Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση.
Περίληψη:
Παραπεμπτικό βούλευμα για κακουργηματική απάτη (κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ) κατ' εξακολούθηση και απόρριψη των λόγων αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας. Η αναφορά περισσότερων τρόπων τελέσεως της απάτης δημιουργεί ασάφεια και αντίφαση, εκτός εάν από το σύνολο των παραδοχών γίνεται σαφές ότι τελέσθηκε με τον ένα τρόπο και η αναφορά του άλλου δεν διαφοροποιεί τον τρόπο τελέσεως, αλλά προσδιορίζει το δόλο του δράστη. Εφόσον αιτιολογείται η επανειλημμένη τέλεση της πράξης, δεν ασκεί επιρροή, για τη στοιχειοθέτηση της περιπτώσεως του "κατ' επάγγελμα", η μη αιτιολογία και της υποδομής που έχει διαμορφώσει ο δράστης. Η μη επαρκής αιτιολογία της επιβαρυντικής περιπτώσεως του "κατά συνήθεια" δεν οδηγεί σε αναίρεση του βουλεύματος, γιατί, εφόσον έγινε δεκτό ότι συντρέχει η περίπτωση του "κατ' επάγγελμα" ή ότι το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, ο κακουργηματικός χαρακτήρας της απάτης δεν μεταβάλλεται. Απόρριψη αιτήματος για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του αναιρεσείοντος ενώπιον του Συμβουλίου του Αρείου Πάγου. Απορρίπτει αίτηση.
ΑΡΙΘΜΟΣ 2384/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, και Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Ψάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Οκτωβρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, κάτοικο ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 409/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Απριλίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 628/09.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Ψάνης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Φώτιου Μακρή με αριθμό 168/5.5.2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
1- Εισάγω ενώπιόν σας, κατά το άρθρο 485 παρ.1 ΚΠΔ, την 73/13-4-09 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., κατά του 409/09 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο, αφού απέρριψε την έφεσή του κατά του πρωτόδικου 3591/08 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμ/κών Αθηνών και επικύρωσε το βούλευμα τούτο, τον παραπέμπει ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών για απάτη, κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος υπερβαίνει το ποσό των 73.000 €, και υπεξαίρεση[άρθρα 60-63,94 παρ.1,98,375 παρ.1α και 386 παρ.1,3β ΠΚ] και εκθέτω τα ακόλουθα:
2- Η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε 1) δικαιωματικά από τον κατηγορούμενο, αφού ο νόμος του δίνει το δικαίωμα να ασκεί αναίρεση κατά του βουλεύματος που τον παραπέμπει στο ακροατήριο για κακούργημα [άρθρο 482 παρ.1 περ.α ΚΠΔ], 2) εμπρόθεσμα, ήτοι μέσα σε δέκα ημέρες από την επίδοση του προσβαλλόμενου βουλεύματος, η οποία έγινε με θυροκόλληση, σ' αυτόν μεν στις 2-4-09,στον αντίκλητό του δικηγόρο δε Ιω. Μυταλούλη στις 1-4-09,δοθέντος ότι η τελευταία ημέρα 12-4-09 είναι η αργία της Κυριακής [βλ. τις από 2-4 και 1-4-09, αντίστοιχα, εκθέσεις επιδόσεως των δικ. επιμελητών ... και ...], [άρθρο 473 παρ.1 ΚΠΔ],και 3) νομότυπα, ήτοι με δήλωση του εξουσιοδοτημένου δικηγόρου του Ιω. Μυταλούλη στη γραμματέα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, με τη σύνταξη υπ' αυτής της οικείας εκθέσεως, σύμφωνα με τις διατυπώσεις που ορίζονται από τα άρθρα 150 και 474 ΚΠΔ, και με τη διατύπωση σ' αυτήν των λόγων, για τους οποίους την ασκεί, συνιστάμενους στην έλλειψη της ειδικής αιτιολογίας και στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών διατάξεων,[άρθρα 139 και 484 παρ.1 περ.β και δ ΚΠΔ].
Συνεπώς, είναι νομότυπη, εμπρόθεσμη και δικαιωματικά ασκηθείσα, οπότε πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς τη βασιμότητά της.
3- Αναιρετικός έλεγχος Α-Νομικές διατάξεις
α- Η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα, για το οποίο ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά, και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας α) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα, αρκεί να συνάγεται ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως και όχι μόνο μερικά απ' αυτά [ΑΠ. 19/01 ΟΛΟΜ- ΠΔΙΚ.01/1225, ΠΧΡ.02/402, ΠΛΟΓ.01/1693].
β- Εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, θεμελιώνουσα τον από το άρθρο 484 παρ. 1β' ΚΠΔ αναιρετικό λόγο, υφίσταται όταν ο δικαστής αποδίδει σε αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που έχει πραγματικά, ή όταν δεν υπήγαγε σωστά τα υπό τούτου δεχθέντα πραγματικά περιστατικά στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση δε τέτοιας εσφαλμένης εφαρμογής συντρέχει και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μη είναι εφικτός από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως.
γ- Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ. όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι στοιχεία του εγκλήματος της απάτης είναι: α) Σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, ανεξαρτήτως της πραγμάτωσης ή μη του οφέλους αυτού, β) Η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων από την οποία ως παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε κάποιος. και γ) βλάβη ξένης περιουσίας που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και παραλείψεις του δράστη. Η διάταξη της παρ.3 του ανωτέρω άρθρου αντικαταστάθηκε αρχικά μεν από το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/1996, που καθόριζε ότι επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, ακολούθως δε από το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 22721/1999, που ορίζει ότι επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α)αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των πέντε εκατομμυρίων δραχμών ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων δραχμών.
ε-Κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Κατά το άρθρο 13 περ.στ ΠΚ "κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν, από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη".
στ- Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 ΠΚ, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιοδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται το ξένο κινητό πράγμα να περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στην κατοχή του δράστη, ο τελευταίος να ιδιοποιηθεί παράνομα αυτό, καθό χρόνο βρίσκεται στην κατοχή του, και να έχει δόλια προαίρεση προς τούτο, η οποία καταδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργειά του που εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεώς του να το ενσωματώσει στην περιουσία του.
Β-Παραδοχές και σκέψεις του βουλεύματος.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμα, όπως συνάγεται από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό του, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, ότι από την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, (καταθέσεων μαρτύρων, εγγράφων και απολογίας) προέκυψαν τα εξής, κατ' εκτίμηση, ουσιώδη περιστατικά: Η εγκαλούσα Ψ, διατηρεί ατομική επιχείρηση με την επωνυμία "CLM ADVERTISING", με αντικείμενο τις τεχνικές εκδόσεις. Γνωρίστηκε με τον κατηγορούμενο Χ, ο οποίος ασχολείται με την εισαγωγή και το εμπόριο φρούτων και λαχανικών από το εξωτερικό, το έτος 1988 και ανέπτυξαν στενές προσωπικές σχέσεις, οι οποίες διακόπηκαν το έτος 1990. Τον Απρίλιο του έτους 2003 ο κατηγορούμενος επισκέφθηκε την εγκαλούσα και της ανέφερε ότι έχει δημιουργήσει ο ίδιος μία ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "BELLA FROUTA", στην οποία είναι Διευθύνων Σύμβουλος και, επιπλέον, ότι είναι Διευθύνων Σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας με την επωνυμία "ΠΑΒΕΤ Α.Ε." (πρώην "ΆΓΡΟΤΥΠΟΣ Α.Ε."), με αντικείμενο την εμπορία ζωοτροφών. Επίσης, της παρέστησε ότι έχει δημιουργήσει μεγάλη ακίνητη περιουσία, αποτελούμενη από μία πολυτελή κατοικία στη ..., μία πολυτελή κατοικία στο ..., δύο διαμερίσματα στην ... και ένα διαμέρισμα στο ... Στη συνέχεια της ανέφερε ότι αντιμετωπίζει πρόσκαιρες οικονομικές δυσχέρειες από την ύπαρξη οικονομικών διαφορών του με την εταιρεία "BELLA FROUTA Α.Ε.". Γι' αυτό το λόγο της ζήτησε να του δανείσει τα χρήματα, που ήταν απαραίτητα για την κάλυψη αυτών των αναγκών του, διαβεβαιώνοντας την ότι είναι απόλυτα φερέγγυος, αξιόπιστος και ιδιοκτήτης μεγάλης ακίνητης περιουσίας, η οποία θα ασφάλιζε τις οικονομικές απαιτήσεις της σε βάρος του, που θα προέκυπταν από τον ανωτέρω δανεισμό. Με τις ανωτέρω παραστάσεις του την έπεισε και του κατέβαλε α) στον υπ' αριθ. ... λογαριασμό του στην Τράπεζα EUROBANK, την 1.12.2003, το ποσό των 15.000 ευρώ, στις 2.12.2003, το ποσό των 15.000 ευρώ και στις 15.6.2004 το ποσό των 3.000 ευρώ και β) στις 17.5.2004, στον υπ' αριθ. ... λογαριασμό του στην Εμπορική Τράπεζα, το ποσό των 1.000 ευρώ και συνολικά το ποσό των 34.000 ευρώ. Ακολούθως, ο κατηγορούμενος έπεισε την εγκαλούσα να εκδώσει και να του παραδώσει τις εξής μεταχρονολογημένες επιταγές, οι οποίες εσύροντο όλες από τον υπ' αριθ. ... λογαριασμό της, που τηρεί στην Τράπεζα EUROBANK, είτε σε διαταγή του, προκειμένου να καλύψει υποχρεώσεις του, είτε απευθείας σε διαταγή τρίτων προσώπων, για την εξόφληση χρεών του προς αυτούς: 1) την υπ' αριθ. ... επιταγή, ποσού 10.150 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 10.6.2004, σε διαταγή του ..., 2) την υπ' αριθ. ... επιταγή, ποσού 9.500 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 30.6.2004, σε διαταγή του ..., 3) την υπ' αριθ. ... επιταγή, ποσού 5.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 20.8.2004, σε διαταγή του ..., 4) την υπ' αριθ. ... επιταγή, ποσού 10.500 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 30.8.2004, σε διαταγή του ..., 5) την υπ' αριθ. ... επιταγή, ποσού 5.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 20.6.2004, σε διαταγή του ..., 6) την υπ' αριθ. ... επιταγή, ποσού 5.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 30.6.2004, σε διαταγή του ..., 7) την υπ' αριθ. ... επιταγή, ποσού 10.500 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 10.7.2004, σε διαταγή του ..., 8) την υπ' αριθ. ... επιταγή, ποσού 10.500 ευρώ,με ημερομηνία εκδόσεως 30.7.2004, σε διαταγή του ..., 9) την υπ' αριθ. ... επιταγή, ποσού 9.350 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 6.8.2004, σε διαταγή του ..., 10) την υπ' αριθ. ... επιταγή, ποσού 10.600 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 10.8.2004, σε διαταγή του ..., 11) την υπ' αριθ. ... επιταγή, ποσού 5.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 10.7.2004, 12) την υπ' αριθ. ... επιταγή, 4.350 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 20.9.2004, σε διαταγή του ..., 13) την υπ' αριθ. ... επιταγή, ποσού 11.500 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 20.7.2004, 14) την υπ' αριθ. ... επιταγή, ποσού 8.500 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 30.12.2004, σε διαταγή του ..., 15) την υπ' αριθ. ... επιταγή, ποσού 6.500 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 20.11.2004, σε διαταγή εμού του ιδίου (με την οποία αντικατέστησε την υπ' αριθ. ... ισόποση επιταγή με ημερομηνία εκδόσεως 20.8.2004), 16) τρεις επιταγές, ποσού 11.500, 12.500 και 11.000 ευρώ, έκαστη, σε διαταγή της ... και συνολικά επιταγές ποσού 156.950 ευρώ. Οι ανωτέρω επιταγές δεν πληρώθηκαν κατά το χρόνο πληρωμής τους με αποτέλεσμα: α) οι υπ' αριθ. ..., ..., ..., ... επιταγές, καθώς και οι τρεις επιταγές εκδόσεως της ... να πληρωθούν από την ίδια την εγκαλούσα προκειμένου να μην εκδοθούν σε βάρος της διαταγές πληρωμής και β) για την υπ' αριθ. ... επιταγή, η οποία μεταβιβάστηκε από τον κατηγορούμενο στην Τράπεζα ALPHA BANK "ως αξία λόγω ενεχύρου", εκδόθηκε από την τελευταία η υπ' αριθ. 39605/2004 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, σε βάρος της εγκαλούσας, με την οποία υποχρεώνεται αυτή να καταβάλει το συνολικό ποσό των 9.751 ευρώ, για την υπ' αριθ. ... επιταγή, η οποία μεταβιβάστηκε από τον κατηγορούμενο στον ..., εκδόθηκε από τον τελευταίο η υπ' αριθ. 681/2004 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Ειρηνοδικείου Νίκαιας, σε βάρος της εγκαλούσας, με την οποία υποχρεώνεται αυτή να καταβάλει το συνολικό ποσό των 5.396,88 ευρώ, για την υπ' αριθ. ... επιταγή, η οποία μεταβιβάστηκε από τον κατηγορούμενο στον ..., εκδόθηκε από τον τελευταίο η υπ' αριθ. 682/2004 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Ειρηνοδικείου Νίκαιας, σε βάρος της εγκαλούσας, με την οποία υποχρεώνεται αυτή να καταβάλει το συνολικό ποσό των 11.044,52 ευρώ, για την υπ' αριθ. ... επιταγή, η οποία μεταβιβάστηκε από τον κατηγορούμενο στην ΕΜΠΟΡΙΚΗ Τράπεζα "ως αξία λόγω ενεχύρου", εκδόθηκε από την τελευταία η υπ' αριθ. 778/2004 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Ειρηνοδικείου Νίκαιας, σε βάρος της εγκαλούσας, με την οποία υποχρεώνεται αυτή να καταβαλει το συνολικό ποσό των 9.888 ευρώ, για την υπ' αριθ. ... επιταγή, η οποία μεταβιβάστηκε από τον κατηγορούμενο στην ΕΜΠΟΡΙΚΗ Τράπεζα "ως αξία λόγω ενεχύρου", εκδόθηκε από την τελευταία η υπ' αριθ. 779/2004 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Ειρηνοδικείου Νίκαιας, σε βάρος της εγκαλούσας, με την οποία υποχρεώνεται αυτή να καταβάλει το συνολικό ποσό των 11.240 ευρώ, για την υπ' αριθ. ... επιταγή, η οποία μεταβιβάστηκε από τον κατηγορούμενο στην ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ Τράπεζα "ως αξία λόγω ενεχύρου", εκδόθηκε από την τελευταία η υπ' αριθ. 30212/2004 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Ειρηνοδικείου Αθηνών, σε βάρος της εγκαλούσας, με την οποία υποχρεώνεται αυτή να καταβάλει το συνολικό ποσό των 6.806,78 ευρώ. Όταν η εγκαλούσα ενημέρωσε τον κατηγορούμενο για τη μη πληρωμή των επιταγών αυτών επέμενε ότι δεν υπάρχει πρόβλημα και ότι θα φροντίσει την άμεση κάλυψη τους, ώστε να μην κινηθεί η διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως σε βάρος της. Γι'αυτό το λόγο μάλιστα της παρέδωσε τον Φεβρουάριο του έτους 2004, την υπ' αριθ. ... επιταγή, η οποία εσύρετο από τον υπ' αριθ. ... λογαριασμό που τηρούσε στην ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ Τράπεζα, σε διαταγή "εμού του ιδίου", ποσού 7.500 ευρώ και με ημερομηνία εκδόσεως την 25.6.2004, την υπ' αριθ. ... επιταγή, η οποία εσύρετο από τον ίδιο ως άνω λογαριασμό που τηρούσε στην ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ Τράπεζα, σε διαταγή "εμού του ιδίου", ποσού 5.000 ευρώ και με ημερομηνία εκδόσεως την 15.7.2004, την υπ' αριθ. ... επιταγή, η οποία εσύρετο από τον ίδιο ως άνω λογαριασμό που τηρούσε στην ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ Τράπεζα, σε διαταγή "εμού του ιδίου", ποσού 5.000 ευρώ και με ημερομηνία εκδόσεως την 26.7.2004, καθώς και την υπ' αριθ. ... επιταγή εκδόσεως της εταιρείας με την επωνυμία "ΤΙΑΒΕΤ Α.Ε.'", η οποία εσύρετο από τον υπ' αριθ. ... λογαριασμό που τηρούσε η ως άνω εταιρεία στην ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ Τράπεζα, ποσού 7.900 ευρώ.Οι ανωτέρω επιταγές δεν πληρώθηκαν από τον κατηγορούμενο κατά το χρόνο εμφανίσεως τους στην ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ Τράπεζα και γι' αυτό το λόγο η εγκαλούσα υποχρεώθηκε να τις πληρώσει, προκειμένου να μην εκδοθεί σε βάρος της διαταγή πληρωμής. Εκ των ανωτέρω αποδεικνύεται ότι όλα τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά που παρέστησε ο κατηγορούμενος στην εγκαλούσα ήταν ψευδή και μάλιστα ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει του ψεύδους αυτών, καθώς δεν διέθετε μεγάλη ακίνητη περιουσία, ούτε ήταν φερέγγυος, αλλά είχε συσσωρευμένα χρέη, συνεπεία των οποίων α) η πολυτελής κατοικία στη ..., εκτέθηκε σε πλειστηριασμό την 24.11.2004 δυνάμει της υπ' αριθ. ... έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού του Συμβολαιογράφου Πειραιά Μιχαήλ Λεβέντη, για τον οποίο συντάχθηκε η υπ' αριθ. .... περίληψη κατακυρωτικής εκθέσεως, προκειμένου να ικανοποιηθεί αναγκαστικά, δυνάμει της υπ' αριθ. 2854/2003 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία κατέστη τελεσίδικη, δυνάμει της υπ' αριθ. 4767/2004 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, η απαίτηση της εταιρείας με την επωνυμία "BELLA FRUTA Α.Ε." σε βάρος του κατηγορουμένου, ποσού 409.660 ευρώ, β) η πολυτελής κατοικία στη θέση ... της Κοινότητας ..., επρόκειτο να εκτεθεί σε πλειστηριασμό την 6.2.2008 δυνάμει της υπ' αριθ. 1861/2007 περίληψης έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ..., προκειμένου να ικανοποιηθεί αναγκαστικά, δυνάμει της υπ' αριθ. 2854/2003 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία κατέστη τελεσίδικη δυνάμει της υπ' αριθ. 4767/2004 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, η απαίτηση της εταιρείας με την επωνυμία "BELLA FROUTA Α.Ε." σε βάρος του κατηγορουμένου, ποσού 1.360.500 ευρώ και γ) τα διαμερίσματα στην ..., επρόκειτο να εκτεθούν σε πλειστηριασμό την 9.1.2008 δυνάμει της υπ' αριθ. 1860/2007 περίληψης έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού του ως άνω Δικαστικού Επιμελητή, προκειμένου να ικανοποιηθεί αναγκαστικά, δυνάμει της υπ' αριθ. 2854/2003 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία κατέστη τελεσίδικη δυνάμει της υπ' αριθ. 4767/2004 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, η απαίτηση της εταιρείας με την επωνυμία "BELLA FRUTA Α.Ε." σε βάρος του κατηγορουμένου, ποσού 1.360.500 ευρώ. Όλα δε τα ακίνητα του κατηγορουμένου αποδείχθηκε ότι ήταν βεβαρυμένα με πλήθος βαρών (προσημειώσεις υποθηκών, υποθήκες και κατασχέσεις).Όμως, η εγκαλούσα, πειθόμενη από τις παραπάνω εκτιθέμενες ψευδείς παραστάσεις και διαβεβαιώσεις του κατηγορούμενου, του δάνεισε τα ανωτέρω χρηματικά ποσά. Εάν όμως γνώριζε την αληθινή κατάσταση των πραγμάτων, και συγκεκριμένα ότι ο κατηγορούμενος είχε συσσωρευμένα χρέη και ότι τα ακίνητα του ήταν βεβαρυμένα και ότι δεν είχε επέλθει συμφωνία για τη ρύθμιση των χρεών του, δεν θα δέχονταν να προβεί στον ανωτέρω δανεισμό. Ο κατηγορούμενος απολογούμενος ενώπιον του Ανακριτή, αρνήθηκε τις αποδιδόμενες σε βάρος του κατηγορίες. Όμως παραδέχθηκε ότι πράγματι συναλλάχθηκε με την εγκαλούσα και ότι της ζήτησε να του δανείσει το ποσό των 34.000 ευρώ, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα. Όσον αφορά δε τις επιταγές, ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει πλαστογραφία ούτε απάτη, καθώς η εγκαλούσα γνώριζε την οικονομική του κατάσταση και είχε συναινέσει γι' αυτές και ότι μεθόδευσε τη μήνυση της προκειμένου να αποφύγει τις δικές της ευθύνες. Πλην όμως, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν αποδεικνύονται οι ανωτέρω ισχυρισμοί του κατηγορουμένου και επιπλέον δεν δίνει καμία πειστική εξήγηση το εύλογο ερώτημα, για ποιο λόγο η εγκαλούσα, αν πράγματι ήθελε να αποφύγει τις δικές της ευθύνες, πλήρωσε το μεγαλύτερο μέρος των επιταγών. Επιπλέον, κατά την απολογία του ισχυρίζεται ότι πράγματι είναι κύριος μεγάλης ακίνητης περιουσίας και ότι όσον αφορά τους πλειστηριασμούς των ακινήτων αυτοί έχουν ακυρωθεί και εκκρεμεί η υπόθεση στον Άρειο Πάγο. Πλην όμως, η ακύρωση των πλειστηριασμών και η αναμονή εκδόσεως αποφάσεως από τον Άρειο Πάγο δεν καθιστά τα ακίνητα ελεύθερα βαρών, ούτε καθιστά τον κατηγορούμενο φερέγγυο πρόσωπο με δυνατότητα καλύψεως των οικονομικών του υποχρεώσεων, καθώς από το σύνολο των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει ότι όλα τα ακίνητα του είναι βεβαρυμένα με πλήθος υποθηκών από πολλούς πιστωτές του. Όλα δε τα ανωτέρω ενισχύονται και από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων ..., ... και ... οι οποίοι επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς της εγκαλούσας. Με βάση τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι εξαιτίας της συμπεριφοράς του κατηγορουμένου προκλήθηκε ζημία στην περιουσία της Ψ συνολικού ύψους 190.950 ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος επέστρεψε στην εγκαλούσα το ποσό των 25.000 ευρώ, γεγονός το οποίο συνομολογεί και η ίδια και συνεπώς η συνολική της ζημία ανέρχεται στο ποσό των 165.950 ευρώ. Επίσης, από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, καθόσον από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης του και την υποδομή που είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προέκυψε σκοπός του για πορισμό με τον τρόπο αυτό εισοδήματος για βιοπορισμό, ενώ από την κατά συνήθεια τέλεση της προέκυψε σταθερή ροπή του για τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της πρόσωπικότητάς του.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος ιδιοποιήθηκε ξένο κινητό πράγμα, το οποίο περιήλθε στην κατοχή του, με οποιοδήποτε τρόπο, με τη θέληση του ιδιοκτήτη. Ειδικότερα, η εγκαλούσα εξέδωσε την υπ' αριθ. ... επιταγή της EUROBANK, ποσού 6.500 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως την 20.8.2004, εις διαταγήν εμού της ιδίας, την οποία παρέδωσε στον ... Στις 10.6.2004, κατόπιν συμφωνίας της με τον ..., η εγκαλούσα αντικατέστησε την ανωτέρω επιταγή με άλλη ισόποση και συγκεκριμένα με την υπ' αριθ. ... επιταγή, με ημερομηνία έκδοσης την 20.11.2004. Ο ..., κατόπιν συμφωνίας του με την Ψ και μετά την ως άνω αντικατάσταση, στις 10.6.2004, παρέδωσε την επίδικη επιταγή στον κατηγορούμενο, προκειμένου να την παραδώσει στην εγκαλούσα. Πλην όμως, ο κατηγορούμενος αντί να την παραδώσει στην τελευταία, έθεσε στη θέση του τελευταίου οπισθογράφου τη δική του υπογραφή, ως εκπροσώπου της εταιρείας "ΠΑΒΕΤ Α.Ε." και τη μεταβίβασε δι' οπισθογραφήσεως στην ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ Τράπεζα "ως αξία λόγω ενεχύρου", ιδιοποιούμενος κατ' αυτόν τον τρόπο παρανόμως το ποσό των 6.500 ευρώ.
Κατόπιν τούτων το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, αφού έκρινε ότι προέκυψαν αποχρώσες ενδείξεις σε βάρος του κατηγορουμένου για την παραπομπή του στο δικαστήριο, απέρριψε την έφεσή του ως ουσιαστικά αβάσιμη, επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα και τον παρέπεμψε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών να δικασθεί για απάτη, κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος που προέκυψε υπερβαίνει το ποσό των 73.000 € και υπεξαίρεση [άρθρα 60-63, 94 παρ.1, 98, 375 παρ.1α και 386 παρ.1α 3β ΠΚ].
Γ-Εξέταση των λόγων αναίρεσης.
Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε, την, κατά την ανωτέρω έννοια, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς καμιά αντίφαση τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ανωτέρω εγκλημάτων, για τα οποία ο αναιρεσείων παραπέμπεται στο αρμόδιο δικαστήριο, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 375 παρ.1α και 386 παρ.1,3α ΠΚ,τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου.
Όσον αφορά την απάτη, αναφέρονται τα απαιτούμενα στοιχεία τόσο τα θεμελιωτικά της αντικειμενικής της υπόστασης, ότι δηλ. ο κατηγορούμενος σε διαφορετικούς χρόνους παρέστησε στην παθούσα τα ψευδή γεγονότα ότι είναι φερέγγυο και αξιόπιστο πρόσωπο ως προς την εκπλήρωση των οικονομικών του υποχρεώσεων και ότι διαθέτει μεγάλη ακίνητη περιουσία, η οποία εξασφαλίζει τις οικονομικές απαιτήσεις της από το δανεισμό του, ότι με τις παραστάσεις αυτές την παρέπεισε να του δανείσει τα αναφερόμενα στο βούλευμα χρηματικά ποσά και ότι από το δάνειο αυτό προκάλεσε ζημία στην περιουσία της, καθόσον οι ανωτέρω παραστάσεις του ήσαν ψευδείς, αφού ούτε φερέγγυο και αξιόπιστο πρόσωπο ήταν ως προς την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του και ούτε διέθετε μεγάλη περιουσία, που εξασφάλιζε την ικανοποίηση των απαιτήσεών της, δοθέντος ότι είχε πολλά συσσωρευμένα χρέη και τα ακίνητά του ήσαν κατασχεμένα και βεβαρημένα με πλήθος υποθηκών, όσο και τα θεμελιωτικά της υποκειμενικής της υπόστασης, ότι δηλ. ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει των περιστατικών αυτών και ότι προέβη στις ανωτέρω πράξεις του με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος. Επιπλέον, αναφέρεται αφενός μεν ότι το όφελος και η αντίστοιχη προξενηθείσα ζημία στην περιουσία της παθούσας ανέχεται στο συνολικό ποσό των 156.950 €, το οποίο υπερβαίνει το συνολικό ποσό των 73.000 €, αφετέρου δε ότι η κατ' εξακολούθηση απάτη τελέσθηκε με τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης, καθόσον από την επανειλημμένη τέλεση αυτής και από την υποδομή που είχε διαμορφώσει,[με την ιδιότητά του ως διευθύνοντα συμβούλου των ανώνυμων εταιριών BELLA FROUTA και ΠΑΒΕΤ ΑΕ],με πρόθεση την επανειλημμένη τέλεσή της, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος και ροπή του για την τέλεση αυτής ως στοιχείο της προσωπικότητάς του.
Όσον αφορά την υπεξαίρεση, αναφέρονται τα απαιτούμενα για την ποινική υπόσταση αυτής στοιχεία, τόσο τα θεμελιωτικά της αντικειμενικής της υπόστασης, ότι δηλ. ο κατηγορούμενος ιδιοποιήθηκε παρανόμως ξένο κινητό πράγμα, την ... επιταγή της παθούσας, όσο και της υποκειμενικής της υπόστασης, ότι δηλ. αυτός γνώριζε τα συγκροτούντα αυτήν ως άνω περιστατικά και ότι τα αποδέχθηκε.
Συνεπώς, οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν περιέχει την ειδική αιτιολογία, που απαιτεί το Σύνταγμα, και ότι περιέχει εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 13 περ.στ, 98 και 386 ΠΚ, που προβλέπει το έγκλημα της απάτης, κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, παραλείψεις που ιδρύουν τους από το άρθρο 484, παρ.1 περ. β και δ του ΚΠΔ προβλεπόμενους λόγους αναιρέσεως των βουλευμάτων, και δη ότι δεν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την ανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις, που στηρίζουν την παραπεμπτική κρίση, είναι κατ' ουσία αβάσιμες.
4- Κατ' ακολουθία, το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε συμβούλιο πρέπει το μεν να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου κατά του ανωτέρω παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών ως ουσιαστικά αβάσιμη, το δε να καταδικάσει τούτον στα δικαστικά έξοδα, ανερχόμενα στο ποσό των 220 €.
5-Το αίτημα εμφάνισης στο Συμβούλιο.Το δικαίωμα για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του κατηγορουμένου ενώπιον του συμβουλίου αποτελεί ειδικότερη έκφανση του δικαιώματος ακροάσεως, κατά το άρθρο 20 Σ και 6 παρ. 3 ΕΣΔΑ, συνιστάμενο στην παροχή δυνατότητας του κατηγορουμένου να διατυπώσει τις απόψεις του ενώπιον του Συμβουλίου. Η εμφάνιση είναι δυνητική, καθόσον το Συμβούλιο μπορεί να την απορρίψει αν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι (ΑΠ 1441/1997 ΝοΒ 46, 576, Δέδες, 436, Μπουρόπουλος, Α', 414]. Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος με την αίτηση αναιρέσεώς του εκθέτει επαρκώς τους ισχυρισμούς του ως προς τις πλημμέλειες που προσάπτει στο προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και δεν ανακύπτει ανάγκη και περαιτέρω προφορικής εκ μέρους του αναπτύξεώς τους, με αποτέλεσμα η αίτησή του να κρίνεται απορριπτέα ως αβάσιμη.
ΓΙΑ ΤΟΥΤΟ ΠΡΟΤΕΙΝΩ
Α- Να απορριφθεί η 73/13-4-09 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., κατά του 409/09 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Β- Να απορριφθεί η αίτηση εμφάνισης του κατηγορουμένου στο Δικαστήριο του Αρείου Πάγου κατά την εξέταση της ανωτέρω αιτήσεως αναιρέσεώς του. Και
Γ- Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των 220 €.
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Φώτιος Μακρής".
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Στην κρινόμενη αίτηση αναίρεσης διατυπώνεται αίτημα του αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου τούτου, για την παροχή διευκρινίσεων. Το αίτημα είναι νόμιμο, κατ' άρθρο 309 παρ. 2 και 485 Κ.Π.Δ., πλην πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο, ενόψει του ότι ο αναιρεσείων παρέχει επαρκείς διευκρινίσεις με την κατά τρόπο διεξοδικό ανάπτυξη των λόγων αναιρέσεως στην αίτησή του, ώστε να μην χρειάζεται οποιαδήποτε άλλη διασάφηση.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ., "όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίηση του οφέλους, β)εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, να παραπλανήθηκε κάποιος και να προέβη σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, κατά το αστικό δίκαιο, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και τις παραλείψεις του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος. Ως γεγονότα, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν, όχι και εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από τον δράστη, που έχει ειλημμένη την απόφαση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Περιουσία νοείται το σύνολο των οικονομικών αγαθών του προσώπου που έχουν χρηματική αξία, βλάβη της περιουσίας είναι η μείωση αυτής, δηλαδή η επί έλαττον διαφορά μεταξύ της χρηματικής αξίας την οποία είχε προ της διαθέσεως που προκλήθηκε με την απατηλή συμπεριφορά και εκείνης που απέμεινε μετά από αυτήν. Βλάβη της περιουσίας υπάρχει έστω και αν ο παθών έχει ενεργό αξίωση προς ανόρθωσή της. Χρόνος τελέσεως της απάτης θεωρείται εκείνος κατά τον οποίο ο δράστης ενέργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του, δηλαδή προέβη στις ψευδείς παραστάσεις, εξαιτίας των οποίων παραπλανήθηκε ο παθών ή τρίτος. Είναι αδιάφορος τυχόν μεταγενέστερος χρόνος επελεύσεως της ζημίας του παθόντος, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη, καθώς και ο χρόνος που επιχειρήθηκε η ζημιογόνος ενέργεια ή παράλειψη του παθόντος. Η αναφορά περισσότερων τρόπων τελέσεως της απάτης (δηλαδή με παράσταση ψευδών και με αποσιώπηση αληθών) δημιουργεί ασάφεια και αντίφαση, εκτός εάν από το σύνολο των παραδοχών γίνεται σαφές ότι τελέσθηκε με τον ένα τρόπο και η αναφορά του άλλου δεν διαφοροποιεί τον τρόπο τελέσεως, αλλά προσδιορίζει το δόλο του δράστη, δηλαδή ότι οι παραστάσεις είναι ψευδείς. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν.2721/1999, η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ, σύμφωνα με την καθορισθείσα από τη διάταξη του άρθρου 5 του Ν. 2943/2001 επίσημη αντιστοιχία και β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι για να είναι η απάτη κακούργημα πρέπει α) ο υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και συγχρόνως το συνολικό όφελός ή η συνολική ζημία του παθόντος να υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ ή β) το όφελος που επεδίωκε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε να υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του Π.Κ., όπως το εδάφιο στ' προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια δε τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Επίσης, κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη μεν φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης αυτής, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Για τη συνδρομή του στοιχείου της κατά συνήθεια τέλεσης απαιτείται επανειλημμένη τέλεση του συγκεκριμένου εγκλήματος και η εξ αυτής προκύπτουσα διάγνωση της σταθερής ροπής του δράστη προς διάπραξη αυτού ως στοιχείο της προσωπικότητάς του, χωρίς να ενδιαφέρουν τα αίτια της εν λόγω ροπής. Για τη συνδρομή του στοιχείου τόσο της κατ' επάγγελμα όσο και της κατά συνήθεια τέλεσης δεν απαιτείται προηγούμενη καταδίκη του δράστη για το ίδιο έγκλημα.
Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου ή του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, δέχθηκε, όσον αφορά το έγκλημα της κακουργηματικής απάτης (ως προς την υπεξαίρεση το βούλευμα δεν προσβάλλεται με την αίτηση αναιρέσεως), με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι από τα ειδικώς μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα προέκυψαν τα περιστατικά που αναφέρονται στην πρόταση αυτή, στην οποία εκτίθενται, επί λέξει, τα εξής: "Η εγκαλούσα Ψ διατηρεί ατομική επιχείρηση με την επωνυμία "CLM Advertising" με αντικείμενο τις τεχνικές εκδόσεις. Γνωρίστηκε με τον κατηγορούμενο Χ το έτος 1988, ο οποίος ασχολείτο με την εισαγωγή φρούτων και λαχανικών, μάλιστα πίστευε ότι ήταν ένας επιχειρηματίας με μεγάλη οικονομική επιφάνεια και ανέπτυξαν στενές προσωπικές σχέσεις, οι οποίες διακόπηκαν το έτος 1990. Τον Απρίλιο του έτους 2003 ο κατηγορούμενος επισκέφθηκε την εγκαλούσα και της ανέφερε ότι αντιμετώπιζε γενικώς οικονομικές δυσκολίες αλλά και διάφορα προβλήματα επικοινωνιακού τύπου με την εταιρεία που συνεργαζόταν. Συγκεκριμένα της είπε ότι είχε δημιουργήσει μία ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "BELLA FROUTA", στην οποία ήταν Διευθύνων Σύμβουλος και επιπλέον ότι είναι Διευθύνων Σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας με την επωνυμία "ΠΑΒΕΤ Α.Ε." (πρώην "ΑΓΡΟΤΥΠΟΣ Α.Ε."), με αντικείμενο την εμπορία ζωοτροφών. Επίσης της παρέστησε ότι έχει δημιουργήσει μεγάλη ακίνητη περιουσία, αποτελούμενη από μία πολυτελή κατοικία στη ..., μία πολυτελή κατοικία στο ..., δύο διαμερίσματα στην ... και ένα διαμέρισμα στο ... Οι πρόσκαιρες οικονομικές δυσχέρειες ανέκυψαν διότι η γενική συνέλευση της εταιρείας "BELLA FROUTA" αποφάσισε την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, με σκοπό, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, "να τον πετάξουν έξω". Αφού δε της εξιστόρησε τα προβλήματα που αντιμετώπιζε της ζήτησε οικονομική βοήθεια. Η εγκαλούσα του εξήγησε ότι εκείνη την περίοδο λόγω ελλείψεως οικονομικής ρευστότητας δεν μπορούσε να του δώσει χρήματα και ως εκ τούτου να τον βοηθήσει. Τέλη Νοεμβρίου του ιδίου έτους (2003) ο εκκαλών επισκέφθηκε εκ νέου την εγκαλούσα, ζητώντας της και πάλι οικονομική βοήθεια για να καλύψει κάποιες επιταγές που είχε εκδώσει σε προμηθευτές του, είχε δε εν τω μεταξύ πληροφορηθεί ότι αυτή είχε λάβει επαγγελματικό δάνειο από την EUROBAΝΚ ύψους 150.000 ευρώ, την διαβεβαίωσε δε ότι είναι απόλυτα φερέγγυος, αξιόπιστος και ιδιοκτήτης μεγάλης ακίνητης περιουσίας, η οποία θα εξασφάλιζε τις οικονομικές απαιτήσεις της εγκαλούσας σε βάρος του, που θα προέκυπταν από τον ανωτέρω δανεισμό. Με τις ανωτέρω ψευδείς παραστάσεις του έπεισε την εγκαλούσα και κατέβαλε: α) στον υπ' αριθ. ... λογαριασμό του στην Τράπεζα EUROBANK την 1.12.2003 το ποσό των 15.000 ευρώ, στις 2.12.2003, το ποσό των 15.000 ευρώ και στις 15.6.2004 το ποσό των 3.000 ευρώ και β) στις 17.5.2004, στον υπ' αριθ. ... λογαριασμό του στην Εμπορική Τράπεζα, το ποσό των 1.000 ευρώ και συνολικά το ποσό των 34.000 ευρώ. Ακολούθως, ο κατηγορούμενος έπεισε την εγκαλούσα να εκδώσει και να του παραδώσει τις εξής μεταχρονολογημένες επιταγές, οι οποίες εσύροντο όλες από τον υπ' αριθ. ... λογαριασμό της, που τηρεί στην Τράπεζα EUROBANK, είτε σε διαταγή του, προκειμένου να καλύψει υποχρεώσεις του, είτε απευθείας σε διαταγή τρίτων προσώπων, για την εξόφληση χρεών του προς αυτούς: 1) την υπ' αριθ. ... επιταγή, ποσού 10.150 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 10.6.2004, σε διαταγή του ..., 2) την υπ' αριθ. ... επιταγή, ποσού 9.500 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 30.6.2004, σε διαταγή του ..., 3) την υπ' αριθ.... επιταγή, ποσού 5.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 20.8.2004, σε διαταγή του ..., 4) την υπ' αριθ. ... επιταγή, ποσού 10.500 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 30.8.2004, σε διαταγή του ..., 5) την υπ' αριθ. ... επιταγή, ποσού 5.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 20.6.2004, σε διαταγή του ..., 6) την υπ' αριθ. ... επιταγή, ποσού 5.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 30.6.2004, σε διαταγή του ..., 7) την υπ' αριθ. ... επιταγή, ποσού 10.500 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 10.7.2004, σε διαταγή του ..., 8) την υπ' αριθ. ... επιταγή, ποσού 10.500 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 30.7.2004, σε διαταγή του ..., 9) την υπ' αριθ. ... επιταγή, ποσού 9.350 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 6.8.2004, σε διαταγή του ..., 10) την υπ' αριθ. ... επιταγή, ποσού 10.600 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 10.8.2004, σε διαταγή του ..., 11) την υπ' αριθ. ... επιταγή, ποσού 5.000 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 10.7.2004, 12) την υπ' αριθ. ... επιταγή, 4.350 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 20.9.2004, σε διαταγή του ..., 13) την υπ' αριθ. ... επιταγή, ποσού 11.500 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 20.7.2004, 14) την υπ' αριθ. ... επιταγή, ποσού 8.500 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 30.12.2004, σε διαταγή του ..., 15) την υπ' αριθ. ... επιταγή, ποσού 6.500 ευρώ, με ημερομηνία εκδόσεως 20.11.2004, σε διαταγή εμού του ιδίου (με την οποία αντικατέστησε την υπ' αριθ. ... ισόποση επιταγή με ημερομηνία εκδόσεως 20.8.2004), 16) τρεις επιταγές, ποσού 11.500, 12.500 και 11.000 ευρώ, έκαστη, σε διαταγή της ... και συνολικά επιταγές ποσού 156.950 ευρώ. Οι ανωτέρω επιταγές δεν πληρώθηκαν κατά το χρόνο πληρωμής τους με αποτέλεσμα: α) οι υπ' αριθ. ..., ..., ..., ... επιταγές καθώς και οι τρεις επιταγές εκδόσεως της ... να πληρωθούν από την ίδια την εγκαλούσα προκειμένου να μην εκδοθούν σε βάρος της διαταγές πληρωμής και β) για την υπ' αριθ. ... επιταγή, η οποία μεταβιβάστηκε από τον κατηγορούμενο στην Τράπεζα ALPHA ΒΑΝΚ "ως αξία λόγω ενεχύρου", εκδόθηκε από την τελευταία η υπ' αριθ. 39605/2004 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, σε βάρος της εγκαλούσας, με την οποία υποχρεώνεται αυτή να καταβάλει το συνολικό ποσό των 9.751 ευρώ, για την υπ' αριθ. ... επιταγή, η οποία μεταβιβάστηκε από τον κατηγορούμενο στον ..., εκδόθηκε από τον τελευταίο η υπ' αριθ. 681/2004 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Ειρηνοδικείου Νίκαιας, σε βάρος της εγκαλούσας, με την οποία υποχρεώνεται αυτή να καταβάλει το συνολικό ποσό των 5.396,88 ευρώ, για την υπ' αριθ. ... επιταγή, η οποία μεταβιβάστηκε από τον κατηγορούμενο στον ...., εκδόθηκε από τον τελευταίο η υπ' αριθ. 682/2004 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Ειρηνοδικείου Νίκαιας, σε βάρος της εγκαλούσας, με την οποία υποχρεώνεται αυτή να καταβάλει το συνολικό ποσό των 11.044, 52 ευρώ, για την υπ' αριθ. ... επιταγή, η οποία μεταβιβάστηκε από τον κατηγορούμενο στην Εμπορική Τράπεζα "ως αξία λόγω ενεχύρου", εκδόθηκε από την τελευταία η υπ' αριθ. 778/2004 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Ειρηνοδικείου Νίκαιας, σε βάρος της εγκαλούσας, με την οποία υποχρεώνεται αυτή να καταβάλει το συνολικό ποσό των 9.888 ευρώ, για την υπ' αριθ. ... επιταγή, η οποία μεταβιβάστηκε από τον κατηγορούμενο στην Εμπορική Τράπεζα "ως αξία λόγω ενεχύρου", εκδόθηκε από την τελευταία η υπ' αριθ. 779/2004 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Ειρηνοδικείου Νίκαιας, σε βάρος της εγκαλούσας, με την οποία υποχρεώνεται αυτή να καταβάλει το συνολικό ποσό των 11.240 ευρώ, για την υπ' αριθ. 0032586 επιταγή, η οποία μεταβιβάστηκε από τον κατηγορούμενο στην Πανελλήνια Τράπεζα "ως αξία λόγω ενεχύρου", εκδόθηκε από την τελευταία η υπ' αριθ. 30212/2004 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Ειρηνοδικείου Αθηνών, σε βάρος της εγκαλούσας, με την οποία υποχρεώνεται αυτή να καταβάλει το συνολικό ποσό των 6.806,78 ευρώ. Όταν η εγκαλούσα ενημέρωσε τον κατηγορούμενο για τη μη πληρωμή των επιταγών αυτών επέμενε ότι δεν υπάρχει πρόβλημα και ότι θα φροντίσει την άμεση κάλυψή τους, ώστε να μην κινηθεί η διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως σε βάρος της. Για τον λόγο αυτό μάλιστα της παρέδωσε τον Φεβρουάριο του έτους 2004, την υπ' αριθ. ... επιταγή, η οποία εσύρετο από τον υπ' αριθ. ... λογαριασμό που τηρούσε στην Πανελλήνια Τράπεζα, σε διαταγή "εμού του ιδίου", ποσού 7.500 ευρώ και με ημερομηνία εκδόσεως την 25.6.2004, την υπ' αριθ. ... επιταγή, η οποία εσύρετο από τον ίδιο ως άνω λογαριασμό που τηρούσε στην Πανελλήνια Τράπεζα, σε διαταγή "εμού του ιδίου", ποσού 5.000 ευρώ και με ημερομηνία εκδόσεως την 15.7.2004, την υπ' αριθ. ... επιταγή, η οποία εσύρετο από τον ίδιο ως άνω λογαριασμό που τηρούσε στην Πανελλήνια Τράπεζα, σε διαταγή "εμού του ιδίου", ποσού 5.000 ευρώ και με ημερομηνία εκδόσεως την 26.7.2004, καθώς και την υπ' αριθ. ... επιταγή εκδόσεως της εταιρείας με την επωνυμία "ΠΑΒΕΤ Α.Ε.", η οποία εσύρετο από τον υπ' αριθ. ... λογαριασμό που τηρούσε η ως άνω εταιρεία στην Πανελλήνια Τράπεζα, ποσού 7.900 ευρώ. Οι ανωτέρω επιταγές δεν πληρώθηκαν από τον κατηγορούμενο κατά τον χρόνο εμφανίσεώς τους στην Πανελλήνια Τράπεζα και γι' αυτό το λόγο η εγκαλούσα υποχρεώθηκε να τις πληρώσει, προκειμένου να μην εκδοθεί σε βάρος της διαταγή πληρωμής. Εκ των προεκτεθέντων συνάγεται ότι όλα τα πραγματικά περιστατικά που παρέστησε ο κατηγορούμενος στην εγκαλούσα ήσαν ψευδή και μάλιστα ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώσει του ψεύδους αυτών καθώς δεν διέθετε μεγάλη ακίνητη περιουσία, ούτε ήταν φερέγγυος, αλλά είχε συσσωρευμένα χρέη, συνεπεία των οποίων α) η πολυτελής κατοικία στη ..., εκτέθηκε σε πλειστηριασμό την 24.11.2004 δυνάμει της υπ' αριθ. ... έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού του Συμβολαιογράφου Πειραιά Μιχαήλ Λεβέντη, για τον οποίο συντάχθηκε η υπ' αριθ. 138791/2004 περίληψη κατακυρωτικής εκθέσεως, προκειμένου να ικανοποιηθεί αναγκαστικά, δυνάμει της υπ' αριθ. 2854/2003 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία κατέστη τελεσίδικη, δυνάμει της υπ' αριθ. 4767/2004 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, η απαίτηση της εταιρείας με την επωνυμία ""BELLA FROUTA Α.Ε." σε βάρος του κατηγορουμένου, ποσού 409.660 ευρώ, β) η πολυτελής κατοικία στη θέση ... της Κοινότητας ..., επρόκειτο να εκτεθεί σε πλειστηριασμό την 6.2.2008 δυνάμει της υπ' αριθ. 1861/2007 περίληψης έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού του Δικαστικού Επιμελητή στο πρωτοδικείο Αθηνών ..., προκειμένου να ικανοποιηθεί αναγκαστικά, δυνάμει της υπ' αριθ. 2854/2003 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία κατέστη τελεσίδικη δυνάμει της υπ' αριθ. 4767/2004 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, η απαίτηση της εταιρείας με την επωνυμία "BELLA FROUTA Α.Ε." σε βάρος του κατηγορουμένου, ποσού 1.360.500 ευρώ, γ) τα διαμερίσματα στην Αγία Παρασκευή Αττικής, επρόκειτο να εκτεθούν σε πλειστηριασμό την 9.1.2008 δυνάμει της υπ' αριθ. 1860/2007 περίληψης έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού του ως άνω Δικαστικού Επιμελητή, προκειμένου να ικανοποιηθεί αναγκαστικά, δυνάμει της υπ' αριθ. 2854/2003 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία κατέστη τελεσίδικη δυνάμει της υπ' αριθ. 4767/2004 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, η απαίτηση της εταιρείας με την επωνυμία "BELLA FROUTA Α.Ε." σε βάρος του κατηγορουμένου, ποσού 1.360.500 ευρώ, όλα δε τα ακίνητά του αποδείχθηκε ότι ήταν βεβαρημένα με πλήθος βαρών (προσημειώσεις υποθηκών, υποθήκες και κατασχέσεις), η δε εγκαλούσα πειθόμενη από τις προεκτεθείσες ψευδείς παραστάσεις και διαβεβαιώσεις του του δάνεισε τα ως άνω χρηματικά ποσά, ενώ αν γνώριζε την αληθινή κατάσταση των πραγμάτων, ότι δηλαδή ο εκκαλών - κατηγορούμενος είχε συσσωρευμένα χρέη και ότι τα ακίνητά του ήταν βεβαρημένα και ότι δεν είχε επέλθει συμφωνία για τη ρύθμιση των χρεών του, δεν θα δέχονταν να προβεί στον ανωτέρω δανεισμό. Ο εκκαλών - κατηγορούμενος αρνείται τις αποδιδόμενες σε βάρος του κατηγορίες και υποστηρίζει ότι και να γίνει δεκτό ότι υπάρχει σχέση, αυτή αποτελεί αστική συναλλαγή και όχι κακούργημα και τα ποινικά δικαστήρια δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τα αστικά και ούτε να γίνουν εισπράκτορες απαιτήσεων, παραδέχεται όμως ότι πράγματι συναλλάχθηκε με την εγκαλούσα και ότι της ζήτησε να του δανείσει το ποσό των 34.000 ευρώ. Ως προς τις επιταγές υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει πλαστογραφία ούτε απάτη καθώς η εγκαλούσα γνώριζε την οικονομική του κατάσταση και είχε συναινέσει γι' αυτές και ότι μεθόδευσε την έγκλησή της προκειμένου να αποφύγει τις δικές της ευθύνες. Οι ισχυρισμοί του αυτοί δεν είναι πειστικοί διότι δεν επιβεβαιώνονται από κανένα στοιχείο της δικογραφίας και περαιτέρω δεν δίδει κάποια εξήγηση για ποιο λόγο η εγκαλούσα αν πράγματι ήθελε να αποφύγει τις ατομικές της ευθύνες, πλήρωσε το μεγαλύτερο μέρος των επιταγών. Επίσης ισχυρίζεται ότι είναι πράγματι κύριος μεγάλης ακίνητης περιουσίας και ότι όσον αφορά τους πλειστηριασμούς των ακινήτων αυτοί έχουν ακυρωθεί και εκκρεμεί η υπόθεση στον Άρειο Πάγο. Η ακύρωση όμως των πλειστηριασμών και η αναμονή εκδόσεως αποφάσεως από τον Άρειο Πάγο δεν καθιστά τα ακίνητα ελεύθερα βαρών, ούτε καθιστά τον κατηγορούμενο φερέγγυο πρόσωπο με δυνατότητα καλύψεως των οικονομικών του υποχρεώσεων καθώς από το σύνολο των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει ότι όλα τα ακίνητά του είναι βεβαρημένα με πλήθος υποθηκών από πολλούς πιστωτές του. Οι ισχυρισμοί της εγκαλούσας επιβεβαιώνονται από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων ..., ..., ..., ..., .... Από τα προεκτεθέντα αποδεικνύεται ότι εξαιτίας της συμπεριφοράς του κατηγορουμένου προκλήθηκε ζημία στην περιουσία της εγκαλούσας Ψ συνολικού ύψους 190.950 ευρώ. Περαιτέρω, προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος επέστρεψε στην εγκαλούσα ποσό 25.000 ευρώ, γεγονός το οποίο συνομολογεί και η ίδια και συνεπώς η συνολική της ζημία ανέρχεται στο ποσό των 165.950 ευρώ. Από τα παραπάνω δε προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, καθόσον από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης του και την υποδομή που είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προέκυψε σκοπός του για πορισμό με τον τρόπο αυτό εισοδήματος για βιοπορισμό, ενώ από την κατά συνήθεια τέλεσή της προέκυψε σταθερή ροπή του για τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του". Με βάση όλα αυτά, τα οποία προέκυψαν από τα υπάρχοντα στη δικογραφία αποδεικτικά στοιχεία, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος της αξιόποινης πράξεως της απάτης σε βαθμό κακουργήματος και, επομένως, ορθώς το πρωτοβάθμιο δικαστικό συμβούλιο παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα στο ακροατήριο για την πράξη αυτή, ακολούθως δε απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση του αναιρεσείοντος και επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα. Με τις παραδοχές αυτές, το προσβαλλόμενο βούλευμα διέλαβε την απαιτούμενη κατά τις ως άνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα αιτιολόγησε τη συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος της απάτης, καθώς και των στοιχείων της κατ' επάγγελμα τέλεσης, περιέχει δε με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν και τις σκέψεις περί του ότι υπάρχουν οι απαιτούμενες επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, αιτιολογείται με πληρότητα η τέλεση του εγκλήματος της απάτης από τον αναιρεσείοντα με την αναφορά στο σκεπτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος α) του σκοπού του να περιποιήσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος, β) της εν γνώσει αυτού παραστάσεως ψευδών γεγονότων ως αληθινών, ότι, δηλαδή, είχε μεγάλη ακίνητη περιουσία, ότι ήταν επιτυχημένος επιχειρηματίας, ότι είχε δημιουργήσει την εταιρεία "BELLA FROUTA ΑΕ" και ήταν διευθύνων σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας "ΠΑΒΕΤ ΑΕ" και ότι ήταν φερέγγυος, από την οποία (παράσταση), ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε η εγκαλούσα και προέβη στην επιζήμια για την ίδια συμπεριφορά, στην καταβολή, δηλαδή, σ' αυτόν μετρητών και στην παράδοση επιταγών, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα και γ) της βλάβης ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, ήτοι της παθούσας εγκαλούσας, περιουσίας, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την ως άνω παραπλανητική ενέργεια του αναιρεσείοντος. Το Συμβούλιο, ακόμη, εκθέτει ότι τα ακίνητα του αναιρεσείοντος ήταν βεβαρημένα με πλήθος βαρών (προσημειώσεις υποθηκών, υποθήκες και κατασχέσεις) και ότι η πολυτελής κατοικία στη ... εκτέθηκε, ενώ τα λοιπά ακίνητα επρόκειτο να εκτεθούν σε πλειστηριασμό, δεν είχε δε υποχρέωση, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να εξειδικεύσει περισσότερο τα βάρη των ακινήτων κατά το χρόνο των ψευδών παραστάσεων, ούτε ποια ήταν η αγοραία αξία του κάθε ακινήτου, ούτε ποια ήταν τα συσσωρευμένα χρέη του. Ακόμη, δεν δημιουργείται αντίφαση από το ότι το Συμβούλιο δέχεται ότι η απάτη συνίστατο στην ψευδή παράσταση ότι ο αναιρεσείων ήταν ιδιοκτήτης μεγάλης ακίνητης περιουσίας που θα εξασφάλιζε τις οικονομικές απαιτήσεις της εγκαλούσας, ενώ, σε άλλο σημείο του βουλεύματος, δέχεται ότι η απάτη συνίστατο στην αποσιώπηση ότι τα ακίνητά του ήταν βεβαρημένα και είχε αυτός συσσωρευμένα χρέη. Ούτε από το ότι δέχεται ότι παρέστησε αυτός στην εγκαλούσα ότι αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες και της ζήτησε να του δανείσει το ποσό των 190.000 ευρώ προκειμένου να εξοφλήσει ισόποσα χρέη, ενώ σε άλλο σημείο δέχεται ότι της παρέστησε ψευδώς ότι ήταν φερέγγυος και ότι είχε επέλθει συμφωνία για ρύθμιση των χρεών του, εφόσον από το σύνολο των παραδοχών του στο σκεπτικό και στο διατακτικό του βουλεύματος, που αλληλοσυμπληρώνονται, προκύπτει σαφώς ότι στην πραγματικότητα δέχθηκε ότι η απάτη τελέσθηκε με ψευδείς παραστάσεις, τα δε επί πλέον αναφερόμενα δεν διαφοροποιούν τον τρόπο τελέσεως, αλλά προσδιορίζουν το δόλο του αναιρεσείοντος. Αιτιολογείται, ακόμη, πλήρως η επιβαρυντική περίσταση της κατ' επάγγελμα τέλεσης της ως άνω αξιόποινης πράξεως, η οποία προσδίδει σ' αυτήν την κακουργηματική της μορφή, με την αναφορά της επανειλημμένης τέλεσής της, η οποία προκύπτει από το σύνολο των παραδοχών του βουλεύματος. Η υποδομή που είχε διαμορφώσει ο αναιρεσείων με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης δεν εξειδικεύεται σε τι συνίσταται, πλην η πλημμέλεια αυτή δεν ασκεί επιρροή, εφόσον για τη στοιχειοθέτηση της επιβαρυντικής περιπτώσεως της κατ' επάγγελμα τέλεσης της πράξης αρκεί το ότι αιτιολογείται μόνο η επανειλημμένη τέλεση της πράξης, η οποία συνάγεται από το σύνολο των παραδοχών του βουλεύματος, εφόσον πρόκειται για κατ' εξακολούθηση έγκλημα. Όσον αφορά την επιβαρυντική περίπτωση της κατά συνήθεια τέλεσης της πράξης της απάτης, ναι μεν επαναλαμβάνεται η διατύπωση του νόμου και, επομένως, ως προς αυτήν η αιτιολογία δεν θεωρείται ειδική και εμπεριστατωμένη, πλην και η πλημμέλεια αυτή δεν οδηγεί σε αναίρεση του βουλεύματος, γιατί ο κακουργηματικός χαρακτήρας της αξιόποινης πράξης της απάτης, για την οποία παραπέμφθηκε ο αναιρεσείων, και χωρίς την επιβαρυντική αυτή περίπτωση, δεν μεταβάλλεται, αφενός λόγω της κατ' επάγγελμα τέλεσης και αφετέρου γιατί το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ.
Επομένως, οι σχετικοί από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠοινΔ πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για έλλειψη της κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ το αίτημα του αναιρεσείοντος Χ για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο Συμβούλιο.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ' αριθ. 73/13 Απριλίου 2009 αίτηση του ανωτέρω για αναίρεση του υπ' αριθ. 409/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 9 Δεκεμβρίου 2009.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ