Αριθμός 383/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ασπασία Μαγιάκου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Παρασκευή Καλαϊτζή, Γεώργιο Παπανδρέου-Εισηγητή, Αναστασία Περιστεράκη, Μαρία Μουλιανιτάκη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 13 Ιανουαρίου 2021, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Εμμανουέλα Πανοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Χ. Τ. του Ι., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Απόστολο Αποστολάκη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 09-01-2012 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χανίων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 210/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 19/2016 του Μονομελούς Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 19-01-2017 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
[1] Με την από 19-01-2017 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα 19/2016 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Κρήτης (τακτικής διαδικασίας), με την οποία έγινε δεκτή τυπικά και απορρίφθηκε κατ' ουσία έφεση του ήδη αναιρείοντος-εναγομένου κατά της 210/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων (με την οποία είχε γίνει δεκτή από 09-01-2012 αγωγή άρθρου 6 παρ.2 ν.2664/1998, του αναιρεσιβλήτου). Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558,560, 566§1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577§1 ΚΠολΔ) και πρέπει και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577§3 ΚΠολΔ).
[2] Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι λόγος αναιρέσεως για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένως, η δε παράβαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΑΠ 319/2017). Η αναιρετική πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ ιδρύεται μόνο σε περίπτωση που ο φερόμενος ως παραβιαζόμενος κανόνας είναι ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή, κανόνας που ρυθμίζει τις βιοτικές σχέσεις, την κτήση των δικαιωμάτων και τη γένεση των υποχρεώσεων (ΑΠ 868/2018). Άρα δεν ιδρύεται η ίδια αυτή πλημμέλεια επί παραβάσεων κανόνων δικονομικού δικαίου, ήτοι κανόνων που καθορίζουν τον τρόπο, τα όργανα και τη μορφή της ένδικης προστασίας.
Τέτοια διάταξη είναι και αυτή του άρθρου 54Απαρ. 5 του Ν. 4174/2013 κατά την οποία "είναι απαράδεκτη η συζήτηση ενώπιον δικαστηρίου εμπράγματης αγωγής επί ακινήτου, πλην της μονομερούς εγγραφής υποθήκης ή προσημείωσης υποθήκης ή της άρσης κατάσχεσης ,αν δεν προσκομισθεί από υπόχρεο σε ΕΝΦΙΑ, το πιστοποιητικό των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου αυτού" [περί καταβολής του φόρου ή απαλλαγής της σχετικής υποχρέωσης]. (ΑΠ 757/2017).
Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 14 ΚΠολΔ υπάρχει λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από το δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό δίκαιο και μόνο. Έτσι, σε περίπτωση παράλειψης κήρυξης προσωρινού απαραδέκτου, όπως είναι το απαράδεκτο της συζήτησης, ο πιο πάνω λόγος ιδρύεται, όταν το απαράδεκτο αυτό επιβάλλεται από το νόμο προς κατοχύρωση του αποτελέσματος της ακυρότητας άλλης διαδικαστικής πράξης, που προηγήθηκε ή (και) προς εξασφάλιση της άσκησης δικονομικού δικαιώματος (ΟλΑΠ 12/2000). Απαράδεκτο, η μη κήρυξη του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας δημιουργεί τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, δεν καθιερώνεται, όταν οι επιταγές για αναβολή της συζήτησης ή αναστολής της προόδου της δίκης περιέχονται όχι στις διατάξεις του ΚΠολΔ, που ρυθμίζουν την πορεία της διαδικασίας, αλλά σε διατάξεις νόμων που επιδιώκουν φορολογικούς σκοπούς, γιατί οι τελευταίοι μπορεί να επιτευχθούν και με άλλα μέσα, δηλαδή, την ενέργεια των φορολογικών οργάνων, χωρίς να απαιτείται η αναίρεση της απόφασης για την επίτευξη των επιδιωκόμενων φορολογικών σκοπών, οι οποίοι δεν έχουν επίδραση στην έκβαση της δίκης και, συνακόλουθα, στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης (ΟλΑΠ 1331/1985). Τέτοια διάταξη είναι και η προαναφερθείσα του άρθρου 54Α παρ. 5 του Ν. 4174/2013.
[3] Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και, ιδίως, αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α' του Συντάγματος, που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά "έλλειψη αιτιολογίας", ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της "ανεπαρκής αιτιολογία", ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους "αντιφατική αιτιολογία" (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ ΑΠ 15/2006).
Εξάλλου, με τον από τον αρ. 19 του άρθρ. 559 του ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως ελέγχονται οι παραβιάσεις κανόνων ουσιαστικού και όχι δικονομικού δικαίου (ΑΠ 1908/2008). Για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση εξαιτίας ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, στο αναιρετήριο, πλην της αναφοράς στη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, του προταθέντος ουσιώδους αυτοτελούς ισχυρισμού και των θεμελιούντων αυτόν πραγματικών περιστατικών πρέπει το μεν να αναφέρονται οι ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, το δε να εξειδικεύονται οι ανεπάρκειες ή οι αντιφάσεις που προσάπτονται στις ως άνω παραδοχές, δηλαδή, να διαλαμβάνεται ποιες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας ή που εντοπίζονται οι αντιφάσεις (ΑΠ 319/2017)
[4] Από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) προκύπτουν τα εξής:
Ο αναιρεσίβλητος με την από 09-01-2012 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων ισχυριζόμενος ότι είναι κύριος του αναφερόμενου σ'αυτή ακινήτου ζήτησε να αναγνωρισθεί η κυριότητά του και να διαταχθεί η διόρθωση στα κτηματολογικά βιβλία του κτηματολογικού γραφείου Χανίων της ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς το επίδικο ακίνητο, του οποίου ως κύριος ενεγράφη εσφαλμένα το αναιρεσείον - εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο.
Η αγωγή έγινε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη με την 210/2014 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου.
Κατ' αυτής το εναγόμενο άσκησε έφεση, επικαλούμενο ότι το δικαστήριο κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 54Α παρ. 5 του ν. 4174/2013 δεν κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής γιατί ο ενάγων δεν προσκόμισε το πιστοποιητικό ΕΝΦΙΑ.
Το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε το σχετικό λόγο έφεσης με την ακόλουθη αιτιολογία:
«| Με το Ν. 4233/2013 προβλέφθηκε η επιβολή του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α) και δη στο άρθρο 1 αυτού ορίζεται:
"1. Από το έτος 2014 και για κάθε επόμενο έτος επιβάλλεται Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) στα δικαιώματα της παραγράφου 2 του παρόντος, σε ακίνητα που βρίσκονται στην Ελλάδα και ανήκουν σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή κάθε είδους νομικές οντότητες την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους.
2. Ο ΕΝ.Φ.Ι.Α. επιβάλλεται στα εμπράγματα δικαιώματα της πλήρους κυριότητας, της ψιλής κυριότητας, της επικαρπίας, της οίκησης και της επιφάνειας επί του ακινήτου [...]. Εξαιρετικά, επιβάλλεται και στο δικαίωμα της νομής ή οιονεί νομής, της κατοχής, [...]."•
Στο άρθρο 2 αυτού:
" 1. Υποκείμενο του ΕΝ.Φ.Ι.Α. είναι κάθε πρόσωπο ή οντότητα του άρθρου 1, ανάλογα με το δικαίωμα και το ποσοστό του, και ειδικότερα:
α) Αυτός που αποκτά δικαίωμα σε ακίνητο από οποιαδήποτε αιτία, από την ημερομηνία σύνταξης του οριστικού συμβολαίου κτήσης ή από την ημερομηνία τελεσιδικίας της δικαστικής απόφασης με την οποία αναγνωρίζεται δικαίωμα ή καταδικάζεται ο δικαιοπάροχος σε δήλωση βουλήσεως [...],
γ) Ο κληρονόμος και ειδικότερα: αα) [...], ββ) Ο εξ αδιαθέτου κληρονόμος, εφόσον δεν έχει δημοσιευθεί διαθήκη μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου της φορολογίας έτους [...],
ζ) Ο νομέας επίδικου ακινήτου. Αν το ακίνητο εκνικηθεί με τελεσίδικη απόφαση, ο ΕΝ.Φ.Ι.Α., που καταβλήθηκε, δεν επιστρέφεται [...].
3. Ο πλήρης κύριος υποχρεούται στην καταβολή του συνολικού ΕΝ.Φ.Ι.Α. που βαρύνει το ακίνητο κατά το ποσοστό συνιδιοκτησίας του [...].
8. Για την εφαρμογή του ΕΝ.ΦΙ.Α ακίνητα που δεν ιδιοχρησιμοποιούνται από το υποκείμενο του ΕΝ.Φ.Ι.Α θεωρούνται αυτά τα οποία εκμισθώνονται ή παραχωρούνται καθ' οιονδήποτε τρόπο σε τρίτο. Τα ακίνητα που δεν εμπίπτουν στο προηγούμενο εδάφιο θεωρούνται ιδιοχρησιμοποιούμενα [...]"•
Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 4223/2013, όπως αυτή ήδη τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ. γ αρ. 5 του Ν 4254/2014:
"Μετά το άρθρο 54 του ν. 4174/2013 προστίθεται νέο άρθρο 54Α που έχει ως εξής:
"Άρθρο 54Α Υποχρεώσεις τρίτων για τον Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων.
1. Είναι αυτοδικαίως άκυρη κάθε υποσχετική ή εκποιητική δικαιοπραξία με την οποία συστήνονται, μεταβάλλονται, αλλοιώνονται ή μεταβιβάζονται, από οποιαδήποτε αιτία δικαιώματα επί ακινήτου ή παρέχεται δικαίωμα προσημείωσης ή υποθήκης σε αυτό, αν δεν μνημονεύεται και δεν επισυνάπτεται από το συμβολαιογράφο στο συμβόλαιο που συντάσσει, πιστοποιητικό της Φορολογικής Διοίκησης, με το οποίο πιστοποιείται ότι το ίδιο ακίνητο, με τα ίδια στοιχεία, περιλαμβάνεται στη δήλωση Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων, καθώς και ότι ο φορολογούμενος έχει καταβάλει, ή νόμιμα απαλλαγεί από τον ΕΝ.Φ.Ι.Α. για το συγκεκριμένο ακίνητο και έχει καταβάλει τις ληξιπρόθεσμες δόσεις, έχει ρυθμίσει ή έχει νόμιμα απαλλαγεί από τον ΕΝ.Φ.Ι.Α. για τα υπόλοιπα ακίνητα, για τα οποία είναι υπόχρεος για τα πέντε (5) προηγούμενα έτη. Αυτοδικαίως άκυρος είναι ο συμβολαιογραφικός τίτλος και για τη σύνταξη κατακυρωτικής έκθεσης επί εκούσιου πλειστηριασμού.
[…]
3. Εάν δεν είναι δυνατή η επισύναψη στο συμβολαιογραφικό έγγραφο του πιστοποιητικού του ΕΝ.Φ.Ι.Α. της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού για τα πέντε (5) προηγούμενα της μεταβίβασης έτη, επισυνάπτεται για τα υπόλοιπα έτη το πιστοποιητικό του άρθρου 48 του ν. 3842/2010 (Α' 58) με το οποίο πιστοποιείται ότι το ίδιο ακίνητο, με τα ίδια στοιχεία, περιλαμβάνεται στη δήλωση φόρου ακίνητης περιουσίας (Φ.Α.Π.), καθώς και ότι ο φορολογούμενος έχει καταβάλει το Φ.Α.Π. για το συγκεκριμένο ακίνητο και ότι έχει καταβάλει τις ληξιπρόθεσμες δόσεις του Φ.Α.Π. ή έχει ρυθμίσει το Φ.Α.Π. για τα υπόλοιπα ακίνητα, για τα οποία είναι υπόχρεος για τα προηγούμενα έτη.
[...]
5. Είναι απαράδεκτη η συζήτηση ενώπιον δικαστηρίου εμπράγματης αγωγής επί ακινήτου, πλην της μονομερούς εγγραφής υποθήκης ή προσημείωσης υποθήκης ή της άρσης κατάσχεσης, αν δεν προσκομισθεί από τον υπόχρεο σε ΕΝ.Φ.Ι.Α., το πιστοποιητικό των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου αυτού."
Η τελευταία αυτή διάταξη, περί απαραδέκτου της συζητήσεως εμπράγματης αγωγής, που είναι προφανές ότι είναι φορολογικής φύσης, θίγει, παραβιάζει και έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.) και τις διατάξεις των άρθρων 17, 20 και 25 του Συντάγματος (δικαίωμα της ιδιοκτησίας, δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας και αρχή της αναλογικότητας). Ειδικότερα, στο άρθρο 20 παράγραφος 1 του Συντάγματος, το οποίο συμφωνεί και με το άρθρο 6 παράγραφος 1 της ΕΣΔΑ, κατοχυρώνεται το θεμελιώδες δικαίωμα του πολίτη για παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, αποτελεί δε θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου. Οι δικονομικές λεπτομέρειες που είναι επιτρεπτό να καθορίζει κάθε κράτος μέλος της Ένωσης δεν επιτρέπεται να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων των πολιτών. Εξάλλου, στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ που κυρώθηκε μαζί με τη Σύμβαση με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (ΦΕΚ Α' 256) ορίζεται ότι "Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύι νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων". Με τις διατάξεις αυτές με τις οποίες κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, αναγνωρίζεται παράλληλα η εξουσία των Κρατών προς επιβολή φόρων και θέσπιση μέτρων προς εξασφάλιση της καταβολής τους. Τα Κράτη διαθέτουν ευρύτατη εξουσία ως προς τον προσδιορισμό των φόρων και τους τρόπους εισπράξεως τους κατ' εκτίμηση των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων τους. 'Ομως, εφόσον η επιβολή φορολογίας αποτελεί επέμβαση στην περιουσία του προσώπου, πρέπει η σχετική ρύθμιση να αποτελεί μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του δημοσίου συμφέροντος και των επιταγών προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπό την έννοια της ύπαρξης αναλογίας μεταξύ χρησιμοποιουμένων μέσων και επιδιωκομένων σκοπών, ενόψει μάλιστα και της, κατά το χρόνο θέσπισης της ως άνω φορολογικής διάταξης, ιδιαιτέρως δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας (συνεχούς μείωσης μισθών και συντάξεων και επιβολής αλλεπαλλήλων φορολογικών βαρών επί εισοδημάτων και περιουσιών). Ο δικονομικός φραγμός, που τίθεται από τις παραπάνω διατάξεις, ήδη σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας υπό το φως των σημερινών δυσχερών οικονομικών συνθηκών, που βιώνουν οι πολίτες που φέρουν το βάρος αυτών, ουσιαστικά στερεί αυτούς της απλής δυνατότητας προσφυγής στο δικαστήριο. Το απλό ταμειακό συμφέρον, που προκύπτει, δεν συνιστά λόγο γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, για τον οποίο θεσπίζεται η παραπάνω διάταξη ως αναγκαία προϋπόθεση του παραδεκτού κάθε εμπράγματης αγωγής. Ενώ, δεν φαίνεται να υπάρχει καμία αναλογία, που επιβάλλεται να τηρείται, μεταξύ του νομοθετικά προστατευόμενου δικαιώματος του ατόμου και του σκοπού που το νομοθέτημα εξυπηρετεί. Επομένως, η παραπάνω ρύθμιση συντελεί απλά σε άνιση μεταχείριση των πολιτών του, από το ίδιο το κράτος, που τίθεται σε πλεονεκτική θέση έναντι αυτών, εξασφαλίζοντας πρωταρχικά και κύρια το δικό του δημοσιονομικό οικονομικό συμφέρον, συρρικνώνοντας το ατομικό δικαίωμα των πολιτών του σε εύκολη πρόσβαση στα δικαστήρια, την οποία θα έπρεπε να εγγυάται και όχι να χρησιμοποιεί τη Δικαιοσύνη και την ευχέρεια προσφυγής σε αυτήν ως μέσο πίεσης για την τακτοποίηση των φορολογικών υποχρεώσεων των πολιτών. Επιπλέον, η επιβολή φόρου ακίνητης περιουσίας, παράλληλα προς υφιστάμενους άλλους φόρους, δεν πρέπει να θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και δεν πρέπει να εξαρτά το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του πολίτη να προσφύγει στη Δικαιοσύνη από τις συγκεκριμένες φορολογικές του υποχρεώσεις. Διαφορετικά θα ελλοχεύει ο κίνδυνος ο υπερχρεωμένος ιδιοκτήτης να μην είναι σε θέση να προσκομίσει το ως άνω πιστοποιητικό και η εμπράγματη αγωγή του με την οποία ζητεί να προστατεύσει το δικαίωμα της κυριότητάς του, που του παρέχει άμεση, απόλυτη και καθολική εξουσία πάνω στο ακίνητο (άρθρα 973 και 1000 του ΑΚ), θα πρέπει να μην εκδικασθεί για λόγους μη ουσιαστικούς, αφού το δικαστήριο δεν θα υπεισέρχεται στην ουσία της ένδικης διαφοράς και έτσι ο πολίτης θα στερείται ουσιαστικά της εξουσίας να απαγορεύει απόλυτα κάθε επέμβαση τρίτου στο ακίνητο του χωρίς την άδεια του και θα βρίσκεται εκτεθειμένος και απροστάτευτος απέναντι στην αυθαιρεσία του οποιουδήποτε καταπατητή. Εν κατακλείδι, δεν θα μπορούσε μια καθαρά φορολογικού χαρακτήρα διάταξη, που δεν αφορά στην προστασία των συναλλασσομένων σε σχέση με τα ακίνητα ή δεν επιδιώκει την παροχή δικαστικής προστασίας, να αποτελεί ειδική διαδικαστική προϋπόθεση μιας εμπράγματης αγωγής και προαπαιτούμενο προκειμένου να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας. Άλλωστε, στόχος της δίκης πρέπει να είναι πάντοτε η έκδοση απόφασης επί της ουσίας και οι διαδικαστικές προϋποθέσεις πρέπει να έχουν σκοπό να εξασφαλίσουν την ομαλή και απρόσκοπτη ροή της διαδικασίας και να αποτελούν εγγυήσεις ορθής δικαστικής απόφασης (βλ ΟλΣΤΕ 601/2012 NOB 2012.376, ΟλΣΤΕ 3087/2011, ΟλΕλΣυν 2006/2008, ΑΠ 293/2014, ΑΠ 1164/2009, ΑΠ 205/2006 Α δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕΔΔΑ απόφαση της 2.12.1985 «Svenska κατά Σουηδίας» αριθμ. 1 1036/84, απόφαση της 14.12.1988 «Wasa κατά Σουηδίας» αριθμ. 13013/87, απόφαση της 16.1.1995 «Ricardo Travers κατά Ιταλίας» αριθμ. 15117/89, Νικόλαος Νίκας Πολιτική Δικονομία I σ. 415).
Με τον πρώτο λόγο της έφεσης του το εκκαλούν παραπονείται ότι η αγωγή έπρεπε ν'απορριφθεί ως απαράδεκτη σύμφωνα με το άρθρο 54Α παρ.5 του Ν.4174/2013, επειδή δεν προσκομίστηκε από τον ενάγοντα το πιστοποιητικό καταβολής ΕΝΦΙΑ, για το παραδεκτό της συζήτησης.
Η διάταξη του προαναφερόμενου άρθρου, σύμφωνα με όσα στη μείζονα σκέψη αναφέρθηκαν έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τα άρθρα 17,20 και 25 του Συντάγματος, καθώς και με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και επομένως δεν πρέπει να εφαρμοστεί.
Συνεπώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο όμοια έκρινε και δεν απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη, δεν έσφαλε και για το λόγο αυτό ο πρώτος λόγος της έφεσης πρέπει ν'απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος |».
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε κατ' ουσία την έφεση του εναγομένου - αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, επικυρώνοντας την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που είχε κρίνει ομοίως.
Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια της παραβίασης κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνίσταται, κατά τα εκτιθέμενα στο αναιρετήριο, στο ότι με αυτή (απόφαση) απορρίφθηκε ως απαράδεκτος ο προταθείς από το αναιρεσείον με σχετικό λόγο έφεσης ισχυρισμός περί κηρύξεως απαράδεκτης της συζήτησης της αγωγής λόγω μη προσκόμισης από τον αναιρεσίβλητο του πιστοποιητικού Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτου (ΕΝΦΙΑ), παραβιάζοντας έτσι τη διάταξη του άρθρου 54Α παράγραφος 5 του νόμου 4174/2013. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, προεχόντως, ως απαράδεκτος, διότι η φερόμενη ως παραβιασθείσα διάταξη είναι τοιαύτη δικονομικού και όχι ουσιαστικού δικαίου.
Ο λόγος αυτός, εκτιμώμενος ως πλημμέλεια από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ της παρά το νόμο απόρριψης του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος περί απαραδέκτου της συζήτησης της ένδικης αγωγής, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος γιατί η επιταγή για το απαράδεκτο της συζήτησης περιέχεται όχι στις διατάξεις του ΚΠολΔ, που ρυθμίζουν την πορεία της διαδικασίας, αλλά σε διατάξεις νόμων που επιδιώκουν φορολογικούς σκοπούς, οι οποίοι μπορεί να επιτευχθούν και με άλλα μέσα, δηλαδή, με την ενέργεια των φορολογικών οργάνων, χωρίς να απαιτείται η αναίρεση της απόφασης για την επίτευξη των επιδιωκόμενων φορολογικών σκοπών, οι οποίοι δεν έχουν επίδραση στην έκβαση της δίκης και, συνακόλουθα, στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Επιπλέον η εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης άρθρου 54Α παρ. 5 του ν. 4174/2013 περί απαραδέκτου της συζήτηση της ένδικης αγωγής προσκρούει στις διατάξεις των άρθρων 17, 20 και 25 του Συντάγματος καθώς και του άρθρου 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, όπως με πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες εκτίθεται στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης.
Με το δεύτερο αναιρετικό λόγο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια εκ του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ για ανεπάρκεια αιτιολογίας γιατί "δεν αιτιολογεί επαρκώς την κρίση του περί αντισυνταγματικότητας της επίμαχης διάταξης" (άρθρο 54Α παρ.5 ν. 4174/2003). Με το περιεχόμενο αυτό ο δεύτερος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, γιατί η φερόμενη ως παραβιασθείσα διάταξη είναι δικονομικού και όχι ουσιαστικού δικαίου και, επιπλέον, ως αόριστος, διότι δεν αναφέρει το αναιρεσείον σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια των αιτιολογιών της προσβαλλόμενης απόφασης και, συγκεκριμένα, ποιες επί πλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση.
Ενόψει τούτων η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί. Το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, λόγω της ήττας του (άρθρ. 183 και 176 ΚΠολΔ) πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία όμως θα καταλογισθούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 του ΕισΝΚΠολΔ και όπως τούτο ισχύει μετά την υπ' αριθμ. 134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β' 11/20.1.1993) που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του Ν. 1738/1987.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 19-01-2017 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της υπ' αριθμ. 19/2016 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Κρήτης. Και
Καταδικάζει το αναιρεσείον στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει σε τριακόσια (300) Ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 29 Μαρτίου 2021.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ