Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ψευδής βεβαίωση.
Περίληψη:
Ψευδής βεβαίωση σε βαθμό κακουργήματος. Στοιχεία του εγκλήματος. Αναιρείται το παραπεμπτικό βούλευμα για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου.
Αριθμός 1860/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο και Ιωάννη Παπαδόπουλο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Τσάγγα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 22 Σεπτεμβρίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ.326/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ....
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Μαρτίου 2010 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 428/2010. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Τσάγγας εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη, με αριθμό 230/11-6-2010, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
""Εισάγοντας, ενώπιον Σας, κατ' άρθ. 485 παρ. 1 ΚΠΔ, την με αριθ. 40 από 19-3-2010 αίτηση αναίρεσης του κατηγορούμενου Χ κατοίκου .., κατά του υπ'αρ. 326/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών εκθέτουμε τ' ακόλουθα : Ι. Με το προσβαλλόμενο βούλευμα έγινε τυπικά δεκτή, αλλά απερρίφθη κατ'ουσία η υπ' αριθ. 599/2009 έφεση του τώρα αναιρεσείοντος κατά του υπ'αρ. 3117/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών με το οποίο παραπέμφθηκε αυτός στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικασθεί για την αξιόποινη πράξη της ψεύδους βεβαιώσεως σε βαθμό κακουργήματος (1,13 α',14, 18, 26 §1, 27 §§1, 2, και 242 §§ 1, 3 ΠΚ). Κατά του εφετειακού αυτού Βουλεύματος στρέφεται τώρα ο κατηγορούμενος Χ, με την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο Βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα στις 16.3.2010 η δε αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε στις 19.3.2010 ήτοι εμπροθέσμως (άρθρο 473 §1 ΚΠΔ) . Η εν λόγω αναίρεση ασκήθηκε ενώπιον του Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών από τον νομοτύπως διορισθέντα πληρεξούσιο δικηγόρο Παναγιώτη Μπαρτζάκλη, συντάχθηκε δε γι' αυτήν η με αριθ. ... έκθεση στην οποίαν διατυπώνονται ως λόγοι άσκησή της - κατ'εκτίμηση ταύτης: α) η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και γ) μη παράθεση στο εκκαλούμενο βούλευμα, του σχετικού άρθρου του ΠΚ, που προβλέπει την αξιόποινη πράξη για την οποία αυτός παραπέμπεται στο Δικαστήριο, το προσβαλλόμενο δε βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, αφού παραπέμπει τούτον για κακούργημα. Κατόπιν των ανωτέρων η υπό κρίση αίτηση, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή, και να ερευνηθούν περαιτέρω οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως.
ΙΙ) Κατά το άρθρο 242 παρ. 1 του ΠΚ, υπάλληλος που στα καθήκοντα του ανάγεται η έκδοση ή η σύνταξη δημόσιων εγγράφων, αν σε τέτοια έγγραφα βεβαιώνει με πρόθεση ψευδώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου όπως συμπληρώθηκε με τα άρθρα 1 παρ. 7 β' του Ν. 2408/1996 και 14 παρ. 6 του Ν. 2721/1999, αν ο υπαίτιος της πράξεως της παρ. 1 είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον αθέμιτο όφελος ή να βλάψει παράνομα άλλον, επιβάλλεται κάθειρξη εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών. Κατά την έννοια του άνω άρθρου, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς βεβαίωσης, που είναι έγκλημα περί την υπηρεσία, απαιτείται: α) ο δράστης να είναι υπάλληλος, κατά την έννοια των άρθρων 13α' και 263Α του ΠΚ, αρμόδιος καθ' ύλη και κατά τόπο για τη σύνταξη ή έκδοση του εγγράφου και να ενεργεί μέσα στα πλαίσια της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινά ή προς αναπλήρωση άλλου β) έγγραφο, κατά την έννοια του άρθρου 13 γ του ΠΚ, και δη δημόσιο κατά την έννοια του άρθρου 438 Κ.Πολ.Δ, δηλαδή έγγραφο που συντάσσεται από καθ' ύλη και κατά τόπο δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία και έχει πλήρη αποδεικτική δύναμη, έναντι πάντων, για τα βεβαιούμενα σ' αυτό γεγονότα, γ) βεβαίωση στο έγγραφο αυτό ψευδών πραγματικών περιστατικών, δηλαδή περιστατικών που δεν έλαβαν χώρα, ή συνέβησαν κατά διαφορετικό τρόπο, τα οποία μπορούν να έχουν έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνα που αφορούν τη γένεση, αλλοίωση ή απώλεια δικαιώματος ή έννομης σχέσης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης, και δ) δόλος του δράστη, που συνίσταται στη γνώση και τη θέληση του να βεβαιώνει ψευδή πραγματικά περιστατικά που μπορεί να έχουν έννομες συνέπειες ή τουλάχιστον στη γνώση ως ενδεχόμενη της παραγωγής αυτών από την πράξη και συγχρόνως στην εκ προοιμίου αποδοχή αυτής. Περαιτέρω, για τον κακουργηματικό χαρακτήρα της παραπάνω πράξης απαιτείται και σκοπός του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον αθέμιτο όφελος ή να βλάψει παράνομα άλλον, χωρίς να είναι και απαραίτητο να πραγματοποιηθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός, εφόσον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 7 εδάφ. β' του ν. 2408/1996 το όφελος ή η συνολική βλάβη υπερβαίνουν το ποσόν των 73.000 €, που ο δικαστής οφείλει σε κάθε περίπτωση να προσδιορίζει, αφού πλέον συνιστά ουσιώδες στοιχείο της πράξης σε βαθμό κακουργήματος [ ΑΠ 86/2006, ΑΠ 1334/1998 ]
ΙΙΙ) Έλλειψη της απαιτουμένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1δ του Κ.Π.Δ. (μετά την εκ νέου αρίθμηση με το άρθρο 42 του Ν. 3160/2003) υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και στα οποία το Συμβούλιο εστήριξε την κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των εγκλημάτων, για τα οποία εδιώχθη και παρεπέμφθη ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις στις οποίες θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους το Δικαστικό Συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά, τα οποία έγιναν δεκτά, προκύπτουν σοβαρές (αποχρώσες) ενδείξεις, (ήτοι ενδείξεις δυνάμενες να στηρίξουν δημοσία επ' ακροατηρίω κατηγορία), δια την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Δια την κατά τα ως άνω πληρότητα της αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατ' είδος τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία ελήφθησαν υπ' όψιν από το Δικαστικό Συμβούλιο προκειμένου να καταλήξει στην παραπεμπτική κρίση του, χωρίς να απαιτείται ειδική αναφορά εκάστου αποδεικτικού μέσου και τι προκύπτει εξ αυτού (ΑΠ 201/2002 Ποιν.Χρ. ΝΒ 902, 2269/2002 Ποιν.Χρ. ΝΓ 803). Περαιτέρω δεν απαιτείται ειδική αξιολόγηση εκάστου αποδεικτικού μέσου, ή αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και στοιχείων μεταξύ τους, και εν τέλει προσδιορισμός του ποίο εξ αυτών εβάρυνε περισσότερο στην παραπεμπτική κρίση (1640/2000 Ποιν.Χρ. ΝΑ 802, 1/2002 Ποιν.Χρ. ΝΒ 813). Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστικό Συμβούλιο έλαβε υπ' όψιν και συνεκτίμησε, για το σχηματισμό της παραπεμπτικής του κρίσεως όλα ανεξαιρέτως τα κατ' άρθρο 178 του Κ.Π.Δ. αποδεικτικά μέσα και στοιχεία, και όχι μόνον κάποια από αυτά ( Ολ. ΑΠ 9/2001, 1285/2001, 47/2001, 1937/2006 ) Εξ άλλου όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. Β' Κ.Π.Δ., η οποία προβλέπει τον σε αυτή λόγο αναιρέσεως, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, συντρέχει όχι μόνον όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί, στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παρεβιάσθη εκ πλαγίου, επειδή στο πόρισμα του βουλεύματος, το οποίο περιλαμβάνεται, στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό, και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από το 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως ( ΑΠ 829/2001 Ποιν. Χρ.ΝΒ 314, 1907/2001 Ποιν.Χρ. ΝΒ 652, 336/2002 Ποιν. Χρ. ΝΒ 978, ΑΠ 721/2004 σε Συμβούλιο ). Τέλος απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1δ του ΚΠΔ, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1α του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως, επιφέρει και η μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την άσκηση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το υπό του άρθρου 309 παρ. 2στ ΚΠΔ, παρεχόμενο δικαίωμα στον κατηγορούμενο να ενημερωθεί, για το περιεχόμενο οποιουδήποτε εγγράφου, ή για οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο, αν ασκεί ουσιώδη επιρροή στην κρίση του Συμβουλίου, και υποβλήθηκε από τον πολιτικώς ενάγοντα ενώπιον αυτού ( Συμ. ΑΠ 1496/1999 και Συμ. ΑΠ 1937/2006 ). IV) Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που εξέδωσε το προσβαλλόμενο Βούλευμα, δέχθηκε, ότι " .... από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ'είδος και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων σε συνδυασμό με όλα τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν και την απολογία του κατηγορουμένου, προκύπτουν κατά την κρίση του Συμβουλίου ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την αξιόποινη πράξη της ψευδούς βεβαιώσεως με σκοπό βλάβης τρίτου η οποία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ όπως συνάγεται και από το γεγονός, ότι ήδη έχει παραπεμφθεί στο αρμόδιο Δικαστήριο (Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων) για να δικαστεί ως υπαίτιος της αποδιδομένης εις αυτόν πράξεως. Ειδικότερα και από όλη τη δικογραφία προκύπτουν τα εξής κρίσιμα και ουσιώδη στοιχεία. Ο κατηγορούμενος στις 18-6-2001 υπό την ιδιότητα του υπαλλήλου στα καθήκοντα του οποίου ανάγονταν η έκδοση και η σύνταξη δημοσίων εγγράφων και ειδικότερα με την ιδιότητα του διευθύνοντος το Ελληνικό Προξενείο στην ... βεβαίωσε με πρόθεση ψευδώς δυνάμει του υπ' αριθμ. πρωτ. 680/6/ΑΣ 478/18-6-2001 έγγραφο του Προξενικού Γραφείου και το οποίο στη συνέχεια απέστειλε στη Δ.Ο.Υ ... σε απάντηση του από ... εγγράφου της τελευταίας, στο οποίο ψευδώς και εν γνώσει του βεβαίωνε ότι ο εγκαλών Ψ δεν είναι μόνιμος κάτοικος της ... από το 1988 και έπειτα αλλά πραγματοποιεί ολιγοήμερες επισκέψεις στους γονείς του που κατοικούν στην ..., ήτοι βεβαίωνε γεγονός το οποίο δεν ήταν αληθές, αφού ο εγκαλών διέμενε μόνιμα στην ... σε διευθύνσεις, που ήταν γνωστές στον κατηγορούμενο, ενώ ήταν και εγγεγραμμένος στα οικεία Προξενικά Μητρώα με αύξοντα αριθμό Σ-13. Το περιεχόμενο αυτό του εγγράφου που εξέδωσε είχε έννομες συνέπειες, αφού εσχετίζετο με την ύπαρξη γνωστής κατοικίας του μηνυτή, άρα και με την δυνατότητα γνωστοποιήσεως προς αυτόν κάθε σχετικού δημοσίου εγγράφου, μεταξύ των οποίων και αυτών, που αφορούσαν φορολογικές του υποχρεώσεις έναντι του ελληνικού κράτους η δε συνολική ζημία που υπέστη ο μηνυτής υπερβαίνει το ποσό των 1.893.695,433 ΕΥΡΩ που συνίσταται σε φερόμενη οφειλή του εγκαλούντος προς την ανωτέρω Δ.Ο.Υ που αποτελείται από κεφάλαιο και προσαυξήσεις εκπροθέσμου καταβολής, λόγω του ότι η προαναφερθείσα Δ.Ο.Υ εξαιτίας του ανωτέρω εγγράφου που εξέδωσε ο εκκαλών δεν γνωστοποίησε στον εγκαλούντα και ο τελευταίος δεν έλαβε έγκαιρα γνώση της υπάρξεως του ανωτέρω χρέους, όπως ορθώς κρίθηκε από του εκκαλουμένου βουλεύματος. Το γεγονός τούτο ενισχύεται πέραν των όσων εμπεριστατωμένα αναφέρονται στο εκκαλούμενο βούλευμα ενισχύεται και εκ του γεγονότος ότι δυνάμει της υπ' αριθμ. 1346/2008 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης εγένετο δεκτή η αίτηση του εγκαλούντος περί επαναλήψεως της ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε με την έκδοση της υπ' αριθμ. 261/2002 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Νέων Μουδανιών Χαλκιδικής με την οποία αυτός καταδικάσθηκε σε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών και δέκα (10) μηνών, για την μη καταβολή της προαναφερθείσης οφειλής του, ενώ έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη κατά αυτού λόγω παραγραφής της αποδιδομένης σε αυτόν πράξεως, τουτέστιν και η απόφαση αυτή του Συμβουλίου πέρα του εκκαλουμένου βουλεύματος δέχεται ότι η μόνιμη κατοικία του εγκαλούντος ευρίσκετο στην .... Κατά συνέπεια ορθώς κρίθηκε από του εκκαλουμένου βουλεύματος ότι ο εκκαλών τέλεσε την αποδιδομένη εις αυτόν πράξη και οι περί του αντιθέτου αυτού ισχυρισμοί δεν αποδεικνύονται με πληρότητα.....". VI) Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, αφενός μεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 484 παρ. 1α ΚΠΔ, ήτοι δημιουργήθηκε απόλυτη ακυρότητα υπέρ του κατηγορουμένου, -που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως-, κατά τα προεκτεθέντα, αφετέρου δε, στέρησε την απόφανσή του, από την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και νόμιμη βάση, καθόσον αυτή, δεν έχει πληρότητα, έχει ασάφειες και αντιφάσεις, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρ. 242 παρ. 1, 3 Π.Κ., για την οποία παραπέμπεται ο αναιρεσείων στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων για να δικασθεί. Ειδικώτερα: Σε σχέση με την πρώτη διαπιστούμενη πλημμέλεια, όπως προκύπτει, - από το σκεπτικό του αναιρεσιβαλλόμενου βουλεύματος - το Συμβούλιο Εφετών, στήριξε την κρίση του, και στην υπ' αριθμ. 1346/2008 απόφαση του Συμβουλίου Εφετών Θεσ/κης), (σελ. 12 του βουλεύματος). Την απόφαση αυτή την υπέβαλε, ο πολιτικώς ενάγων, Ψ, ως συνημμένο αποδεικτικό στοιχείο στο υποβληθέν, προς το ανωτέρω Συμβούλιο με αριθμ. πρωτ. 878/26.1.2010 υπόμνημά του. 'Όμως από την επισκόπηση της δικογραφίας, δεν προκύπτει, από κανένα στοιχείο, ότι ο κατηγορούμενος ή ( ο αντ3
ΙΙΙ) δεν διευκρινίζεται επίσης στο πόρισμα πόσες διευθύνσεις είχε ο Ψ - κατά το διάστημα από έτους 1988 μέχρι την σύνταξη του αποσταλέντος από τον κατηγορούμενο εγγράφου προς την ΔΟΥ ... -, ποιες ήταν αυτές, από ποια στοιχεία προέκυπταν, και πως τις γνώριζε ο κατηγορούμενος. Ασάφεια επίσης, δημιουργείται, αφενός μεν, σε σχέση με το αν στη συγκεκριμένη περίπτωση η βλάβη αφορούσε το Ελληνικός Κράτος ή τον Ψ, αφετέρου δε, λόγω της παράλειψης της ποσοτικής αποτίμησης της βλάβης, την οποίαν σκόπευε, με το αποσταλέν έγγραφό του ο αναιρεσείων, καθόσον ο προσδιορισμός αυτής είναι αναγκαίος για να κριθεί αν στοιχειοθετείται ή όχι, η αντικειμενική υπόσταση της κακουργηματικής ψευδούς βεβαιώσεως, δεδομένου ότι, αυτή προσδιοριζόμενη ειδικώς, πρέπει να υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, διαφορετικά η ανωτέρω πράξη - ανεξαρτήτως βασιμότητάς της - φέρει τον χαρακτήρα πλημ/τος και το αξιόποινό της έχει εξαλειφθεί με παραγραφή. Ενόψει λοιπόν των ασαφειών αυτών του πορίσματος παραβιάζεται εκ πλαγίου η ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 242 παρ. 1- 3 ΠΚ, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο, της ορθής ή μη, εφαρμογής του νόμου, το δε βούλευμα, να στερείται νόμιμης βάσης. Ως εκ τούτου δημιουργείται ο εκ του άρθρου 484 παρ. 1β ΚΠΔ αναιρετικός λόγος. Κατά συνέπεια, - από τα προεκτεθέντα, - είναι βάσιμοι κατ'ουσίαν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως - πέραν των αυτεπαγγέλτως εξετασθέντων -, για έλλειψη αιτιολογίας του προσβαλλομένου βουλεύματος και για κακή εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 242 παρ. 1-3 ΠΚ, ενώ είναι αβάσιμος ο λόγος της μη παραθέσεως στο Βούλευμα του παραπάνω άρθρου που προβλέπει την αξιόποινη πράξη για την οποίαν παραπέμπεται στο Δικαστήριο, καθόσον τούτο δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος αλλά μπορεί το Συμβούλιο του Α.Π. να το παραθέσει σε περίπτωση που ήθελε απορρίψει την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, ( ΑΠ 1630/98, ΑΠ 239/2000 ). Θα πρέπει συνεπώς ν'αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί κατ'άρθρο 519 Κ.Π.Δ. στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών για νέα κρίση συντιθέμενο όμως από άλλους Δικαστές.
Για τους λόγους αυτούς
Α - Να γίνει δεκτή η με αριθμ. 40/19-3-2010 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ... κατά του 326/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Β - Να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα, και
Γ - Να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο Συμβούλιο, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές. Αθήνα 10-6-2010
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Μπόμπολης"
Αφού άκουσε Τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 242 παρ. 1 του ΠΚ, υπάλληλος που στα καθήκοντα του ανάγεται η έκδοση ή η σύνταξη δημόσιων εγγράφων, αν σε τέτοια έγγραφα βεβαιώνει με πρόθεση ψευδώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως συμπληρώθηκε με τα άρθρα 1 παρ. 7 β' του Ν. 2408/1996 και 14 παρ. 6 του Ν. 2721/1999, αν ο υπαίτιος της πράξεως της παρ. 1 είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον αθέμιτο όφελος ή να βλάψει παράνομα άλλον, επιβάλλεται κάθειρξη εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών. Κατά την έννοια του ως άνω άρθρου, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς βεβαίωσης, που είναι έγκλημα περί την υπηρεσία, απαιτείται: α) ο δράστης να είναι υπάλληλος, κατά την έννοια των άρθρων 13α' και 263Α του ΠΚ, αρμόδιος καθ1 ύλη και κατά τόπο για τη σύνταξη ή έκδοση του εγγράφου και να ενεργεί μέσα στα πλαίσια της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, έστω και προσωρινά ή προς αναπλήρωση άλλου β) έγγραφο, κατά την έννοια του άρθρου 13 γ του ΠΚ, και δη δημόσιο κατά την έννοια του άρθρου 438 Κ.Πολ.Δ, δηλαδή έγγραφο που συντάσσεται από αρμόδιο καθ'υλη και κατά τόπο δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία και έχει πλήρη αποδεικτική δύναμη, έναντι πάντων, για τα βεβαιούμενα σ' αυτό γεγονότα, γ) βεβαίωση στο έγγραφο αυτό ψευδών πραγματικών περιστατικών, δηλαδή περιστατικών που δεν έλαβαν χώρα, ή συνέβησαν κατά διαφορετικό τρόπο, τα οποία μπορούν να έχουν έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνα που αφορούν τη γένεση, αλλοίωση ή απώλεια δικαιώματος ή έννομης σχέσης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης, και δ) δόλος του δράστη, που συνίσταται στη γνώση και τη θέληση του να βεβαιώνει ψευδή πραγματικά περιστατικά που μπορεί να έχουν έννομες συνέπειες ή τουλάχιστον στη γνώση, ως ενδεχόμενη, της παραγωγής αυτών από την πράξη και συγχρόνως στην εκ προοιμίου αποδοχή αυτής. Περαιτέρω, για τον κακουργηματικό χαρακτήρα της παραπάνω πράξης απαιτείται και σκοπός του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον αθέμιτο όφελος ή να βλάψει παράνομα άλλον, χωρίς να είναι και απαραίτητο να πραγματοποιηθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός, καθώς και το συνολικό όφελος ή η συνολική βλάβη να υπερβαίνουν το ποσό των 73.800 Ευρώ, το οποίο ποσό οφείλει ο δικαστής να προσδιορίζει, αφού αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της κακουργηματικής μορφής του εγκλήματος. Περαιτέρω το παραπεμπτικό βούλευμα στερείται της απαιτούμενης από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ιδρύεται έτσι λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, όταν δεν αναφέρονται σε αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το αποδιδόμενο σε αυτόν έγκλημα, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και συλλογισμοί βάσει των οποίων το συμβούλιο έκρινε ότι από τα. περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορούμενου στο ακροατήριο. Τέλος λόγο αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.β του Κ.Π.Δ συνιστά και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά που δέχτηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί στο πόρισμα που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και αναφέρεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις η λογικά κενά. ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Αρειο Πάγο της ορθής η μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο υπ'αριθ.326/2010 βούλευμά του, δέχτηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που κατ'είδος αναφέρει, προέκυψαν τα παρακάτω περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος στις 18-6-2001 υπό την ιδιότητα του υπαλλήλου στα καθήκοντα του οποίου ανάγονταν η έκδοση και η σύνταξη δημοσίων εγγράφων και ειδικότερα με την ιδιότητα του διευθύνοντος το Ελληνικό Προξενείο στην ... βεβαίωσε με πρόθεση ψευδώς δυνάμει του υπ' αριθμ. πρωτ. ... έγγραφο του Προξενικού Γραφείου και το οποίο στη συνέχεια απέστειλε στη Δ.Ο.Υ ... σε απάντηση του από 67478/1-6-2001 εγγράφου της τελευταίας, στο οποίο ψευδώς και εν γνώσει του βεβαίωνε ότι ο εγκαλών Ψ δεν είναι μόνιμος κάτοικος της ... από το 1988 και έπειτα αλλά πραγματοποιεί ολιγοήμερες επισκέψεις στους γονείς του που κατοικούν στην ..., ήτοι βεβαίωνε γεγονός το οποίο δεν ήταν αληθές, αφού ο εγκαλών διέμενε μόνιμα στην ... σε διευθύνσεις, που ήταν γνωστές στον κατηγορούμενο, ενώ ήταν και εγγεγραμμένος στα οικεία Προξενικά Μητρώα με αύξοντα αριθμό Σ-13. Το περιεχόμενο αυτό του εγγράφου που εξέδωσε είχε έννομες συνέπειες, αφού εσχετίζετο με την ύπαρξη γνωστής κατοικίας του μηνυτή, άρα και με την δυνατότητα γνωστοποιήσεως προς αυτόν κάθε σχετικού δημοσίου εγγράφου, μεταξύ των οποίων και αυτών, που αφορούσαν φορολογικές του υποχρεώσεις του έναντι του ελληνικού κράτους η δε συνολική ζημία που υπέστη ο μηνυτής υπερβαίνει το ποσό των 1.893.695,433 ΕΥΡΩ που συνίσταται σε φερόμενη οφειλή του εγκαλούντος προς την ανωτέρω Δ.Ο.Υ που αποτελείται από κεφάλαιο και προσαυξήσεις εκπροθέσμου καταβολής, λόγω του ότι η προαναφερθείσα Δ.Ο.Υ εξαιτίας του ανωτέρω εγγράφου που εξέδωσε ο εκκαλών δεν γνωστοποίησε στον εγκαλούντα και ο τελευταίος δεν έλαβε έγκαιρα γνώση της υπάρξεως του ανωτέρω χρέους, όπως ορθώς κρίθηκε από του εκκαλουμένου βουλεύματος. Το γεγονός τούτο ενισχύεται πέραν των όσων εμπεριστατωμένα αναφέρονται στο εκκαλούμενο βούλευμα και εκ του γεγονότος ότι δυνάμει της υπ' αριθμ. 1346/2008 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης εγένετο δεκτή η αίτηση του εγκαλούντος περί επαναλήψεως της ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε με την έκδοση της υπ' αριθμ. 261/2002 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Νέων Μουδανιών Χαλκιδικής με την οποία αυτός καταδικάσθηκε σε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών και δέκα (10) μηνών, για την μη καταβολή της προαναφερθείσης οφειλής του, ενώ έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη κατά αυτού λόγω παραγραφής της αποδιδομένης σε αυτόν πράξεως, τουτέστιν και η απόφαση αυτή του Συμβουλίου πέρα του εκκαλουμένου βουλεύματος δέχεται οτι η μόνιμη κατοικία του εγκαλούντος ευρίσκετο στην ...της .... Κατά συνέπεια ορθώς κρίθηκε από του εκκαλουμένου βουλεύματος ότι ο εκκαλών τέλεσε την αποδιδομένη εις αυτόν πράξη και οι περί του αντιθέτου αυτού ισχυρισμοί δεν αποδεικνύονται με πληρότητα". Μετά από αυτά το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος κατά του υπ'αριθ.3171/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επικύρωσε το βούλευμα αυτό.
Με αυτά που δέχτηκε το Συμβούλιο Εφετών, στέρησε το προσβαλλόμενο βούλευμά του αφενός από την απαιτούμενη κατά τα άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και αφετέρου από νόμιμη βάση. Συγκεκριμένα:α)ενώ δέχεται ότι ο εγκαλών διέμενε μόνιμα στη ... σε διευθύνσεις που ήταν γνωστές στον κατηγορούμενο, δεν αναφέρει από ποία στοιχεία προέκυπτε η μόνιμη κατοικία του στη ..., ούτε πως γνώριζε ο κατηγορούμενος τη μόνιμη κατοικία του και τις διευθύνσεις του, ούτε ποιες ήταν οι διευθύνσεις αυτές, αφού δεν αναφέρει ούτε μία διεύθυνση, β)δεν προσδιορίζει τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της βεβαιώσεως του κατηγορουμένου ότι ο εγκαλών δεν φέρεται να είναι μόνιμος κάτοικος ... και της προκλήσεως τις όποιας ζημιάς του εγκαλούντος, αφού, μόνη η παραδοχή ότι εξαιτίας της βεβαιώσεως η ΔΟΥ ... δεν γνωστοποίησε το χρέος στον εγκαλούντα και αυτός δεν έλαβε έγκαιρα γνώση της υπάρξεώς του, δεν αρκεί ούτε για τον προσδιορισμό του γενεσιουργού λόγου της ζημιάς ούτε για το αν και πως θα αποτρεπόταν η ζημιά με την έγκαιρη γνωστοποίηση και γ)δεν αναφέρει ποια ζημιά και ποίου ύψους υπέστη ο εγκαλών μετά την έκδοση της βεβαιώσεως του κατηγορουμένου και εξαιτίας αυτής, αφού το ποσό των 1.893695,433 Ευρώ (ισόποσο των 645.276.719 δραχμών) που δέχεται ως ζημιά, είναι το χρέος του εγκαλούντος που υπήρχε στη ΔΟΥ πριν εκδόσει ο κατηγορούμενος τη βεβαίωση. Επομένως οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.δ'και β'του ΚΠΔ, είναι βάσιμοι. Γι'αυτό πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο συμβούλιο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους από εκείνους που έκριναν προηγουμένως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί το υπ'αριθ.326/2010 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, συγκροτούμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που έκριναν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Σεπτεμβρίου 2010. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 1 Δεκεμβρίου 2010.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ