Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Συναυτουργία, Εξακολουθούν έγκλημα.
Περίληψη:
Απάτη κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση από την οποία η προξενηθείσα ζημιά και το αντίστοιχο όφελος υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 €. Έννοια όρων. Το κατ' εξακολούθηση έγκλημα αποτελεί ιδιάζουσα περίπτωση ομοειδούς πραγματικής συρροής, εις το δικαστήριο δε της ουσίας εναπόκειται η κρίση αν πλείονες ομοειδείς πράξεις του αυτού προσώπου δύνανται να θεωρηθούν ότι τελούν σε ενότητα εγκληματικής αποφάσεως ως εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος. Λόγος της αιτήσεως, η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, με την αιτίαση ότι ήταν απλός υπάλληλος της ανώνυμης εταιρίας, στην οποία νόμιμος εκπρόσωπος ήταν ο συγκατηγορούμενος αδελφός του, κατ' εσφαλμένη κρίση, δεν έγινε δεκτή η έφεση του κατά του πρωτοδίκου παραπεμπτικού για κακουργηματική απάτη, βουλεύματος. Αίτημα να εξεταστούν αυτεπαγγέλτως και οι λοιποί από το άρθρο 484 § 1 ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως Απορρίπτει αίτηση.
Αριθμός 1487/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη Αντιπρόεδρο, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο-Εισηγητή και Παναγιώτη Ρουμπή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 27 Απριλίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, Χ1, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1802/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2.
Με πολιτικώς ενάγουσα την εταιρεία με την επωνυμία "Ψ ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε", που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Οκτωβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1440/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Τσάγγα με αριθμό 104/12-3-2010, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω κατ' άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ. την υπ' αριθμ. 180/8-10-2009 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατοίκου ..., την οποία άσκησε μέσω της πληρεξουσίας Δικηγόρου Χρυσάνθης Τσιμπινού του Ιωάννη του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (ΑΜ ΔΣΑ 17085), οδός ..., δυνάμει του από 6-10-2009 ειδικού πληρεξουσίου, κατά του υπ' αριθμ. 1802/21-9-2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα :
Με το προσβαλλόμενο βούλευμα απορρίφθηκε κατ' ουσία η υπ' αριθμ. 30/26-1-2009 έφεση του κατηγορουμένου και νυν αναιρεσείοντος κατά του υπ' αριθμ. 3748/29-12-2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για την αξιόποινη πράξη της κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση από της από την οποία η προξενηθείσα ζημία και το αντίστοιχο όφελος υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ΕΥΡΩ ή 25.000.000 δραχμών (άρθρα 26 παρ. 1 α, 27 παρ.1, 45, 98 και 386 παρ. 1 β - α, 3β Π.Κ. όπως η παράγραφος 3 του άρθρου 386 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/3-6-1999 ενώ τα ποσά μετατράπηκαν σε ευρώ με τα άρθρα 3-5 του Ν. 2943/2001).
Η ως άνω αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα, από πρόσωπο δικαιούμενο προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση σύμφωνα με τα άρθρα 473 παρ. 1, 474 και 482 παρ. 1 και 2 Κ.Π.Δ. όπως η παράγραφος 2 του άρθρου 482 καταργήθηκε και η παράγραφος 3 αυτού αναριθμήθηκε ως παράγραφος 2 με το άρθρο 18 παρ. 2 του Ν. 3346/17-6-2005, με δήλωση στη Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών ..., για την οποία έχει συνταχθεί η προαναφερομένη έκθεση, το δε προσβαλλόμενο βούλευμα έχει επιδοθεί στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο με θυροκόλληση στις 28-9-2009 και στον αντίκλητό του Δικηγόρο Αθηνών ... ομοίως στις 28-9-2009 σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 155 Κ.Π.Δ. και πρέπει ως εκ τούτου να γίνει τυπικά δεκτή.
Με την κρινομένη αίτηση ο αναιρεσείων προβάλλει ως λόγο αναιρέσεως την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που απαιτείται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 139 και 484 παρ. 1δ του Κ.Π.Δ., όπως το άρθρο 139 τίθεται μετά την συμπλήρωσή του με το άρθρο 2 παρ. 5 του Ν. 2408/1996.
Έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στο ανωτέρω βούλευμα που απαιτείται κατ' άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και το άρθρο 139 Κ.Π.Δ., υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έκρινε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο για την πράξη για την οποία άσκησε ποινική δίωξη. Περαιτέρω ως προς τον λόγο της ελλείψεως αιτιολογίας εφόσον ανάγεται στην εκτίμηση των αποδείξεων, ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, διότι η εκτίμηση των εγγράφων και κάθε αποδεικτικού στοιχείου εν γένει απόκειται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη επί της ουσίας κυριαρχική κρίση του δικαστικού συμβουλίου ή του δικαστηρίου (Α.Π. 1457/2000 και 591/2001 Ποιν. Χρον. ΝΑ/537 και ΝΒ/131).
Εν προκειμένω όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα, εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά :
Κατά το χρονικό διάστημα από αρχές του έτους 2001 μέχρι και τα τέλη του έτους 2001 ο πρώτος των κατηγορουμένων, Χ2, ήταν νόμιμος εκπρόσωπος ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος Δ.Σ. της Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΝΟΣΤΙΜΟ ΤΡΟΦΙΜΑ-ΠΟΤΑ ΑΕΒΕ" με έδρα την ... που είχε ως αντικείμενο της, εκτός των άλλων, την εμπορία ξηρών καρπών, ποτών και συναφών ειδών, ενώ ο δεύτερος των κατηγορουμένων Χ1, ως άμεσος συνεργάτης της παραπάνω εταιρείας, ήταν υπεύθυνος ανάπτυξης των καταστημάτων και προώθησης του εμπορικού τομέα αυτής. Ο εγκαλών, Ψ, περί τις αρχές του ιδίου έτους 2001, θέλοντας να ασκήσει εμπορική επιχειρηματική δραστηριότητα και ερευνώντας πιθανές προοπτικές και δυνατότητες ήρθε σε επικοινωνία με τους ως άνω κατηγορουμένους, οι οποίοι δραστηριοποιούνταν στον τομέα της εμπορίας τροφίμων και ποτών και αναζητούσαν υποψηφίους ενδιαφερόμενους επιχειρηματίες, προκειμένου να προωθήσουν τα προϊόντα της εταιρείας τους, μέσα από καταστήματα με το σήμα "MOYSSES", αποκλειστική δικαιούχος του οποίου ήταν η ως άνω εταιρεία, όπως προκύπτει και από την υπ' αριθμ. 7015/99 απόφαση της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων (Δημοσίευση ΔΕΔΙ 12/31-12-99), κατ' εφαρμογή του συστήματος δικαιόχρησης (franchising). Κατά τη διάρκεια των ως άνω επαφών του εγκαλούντα μετά των κατηγορουμένων, αυτοί του παρουσίασαν την εταιρεία που εκπροσωπούσαν ως μία εκ των πλέον φερέγγυων εταιρειών της αγοράς, με μεγάλα περιθώρια κέρδους, του παρέστησαν ότι ήταν σε θέση να προσφέρουν στον εγκαλούντα στην περίπτωση συνάψεως συμβάσεως δικαιοχρήσεως ολοκληρωμένο πακέτο τεχνογνωσίας, διαφήμισης, εκπαίδευσης και υποστήριξης, ότι τα προϊόντα που εμπορεύονταν είχαν τη δυνατότητα να τα διαθέτουν σε χαμηλές τιμές και ως εκ τούτου, ήταν ανταγωνιστικά, ότι διέθεταν την τεχνογνωσία και την εμπειρία για την πλήρη οργάνωση και λειτουργία αντίστοιχου καταστήματος, ότι τα ήδη υφιστάμενα και λειτουργούντα καταστήματα της ίδιας αλυσίδας με το σήμα "MOUSSES" είχαν μεγάλα κέρδη, τα οποία, σύμφωνα με τις δικές τους αναφορές, αναμένονταν να ανέλθουν σε ποσό 25.000.000 δρχ. (73.000,00 ευρώ), ενώ κατά προσέγγιση, το συνολικό κόστος για την κατασκευή, διαμόρφωση και εξοπλισμό του καταστήματος, τη λειτουργία του οποίου θα αναλάμβανε ο εγκαλών, ανερχόταν στα 95.000,00 ευρώ (μεταξύ άλλων, αγορά κλιματιστικών, ψυγείων, μηχανών καφέ, εξωτερικών πινακίδων, επίπλων κλπ). Επιπλέον, κατά τη διάρκεια των επαφών αυτών μετά των κατηγορουμένων, και σε περίπτωση σύμβασης τύπου franchising, ο εγκαλών όφειλε να καταβάλει ένα εφάπαξ τέλος εισόδου (entry fee) ποσού 5.000.000 δρχ. (14.673,51 ευρώ), καθώς και τα έξοδα για την κατασκευή, διαμόρφωση και εξοπλισμό, ως προαναφέρεται. Αποτέλεσμα των παραπάνω επικοινωνιών και επαφών του εγκαλούντα, ήταν αυτός να πεισθεί από τις ως άνω εκτιθέμενες αναφορές και παραστάσεις τους και να προβεί, κατόπιν υπόδειξης τους, στη σύσταση ετερόρρυθμης εταιρείας, την 19/11/2001, με την επωνυμία "Ψ & ΣΙΑ Ε.Ε." στην οποία ο εγκαλών συμμετείχε κατά ποσοστό 90% ως ομόρρυθμο μέλος και ο Δ κατά ποσοστό 10% ως ετερόρρυθμο μέλος και όπου ορίστηκε ως διαχειριστής, αποκλειστικά, ο εγκαλών. Ακολούθως δε, ο εγκαλών, εκπροσωπώντας την παραπάνω ετερόρρυθμη εταιρεία προέβη στη σύναψη του από 28/12/2001 συμφωνητικού δικαιοχρήσεως (franchising) δεκαετούς διάρκειας, καθόσον, κύριος σκοπός της σύστασης της ετερόρρυθμης ως άνω εταιρείας ήταν η προώθηση των προϊόντων της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "ΝΟΣΤΙΜΟ ΤΡΟΦΙΜΑ-ΠΟΤΑ ΑΕΒΕ", με το σήμα "MOUSSES" του οποίου ήταν εκείνη η αποκλειστική δικαιούχος. Ως εκ των υστέρων, όμως όπως αποδείχθηκε, τα προαναφερθέντα υπό των κατηγορουμένων ήταν ψευδή, καθόσον η εταιρεία την οποία εκπροσωπούσαν δεν ήταν φερέγγυα, αφού όφειλε ήδη κατά το χρονικό εκείνο διάστημα, μεγάλα χρηματικά ποσά προς το ΙΚΑ, προς το Δημόσιο και προς τρίτους, ούτε υπήρχαν μεγάλα περιθώρια κέρδους, αλλά ούτε και τα προϊόντα που εμπορεύονταν είχαν τη δυνατότητα και την πρόθεση να τα διαθέτουν σε χαμηλές τιμές, με συνέπεια, να μην είναι αυτά ανταγωνιστικά. Περαιτέρω, οι κατηγορούμενοι δεν διέθεταν την τεχνογνωσία και την εμπειρία για την πλήρη οργάνωση και λειτουργία αντίστοιχου καταστήματος, ούτε τα ήδη υφιστάμενα καταστήματα παρουσίαζαν κέρδη.
Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια λειτουργίας του καταστήματος από τον εγκαλούντα, διαπιστώθηκαν σειρά προβλημάτων στην εκτέλεση των παραγγελιών, υπέρμετρα υψηλές τιμές των προϊόντων που του προμήθευαν σε σχέση με την αγορά, με άμεση συνέπεια τη συρρίκνωση του όποιου επιχειρηματικού κέρδους και την έλλειψη ανταγωνιστικότητας των εν λόγω προϊόντων. Υπήρξαν περιπτώσεις κατά τις οποίες ο εγκαλών αναγκάστηκε να απευθυνθεί σε άλλους προμηθευτές, προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες της επιχείρησης του, λόγω της μη εκτέλεσης των παραγγελιών από την πλευρά των κατηγορουμένων Εξάλλου, οι κατηγορούμενοι, στην ουσία, ωφελούνταν απ' την υπερτιμολόγηση των προϊόντων, καθώς υποχρέωναν τους δικαιοδόχους, βάσει των όρων των συμφωνητικών franchising που υπέγραφαν μετ' αυτών, να προμηθεύονται αποκλειστικώς προϊόντα από την εταιρεία τους. Ο εγκαλών ο οποίος ανέλαβε με δικά του έξοδα την κατασκευή, διαμόρφωση και εξοπλισμό του καταστήματος του κατά το ποσόν των 94.666,64 ευρώ, από ερευνά που διεξήγαγε θορυβημένος από πληροφορίες δυσμενείς που ελάμβανε από την αγορά σε βάρος των κατηγορουμένων, διαπίστωσε ότι είχαν υποβληθεί μηνύσεις και αγωγές και από άλλους franchisees (δικαιοδόχους) κατ' αυτών, καθώς και ότι το ποσόν των εξόδων κατά το οποίο είχε αυτός επιβαρυνθεί ήτοι 94.666,64 ευρώ ήταν κατά πολύ μικρότερο, στην πραγματικότητα, καθόσον, από την αντιπαραβολή των τιμολογίων που βρέθηκαν στα χέρια του με εκείνων του προμηθευτή επίπλων των κατηγορουμένων, παρατηρήθηκαν διαφορές στις τιμές όπως π.χ. στο δρύινο έπιπλο κάβας το οποίο, ενώ κόστισε 2.548.000 δρχ., του χρεώθηκε 4.543.000 δρχ. και στο έπιπλο τύπου "γόνδολας" ξηρών καρπών το οποίο ενώ κόστισε 566.000 δρχ. του χρεώθηκε 1.026.000 δρχ. κ.ο.κ. Όσον αφορά στους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου Χ1, όπως αυτοί εκτίθενται και με το απολογητικό του υπόμνημα, περί μη συμμετοχής του στην ως άνω πράξη της κακουργηματικής απάτης, ως αυτή προεκτίθεται αναλυτικά, σε βάρος του εγκαλούντα Ψ, κρίνονται αυτοί ως μη βάσιμοι και αναληθείς, καθόσον από την εκτίμηση όλου του αποδεικτικού υλικού (καταθέσεις μαρτύρων και έγγραφα) προκύπτει ότι ήταν παρών σε όλες τις επαφές που είχε ο εγκαλών μετά του πρώτου κατηγορουμένου και ότι από κοινού ενεργώντας με αυτόν έπεισαν τον εγκαλούντα με τις ως άνω αναφερόμενες παραστάσεις τους και όντες σε επαφή μαζί του για μεγάλο χρονικό διάστημα, να προβεί στην ως άνω δυσμενή γι' αυτόν συνεργασία.
Σημειωτέον ότι αν ο εγκαλών γνώριζε την αλήθεια, δεν θα δεχόταν να συνάψει για λογαριασμό της εταιρίας του την ως άνω σύμβαση δικαιόχρησης.
Η ως άνω δε απατηλή συμπεριφορά των κατηγορουμένων είχε ως συνέπεια, όπως προεκτέθηκε, να υποστούν ζημία ο εγκαλών Ψ και η εταιρία που αυτός εκπροσωπούσε με την επωνυμία "Ψ και Σια Ε.Ε." ανερχόμενη: α) στο ποσό των 14.673,51 ευρώ, που κατεβλήθη σ' αυτούς, από τον εγκαλούντα ως εφάπαξ τέλος εισόδου (entry fee) και β) στο ποσό των 94.666,66 ευρώ, το οποίο ο εγκαλών και διαχειριστής της παθούσας εταιρίας αναγκάστηκε να τους καταβάλει στα πλαίσια ρητού συμβατικού όρου της ως άνω σύμβασης δικαιόχρησης, με τον οποίο οριζόταν, ως προεκτέθηκε, ότι η εταιρία του εγκαλούντα (δικαιοδόχος του σήματος) αναλαμβάνει όλα τα έξοδα κατασκευής, διαμορφώσεως και εξοπλισμού του καταστήματος, στο οποίο θα λειτουργούσε η επιχείρηση του εγκαλούντα, με το εν λόγω σύστημα της δικαιοχρήσεως. Κατά το συνολικό δε ποσό των 109.340 ευρώ ζημιώθηκε η περιουσία του εγκαλούντα και της εταιρίας του με αντίστοιχη παράνομη ωφέλεια του εκκαλούντα κατηγορουμένου Χ1 και του συγκατηγορουμένου του Χ2.
Ως προς δε το νομικό σκέλος της προκειμένης υποθέσεως το προσβαλλόμενο βούλευμα δέχθηκε ότι :
ΕΠΕΙΔΗ από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 386 παρ. 3β-1 Π.Κ. ως ισχύουν, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών σε όποιον, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, αν το συνολικό περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το χρηματικό ποσό των 73.000 ευρώ. Ούτω προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και η πραγματοποίηση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή αποσιώπηση αληθινών, από την οποία σαν παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις (Συμβ. Α.Π. 5/2001, Π.Λ. 2001, 35, Α.Π. 1155/2000 Π.Χ. ΝΑ', 399, Α.Π. 401/92, Συμ. Π.Χ. MB 527, Α.Π. 2096/92 Συμ. Π.Χ. MB 1193, Α.Π. 1270/93 ΠΧ ΜΓ 1023, Α.Π. 728/93 Π.Χ. ΜΓ 643, ΧΩΡΑΦΑ ΠΟΙΝ. ΔΙΚ. εκδ. 9η, 268, Μπουρόπουλου, Ερμ. Ποιν. Κωδ. τ. Γ, 68 επ.). Ειδικότερα παραπλάνηση σε ανοχή νοείται όταν ο πλανώμενος επιτρέπει στο δράστη την παράνομη συμπεριφορά. Περαιτέρω κατά την έννοια της διάταξης αυτής γεγονός νοείται το πραγματικό περιστατικό που αναφέρεται στο παρελθόν ή υπάρχει τουλάχιστον στο παρόν ή συμβαίνει κατά τη στιγμή της βεβαιώσεως, όχι όμως και εκείνο που μπορεί να συμβεί στο μέλλον. Έτσι η υπόσχεση εκπληρώσεως παροχής σε μελλοντικό χρόνο συνδυαζόμενη με ψευδή παράσταση ενός εσωτερικού γεγονότος ως αληθινού, όπως είναι η ενδιάθετη πρόθεση του δράστη να μην εκτελέσει τη συμβατική ή νόμιμη υποχρέωση του στο μέλλον, δεν εμπίπτει στην έννοια του γεγονότος και άρα με αυτήν δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της απάτης. Πράγματι στην περίπτωση αυτή ανακύπτει ενδεχομένως μόνο αστική διαφορά, γιατί η υπόσχεση εκπλήρωσης παροχής στο μέλλον με την πρόθεση αθέτησης της δεν έχει εξωτερική υπόσταση και δεν υποπίπτει άμεσα στις αισθήσεις εκείνου προς τον οποίο δίνεται, αφού αναφέρεται στην ενδόμυχη πρόθεση του δράστη και στη διάνοια αυτού που τη δίνει (Α.Π. 1816/1999 ΝΒ. 48, 528, ΣΥΜΒ. Α.Π. 1099/1997, ΝΒ. 46, 554, Συμβ. Α.Π. 1269/96 ΝοΒ. 45, 495, Α.Π. 1231/97 Π.Χ. ΜΗ, 457, ΣΥΜΒ. Α.Π. 329/1999 Π.Χ. ΜΘ, 1086). Στοιχειοθετείται όμως το έγκλημα της απάτης όταν οι αναληφθείσες συμβατικές υποχρεώσεις συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή στο παρελθόν, κατά τρόπο ώστε να δημιουργούν στον απατώμενο την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης βάσει της εμφανιζόμενης ψευδούς καταστάσεως από το δράστη που έχει ειλημμένη την απόφαση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση του (Α.Π. 299/1998 Π.Χρ. ΜΗ', 907 Α.Π. 691/1997 ΝΟΒ. 1998, 259. Π.ΧΡ. ΜΗ', 176). Ενδεχόμενος δόλος αρκεί ως προς όλες τις κατευθύνσεις πλην της παραστάσεως των ψευδών γεγονότων για την οποία απαιτείται ρητώς "γνώση", ήτοι άμεσος δόλος και όχι απλώς ενδεχόμενος.
Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που εξέδωσε το υπ' αριθμ. 1802/21-9-2009 προσβαλλόμενο βούλευμα δεν διέλαβε σ' αυτό την επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση φερομένης ως τελεσθείσης κακουργηματικής απάτης εκ μέρους τόσο του νυν αναιρεσείοντος Χ1 όσο και του συμπαραπεμπομένου και μη ασκήσαντος ένδικα μέσα κατά του υπ' αριθμ. 3748/29-12-2008 πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών Χ2 αδελφού του (αναιρεσείοντος) και συγκεκριμένα σχετικά με το πραγματικό ύψους του παρανόμου οφέλους το οποίο προσπορίσθηκαν ο νυν αναιρεσείων και ο συμπαραπεμπόμενος και μη ασκήσας ένδικα μέσα αδελφός αυτού (Χ2), δοθέντος ότι δεν διευκρινίζεται εάν εκτός από το φερόμενο ως παράνομο περιουσιακό όφελος των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 ΕΥΡΩ που καταβλήθηκαν από τον μηνυτή Ψ στον αναιρεσείοντα και στον αδελφό του ως εφάπαξ τέλος εισόδου (entry Fee) ποιο ήταν το πραγματικό ποσό εξόδων που δαπανήθηκε για την κατασκευή, διαμόρφωση και εξοπλισμό του καταστήματος στο οποίο λειτούργησε η επιχείρηση του εγκαλούντος Ψ, που φέρεται να δαπάνησαν ο αναιρεσείων και ο αδελφός του ως συνδιαχειριστές της εταιρείας "ΝΟΣΤΙΜΟ ΤΡΟΦΙΜΑ - ΠΟΤΑ ΑΕΒΕ", εν τοις πράγμασι ο πρώτος, αφού το ποσό των 94.666,66 ΕΥΡΩ προφανώς δεν απεικονίζει τα πραγματικώς καταβληθέντα έξοδα με αποτέλεσμα να μην είναι ευχερής εν προκειμένω η διάκριση μεταξύ κακουργηματικής και πλημμεληματικής απάτης. Εκτός τούτου πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω εάν ήταν η εταιρεία "ΝΟΣΤΙΜΟ ΤΡΟΦΙΜΑ - ΠΟΤΑ ΑΕΒΕ" με το σήμα "MOUSSES" που διαχειρίζοντο ο αναιρεσείων και ο αδελφός του φερέγγυα στις 28-12-2001 όταν υπεγράφη μεταξύ αυτής και της εταιρείας "Ψκαι ΣΙΑ ΕΕ" που εκπροσωπούσε ο εγκαλών το ιδιωτικό συμφωνητικό δικαιοχρήσεως (franshing) ή όχι.
Με αυτά τα δεδομένα πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, όχι μόνο ως προς τον αναιρεσείοντα Χ1 αλλά και ως προς τον μη ασκήσαντα ένδικα μέσα Χ2 λόγω του επεκτατικού αποτελέσματος του ασκουμένου ενδίκου μέσου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 469 Κ.Π.Δ. διότι οι προτεινόμενοι λόγοι δεν αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 485 παρ. 1 και 519 Κ.Π.Δ.
Κατόπιν τούτου κατ' εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 484 Κ.Π.Δ. εφόσον η εν λόγω αίτηση αναιρέσεως είναι εμπρόθεσμη και νομότυπη ο Άρειος Πάγος εξετάζει και αυτεπαγγέλτως τους υπό λοιπούς λόγους αναιρέσεως που περιέχονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 484 Κ.Π.Δ.
Από την εν λόγω εξέταση προκύπτει εν προκειμένω ότι πράγματι η αξιόποινη πράξη της κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση απάτης από την τέλεση της οποίας η φερομένη ως προξενηθείσα ζημία και το αντίστοιχο όφελος υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ΕΥΡΩ ανεξάρτητα εάν σύμφωνα με τα προεκτεθέντα πρόκειται για κακουργηματική ή πλημμεληματική απάτη, δεν πρόκειται για απάτη που τελέσθηκε κατ' εξακολούθηση αλλά για άπαξ τελεσθείσα απάτη, καθόσο κατ' εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο το οποίο τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς εκτέλεση αποφάσεως. Έτσι επί απάτης, τόσο μόνο θα υπάρχουν περισσότερες πράξεις, που αν συνδέονται και με την ταυτότητα της αποφάσεως προς τέλεσή τους, θα αποτελούν κατ' εξακολούθηση τέλεση αυτής, αν κάθε επιζήμια για τον παθόντα πράξη είναι αποτέλεσμα χωριστής πλάνης του εξαπατηθέντος, που προηγήθηκε, από χωριστή απατηλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Αντίθετα τελείται μία πράξη απάτης και όταν γίνονται ψευδείς παραστάσεις που επαναλαμβάνονται μέχρις ότου καλλιεργηθεί στο εξαπατώμενο πρόσωπο η επιδιωκόμενη πλάνη, εξαιτίας δε της άπαξ τελεσθείσης πλάνης ο εξαπατώμενος προβαίνει σε περισσότερες και σε διαφορετικούς χρόνους διαδοχικές δηλαδή επιζήμιες πράξεις, ο δε χρόνος τελέσεως της απάτης αυτής συμπίπτει με την τελική ολοκλήρωση της απατηλής συμπεριφοράς και είναι αδιάφορος ο τυχόν μεταγενέστερος χρόνος επελεύσεως της περιουσιακής ζημίας του παθόντος, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη σύμφωνα με την ασκηθείσα ποινική δίωξη βλέπετε Α.Π. 2251/2002 Πράξη και Λόγος Π.Δ. 2002, 542, Α.Π. 1639/2002, Α.Π. 1310/2001 Ποιν. Λόγος 2001, 1813, Α.Π. 1318/2001 ΝοΒ 2002, 555, Α.Π. 1155/2000 Ποιν. Χρ. ΝΑ', 399, Α.Π. 737/2003).
Με βάση συνεπώς τα ανωτέρω εκτεθέντα κατ' ορθό χαρακτηρισμό, η πράξη της απάτης σύμφωνα με την ασκηθείσα ποινική δίωξη που αποδίδεται στον νυν αναιρεσείοντα Χ1 ως από κοινού τελεσθείσα με τον μη ασκήσαντα ένδικα μέσα συμπαραπεμπόμενο αδελφό του Χ2χι κατ' εξακολούθηση (άρθρο 26 παρ. 1 α, 27, παρ. 1, 45 και 386 παρ. 1β - α, 3β Π.Κ.) και μέλει να αποδεχθεί κατά τα προεκτεθέντα εαν πρόκειται για κακουργηματική ή για πλημμεληματική απάτη.
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω :
Α)Να γίνει δεκτή η υπ' αριθμ. 180/8-10-2009 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατοίκου ..., κατά του υπ' αριθμ. 1802/21-9-2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Β)Να αναιρεθεί στο σύνολό του το ανωτέρω υπ' αριθμ. 1802/21-9-2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Γ)Να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Αθήνα 25-1-2010
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Τσάγγας
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρεται στο Συμβούλιο αυτό η με αριθμό 180/8-10-2009 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατά του με 1802/21-9-2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με το προσβαλλόμενο βούλευμα απορρίφθηκε κατ' ουσία η υπ' αριθμ. 30/26-1-2009 έφεση του κατηγορουμένου και νυν αναιρεσείοντος κατά του υπ' αριθμ. 3748/29-12-2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για την αξιόποινη πράξη της κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση από της από την οποία η προξενηθείσα ζημία και το αντίστοιχο όφελος υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ΕΥΡΩ ή 25.000.000 δραχμών (άρθρα 26 παρ. 1 α, 27 παρ.1, 45, 98 και 386 παρ. 1 β - α, 3β Π.Κ. όπως η παράγραφος 3 του άρθρου 386 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/3-6-1999 ενώ τα ποσά μετατράπηκαν σε ευρώ με τα άρθρα 3-5 του Ν. 2943/2001). Η αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα και πρέπει να εξετασθεί.
Από τη διάταξη του άρθρου 386 §§ 1,3 ΠΚ, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία ως παραγωγό αιτία, επέρχεται η παραπλάνηση του άλλου προσώπου και γ) βλάβη ξένης κατά το αστικό δίκαιο περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και παραλείψεις του δράστη. Η απάτη τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος; α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ. Ως γεγονότα κατά την έννοια του αρ. 386 Π.Κ. νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν, δηλαδή τα αναγόμενα στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων γεγονότων που αναφέρονται στο παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή πραγματική κατάσταση ή δυνατότητα του δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση, τότε υπάρχει γεγονός που θεμελιώνει το έγκλημα της απάτης.
Επίσης από την παρ. 1 του άρθρου 98 του ΠΚ προκύπτει ότι κατ' εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο που τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς μερικότερες πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία από αυτές περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της αποφάσεως για την τέλεσή τους και θεωρούνται ως ενιαίο έγκλημα. Στην παραπάνω διάταξη, προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ, 1 του Ν.2721/1999 δεύτερη παράγραφος, σύμφωνα με την οποία η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος, που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος, λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεψε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση την συνολική αξία του αντικειμένου και την συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος. Σημειώνεται ότι από το άρ. 98 του ΠΚ προκύπτει ότι το κατ' εξακολούθηση έγκλημα αποτελεί ιδιάζουσα περίπτωση ομοειδούς πραγματικής συρροής, εις το δικαστήριο δε της ουσίας εναπόκειται η κρίση, αν πλείονες ομοειδείς πράξεις του αυτού προσώπου δύνανται να θεωρηθούν ότι τελούν σε ενότητα εγκληματικής αποφάσεως, ως εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 45 του Π,Κ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τιμωρείται ως αυτουργός. Με τον όρο από κοινού νοείται ο κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συναυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι ενεργούν με δόλο τελέσεως του ιδίου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση μπορεί να συνίσταται ή στο ότι ο καθένας πραγματώνει την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετοχών, ταυτόχρονες ή διαδοχικές χωρίς αναγκαία να αναφέρονται στην απόφαση ή το βούλευμα και οι επιμέρους ενέργειες καθενός από τους συναυτουργούς.
Περαιτέρω έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λύγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 εδ. ε ΚΠΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που ιδρύει τον λόγο αναιρέσεως του άρθρου 484 παρ. 1 εδ. β' ΚΠΔ υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από τη διεξαχθείσα ανάκριση ή προανάκριση, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, όπως συνάγεται από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό του, με δικές τους σκέψεις, και με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων (μάρτυρες-απολογία κατηγορουμένου-έγγραφα), προέκυψαν κατά την ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Κατά το χρονικό διάστημα από αρχές του έτους 2001 μέχρι και τα τέλη του έτους 2001 ο πρώτος των κατηγορουμένων, Χ2, ήταν νόμιμος εκπρόσωπος ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος Δ. Σ. της Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΝΟΣΤΙΜΟ ΤΡΟΦΙΜΑ-ΠΟΤΑ ΑΕΒΕ" με έδρα την Αθήνα (...) που είχε ως αντικείμενό της, εκτός των άλλων, την εμπορία ξηρών καρπών, ποτών και συναφών ειδών, ενώ ο δεύτερος των κατηγορουμένων Χ1, ως άμεσος συνεργάτης της παραπάνω εταιρείας, ήταν υπεύθυνος ανάπτυξης των καταστημάτων και προώθησης του εμπορικού τομέα αυτής. Ο εγκαλών, Ψ, περί τις αρχές του ιδίου έτους 2001, θέλοντας να ασκήσει εμπορική επιχειρηματική δραστηριότητα και ερευνώντας πιθανές προοπτικές και δυνατότητες ήρθε σε επικοινωνία με τους ως άνω κατηγορουμένους, οι οποίοι δραστηριοποιούνταν στον τομέα της εμπορίας τροφίμων και ποτών και αναζητούσαν υποψηφίους ενδιαφερόμενους επιχειρηματίες, προκειμένου να προωθήσουν τα προϊόντα της εταιρείας τους, μέσα από καταστήματα με το σήμα "MOYSSES", αποκλειστική δικαιούχος του οποίου ήταν η ως άνω εταιρεία, όπως προκύπτει και από την υπ' αριθμ. 7015/99 απόφαση της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων (Δημοσίευση ΔΕΔΙ 12/31-12-99), κατ' εφαρμογή του συστήματος δικαιόχρησης (franchising). Κατά τη διάρκεια των ως άνω επαφών του εγκαλούντος μετά των κατηγορουμένων, αυτοί του παρουσίασαν την εταιρεία που εκπροσωπούσαν ως μία εκ των πλέον φερέγγυων εταιρειών της αγοράς, με μεγάλα περιθώρια κέρδους, του παρέστησαν ότι ήταν σε θέση να προσφέρουν στον εγκαλούντα στην περίπτωση συνάψεως συμβάσεως δικαιοχρήσεως ολοκληρωμένο πακέτο τεχνογνωσίας, διαφήμισης, εκπαίδευσης και υποστήριξης, ότι τα προϊόντα που εμπορεύονταν είχαν τη δυνατότητα να τα διαθέτουν σε χαμηλές τιμές και ως εκ τούτου, ήταν ανταγωνιστικά, ότι διέθεταν την τεχνογνωσία και την εμπειρία για την πλήρη οργάνωση και λειτουργία αντίστοιχου καταστήματος, ότι τα ήδη υφιστάμενα και λειτουργούντα καταστήματα της ίδιας αλυσίδας με το σήμα "MOYSSES" είχαν μεγάλα κέρδη, τα οποία, σύμφωνα με τις δικές τους αναφορές, αναμένονταν να ανέλθουν σε ποσό 25.000.000 δρχ. (73.000,00 ευρώ), ενώ κατά προσέγγιση, το συνολικό κόστος για την κατασκευή, διαμόρφωση και εξοπλισμό του καταστήματος, τη λειτουργία του οποίου θα αναλάμβανε ο εγκαλών, ανερχόταν στα 95.000,00 ευρώ (μεταξύ άλλων, αγορά κλιματιστικών, ψυγείων, μηχανών καφέ, εξωτερικών πινακίδων, επίπλων κλπ). Επιπλέον, κατά τη διάρκεια των επαφών αυτών μετά των κατηγορουμένων, και σε περίπτωση σύμβασης τύπου franchising, ο εγκαλών όφειλε να καταβάλει ένα εφάπαξ τέλος εισόδου (entry fee) ποσού 5.000.000 δρχ. (14.673,51 ευρώ), καθώς και τα έξοδα για την κατασκευή, διαμόρφωση και εξοπλισμό, ως προαναφέρεται. Αποτέλεσμα των παραπάνω επικοινωνιών και επαφών του εγκαλούντα, ήταν αυτός να πεισθεί από τις ως άνω εκτιθέμενες αναφορές και παραστάσεις τους και να προβεί, κατόπιν υπόδειξης τους, στη σύσταση ετερόρρυθμης εταιρείας, την 19/11/2001, με την επωνυμία "Ψ & ΣΙΑ Ε.Ε." στην οποία ο εγκαλών συμμετείχε κατά ποσοστό 90% ως ομόρρυθμο μέλος και ο Δ κατά ποσοστό 10% ως ετερόρρυθμο μέλος και όπου ορίστηκε ως διαχειριστής, αποκλειστικά, ο εγκαλών. Ακολούθως δε, ο εγκαλών, εκπροσωπώντας την παραπάνω ετερόρρυθμη εταιρεία προέβη στη σύναψη του από 28/12/2001 συμφωνητικού δικαιοχρήσεως (franchising) δεκαετούς διάρκειας, καθόσον, κύριος σκοπός της σύστασης της ετερόρρυθμης ως άνω εταιρείας ήταν η προώθηση των προϊόντων της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "ΝΟΣΤΙΜΟ ΤΡΟΦΙΜΑ-ΠΟΤΑ ΑΕΒΕ", με το σήμα "MOYSSES" του οποίου ήταν εκείνη η αποκλειστική δικαιούχος. Ως εκ των υστέρων, όμως όπως αποδείχθηκε, τα προαναφερθέντα υπό των κατηγορουμένων ήταν ψευδή, καθόσον η εταιρεία την οποία εκπροσωπούσαν δεν ήταν φερέγγυα, αφού όφειλε ήδη κατά το χρονικό εκείνο διάστημα, μεγάλα χρηματικά ποσά προς το ΙΚΑ, προς το Δημόσιο και προς τρίτους, ούτε υπήρχαν μεγάλα περιθώρια κέρδους, αλλά ούτε και τα προϊόντα που εμπορεύονταν είχαν τη δυνατότητα και την πρόθεση να τα διαθέτουν σε χαμηλές τιμές, με συνέπεια, να μην είναι αυτά ανταγωνιστικά. Περαιτέρω, οι κατηγορούμενοι δεν διέθεταν την τεχνογνωσία και την εμπειρία για την πλήρη οργάνωση και λειτουργία αντίστοιχου καταστήματος, ούτε τα ήδη υφιστάμενα καταστήματα παρουσίαζαν κέρδη. Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια λειτουργίας του καταστήματος από τον εγκαλούντα, διαπιστώθηκαν σειρά προβλημάτων στην εκτέλεση των παραγγελιών, υπέρμετρα υψηλές τιμές των προϊόντων που του προμήθευαν σε σχέση με την αγορά, με άμεση συνέπεια τη συρρίκνωση του όποιου επιχειρηματικού κέρδους και την έλλειψη ανταγωνιστικότητας των εν λόγω προϊόντων. Υπήρξαν περιπτώσεις κατά τις οποίες ο εγκαλών αναγκάστηκε να απευθυνθεί σε άλλους προμηθευτές, προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες της επιχείρησης του, λόγω της μη εκτέλεσης των παραγγελιών από την πλευρά των κατηγορουμένων Εξάλλου, οι κατηγορούμενοι, στην ουσία, ωφελούνταν απ' την υπερτιμολόγηση των προϊόντων, καθώς υποχρέωναν τους δικαιοδόχους, βάσει των όρων των συμφωνητικών franchising που υπέγραφαν μετ' αυτών, να προμηθεύονται αποκλειστικώς προϊόντα από την εταιρεία τους. Ο εγκαλών ο οποίος ανέλαβε με δικά του έξοδα την κατασκευή, διαμόρφωση και εξοπλισμό του καταστήματος του κατά το ποσόν των 94.666,64 ευρώ, από έρευνα που διεξήγαγε θορυβημένος από πληροφορίες δυσμενείς που ελάμβανε από την αγορά σε βάρος των κατηγορουμένων, διαπίστωσε ότι είχαν υποβληθεί μηνύσεις και αγωγές και από άλλους franchisees (δικαιοδόχους) κατ' αυτών, καθώς και ότι το ποσόν των εξόδων κατά το οποίο είχε αυτός επιβαρυνθεί ήτοι 94.666,64 ευρώ ήταν κατά πολύ μικρότερο, στην πραγματικότητα, καθόσον, από την αντιπαραβολή των τιμολογίων που βρέθηκαν στα χέρια του με εκείνων του προμηθευτή επίπλων των κατηγορουμένων, παρατηρήθηκαν διαφορές στις τιμές όπως π.χ. στο δρύινο έπιπλο κάβας το οποίο, ενώ κόστισε 2.548.000 δρχ., του χρεώθηκε 4.543.000 δρχ. και στο έπιπλο τύπου "γόνδολας" ξηρών καρπών το οποίο ενώ κόστισε 566.000 δρχ. του χρεώθηκε 1.026.000 δρχ. κ.ο.κ.
Όσον αφορά στους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου Χ1, όπως αυτοί εκτίθενται και με το απολογητικό του υπόμνημα, περί μη συμμετοχής του στην ως άνω πράξη της κακουργηματικής απάτης, ως αυτή προεκτίθεται αναλυτικά, σε βάρος του εγκαλούντα Ψ, κρίνονται αυτοί ως μη βάσιμοι και αναληθείς, καθόσον από την εκτίμηση όλου του αποδεικτικού υλικού (καταθέσεις μαρτύρων και έγγραφα) προκύπτει ότι ήταν παρών σε όλες τις επαφές που είχε ο εγκαλών μετά του πρώτου κατηγορουμένου και ότι από κοινού ενεργώντας με αυτόν έπεισαν τον εγκαλούντα με τις ως άνω αναφερόμενες παραστάσεις τους και όντες σε επαφή μαζί του για μεγάλο χρονικό διάστημα, να προβεί στην ως άνω δυσμενή γι' αυτόν συνεργασία. Σημειωτέον ότι αν ο εγκαλών γνώριζε την αλήθεια, δεν θα δεχόταν να συνάψει για λογαριασμό της εταιρίας του την ως άνω σύμβαση δικαιόχρησης. Η ως άνω δε απατηλή συμπεριφορά των κατηγορουμένων είχε ως συνέπεια, όπως προεκτέθηκε, να υποστούν ζημία ο εγκαλών Ψ και η εταιρία που αυτός εκπροσωπούσε με την επωνυμία "Ψ και Σια Ε.Ε." ανερχόμενη: α) στο ποσό των 14.673,51 ευρώ, που κατεβλήθη σ' αυτούς, από τον εγκαλούντα ως εφάπαξ τέλος εισόδου (entry fee) και β) στο ποσό των 94.666,66 ευρώ, το οποίο ο εγκαλών και διαχειριστής της παθούσας εταιρίας αναγκάστηκε να τους καταβάλει στα πλαίσια ρητού συμβατικού όρου της ως άνω σύμβασης δικαιόχρησης, με τον οποίο οριζόταν, ως προεκτέθηκε, ότι η εταιρία του εγκαλούντος (δικαιοδόχος του σήματος) αναλαμβάνει όλα τα έξοδα κατασκευής, διαμορφώσεως και εξοπλισμού του καταστήματος, στο οποίο θα λειτουργούσε η επιχείρηση του εγκαλούντος, με το εν λόγω σύστημα της δικαιοχρήσεως.
Κατά το συνολικό δε ποσό των 109.340 ευρώ ζημιώθηκε η περιουσία του εγκαλούντος και της εταιρίας του με αντίστοιχη παράνομη ωφέλεια του εκκαλούντος κατηγορουμένου, Χ1 και του συγκατηγορουμένου του Χ2.
Ενόψει αυτών, έκρινε το Συμβούλιο Εφετών ότι προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις κατά του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου για την αξιόποινη πράξη της κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση, φερόμενης ως τελεσθείσας κακουργηματικής απάτης από την οποία η προξενηθείς ζημίας και το αντίστοιχο όφελος υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ΕΥΡΩ, εκ μέρους τόσο του νυν αναιρεσείοντος Χ1, όσο και του συμπαραπεμπομένου και μη ασκήσαντος ένδικα μέσα κατά του υπ' αριθμ. 3748/29-12-2008 πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, Χ2, αδελφού του (άρθρα 26 §1α, 27 §1, 45, 98 και 386 §1β-α, 3β ΠΚ).
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών και στη συνέχεια, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την έφεση του ήδη αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου, και παρέπεμψε αυτόν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), για να δικαστεί για την άνω κακουργηματική πράξη, επικυρώνοντας το βούλευμα, ως προς την παραπομπή του κατηγορουμένου άνω διάταξή του, διέλαβε σ' αυτό την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ως άνω αξιόποινης πράξης για την οποία παραπέμφθηκε ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών για να δικαστεί, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ανωτέρω παρατεθείσες, διατάξεις του ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Ειδικότερα, υπάρχει ειδική αιτιολογία ως προς το ότι ο αναιρέσειων - κατηγορούμενος (από κοινού με τον μη ασκήσαντα αναίρεση συγκατηγορούμενό του) είχε σκοπό να περιποιήσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος, ότι εν γνώσει του παρέστησε ψευδή γεγονότα ως αληθινά στον εγκαλούντα, παρασιωπώντας αληθινά γεγονότα και ότι με τις παραπλανητικές αυτές ενέργειές του, όπως παραπάνω στο προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρονται, επέφερε βλάβη στην περιουσία του εγκαλούντος και της άνω εταιρίας του, που ανέρχεται στο ποσό των 109.340 ΕΥΡΩ, δηλαδή, υπερβαίνουσα το ποσό των 73.000 ΕΥΡΩ. Εξάλλου, υπάρχει ειδική αιτιολογία, για την κατ' εξακολούθηση τέλεση από τον κατηγορούμενο (από κοινού με τον άνω συγκατηγορούμενό του) σε βάρος του εγκαλούντος της εν λόγω αξιόποινης πράξεως της απάτης, αφού, κατά τα προεκτεθέντα, κατά την κρίση του Συμβουλίου Εφετών, που έκρινε την υπόθεση κατ' ουσίαν, οι πλείονες ομοειδείς παραπλανητικές ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις γεγονότων του αναιρεσείοντος (και του συγκατηγορουμένου του) προς τον εγκαλούντα, που αναφέρονταν στο παρόν και το παρελθόν, σε σχέση με το χρόνο (τότε) που δόθηκαν, κατά τρόπον ώστε να δημιουργούν στον απατώμενο εγκαλούντα την εντύπωση μελλοντικής εκπληρώσεως των υποσχέσεων, με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από αυτόν και το συγκατηγορούμενό του. Επίσης, υπάρχει και ειδική αιτιολογία και για το άνω ποσό της ζημίας του εγκαλούντος και της εταιρίας του, με αντίστοιχη ωφέλεια του εγκαλούντος και της εταιρίας του, με αντίστοιχη ωφέλεια του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου. Επίσης, ο αναιρεσείων με τον ισχυρισμό ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, προβάλλει την αιτίαση ότι ουδεμία ανάμειξη είχε στα επιχειρηματικά σχέδια της εταιρίας, η δε θέση του σε αυτή ήταν "υπάλληλος γραφείου", καθήκοντα δε υπαλλήλου Ανάπτυξης, είχαν ανατεθεί στον ... και το συμφωνητικό δικαιόχρησης ανάμεσα στην εταιρία του εγκαλούντος "ΝΟΣΤΙΜΟ ΑΕΒΕ" και την εταιρία "ΠΟΤΑ ΑΕΒΕ", υπογράφηκε από το συγκατηγορούμενό του, Χ2. Και ότι το Συμβούλιο Εφετών δεν εκτίμησε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, αφού υιοθέτησε πλήρως την εσφαλμένη πρόταση του Εισαγγελέα, επαναλαμβάνοντας τα όσα διαλαμβάνονται σε αυτή. Αβάσιμα όμως, καθόσον είναι επιτρεπτή στο προσβαλλόμενο βούλευμα, η μερική ή ολική αναφορά με παραπομπή με αυτό στην ενσωματωμένη στο βούλευμα Εισαγγελική πρόταση, έχει γίνει δε δεκτό με το άνω βούλευμα, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος ήταν υπεύθυνος ανάπτυξης καταστημάτων και προώθησης του εμπορικού τομέα της ανώνυμης εταιρίας, στην οποία Πρόεδρος, και Διευθύνων σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος ήταν ο συγκατηγορούμενος αδελφός του.
Τέλος το Συμβούλιο Εφετών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του αιτιολογημένα απέρριψε το αίτημα του αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιόν του, αφού δέχθηκε ότι αυτή με τα μνημονευόμενα σ' αυτό μέσα εξέθεσε επαρκώς τις απόψεις του. Κατά συνέπεια ο σχετικός λόγος που προβάλλει για απόλυτη ακυρότητα είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Επίσης, το Συμβούλιο Εφετών, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες διατάξεις, τις οποίες ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, αφού δεν έδωσε σε αυτές διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχουν και σωστά υπήγαγε σε αυτές τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την κυρία ανάκριση και συγκροτούν την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση του πιο πάνω εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε ότι πρέπει να παραπεμφθεί ο αναιρεσείων. Ούτε επίσης εμφιλοχώρησε οποιοδήποτε αντίφαση, ασάφεια ή λογικό κενό στην αιτιολογία του βουλεύματος ή μεταξύ αυτού και του διατακτικού, ώστε να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των άνω διατάξεων.
Κατόπιν αυτών, τα παράπονα που διατυπώνει ο αναιρεσείων ότι εσφαλμένα με το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν έγινε με αυτό δεκτή η έφεση του κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, είναι αβάσιμα. Ακολούθως, ο προβαλλόμενος από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠΔ, για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων που εφαρμόστηκαν στο βούλευμα, αλλά και ο από το αυτό άρθρο στοιχ. δ', για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, που επιβάλλει το άρθρο 139 του αυτού Κώδικα, λόγος αναιρέσεως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Οι λοιπές δε αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που πλήττουν την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου, με την επίκληση του άνω λόγου, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, εφόσον ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου βουλεύματος σχετικά με τις παραδοχές αυτού και δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 484 παρ.1 ΚΠΔ η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ.1).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 8 Οκτωβρίου 2009 αίτηση του Χ1 (αριθμός 180/2009 ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών) για αναίρεση του υπ' αριθμ. 1802/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ΕΥΡΩ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 22 Ιουνίου 2010. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 7 Σεπτεμβρίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ