Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Απόπειρα.
Περίληψη:
Απόπειρα απάτης επί δικαστηρίου επί σκοπώ παρανόμου περιουσιακού οφέλους δια προκλήσεως ιδιαιτέρως μεγάλης ζημίας ανωτέρως των 73.000 € (ο 1ος κατηγορούμενος). Άμεση συνέργεια στην παραπάνω πράξη (ο 2ος κατηγορούμενος). Παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών για αμφοτέρους τους κατηγορουμένους για τις άνω πράξεις. Συνεκδίκαση των αιτήσεων αναιρέσεως που ασκήθηκαν χωριστά από καθένα των δύο κατηγορουμένων. Απόρριψη κατ' ουσία και των δύο αιτήσεων. Αβάσιμος ο περί ελλείψεως της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας λόγος των αιτήσεων αναιρέσεως. Δεν ήταν αναγκαίο για την παραπεμπτική κρίση του Συμβουλίου να γίνεται μνεία από ποιο αποδεικτικό μέσο προέκυπτε κάθε παραδοχή ούτε επιβαλλόταν να παρατίθεται στο βούλευμα το περιεχόμενο των καταθέσεων των μαρτύρων και των απολογιών των κατηγορουμένων για τα πραγματικά περιστατικά που έγινε δεκτό ότι προέκυψαν. Δεν εμφιλοχώρησαν στο βούλευμα ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες και παραδοχές ως προς την ταυτότητα και τα στοιχεία της αξιοποίνου πράξεως που έγινε δεκτό ότι επιχείρησε να τελεύσει ο 1ος κατηγορούμενος με την άμεση συνδρομή του 2ου κατηγορουμένου, αφού προκύπτει από την απολογία των κατά την κύρια ανάκριση ότι δεν ήταν ο 1ος νόμιμος κομιστής της επιταγής και υπέβαλε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων για να τεθεί υπό μεσεγγύηση μαζί με άλλη επιταγή, διότι ήταν και αυτός υπεύθυνος και του υπέδειξε ο 2ος κατηγορούμενος ότι αυτό έπρεπε να κάνει, ενώ ο 2ος κατηγορούμενος που εξετάσθηκε ως μάρτυρας στη δίκη επί της άνω αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων είπε ότι όσα κατέθεσε είναι αυτά που του είπε ο 1ος κατηγορούμενος. Και όσα ελέχθησαν από τους κατηγορούμενους κατά τη συζήτηση της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών ότι αποτελούσαν ψευδείς ισχυρισμούς του 1ου κατηγορουμένου που κατέτειναν σε παραπλάνηση του δικαστή, που δίκαζε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, που δεν επιτεύχθηκε τελικά, και σε μαρτυρία του 2ου κατηγορουμένου που κατέτεινε σε εν γνώσει της αναληθείας των κατατιθεμένων, ενίσχυση των προβληθέντων από τον 1ο κατηγορούμενο ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου ψευδών ισχυρισμών ώστε να εκδώσει απόφαση σύμφωνα με αυτούς τους ισχυρισμούς. Δεν εμποδιζόταν το Συμβούλιο να λάβει υπόψη του μεταξύ των αποδεικτικών μέσων τα αναφερόμενα ότι καταρτίστηκαν δύο ιδιωτικά συμφωνητικά για συμβάσεις έργου μεταξύ αντισυμβαλλομένων εταιρειών, ως περιλαμβανόμενα σε εκείνα που αναφέρει το άρθρο 178 ΚΠΔ, παρά τη μη θεώρησή των από την αρμόδια ΔΟΥ εντός 10 ημερών από της υπογραφής των, διότι το άρθρο 8%16 Ν. 1882/1190 όπως τροπ. με το άρθρο 8§2 Ν. 2386/1996 προβλέπουν κυρώσεις που περιορίζονται σε συμφωνητικά για συναλλαγές ανάμεσα σε τρίτους από τις οποίες πηγάζουν φορολογητέα εισοδήματα των επιτηδευματιών και μόνο έναντι της φορολογικής αρχής, χωρίς επέκταση της ακυρότητας μεταξύ των συμβαλλομένων και δεν ιδρυόταν ούτε λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. α΄ σε συνδ. με το άρθρο 171 § 1 ΚΠΔ, αλλά ορθώς συνεκτιμήθηκε από το Συμβούλιο Εφετών μαζί με άλλες αποδείξεις για σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως. Είναι απορριπτέος και ο λόγος για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και έλλειψη νομίμου βάσεως έτερος λόγος της αιτήσεως του 2ου κατηγορουμένου, διότι δεν επιτρέπεται να γίνεται στον Άρειο Πάγο κατά την επί της αιτήσεως αναιρέσεως διαδικασία έλεγχος της εκτιμήσεως των αποδείξεων και δεν συνιστά παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ η αναγνώριση από την ελληνική νομοθεσία να γίνεται από τον Άρειο Πάγο μόνον έλεγχος της ορθότητας των βουλευμάτων και των ποινικών αποφάσεων και όχι έρευνα της ουσιαστικής εκτιμήσεως των αποδείξεων επί των οποίων κρίνουν κυριαρχικά τα δικαστικά συμβούλια και τα δικαστήρια της ουσίας.
Αριθμός 1113/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Θεοδώρα Γκοϊνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο και Ανδρέα Ξένο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Απριλίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντων-κατηγορουμένων: 1) Χ1, κατοίκου ... και 2) Χ2, κατοίκου ... περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2197/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Χ3.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 7 Δεκεμβρίου 2009 και 28 Δεκεμβρίου 2009 δυο χωριστές αιτήσεις τους, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 15/10. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Παντελής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα, με αριθμό 144/12-4-2010, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω κατά το άρθρο 485 παρ. 1 του ΚΠΔ, τις 229/28.12.2009 και 215/7.12.2009 αιτήσεις (δηλώσεις) των κατηγορουμένων 1) Χ2 και 2) Χ1, αντιστοίχως, για αναίρεση του 2197/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα:
Ι. Με το προσβαλλόμενο βούλευμα απορρίφθηκαν κατ' ουσία οι αντίστοιχες 272/2.6.2008 και 271/2.6.2008 εφέσεις των ως άνω αναιρεσειόντων κατά του 1274/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο έχουν παραπεμφθεί, μαζί με άλλον, στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (για τα κακουργήματα), προκειμένου να δικασθούν ο πρώτος τούτων [Χ2] για απόπειρα απάτης επί δικαστηρίου επί σκοπώ παράνομου περιουσιακού οφέλους δια προκλήσεως ιδιαιτέρως μεγάλης ζημίας συνολικά ανώτερης των 73.000 ευρώ και ο δεύτερος (Χ1) για άμεση συνέργεια σε απόπειρα απάτης επί δικαστηρίου επί σκοπώ παράνομου περιουσιακού οφέλους δια προκλήσεως ιδιαιτέρως μεγάλης ζημίας συνολικά ανώτερης των 73.000 ευρώ (άρθρα 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 42 παρ. 1, 46 παρ. 1β, 386 παρ. 3 εδ. β' - 1 του ΠΚ, όπως η παρ. 3 του άρθρ. 386 αντικ. με άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999).
ΙΙ. Οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως, έχουν ασκηθεί νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς, από πρόσωπα που δικαιούνται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση, περιέχουν δε σαφείς και ορισμένους λόγους αναιρέσεως την έλλειψη της απαιτούμενης κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως - έλλειψη νόμιμης βάσεως (άρθρα 463, 465 παρ. 1, 473 παρ.1, 474, 482 παρ.1 στοιχ. α' και 484 παρ.1 στοιχ. β' και δ' του ΚΠΔ) κι επομένως, πρέπει, να εξετασθούν περαιτέρω κατ' ουσία.
ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του ΠΚ, Όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών από την οποία, ως παραγωγός αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια, με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος προσώπου. Υπό την έννοια αυτή, το έγκλημα της απάτης συντελείται αντικειμενικώς και όταν ο δράστης προβαίνει σε ψευδείς δηλώσεις προς δημόσια αρχή, πείθοντας έτσι αυτήν να προβεί σε ενέργειες της δραστηριότητός της, από τις οποίες ζημιώνεται άλλος. Επομένως, απάτη μπορεί να διαπραχθεί και με την παραπλάνηση του δικαστή που δικάζει σε πολιτική δίκη, όταν υποβάλλεται σ' αυτόν ψευδής ισχυρισμός και υποστηρίζεται με την εν γνώσει προσαγωγή πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων, αλλά και γνησίων μεν, ανακριβών όμως κατά το περιεχόμενό τους. Η απάτη επί Δικαστηρίου είναι τετελεσμένη όταν με τους ψευδείς ισχυρισμούς και την προσαγωγή των πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων παραπλανάται το δικαστήριο και εκδίδει οριστική απόφαση υπέρ των απόψεων του δράστη σε βάρος του αντιδίκου του. Όταν όμως, παρά ταύτα το Δικαστήριο εκδίδει απόφαση υπέρ του αντιδίκου του ή δεν εκδίδει οριστική αλλά προδικαστική απόφαση πραγματώνεται το έγκλημα της απόπειρας απάτης. Ως γεγονότα, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ, νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση ή δυνατότητα του δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Για την κακουργηματική μορφή της απάτης απαιτείται, κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999, ο υπαίτιος είτε να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελός του ή η ζημία του παθόντος να υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, είτε χωρίς τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεσης, το όφελος που επιδιώκει ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε στον παθόντα να υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ (ΑΠ 1724/2009, ΑΠ 1752/2009). Περαιτέρω, από την διάταξη του άρθρου 46 παρ.1β' ΠΚ, στην οποία ορίζεται ότι, με την ποινή του αυτουργού, τιμωρείται όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στον δράστη κατά τη διάρκεια αυτής της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης, συνάγεται, ότι άμεσος συνεργός είναι εκείνος, που, με πρόθεση, παρέχει άμεση συνδρομή στον αυτουργό κατά την εκτέλεση και την διάρκεια της κύριας πράξης κατά τέτοιο τρόπο, ώστε, χωρίς αυτήν την συνδρομή, δεν θα ήταν με βεβαιότητα δυνατή η τέλεση του εγκλήματος υπό τις περιστάσεις που διαπράχθηκε, ενώ ο δόλος του άμεσου συνεργού περιλαμβάνει την θέληση ή αποδοχή για άμεση υποστήριξη του εκτελούντος την κύρια πράξη και την γνώση της συγκεκριμένης πράξης, στην οποία παρέχει την συνδρομή του, καθώς και ότι η τελευταία παρέχεται κατά την εκτέλεση της ίδιας πράξης (ΑΠ 1752/2009). Εξάλλου, κατά το άρθρο 49 παρ.2 του ΠΚ, οι ιδιαίτερες ιδιότητες ή σχέσεις ή άλλες περιστάσεις που επιτείνουν, μειώνουν ή αποκλείουν την ποινή λαμβάνονται υπόψη μόνον για εκείνο τον συμμέτοχο στον οποίο υπάρχουν (ΑΠ 791/2009). Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 του ΠΚ, κατά την οποία, όποιος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη (άρθρ. 83), προκύπτει ότι, για να υπάρξει απόπειρα του εγκλήματος της απάτης αρκεί, ότι το έγκλημα της απάτης δεν συντελέσθηκε μεν, πλην όμως, άρχισε η πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασής του (ΑΠ 190/2009).
ΙV. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτό εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, διά το οποίο έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε και κρίθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα τα οποία ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο, για την παραπεμπτική κρίση του, αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά από αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ (Ολ.ΑΠ 1/2005). Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ή η ενδεικτική αναφορά μερικών από αυτές, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως εκάστου αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, αφού στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί της συνδρομής επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου κρίση του Συμβουλίου (ΑΠ 1554/2009, ΑΠ 1409/2009, ΑΠ 1187/2009) Εξάλλου, λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως (Ολ.ΑΠ 1/2005, Ολ.ΑΠ 9/2001, Ολ.ΑΠ 1778/1993, ΑΠ 1749/2009, ΑΠ 1160/2009).
V. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο 2197/2009 βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που το εξέδωσε, δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα τα οποία παραθέτει γενικά κατά το είδος τους και ειδικότερα, από το περιεχόμενο της μηνύσεως, τις καταθέσεις του μηνυτή και των μαρτύρων που εξετάσθηκαν και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα της δικογραφίας, σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων - εκκαλούντων και του συγκατηγορουμένου τους και τα υπομνήματά τους, προέκυψαν τα ακόλουθα, κατά πιστή μεταφορά τους, πραγματικά περιστατικά: "Με τη σύμβαση εκτέλεσης έργων που συνήφθη στις 12.3.02 μεταξύ των: α) νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία "ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΦΙΛΙΠΠΙΑΔΑΣ", εκπροσωπούμενη από το Δήμαρχο Φιλιππιάδας, β) της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "LENOIR INVESTMENTS LTD", νόμιμα εκπροσωπούμενης και γ) της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "ΤALANTON LTD", νόμιμα εκπροσωπούμενης αφενός και της ανώνυμης τεχνικής εταιρίας με την επωνυμία "... ΑΤΕ", νόμιμα εκπροσωπούμενης, η τελευταία ανέλαβε, έναντι του αναγραφόμενου σ' αυτή τιμήματος την εκτέλεση των έργων της κατασκευής βιολογικού καθαρισμού αστικών λυμάτων Φιλιππιάδας, και της κατασκευής και ασφαλτόστρωσης δημοτικών οδών του Δήμου Φιλιππιάδας σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες που αναφέρονται στη σύμβαση αυτή. Στο πλαίσιο της ως άνω σύμβασης εκτελέσεως έργων με το από 26-3-02 ιδιωτικό συμφωνητικό που καταρτίστηκε μεταξύ της εταιρίας "... ΑΤΕ" και της εταιρίας "LENOIR INVESTMENTS LTD", νόμιμα εκπροσωπούμενης, η πρώτη από τον Πρόεδρο και Δευθύνοντα Σύμβουλο αυτής ΑΑ και η δεύτερη από τον Χ3, συγκατηγορούμενο των εκκαλούντων, η τελευταία ανέλαβε την υποχρέωση σύνταξης των μελετών του αναληφθέντος από την πρώτη ως άνω τεχνική εταιρία με την επωνυμία "... ΑΤΕ" έργου, καθώς και την επίβλεψη κατασκευής τούτου έναντι της αναφερόμενης σ' αυτό αμοιβής και τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες που αναφέρονται σ' αυτό. Την ίδια ημέρα (26-3-02) και μεταξύ των αυτών συμβαλλομένων μερών υπεγράφη και δεύτερο συμφωνητικό, διευκρινιστικό του πρώτου, με το οποίο μεταξύ των μερών συνομολογήθηκαν κατά τα ουσιώδη σημεία τα ακόλουθα: "......Η αναγραφόμενη στον όρο 4 επιταγή της Τράπεζας ALPHA BANK που χορηγεί η ΕΡΓΟΔΟΤΗ "... ΑΤΕ" στην "ΑΝΑΔΟΧΟ" με αριθ. ..., εκδόσεώς της στην ... με ημεροχρονολογία 15-9-2002, ποσού 1.740.924 Euro, πληρωτέα σε διαταγή της αναδόχου σε χρέωση του υπ' αριθ. ... λογαριασμού της εργοδότου στην άνω Τράπεζα επιστρέφεται από την ανάδοχο και παραδίδεται στα χέρια του εκπροσώπου της εργοδότου και αντικαθίσταται με τις ακόλουθες επτά (7) τραπεζικές επιταγές της ALPHA BANK εκδόσεως της εργοδότου στην ... με αριθμούς ..., ..., ..., ..., ..., ... και ..., ποσού οι μεν έξι (6) εξ αυτών 240.000 Euro εκάστη, η δε έβδομη 300.925 Euro, που φέρουν ως ημεροχρονολογίες εκδόσεως (μεταχρονολογημένες) εκάστη αντίστοιχα τις ακόλουθες ημερομηνίες ήτοι 26-6-2002, 5-7-2002, 10-7-2002, 20-7-2002, 25-7-2002, 1-8-2002 και 12-8-2002 πληρωτέες σε διαταγή της ΑΝΑΔΟΧΟΥ "LENOIR INVESTMENTS LTD" σε χρέωση του υπ' αρ. ... λογαριασμού που τηρεί η εκδότης στην ALPHA BANK. Όλες οι προαναφερθείσες επιταγές δι' εγχειρίσεως μεταβιβάζονται και παραδίδονται στον εκπρόσωπο της β' των εδώ συμβαλλομένων Χ3, ο οποίος και μόνο τόσον υπό την ως άνω ιδιότητά του όσον και ατομικά από τούδε και εφεξής καθίσταται θεματοφύλακας τούτων σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του ΑΚ..... Τα ανωτέρω συμβαλλόμενα μέρη ρητά συμφωνούν ότι οι προς παρακατάθεση δοθείσες στην ανάδοχο άνω αναφερόμενες τραπεζικές επιταγές θεματοφύλακας των οποίων ορίζεται ο εκπρόσωπος αυτής Χ3 θα επιστρέφονται και θα εγχειρίζονται στον εκπρόσωπο της εργοδότου εντός τριών (3) ημερών από της αναγραφόμενης σ' εκάστη τούτων ημερομηνία εκδόσεως-πληρωμής, χωρίς η εργοδότης να έχει οποιαδήποτε υποχρέωση πληρωμής του αναγραφόμενου σ' εκάστη επιταγή ποσού στην ανάδοχο. Την αυτή ως άνω υποχρέωση, δηλ. της επιστροφής των άνω επιταγών εντός του αυτού ως άνω χρονικού διαστήματος έχει η ΑΝΑΔΟΧΟΣ σε περίπτωση που μέχρι την 26.4.2002 δεν θα έχει καταβληθεί στην ΕΡΓΟΔΟΤΗ η προβλεπόμενη στην από 12-3-2002 σύμβαση εκτέλεσης έργων προκαταβολή. Σε περίπτωση που η ανάδοχος δεν επιστρέψει στην εργοδότη εντός του άνω χρονικού διαστήματος την αντίστοιχο εκάστοτε επιταγή η εργοδότης δικαιούται να αξιώσει την επιστροφή όλων των υπαρχουσών στην ανάδοχο άνω επιταγών σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις των άρθρ. 822 επ. ΑΚ ...". Πιθανολογείται, ότι λόγω αντισυμβατικής συμπεριφοράς της αναδόχου εταιρίας "LENOIR INVESTMENTS LTD" και επειδή δεν κατεβλήθη μέχρι 26-4-02 κατά τα συμφωνηθέντα η προκαταβολή για την εκτέλεση των έργων στην εργοδότρια εταιρία "... ΑΤΕ", η τελευταία με την από 21-6-02 εξώδικη διαμαρτυρία, δήλωση πρόσκληση ζήτησε την επιστροφή όλων των παραδοθέντων προς παρακατάθεση επιταγών της ALPHA BANK, ενώ παράλληλα με το κοινοποιηθέν στην Τράπεζα αυτή άνω εξώδικο, ζήτησε την επιστροφή των επιταγών στον εκπρόσωπο της ΑΑ και κάλεσε την πληρώτρια Τράπεζα ν' αρνηθεί ρητώς και αμετακλήτως την είσπραξη τους από οποιονδήποτε κομιστή τους και προβεί στη σφράγισή τους θέτοντας επί του σώματος αυτών τη σχετική περί μη πληρωμής τους σημείωση παρά την ύπαρξη επαρκούς υπολοίπου στον τηρούμενο λογαριασμό της στην Τράπεζα αυτή. Ο νόμιμος όμως εκπρόσωπος της εταιρίας "LENOIR INVESTMENTS LTD" Χ3, κατά παράβαση των όσων παραπάνω συμφωνήθηκαν, μεταβίβασε δι' οπισθογραφήσεως προς τον AA, την υπ' αρ. ... άνω επιταγή, ο οποίος φέρεται να του την επέστρεψε κατόπιν της μη πληρωμής της, συνεπεία ανακλήσεως από την προαναφερόμενη εκδότρια εταιρία. Ο εγκαλών Ψ, όπως προέκυψε, το πρώτο 15νθήμερο του Ιουνίου 2002 κατέστη νόμιμος κομιστής της πιο πάνω επιταγής με οπισθογράφηση από την εταιρία "ΛΑΤΙΝΟΕΜΠΟΡΙΚΗ ΓΕΝΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΕΠΕ" χωρίς να προκύπτει με σαφήνεια πως περιήλθε στην κατοχή της εταιρίας αυτής η εν λόγω επιταγή, λόγω ύπαρξης οφειλής της τελευταίας προς αυτόν και δη ποσού 80.000 ευρώ που αντιπροσωπεύει το τίμημα από τη μεταβίβαση εταιρικών μεριδίων του της εταιρίας με την επωνυμία "ΜΠΕΛΛΕΣ ΕΠΕ" της οποίας ήταν αφανής εταίρος και η οποία στη συνέχεια λειτουργούσε με την προαναφερόμενη επωνυμία, αλλά και κάποιων ανεξόφλητων τμηματικών καταβολών που είχε πραγματοποιήσει στην παραπάνω εταιρία ως χρηματοδότηση. Η επιταγή αυτή εμφανίστηκε στην πληρώτρια τράπεζα στις 23-7-02 και δεν πληρώθηκε λόγω ανακλήσεως της από την εκδότρια εταιρία. Στη συνέχεια ο εγκαλών πληροφορήθηκε ότι στις 20-9-02 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών εκδικαζόταν αίτηση του 1ου εκκαλούντος-κατηγορουμένου Χ2 κατά ΒΒ, με την οποία ζητούσε να διαταχθεί η δικαστική μεσεγγύηση της ως άνω επιταγής (υπ' αριθμ. ...) και της υπ' αρ. ...επιταγής ποσών αντίστοιχα 240.000 και 300.925 ευρώ, να οριστεί αυτός ως μεσεγγυούχος τούτων και να εκδοθεί προσωρινή διαταγή με την οποία ν' απαγορεύεται κάθε νομική και πραγματική μεταβολή των επιταγών αυτών. Με την αίτηση αυτή και κατά τα ουσιώδη μέρη της ο αιτών Χ2 διατεινόταν ενώπιον του δικαστηρίου και με καθολική αναφορά στο περιεχόμενο μηνύσεώς του κατά του ΒΒ ότι: 1) Το τελευταίο 10ήμερο του μηνός Μαΐου 2002 ο ΒΒ του παρουσιάστηκε ως πρόσωπο δυνάμενο να προβεί σε προεξόφληση επιταγών, 2) κατά το ίδιο διάστημα σε μεταξύ τους συνάντηση του παρέδωσε την υπ' αρ. ... επιταγή, εκδόσεως 20-7-02 στη ... από την εταιρία "... ΑΤΕ" σε διαταγή "LENOIR INVESTMENTS LTD", ποσού 240.000 ευρώ την οποία κατείχε ως κομιστής από λευκή οπισθογράφηση λόγω όμως της δηλωθείσας από τον ΒΒ αδυναμίας του να προβεί στην προεξόφληση την έλαβε πίσω από αυτόν για να του την παραδώσει εκ νέου στις 4-6-02 μαζί με τις υπ' αρ. ... και ... επιταγές μετά τις διαβεβαιώσεις τούτου ότι πλέον μπορούσε να προβεί στην προεξόφληση και 3) ο ΒΒ ουδέποτε προέβη στην προεξόφληση και ότι αυτός από τις ανωτέρω επιταγές του επέστρεψε μέσω του δικηγόρου του Χ1 μόνο την υπ' αρ. ... επιταγή ιδιοποιούμενος παράνομα τα σώματα των λοιπών επιταγών συνολικής ενσωματωμένης αξίας 500.925 ευρώ, περιστατικά όμως που ήταν ψευδή και ο ίδιος (Χ2) τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας τους, καθόσον τελούσε εν γνώσει του γεγονότος ότι ουδέποτε υπήρξε νόμιμος κομιστής της επιταγής αυτής, ούτε την παρέδωσε στον τότε καθού η αίτηση, με την οποία επίσης εν γνώσει του επεχείρησε να προκαλέσει στο Δικαστή του Μον/λούς Πρωτ/κείου την πεπλανημένη εντύπωση ότι νομιμοποιείται να ζητήσει τη δικαστική μεσεγγύηση της επιταγής, το διορισμό του ως μεσεγγυούχου και την απαγόρευση κάθε νομικής και πραγματικής μεταβολής της σχετικά με την κυκλοφορία και χρήση της και να εμποδίσει έτσι τον εγκαλούντα να επιδιώξει την είσπραξή της από την εις διαταγήν δικαιούχο εταιρία "LENOIR INVESTMENTS LTD", νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας ήταν ο Χ3, συγκατηγορούμενός του, με παράνομο περιουσιακό όφελος ίσο με το ποσό της επιταγής και αντίστοιχη ισόποση ζημία του εγκαλούντος εξαιτίας της ματαίωσης της ικανοποίησης της απαίτησής του από την επιταγή. Περαιτέρω, προκειμένου να επιτύχει τον ανωτέρω σκοπό του ο κατηγορούμενος ενίσχυσε τους ψευδείς αυτούς ισχυρισμούς του με την εξέταση στη δικάσιμο της 20-9-02 του συγκατηγορουμένου του Χ1, ο οποίος αν και γνώριζε ότι ο αιτών δεν υπήρξε ποτέ νόμιμος κομιστής της προαναφερόμενης επιταγής, ούτε την παρέδωσε στον τότε καθού η αίτηση επιβεβαίωσε τους περιεχόμενους στην αίτηση, ψευδείς ισχυρισμούς καταθέτοντας ότι ήταν βάσιμοι (ο ίδιος απολογούμενος στην ανακρίτρια ανέφερε μεταξύ άλλων και ότι "... Απ' ότι μου είπε ο Χ2 εκείνη την ημέρα είχε δώσει στον ΒΒ 3 επιταγές ανάμεσα στις οποίες και την επίδικη εγώ δεν το γνώριζα ... στο Δικαστήριο κατέθεσα ό,τι μου είπε ο Χ2 ότι έγινε εφόσον δεν έλαβε χώρα ενώπιον μου η παράδοση των επιταγών ... δεν γνώριζα και ούτε είχα καμία σχέση με τα εμπλεκόμενα με την επιταγή φυσικά ή νομικά πρόσωπα ..."), παρέχοντας έτσι εν γνώσει του στον Χ2 σπουδαία και άμεση συνδρομή κατά την εκτέλεση και στη διάρκεια της άνω αξιόποινης πράξης, η οποία δεν ολοκληρώθηκε για λόγους ανεξάρτητους της θελήσεως των κατηγορουμένων και συγκεκριμένα διότι ο Δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου δεν πείστηκε σχετικά με το γεγονός ότι ο Χ2 ήταν νόμιμος κομιστής της επιταγής και με την υπ' αρ. 2537/04 απόφαση του απέρριψε την ως άνω αίτηση. Τα παραπάνω περιστατικά επιβεβαιώνονται από το περιεχόμενο της απολογίας του Χ2 από την οποία σαφώς προκύπτει ότι μεθοδευμένα υπέβαλε την προαναφερόμενη αίτηση, καθόσον, όπως ο ίδιος, μεταξύ άλλων απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις της Ανακρίτριας, ρητά αναφέρει δεν ήταν νόμιμος κομιστής της επιταγής, άσκησε την από 12.7.02 αίτηση κατά του ΒΒ με αίτημα τη δικαστική μεσεγγύηση και τον ορισμό του ως μεσεγγυούχου, διότι ήταν κι αυτός υπεύθυνος και του είπε ο Χ1 ότι αυτό έπρεπε να κάνει και ότι ενήργησε δικαστικά κατά του ΒΒ επειδή ο Χ3 τον έβριζε και του έλεγε ότι είχε κάνει συμπαιγνία με το ΒΒ για να πάρουν την επιταγή, ότι όλο αυτό είναι κόλπο. Εξάλλου, πρέπει να αναφερθεί, ότι τεχνηέντως στην αίτηση απέφυγε ν' αναφερθεί στην αιτία κτήσης των αξιογράφων, ενώ , αν ήταν αληθινοί οι ισχυρισμοί του, θα είχε φροντίσει να είχε κάποιο αποδεικτικό έγγραφο, αφού ο καθού η αίτηση ΒΒ στον οποίο ισχυριζόταν ότι τα παρέδωσε (αξιόγραφα) ήταν άγνωστό του πρόσωπο (απολογούμενος αναφέρει ότι απ' ό,τι κατάλαβε ήταν γνωστός του δικηγόρου Χ1) και είναι απορίας άξιο πως εμπιστεύθηκε σ' αυτόν αξιόγραφα συνολικού ποσού 780.000 ευρώ, δεν προέβη στην κήρυξη των εν λόγω πιστωτικών τίτλων ανίσχυρων, δεν απέστειλε έγγραφη ειδοποίηση στον εκδότη των επιταγών αλλά και δεν όχλησε ούτε τον τότε παρεμβαίνοντα και ήδη εγκαλούντα Ψ. Επίσης προέκυψε, ότι ο εγκαλών με αίτηση του που υπέβαλε την 14-1-03 ενώπιον του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας ζήτησε και πέτυχε την έκδοση διαταγής πληρωμής δυνάμει της υπ' αρ. ... επιταγής, με αρ. 5/03, η οποία διέταξε την καταβολή προς τον αιτούντα ποσού 240.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο, αλληλέγγυα και εις ολόκληρο από τους καθών αυτή, δηλ. από την εταιρία "... ΑΤΕ", την εταιρία "LENOIR INVESTMENTS LTD", το AA και την εταιρία "ΛΑΤΙΝΟΕΜΠΟΡΙΚΗ". Κατόπιν όλων των παραπάνω, προέκυψαν κατά την κρίση του Συμβουλίου τούτου ενδείξεις ικανές να στηρίξουν δημόσια στο ακροατήριο σε βάρος των εκκαλούντων κατηγορουμένων Χ2 και Χ1, κατηγορία για τις αποδιδόμενες σ' αυτούς πράξεις: α) της απόπειρας απάτης επί δικαστηρίου επί σκοπώ παράνομου περιουσιακού οφέλους δια προκλήσεως ιδιαιτέρως μεγάλης ζημίας συνολικά ανώτερης των 73.000 ευρώ, ο πρώτος τούτων (Χ2) και β) της άμεσης συνέργειας σε απόπειρα απάτης επί δικαστηρίου επί σκοπώ παράνομου περιουσιακού οφέλους δια προκλήσεως ιδιαιτέρως μεγάλης ζημίας συνολικά ανώτερης των 73.000 ευρώ ο δεύτερος (Χ1). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών που δέχθηκε τα ίδια και στη συνέχεια αποφάσισε την παραπομπή των κατηγορουμένων - εκκαλούντων στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστούν για τις ως άνω πράξεις, σωστά εκτίμησε το αποδεικτικό υλικό, γι' αυτό και οι εφέσεις των εκκαλούντων-κατηγορουμένων που υποστηρίζουν τ' αντίθετα είναι αβάσιμες κατ' ουσία και πρέπει ν' απορριφθούν και να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα, ως προς τις διατάξεις του που αφορούν τους εκκαλούντες.
VI. Ακολούθως, με βάση τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών απέρριψε κατ' ουσία τις αντίστοιχες 272/2.6.2008 και 271/2.6.2008 εφέσεις των κατηγορουμένων, και ήδη αναιρεσειόντων και επικύρωσε το 1274/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, με το οποίο αυτοί έχουν παραπεμφθεί, μαζί με άλλον, στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (για τα κακουργήματα), προκειμένου να δικασθούν για τα προαναφερόμενα εγκλήματα, ήτοι για απόπειρα απάτης επί δικαστηρίου επί σκοπώ παράνομου περιουσιακού οφέλους δια προκλήσεως ιδιαιτέρως μεγάλης ζημίας συνολικά ανώτερης των 73.000 ευρώ ο πρώτος τούτων [Χ2] και για άμεση συνέργεια σε απόπειρα απάτης επί δικαστηρίου επί σκοπώ παράνομου περιουσιακού οφέλους δια προκλήσεως ιδιαιτέρως μεγάλης ζημίας συνολικά ανώτερης των 73.000 ευρώ ο δεύτερος (Χ1). Με τις παραδοχές του αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω εγκλημάτων που αποδίδονται στους αναιρεσείοντες, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε ότι υπάρχουν αποχρώσες (σοβαρές) ενδείξεις για την παραπομπή τους στο ακροατήριο, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 42 παρ. 1, 46 παρ. 1β, 386 παρ. 3 εδ. β' - 1 του ΠΚ, όπως η παρ. 3 του άρθρ. 386 αντικ. με άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες κι έτσι δεν στέρησε το Βούλευμα από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, ως προς τις προβαλλόμενες από τους αναιρεσείοντες επί μέρους αιτιάσεις: α) αναφέρονται κατ' είδος τα αποδεικτικά μέσα τα οποία ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο, για την παραπεμπτική κρίση του και δεν ήταν απαραίτητο να εκτεθεί τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, ούτε να γίνει αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, β) προκύπτει με βεβαιότητα ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά από αυτά κατ' επιλογή - όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ, γ) αναφέρεται ότι το σκοπούμενο όφελος του πρώτου κατηγορουμένου, Χ2, υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, με αντίστοιχη ζημία του παθόντα ΒΒ και παρατίθενται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την παραδοχή αυτή, δ) προσδιορίζεται σε τι συνίσταται η άμεση συνέργεια του δεύτερου κατηγορουμένου Χ1, με την παραδοχή ότι αυτός ενώ γνώριζε ότι ο αιτών Χ2 δεν υπήρξε ποτέ νόμιμος κομιστής της ... επιταγής ποσού 240.000 ευρώ, ούτε την παρέδωσε στον τότε καθού η αίτηση, επιβεβαίωσε τους περιεχόμενους στην αίτηση ψευδείς ισχυρισμούς του, καταθέτοντας ενόρκως ότι ήταν βάσιμοι, παρέχοντας έτσι εν γνώσει του σπουδαία και άμεση συνδρομή σ' αυτόν (αυτουργό) κατά την εκτέλεση και στη διάρκεια της παραπάνω πράξεως, προκειμένου να ωφεληθεί κατά το ως άνω ποσό, ε) η αιτίαση του αναιρεσείοντος Χ2 ότι το Συμβούλιο Εφετών δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του δικές του αιτιολογημένες σκέψεις, που να στηρίζουν τη δευτεροβάθμια κρίση του, αλλά παραπέμπει στο περιεχόμενο της ενσωματωμένης σ' αυτό εισαγγελικής προτάσεως, είναι αβάσιμη, διότι το Συμβούλιο εκθέτει στο βούλευμα αναλυτικά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων, που φέρονται ότι διέπραξαν οι αναιρεσείοντες, με δικές του σκέψεις και αιτιολογία αντιμετώπισε τις αιτιάσεις αυτών κατά της παραπεμπτικής κρίσεως του πρωτόδικου βουλεύματος και δεν αναφέρθηκε ούτε και συμπληρωματικά ακόμα στην ενσωματωμένη εισαγγελική πρόταση και στ) επίσης και η αιτίαση των αναιρεσειόντων ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα εμφιλοχώρησαν ασαφείς και αντιφατικές παραδοχές και αιτιολογίες ως προς την ταυτότητα των εγκλημάτων που φέρονται ότι διέπραξαν είναι αβάσιμη, αφού η αιτιολογία του βουλεύματος είναι σαφής και πλήρης χωρίς ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά. Κατ' ακολουθία των προεκτεθέντων οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' του ΚΠΔ προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως - έλλειψη νόμιμης βάσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα από τα παραπάνω, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Όλες δε οι λοιπές αιτιάσεις, που πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου, με την επίκληση των άνω λόγων, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, εφόσον ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου βουλεύματος σχετικά με τις παραδοχές αυτού και δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 484 παρ. 1 ΚΠΔ η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 του ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Να απορριφθούν οι 229/28.12.2009 και 215/7.12.2009 αιτήσεις (δηλώσεις) των 1) Χ2 και 2) Χ1, αντιστοίχως, για αναίρεση του 2197/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται, για τον καθένα, σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Αθήνα, 12 Απριλίου 2010
Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου
Γεώργιος Ν. Κολιοκώστας".
Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι υπ' αριθμό εκθέσεως 215/7-12-2009 και 229/28-12-2009 αυτοτελείς αιτήσεις αναιρέσεως των Χ1 και Χ2 κατά του υπ' αριθμό 2197/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικασθούν.
Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του ΠΚ όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Κατά δε την παράγραφο 3 α του ιδίου άρθρου όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999 επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15000 ευρώ ή το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73000 ευρώ. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, ασχέτως να το όφελος αυτό πραγματοποιήθηκε ή όχι, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή αποσιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παράγωγο αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση για την ανόρθωσή της. Το πρόσωπο που παραπλανήθηκε δεν απαιτείται να είναι το ίδιο με εκείνο που περιουσιακώς βλάπτεται και έτσι υπάρχει απάτη και όταν ο απατώμενος είναι πρόσωπο άλλο από το περιουσιακώς βλαπτόμενο, αρκεί ο απατώμενος να μπορεί από τα πράγματα ή από το νόμο να ενεργήσει την επιζήμια για τον βλαπτόμενο πράξη ή παράλειψη.
Απάτη μπορεί να διαπραχθεί και με την παραπλάνηση του δικαστή, που δικάζει σε πολιτική δίκη, όταν υποβάλλεται σ' αυτόν ψευδής ισχυρισμός και υποστηρίζεται με την εν γνώσει προσαγωγή και επίκληση πλαστών ή ψευδών κατά το περιεχόμενο αποδεικτικών στοιχείων, από τα οποία παραπλανήθηκε ο δικαστής και εξέδωσε οριστική απόφαση υπέρ των απόψεων του δράστη και σε βάρος του αντιδίκου του, συνεπεία της οποίας επήλθε βλάβη στην περιουσία του αντιδίκου του. Απάτη στο δικαστήριο διαπράττεται και όταν η δίκη διεξάγεται κατ' ειδική διαδικασία, στην οποία δεν δεσμεύεται το δικαστήριο από αποδεικτικούς κανόνες, ως προς τα αποδεικτικά μέσα και την αποδεικτική τους δύναμη, όπως συμβαίνει επί υποθέσεων της εκουσίας δικαιοδοσίας και εκείνες που εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (αρθρ. 682 επ. Κ.Πολ.Δ.) και στις οποίες το δικαστήριο αποφασίζει κατά πιθανολόγηση των προβαλλομένων ισχυρισμών, συντελούμενη με οποιοδήποτε πρόσφορα αποδεικτικά μέσα. Η απάτη επί δικαστηρίου είναι τετελεσμένη όταν με τους ψευδείς ισχυρισμούς που προβάλλεται ο υπαίτιος, όπως ενισχύονται από προσκομιζόμενα αναληθή αποδεικτικά μέσα, παραπλανάται το δικαστήριο και εκδίδει απόφαση υπέρ των απόψεων του δράστη και σε βάρος του αντιδίκου του. Όταν η πράξη της απάτης δεν ολοκληρώθηκε και η αγωγή ή αίτηση του υπαίτιου απερρίφθη από το δικαστήριο ως νομικά ή ουσιαστικά αβάσιμη χωρίς να επέλθει βλάβη συντρέχουν όμως οι προϋποθέσεις του άρθρου 42 παρ. 1 ΠΚ, όπως όταν ο υπαίτιος προέβη στην απατηλή συμπεριφορά με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, υπάρχει απόπειρα απάτης της οποίας άρχισε η πραγμάτωση της αντικειμενική υποστάσεως και που τιμωρείται με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Ως γεγονότα κατά την έννοια του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που θα συμβούν στο μέλλον όπως είναι οι απλές υποσχέσεις είτε η ανάληψη συμβατικών υποχρεώσεων. Όταν όμως οι τελευταίες συνδέονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση ή δυνατότητα του δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης.
Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 β του ΠΚ στην οποία ορίζεται ότι, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στον δράστη κατά τη διάρκεια αυτής της πράξεως και στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως, συνάγεται ότι, άμεσος συνεργός είναι εκείνος, που με πρόθεση, παρέχει άμεση συνδρομή στον αυτουργό κατά την εκτέλεση και τη διάρκεια της κυρίας πράξεως κατά τέτοιο τρόπο, ώστε, χωρίς αυτήν την συνδρομή δεν θα ήταν με βεβαιότητα δυνατή η τέλεση του εγκλήματος υπό τις περιστάσεις που διαπράχθηκε, ενώ ο δόλος του αμέσου συνεργού περιλαμβάνει τη θέληση ή αποδοχή για άμεση υποστήριξη του εκτελούντος την κυρίας πράξη και την γνώση της συγκεκριμένης πράξεως, στην οποία παρέχει την συνδρομή του, καθώς και ότι η τελευταία παρέχεται κατά την εκτέλεση της ιδίας πράξεως.
Περαιτέρω το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Πολ.Δ. απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας, ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' Κ.Πολ.Δ., όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το αποδιδόμενο σε αυτόν έγκλημα, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά τα περιστατικά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί βάσει των οποίων το συμβούλιο επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Σχετικά με τα αποδεικτικά μέσα αρκεί να μνημονεύονται αυτά γενικώς κατά το είδος των, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα, απαιτείται όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο για το σχηματισμό της δικανικής πεποιθήσεώς του έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι επιλεκτικώς ορισμένα από αυτά, δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ή η ενδεικτική αναφορά μερικών από αυτές, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων και η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ των αξιολογικής συσχετίσεως καθόσον πλήττεται σε τέτοιες περιπτώσεις η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου ως προς την συνδρομή επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου. Εξ άλλου λόγο αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος, από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του Κ.Πολ.Δ., συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει σε τέτοια διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματική έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί στο πόρισμα που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και αναφέρεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής της διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμα του δέχθηκε, ότι από τα ειδικώς μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα όπως το περιεχόμενο της μηνύσεως οι καταθέσεις του μηνυτή και των μαρτύρων που εξετάστηκαν και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα της δικογραφίας σε συνδυασμό με τις απολογίες των ήδη αναιρεσειόντων κατηγορουμένων και του συγκατηγορουμένου τους (που δεν έχει ασκήσει αναίρεση) και τα υπομνήματά τους, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Με σύμβαση εκτελέσεως έργων που συνήφθη στις 12-3-2002 μεταξύ των α) Δημοτικής Επιχείρησης Κατασκευών και Ανάπτυξης Φιλιππιάδας, (νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου), εκπροσωπούμενης από το Δήμαρχο Φιλιππιάδας, β) εταιρείας περιωρισμένης ευθύνης με την επωνυμία "LENOIR INVESTMENTS LTD" νομίμως εκπροσωπουμένης και γ) εταιρείας περιωρισμένης ευθύνης με την επωνυμία "... ΑΤΕ", νομίμως εκπροσωπουμένης, αφ' ετέρου, η τελευταία ανέλαβε, έναντι του αναγραφόμενου σ'αυτή τιμήματος την εκτέλεση των έργων της κατασκευής βιολογικού καθορισμού αστικών λυμάτων Φιλιππιάδας και της κατασκευής και ασφαλτόστρωσης δημοτικών οδών του Δήμου Φιλιππιάδας σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες που αναφέρονται στη σύμβαση αυτή. Στο πλαίσιο της ως άνω συμβάσεως εκτελέσεως έργων με το από 26/3/2002 ιδιωτικό συμφωνητικό που καταρτίστηκε μεταξύ της εταιρείας "... ΑΤΕ" και της εταιρείας "LENOIR INVESTMENTS LTD", νομίμως εκπροσωπουμένων, η πρώτη από τον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο αυτής ΑΑ και η δεύτερη από τον Χ3, συγκατηγορούμενο των εκκαλούντων, η τελευταία ανέλαβε την υποχρέωση συντάξεως των μελετών του αναληφθέντος από την πρώτη ως άνω τεχνική εταιρεία με την επωνυμία "... ΑΤΕ" έργου, καθώς και την επίβλεψη κατασκευής τούτου έναντι αναφερομένης σ' αυτό αμοιβής και τους ειδικοτέρους όρους και συμφωνίες που αναφέρονται σ' αυτό. Την ίδια ημέρα (26-3-2002) και μεταξύ των αυτών συμβαλλομένων μερών υπεγράφη και δεύτερο συμφωνητικό, διευκρινιστικό του πρώτου, με το οποίο μεταξύ των μερών συνομολογήθηκαν κατά τα ουσιώδη σημεία τα ακόλουθα: "... Η αναγραφόμενη στον όρο 4 επιταγή της Τράπεζας ALPHA BANK που χορηγεί η ΕΡΓΟΔΟΤΗΣ "... ΑΤΕ" στην "ΑΝΑΔΟΧΟ" με αριθμ. ... επιδόσεως της στην ... με ημεροχρονολογία 15-9-2002 ποσού 1.790.924 ευρώ πληρωτέα σε διαταγή της αναδόχου σε χρέωση του υπ' αριθμ. ... λογαριασμό της εργοδότου στην άνω Τράπεζα επιστρέφεται από την ανάδοχο και παραδίδεται στα χέρια του εκπροσώπου της εργοδότου και αντικαθίσταται με τις ακόλουθες επτά (7) τραπεζικές επιταγές της ΑLPHA BANK εκδόσεως του εργοδότου στην ... με αριθμούς ..., ..., ..., ..., ..., ... και ..., ποσού οι μεν έξι (6) εξ αυτών 240.000 ευρώ εκάστη, η δε έβδομη 300.925 ευρώ που φέρουν ως ημεροχρονολογίες εκδόσεως (μεταχρονολογημένες) εκάστη αντίστοιχα τις ακόλουθες ημερομηνίες ήτοι 26.6.2002, 5.7.2002, 10.7.2002, 20.7.2002, 25.7.2002, 1.8.2002 και 12.8.2002 πληρωτέες σε διαταγή της αναδόχου "LENOIR INVESTMENTS LTD" σε χρέωση του υπ' αρ. ... λογαριασμού που τηρεί η εκδότης στην ALPHA BANK. Όλες οι προαναφερθείσες επιταγές δι' εγχειρίσεως μεταβιβάζονται κα παραδίδονται στον εκπρόσωπο της β' των εδώ συμβαλλομένων κ. Χ3 ο οποίος και μόνο τόσον υπό την ως άνω ιδιότητά του όσον και ατομικά από τούδε και εφεξής καθίσταται θεματοφύλακας τούτων σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του ΑΚ ... . Τα ανωτέρω συμβαλλόμενα μέρη ρητά συμφωνούν ότι οι προς παρακατάθεση δοθείσες στην ανάδοχο άνω αναφερόμενες τραπεζικές επιταγές θεματοφύλακας των οποίων ορίζεται ο εκπρόσωπος αυτής Χ3 θα επιστρέφονται και θα εγχειρίζονται στον εκπρόσωπο της εργοδότου εντός τριών (3) ημερών από της αναγραφομένης σε εκάστη τούτων ημερομηνία εκδόσεως-πληρωμής χωρίς η εργοδότης να έχει οποιαδήποτε υποχρέωση πληρωμής του αναγραφόμενου σε εκάστη επιταγή ποσού στην ανάδοχο. Την αυτή ως άνω υποχρέωση δηλ. της επιστροφής των άνω επιταγών εντός του αυτού ως άνω χρονικού διαστήματος έχει η ΑΝΑΔΟΧΟΣ σε περίπτωση που μέχρι την 26-4-2002 δεν θα έχει καταβληθεί στην ΕΡΓΟΔΟΤΗ η προβλεπόμενη στην από 12-3-2002 σύμβαση εκτέλεσης έργων προκαταβολή. Σε περίπτωση που η ανάδοχος δεν επιστρέψει στην εργοδότη εντός του άνω χρονικού διαστήματος την αντίστοιχο εκάστοτε επιταγή η εργοδότης δικαιούται να αξιώσει την επιστροφή όλων των υπαρχουσών στην ανάδοχο άνω επιταγών σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις των άρθρ. 822 επ. ΑΚ ...". Πιθανολογείται ότι λόγω αντισυμβατικής συμπεριφοράς της αναδόχου εταιρείας "LENOIR INVESTMENTS LTD" και επειδή δεν κατεβλήθη μέχρι 26-4-2002 κατά τα συμφωνηθέντα η προκαταβολή για την εκτέλεση των έργων στην εταιρεία "... ΑΤΕ", η τελευταία με την από 4-6-2002 εξώδικη διαμαρτυρία, δήλωση πρόσκληση ζήτησε την επιστροφή όλων των παραδοθεισών προς παρακαταθήκη επιταγών της ALPHA BANK, ενώ παράλληλα με το κοινοποιηθέν στην τράπεζα αυτή άνω εξώδικο, ζήτησε την επιστροφή των επιταγών στον εκπρόσωπο της ΑΑ και κάλεσε στην πληρώτρια τράπεζα να αρνηθεί ρητώς και αμετακλήτως την είσπραξη τους από οποιονδήποτε κομιστής τους και προβεί στην σφράγισή τους επιθέτοντας επί του σώματος αυτών τη σχετική περί μη πληρωμής τους σημείωση παρά την ύπαρξη επαρκούς υπολοίπου στον τηρούμενο λογαριασμό της στην τράπεζα αυτή. Ο νόμιμος όμως εκπρόσωπος της εταιρείας "LENOIR INVESTMENTS LTD" Χ3 κατά παράβαση των όσων παραπάνω συμφωνήθηκαν, μεταβίβασε δι' οπισθογραφήσεως προς τον AA, την υπ' αρ. ... άνω επιταγή, ο οποίος φέρεται να του την επέστρεψε κατόπιν μη πληρωμής της συνεπεία ανακλήσεως από την προαναφερόμενη εκδότρια εταιρεία. Ο εγκαλών Ψ, όπως προέκυψε, το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιουνίου 2002 κατέστη νόμιμος κομιστής της πιο πάνω επιταγής με οπισθογράφηση από την εταιρεία "ΛΑΤΙΝΟΕΜΠΟΡΙΚΗ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΜΠΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΕΠΕ" χωρίς να προκύπτει με σαφήνεια πως περιήλθε στην κατοχή της εταιρείας αυτής η εν λόγω επιταγή, λόγω ύπαρξης οφειλής της τελευταίας προς αυτόν και δη ποσού 80.000 ευρώ που αντιπροσωπεύει το τίμημα από τη μεταβίβαση εταιρικών μεριδίων του της εταιρείας με την επωνυμία "ΜΠΕΛΛΕΣ ΕΠΕ" της οποίας ήταν αφενός εταίρος και η οποία στη συνέχεια λειτουργούσε με την προαναφερόμενη επωνυμία, αλλά και κάποιων ανεξόφλητων τμηματικών καταβολών που είχε πραγματοποιήσει στην παραπάνω εταιρεία ως χρηματοδότηση. Η επιταγή αυτή εμφανίστηκε στην πληρώτρια τράπεζα στις 23-7-2002 και δεν πληρώθηκε λόγω ανακλήσεώς της από την εκδότρια εταιρεία. Στη συνέχεια ο εγκαλών πληροφορήθηκε ότι στις 20-9-2002 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών εκδικαζόταν αίτηση του εκκαλούντος-κατηγορουμένου Χ2, με την οποία ζητούσε να διαταχθεί η δικαστική μεσεγγύηση της ως άνω επιταγής (υπ' αριθμ. ...) και της υπ' αρ. ... επιταγής ποσών αντίστοιχα 240.000 και 300925 ευρώ, να οριστεί αυτός ως μεσεγγυούχος τούτων και να εκδοθεί προσωρινή διαταγή με την οποία να απαγορεύεται κάθε νομική και πραγματική μεταβολή των επιταγών αυτών. Με την αίτηση αυτή και κατά τα ουσιώδη μέρη της ο αιτών Χ2 διατεινόταν ενώπιον του δικαστηρίου και με καθολική αναφορά στο περιεχόμενο μηνύσεώς του κατά του ΒΒ ότι: 1) Το τελευταίο δεκαήμερο του μηνός Μαΐου 2002 ο ΒΒ του παρουσιάστηκε ως πρόσωπο δυνάμενο να προβεί σε προεξόφληση επιταγών, 2) κατά το ίδιο διάστημα σε μεταξύ τους συνάντηση του παρέδωσε την υπ' αριθμό ... επιταγή, εκδόσεως 20-7-2002 στη ... από την εταιρεία "... ΑΤΕ" σε διαταγή "LENOIR INVESTMENTS LTD" ποσού 240.000 ευρώ την οποία κατείχε ως κομιστής από λευκή οπισθογράφηση λόγω όμως της δηλωθείσης από τον ΒΒ αδυναμίας του να προβεί στην προεξόφληση την έλαβε πίσω από αυτόν για να του την παραδώσει εκ νέου στις 4-6-2002 μαζί με τις υπ' αριθμούς ... και ... επιταγές μετά τις διαβεβαιώσεις τούτου ότι πλέον μπορούσε να προβεί στην προεξόφληση και 3) ότι ο ΒΒ ουδέποτε προέβη στην προεξόφληση και ότι αυτός από τις ανωτέρω επιταγές του επέστρεψε μέσω του δικηγόρου του Χ1 μόνο την υπ' αριθμό ... επιταγή, ιδιοποιούμενος παράνομα. Τα σώματα των λοιπών επιταγών συνολικής ενσωματωμένης αξίας 500.925 ευρώ, περιστατικά όμως που ήταν ψευδή και ο ίδιος (Χ2) τελούσε εν γνώσει της αναληθείας τους, καθόσον τελούσε εν γνώσει του γεγονότος ότι ουδέποτε υπήρξε νόμιμος κομιστής της επιταγής αυτής, ούτε την παρέδωσε στον τότε καθού η αίτηση, με την οποία επίσης εν γνώσει του επιχείρησε να προκαλέσει στο δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου την πεπλανημένη εντύπωση ότι νομιμοποιείται να ζητήσει τη δικαστική μεσεγγύηση της επιταγής, το διορισμό του ως μεσεγγυούχου της επιταγής, και την απαγόρευση κάθε νομικής και πραγματικής μεταβολής της σχετικά με την κυκλοφορία και χρήση της και να εμποδίσει έτσι τον εγκαλούντα να επιδιώξει την είσπραξή της από την εις διαταγήν δικαιούχο εταιρεία "LENOIR INVESTMENTS LTD" νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας ήταν ο Χ3, συγκατηγορούμενος του, με παράνομο περιουσιακό όφελος, ίσο με το ποσό της επιταγής και αντίστοιχη ισόποση ζημία του εγκαλούντος εξ αιτίας ματαιώσεως της ικανοποιήσεως της απαιτήσεώς του από την επιταγή. Περαιτέρω προκειμένου να επιτύχει τον ανώτερο σκοπό του ο κατηγορούμενος ενίσχυσε τους ψευδείς αυτούς ισχυρισμούς του με την εξέταση στη δικάσιμο της 20/2/2002 του συγκατηγορουμένου του Χ1, ο οποίος αν και γνώριζε ότι ο αιτών δεν υπήρξε ποτέ νόμιμος κομιστής της προαναφερθόμενης επιταγής ούτε την παρέδωσε στον τότε καθού η αίτηση επιβεβαίωσε τους περιεχόμενους στην αίτηση ψευδείς ισχυρισμούς καταθέτοντας ότι ήταν βάσιμοι (ο ίδιος απολογούμενος στην ανακρίτρια ανέφερε μεταξύ άλλων και ότι "Απ' ότι μου είπε ο Χ2 εκείνη την ημέρα είχε δώσει στον ΒΒ τρεις επιταγές ανάμεσα στις οποίες και την επίδικη εγώ δεν το γνώριζα ... στο δικαστήριο κατέθεσα ό,τι μου είπε ο Χ2 ότι έγινε εφόσον δεν έλαβε χώρα ενώπιόν μου η παράδοση των επιταγών ... δεν γνώριζα και ούτε είχα καμία σχέση με τα εμπλεκόμενα με την επιταγή φυσικά ή νομικά πρόσωπα ..."), παρέχοντας έτσι εν γνώσει του στον Χ2 σπουδαία και άμεση συνδρομή κατά την εκτέλεση και στη διάρκεια της άνω αξιοποίνου πράξεως, η οποία δεν ολοκληρώθηκε για λόγους ανεξαρτήτους της θελήσεως των κατηγορουμένων και συγκεκριμένα διότι ο δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου δεν πείστηκε σχετικά με το γεγονός ότι ο Χ2 ήταν νόμιμος κομιστής της επιταγής και με την υπ' αριθμό 2527/2003 απόφασή του απέρριψε την ως άνω αίτηση. Τα παραπάνω περιστατικά επιβεβαιώνονται από το περιεχόμενο της απολογίας του Χ2 από την οποία σαφώς προκύπτει ότι μεθοδευμένα υπέβαλε την προαναφερόμενη αίτηση, καθόσον, όπως ο ίδιος μεταξύ άλλων, απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις της Ανακρίτριας, ρητά αναφέρει ότι ήταν νόμιμος κομιστής της επιταγής, άσκησε την από 12-7-2002 αίτηση κατά του ΒΒ με αίτημα τη δικαστική μεσεγγύηση και τον ορισμό του ως μεσεγγυούχο διότι ήταν και αυτός υπεύθυνος και του είπε ο Χ1 ότι αυτό έπρεπε να κάνει και ότι ενήργησε δικαστικά κατά του ΒΒ επειδή ο Χ3 τον έβριζε και του έλεγε ότι είχε κάνει συμπαιγνία με το ΒΒ για να πάρουν την επιταγή, ότι όλο αυτό είναι κόλπο. Εξ άλλου, πρέπει να αναφερθεί, ότι τεχνηέντως στην αίτηση απέφυγε να αναφερθεί στην αιτία κτήσεως των αξιογράφων, ενώ, αν ήταν αληθινοί οι ισχυρισμοί του, θα είχε φροντίσει να είχε κάποιο αποδεικτικό έγγραφο, αφού ο καθού η αίτηση ΒΒ στον οποίο ισχυριζόταν ότι τα παρέδωσε (αξιόγραφα) ήταν άγνωστό του πρόσωπο (απολογούμενος αναφέρει ότι από ό,τι κατάλαβε ήταν γνωστός του δικηγόρου Χ1) και είναι απορίας άξιον πως εμπιστεύθηκε σ' αυτόν αξιόγραφα συνολικού ποσού 780.000 ευρώ, δεν προέβη στην κήρυξη των εν λόγω πιστωτικών τίτλων ανισχύρων, δεν απέστειλε έγγραφη ειδοποίηση στον εκδότη των επιταγών, αλλά και δεν όχλησε ούτε τον τότε παρεμβαίνοντα και ήδη εγκαλούντα Ψ. Επίσης προέκυψε ότι ο εγκαλών με αίτησή του που υπέβαλε την14/1/2003 ενώπιον του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας ζήτησε και πέτυχε την έκδοση δυνάμει της υπ' αριθμό ... επιταγής της με αριθμό 5/2003 διαταγής πληρωμής, η οποία διέταξε την καταβολή προς τον αιτούντα ποσού 240.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο, αλληλέγγυα και εις ολόκληρο από τους καθών αυτή δηλαδή από την εταιρεία "... ΑΤΕ", την εταιρεία "LENOIR INVESTMENTS LTD" το AA και την εταιρεία "ΛΑΤΙΝΟΕΜΠΟΡΙΚΗ".
Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής σε βάρος των εκκαλούντων κατηγορουμένων Χ2 και Χ1 για την αξιόποινη πράξη της απόπειρας απάτης επί δικαστηρίου, ιδιαιτέρως μεγάλης ζημίας, από τη οποία το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ όσον αφορά τον πρώτο τούτων (Χ2) και της άμεσης συνέργειας σε απόπειρα απάτης επί δικαστηρίου με σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους με πρόκληση ιδιαιτέρως μεγάλης ζημίας συνολικά ανώτερης των 73.000 ευρώ, όσον αφορά τον δεύτερο (Χ1) και για το λόγο αυτό απέρριψε ως κατ' ουσία αβάσιμες τις ασκηθείσες από τους ήδη αναιρεσείοντες εφέσεις κατά του 1274/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών κατά τις διατάξεις του που αφορούσαν τους ίδιους και με το οποίο παραπέμφθηκαν αυτοί και ο συγκατηγορούμενος των Χ3 στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικασθούν για τις αξιόποινες πράξεις που τους αποδίδονται. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Πολ.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Εκτίθενται στο βούλευμα με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που έγινε δεκτό ότι προέκυψαν από την προκαταρκτική εξέταση που προηγήθηκε και την κυρία ανάκριση που ακολούθησε για τον τρόπο με τον οποίο επιχειρήθηκε από τον υπαίτιο εκ των ήδη αναιρεσειόντων Χ2 να προκληθεί η εξαπάτηση του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που επελήφθη της εκδικάσεως της αιτήσεως του για να τεθεί υπό δικαστική μεσεγγύηση και η επίμαχη τραπεζική επιταγή ποσού 240.000 ευρώ για την οποία ψευδώς, ισχυριζόταν ο άνω αναιρεσείων ότι ήταν νόμιμος κομιστής της κατόπιν οπισθογραφήσεως της από προηγούμενο κομιστή για το ύψος του επιδιωχθέντος παρανόμου περιουσιακού οφέλους και την αντίστοιχη ζημία σε βάρος του εγκαλούντος για την συμπεριφορά του ετέρου των αναιρεσειόντων Χ1 με τα όσα δέχθηκε και κατέθεσε εξεταζόμενος κατά πρόταση του άνω συγκατηγορουμένου του ως μάρτυρας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά την εκδίκαση της άνω αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων περί της αληθείας των όσων ισχυριζόταν ως αιτών ο εν λόγω συγκατηγορούμενός του Χ2 για τα επί της παραπάνω τραπεζικής επιταγής δικαιώματά του ενώ εγνώριζε ότι δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα και για το επιδιωκόμενο να προσπορισθεί στον έτερο συγκατηγορούμενο το παράνομο περιουσιακό όφελος με την μεθόδευση υποβολής της εν λόγω αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων σε περίπτωση επιτεύξεως της παραπλανήσεως του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου αλλά και για την λόγω απορρίψεως της άνω αιτήσεως από το δικαστήριο που την εκδίκασε και μη εκδόσεως αποφάσεως σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του αιτούντος τελέσεως της απόπειρας μόνον της άνω αξιοποίνου πράξεως από τον εκ των αναιρεσειόντων Χ2 ως αυτουργό με τη συμμετοχή του ετέρου των αναιρεσειόντων ως αμέσου συνεργού σ' αυτήν. Εκτίθεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα ότι τα άνω πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν θεμελίωναν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής των κατηγορουμένων για το έγκλημα που τους αποδίδεται καθώς και οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά τα περιστατικά όπως και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί βάσει των οποίων έκρινε το Συμβούλιο ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών του ήδη αναιρεσείοντος Χ2 ως αυτουργού της κακουργηματικού χαρακτήρα απόπειρα απάτης επί δικαστηρίου ιδιαιτέρως μεγάλης ζημίας από την οποία το επιδιωχθέν παράνομο περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη προκληθείσα ζημία υπερέβαινε το ποσό των 73.000 ευρώ και του έτερου των αναιρεσειόντων κατηγορουμένου Χ1 ως αμέσου συνεργού στην άνω αξιόποινη πράξη μετά την υπαγωγή των άνω περιστατικών στις ουσιαστικού ποινικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1, 14, 26 παρ. 1 β, 27, 42 παρ. 1, 46 παρ. 1 β, 51, 52, 386 παρ. 1 β και 3 β Ποινικού Κώδικα, όπως ισχύουν, και τις οποίες ορθώς εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και δεν στερείται έτσι το βούλευμα νομίμου βάσεως. Ειδικότερα και σε σχέση με τις επιμέρους αντίθετες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων εφόσον γίνεται μνεία στο προσβαλλόμενο βούλευμα κατ' είδος των αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη από το Συμβούλιο Εφετών δεν ήταν αναγκαίο για την άνω παραπεμπτική κρίση του ειδική μνεία από ποιο αποδεικτικό μέσο προέκυπτε κάθε παραδοχή ούτε επιβαλλόταν να παρατίθεται στο βούλευμα το περιεχόμενο των καταθέσεων των μαρτύρων και των απολογιών των κατηγορουμένων σχετικά με την περιέλευση της επίμαχης επιταγής ποσού 240.000 ευρώ στον εγκαλούντα και για το πρόσωπο που εδικαιούτο να κατέχει αυτήν την επιταγή όταν ζητήθηκε από τον ήδη αναιρεσείοντα Χ2 προσωρινή δικαστική προστασία με την αίτηση για να τεθεί υπό δικαστική μεσεγγύηση. Κατά τις παραδοχές τους Συμβουλίου Εφετών από τα πραγματικά περιστατικά που έγινε δεκτό ότι προέκυψαν ο εγκαλών είχε καταστεί εξ οπισθογραφήσεως κομιστής της επίμαχης υπ' αριθμό ... επιταγής με βάση τη σειρά οπισθογραφήσεων επί του άνω αξιόγραφου πριν από την υποβολή από τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Χ2 της από 12/7/2002 αιτήσεως για την λήψη ασφαλιστικών μέτρων σχετικά με αυτήν και μια ακόμη επιταγή ποσού 300.925 ευρώ και τη συζήτηση στο δικαστήριο της άνω αιτήσεως στις 20/9/2002. Δεν έχουν εμφιλοχωρήσει στο προσβαλλόμενο βούλευμα ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες και παραδοχές ως προς την ταυτότητα και τα στοιχεία της αξιοποίνου πράξεως που έγινε δεκτό ότι επιχείρησε να τελέσει ο αναιρεσείων Χ2 με την άμεση συνδρομή του ετέρου αναιρεσείοντος Χ1 παρά τις περί του αντιθέτου αβάσιμες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων. Από όσα δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών ότι κατά την απολογία των στην κυρία ανάκριση ανέφεραν οι ήδη αναιρεσείοντες, απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις της ανακρίτριας, και ειδικότερα ότι ο Χ2 δέχθηκε ότι δεν ήταν ο ίδιος νόμιμος κομιστής της επίμαχης επιταγής και υπέβαλε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων για να τεθεί υπό μεσεγγύηση μαζί με άλλη μία επιταγή και για να διορισθεί μεσεγγυούχος αυτών διότι ήταν και αυτός υπεύθυνος και του είπε ο συγκατηγορούμενος του Χ1 ότι αυτό έπρεπε να κάνει και ότι ο τελευταίος υποστήριξε ότι δεν έλαβε χώρα παρουσία του η παράδοση των επιταγών από τον συγκατηγορούμενο του Χ2 στον ΒΒ καθώς και ότι όσα κατάθεσε ως μάρτυρας στη δίκη επί της άνω αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων για τη δικαστική μεσεγγύηση είναι αυτά που του είπε ο συγκατηγορούμενος του Χ2, δεν έπεται ότι το Συμβούλιο Εφετών δεν έλαβε υπόψη του στο σύνολό τους τα αποδεικτικά μέσα. Από το Συμβούλιο έγινε ιδιαίτερη μνεία των ανωτέρω περικοπών από τις απολογίες των κατηγορουμένων ως ιδιαίτερης βαρύτητας χωρίς να είναι αναγκαία η παράθεση των όσων προέκυπταν από άλλα αποδεικτικά μέσα για την γνώση αυτών των περιστατικών προς αιτιολόγηση της κρίσεως του περί της υπάρξεως επαρκών ενδείξεων για την αναλήθεια των ισχυρισμών του εξ αυτών Χ2 περί δικαιωμάτων του επί της άνω επιταγής για την εξασφάλιση των οποίων να ήταν δυνατό να διαταχθεί η δικαστική μεσεγγύηση της ως ασφαλιστικό μέτρο και ότι όσα κατέθεσε ο αναιρεσείων Χ1 εξεταζόμενος κατά πρόταση του άνω συγκατηγορουμένου του ως μάρτυρας κατά την συζήτηση της άνω αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων συνιστούσαν εν γνώσει της αναλήθειας των ενίσχυση την προβληθέντων υπό του Χ2 ως αιτούντος ψευδών ισχυρισμών που κατέτειναν χωρίς τελικά να επιτευχθεί σε παραπλάνηση του δικαστή που συγκροτούσε το δικάζον την αίτηση Μονομελές Πρωτοδικείο ώστε να εκδώσει απόφαση σύμφωνα με τις απόψεις του εν λόγω συγκατηγορουμένου του. Εξ άλλου από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 177, 178 και 179 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι στην ποινική δίκη επιτρέπεται κάθε είδος αποδεικτικό μέσο είτε είναι από αυτά που αναφέρονται στο παραπάνω άρθρο 178 είτε άλλα ακόμη και άκυρα, αρκεί η χρησιμοποίηση τους να μην απαγορεύεται από το νόμο είτε ρητώς είτε γιατί είναι αντίθετα σε διατάξεις του δικονομικού συστήματος που ισχύει. Κατά τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 16 του ν. 1882/1990 "μέτρα για την περιστολή της φοροδιαφυγής, διαρρυθμίσεις στην άμεση και έμμεση φορολογία και άλλες διατάξεις" συμφωνητικά που καταρτίζονται μεταξύ επιτηδευματιών ή τρίτων για ποιανδήποτε συναλλαγή θεωρούνται, μέσα σε δέκα ημέρες από την ημερομηνία καταρτίσεως και υπογραφής, από την αρμόδια ΔΟΥ, άλλως είναι ανίσχυρα και δεν έχουν κανένα έννομο αποτέλεσμα. Περαιτέρω με το άρθρο 8 παρ. 2 του ν. 2386/1996 προστέθηκε δεύτερο εδάφιο στην ως άνω παράγραφο, το οποίο ορίζει ότι κατ' εξαίρεση δεν θεωρούνται τα συμφωνητικά του προηγουμένου εδαφίου που καταρτίζονται από επιτηδευματίες ή τρίτους με το Δημόσιο κλπ. Εν όψει, του επιδιωκόμενου με τη διάταξη αυτή σκοπού, η ως άνω κύρωση παρά τη γενικότητα με την οποία διατυπώνεται περιορίζεται σε μόνα τα συμφωνητικά που αφορούν συναλλαγές ανάμεσα σε τρίτους από τις οποίες πηγάζουν φορολογητέα εισοδήματα των επιτηδευματιών αυτών και μόνο έναντι της φορολογικής αρχής χωρίς η ακυρότητα να επεκτείνεται μεταξύ των συμβαλλομένων.
Δεν εμποδιζόταν συνεπώς το Συμβούλιο να λάβει υπόψη του, παρά το ότι δεν υπεβλήθησαν εντός δεκαημέρου από της υπογραφής των στην οικεία ΔΟΥ προς θεώρηση, τα από 26/3/2002 δύο ιδιωτικά συμφωνητικά που όπως δέχθηκε καταρτίστηκαν μεταξύ της εταιρείας "... ΑΤΕ" και της εταιρείας LENOIR INVESTMENTS LTD και περί των οποίων γίνεται μνεία ως προς τα κυρία στοιχεία του περιεχομένου των στο προσβαλλόμενο βούλευμα, ως έγγραφα που περιλαμβάνονται στα αναφερόμενα στο άρθρο 178 Κ.Πολ.Δ. αποδεικτικά μέσα και δεν επήλθε από τη λήψη υπόψη των άνω εγγράφων ουδεμία ακυρότητα της ποινικής διαδικασία. Είναι απορριπτέες οι αιτιάσεις των αναιρεσειόντων ότι δεν μπορούσαν να αποτελέσουν μέσο αποδείξεως τα άνω ιδιωτικά συμφωνητικά ως αντιφατικού περιεχομένου και λόγω μη προηγηθείσης θεωρήσεως των από την αρμόδια ΔΥΟ εντός δέκα ημερών και δεν ιδρύουν, όπως εκτιμώνται λόγο αναιρέσεως ούτε από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α' σε συνδυασμό με το άρθρο 171 αριθμ. 1 Κ.Πολ.Δ. για απόλυτη ακυρότητα, ορθώς δε έλαβε υπόψη το δικαστικό συμβούλιο για το σχηματισμό της δικανικής πεποιθήσεως του κατά τα αναφερόμενα στο βούλευμα όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και τα έγγραφα της δικογραφίας. Απορριπτέες είναι και οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος Χ2 για το ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα εξεδόθη κατόπιν παραπομπής και αναφοράς στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση καθόσον το Συμβούλιο προήλθε στην έκθεση των περιστατικών που προέκυψαν από την ανάκριση και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των πράξεων για τις οποίες παραπέμφθηκαν να δικασθούν οι κατηγορούμενοι στο ακροατήριο και στην αντιμετώπιση των αιτιάσεων που προέβαλαν αυτοί με τις εφέσεις των κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος με δικές του σκέψεις και αιτιολογίες χωρίς παραπομπή στην πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών. Εξ άλλου οι αντίθετοι προς τις παραδοχές της αποφάσεως ισχυρισμοί των αναιρεσειόντων με τους οποίους υπό την επίκληση της ελλείψεως αιτιολογίας και νομίμου βάσεως πλήττεται η εκτίμηση της ουσίας, η οποία είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι. Το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη οποιουδήποτε προσώπου ζητεί δικαστική προστασία και τη διασφάλιση του οποίου προβλέπει το άρθρο στης Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου επιτρέπεται ο κατηγορούμενος που ασκεί αναίρεση κατά βουλεύματος ή αποφάσεως προς ενίσχυση ενός από τους αναιρετικούς λόγου από αυτούς που αναφέρονται περιοριστικώς στα άρθρα 484 και 510 Κ.Πολ.Δ. Οι προϋποθέσεις του παραδεκτού του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως κατά τα οριζόμενα στην ισχύουσα ημεδαπή νομοθεσία δεν είναι οι ίδιες με εκείνες των λοιπών ενδίκων μέσων αλλά αυστηρότερες. Έτσι δεν παρεμποδίζεται η ελευθερία προσβάσεως κάθε αιτούντος στο ακυρωτικό Δικαστήριο όπως ο Άρειος Πάγος κατά τέτοιο τρόπο και σε τέτοιο βαθμό ώστε να συνιστά παραβίαση του άρθρου στης ΕΣΔΑ η μη αναγνώριση από την ελληνική νομοθεσία ως λόγου αναιρέσεως κατά ποινικών αποφάσεων ή βουλευμάτων της κακής εκτιμήσεως των αποδείξεων διότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει μόνο την ορθότητα αυτών από νομική άποψη και δεν ερευνά την ουσιαστική εκτίμηση των αποδείξεων επί των οποίων κρίνει κυριαρχικά το δικαστήριο της ουσίας. Είναι αβάσιμες οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος Χ1 ότι επιτρεπόταν η αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων στο ενώπιον του Αρείου Πάγου στάδιο της ποινικής διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ οι προβλεπόμενες από το οποίο εγγυήσεις δεν παραβιάσθηκαν στην προκειμένη περίπτωση αφού κατά τα ανωτέρω διαπιστωθέντα το προσβαλλόμενο βούλευμα έλαβε υπόψη του το σύνολο των αναφερομένων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων και παραθέτει χωρίς αντιφάσεις τα κατά τις παραδοχές του προκύπτοντα πραγματικά περιστατικά από τα οποία εδικαιολογείτο η κρίση του περί παραπομπής των κατηγορουμένων στο ακροατήριο για να δικασθούν δια απόπειρα απάτης επί δικαστηρίου με σκοπό παράνομου οικογενειακού οφέλους δια προκλήσεως ιδιαιτέρως μεγάλης ζημίας ανώτερης των 73.000 ευρώ ο Χ2 και για άμεση συνεργεία σε αυτήν ο Χ1. Επομένως είναι αβάσιμοι οι προσβαλλόμενοι από τους αναιρεσείοντες λόγοι για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και έλλειψη νομίμου βάσεως καθώς και για απόλυτη ακυρότητα. Μετά ταύτα πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως και να επιβληθούν στους αναιρεσείοντες τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (αρθρ. 583 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις από 7-12-2009 και από 28-12-2009 αιτήσεις των Χ1 και Χ2, αντίστοιχα, για αναίρεση του υπ' αριθ. 2197/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Επιβάλλει στους αναιρεσείοντες τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαΐου 2010. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαΐου 2010
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ