Αριθμός 1181/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίστηκε με την 83/2017 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου, κωλυομένης της Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ασπασίας Καρέλλου, Δήμητρα Κοκοτίνη, Θεόδωρο Τζανάκη, Νικόλαο Πιπιλίγκα και Κωνσταντίνο Πιτταρά, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 25 Απριλίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Μ. Ζ. του Κ., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο της Παναγιώτα Πετρόγλου, που κατέθεσε προτάσεις και δήλωσε ότι παραιτείται από το 2ο σκέλος του 1ου λόγου της αίτησης αναίρεσης και το 2ο λόγο αναίρεσης.
Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "... ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ" και το διακριτικό τίτλο "...", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεοφάνη Σαξώνη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20/7/2007 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 872/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 2327/2011 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 25/4/2014 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Πιπιλίγκας ανέγνωσε την από 17/10/2016 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.
Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη της.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρ. 294, 296 και 297 του Κ.Πολ.Δ., που εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρ. 573 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα και στην αναιρετική δίκη, προκύπτει ότι παραίτηση, ολική ή μερική, από το δικόγραφο του ένδικου μέσου που έχει ασκηθεί, όπως είναι και η αναίρεση (άρθρ. 495 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), μπορεί να γίνει και με προφορική δήλωση του αναιρεσείοντος που καταχωρίζεται στα πρακτικά, πριν αρχίσει η συζήτηση. Η δήλωση αυτή επιφέρει αντίστοιχη, ανάλογα με το περιεχόμενο και την έκτασή της, κατάργηση της δίκης (ΟλΑΠ 7/1993, ΑΠ 382/2016, ΑΠ 549/2010). Επομένως, η παραίτηση της αναιρεσείουσας από το δικόγραφο της ένδικης από 25.4.2014 και με αριθ. κατάθ. 313/2014 αίτησης αναίρεσης από τους πρώτο κατά το δεύτερο αυτού σκέλος και δεύτερο λόγους της αναίρεσης, που έγινε με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου αυτής στο ακροατήριο πριν από την συζήτηση της υπόθεσης και καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδρίασης, είναι νόμιμη και συνεπάγεται την κατάργηση της δίκης, αλλά μόνο ως προς τους ανωτέρω λόγους αναίρεσης, οι οποίοι θεωρείται ότι δεν ασκήθηκαν, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 295 παρ. 1 και 299 του ΚΠολΔ.
Με τη διάταξη του άρθρου 8 εδάφ. α` του Ν. 3198/1955 ορίζεται ότι "Μισθωτοί συνδεόμενοι διά σχέσεως εργασίας αορίστου διαρκείας, συμπληρώσαντες δεκαπενταετή υπηρεσίαν παρά τω αυτώ εργοδότη, υπό την έννοιαν της παρ. 1 του άρθρου 6 του Ν. 2112, ή το υπό του οικείου ασφαλιστικού οργανισμού προβλεπόμενον όριον ηλικίας, εν ελλείψει δε τοιούτου το 65ον έτος της ηλικίας τους, αποχωρούντες της υπηρεσίας τη συγκαταθέσει του εργοδότου, δικαιούνται του ημίσεως της υπό του Ν. 2112, ως ετροποποιήθη μεταγενεστέρως, ή του Β.Δ. της 16/18.7.1920 οριζομένης αποζημιώσεως δια την περίπτωσιν απροειδοποιήτου καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας υπολογιζομένης βάσει των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 5 του παρόντος". Εξ άλλου με το εδάφιο β του ως άνω άρθρου, που προστέθηκε με το άρθρο 8 παρ. 4 του Ν. Δ/τος 3789/1957 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 παρ. 1 του Ν. 435/1976, ορίζεται ότι "Μισθωτοί εν γένει, υπαγόμενοι εις την ασφάλισιν οιουδήποτε ασφαλιστικού οργανισμού δια την χορήγησιν συντάξεως, συμπληρώσαντες ή συμπληρούντες τας προς λήψιν πλήρους συντάξεως γήρατος προϋποθέσεις, δύνανται εάν έχουν την ιδιότητα του εργατοτεχνίτου ν` αποχωρώσι της εργασίας, εάν δε έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου, είτε ν` αποχωρώσι είτε ν` απομακρύνονται της εργασίας των παρά του εργοδότου των, λαμβάνοντες εις απάσας τας περιπτώσεις ταύτας, οι μεν επικουρικώς ησφαλισμένοι τα 40%, οι δε μη ησφαλισμένοι επικουρικώς τα 50% της αποζημιώσεως της οποία δικαιούνται κατά τας εκάστοτε ισχυούσας διατάξεις, δια την περίπτωσιν απροειδοποιήτου καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, εκ μέρους του εργοδότου. Διά την κατά τ’ ανωτέρω χορηγουμένην, εις τους αποχωρούντας ή απομακρυνομένους μισθωτούς, αποζημίωσιν εφαρμόζονται κατά τα λοιπά, πάντα τα οριζόμενα υπό των άρθ. 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8 και 9 του Ν.Δ. 3198/1955 ως και των διατάξεων του Νόμ. 2112/1920 ‘ περί υποχρεωτικής καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας ιδιωτικών υπαλλήλων’ ως ούτος ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως και του Β.Δ/τος της 16/18 Ιουλ. 1920 ‘ περί επεκτάσεως του Ν. 2112 ‘ περί καταγγελίας εργασίας της συμβάσεως εργασίας των ιδιωτικών υπαλλήλων’ και επί των εργατών, τεχνιτών και υπηρετών, πλην των διατάξεων των αφορωσών την προειδοποίησιν". Επίσης με τη διάταξη του άρθρου 16 του Ν. 1539/1985 (ΦΕΚ Α 64) ορίσθηκε ότι από 1ης Φεβρουαρίου 1983 ως επικουρικά ασφαλισμένοι για την εφαρμογή της παρ.1 του άρθρου 5 του Ν. 435/1976 και της παρ.4 του άρθρου 49 του Ν. 993/1979 νοούνται όσοι έχουν συμπληρώσει τις προϋποθέσεις για τη λήψη επικουρικής σύνταξης. Από την αντιπαραβολή των εδαφίων α και β του ως άνω άρθρου 8 του Ν. 3198/1955, η θέσπιση των οποίων αποσκοπούσε στη παροχή κινήτρων για την ανανέωση του προσωπικού των επιχειρήσεων με την έξοδο των παλαιών ή υπερηλίκων και την είσοδο νέων εργατοτεχνιτών ή υπαλλήλων, λαμβανομένου υπόψη του ότι η κατά την ασφαλιστική νομοθεσία παροχή σύνταξης, έστω και πλήρους, δεν επάγεται την λύση της σύμβασης εργασίας, η οποία παραμένει σε ισχύ και η λύση της μπορεί να επέλθει είτε με την εκ μέρους του εργοδότη απομάκρυνση (απόλυση) του μισθωτού, είτε με την εκ μέρους του τελευταίου οικειοθελή αποχώρησή του (παραίτηση) από την εργασία του (ΑΠ 2084/2013, ΑΠ 1101/2013), την ευρύτερη διατύπωση του δευτέρου εδαφίου και τη θέσπιση με το εδάφιο αυτό δυνατότητας λύσης της εργασιακής σύμβασης με μονομερείς ενέργειες των συμβληθέντων (αποχώρηση εργαζομένου ή καταγγελία από τον εργοδότη), στις οποίες ο νόμος προσδίδει τις ανωτέρω συνέπειες, συνάγονται τα ακόλουθα: α) η εφαρμογή του πρώτου εδαφίου προϋποθέτει ρητώς μισθωτούς που συνδέονται με σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας και δεν επεκτείνεται και σε εκείνους που η εργασιακή τους σχέση είναι ορισμένου χρόνου. Τοιαύτη ορισμένου χρόνου εργασιακή σχέση υπάρχει και όταν από τον κανονισμό ή τον οργανισμό λειτουργίας των υπηρεσιών του εργοδότη προβλέπεται η αυτοδίκαιη αποχώρηση του υπαλλήλου από την υπηρεσία λόγω συμπλήρωσης του καθοριζομένου σε αυτόν ορίου ηλικίας (Ολ. Α.Π. 1110/1986). Αν όμως με τον κανονισμό έχουν παράλληλα προβλεφθεί περιπτώσεις πρόωρης λύσης της σύμβασης εργασίας με μονομερείς ενέργειες ενός των μερών, όπως λ.χ. με παραίτηση, τότε ενυπάρχει διαλυτική αίρεση, εάν δε αυτή πληρωθεί, η σύμβαση μεταπίπτει εξ υπαρχής σε σύμβαση αορίστου χρόνου (ΟλΑΠ 42/2002), β) σε αντίθεση προς το δεύτερο εδάφιο, για την εφαρμογή του οποίου προσαπαιτείται η συμπλήρωση των προϋποθέσεων για τη λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος, το πρώτο εδάφιο δεν αξιώνει τη συνδρομή του στοιχείου αυτού και γ) η εφαρμογή του πρώτου εδαφίου προϋποθέτει, εκτός άλλων, και τη συγκατάθεση του εργοδότη για την αποχώρηση του μισθωτού. Η συγκατάθεση (συναίνεση) πρέπει να παρέχεται πριν από την αποχώρηση του μισθωτού, δύναται να είναι έγγραφη ή προφορική, ρητή ή σιωπηρά, αρκεί στην τελευταία περίπτωση να είναι σαφής και αναμφίβολη. Τέτοια συγκατάθεση μπορεί να προβλεφθεί και να παρασχεθεί εκ των προτέρων με τον Κανονισμό, όταν εκ των διατάξεων αυτού προκύπτει ότι είναι για τον εργοδότη υποχρεωτική η λύση της σύμβασης εργασίας σε συγκεκριμένες περιπτώσεις μονομερούς εκ μέρους του μισθωτού ενέργειας αυτού, χωρίς δικαίωμα εναντίωσης του εργοδότη (ΑΠ 286/2015, ΑΠ 20/2013, ΑΠ 907/2012). Οι ανωτέρω ρυθμίσεις των εδαφίων α και β του άρθρου 8 του Ν. 3198/1955 συνιστούν μεν ενιαίο κείμενο, αφού η ρύθμιση του άρθρου 5 του Ν. 435/1976 δεν έγινε αυτοτελώς, αλλά με προσθήκη κειμένου στο ήδη υπάρχον κείμενο του άρθρου 8 του Ν. 3198/1955 (ΑΠ 549/2010), πλην όμως οι αξιώσεις είναι διαφορετικές στηριζόμενες σε διαφορετικές κατά ένα μέρος προϋποθέσεις, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα. Ειδικότερα η ρύθμιση του εδαφ. α` είναι συμπληρωματική της ρύθμισης του εδαφ. β` και έχει εφαρμογή, όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής αυτής, ήτοι όταν ο μισθωτός δεν έχει συμπληρώσει τις προϋποθέσεις πλήρους συνταξιοδότησής του. Το ύψος, εξάλλου, της δικαιουμένης αποζημιώσεως και τις εφαρμοστέες, προς τούτο, διατάξεις, προσδιορίζει το δικαστήριο (ΑΠ 1693/2014, ΑΠ 214/2014). Περαιτέρω από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 111 παρ.2, 216 παρ. 1, 224, 335, 338 και 559 αριθ. 1, 8 και 10 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο νομικός χαρακτηρισμός των επικαλουμένων περιστατικών, στα οποία θεμελιώνεται το προβαλλόμενο με την αγωγή δικαίωμα, δεν είναι δεσμευτικός για το δικαστήριο της ουσίας (πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο), το οποίο οφείλει αυτεπαγγέλτως να προβεί στην ορθή νομική υπαγωγή των εννόμων σχέσεων που αναδύονται εκ των επικαλουμένων κατά τρόπο σαφή πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν την αγωγή και, όπως στη συνέχεια αυτά προκύπτουν κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου από τις διεξαχθείσες αποδείξεις, έστω και διαφορετική από εκείνη στην οποία προβαίνει ο ενάγων, χωρίς αυτό να συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής, αφού η βάση αυτή συγκροτείται από τα θεμελιούντα το αίτημα πραγματικά περιστατικά και όχι από τον διδόμενο από τον ενάγοντα νομικό χαρακτηρισμό τους, αλλά και χωρίς, κατά τη διαφορετική αυτή νομική εκτίμηση, το δικαστήριο, να λαμβάνει υπόψη του πράγματα μη προταθέντα ή να λαμβάνει υπόψη του πράγματα ως αληθινά χωρίς απόδειξη (ΑΠ 488/2010, ΑΠ 1468/2005). Επομένως αντικείμενο αναιρετικού ελέγχου από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ είναι και η από το δικαστήριο της ουσίας παράλειψη εφαρμογής του κανόνα δικαίου που ήταν εφαρμοστέος στην επίδικη έννομη σχέση, ευθέως ή αναλογικά (ΟλΑΠ 1/2016), μετά το νομικό χαρακτηρισμό της από το δικαστήριο κατά τρόπο διαφορετικό από εκείνον στον οποίο είχε προβεί ο ενάγων με το δικόγραφο της αγωγής, καίτοι τα πραγματικά περιστατικά που διαλαμβάνονταν στην αγωγή και δέχθηκε ως αποδειχθέντα το δικαστήριο , περιλαμβάνονταν, παρά τον δοθέντα διαφορετικό νομικό χαρακτηρισμό, στη συνδέουσα τα μέρη έννομη σχέση, η οποία τόσο με το νομικό χαρακτηρισμό στον οποίο είχε προβεί ο ενάγων με την αγωγή του, όσο και με εκείνον στον οποίο αυτεπάγγελτα στη συνέχεια προβαίνει το δικαστήριο, δικαιολογεί ως έννομη συνέπεια και στις δύο περιπτώσεις με την προσήκουσα υπαγωγή στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου, εκείνη που αναφέρεται στο αγωγικό αίτημα (ΑΠ 881/2010). Δεν συντρέχει όμως τοιαύτη περίπτωση οσάκις επί διαφορετικών αξιώσεων, έστω και της αυτής φύσης, συμπληρωματικών η μία της άλλης, που πληρούν το πραγματικό όλων των σχετικών διατάξεων, ο ενάγων κατά τρόπο σαφή δηλώνει στην αγωγή του ότι ασκεί μόνο την αξίωση που πηγάζει από μία από αυτές τις διατάξεις, επικαλούμενος μάλιστα ειδικά και τα θεμελιούντα αυτήν πραγματικά περιστατικά και διαλαμβάνοντας και τη συγκεκριμένη διάταξη στο αιτητικό της αγωγής, έστω και εάν στο οικείο αγωγικό δικόγραφο διαλαμβάνονται και τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την άλλη, συμπληρωματική της προηγουμένης, αξίωση. Στη περίπτωση αυτή το αντικείμενο της ανοιγείσας με την αγωγή δίκης περιορίζεται μόνο στην αξίωση που πηγάζει από την συγκεκριμένη διάταξη που επικαλέσθηκε ο ενάγων, είναι δε αδιάφορο εάν οι πιο πάνω διαφορετικές και συμπληρωματικές μεταξύ τους αξιώσεις, ως και οι προϋποθέσεις που τις θεμελιώνουν, περιέχονται στον ίδιο κανόνα δικαίου. Και τούτο διότι ναι μεν το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από το νομικό χαρακτηρισμό που ο ενάγων δίνει στα επικαλούμενα με την αγωγή του πραγματικά περιστατικά και προσδιορίζει αυτεπαγγέλτως τις εφαρμοστέες στη συγκεκριμένη περίπτωση διατάξεις, στην παραπάνω όμως περίπτωση δεν τίθεται ζήτημα νομικού χαρακτηρισμού, αλλά ζήτημα εφαρμογής του αρχής της διάθεσης (άρθ. 106 του ΚΠολΔ), κατά την οποία η δικαστική προστασία παρέχεται μόνο εφόσον ζητείται, στην έκταση που ζητείται και εφόσον εξακολουθεί να ζητείται (ΑΠ 75/2016, ΑΠ 314/2014, ΑΠ 954/2011). Πράγματι, επιλέγοντας μία μόνο από τις συρρέουσες αξιώσεις, έστω και της αυτής φύσης, ο ενάγων περιορίζει αυτοβούλως την έκταση της από αυτόν αιτουμένης δικαστικής προστασίας, κατά τρόπο να μην ληφθούν υπόψη τα πραγματικά περιστατικά που δεν ανήκουν στην αξίωση αυτή (αλλά ανήκουν πιθανόν σε άλλη από τις συρρέουσες αξιώσεις), μολονότι περιέχονται στην αγωγή, ενόψει του ότι, βάσει της πιο πάνω αρχής, το αντικείμενο της δίκης καθορίζεται από τον ενάγοντα (σχετ. ΑΠ 2078/2009). Επομένως, εφόσον ο σχετικός περιορισμός έλαβε χώρα με ενέργειες του ενάγοντα, δεν μπορεί να γίνει λόγος για παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης κατά το άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ ή για προσβολή του δικαιώματος περιουσίας αυτού κατά το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτόκολλου, από την απόρριψη της αγωγής εξ αιτίας του ανωτέρω περιορισμού, στον οποίο ο ίδιος προέβη. Στη προκειμένη περίπτωση με την από 20.7.2007 και υπ’ αριθ. κατάθ. .../2007 αγωγή, το περιεχόμενο της οποία επισκοπεί το Δικαστήριο για τον έλεγχο της βασιμότητας του προταθέντος λόγου αναίρεσης (άρθ. 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ), η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα ιστορούσε ότι δυνάμει συμβάσεως εξηρτημένης εργασίας προσελήφθη στις 11.7.1979 από την ... Τράπεζα της Ελλάδος. Ότι η σύμβαση εργασίας αυτής διεπόταν από τον Οργανισμό Προσωπικού της ανωτέρω Τράπεζας, που διατηρήθηκε σε ισχύ με την από 4.8.1982 ειδική συλλογική σύμβαση εργασίας, που κυρώθηκε με το άρθρο 29 παρ.2 του Ν. 1346/1983 και είχε ισχύ νόμου. Ότι η ανωτέρω Τράπεζα συγχωνεύθηκε από 25.4.2000 με απορρόφηση από την εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη Τράπεζα. Ότι ο ανωτέρω Οργανισμός Προσωπικού της ... Τράπεζας προέβλεπε στο άρθρο 31 αυτού τη λύση της σύμβασης εργασίας του προσωπικού του με τη συμπλήρωση του 62ου έτους της ηλικίας των για τους άνδρες και του 57ου έτους της ηλικίας των για τις γυναίκες και κατά συνέπεια η καταρτισθείσα ως άνω από 11.7.1979 σύμβαση εργασίας αυτής έφερε κατ’ αρχήν το χαρακτήρα συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου. Ότι στην παρ.3 του ιδίου άρθρου ο ανωτέρω Κανονισμός προέβλεπε και άλλες περιπτώσεις λύσης της σύμβασης, πλην της συμπλήρωσης του ανωτέρω ορίου ηλικίας, και συγκεκριμένα την αδικαιολόγητη απουσία του μισθωτού για τριάντα συνεχόμενες εργάσιμες ημέρες, θεωρουμένη ως οικειοθελής αποχώρηση, και κατά συνέπεια ενυπήρχε στο κανονισμό διαλυτική αίρεση. Ότι η αίρεση πληρώθηκε και κατά συνέπεια η σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου αυτής μετέπεσε σε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου με την από 12. 4. 2007 υποβολή έγγραφης δήλωσης της αναιρεσείουσας προς την αναιρεσίβλητη Τράπεζα, με την οποία κατήγγειλε την ανωτέρω σύμβαση με προειδοποίηση, προσδιορίζοντας ως χρόνο επέλευσης των αποτελεσμάτων της καταγγελίας από 1.6.2007, οπότε θα συμπλήρωνε τις κατά νόμο προϋποθέσεις πλήρους συνταξιοδότησης αυτής λόγω γήρατος, έχουσα 28 συνταξιοδοτικά έτη και ηλικία άνω των 50 ετών. Ότι η αναιρεσίβλητη με την από 18.4.2007 επιστολή της κάλεσε την αναιρεσείουσα να εξαντλήσει πριν την αποχώρησή της την κανονική της άδεια, αποδεχθείσα έτσι την ως άνω καταγγελία. Επικαλούμενη δε τις ρυθμίσεις τόσο του εδαφίου α όσο και του εδαφίου β του άρθρου 8 του Ν. 3198/1955 και διαλαμβάνοντας ότι στο πρόσωπο αυτής συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του εδαφίου β καθότι: α) η σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου αυτής είχε μεταπέσει σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, λόγω πλήρωσης της κατά το άρθρο 31 του Οργανισμού Προσωπικού προβλεπομένης διαλυτικής αίρεσης με την από 12.4.2007 καταγγελία αυτής υπό προειδοποίηση, β) είχε συμπληρώσει τις προϋποθέσεις πλήρους συνταξιοδότησης από το ΙΚΑ - ΕΤΑΜ, όπου από 1.6.2004 είχε ενταχθεί ο Κλάδος Σύνταξης του ΤΑΠΙΛΤ δυνάμει του άρθρου 5 παρ.2 του Ν. 3029/2002 και γ) ήταν επικουρικώς ασφαλισμένη, ζήτησε την βάσει των καταβαλλομένων μηνιαίων αποδοχών αυτής κατά τα 40% αποζημίωση, κατ’ εφαρμογή του εδαφίου β του άρθρου 8 του Ν. 3198/1955 που ρητά διέλαβε και στο αιτητικό της αγωγής, συνολικού ύψους 41.709,17 ευρώ. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε αρχικά η υπ’ αριθμό 872/2009 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία δέχθηκε ότι στο πρόσωπο της ενάγουσας συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για τη λήψη της προβλεπομένης από το εδάφιο α του άρθρου 8 του Ν. 3198/1955 αποζημίωσης, την οποία προσδιόρισε στο ήμισυ (ποσοστό 50%) επί του ύψους της αποζημίωσης καταγγελίας, από το οποίο επιδίκασε όμως 41.709,17 ευρώ (ήτοι ποσοστό 40%) κατά το σχετικό αίτημα. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατά παραδοχή σχετικού λόγου έφεσης της εκκαλούσας και ήδη αναιρεσίβλητης Τράπεζας, αν και δέχθηκε στο σκεπτικό του ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για τη λήψη της αποζημίωσης κατ’ εφαρμογή του εδαφίου α του άρθρου 8 του Ν. 3198/1955 (επειδή η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για τη λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος, για την εφαρμογή του εδαφίου β του άρθρου 8 του Ν. 3198/1955), εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, και απέρριψε την αγωγή με το σκεπτικό ότι αντικείμενο της αγωγής, όπως αυτό προσδιοριζόταν από τους ισχυρισμούς της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας και το αίτημα της αγωγής που στηρίζεται στους εν λόγω ισχυρισμούς, ήταν μόνο η επιδίκαση της από 40% μειωμένης αποζημίωσης του εδαφίου β του άρθρου 8 του Ν. 3198/1955 λόγω συμπληρώσεως των προϋποθέσεων για τη λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος και δεν υπήρχε, έστω και επικουρικά, αίτημα επιδίκασης της από 50% μειωμένης αποζημίωσης του εδαφίου α της πιο πάνω διάταξης και κατά συνέπεια το πρωτοβάθμιο δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε με το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο. Με την κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν παραβίασε τις προαναφερόμενες διατάξεις, διότι στην παραπάνω περίπτωση δεν τίθεται ζήτημα νομικού χαρακτηρισμού της επίδικης έννομης σχέσης διαφορετικού εκείνου στον οποίο είχε προβεί η ενάγουσα, αλλά ζήτημα εφαρμογής του αρχής της διάθεσης (άρθ. 106 του ΚΠολΔ), εφόσον με την αγωγή της η ενάγουσα δήλωσε σαφώς ότι ασκεί την εκ του εδαφίου β του άρθρου 8 του Ν. 3198/1955 αξίωση λήψης της από 40% αποζημίωσης αποχώρησης αυτής, λόγω συμπλήρωσης των προϋποθέσεων για τη λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος, επικαλούμενη μάλιστα τις προϋποθέσεις της διάταξης αυτής και υποβάλλοντας αντίστοιχο αίτημα, είναι δε αδιάφορο ότι στην ιστορική βάση της αγωγής περιέχονταν και οι προϋποθέσεις για τη λήψη της συμπληρωματικής της προηγουμένης αποζημίωσης (ύψους κατά νόμο 50%) κατά το εδάφιο α της διάταξης αυτής, για την οποία δεν υπήρχε, ούτε και επικουρικά σχετικό αίτημα. Κατά συνέπεια ο εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ περί του αντιθέτου μοναδικός εναπομείνας μετά την πιο πάνω παραίτηση πρώτος λόγος αναίρεσης κατά το πρώτο αυτού σκέλος είναι αβάσιμος. Επομένως η αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της (άρθρ. 176 και 183 του ΚΠολΔ), στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης Τράπεζας, που παρέστη και κατέθεσε προτάσεις.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 25.4.2014 αίτηση αναίρεσης της υπ’ αριθ. 2327/2011 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 13 Ιουνίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 29 Ιουνίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ