Αριθμός 1348/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αικατερίνη Κρυσταλλίδου, Μαρία Ανδρικοπούλου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη και Παναγιώτη Βενιζελέα - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 13 Δεκεμβρίου 2021, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Ελληνικής Εταιρείας Γενικών Ασφαλειών με την επωνυμία "…..", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Τσικρικά, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Μ. Μ. του Ι., χήρας Χ. Ρ., 2) Α. Ρ. του Χ. και 3) Α. Ρ. του Χ., κατοίκων ... Χαλκιδικής. Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ευθύμιο Αναγνώστου.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17-12-2014 πλαγιαστική αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5357/2017 του ίδιου Δικαστηρίου και 1507/2019 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 21-10-2019 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία υπ' αριθ. 1507/2019 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της υπ' αριθμ. 5357/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία είχε γίνει δεκτή αγωγή των αναιρεσιβλήτων κατά της αναιρεσείουσας. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 Κ. Πολ. Δ.), είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί για το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 1, 3 Κ. Πολ. Δ.). Από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2, 9 παρ.1 και 27 παρ.1 του ν. 2496/1997, προκύπτει ότι με την ασφαλιστική σύμβαση, η οποία αποδεικνύεται με έγγραφο, που εκδίδεται από τον ασφαλιστή, η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει, έναντι ασφαλίστρου, στο συμβαλλόμενό της (λήπτη της ασφάλισης) ή σε τρίτο, παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή, εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, άλλη παροχή σε είδος, όταν επέλθει το περιστατικό από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωσή της (ασφαλιστική περίπτωση), ότι ο λήπτης της ασφάλισης μπορεί να συμβληθεί στην ασφαλιστική σύμβαση με τον ασφαλιστή στο δικό του όνομα αλλά για λογαριασμό άλλου (τρίτου) προσώπου, που κατονομάζεται ή δεν κατονομάζεται στη σύμβαση, το οποίο είναι ο ασφαλισμένος και ότι στην ασφάλιση προσώπων το ασφάλισμα συνίσταται είτε στην καταβολή ορισμένου χρηματικού ποσού εφάπαξ ή σε περιοδικές προσόδους (ασφάλιση ποσού), είτε στην αποκατάσταση της συγκεκριμένης οικονομικής ζημίας, που προήλθε εξαιτίας ασθένειας ή ατυχήματος του ασφαλισμένου (ΑΠ 678/2020 AΠ 1392/2019, ΑΠ 162/2017). Εξάλλου, ομαδική ασφάλιση, για την οποία δεν υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη και ο νόμος δεν δίδει ειδικά την έννοια του όρου, αλλά μόνον αποσπασματικά στο άρθρο 29 παρ. 3 του ν. 2496/1997, όπου γίνεται λόγος για την εξαγορά της ομαδικής ασφάλισης, είναι η ασφάλιση με την οποία, με μία ασφαλιστική σύμβαση ιδρύονται περισσότερες ασφαλιστικές σχέσεις, έτσι ώστε να υπάρχουν απέναντι στον ασφαλιστή ένας αντισυμβαλλόμενος και πολλοί ασφαλισμένοι, οι οποίοι κάτω από τις ίδιες προϋποθέσεις υπόκεινται στους ίδιους κινδύνους. Η ομαδική ασφάλιση, μπορεί να αφορά το προσωπικό μιας επιχείρησης ή και κάποια άλλη κατηγορία προσώπων και λειτουργεί κυρίως ως ασφάλιση ποσού, με την έννοια ότι ο ασφαλιστής υποχρεώνεται να καταβάλει, σε περίπτωση πραγματοποίησης του ασφαλισμένου κινδύνου, ένα ορισμένο χρηματικό ποσό στο δικαιούχο του ασφαλίσματος (ΑΠ 912/2021, ΑΠ 678/2020 ΑΠ 162/2017). Στην ομαδική ασφάλιση επί της ζωής τρίτου, αλλά και εν γένει στις ασφαλίσεις προσώπων, δικαιούχος του ασφαλίσματος μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Ν. 2496/1997, να ορισθεί είτε ο ίδιος ο εκάστοτε ασφαλισμένος, δηλαδή το πρόσωπο που πλήττεται από την πραγματοποίηση του κινδύνου (θάνατος, αναπηρία, ασθένεια), είτε το πρόσωπο που κατονομάζεται από τον ίδιο τον ασφαλισμένο, είτε τέλος ο ίδιος ο αντισυμβαλλόμενος - λήπτης της ασφάλισης. Όταν δικαιούχος του ασφαλίσματος ορίζεται άλλο πρόσωπο από τον αντισυμβαλλόμενο-λήπτη της ασφάλισης και ειδικότερα ο ίδιος ο ασφαλισμένος ή τρίτο πρόσωπο, που αυτός κατονομάζει, τότε η σύμβαση ομαδικής ασφάλισης επί της ζωής ή της υγείας τρίτου προσλαμβάνει τον χαρακτήρα της γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου (αρ. 411 ΑΚ) και ο ασφαλισμένος ή, κατά περίπτωση, ο τρίτος, που αυτός έχει κατονομάσει, με την πραγματοποίηση του ασφαλιστικού κινδύνου αποκτούν το ασφάλισμα εξ ιδίου δικαίου και αποκτούν ευθεία αγωγή κατά του ασφαλιστή. (ΑΠ 1201/2020, ΑΠ 1477/2019, ΑΠ 462/2018). Παράλληλο με εκείνο του ασφαλισμένου ή του τρίτου αλλά ανεξάρτητο από αυτό, δικαίωμα έχει, στην περίπτωση αυτή, από το άρθρο 410 ΑΚ και ο αντισυμβαλλόμενος-λήπτης της ασφάλισης, ως δέκτης της υπόσχεσης, να απαιτήσει από τον ασφαλιστή να καταβάλει το ασφάλισμα στον ασφαλισμένο ή στον τρίτο ,που αυτός έχει κατονομάσει. Αντίθετα, όταν δικαιούχος του ασφαλίσματος ορίζεται ο ίδιος ο αντισυμβαλλόμενος-λήπτης της ασφάλισης και όχι ο ασφαλισμένος ή το τρίτο πρόσωπο, που αυτός κατονομάζει, τότε η σύμβαση ομαδικής ασφάλισης επί της ζωής ή της υγείας τρίτου προσλαμβάνει, σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 1 του Ν. 2496/1997, τη μορφή της ασφάλισης για ίδιο λογαριασμό και δεν φέρει τα χαρακτηριστικά της (γνήσιας ή έστω μη γνήσιας) σύμβασης υπέρ τρίτου. Στην περίπτωση αυτή, δικαιούχος του ασφαλίσματος και δέκτης της υπόσχεσης του ασφαλιστή είναι ο αντισυμβαλλόμενος - λήπτης της ασφάλισης και όχι ο ασφαλισμένος, ο οποίος απλώς αποτελεί το πρόσωπο του κινδύνου, χωρίς παράλληλα να έχει καμία από τις πιο πάνω ιδιότητες, ήτοι του δικαιούχου του ασφαλίσματος ή του δέκτη της υπόσχεσης του ασφαλιστή.
Συνεπώς αυτός δεν αντλεί κανένα δικαίωμα από την σύμβαση της ομαδικής ασφάλισης ζωής (και εν γένει προσώπου) και γι` αυτό δεν νομιμοποιείται να ασκήσει τις εκ των άρθρων 410 και 411 ΑΚ αγωγές, διότι το δικαίωμα αυτό ανήκει, στον αντισύμβαλλόμενο λήπτη της ασφάλισης και μόνος αυτός νομιμοποιείται να το ασκήσει. Τέτοια σύμβαση ομαδικής ασφάλισης επί της ζωής για ίδιο λογαριασμό, μπορεί να συνάψει με ομαδικό ασφαλιστήριο μια τράπεζα για να ασφαλίσει την αποπληρωμή των δανείων, που χορηγεί στους πελάτες της-δανειολήπτες κατά των κινδύνων θανάτου τους, της ανικανότητάς τους για εργασία και της ασθένειάς τους. Με τη σύμβαση αυτή, όμως, ουσιαστικά ασφαλίζεται παράλληλα και ο ίδιος ο δανειολήπτης από τους κινδύνους αυτούς, οι οποίοι, αν επέλθουν, θα έχουν ως συνέπεια είτε ο ίδιος είτε, σε περίπτωση θανάτου του, οι κληρονόμοι του, να περιέλθουν σε αδυναμία εξόφλησης του δανείου, γι' αυτό δε στη σύμβαση περιλαμβάνεται συνήθως ο όρος ότι ο ίδιος ο ασφαλισμένος δανειολήπτης θα καταβάλει στον ασφαλιστή το συμφωνηθέν ασφάλιστρο. Από την έχουσα το ανωτέρω περιεχόμενο ασφαλιστική σύμβαση συνάγεται ότι, αν επέλθει η συμφωνηθείσα ασφαλιστική περίπτωση, ο ασφαλιστής υποχρεούται να καταβάλει στην τράπεζα (λήπτρια της ασφάλισης) το ασφάλισμα, (που στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι το ανεξόφλητο ποσό του δανείου), και, συνεπώς, αν η δανείστρια τράπεζα, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, είναι, κατ' αρχήν, η μόνη που νομιμοποιείται ενεργητικά να στραφεί κατά του ασφαλιστή και να ζητήσει να της καταβληθεί το ασφάλισμα αδρανεί και δεν ασκεί την κατά του ασφαλιστή αξίωσή της αυτή, τότε ο ασφαλισμένος δανειολήπτης ή, όταν η ασφαλιστική περίπτωση επήλθε με τον θάνατό του, οι κληρονόμοι του, ως έχοντες άμεσο έννομο συμφέρον, μπορούν να ασκήσουν κατά της αδρανούσας να διεκδικήσει το ασφάλισμα λήπτριας της ασφάλισης και δικαιούχου του ασφαλίσματος τράπεζας και κατά του ασφαλιστή όχι μόνο αναγνωριστική αγωγή κατά το άρθρο 70 ΚΠολΔ, με την οποία θα ζητούν, προς άρση της δημιουργούμενης αβεβαιότητας, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του ασφαλιστή να καταβάλει στην τράπεζα το ασφάλισμα, αλλά και πλαγιαστική αγωγή κατά του ασφαλιστή κατά το άρθρο 72 ΚΠολΔ, ασκώντας κατά του τελευταίου την αξίωση της δανείστριας τράπεζας για την καταβολή του ασφαλίσματος, αφού η αξίωση έχει γεννηθεί και η τράπεζα αδρανεί να την ασκήσει, δεδομένου ότι, μεταξύ των προϋποθέσεων άσκησης της πλαγιαστικής αγωγής, είναι και η ιδιότητα του πλαγιαστικώς ενάγοντος ως δανειστή του δικαιούχου της αξίωσης, που ασκείται με την αγωγή (ΑΠ 462/2020, ΑΠ 965/2015), και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο ασφαλισμένος δανειολήπτης, εκτός από οφειλέτης της τράπεζας ως υπόχρεος απόδοσης του ληφθέντος δανείου, είναι και δανειστής αυτής, γιατί από την μεταξύ τους συμβατική σχέση έχει "αξίωση ελευθερώσεως" κατά της τράπεζας, δηλαδή αξίωση να προβεί αυτή στην είσπραξη του ασφαλίσματος, όταν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση, ώστε να ελευθερωθεί ο ίδιος από την υποχρέωσή του να της καταβάλει τις υπολειπόμενες δόσεις του δανείου. Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 10 του ιδίου Ν. 2496/1997, "οι αξιώσεις που πηγάζουν από την ασφαλιστική σύμβαση παραγράφονται... στις ασφαλίσεις προσώπων μετά από πέντε (5) χρόνια από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκαν". Τέτοια ασφάλιση προσώπων αποτελεί και η ανωτέρω ασφάλιση επί της ζωής τρίτου για ίδιο λογαριασμό του λήπτη της ασφάλισης. Στην περίπτωση αυτή η αξίωση του αντισυμβαλλομένου του ασφαλιστή - λήπτη της ασφάλισης κατά του ασφαλιστή για την λήψη του ασφαλίσματος γεννάται με τον θάνατο του ασφαλισμένου - τρίτου και συνεπώς η πενταετής παραγραφή της αξίωσης αυτής αρχίζει από το τέλος του έτους, εντός του οποίου επήλθε ο θάνατος αυτός. Εξάλλου, κατά τα άρθρα 272 εδ. α', 277 και 278 ΑΚ, όταν συμπληρωθεί η παραγραφή ο υπόχρεος έχει δικαίωμα να αρνηθεί την παροχή (άρθρο 272 εδ. α'), το δικαστήριο δεν λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη την παραγραφή, που δεν έχει προταθεί (άρθρο 277) και ο δανειστής, ή όποιος άλλος έχει έννομο συμφέρον, δικαιούται να προτείνει την παραγραφή και αν ακόμα δεν την προτείνει ή παραιτείται από αυτήν ο οφειλέτης (άρθρο 278), για το ορισμένο δε της σχετικής ένστασης πρέπει ο ενιστάμενος εναγόμενος να καθορίσει στην ένστασή του τον χρόνο αφετηρίας της παραγραφής, ο δε ενάγων ανταποδεικτικά μπορεί να αποδείξει άλλο χρόνο έναρξης αυτής μεταγενέστερο (ΑΠ 1439/1990). Η διακοπή της παραγραφής με κάποιους από τους οριζόμενους στα άρθρα 260 επ. ΑΚ τρόπους, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται κατά τα άρθρα 261 παρ. 1 και 263 ΑΚ η άσκηση αγωγής για την επίδικη αξίωση και η επανέγερση αυτής μέσα σε έξι μήνες από την τελεσίδικη απόρριψή της για λόγους μη ουσιαστικούς, οπότε η παραγραφή θεωρείται ότι έχει ασκηθεί με την πρώτη αγωγή, αποτελεί αντένστανση προτεινόμενη από τον δικαιούχο της αξίωσης (ΑΠ 1909/2009) και για να είναι ορισμένη πρέπει να περιέχει σαφώς το διακοπτικό της παραγραφής γεγονός και να καταλήγει σε συγκεκριμένο αίτημα για την απόρριψη της ένστασης παραγραφής (ΑΠ 1785/2013, ΑΠ 1372/2010). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 520 και 527 παρ.6 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 527 ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση κατά το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του ιδίου νόμου, γιατί η ένδικη έφεση ασκήθηκε μετά την 1/1/2016, προκύπτει ότι ο εναγόμενος ως εκκαλών, δεν μπορεί να προτείνει νέους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους δεν είχε προτείνει πρωτοδίκως, ή δεν είχε προτείνει με πληρότητα, εκτός εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 527, μεταξύ των οποίων στην παράγραφο 6 του άρθρου αυτού περιλαμβάνονται και οι πραγματικοί ισχυρισμοί, που αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Η έγγραφη απόδειξη αυτή πρέπει να προκύπτει παραχρήμα και άμεσα, δηλαδή όλα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το νέο ισχυρισμό πρέπει να αποδεικνύονται από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο έγγραφο (δημόσιο ή ιδιωτικό με πλήρη απόδειξη) κατά τρόπο ευθύ και άμεσο και όχι σε συνδυασμό με δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 755/2021, ΑΠ 961/2019, ΑΠ 611/2016, ΑΠ 98/2015). Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής ως νέοι πραγματικοί ισχυρισμοί, η προβολή των οποίων το πρώτον ενώπιον του εφετείου είναι απαράδεκτη, αν δεν συντρέχουν οι προβλεπόμενες σ' αυτήν εξαιρέσεις, θεωρούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί, που προβάλλονται για τη θεμελίωση της αγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως, όχι όμως και εκείνοι που συνιστούν αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως (ΑΠ 1453/2019, ΑΠ 714/2007). Σε όλες τις περιπτώσεις της βραδείας προβολής ισχυρισμού το δικαστήριο της ουσίας διαμορφώνει την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του ως προς το αν συντρέχει ή όχι κατά περίπτωση μία από τις παραπάνω προϋποθέσεις μετά από έρευνα των στοιχείων της δικογραφίας (ΑΠ 84/2020, ΑΠ 1087/2014, ΑΠ 752/2011). Το απαράδεκτο της υποβολής νέων αιτήσεων ή νέων ισχυρισμών (άρθρ. 223, 224, 526 και 527 ΚΠολΔ) ελέγχεται αναιρετικά με τους λόγους από τους αριθμούς 8 εδάφ. α` και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ Ολομ. 2/2005, ΑΠ 84/2020, ΑΠ 394/2011, ΑΠ 128/2008). Περαιτέρω ο από το άρθρο 559 αρ. 14 λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αφορά σε ακυρότητες, απαράδεκτα και εκπτώσεις, που χαρακτηρίζονται ως δικονομικές, σχετίζονται δε με τα εισαγωγικά της δίκης έγγραφα (αγωγές, ανακοπές κ.λ.π.) ή δημιουργούνται κατά την ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας διαδικασία (Ολ. Α.Π. 1/2019, Ολ.Α.Π. 25/2008, ΑΠ 1383/2021). Με την ως άνω διάταξη εισάγεται γενικός δικονομικός λόγος αναίρεσης, με τον οποίο ελέγχεται κάθε μορφή ανισχύρου των διαδικαστικών πράξεων, που πηγάζει από άμεση παραβίαση διάταξης δικονομικής φύσης (Ολ ΑΠ 2/2001, ΑΠ 933/2019). Ειδικότερα, με τον όρο "απαράδεκτο" νοείται το δικονομικό απαράδεκτο, δηλαδή αυτό που δημιουργείται από την αθέτηση - παραβίαση δικονομικής διάταξης, με αποτέλεσμα η δικονομική ενέργεια να στερείται των αναγκαίων προϋποθέσεων του κύρους της (Ολ ΑΠ 2/2001, ΑΠ 480/2020, ΑΠ 175/2019, ΑΠ 1496/2017). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το απαράδεκτο αφορά μόνο στις "επιτευκτικές" διαδικαστικές πράξεις, δηλαδή εκείνες που τείνουν στη δημιουργία των αναγκαίων όρων για την έκδοση συγκεκριμένης απόφασης, ώστε η κατ' αποτέλεσμα ενέργειά τους να εκδηλώνεται με την απόφαση και μόνο δυνάμει αυτής (ΑΠ 927/2019, ΑΠ 357/2018). Έτσι, με τον ανωτέρω, από το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, αναιρετικό λόγο ελέγχονται, πλην άλλων, το παραδεκτό της ασκήσεως των ενδίκων μέσων (ΑΠ 371/2008), των προσθέτων λόγων εφέσεως, της αντεφέσεως, των ανακοπών (άρθρα 583 επ. 632, 933 ΚΠολΔ) και των προσθέτων λόγων αυτών, καθώς και το παραδεκτό της προβολής των ισχυρισμών (ΑΠ 1206/2019, ΑΠ 2081/2018). Αντιθέτως, το απαράδεκτο της ως άνω διάταξης δεν αφορά αρνητικούς της αγωγής ή της ένστασης ισχυρισμούς, οι οποίοι δεν επιδρούν στο διατακτικό της απόφασης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλομένη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Με τις με αριθ. 4134972981 και 4144848884 συμβάσεις στεγαστικού δανείου, που καταρτίσθηκαν στη Θεσσαλονίκη στις 27-4-2006 μεταξύ αφενός της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "…..Α.Ε" και αφετέρου του Χ. Ρ. του Α., η ανωτέρω τράπεζα χορήγησε στον παραπάνω οφειλέτη δύο τοκοχρεωλυτικά δάνεια, ποσού 95.000 € το πρώτο και 105.000 € το δεύτερο. Ταυτόχρονα, σύμφωνα και με τη δυνατότητα που δινόταν στον οφειλέτη με τις ανωτέρω δανειακές συμβάσεις, ο τελευταίος υπέβαλε στις 2-5-2006 τις με αριθμ. 125595 και 125605/2-5-2006 αιτήσεις του για το κάθε δάνειο αντίστοιχα, για να υπαχθεί στο με αριθμ. 2991/8 ομαδικό συμβόλαιο, που είχε συνάψει η … με την εναγομένη (ήδη αναιρεσείουσα) υπέρ των δανειοληπτών της, σύμφωνα με το οποίο η εναγομένη αναλάμβανε την υποχρέωση να καταβάλει στην ….: α) σε περίπτωση θανάτου του οφειλέτη (ασφαλιζόμενου) από οποιαδήποτε αιτία ποσό ίσο με το υπόλοιπο δανείου (ανάλογα με το ποσοστό συμμετοχής του οφειλέτη στην ασφάλιση), κατά την ημερομηνία θανάτου του, β) ...... Με τις ως άνω έγγραφες αιτήσεις του, για την ένταξή του στην ως άνω ομαδική ασφάλιση ο παραπάνω δανειολήπτης, Χ. Ρ. εγγράφως δήλωσε ότι έλαβε γνώση των όρων της ασφάλισης, τους οποίους και αποδέχθηκε....Επίσης όρισε ανέκκλητο δικαιούχο του ασφαλίσματος την ΕΤΕ..... Προς απόδειξη υπαγωγής του Χ. Ρ. στην ανωτέρω ομαδική ασφάλιση, η εναγόμενη του χορήγησε τις από 2-5-2006 βεβαιώσεις ασφάλισης ζωής δανειοληπτών στεγαστικών δανείων, που οι ενάγοντες (ήδη αναιρεσίβλητοι) προσκομίζουν και οι οποίες αφορούσαν τις ανωτέρω δύο δανειακές συμβάσεις. Στη συνέχεια με τις από 29-10-2007 δύο τροποποιητικές πράξεις των ανωτέρω δανειακών συμβάσεων το υπόλοιπο του δανείου, ανερχόμενο κατά τον χρόνο εκείνο (κεφάλαιο και τυχόν δεδουλευμένοι τόκοι) στο ποσό των 98.160,70€ (όσον αφορά την με αριθμ. 4144848884 σύμβαση) και στο ποσό των 88.812,03€ (όσον αφορά την με αριθμ. 4134972981 σύμβαση) μετατράπηκε σε ελβετικά φράγκα ανερχόμενο πλέον σε 165.400,78 και 149.648,27 ελβετικά φράγκα αντίστοιχα. ....Στις ανωτέρω τροποποιητικές πράξεις ελάμβανε χώρα ενημέρωση των δανειοληπτών για τη δυνατότητα υπαγωγής τους στο ανωτέρω με αριθμ. 2991/8 ομαδικό ασφαλιστήριο που είχε συνάψει η Ε.Τ.Ε με την εναγομένη. Ο παραπάνω ασφαλισμένος Χ. Ρ. υπέβαλε προς τούτο στις 30-10-2007, τις με αριθμό 348045 και 348047 αιτήσεις του για το κάθε δάνειο αντίστοιχα, οι οποίες είχαν το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο με τις ανωτέρω αρχικές από 2-5-2006 αιτήσεις του, έλαβε δε, τις αντίστοιχες από 30-10-2007 βεβαιώσεις ασφάλισης ζωής δανειοληπτών στεγαστικών δανείων. Αποδείχθηκε στη συνέχεια ότι, στις 20-4-2008, ο παραπάνω δανειολήπτης απεβίωσε από καρδιακή ανακοπή λόγω γενικευμένης καρκινωμάτωσης. Ο Χ. Ρ. απεβίωσε χωρίς να αφήσει διαθήκη και στην κληρονομιά του υπεισήλθαν, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτού, η πρώτη ενάγουσα-σύζυγός του(ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη) κατά ποσοστό 2/8 εξ αδιαιρέτου οι δε δεύτερος και τρίτη των εναγόντων (ήδη δεύτερος και τρίτος των αναιρεσιβλήτων) - τέκνα του κατά ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου ο καθένας. Οι ενάγοντες και κληρονόμοι του ως άνω ασφαλισμένου-δανειολήπτη γνωστοποίησαν στην … το γεγονός του θανάτου αυτού, η οποία στη συνέχεια το γνωστοποίησε στην εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία, προκειμένου η τελευταία να προβεί στην καταβολή του ανωτέρω ασφαλίσματος και δη του υπολοίπου ανεξόφλητου ποσού του δανείου κατά την ημερομηνία θανάτου του ανωτέρω δανειολήπτη. Οι ενάγοντες προσκόμισαν, μετά από αίτημα της εναγομένης, την από 1-10-2008 ιατρική γνωμάτευση του ιατρού- παθολόγου Ιορδάνη Δαμιανού του Ι.Κ.Α Ν. Μουδανιών, που ήταν και ο τόπος της μόνιμης κατοικίας του αποβιώσαντος, σύμφωνα με την οποίαν ο αποβιώσας δεν εξετάσθηκε από παθολόγο στα ιατρεία του συγκεκριμένου Ι.Κ.Α καθ' όλη τη διάρκεια του 2007, καθώς και την από 6-10-2008 ιατρική γνωμάτευση του ιατρού ουρολόγου Δ. Χ., σύμφωνα με την οποία ο αποθανών δεν ήταν υπό παρακολούθηση στο ουρολογικό ιατρείο του Ι.Κ.Α Ν. Μουδανιών και ότι δεν εξετάσθηκε ούτε το έτος 2007 ούτε το έτος 2008. Στη συνέχεια τους ζητήθηκε να προσκομίσουν στην εναγομένη το βιβλιάριο ασθένειας του αποβιώσαντος, αυτό όμως δεν το προσκόμισαν, διότι, μετά την ακύρωσή του από το Ι.Κ.Α Ν. Μουδανιών στις 22-5-2008, η πρώτη ενάγουσα, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα από την ίδια στην από 16-9-2008 υπεύθυνη δήλωσή της του άρθρου 8 του Ν. 1599/1986 προς την εναγομένη, η οποία ως προερχόμενη από διάδικο, αποτελεί εξώδικη ομολογία αυτής ....εφόσον ενημερώθηκε ότι δεν θα της ξαναχρειαστεί, το κατέστρεψε. Τότε η εναγομένη με την με αριθμ. πρωτοκόλλου 13957113/10-10-2008 επιστολή της προς την ΕΤΕ δήλωσε ότι δεν θα προβεί στην καταβολή του ασφαλίσματος σ' αυτήν, διότι, κατά τα αναφερόμενα από την ίδια "ο ασφαλιζόμενος Χ. Ρ. στην αίτηση ασφάλισής του στις 30-10-2007 είχε απαντήσει αρνητικά και στα 2 ερωτήματα, αλλά από τα δικαιολογητικά που προσκομίσθηκαν προκύπτει ότι την ημερομηνία ασφάλισης δεν θα μπορούσε να ασφαλιστεί, εάν είχε αναφέρει την πραγματική κατάσταση της υγείας του". ...Αποδείχθηκε, εξάλλου, ότι η Ε.Τ.Ε αδρανεί σχετικά με την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος της, καθόσον από τις 10-10-2008, οπότε , κατά τα ως άνω, η εναγομένη με την με αριθμ. πρωτ. 13957113/10-10-2008 επιστολή της προς αυτήν της δήλωσε ότι δεν θα προβεί στην καταβολή του ασφαλίσματος σ' αυτήν διότι κατά τους ισχυρισμούς της ο αποβιώσας παραβίασε την εκ του άρθρου 3 του Ν. 2496/1997 υποχρέωση αλήθειας, δεν προέβη σε καμία ενέργεια προς είσπραξη του άληκτου ποσού των δανείων.
Συνεπώς, εφόσον,..., είναι δυνατή η άσκηση πλαγιαστικής αγωγής και όταν ο αδρανών είναι δανειστής του ενάγοντος και υπάρχει έννομο συμφέρον του τελευταίου, οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες έχουν έννομο συμφέρον να ασκήσουν πλαγιαστικά το δικαίωμα της δανείστριας Εθνικής τράπεζας, έναντι της ενάγομένης, το οποίο έγκειται στο ότι η ικανοποίηση της δανείστριας θα έχει συνέπεια την απαλλαγή των εναγόντων από την εξόφληση του υπολοίπου οφειλόμενου ποσού δανείου, η οποία βρίσκεται σε άμεση συνάφεια με την κατά της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας απαίτηση. ....Τέλος η εκκαλούσα με τον τέταρτο λόγο της έφεσης προβάλλει την ένσταση παραγραφής της επίδικης αξίωσης των εναγόντων,... κατά το άρθρο 10 του Ν. 2496/1997..... Η ένσταση παραγραφής, η οποία δεν προτάθηκε πρωτοδίκως από την εναγομένη προς απόκρουση της αγωγής, ώστε να απορριφθεί με την εκκαλουμένη απόφαση και στη συνέχεια να την επαναφέρει η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα παραπονούμενη για την απόρριψή της, αλλά προβάλλεται για πρώτη φορά από την εκκαλούσα- εναγόμενη, χωρίς η τελευταία να επικαλείται ότι συντρέχουν οι όροι του άρθρου 269 ΚΠολΔ οι οποίοι άλλωστε δεν συντρέχουν (καθώς η ένσταση αυτή δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, δεν προέκυψε μετά τη συζήτηση της αγωγής, δεν αποδεικνύεται με δικαστική ομολογία ούτε αποδεικνύεται εγγράφως, ενώ δεν επικαλείται η εναγομένη ότι δεν προβλήθηκε εγκαίρως από δικαιολογημένη αιτία), απαραδέκτως προβάλλεται στο παρόν δευτεροβάθμιο δικαστήριο για πρώτη φορά από την εκκαλούσα εναγομένη και για τον λόγο αυτόν πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη....κατά την αυτεπάγγελτη εξέτασή της από το Δικαστήριο αλλά και κατά παραδοχή του βάσιμου ισχυρισμού των εφεσιβλήτων. Κατ' ακολουθία αλυσιτελώς προβάλλεται και ο ισχυρισμός μη διακοπής της παραγραφής με την προγενέστερη αγωγή διότι η κρινόμενη αγωγή δεν ασκήθηκε εντός του εξαμήνου από την τελεσίδικη απόρριψη της πρώτης, απορριπτομένου και του τέταρτου λόγου της έφεσης ως απαράδεκτου". Με βάση τις παραδοχές αυτές (και με μη προσβαλλόμενες με την αίτηση αναίρεσης παραδοχές, με τις οποίες απορρίφθηκαν ενστάσεις και αρνητικοί της αγωγής ισχυρισμοί της αναιρεσείουσας, που περιλαμβάνονταν στους λοιπούς λόγους της έφεσής της), το Εφετείο απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας και επικύρωσε την εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία είχε γίνει δεκτή η πλαγιαστική αγωγή των αναιρεσιβλήτων - κληρονόμων του αποθανόντος ασφαλισμένου Χ. Ρ. και είχε υποχρεωθεί η αναιρεσείουσα να καταβάλει νομιμοτόκως στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. το οφειλόμενο υπόλοιπο των δύο συμβάσεων δανείου αυτού κατά τον χρόνο του θανάτου του.
Με το μοναδικό λόγο αναίρεσης, κατά το δεύτερο σκέλος του, η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ. 14 Κ.Πολ.Δ., με την αιτίαση ότι το Εφετείο, κατά παράβαση του άρθρου 527 αρ. 6 Κ. Πολ. Δ., απέρριψε ως απαράδεκτη την ένσταση της πενταετούς παραγραφής της αξιώσεως της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος κατά το άρθρο 10 Ν. 2496/1997, την οποία προέβαλε για πρώτη φορά με τον τέταρτο λόγο της έφεσής της, ενώ αυτή ήταν παραδεκτή, αφού με τον λόγο έφεσης αυτόν επικαλέσθηκε ότι η πιο πάνω ένσταση αποδεινυόταν με τα κατανομαζόμενα έγγραφα και τις αναφερόμενες δικαστικές ομολογίες των αναιρεσιβλήτων, από τα οποία έγγραφα και πραγματικά αποδεικνυόταν. Από την παραδεκτή κατά το άρθρο 561 παρ. 2 Κ. Πολ. Δ. επισκόπηση της από 2/6/2017 έφεσης της αναιρεσείουσας κατά της πρωτόδικης απόφασης, προκύπτει ότι αυτή με το τέταρτο λόγο της έφεσης προέβαλε, για πρώτη φορά, την ένσταση παραγραφής της επίδικης, με την άσκηση της πλαγιαστικής αγωγής των αναιρεσιβλήτων, αξίωσης της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε., αναφέροντας τα ακόλουθα: "Οι αξιώσεις των εναγόντων και ήδη εφεσίβλητων γεννήθηκαν στις 20.4.2008 όταν απεβίωσε ο κληρονομούμενος Χ. Ρ., πραγματικό συνομολογημένο γεγονός στο εισαγωγικό δικόγραφο της αγωγής. Οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι μας κοινοποιούν στις 13.3.2012 την από 22.7.2009 αγωγή τους, η οποία με την υπ' αριθμ. 19764/24.9.2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης... μετά της υπ' αριθμ. 23656/18.11.2013 διορθωτικής απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου απορρίφθηκε λόγω απαραδέκτου. Τόσο η υπ' αριθμ. 19764/24.9.2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (Τακτική Διαδικασία) όσο και η υπ' αριθμ. 23656/18.11.2013 διορθωτική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου επιδόθηκαν στις 18.12.2013 στους εφεσίβλητους και είχαν προθεσμία 30 ημερών για άσκηση ένδικου μέσου όντας κάτοικοι Ελλάδας. Όμως δεν ασκήθηκε κάποιο ένδικο μέσο με αποτέλεσμα η υπ' αριθμ. 19764/24.9.2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης... μετά της υπ' αριθμ. 23656/18.11.2013 διορθωτικής απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου να τελεσιδικήσει στις 18.1.2014. Από τότε έπρεπε σε έξι μήνες να εγερθεί νέα αγωγή των εναγόντων και ήδη εφεσίβλητων, με την ίδια ιστορική και νομική αιτία για να θεωρηθεί ότι η παραγραφή της αξίωσής τους έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή. Ωστόσο οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι άσκησαν την από 17.12.2014 αγωγή τους, η οποία επιδόθηκε στην εταιρεία μας στις 30.12.2014 σε χρόνο μεταγενέστερο των έξι μηνών από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προηγούμενης αγωγής τους (18.1.2014) με αποτέλεσμα να μην έχει διακοπεί η παραγραφή των αξιώσεών τους. Σε κάθε περίπτωση, η νέα επίδικη αγωγή των εναγόντων και ήδη εφεσιβλήτων, ήτοι η από 17.12.2014 αγωγή τους - εισαγωγικό δικόγραφό- με ημερομηνία επίδοσης 30.12.2014, έχει αξιώσεις που στηρίζονται σε διαφορετικές νομικές αιτίες, τις οποίες ουδόλως είχαν προβάλει οι αντίδικοι στην από 22.7.2009 πρώτη αγωγή τους με ημερομηνία επίδοσης 13.3.2012. Εν κατακλείδι, η επίδικη αγωγή σε καμία περίπτωση, μπορεί να θεωρηθεί ως επανέγερση αγωγής για την ίδια ιστορική και νομική αιτία. Εκ των ανωτέρω διαπιστώνεται ότι η έγερση της από 17.12.2014 αγωγής των εναγόντων και ήδη εφεσίβλητων έγινε σε χρόνο (30.12.2014) πέρα των 5 ετών, από την γέννηση των αξιώσεών τους (20.4.2008), καθιστώντας έτσι τις αξιώσεις των αντιδίκων παραγεγραμμένες και αυτό διότι η νέα επίδικη αγωγή τους: α) δεν ασκήθηκε μέσα σε έξι μήνες από τότε που τελεσιδίκησε η προηγούμενη αγωγή τους (18.1.2014), ώστε να θεωρηθεί ότι διακόπηκε η παραγραφή με την προηγούμενη αγωγή τους. β) έχει αξιώσεις που στηρίζονται σε διαφορετικές νομικές αιτίες, τις οποίες ουδόλως είχαν προβάλει οι αντίδικοι στην από 22.7.2009 πρώτη αγωγή τους με ημερομηνία επίδοσης 13.3.2012, ώστε να θεωρηθεί ότι η πρώτη αγωγή τους διέκοψε την παραγραφή. Ως εκ τούτου οι αξιώσεις των εναγόντων και ήδη εφεσίβλητων με την από 17.12.2014 αγωγή τους, η οποία επιδόθηκε στην εταιρεία μας στις 30.12.2014 έχουν παραγραφεί. Κατά συνέπεια, λαμβανομένων υπόψη από το Δικαστήριο Σας όλων των προαναφερομένων και με δεδομένο ότι πρόκειται για συνομολογημενα πραγματικά γεγονότα, πρέπει η προβαλλόμενη από εμάς ένσταση παραγραφής να κριθεί ως νόμιμη και βάσιμη για τις παραγεγραμμένες αξιώσεις των αντιδίκων". Με τον ανωτέρω λόγο έφεσής της η αναιρεσείουσα ρητά επικαλέστηκε κατά το άρθρο 527 αρ. 6 Κ. Πολ.Δ., ότι η προβληθείσα για πρώτη φορά με την έφεσή της ένσταση παραγραφής αποδεικνυόταν εγγράφως, δηλαδή από την ίδια την κρινόμενη αγωγή των αναιρεσιβλήτων, στην οποία αναφέρεται τόσον η χρονολογία θανάτου του δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων Χ. Ρ. (20-4-2008), η οποία αποτελεί και την χρονολογία γέννησης της αξίωσης της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος ΑΕ κατά της αναιρεσείουσας για καταβολή των ανεξόφλητων δόσεων δανείου του και από το τέλος του έτους αυτού (2008) επιφέρει και την έναρξη της παραγραφής της αξίωσης, όσο και την χρονολογία κατάθεσης της αγωγής (17-12-2014), η οποία απέχει περισσότερα από πέντε έτη από την χρονολογία έναρξης της παραγραφής και της οποίας έπεται η επίδοση της αγωγής στην αναιρεσείουσα, που ολοκληρώνει την άσκησή της, πλεοναστικά δε και καθ' υποφοράν σε ενδεχόμενη αντένσταση των αναιρεσιβλήτων, ότι η παραγραφή διακόπηκε με την άσκηση της από 22/7/2009 αγωγής τους, που απορρίφθηκε ως απαράδεκτη με την 19764/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, αναφέρει ότι από τα επικαλούμενα στον λόγο έφεσης έγγραφα αποδεικνύεται ότι η ένδικη αγωγή ασκήθηκε μετά την πάροδο έξι μηνών από την τελεσιδικία της 19674/2013 απόφασης και ότι αυτή στηρίζεται σε διαφορετική πραγματική και νομική αιτία, από αυτήν στην οποία στηρίζεται η επίδικη αγωγή. Περαιτέρω από την ίδια την νόμιμα προσκομισθείσα με επίκληση ένδικη αγωγή, αποδεικνυόταν κατά τρόπο ευθύ και άμεσο η συνδρομή εξαιρετικής περίπτωσης για την επιτρεπτή προβολή του άνω ισχυρισμού για πρώτη φορά στο Εφετείο, αφού σε αυτή (αγωγή) πραγματικά αναφέρεται τόσον ο χρόνος γέννησης της ένδικης αξίωσης της Εθνικής Τράπεζας κατά της αναιρεσείουσας, που είναι ο χρόνος του θανάτου του δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων Χ. Ρ. στις 20/4/2008 και συνεπώς η έναρξη της παραγραφής αυτής από το τέλος του έτους 2008, όσον και ο χρόνος κατάθεσης της αγωγής στις 23/12/2014, δηλαδή μετά την παρέλευση 5 ετών από την έναρξη της παραγραφής. Κατά συνέπεια, το Εφετείο, το οποίο απέρριψε ως απαράδεκτη την ένσταση παραγραφής, που προέβαλε για πρώτη φορά με την έφεσή της η αναιρεσείουσα, με την κύρια αιτιολογία ότι η αναιρεσείουσα δεν επικαλέστηκε λόγους, που να δικαιολογούν την βραδεία προβολή και με την επικουρική αιτιολογία ότι η ένσταση δεν αποδεικνύεται εγγράφως, ενώ έπρεπε να δεχθεί ότι η ένσταση αυτή ήταν παραδεκτή και έπρεπε να εξετασθεί κατ' ουσίαν, παραβίασε την δικονομικού δικαίου διάταξη του άρθρου 527 παρ. 6 ΚΠολΔ. Επομένως, ο σχετικός εκ του άρθρου 559 αρ. 14 λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος Κατόπιν αυτού, χωρίς να ερευνηθεί ο μοναδικός λόγος αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος του, με το οποίο προβάλλεται η αιτίαση της παράβασης του άρθρου 559 παρ. 8 ΚΠολΔ η εξέταση του οποίου παρέλκει, γιατί καλύπτεται από την αναιρετική εμβέλεια του λόγου αναίρεσης που κρίθηκε βάσιμος, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που απέρριψε την ένσταση παραγραφής της αναιρεσείουσας, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που την εξέδωσε, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή (άρθρο 580 παρ. 3 Κ. Πολ. Δ.), να διαταχθεί η απόδοση του παράβολου της αναίρεσης στην αναιρεσείουσα (άρθρο 495 παρ.3 Κ. Πολ. Δ. και να καταδικασθουν οι αναιρεσίβλητοι, λόγω της ήττας τους, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, που παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις, κατά παραδοχήν του σχετικού αιτήματός της (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 Κ. Πολ. Δ.)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ -
Αναιρεί την υπ' αριθμ. 1507/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος. -
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλον δικαστή, εκτός εκείνου, που εξέδωσε την απόφαση -Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου της αναίρεσης στην αναιρεσείουσα και -
Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε τρείς χιλιάδες (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 13 Απριλίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 25 Ιουλίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ