε στις 18-1-2002 στον εγκαλούντα. Η ανωτέρω απαίτηση ήταν εικονική και ανύπαρκτη κατά το υπερβάλλον ποσό των 1.500.000 δραχμών, το οποίο άλλωστε, είχε πιστωθεί δια της εκδόσεως της προαναφερομένης μεταχρονολογημένης τραπεζικής επιταγής, ποσού 4.402,06 ευρώ, με ημερομηνία έκδοσης την ... . Η ανυπαρξία δε της οφειλής ήταν σε γνώση τόσο της πρώτης κατηγορουμένης Χ4 που τυπικά διατηρούσε την προαναφερόμενη επιχείρηση όσο και του προστιθέντος ουσιαστικά ασκούντος τη διαχείριση της τελευταίας δεύτερου κατηγορουμένου Χ5 ο οποίος εξάλλου, συνδέεται με συγγενική σχέση με την πρώτη (μητέρα του). Στη συνέχεια, μετά την κοινοποίηση στον εγκαλούντα του εκτελεστού τίτλου και σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία, ο εγκαλών προσήλθε στην επιχείρηση των δύο πρώτων κατηγορουμένων, όπου αυτοί, αναγνωρίζοντας τις εύλογες διαμαρτυρίες του για τη δικαστική επιδίωξη του ανύπαρκτου χρέους, τον καθησύχασαν παραπλανητικά, διαβεβαιώνοντας τον ψευδώς ότι η έκδοση της επιδοθείσας διαταγής πληρωμής είναι προϊόν παρανόησης του δικηγόρου, ότι δεν υφίσταται δικαστική διαφορά μεταξύ τους και ότι δεν πρόκειται να ακολουθήσουν περαιτέρω δικαστικές ενέργειες με βάση τον εν λόγω εκτελεστό τίτλο, λέγοντας του επί λέξει χαρακτηριστικά ότι "δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα και να μην ανησυχείς", ενώ τον παρότρυναν παραπλανητικά "να σκίσει το χαρτί", εννοώντας το αντίγραφο του δελτίου αποστολής, βάσει του οποίου εξεδόθη και η υπ' αριθμ. 479/2001 διαταγή πληρωμής. Περαιτέρω, οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι, αν και κατά την κατάρτιση των σχετικών συμβάσεων πώλησης των στρουθοκαμήλων ανέλαβαν προφορικά την υποχρέωση να παράσχουν στον εγκαλούντα κάθε βοήθεια και συνδρομή για τη σφαγή και τη διάθεση από αυτόν σε πελάτες του κρέατος των πωλούμενων στρουθοκαμήλων, δεν τήρησαν τη δέσμευση τους, με συνέπεια ο εγκαλών να αντιμετωπίζει προβλήματα ως προς την εκμετάλλευση και τη διάθεση του κρέατος των στρουθοκαμήλων. Προς διευθέτηση και επίλυση των διαφορών αυτών συμφωνήθηκε να επιστραφούν οι δώδεκα (12) στρουθοκάμηλοι, που απέμειναν στον εγκαλούντα και με την αξία τους να εξοφληθεί και να αποσβεσθεί πλήρως κάθε υποχρέωση και οφειλή του τελευταίου απορρέουσα από τη ρηθείσα αγοραπωλησία των τριών (3) στρουθοκαμήλων (μητέρων) και ειδικότερα, τόσο για τα ποσά που επιδικάστηκαν ακύρως με την υπ' αριθμ. 479/2001 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας όσο και για το ποσό της προαναφερθείσης με αριθμό... μεταχρονολογημένης τραπεζικής επιταγής, ποσού 4.402,06 ευρώ. Την 9-2-2002 σε εκτέλεση της εν λόγω συμφωνίας οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι, ενεργώντας η πρώτη ως ιδιοκτήτρια και ο δεύτερος ως διευθυντής της επιχείρησης πτηνοτροφείου, παρέλαβαν από την επιχείρηση του εγκαλούντος τις δώδεκα (12) στρουθοκαμήλους, ενώ ο τελευταίος εξέδωσε το υπ' αριθμ. .... τιμολόγιο - δελτίο αποστολής, στο οποίο κατόπιν συμφωνίας αναγράφηκε ως φαινομενικό τίμημα το ποσό των 1.521,37 ευρώ, ενώ η αξία των επιστραφέντων στρουθοκαμήλων ήταν πολύ μεγαλύτερη. Με τον τρόπο αυτό συμφωνήθηκε ότι την 9-2-2002 εξοφλήθηκε και αποσβέστηκε πλήρως κάθε οφειλή του εγκαλούντος προς τους δύο πρώτους κατηγορουμένους Χ4 και Χ5 . Ωστόσο, την 16-7-2002 η Χ4 και ο Χ5 ενεργώντας από κοινού, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους υπέβαλαν προς το Ειρηνοδικείο Λαμίας αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση τη με αριθμό ...Τραπεζική επιταγή, που είχε εκδοθεί στη..., στις ..., για το λόγο που προεκτέθηκε, την οποία εμφάνισαν εμπροθέσμως για να πληρωθεί, αλλά δεν πληρώθηκε λόγω μη υπάρξεως υπολοίπου στο λογαριασμό του καθού. Με βάση το αξιόγραφο αυτό παραπλάνησαν τον Ειρηνοδίκη Λαμίας ότι δήθεν πρόκειται περί για μη πληρωθείσα επιταγή κι ότι η ενσωματωμένη σε αυτή απαίτηση είναι υπαρκτή και δια της ανωτέρω προσαγωγής ανακριβούς κατά το περιεχόμενο αποδεικτικού μέσου πέτυχαν την έκδοση της υπ' αρθμ. 244/2002 διαταγής πληρωμής, της οποίας αντίγραφο από πρώτο εκτελεστό απόγραφο, με την κάτωθι αυτού επιταγή πληρωμής των επιδικαζομένων χρηματικών ποσών, κοινοποίησαν στις 29-11-2002 στον εγκαλούντα.
Συνεπώς, με τις ανωτέρω παραστάσεις ψευδών γεγονότων ως αληθινών, δια της προβολής ψευδών πραγματικών ισχυρισμών, αλλά και με την ταυτόχρονη προσαγωγή προς υποστήριξή τους κι απατηλού αποδεικτικού μέσου, με σκοπό να περιποιήσουν στον εαυτό τους και στους λοιπούς κατηγορουμένους παράνομο περιουσιακό όφελος, ήτοι να εισπράξουν την ίδια ακριβώς απαίτηση δύο φορές, παραπλάνησαν τον αρμόδιο Δικαστή που εξέδωσε δυσμενείς για την περιουσία του εγκαλούντος διαταγές πληρωμής, ήτοι τη με αριθμό 479/2001 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας και τη με αριθμό 244/2002 διαταγή πληρωμής του Ειρηνοδίκη Λαμίας. Με βάση την τελευταία εξάλλου, ως εκτελεστό τίτλο, την 27-12-2002 και κατόπιν εντολών των δύο πρώτων κατηγορουμένων που ενεργούσαν από κοινού προς ικανοποίηση της επιδικασθείσας ανύπαρκτης οφειλής, ο αρμόδιος δικαστικός επιμελητής του Πρωτοδικείου Λαμίας ... επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση, δυνάμει της υπ' αριθμ....έκθεσης του αναγκαστικής κατάσχεσης, σε ακίνητο του εγκαλούντος, που βρίσκεται στη θέση ..., εκτάσεως 4.000 τετραγωνικών μέτρων, με την επ' αυτού οικοδομή, εμβαδού 400 τετραγωνικών μέτρων. Ακολούθως, συντάχθηκε η με αριθμό ... περίληψη κατασχετήριας έκθεσης του ίδιου δικαστικού επιμελητή, με την οποία ορίστηκε η ημέρα, η ώρα και ο τόπος του πλειστηριασμού του κατασχεθέντος ακινήτου, καθώς και ο υπάλληλος του πλειστηριασμού και οι όροι αυτού. Ενόψει αυτών, ο εγκαλών ανέθεσε στον Ζ1, οικογενειακό φίλο του, συνδεόμενο φιλικά και με τους δύο πρώτους κατηγορουμένους, να μεσολαβήσει και να διαμαρτυρηθεί προς τους τελευταίους, για την επίσπευση εναντίον του αναγκαστικής εκτέλεσης και πλειστηριασμού του ακινήτου του, βάσει της αποσβεσθείσας την 9-2-2002 απαίτησης, καθώς και να ενεργήσει προς τη διακοπή κάθε διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον του. Από τα τέλη του 2002 έως και το Φεβρουάριο του 2003, σε πολλές συναντήσεις τους ο δεύτερος κατηγορούμενος Χ5, ενεργών για τον εαυτό του ατομικά, αλλά και για λογαριασμό της μητέρας του, πρώτης κατηγορουμένης, Χ4 αναγνώρισε ενώπιον του Ζ1 ότι η απαίτηση του εγκαλούντος Ψ1, για την οποία επισπεύθηκε ο εν λόγω πλειστηριασμός, είχε εξοφληθεί και αποσβεσθεί πλήρως και ότι δεν θα προχωρούσε στη διενέργεια του πλειστηριασμού του πιο πάνω ακινήτου. Λόγω των ανωτέρω διαβεβαιώσεων των κατηγορουμένων ότι παραιτούνται της περαιτέρω διαδικασίας του πλειστηριασμού και ότι θεωρούν αποσβεσθείσα τη σχετική οφειλή, δημιουργήθηκε στον εγκαλούντα η πεποίθηση ότι δεν θα πραγματοποιηθεί ο πλειστηριασμός, με αποτέλεσμα αυτός να εφησυχάσει, να μην παρακολουθήσει την περαιτέρω πορεία αυτού και να μην ασκήσει εμπροθέσμως τα σχετικά ένδικα βοηθήματα κατά του εκτελεστού τίτλου και του πλειστηριασμού. Με την ανωτέρω απατηλή συμπεριφορά τους έπεισαν τον εγκαλούντα να παραλείψει να αντιδράσει εγκαίρως, ασκώντας τα νόμιμα ένδικα βοηθήματα, ώστε να αποτραπεί η διενέργεια του πλειστηριασμού την 26-2-2003, ενώ κρυφίως επέσπευσαν κατά τον ανωτέρω χρόνο τον πλειστηριασμό του εν λόγω ακινήτου, ενώπιον της υπαλλήλου επί του πλειστηριασμού Συμβολαιογράφου Λαμίας Κωνσταντίνας Τρίγκα - Γκλαντζούνη. Την 26-2-2003, ημέρα του πλειστηριασμού, που ορίστηκε με την με αριθμό ... περίληψη κατασχετήριας έκθεσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου ... εμφανίστηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Κων/νας Τρίγκα - Γκλαντζούνη ως υπαλλήλου του πλειστηριασμού μοναδική υπερθεματίστρια η τέταρτη κατηγορουμένη, Χ2 συζ.Χ1, η οποία δήλωσε ότι ενεργούσε κατ' εντολή και για λογαριασμό του τρίτου κατηγορουμένου και υιού της, Χ3 , ο οποίος τότε υπηρετούσε την στρατιωτική θητεία του και στον οποίο κατακυρώθηκε το πλειστηριαζόμενο ακίνητο αντί του προσφερθέντος ποσού των 70.010 ευρώ, ήτοι όσο και η τιμή πρώτης προσφοράς πλέον 10 ευρώ. Εν συνεχεία, ο τρίτος κατηγορούμενος, εμφανισθείς μετά τον πλειστηριασμό ενώπιον της άνω υπαλλήλου του πλειστηριασμού, δήλωσε ότι αποδέχεται και εγκρίνει τη ρηθείσα προσφορά της μητρός του και την κατακύρωση του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου σε αυτόν, ως υπερθεματιστή. Καθ' όλο το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, από την έκδοση των ως άνω διαταγών πληρωμής έως και την ημέρα διεξαγωγής του πλειστηριασμού ο εγκαλών Ψ1, πιστεύοντας στις διαβεβαιώσεις των δύο πρώτων κατηγορουμένων ότι δεν πρόκειται να προχωρήσει η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, δεν αντέδρασε. Μόλις μετά τη διενέργεια του πλειστηριασμού στις 26-2-2003 άσκησε την από 19-3-2003 ανακοπή του κατά της με αριθμό 479/2001 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας. Η δίκη όμως, που άνοιξε με την ανακοπή αυτή καταργήθηκε δυνάμει του με αριθμό ...πρακτικού κατάργησης δίκης του Συμβολαιογράφου Λαμίας Κων. Καψάλη που συνήφθη μεταξύ του εγκαλούντος και των δύο πρώτων κατηγορουμένων Χ4 και Χ5. Στο ίδιο δε συμβολαιογραφικό έγγραφο συμφωνήθηκε και ομολογήθηκε από τους δύο τελευταίους ότι οι απαιτήσεις τους βάσει των εκδοθέντων υπ' αριθμ. 479/2001 και 244/2002 διαταγών πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας και του Ειρηνοδίκη Λαμίας αντίστοιχα δεν υφίσταντο και ότι ο εγκαλών δεν όφειλε κανένα ποσό, καθώς την 9-2-2002 είχε τακτοποιηθεί κάθε μεταξύ τους οικονομική εκκρεμότητα που αφορούσε την πώληση από την πρώτη κατηγορουμένη στον εγκαλούντα στρουθοκαμήλων και δεν υπήρχε καμία οφειλή. Ωστόσο, με τη συμπεριφορά τους αυτή οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι εξαπάτησαν τον εγκαλούντα, ο δε πλειστηριασμός έγινε κατόπιν συμπαιγνίας και των πέντε κατηγορουμένων και με συναπόφαση απάντων να τελέσουν σε βάρους του εγκαλούντος Ψ1 την αξιόποινη πράξη της απάτης, με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος. Ειδικότερα, οι μεν δύο πρώτοι κατηγορούμενοι ωφελήθηκαν από την είσπραξη των ανύπαρκτων απαιτήσεων τους που επιδικάστηκαν με τις προαναφερθείσες διαταγές πληρωμής, συνολικού ποσού 14.671,40 ευρώ, καθώς επίσης κι από ένα πρόσθετο αντάλλαγμα, ποσού 6.000.000 δραχμών περίπου, που έλαβαν από τους λοιπούς κατηγορουμένους, αφού τους διαβεβαίωσαν ότι θα εκπλειστηριαστεί το ακίνητο και θα κατακυρωθεί σε αυτούς αντί του προσφερθέντος ποσού το)ν 70.010 ευρώ. Οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι Χ4 και Χ5 επέτυχαν να παραπλανήσουν τον εγκαλούντα, αλλά και υποψήφιους πλειοδότες, όπως τον Ζ1, τον ... και άλλους, τα στοιχεία των οποίων δεν εξακριβώθηκαν κατά την κύρια ανάκριση, διαβεβαιώνοντας αυτούς σε ημερομηνίες που δεν κατέστη δυνατόν να εξειδικευτούν κατά την κύρια ανάκριση και πάντως κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της επίδοσης στον εγκαλούντα του πρώτου απογράφου εκτελεστού της υπ' αριθμ. 479/2001 διαταγής πληρωμής την 18-1-2002 και της διενέργειας του πλειστηριασμού την 26-2-2003, ότι εξοφλήθηκε πλήρως η οφειλή του και ότι δεν συνεχίζεται η διαδικασία του πλειστηριασμού. Επίσης, την 26-2-2003, ημέρα του πλειστηριασμού, παριστάνοντας οι ίδιοι στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, Συμβολαιογράφο Λαμίας Κωνσταντίνα Τρίγκα - Γκλαντζούνη, ψευδώς ότι η απαίτηση, για την οποία επισπευδόταν ο πλειστηριασμός, ήταν υπαρκτή, ενώ αυτή απεσβέσθη πλήρως την 9-2-2002, έπεισαν αυτή να προβεί στη διενέργεια του ρηθέντος πλειστηριασμού, προς βλάβη της περιουσίας του εγκαλούντος. Ο εγκαλών υπέστη βλάβη όχι μόνο από την απώλεια της ανωτέρω ακίνητης περιουσίας του, αλλά και αποθετική ζημία λόγω της στέρησης κάρπωσης της επιχείρησής του, που έδρευε επί του εν λόγω ακινήτου, λόγω της αδυναμίας οργάνωσης δεξιώσεων και συνεστιάσεων, ανερχομένης της αποθετικής ζημίας σε 3.000 ευρώ κατά μήνα και συνολικά σε 396.000 Ευρώ. Περαιτέρω, οι τρίτος, τέταρτη και πέμπτος κατηγορούμενοι ωφελήθηκαν από την απόκτηση του πλειστηριαθέντος ακινήτου, η πραγματική αξία του οποίου ανερχόταν κατά τον χρόνο του πλειστηριασμού στο ποσό των 500.000 Ευρώ, ενώ αυτοί κατέβαλαν μόνο το πλειστηρίασμα ύψους 70.010 ευρώ και καρπώθηκαν τη διαφορά των 429.990 ευρώ. Περαιτέρω, προέκυψε ότι οι τρίτος, τέταρτη και πέμπτος κατηγορούμενοι από κοινού αποφάσισαν την ανωτέρω συμμετοχή του Χ3 στον εν λόγω πλειστηριασμό, ενώ η Χ2 και ο Χ1 διέθεσαν για λογαριασμό του Χ3 το ποσό του εκπλειστηριάσματος, δεδομένου ότι ο υπερθεματιστής, ως υπηρετών τη στρατιωτική θητεία του, δεν διέθετε ιδίους χρηματικούς πόρους. Οι κατηγορούμενοι Χ4 και Χ5 στην από 23-4-2007 απολογία τους ενώπιον του Ανακριτή Λαμίας, έχοντας κοινούς υπερασπιστικούς ισχυρισμούς, αρνούνται την αποδιδόμενη σε αυτούς κατηγορία, ισχυριζόμενοι ότι οι διαταγές πληρωμής εξεδόθηκαν για υπαρκτές οφειλές, ενώ ο επακολουθήσας πλειστηριασμός διενεργήθηκε νομίμως, αφού ακολουθήθηκε η προβλεπόμενη προδικασία με την επίδοση στον καθ' ου των σχετικών εγγράφων, και επομένως, ο εγκαλών ήταν ενήμερος για την πορεία αυτού. Τέλος, αρνούνται οποιαδήποτε σχέση και συνδιαλλαγή με τον υπερθεματιστή και τους γονείς αυτού, τρίτο, τέταρτη και πέμπτο των κατηγορουμένων, ενώ χαρακτηρίζουν την επίδικη υπόθεση ως ποινικοποίηση μιας αστικής διαφοράς. Οι ισχυρισμοί των δύο πρώτων κατηγορουμένων κρίνονται απορριπτέοι ως ουσία αβάσιμοι, καθόσον ο δεύτερος εξ αυτών ομολογεί την αιτία έκδοσης της επιταγής ποσού 4.402,06 ευρώ, ενώ δε δικαιολογεί πειστικά για ποιο λόγο ζήτησαν την έκδοση των Διαταγών πληρωμής, καθώς κι αν υπήρχαν άλλες ανεξόφλητες απαιτήσεις τους σε βάρος του εγκαλούντος. Η κρίση αυτή ενισχύεται κι από τις καταθέσεις τρίτων προσώπων, αλλά και το πρακτικό κατάργησης δίκης που συνήφθη μεταξύ του εγκαλούντος και των δύο πρώτων κατηγορουμένων. Οι λοιποί δε κατηγορούμενοι αρνούνται επίσης την κατηγορία κι ισχυρίζονται ότι δε γνώριζαν τον εγκαλούντα ούτε τους δύο πρώτους κατηγορουμένους, στους οποίους αρνούνται ότι κατέβαλαν χρήματα για να επισπεύσουν τον πλειστηριασμό, τον οποίο πληροφορήθηκαν από τον τοπικό τύπο κι αποφάσισαν να πλειοδοτήσουν, εφαρμόζοντας τη νόμιμη διαδικασία. Ωστόσο, οι ανωτέρω αρνητικοί της κατηγορίας ισχυρισμοί τυγχάνουν απορριπτέοι ως ουσία αβάσιμοι. Κατ' αρχάς, προέκυψε ότι διέθεταν εμπειρία από τη διαδικασία του πλειστηριασμού, καθώς έχουν στο παρελθόν πλειοδοτήσει σε πλειστηριασμούς, αλλά δεν έδωσαν πειστική απάντηση σχετικά με το αν τους προβλημάτισε η δυσαναλογία του οφειλομένου ποσού των 4.402,06 ευρώ προς την αξία του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου. Εξάλλου, όπως κατέθεσε ο μάρτυρας Ζ1, από τις συζητήσεις που γίνονταν μεταξύ των κατηγορουμένων αμέσως μετά τον πλειστηριασμό, κατάλαβε ότι ήταν γνωστοί από πολλά χρόνια, καθώς μιλούσαν με τα μικρά τους ονόματα. Το γεγονός της επικοινωνίας του Χ1 με τον Χ5 επιβεβαιώνει ο τελευταίος με δήλωσή του, που περιέχεται στο υπ' αριθμ. 17.184/2004 πρακτικό κατάργησης δίκης, κατά την οποία "πριν τον πλειστηριασμό που έγινε στις 26-2-2003. του τηλεφώνησε ο Χ1 για να μάθει αν εξοφλήθηκε η απαίτησή της η δεύτερη των εμφανισθέντων την απαίτησή της, για την οποία θα έβγαινε το παραπάνω ακίνητο του πρώτου στον πλειστηριασμό και του είπε ότι υποσχέθηκε στον πρώτο των εμφανισθέντων ότι δεν πρόκειται να γίνει ο πλειστηριασμός. Όλα τα παραπάνω αν χρειαστεί μπορεί να τα βεβαιώσει όπου δει". Άλλωστε, η συμπαιγνία απάντων των κατηγορουμένων ως προς την εκπλειστηρίαση του συγκεκριμένου ακινήτου συνάγεται και από το γεγονός ότι δεν κατασχέθηκε άλλο ακίνητο του εγκαλούντος, εκτάσεως 650 τ.μ. κείμενο στη θέση ..., η αξία του οποίου υπερκάλυπτε μεν την απαίτηση των 4.402,06 ευρώ, για την οποία επισπεύθηκε ο πλειστηριασμός, χωρίς όμως να προκαλεί μεγάλη δυσαναλογία μεταξύ της απαίτησης και της αξίας του πλειστηριασθέντος ακινήτου. Έτσι, το Συμβούλιο Πλημ/κών Λαμίας, που με το εκκαλούμενο βούλευμά του έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις σε βάρος των εκκαλούντων για την παραπομπή τους στο ακροατήριο για την πράξη της άμεσης συνέργειας σε απάτη κατ' εξακολούθηση και κατά συναυτουργία από την οποία το περιουσιακό όφελος που επεδίωξαν οι δράστες με αντίστοιχη ζημία του παθόντος υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ (αρθρ. 386 παρ.1,3β' Π.Κ.), ορθώς τα υφιστάμενα αποδεικτικά στοιχεία εξετίμησε και συνεπώς πρέπει να απορριφθούν οι αντίθετοι λόγοι των εφέσεων ως ουσιαστικά αβάσιμοι και να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών και στη συνέχεια, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμες τις εφέσεις των ήδη αναιρεσειόντων κατηγορουμένων και παρέπεμψε αυτούς ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων), για να δικαστούν για άμεση συνέργεια σε απάτη κατ' εξακολούθηση και κατά συναυτουργία με συνολικό όφελος και ή η συνολική ζημία που υπερβαίνουν το ποσό των 74.000 ΕΥΡΩ, επικυρώνοντας το πρωτόδικο βούλευμα, ως προς όλες τις διατάξεις που αφορούν τους ήδη αναιρεσείοντες κατηγορούμενους διέλαθε σ'αυτό την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ως άνω αξιόποινης πράξης για την οποία παραπέμφθηκαν οι κατηγορούμενοι στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Λαμίας, για να δικαστούν, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες, ανωτέρω δε παρατεθείσες, διατάξεις του ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Ειδικότερα, υπάρχει ειδική αιτιολογία ως προς το ότι οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι από κοινού αποφάσισαν την προαναφερόμενη στο σκεπτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος, συμμετοχή του Χ3 στον άνω πλειστηριασμό, ενώ η Χ2 και ο Χ1 διέθεσαν για λογαριασμό του Χ3 το ποσό του εκπλειστηριάσματος, δεδομένου ότι ο υπερθεματιστής, ως υπηρετών τη στρατιωτική θητεία του, δεν διέθετε ιδίους χρηματικούς πόρους. Έτσι ωφελήθηκαν από την απόκτηση του πλειστηριασθέντος ακινήτου, η πραγματική αξία του οποίου ανερχόταν κατά το χρόνο του πλειστηριασμού στο ποσό των 500.000 ΕΥΡΩ, ενώ αυτοί κατέβαλαν μόνο το πλειστηρίασμα ύψους 70.000 ΕΥΡΩ και καρπώθηκαν τη διαφορά των 429.990 ΕΥΡΩ. Ο εγκαλών δε, υπέστη βλάβη, όχι μόνο από την απώλεια της άνω ακίνητης περιουσίας του, αλλά και λόγω της στέρησης κάρπωσης της επιχείρησής του, που έδρευε επί του πλειστηριασθέντος ακινήτου. Επίσης, το Συμβούλιο ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες διατάξεις, τις οποίες ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, αφού δεν έδωσε σε αυτές διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχουν και σωστά υπήγαγε σε αυτές τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την κυρία ανάκριση και συγκροτούν την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση του πιο πάνω εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε ότι πρέπει να παραπεμφθεί κάθε αναιρεσείων. Ούτε επίσης εμφιλοχώρησε οποιαδήποτε αντίφαση, ασάφεια ή λογικό κενό στην αιτιολογία του βουλεύματος ή μεταξύ αυτού και του διατακτικού, ώστε να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των άνω διατάξεων. Κατόπιν αυτών, τα παράπονα που διατυπώνει κάθε αναιρεσείων, ότι εσφαλμένα με το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν έγινε με αυτό δεκτή η έφεσή του κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, είναι αβάσιμα. Ακολούθως, ο προβαλλόμενος από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. β' ΚΠΔ, για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν στο βούλευμα, αλλά και ο από το αυτό άρθρο στοιχ. δ', για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, που επιβάλλει το άρθρο 139 του αυτού Κώδικα, λόγος αναιρέσεως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατά τη διάταξη του άρθρου 308 παρ. 2 του ΚΠΔ, όπως συμπληρώθηκε με τα άρθρα 10 παρ. 8 του Ν. 1941/1991 και 3 παρ, 5 του Ν. 2145/1993 "οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να γνωστοποιήσουν και προφορικά στον εισαγγελέα, και πριν καταρτίσει την πρότασή του, ότι επιθυμούν να γνωρίσουν το περιεχόμενό τους. Ο εισαγγελέας οφείλει σαυτή την περίπτωση να ειδοποιήσει το διάδικο που άσκησε το δικαίωμα αυτό, αν κατοικεί στην έδρα του δικαστηρίου, διαφορετικά τον αντίκλητο που έχει διορίσει στην έδρα αυτή για να προσέλθει και λάβει γνώση της πρότασής του μέσα σε είκοσι τέσσερες ώρες. Αν ο διάδικος δεν κατοικεί στην έδρα του δικαστηρίου και δεν διόρισε αντίκλητο, δεν ειδοποιείται χωρίς πάντως να εμποδίζεται από το λόγο αυτό να λάβει γνώση της πρότασης του εισαγγελέα και μετά την υποβολή της στο συμβούλιο. Για το σκεπτικό αυτό κατατίθεται στο γραμματέα της εισαγγελίας αντίγραφο της πρότασης. Η ειδοποίηση αυτή μπορεί να γίνει και προφορικά ή τηλεφωνικά οπότε αποδεικνύεται με βεβαίωση του αρμοδίου γραμματέα της εισαγγελίας, που επισυνάπτεται στη δικογραφία. Πριν παρέλθει χρονικό διάστημα δέκα ημερών από την ειδοποίηση η οικεία δικογραφία δεν εισάγεται στο συμβούλιο αλλά παραμένει στη γραμματεία της εισαγγελίας". Με τη διάταξη αυτή θεσπίζεται δικαίωμα των διαδίκων να λαμβάνουν γνώση της πρότασης του Εισαγγελέα προκειμένου να υποβάλλουν έγκαιρα τις παρατηρήσεις τους και η δικογραφία να εισάγεται στο συμβούλιο στο σύνολό της. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται όχι μόνον στη διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου πλημμελειοδικών αλλά και στη διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου εφετών και του Αρείου Πάγου (αρθρ. 485 παρ. 1 ΚΠΔ), η παραβίαση δε αυτής, όταν εκείνος που ζήτησε να λάβει γνώση της πρότασης του εισαγγελέα πριν υποβληθεί στο συμβούλιο και δεν ειδοποιήθηκε να λάβει γνώση είναι ο κατηγορούμενος επιφέρει απόλυτη ακυρότητα κατ' άρθρο 171 παρ. 1 εδ. 1 του ΚΠΔ γιατί ανάγεται στη στέρηση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου και ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ. Όταν όμως ο κατηγορούμενος ειδοποιήθηκε για την κατάθεση της πρότασης του Εισαγγελέα και προσήλθε στο αρμόδιο γραφείο και έλαβε γνώση ικανοποιείται ο σκοπός του νόμου και δεν είναι αναγκαίο να παραμείνει η πρόταση στο γραφείο του γραμματέα επί 10 ημέρες αλλά μπορεί να εισαχθεί η υπόθεση στο δικαστικό συμβούλιο για περαιτέρω έρευνα χωρίς να προκύπτει ακυρότης. Η λύση αυτή είναι άμεση συνεπεία της υλοποίησης της δυνατότητας του κατηγορουμένου ο οποίος ικανοποίησε το δικαίωμά του και είχε την ευχέρεια να υποβάλει τις παρατηρήσεις του. Ενόψει αυτών, κάθε αναιρεσείων - κατηγορούμενος με την αίτηση αναιρέσεώς του και με το σχετικό (τρίτο) λόγο αυτής, ισχυρίστηκε ότι "με ειδικό λόγο εφέσεώς μου επικαλέστηκα απόλυτη ακυρότητα του πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος εκ του λόγου ότι, ενώ είχα ζητήσει εγκαίρως να λάβω γνώση της προτάσεως του Εισαγγελέως Πλημ/κών Λαμίας επί της εναντίον μου κατηγορίας και, ως εκ τούτου, έπρεπε η πρόταση αυτή να παραμείνει στη Γραμματεία της Εισαγγελίας επί 10 ημέρες από της ειδοποιήσεώς μου, παρά ταύτα, ενώ η σχετική ειδοποίησή μου για να λάβω γνώση της έγινε την 30.11.2007, ευθύς αμέσως την επομένη επακολούθησε η υποβολή της εισαγγελικής προτάσεως, μετά της οικείας δικογραφίας, προς το Συμβούλιο των Πλημ/κών Λαμίας, το οποίο συνεδρίασε στια 04.12.07 (βλ. σελ. 1 βουλ/τος 79/08), χωρίς να τηρηθεί η, περί ης ο λόγος, δεκαήμερη προθεσμία παραμονής της προτάσεως στη γραμματεία της Εισαγγελίας, δημιουργηθείσης, εντεύθεν, της ως άνω ακυρότητας, αφού, όχι μόνον η υποβολή της προτάσεως και δικογραφίας, αλλά και η συνεδρίαση του Συμβουλίου έγινε προ της εκπνοής της νόμιμης προθεσμίας των 10 ημερών. Ο νόμιμος και βάσιμος αυτός λόγος εφέσεώς μου απερρίφθη υπό του προσβαλλομένου βουλεύματος με την αιτιολογία, ότι, αφού την 30.11.2007 ειδοποιήθηκα και έλαβα γνώση της εισαγγελικής προτάσεως, δεν ήταν αναγκαία η παραμονή της δικογραφίας στη γραμματεία της Εισαγγελίας μέχρι την εξάντληση του δεκαημέρου από της ειδοποιήσεως, ήτοι; α) χωρίς νόμιμη αιτιολογία. Έτσι β) επήλθε απόλυτη ακυρότητα, αφού και η συνεδρίαση του Συμβουλίου έγινε είσω της 10ήμερης προθεσμίας και πρέπει, κατά παραδοχή του λόγου αυτού αναιρέσεώς μου, να αναιρεθούν, σύμφωνα με τα άρθρα 171 παρ. 1 εδ. δ! και 484 παρ. 1 στοιχ. α!, δ! και στ! ΚΠοινΔ. τόσον η, απορριπτική του ως άνω λόγου εφέσεώς μου. διάταξη του προσβαλλομένου βουλεύματος, όσο και οι λοιπές διατάξεις του περί ουσιαστικής απορρίψεως της εφέσεως στο σύνολό της, αφού οι τελευταίες στηρίζονται επί της πρώτης και, με την έκδοσή τους γ) το Συμβούλιο Εφετών Λαμίας υπερέβη την εξουσία του". Όμως, το άνω Συμβούλιο, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, απέρριψε την προαναφερόμενο λόγο των εφέσεών τους, με την παρακάτω κατά λέξη αιτιολογία: "Στην προκειμένη περίπτωση, από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτει ότι ο δικηγόρος Κων/νος Πολύζος, ο οποίος είχε διοριστεί συνήγορος και αντίκλητος των 3ου, 4ου και 5ου κατηγορουμένων - εκκαλούντων, που με αίτησή τους είχε υποβάλει σχετικό αίτημα, ειδοποιήθηκε, κατά τη σχετική από 30.11.2007 βεβαίωση της γραμματέας της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Λαμίας Π. Καρανάσιου, να προσέλθει και λάβει γνώση της πρότασης του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες από την ειδοποίηση, της οποίας πρότασης και έλαβε αυτός γνώση την ίδια ημέρα (30-11-2007). Περί αυτού υπάρχει σχετική επισημείωση στην ίδια βεβαίωση που φέρει την υπογραφή του ανωτέρω δικηγόρου. Έτσι οι προαναφερόμενοι κατηγορούμενοι - εκκαλούντες ικανοποίησαν το δικαίωμα τους για έγκαιρη γνώση της εισαγγελικής πρότασης, ώστε να έχουν τη δυνατότητα υποβολής σχετικών παρατηρήσεων και διασαφήσεων προς το πρωτοβάθμιο συμβούλιο. Επομένως, και υπό την εκδοχή που υποστηρίζουν οι ανωτέρω εκκαλούντες, ότι δηλαδή από την υποβολή της εισαγγελικής πρότασης στο συμβούλιο δεν παρήλθαν δέκα ημέρες και επομένως δεν παρέμεινε η δικογραφία στη γραμματεία της εισαγγελίας, δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα, δεδομένου ότι εφόσον, σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες αιτιολογίες, οι κατηγορούμενοι ειδοποιήθηκαν για την κατάθεση της πρότασης του εισαγγελέα και προσήλθε ο αντίκλητος τους στο αρμόδιο γραφείο και έλαβε γνώση, ικανοποιήθηκε ο σκοπός του νόμου και δεν ήταν πλέον αναγκαίο, να παραμείνει η πρόταση στο γραφείο του γραμματέα επί δέκα ημέρες, αλλά μπορούσε αμέσως να εισαχθεί η υπόθεση στο δικαστικό συμβούλιο για περαιτέρω έρευνά της. Επομένως ο σχετικός λόγος της εφέσεως των 3ου, 4ου και 5ου κατηγορουμένων, με τον οποίο παραπονούνται για την απόρριψη από το εκκαλούμενο βούλευμα του ισχυρισμού τους περί ακυρότητας της εισαγωγής της προτάσεως του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών στο πρωτοβάθμιο συμβούλιο διότι δεν παρέμεινε η δικογραφία επί 10ήμερο στα γραφεία της εισαγγελίας, είναι ουσιαστικά αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί". Η αιτιολογία αυτή είναι ειδική και αυτή που επιβάλλεται από το άρθρο 139 ΚΠΔ. Επομένως, ο από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ σχετικός λόγος αναιρέσεώς τους, κατά το σκέλος με το οποίο κάθε αναιρεσείων προσάπτει στο προσβαλλόμενο βούλευμα την πλημμέλειά του, στο άνω άρθρο, στηριζόμενου, λόγου της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Εξάλλου, ο ίδιος λόγος αναιρέσεώς τους, κατά το δεύτερο σκέλος του για απόλυτη ακυρότητα του αυτού βουλεύματος, πρέπει να απορριφθεί, διότι εν προκειμένω, από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει ότι ο δικηγόρος Λαμίας, Κωνσταντίνος Πολύζος, ο οποίος είχε διορισθεί συνήγορος και αντίκλητος κάθε εκκαλούντος κατηγορουμένου ήδη αναιρεσείοντος ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά στις 30-11-2007, κατά τη σχετική από 30-11-2007, βεβαίωση του γραμματέως του Τμήματος Βουλευμάτων της Εισαγγελίας Πλημ/κών Λαμίας, να λάβει γνώση της προτάσεως του Εισαγγελέως Πλημ/κών της οποίας και έλαβε αυτός γνώση την ίδια ημέρα (στις 30-11-2007). Έτσι, ο κάθε αναιρεσείων ικανοποίησε το δικαίωμά του για έγκαιρη γνώση της εισαγγελικής πρότασης ώστε να έχει την δυνατότητα υποβολής υποβολής σχετικών παρατηρήσεων και διασαφήσεων προς το Συμβούλιο. Επομένως ο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α' του ΚΠΔ σχετικός λόγος αναιρέσεως της κρινομένης αιτήσεως κατά το μέρος με το οποίο κάθε αναιρεσείων κατηγορούμενος προσάπτει στο προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 93/2008 βούλευμα την πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας διότι ενώ είχε γνωστοποιήσει στον Εισαγγελέα Εφετών Λαμίας ότι επιθυμεί να λάβει γνώση της πρότασής του δεν ειδοποιήθηκε προς τούτο είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Αλλά και κατά την αιτίαση σύμφωνα με την οποίαν η δικογραφία δεν παρέμεινε στα γραφεία της εισαγγελίας επί δέκα ημέρες αλλά εισήχθη στο συμβούλιο πολύ ενωρίτερα και έτσι στερήθηκε της δυνατότητας μελέτης της δικογραφίας καθ' όλο το άνω χρονικό διάστημα ο αυτός ως άνω αναιρετικός λόγος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι εφόσον κάθε αναιρεσείων, όπως προεκτέθηκε έλαβε γνώση της Εισαγγελικής προτάσεως, πληρώθηκε ο σκοπός του νόμου και δεν ήταν αναγκαίο να παραμείνει η δικογραφία στα γραφεία της εισαγγελίας καθόλη την διάρκεια της ως άνω προθεσμίας, η οποία τίθεται για να λάβει γνώση ο διάδικος της εισαγγελικής πρότασης και όχι στην περίπτωση που έλαβε γνώση αυτής ούτε επί πλέον ήταν απαραίτητη η μνεία στο προσβαλλόμενο βούλευμα της γενόμενης καταθέσεως της προτάσεως αυτής. Επίσης, πρέπει να απορριφθεί ο αυτός λόγος αναιρέσεώς τους κατά το τρίτο σκέλος του, για υπέρβαση εξουσίας του προσβαλλόμενου βουλεύματος, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. στ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, καθόσον ουδεμία το άνω Συμβούλιο υπέρβαση δικαιοδοσίας του άσκησε. Μετά ταύτα πρέπει ν'απορριφθεί ο σχετικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεώς τους. Απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρ. 171 § 1δ' επάγεται και η παραβίαση της διατάξεως του άρ. 309 παρ. 2 του ΚΠΔ με την οποία παρέχεται δικαίωμα στο διάδικο να ζητήσει την ενώπιον του συμβουλίου εμφάνισή του προς παροχή οποιασδήποτε εξηγήσεων. Εάν υποβληθεί τέτοια αίτηση, το Συμβούλιο είναι υποχρεωμένο κατά την προαναφερθείσα διάταξη να διατάξει την εμφάνιση του διαδίκου ενώπιόν του. Τότε μόνο είναι δυνατόν να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι οι οποίοι αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το Συμβούλιο οφείλει να απαντήσει επί της αιτήσεως του κατηγορουμένου και σε περίπτωση απορρίψεώς της να αιτιολογήσει με την αναφορά των συγκεκριμένων λόγων οι οποίοι δικαιολογούν την μη εμφάνιση σ' αυτό του κατηγορουμένου για την παροχή διευκρινίσεων. Στην προκειμένη περίπτωση, οι κατηγορούμενοι - αναιρεσείοντες με την έφεσή τους υπέβαλαν αίτημα περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς τους, ως κατηγορουμένων ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Λαμίας, προς παροχή διασαφήσεων και διευκρινίσεων επί της αποδιδομένης εις βάρος τους κατηγορίας.
Το άνω Συμβούλιο με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, απέρριψε το πιο πάνω αίτημά τους, με την παρακάτω κατά λέξη αιτιολογία: "Οι κατηγορούμενοι υπέβαλαν με τα εφετήριά τους αίτημα να εμφανισθούν ενώπιον του Συμβουλίου αυτοπροσώπως για να παράσχουν και άλλες διευκρινίσεις για την υπόθεση. Ωστόσο το αίτημα τους αυτό, αν και νόμιμο (άρθρο 309 παρ. 2 ΚΠοινΔ), πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο διότι ήδη οι κατηγορούμενοι με τα πολυσέλιδα απολογητικά υπομνήματα και τα έγγραφα που προσκόμισαν ενώπιον του ανακριτή, αλλά και τα διεξοδικά εφετήριά τους και τα μετά την πρόταση του εισαγγελέα αναλυτικά υπομνήματα τους ανέπτυξαν επαρκέστατα και αναλυτικότατα τις υπερασπιστικές θέσεις τους και γι' αυτό δεν παρίσταται ανάγκη για ακόμη πληρέστερη ανάλυση των απόψεων τους. Τα ανωτέρω συνιστούν νόμιμο λόγο, που μπορεί να αποκλείσει το αξιούμενο δικαίωμα τους". Η αιτιολογία αυτή είναι ειδική και, αυτή που επιβάλλεται από το άρθρο 139 ΚΠΔ. Επομένως, οι από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. δ' και στ' του ΚΠΔ σχετικοί λόγοι αναιρέσεως (πρώτο και τρίτο σκέλος) κατά το μέρος με το οποίο κάθε αναιρεσείων προσάπτει στο προσβαλλόμενο βούλευμα την πλημμέλεια της ελλείψεως της κατά νόμο αιτιολογίας και της υπερβάσεως εξουσίας, αντίστοιχα, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Αλλά, ο αυτός λόγος αναιρέσεώς τους, κατά το δεύτερο σκέλος του, κατά το μέρος με το οποίο κάθε αναιρεσείων προσβάλλει το αυτό βούλευμα, για απόλυτη ακυρότητα (ΚΠΔ 484 § 1 στοιχ. α' - 171 § 1δ), είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Οι λοιπές δε αιτιάσεις κάθε αναιρεσείοντος, που πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου, με την επίκληση των άνω λόγων πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, εφόσον ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου βουλεύματος σχετικά με τις παραδοχές αυτού και δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 484 παρ. 1 ΚΠΔ η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως και να καταδικαστεί κάθε αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ. 1).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις από 14 Ιουλίου 2008 και με αριθμούς 2, 3, 4/2008, αντίστοιχα, αιτήσεις των: 1) Χ1, 2) Χ2 συζ. Χ1 και 3) Χ3 , για αναίρεση του με αριθμό 93/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λαμίας.
Καταδικάζει κάθε αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ΕΥΡΩ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 8 Μαΐου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 3 Σεπτεμβρίου 2009.-

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή