Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό.
Περίληψη:
Απάτη κατ' επάγγελμα με συνολικό περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δραχμών. Σε περίπτωση πωλήσεως ακινήτου που δεν ανήκει στην κυριότητα του πωλητή με παραπλάνηση του συμβολαιογράφου, ζημία υφίσταται και ο αληθής κύριος του ακινήτου, συνιστάμενη είτε στη μείωση ή την απειλή μείωσης της συνολικής αξίας της περιουσίας του λόγω της αμφισβήτησης του δικαιώματος κυριότητάς του. Αιτιολογημένη παραπομπή για το ανωτέρω έγκλημα των κατηγορουμένων, οι οποίοι παρέστησαν ψευδώς στο συμβολαιογράφο ότι είναι κύριοι ενός ακινήτου του εγκαλούντος συνεταιρισμού και πώλησαν σε τρίτο το εν λόγω ακίνητο, αποκομίζοντας περιουσιακό όφελος συνιστάμενο στο τίμημα της αγοραπωλησίας που αντιστοιχεί στην εμπορική αξία του ακινήτου και υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ και προκαλώντας αντίστοιχη ζημία στον συνεταιρισμό από την εμπλοκή του σε δικαστικούς αγώνες και από τη μείωση της αγοραίας αξίας του ακινήτου, λόγω της αμφισβήτησης της κυριότητας. Απορρίπτονται οι αιτήσεις αναιρέσεως.
Αριθμός 1738/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα και Ιωάννη Παπαδόπουλο - Εισητητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 28 Απριλίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1 και 2) Χ2 κατοίκων .... περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1185/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΟ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ - ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΟΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ Π.Ε. που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 20 Οκτωβρίου 2008 και 17 Οκτωβρίου 2008 αιτήσεις τους αναιρέσεως αντίστοιχα, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1793/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου με αριθμό 33/26.01.2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., τις υπ'αριθ. 170 και 171/2008 αντίστοιχες αιτήσεις αναίρεσης των κατηγορουμένων Χ2 και Χ1 κατά του υπ'αριθ. 1185/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα εξής:
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ'αριθ. 2132/2007 βούλευμά του, παρέπεμψε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών τους αναιρεσείοντες, για να δικασθούν για την αξιόποινη πράξη της απάτης από κοινού από την οποία η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ (άρθρα 386 παρ. 1 και 3β και 45 Π.Κ.).
Κατά του παραπάνω παραπεμπτικού βουλεύματος άσκησαν οι αναιρεσείοντες τις υπ'αριθ. 475 και 474/11-9-2007 αντίστοιχες εφέσεις τους, επί των οποίων εκδόθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών με το οποίο έγιναν αυτές τυπικά δεκτές και απορρίφθηκαν κατ'ουσία. Κατά του ως άνω εφετειακού βουλεύματος στρέφονται ήδη οι αναιρεσείοντες με τις υπό κρίση αιτήσεις αναίρεσης, οι οποίες ασκήθηκαν εμπροθέσμως, νομοτύπως και παραδεκτώς από δικαιούμενο στην άσκησή τους πρόσωπο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 463, 465 παρ. 1, 473 παρ. 1, 474 παρ. 1 και 482 παρ. 1α' Κ.Π.Δ., όπως η παράγραφος 1 του άρθρου 482 αντικ. με το άρθρο 41 παρ. 1 του Ν. 3160/2003.
Διαλαμβάνονται δε στις αιτήσεις αυτές αναίρεσης σαφείς και ορισμένοι λόγοι αναιρέσεως και συγκεκριμένα αυτοί της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόσθηκε (άρθρο 484 παρ. 1β' και δ' Κ.Π.Δ.).
Από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, ασχέτως αν το όφελος αυτό πραγματοποιήθηκε ή όχι, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή αποσιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας [ζημία], η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, και η οποία υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση για την ανόρθωσή της (ΑΠ 961/06). Το πρόσωπο που παραπλανήθηκε δεν απαιτείται να είναι το ίδιο με εκείνο που περιουσιακώς βλάπτεται και έτσι υπάρχει απάτη και όταν ο απατώμενος είναι πρόσωπο άλλο από το περιουσιακώς βλαπτόμενο, αρκεί ο απατώμενος να μπορεί από τα πράγματα ή από το νόμο να ενεργήσει την επιζήμια για τον βλαπτόμενο πράξη παράλειψη (ΑΠ 978/06). Σε περίπτωση πωλήσεως ακινήτου, που δεν ανήκει στην κυριότητα του πωλητή, ο οποίος με ψευδείς παραστάσεις παραπλανά το συμβολαιογράφο και τον πείθει, να καταρτίσει αγοραπωλητήριο συμβόλαιο ακινήτου, η ζημία του αγοραστή του ακινήτου, αλλά και το αντίστοιχο παράνομο περιουσιακό όφελος του δράστη, συνίσταται στο ποσό του καταβληθέντος τιμήματος της αγοραπωλησίας (ΑΠ 961/06, ΑΠ 1815/97), ενώ επί πλέον ο αγοραστής ζημιώνεται και με τα ποσά που δαπάνησε για τα υπόλοιπα έξοδα που απαιτούνται για την ολοκλήρωση της αγοραπωλησίας. Στην περίπτωση αυτή, περιουσιακή βλάβη υφίσταται και ο αληθής κύριος του ακινήτου, καίτοι αυτός δεν αποξενούται της ιδιοκτησίας του, συνίσταται δε αυτή είτε στη μείωση ή την απειλή μειώσεως της συνολικής αξίας της περιουσίας του, συνεπεία της επερχόμενης αμφισβητήσεως του δικαιώματος κυριότητας επί του ακινήτου είτε στον κίνδυνο της περιουσίας του στο μέλλον, λόγω της εμπλοκής του σε δαπανηρό δικαστικό αγώνα προς άρση της αμφισβήτησης της κυριότητάς του (ΑΠ 1924/07 ΠΧ 1998.648, ΑΠ 1660/85, ΑΠ 1612/86 ΠΧ 1987.207, ΑΠ 281/97). Εξάλλου, κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικ. με το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/96, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, όπως οριζόταν και στην περ. α' της διάταξης αυτής προ της αντικαταστάσεως της με το άρθρο 1 του ν. 2408/96. Η παράγραφος 3 του ως άνω άρθρου αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/3-6-1999 ως εξής: "Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών". Ενόψει της διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 1 του ΠΚ, η ως άνω περίπτωση β' δεν έχει, ως αυστηρότερη, αναδρομική ισχύ και δεν εφαρμόζεται επομένως και στις πράξεις που τελέστηκαν προ της 3-6-1999 (ΑΠ 231/06, ΑΠ 430/02, ΑΠ 1917/2001), ενώ η περίπτωση α' έχει αναδρομική ισχύ, διότι είναι ηπιότερη, αφού για την κακουργηματική μορφή της απάτης δεν αρκεί ότι ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, αλλά απαιτείται προσθέτως όπως και το συνολικό όφελος ή συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δραχμών. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 13 εδ. στ' του προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2408/96, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης, ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση του. Επίσης κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος (ΑΠ 231/06).
Περαιτέρω από τον συνδυασμό των άρθρων 27, 43, 309, 317 και 318 του Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι δεν αποτελεί μεταβολή της κατηγορίας, από την οποία ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α' ή στ' του Κ.Π.Δ., η παραδοχή, το πρώτον από το Συμβούλιο Εφετών, επιβαρυντικών περιστάσεων της πράξεως, ακόμη και όταν εισάγεται σ'αυτό η υπόθεση μετά από έφεση του κατηγορουμένου, γιατί κατά το άρθρο 318 Κ.Π.Δ. το Συμβούλιο Εφετών, όταν επιλαμβάνεται της υποθέσεως συνεπεία εφέσεως του κατηγορουμένου, κατά του πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος, μπορεί να διατάξει όσα και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών και δεν εμποδίζεται από τη διάταξη του άρθρου 470 παρ. 1 του αυτού Κώδικα, που καθιερώνει την αρχή της μη χειροτερεύσεως της θέσεως του εκκαλούντος κατηγορουμένου, που έχει εφαρμογή επί ασκήσεως ενδίκου μέσου από τον κατηγορούμενο μόνο κατά καταδικαστικών γι'αυτόν αποφάσεων και όχι και κατά παραπεμπτικών αυτού βουλευμάτων (ΑΠ 1297/1995 Π.Χρ. ΜΣΤ'/499).
Κατά δε το άρθρο 45 Π.Κ. "Αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης". Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττομένου εγκλήματος γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Για τον έλεγχο υπό του Αρείου Πάγου της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 45 Π.Κ., πρέπει να αναφέρονται στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων το δικαστήριο δέχθηκε ότι ο δράστης συμμετέσχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός (ΑΠ 50/1990 (σε ολομ.) και ΑΠ 810/2006 Π.Χρ. NZ/222).
Από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., όπως το δεύτερο εξ αυτών συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του Ν. 2408/1996, προκύπτει ότι έχει το παραπεμπτικό βούλευμα την υπό τούτων απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στ. δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθεται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλά αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων, που έλαβε υπ' όψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται τα διαλαμβανόμενα σ' αυτήν, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται σ' αυτήν, με σαφήνεια και πληρότητα, τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, που στηρίζουν την εισαγγελική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών (ΑΠ 2464/2005 Ποιν.Χρ.ΝΣΤ/627, ΑΠ 1687/2002 Ποιν. Χρ.ΝΓ/638, ΑΠ 501/2006 Π.Χρ. ΝΖ/39).
Εξάλλου κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του Κ.Π.Δ. λόγον αναιρέσεως του βουλεύματος συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστικό συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμά του έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ'αριθμ. 1185/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το Συμβούλιο που το εξέδωσε με δικές του σκέψεις και με αναφορά στην εισαγγελική πρόταση του παρ'αυτώ εισαγγελέως Εφετών δέχθηκε ότι από την διενεργηθείσα και νομότυπα περατωθείσα κύρια ανάκριση (άρθ. 270 & 1 και 308 & 4 Κ.Π.Δ.) και την προηγηθείσα αυτής προκαταρκτική εξέταση και ειδικότερα τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, τα έγγραφα και τις απολογίες των κατηγορουμένων, όλα αυτά σε συνδυασμό και αλληλουχία μεταξύ των, προέκυψαν τα ακόλουθα ουσιώδη και κρίσιμα πραγματικά περιστατικά:
Το έτος 1964 ιδρύθηκε σωματείο με την επωνυμία "Στεγαστικός Οργανισμός Δημοσίων Υπαλλήλων - Σ.Ο.Δ.Υ.", που αναγνωρίσθηκε με την με αριθ. 6549/26-11-1964 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών. Στην συνέχεια το ανωτέρω σωματείο μετατράπηκε σε Οικοδομικό Συνεταιρισμό με την επωνυμία "Στεγαστικός Οργανισμός Δημοσίων Υπαλλήλων - Οικοδομικός Συνεταιρισμός Π.Ε. (ΣΟΔΥ ΟΣΠΕ), με έδρα επί της οδού Ζήνωνος 3, στην Αθήνα. Σκοπός τόσο του Σωματείου όσο και του Συνεταιρισμού ήταν η εξασφάλιση για τα μέλη του παραθεριστικής κατοικίας, στα δημοτικά όρια των δήμων ..., ... και της Κοινότητας ....
Για την πραγματοποίηση του ανωτέρω σκοπού με το με αριθ. ...συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Βασιλείου Μιχαήλ, το οποίο μεταγράφηκε νομίμως στα Βιβλία Μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ..., ο συνεταιρισμός αγόρασε έναν αγρό, εκτάσεως 15 (δεκαπέντε) στρεμμάτων, που ευρίσκεται στην θέση "..." της περιφέρειας της κοινότητας ..., από τους ιδιοκτήτες του Ι1 και Ι2 οι οποίοι κατά την κατάρτιση του συμβολαίου εκπροσωπήθηκαν από τον Ε1. Οι ανωτέρω πωλητές είχαν αποκτήσει το ακίνητο αυτό, με αγορά, με το με αριθ. ... συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Θηβών Κατσιμπάρδη Κωνσταντίνου. Έκτοτε ο Συνεταιρισμός νεμόταν το ακίνητο, περιφράσσοντας αυτό, συλλέγοντας τον ελαιόκαρπο από ελαιόδενδρα που υπήρχαν σ' αυτό και κατά διαστήματα φυλάττοντας αυτό με διάφορους φύλακες προκειμένου να το προστατεύσει από καταπατήσεις.
Στις 25-9-1995 με το με αριθ. ... συμβόλαιο αγοραπωλησίας ακινήτου της συμβολαιογράφου Αθηνών Ασημακοπούλου Διαμάντως ο πρώτος εκκαλών ενεργώντας ως πληρεξούσιος του δευτέρου εκκαλούντος, υιού του, πώλησε και μεταβίβασε στον Μ1 ένα αγροτεμάχιο, που ευρίσκεται στην θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας της Κοινότητας ..., έκτασης 800 τ.μ., το οποίο είναι κατά παρέκκλιση άρτιο και οικοδομήσιμο και συνορεύει βόρεια, νότια και ανατολικά με ιδιοκτησία του εγκαλούντος συνεταιρισμού και δυτικά με κοινοτικό παραλιακό δρόμο. Σχετικά με τους τίτλους κτήσεως του ακινήτου αυτού στην συμβολαιογράφο δηλώθηκε ψευδώς και αναγράφεται και στο προαναφερθέν συμβόλαιο ότι ο πωλητής απέκτησε αυτό με άτυπη δωρεά από τον πατέρα του από το έτος 1972 και ότι έκτοτε ο πωλητής νέμονταν αυτό με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, χωρίς ποτέ να ενοχληθεί από κανένα και έγινε κύριος αυτού και με έκτακτη χρησικτησία και ότι στον δικαιοπάροχο πατέρα του περιήλθε με άτυπη αγορά κατά το έτος 1962 από τον Κ1. Πλην όμως τα ανωτέρω αναφερόμενα τυγχάνουν ψευδή, καθόσον το αγροτεμάχιο αυτό αποτελεί τμήμα του όλου ακινήτου το οποίο είχε αγοράσει ο εγκαλών συνεταιρισμός με το με αριθ. ...συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Βασιλείου Μιχαήλ. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στο με αριθ. ... συμβόλαιο, προσαρτήθηκε αντίγραφο της με αριθ. .../22-9-1995 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον συμβολαιογράφου του Ε1 στο οποίο βεβαιώνεται ο προαναφερεθείς τρόπος κτήσης του ακινήτου από τους εκκαλούντες. Οι ψευδείς αυτές παραστάσεις των εκκαλούντων τόσο στον αγοραστή όσο στη συνέχεια και στην συμβολαιογράφο είχαν ως αποτέλεσμα να πεισθεί ο μεν αγοραστής να προβεί στην αγορά του ακινήτου αυτού, θεωρώντας ότι αυτό ανήκε στον πωλητή, η δε συμβολαιογράφος να συντάξει το ως άνω συμβόλαιο. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στη συνέχεια το αγροτεμάχιο αυτό, κατ' απαίτηση του αγοραστή Μ1 ο οποίος αφενός μεν αντιμετώπισε προβλήματα κατά την περίφραξη του ακινήτου, αφετέρου δε δεν ενδιαφέρονταν πλέον για το συγκεκριμένο ακίνητο μεταβιβάσθηκε με το με αριθ. ... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Κλώνη Ανδρομάχης, που μεταγράφηκε νόμιμα, στην εταιρεία με την επωνυμία "Αλκυονίδες Ιχθυοπαραγωγική - Τουριστική - Εμπορική Ανώνυμη Εταιρεία", νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας τυγχάνει ο πρώτος εκκαλών, ο οποίος στη συνέχεια με το με αριθ. ...συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Βέννη Κωνσταντίνου, που νόμιμα μεταγράφηκε, έσπευσε, με την προαναφερθείσα ιδιότητα του (του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας), να το μεταβιβάσει περαιτέρω, αδιαίρετα και κατ' ισομοιρία, στους Ν1 και Ν2. Εξάλλου με την με αριθ. 373/2002 απόφαση του Μον.Πρωτ. Θηβών, η οποία εκδόθηκε επί της από 20-2-2002 αγωγής του εγκαλούντος συνεταιρισμού κατά του πρώτου εκκαλούντος, ο εγκαλών συνεταιρισμός αναγνωρίσθηκε κύριος της ανωτέρω έκτασης και υποχρεώθηκε ο πρώτος εκκαλών να αποδώσει την έκταση αυτή στον συνεταιρισμό. Η απόφαση αυτή, η οποία κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, εκτελέσθηκε, όπως προκύπτει από την με αριθ. 1413/30-7-2003 έκθεση αποβολής και εγκατάστασης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Θηβών ...., πλην όμως οι εκκαλούντες συνέχισαν τις επεμβάσεις στο ακίνητο, άλλοτε οι ίδιοι και άλλοτε τα άτομα στα οποία είχαν μεταβιβάσει αυτό.
Οι εκκαλούντες στην απολογία των ισχυρίζονται ότι η εδαφική αυτή έκταση ανήκει στον δεύτερο από αυτούς και ότι ο συνεταιρισμός είχε αναλάβει την υποχρέωση να μεταβιβάσει στον δεύτερο εκκαλούντα εδαφικό τμήμα ιδιοκτησίας του (συνεταιρισμού) σε άλλη περιοχή, προκειμένου αυτός (δεύτερος εκκαλών) να παραιτηθεί των δικαιωμάτων του στο επίδικο. Ο ισχυρισμός όμως αυτός ουδόλως αποδεικνύεται από τα στοιχεία της δικογραφίας και ιδία την από 13-7-2006 ένορκη κατάθεση του νυν προέδρου του Δ.Σ. του ΣΟΔΥ ΟΣΠΕ Δ1, καθώς και την από 8-11-2005 ομοία του αμέσως προηγούμενου προέδρου Π1. Εξάλλου είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ε1 (κατ' αυτού η ασκηθείσα ποινική δίωξη με το εκκαλούμενο βούλευμα θεωρήθηκε ως μη γενομένη, λόγω θανάτου του πριν την άσκηση αυτής) με την προαναφερθείσα με αριθ..../22-9-1995 ένορκη βεβαίωση, αντίγραφο της οποίας προσαρτήθηκε στο με αριθ. ... συμβόλαιο, βεβαίωσε τον προαναφερθέντα τρόπο κτήσης του αγροτεμαχίου, ενώ ο ίδιος πριν από χρόνια και συγκεκριμένα στις 22-7-1968, κατά την σύνταξη του με αριθ. ... συμβολαίου, ενήργησε ως πληρεξούσιος των τότε πωλητών για την μεταβίβαση της μείζονος έκτασης, στην οποία περιλαμβάνεται και το συγκεκριμένο αγροτεμάχιο, στον εκκαλούντα συνεταιρισμό. Είναι προφανές ότι οι εκκαλούντες, εκ των οποίων ο δεύτερος στην απολογία του ενώπιον του Ανακριτή δήλωσε κάτοικος ..., γνώριζαν από τον Ε1 την κυριότητα του συνεταιρισμού στην εδαφική αυτή έκταση, με την πράξη των δε αυτή έβλαψαν την περιουσία του συνεταιρισμού, προέβησαν δε σ' αυτή με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος.
Ενόψει των προαναφερθέντων, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών δεχθέν ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος των εκκαλούντων κατηγορουμένων προέβη σε ορθή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι η από την πράξη των εκκαλούντων επελθούσα βλάβη της περιουσίας του εγκαλούντος δεν συνίσταται στην εμπορική αξία του ακινήτου (75.000 Euro), ως αναφέρεται στο εκκαλούμενο βούλευμα, δεδομένου ότι ο συνεταιρισμός δεν έχασε την κυριότητα του ακινήτου, αλλά, κατά τα προαναφερθέντα στην αρχή της παρούσης, στην εμπλοκή του συνεταιρισμού σε δικαστικούς αγώνες και στην μείωση της αξίας του ακινήτου λόγω της αμφισβήτησης, η οποία υπερβαίνει το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) Euro.
Την ανωτέρω πράξη τέλεσαν οι κατηγορούμενοι κατ' επάγγελμα, αφού από την υποδομή που είχαν διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης (κατάρτιση συμβολαίων μεταβίβασης, χρήση ένορκης βεβαίωσης σχετικά με τον τρόπο κτήσεως του ακινήτου κλπ) προκύπτει σκοπός αυτών προς πορισμό εισοδήματος. Κατόπιν αυτού, σύμφωνα και με τις ορθές και νόμιμες σκέψεις, που διαλαμβάνονται στην εισαγγελική πρόταση, στην οποία το παρόν Συμβούλιο κατά τα λοιπά αναφέρεται, πρέπει να διορθωθεί Α) το αιτιολογικό του προσβαλλόμενου (βουλεύματος ως ακολούθως: 1) με την αντικατάσταση της φράσης "Κατά τον περιγραφόμενο τρόπο αμφότεροι οι κατηγορούμενοι αποκόμισαν παράνομο περιουσιακό όφελος συνολικού ύψους 75.000 ευρώ, στο οποίο ανέρχεται η αξία του μεταβιβασθέντος ακινήτου, με αντίστοιχη ισόποση ζημία του παθόντος συνεταιρισμού", φύλλο 6, 2η σελίδα, τρεις τελευταίοι στίχοι, και φύλλο 7, πρώτη σελίδα, στίχοι 1ος και 2°ς, με τη φράση "Οι κατηγορούμενοι διαπράττουν απάτες κατ' επάγγελμα, ενώ το συνολικό όφελος από την ως άνω πράξη τους, συνιστάμενο στο τίμημα της αγοραπωλησίας, που είναι αντίστοιχο της εμπορικής αξίας του ακινήτου, υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, η δε συνολική ζημία του εγκαλούντος συνεταιρισμού από την εμπλοκή του σε δικαστικούς αγώνες και από τη μείωση της αγοραίας αξίας του ακινήτου του, λόγω της αμφισβήτησης της κυριότητας του σ' αυτό, υπερβαίνει ομοίως το ως άνω ποσό των 15.000 ευρώ", 2) με την αντικατάσταση της φράσης "προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής των δυο πρώτων κατηγορουμένων για τη διωχθείσα πράξη της απάτης, που τελέστηκε κατά συναυτουργία, και από την οποία προκλήθηκε ζημία ανώτερη των 73.000 ευρώ" (φύλλο 7, δεύτερη σελίδα, στίχοι 11, 12, 13, με τη φράση "προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής των δυο πρώτων κατηγορουμένων για τη αξιόποινη πράξη της απάτης, που τελέστηκε κατά συναυτουργία, κατ' επάγγελμα και από την οποία το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ" και 3) με την αντικατάσταση της διάταξης του άρθρου 386 & 3β Π.Κ. με αυτές των άρθρων 13 στ εδ. α' και 386 & 3α Π.Κ., και Β) το διατακτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος, με την αντικατάσταση α) της φράσης "σε βάρος της οποίας προκλήθηκε ζημία ανώτερη των εβδομήντα τριών χιλιάδων ευρώ (73.000)" στο 8° φύλλο, πρώτη σελίδα, στιχ. 4° και 5°, με τη φράση "οι κατηγορούμενοι δε διαπράττουν απάτες κατ' επάγγελμα και το συνολικό όφελος αυτών, καθώς και η συνολική ζημία του παθόντος υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ", και β) της φράσης "Κατά τον περιγραφόμενο τρόπο αμφότεροι οι κατηγορούμενοι αποκόμισαν παράνομο περιουσιακό όφελος συνολικού ύψους εβδομήντα πέντε χιλιάδων ευρώ (75.000), στο οποίο ανερχόταν κατά τον κρίσιμο χρόνο η εμπορική αξία του μεταβιβασθέντος ακινήτου, με αντίστοιχη ισόποση ζημία του παθόντος συνεταιρισμού" στο 8° φύλλο, δεύτερη σελίδα, στιχ. 2°,3°, 4°, 5°, 6° και 7°, με τη φράση "Οι κατηγορούμενοι διαπράττουν απάτες κατ' επάγγελμα, ενώ το συνολικό όφελος από την ως άνω πράξη τους, συνιστάμενο στο τίμημα της Αγοραπωλησίας, που είναι αντίστοιχο της εμπορικής αξίας του ακινήτου, υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, η δε συνολική ζημία του εγκαλούντος συνεταιρισμού από την εμπλοκή του σε δικαστικούς αγώνες και από τη μείωση της αγοραίας αξίας του ακινήτου του, λόγω της αμφισβήτησης της κυριότητας του σ' αυτό, υπερβαίνει ομοίως το ως άνω ποσό των 15.000 ευρώ".
Να γίνουν δε τυπικά δεκτές και να απορριφθούν κατ'ουσία οι 475 και 474/11-9-2007 εφέσεις των εκκαλούντων κατά του υπ'αριθμ. 2132/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και να επικυρωθεί το ως άνω εκκαλούμενο βούλευμα".
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, σε σχέση με την αποδιδόμενη στους αναιρεσείοντες κατηγορούμενους αξιόποινη πράξη της απάτης από κοινού, κατ'επάγγελμα, με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνει τα 15.000 ευρώ, διέλαβε στο βούλευμά του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο βούλευμα με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, τα οποία ορθώς υπήγαγε στις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 45 και 386 παρ. 1 και 3α' Π.Κ., και οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε το Συμβούλιο ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή των αναιρεσειόντων στο ακροατήριο να δικασθούν για την πιο πάνω αξιόποινη πράξη.
Συνεπώς οι αντίθετοι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στο προσβαλλόμενο βούλευμα και της εσφαλμένης εφαρμογής των άρθρων 45 και 386 παρ. 1 και 3α' Π.Κ., είναι αβάσιμοι και πρέπει ως εκ τούτου να απορριφθούν στο σύνολό τους οι κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης ως ουσία αβάσιμες και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.).
Για τους λόγους αυτούς
Π ρ ο τ ε ί ν ω: Να γίνουν τυπικά δεκτές και να απορριφθούν κατ'ουσία οι υπ'αριθ. 170 και 171/2008 αντίστοιχες αιτήσεις αναίρεσης των κατηγορουμένων Χ2 και Χ1 κατά του υπ'αριθ. 1185/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα.
Αθήνα 14 Ιανουαρίου 2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Νικόλαος Μαύρος"
Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες από 17-10-2008 και 20-10-2008 αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων Χ2 και Χ1 αντίστοιχα, οι οποίες στρέφονται κατά του υπ' αριθ. 1185/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και των οποίων το περιεχόμενο είναι πανομοιότυπο, είναι προδήλως συναφείς και ως εκ τούτου πρέπει να συνεξεταστούν.
Από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, ασχέτως αν το όφελος αυτό πραγματοποιήθηκε ή όχι, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή αποσιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας [ζημία], η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, και η οποία υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση για την ανόρθωσή της. Το πρόσωπο που παραπλανήθηκε δεν απαιτείται να είναι το ίδιο με εκείνο που περιουσιακώς βλάπτεται και έτσι υπάρχει απάτη και όταν ο απατώμενος είναι πρόσωπο άλλο από το περιουσιακώς βλαπτόμενο, αρκεί ο απατώμενος να μπορεί από τα πράγματα ή από το νόμο να ενεργήσει την επιζήμια για τον βλαπτόμενο πράξη ή παράλειψη. Σε περίπτωση πωλήσεως ακινήτου, που δεν ανήκει στην κυριότητα του πωλητή, ο οποίος με ψευδείς παραστάσεις παραπλανά το συμβολαιογράφο και τον πείθει, να καταρτίσει αγοραπωλητήριο συμβόλαιο ακινήτου, η ζημία του αγοραστή του ακινήτου, αλλά και το αντίστοιχο παράνομο περιουσιακό όφελος του δράστη, συνίσταται στο ποσό του καταβληθέντος τιμήματος της αγοραπωλησίας, ενώ επί πλέον ο αγοραστής ζημιώνεται και με τα ποσά που δαπάνησε για τα υπόλοιπα έξοδα που απαιτούνται για την ολοκλήρωση της αγοραπωλησίας. Στην περίπτωση αυτή, περιουσιακή βλάβη υφίσταται και ο αληθής κύριος του ακινήτου, καίτοι αυτός δεν αποξενούται της ιδιοκτησίας του, συνίσταται δε αυτή είτε στη μείωση ή την απειλή μειώσεως της συνολικής αξίας της περιουσίας του, συνεπεία της επερχόμενης αμφισβητήσεως του δικαιώματος κυριότητας επί του ακινήτου είτε στον κίνδυνο της περιουσίας του στο μέλλον, λόγω της εμπλοκής του σε δαπανηρό δικαστικό αγώνα προς άρση της αμφισβήτησης της κυριότητάς του. Εξάλλου, κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικ. με το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/96, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, όπως οριζόταν και στην περ. α' της διάταξης αυτής προ της αντικαταστάσεως της με το άρθρο 1 του ν. 2408/96. Η παράγραφος 3 του ως άνω άρθρου αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/3-6-1999 ως εξής: "Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών". Ενόψει της διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 1 του ΠΚ, η ως άνω περίπτωση β' δεν έχει, ως αυστηρότερη, αναδρομική ισχύ και δεν εφαρμόζεται επομένως και στις πράξεις που τελέστηκαν προ της 3-6-1999, ενώ η περίπτωση α' έχει αναδρομική ισχύ, διότι είναι ηπιότερη, αφού για την κακουργηματική μορφή της απάτης δεν αρκεί ότι ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, αλλά απαιτείται προσθέτως όπως και το συνολικό όφελος ή συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δραχμών. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 13 εδ. στ' του προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2408/96, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης, ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίστασης της τέλεσης του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση του. Επίσης κατ' επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Περαιτέρω το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ, 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σε αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις η λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικό, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το αποδιδόμενο σε αυτόν έγκλημα, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και συλλογισμοί βάσει των οποίων το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Σχετικά με τα αποδεικτικά μέσα αρκεί να μνημονεύονται αυτά γενικά κατά το είδος τους. χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τί προέκυψε από το καθένα, απαιτείται όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι κατ" επιλογή μερικά από αυτά. Εξάλλου λόγο αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του Κ.Π.Δ. συνιστά η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά που δέχτηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί στο πόρισμα που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και αναφέρεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο υπ'αριθ. 1185/2008 βούλευμά του με δικές του σκέψεις και με αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση δέχτηκε ότι από τη διενεργηθείσα ανάκριση και τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το έτος 1964 ιδρύθηκε σωματείο με την επωνυμία "Στεγαστικός Οργανισμός Δημοσίων Υπαλλήλων - Σ.Ο.Δ.Υ.", που αναγνωρίσθηκε με την με αριθ. 6549/26-11-1964 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών. Στην συνέχεια το ανωτέρω σωματείο μετατράπηκε σε Οικοδομικό Συνεταιρισμό με την επωνυμία "Στεγαστικός Οργανισμός Δημοσίων Υπαλλήλων - Οικοδομικός Συνεταιρισμός Π.Ε. (ΣΟΔΥ ΟΣΠΕ), με έδρα επί της οδούΖήνωνος 3, στην Αθήνα . Σκοπός τόσο του Σωματείου όσο και του Συνεταιρισμού ήταν η εξασφάλιση για τα μέλη του παραθεριστικής κατοικίας, στα δημοτικά όρια των δήμων ..., ... και της Κοινότητας ... . Για την πραγματοποίηση του ανωτέρω σκοπού με το με αριθ. ... συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Βασιλείου Μιχαήλ, το οποίο μεταγράφηκε νομίμως στα Βιβλία Μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου ..., ο συνεταιρισμός αγόρασε έναν αγρό, εκτάσεως 15 (δεκαπέντε) στρεμμάτων, που ευρίσκεται στην θέση "..." της περιφέρειας της κοινότητας..., από τους ιδιοκτήτες του Ι1 και Ι2 οι οποίοι κατά την κατάρτιση του συμβολαίου εκπροσωπήθηκαν από τον Ε1. Οι ανωτέρω πωλητές είχαν αποκτήσει το ακίνητο αυτό, με αγορά, με το με αριθ. ... συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Θηβών Κατσιμπάρδη Κωνσταντίνου. Έκτοτε ο Συνεταιρισμός νεμόταν το ακίνητο, περιφράσσοντας αυτό, συλλέγοντας τον ελαιόκαρπο από ελαιόδενδρα που υπήρχαν σ' αυτό και κατά διαστήματα φυλάττοντας αυτό με διάφορους φύλακες προκειμένου να το προστατεύσει από καταπατήσεις. Στις 25-9-1995 με το με αριθ. ... συμβόλαιο αγοραπωλησίας ακινήτου της συμβολαιογράφου Αθηνών Ασημακοπούλου Διαμάντως ο πρώτος εκκαλών ενεργώντας ως πληρεξούσιος του δευτέρου εκκαλούντος, υιού του, πώλησε και μεταβίβασε στον Μ1 ένα αγροτεμάχιο, που ευρίσκεται στην θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας της Κοινότητας ..., έκτασης 800 τ.μ., το οποίο είναι κατά παρέκκλιση άρτιο και οικοδομήσιμο και συνορεύει βόρεια, νότια και ανατολικά με ιδιοκτησία του εγκαλούντος συνεταιρισμού και δυτικά με κοινοτικό παραλιακό δρόμο. Σχετικά με τους τίτλους κτήσεως του ακινήτου αυτού στην συμβολαιογράφο δηλώθηκε ψευδώς και αναγράφεται και στο προαναφερθέν συμβόλαιο ότι ο πωλητής απέκτησε αυτό με άτυπη δωρεά από τον πατέρα του από το έτος 1972 και ότι έκτοτε ο πωλητής νέμονταν αυτό με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, χωρίς ποτέ να ενοχληθεί από κανένα και έγινε κύριος αυτού και με έκτακτη χρησικτησία και ότι στον δικαιοπάροχο πατέρα του περιήλθε με άτυπη αγορά κατά το έτος 1962 από τον Κ1. Πλην όμως τα ανωτέρω αναφερόμενα τυγχάνουν ψευδή, καθόσον το αγροτεμάχιο αυτό αποτελεί τμήμα του όλου ακινήτου το οποίο είχε αγοράσει ο εγκαλών συνεταιρισμός με το με αριθ. ... συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Βασιλείου Μιχαήλ. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στο με αριθ. ...συμβόλαιο, προσαρτήθηκε αντίγραφο της με αριθ. ..../22-9-1995 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον συμβολαιογράφου του Ε1 στο οποίο βεβαιώνεται ο προαναφερεθείς τρόπος κτήσης του ακινήτου από τους εκκαλούντες. Οι ψευδείς αυτές παραστάσεις των εκκαλούντων τόσο στον αγοραστή όσο στη συνέχεια και στην συμβολαιογράφο είχαν ως αποτέλεσμα να πεισθεί ο μεν αγοραστής να προβεί στην αγορά του ακινήτου αυτού, θεωρώντας ότι αυτό ανήκε στον πωλητή, η δε συμβολαιογράφος να συντάξει το ως άνω συμβόλαιο. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στη συνέχεια το αγροτεμάχιο αυτό, κατ' απαίτηση του αγοραστή Μ1 ο οποίος αφενός μεν αντιμετώπισε προβλήματα κατά την περίφραξη του ακινήτου, αφετέρου δε δεν ενδιαφέρονταν πλέον για το συγκεκριμένο ακίνητο μεταβιβάσθηκε με το με αριθ. ... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Κλώνη Ανδρομάχης, που μεταγράφηκε νόμιμα, στην εταιρεία με την επωνυμία "Αλκυονίδες Ιχθυοπαραγωγική - Τουριστική - Εμπορική Ανώνυμη Εταιρεία", νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας τυγχάνει ο πρώτος εκκαλών, ο οποίος στη συνέχεια με το με αριθ. ... συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Βέννη Κωνσταντίνου, που νόμιμα μεταγράφηκε, έσπευσε, με την προαναφερθείσα ιδιότητα του (του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας), να το μεταβιβάσει περαιτέρω, αδιαίρετα και κατ' ισομοιρία, στους Ν1 και Ν2. Εξάλλου με την με αριθ. 373/2002 απόφαση του Μον.Πρωτ. Θηβών, η οποία εκδόθηκε επί της από 20-2-2002 αγωγής του εγκαλούντος συνεταιρισμού κατά του πρώτου εκκαλούντος, ο εγκαλών συνεταιρισμός αναγνωρίσθηκε κύριος της ανωτέρω έκτασης και υποχρεώθηκε ο πρώτος εκκαλών να αποδώσει την έκταση αυτή στον συνεταιρισμό. Η απόφαση αυτή, η οποία κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, εκτελέσθηκε, όπως προκύπτει από την με αριθ. .... έκθεση αποβολής και εγκατάστασης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Θηβών ...., πλην όμως οι εκκαλούντες συνέχισαν τις επεμβάσεις στο ακίνητο, άλλοτε οι ίδιοι και άλλοτε τα άτομα στα οποία είχαν μεταβιβάσει αυτό. Οι εκκαλούντες στην απολογία των ισχυρίζονται ότι η εδαφική αυτή έκταση ανήκει στον δεύτερο από αυτούς και ότι ο συνεταιρισμός είχε αναλάβει την υποχρέωση να μεταβιβάσει στον δεύτερο εκκαλούντα εδαφικό τμήμα ιδιοκτησίας του (συνεταιρισμού) σε άλλη περιοχή, προκειμένου αυτός (δεύτερος εκκαλών) να παραιτηθεί των δικαιωμάτων του στο επίδικο. Ο ισχυρισμός όμως αυτός ουδόλως αποδεικνύεται από τα στοιχεία της δικογραφίας και ιδία την από 13-7-2006 ένορκη κατάθεση του νυν προέδρου του Δ.Σ. του ΣΟΔΥ ΟΣΠΕ Δ1 καθώς και την από 8-11-2005 ομοία του αμέσως προηγούμενου προέδρου Π1. Εξάλλου είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ε1 (κατ' αυτού η ασκηθείσα ποινική δίωξη με το εκκαλούμενο βούλευμα θεωρήθηκε ως μη γενομένη, λόγω θανάτου του πριν την άσκηση αυτής) με την προαναφερθείσα με αριθ. .../22-9-1995 ένορκη βεβαίωση, αντίγραφο της οποίας προσαρτήθηκε στο με αριθ. ... συμβόλαιο, βεβαίωσε τον προαναφερθέντα τρόπο κτήσης του αγροτεμαχίου, ενώ ο ίδιος πριν από χρόνια και συγκεκριμένα στις 22-7-1968, κατά την σύνταξη του με αριθ. ... συμβολαίου, ενήργησε ως πληρεξούσιος των τότε πωλητών για την μεταβίβαση της μείζονος έκτασης, στην οποία περιλαμβάνεται και το συγκεκριμένο αγροτεμάχιο, στον εκκαλούντα συνεταιρισμό. Είναι προφανές ότι οι εκκαλούντες, εκ των οποίων ο δεύτερος στην απολογία του ενώπιον του Ανακριτή δήλωσε κάτοικος ...., γνώριζαν από τον Ε1 την κυριότητα του συνεταιρισμού στην εδαφική αυτή έκταση, με την πράξη των δε αυτή έβλαψαν την περιουσία του συνεταιρισμού, προέβησαν δε σ' αυτή με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος. Ενόψει των προαναφερθέντων, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών δεχθέν ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος των εκκαλούντων κατηγορουμένων προέβη σε ορθή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι η από την πράξη των εκκαλούντων επελθούσα βλάβη της περιουσίας του εγκαλούντος δεν συνίσταται στην εμπορική αξία του ακινήτου (75.000 Euro), ως αναφέρεται στο εκκαλούμενο βούλευμα, δεδομένου ότι ο συνεταιρισμός δεν έχασε την κυριότητα του ακινήτου, αλλά, κατά τα προαναφερθέντα στην αρχή της παρούσης, στην εμπλοκή του συνεταιρισμού σε δικαστικούς αγώνες και στην μείωση της αξίας του ακινήτου λόγω της αμφισβήτησης, η οποία υπερβαίνει το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) Euro. Την ανωτέρω πράξη τέλεσαν οι κατηγορούμενοι κατ' επάγγελμα, αφού από την υποδομή που είχαν διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης (κατάρτιση συμβολαίων μεταβίβασης, χρήση ένορκης βεβαίωσης σχετικά με τον τρόπο κτήσεως του ακινήτου κλπ) προκύπτει σκοπός αυτών προς πορισμό εισοδήματος. Κατόπιν αυτού, σύμφωνα και με τις ορθές και νόμιμες σκέψεις, που διαλαμβάνονται στην εισαγγελική πρόταση, στην οποία το παρόν Συμβούλιο κατά τα λοιπά αναφέρεται, πρέπει να διορθωθεί Α) το αιτιολογικό του προσβαλλόμενου (βουλεύματος ως ακολούθως: 1) με την αντικατάσταση της φράσης "Κατά τον περιγραφόμενο τρόπο αμφότεροι οι κατηγορούμενοι αποκόμισαν παράνομο περιουσιακό όφελος συνολικού ύψους 75.000 ευρώ, στο οποίο ανέρχεται η αξία του μεταβιβασθέντος ακινήτου, με αντίστοιχη ισόποση ζημία του παθόντος συνεταιρισμού", φύλλο 6, 2η σελίδα, τρεις τελευταίοι στίχοι, και φύλλο 7, πρώτη σελίδα, στίχοι 1ος και 2°ς, με τη φράση "Οι κατηγορούμενοι διαπράττουν απάτες κατ' επάγγελμα, ενώ το συνολικό όφελος από την ως άνω πράξη τους, συνιστάμενο στο τίμημα της αγοραπωλησίας, που είναι αντίστοιχο της εμπορικής αξίας του ακινήτου, υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, η δε συνολική ζημία του εγκαλούντος συνεταιρισμού από την εμπλοκή του σε δικαστικούς αγώνες και από τη μείωση της αγοραίας αξίας του ακινήτου του, λόγω της αμφισβήτησης της κυριότητας του σ' αυτό, υπερβαίνει ομοίως το ως άνω ποσό των 15.000 ευρώ", 2) με την αντικατάσταση της φράσης "προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής των δυο πρώτων κατηγορουμένων για τη διωχθείσα πράξη της απάτης, που τελέστηκε κατά συναυτουργία, και από την οποία προκλήθηκε ζημία ανώτερη των 73.000 ευρώ" (φύλλο 7, δεύτερη σελίδα, στίχοι 11, 12, 13, με τη φράση "προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής των δυο πρώτων κατηγορουμένων για τη αξιόποινη πράξη της απάτης, που τελέστηκε κατά συναυτουργία, κατ* επάγγελμα και από την οποία το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ" και 3) με την αντικατάσταση της διάταξης του άρθρου 386 & 3β Π. Κ. με αυτές των άρθρων 13 στ εδ.α' και 386 & 3α Π.Κ., και Β) το διατακτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος, με την αντικατάσταση α) της φράσης "σε βάρος της οποίας προκλήθηκε ζημία ανώτερη των εβδομήντα τριών χιλιάδων ευρώ (73.000)" στο 8° φύλλο, πρώτη σελίδα, στιχ. 4° και 5°, με τη φράση "οι κατηγορούμενοι δε διαπράττουν απάτες κατ' επάγγελμα και το συνολικό όφελος αυτών, καθώς και η συνολική ζημία του παθόντος υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ", και β) της φράσης "Κατά τον περιγραφόμενο τρόπο αμφότεροι οι κατηγορούμενοι αποκόμισαν παράνομο περιουσιακό όφελος συνολικού ύψους εβδομήντα πέντε χιλιάδων ευρώ (75.000), στο οποίο ανερχόταν κατά τον κρίσιμο χρόνο η εμπορική αξία του μεταβιβασθέντος ακινήτου, με αντίστοιχη ισόποση ζημία του παθόντος συνεταιρισμού" στο 8° φύλλο, δεύτερη σελίδα, στιχ. 2°,3°, 4°, 5°, 6° και 7°, με τη φράση "Οι κατηγορούμενοι διαπράττουν απάτες κατ' επάγγελμα, ενώ το συνολικό όφελος από την ως άνω πράξη τους, συνιστάμενο στο τίμημα της αγοραπωλησίας, που είναι αντίστοιχο της εμπορικής αξίας του ακινήτου, υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, η δε συνολική ζημία του εγκαλούντος συνεταιρισμού από την εμπλοκή του σε δικαστικούς αγώνες και από τη μείωση της αγοραίας αξίας του ακινήτου του, λόγω της αμφισβήτησης της κυριότητας του σ' αυτό, υπερβαίνει ομοίως το ως άνω ποσό των 15.000 ευρώ". Μετά από αυτά το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε τις εφέσεις των κατηγορουμένων κατά του υπ' αριθ. 2132/2007 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, αφού προέβη στη μερική κατά τα άνω αντικατάσταση του αιτιολογικού και του διατακτικού του εκκαλούμενου βουλεύματος, ώστε να παραπέμπονται οι κατηγορούμενοι ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστούν για απάτη από κοινού και κατ' επάγγελμα, από την οποία το συνολικό όφελος των κατηγορουμένων, καθώς και η συνολική ζημία του παθόντος υπερβαίνει το ποσό των 15.000 Ευρώ. Με αυτά που δέχτηκε το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, γιατί αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής των κατηγορουμένων για το έγκλημα που τους αποδίδεται, τις αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και τις σκέψεις και τους συλλογισμούς βάσει των οποίων το Συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο. Ειδικότερα αναφέρει τα περιστατικά τα οποία στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο παραπέμφθηκαν και ειδικώς τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει ο τρόπος προκλήσεως και το ύψος του οφέλους αυτών και της αντίστοιχης ζημίας του παθόντος καθώς και η κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος και τέλος αναφέρει τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή των περιστατικών που δέχτηκε στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 και 3α' του ΠΚ, την οποία ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Επομένως οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' και β' του ΚΠΔ, είναι αβάσιμοι. Τέλος οι αναιρεσείοντες επικαλούνται ότι παραπέμπονται στο ακροατήριο, ενώ υπάρχει στη δικογραφία η από 29-6-2006 επιστολή τους προς τον εγκαλούντα Συνεταιρισμό με την οποία αναγνωρίζουν την κυριότητά του στο ακίνητο, παραιτούνται από κάθε δικαίωμα σ'αυτό και αφαίρεσαν και την περίφραξη που είχαν τοποθετήσει. Τα ανωτέρω επικαλούμενα μεταγενέστερα της πράξεως περιστατικά δεν συνδυάζονται με σφάλμα του προσβαλλόμενου βουλεύματος και έτσι δεν έχουν εν προκειμένω επιρροή. Μετά από αυτά πρέπει οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως να απορριφθούν και να επιβληθούν στους αναιρεσείοντες τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθ. 583 παρ. 1 του ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις από 17-10-2008 και από 20-10-2008 αιτήσεις των Χ2 και Χ1 αντίστοιχα, για αναίρεση του υπ'αριθ. 1185/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Επιβάλλει στους αναιρεσείοντες τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) Ευρώ για τον καθένα.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 12 Μαΐου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 28 Ιουλίου 2009.-
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ