Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1684 / 2018    (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός 1684/2018

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ειρήνη Καλού, Σοφία Ντάντου, Χρήστο Βρυνιώτη και Γεώργιο Χοϊμέ, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 16 Μαρτίου 2018, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Δ. Μ. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Νούλα με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Του αναιρεσιβλήτου: Κ. Χ. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Βασιλική Μαρινάκη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-12-2010 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4/2015 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 35/2017 του Μονομελούς Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 24-5-2017 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Ειρήνη Καλού, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 24-5-2017 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η υπ' αριθμ. 35/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θράκης, το οποίο απέρριψε την έφεση του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος Δ. Μ. κατά της υπ' αριθμ. 4/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης, το οποίο δικάζοντας κατά την τακτική διαδικασία την από 20-12-2010 και με αριθμό καταθ. 53ΤΜ/2/2011 αγωγή του ενάγοντος αναιρεσιβλήτου, κατά του εναγομένου - αναιρεσείοντος, με την οποία ο πρώτος, επικαλούμενος τη μεταξύ αυτού ως μισθωτή και του δεύτερου ως εκμισθωτή σύμβαση μίσθωσης αγροτεμαχίων και τη μεταγενέστερη μεταξύ τους συμφωνία περί είσπραξης από τον εναγόμενο για λογαριασμό του ενάγοντος της δικαιούμενης αποζημίωσης από τον ΕΛΓΑ των ζημιών που υπέστησαν οι καλλιέργειές του (ενάγοντος) στα παραπάνω ακίνητα, ζήτησε την επιδίκαση σ' αυτόν α) του ποσού της αποζημίωσης που εισέπραξε ο τελευταίος από τον ΕΛΓΑ για τις ζημίες από πλημμύρα που υπέστησαν οι καλλιέργειες του ενάγοντος στα παραπάνω ακίνητα, το οποίο δεν απέδωσε στον πρώτο, κατά παράβαση των μεταξύ τους συμφωνηθέντων, και β) χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, λόγω της περιγραφόμενης σ' αυτήν αδικοπρακτικής συμπεριφοράς (υπεξαίρεσης) του εναγομένου, δέχτηκε την αγωγή ως προς το κονδύλιο της αποζημίωσης, ενώ την απέρριψε ως προς το κονδύλιο χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Κατά το άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., η εκτίμηση του περιεχομένου των διαδικαστικών εγγράφων, και ιδίως της αγωγής, από το δικαστήριο της ουσίας ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, προς βεβαίωση λόγου αναίρεσης. Με τους ορισμούς της παρ. 2 του άρθρου 561 ιδίου κώδικα δεν εισάγεται νέος ειδικός λόγος αναίρεσης πέραν εκείνων που αναφέρονται στο άρθρο 559 ιδίου κώδικα, οι οποίοι καθορίζονται περιοριστικώς (ΑΠ 1142/2007). Εξάλλου, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μιας ένδικης έννομης σχέσης αποτελεί κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, τα οποία μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων κρίνουν με ποιά συγκεκριμένη νομική σχέση συνδέονται οι διάδικοι μεταξύ τους, ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτήρα που έδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη στη συνδέουσα αυτά σχέση, ή το χαρακτηρισμό αυτής από τον ενάγοντα στο δικόγραφο της αγωγής.
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση για το λόγο ότι εσφαλμένως απέρριψε ως αβάσιμο τον πρώτο λόγο της έφεσής του, με τον οποίο προέβαλε ως παράπονο κατά της εκκαλουμένης ότι μετά από εσφαλμένη εκτίμηση του δικογράφου της από 20-12-2010 και με αριθμό καταθ. 53ΤΜ/2/2011 αγωγής του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου κατ' αυτού μετέβαλε τη νομική βάση της αγωγής, κρίνοντας ότι η ένδικη αγωγή, στηρίζεται και στη σύμβαση, ως προς την οποία τη δέχτηκε και ως κατ' ουσίαν βάσιμη, ενώ αυτή στηριζόταν αποκλειστικά και μόνο στην αδικοπραξία (υπεξαίρεση), ως προς την οποία ήταν απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη, εφόσον μετά από διενέργεια κύριας ανάκρισης σε βάρος του εκδόθηκε το υπ' αριθμ. 19/2013 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αλεξανδρούπολης, το οποίο αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία σε βάρος του για το ως άνω αδίκημα. Αναφορικά με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, με τον οποίο, όπως αυτός εκτιμάται, ο ενάγων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια της παρά το νόμο λήψεως υπόψη πραγμάτων που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, και στον οποίο προσήκει η αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 8α του άρθρου 559 ΚΠολΔ, από την επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης από 20-12-2010 αγωγής, προκύπτει ότι με την αγωγή αυτή ιστορούσε ο ενάγων ότι δυνάμει προφορικής σύμβασης μίσθωσης που συνήψε με τον εναγόμενο τον Αύγουστο του έτους 2006 εκμίσθωσε από τον τελευταίο για χρονικό διάστημα τεσσάρων (4) ετών τα λεπτομερώς περιγραφόμενα κατά έκταση, θέση και όρια αγροτικά ακίνητα, προκειμένου να καλλιεργήσει σε αυτά βιολογικό τριφύλλι (μηδική). Ότι κατά την κατάρτιση της συμβάσεως συμφωνήθηκε ότι η μίσθωση δεν θα εμφανιζόταν εγγράφως και επισήμως σε καμία υπηρεσία, αλλά θα ήταν προφορική, προκειμένου ο εναγόμενος εκμισθωτής να εισπράττει την επιδότηση που ήταν 60 ευρώ/στρέμμα για καλλιέργεια βιολογική μηδικής και την ΚΑΠ. Ότι πέραν των χρημάτων αυτών, που στην ουσία θεωρούντο μίσθωμα συμφωνήθηκε ότι αυτός (ενάγων) θα κατέβαλε στον εναγόμενο σε μετρητά το ποσό των 6.000 ευρώ ετησίως, ως μίσθωμα για το σύνολο των αγρών, το οποίο θα καταβαλλόταν κατά το χρονικό σημείο είσπραξης της επιδότησης, ήτοι την επόμενη καλλιεργητική περίοδο και θα αφορούσε την καλλιέργεια της προηγούμενης χρονιάς, ενώ ο ίδιος (ενάγων) θα καλλιεργούσε και θα καρπωνόταν τα κέρδη από την εκμετάλλευση και πώληση του προϊόντος. Ότι πράγματι αυτός προέβη στην εκμετάλλευση των ανωτέρω αγρών καλλιεργώντας σ' αυτούς βιολογική μηδική, πλην όμως το χειμώνα του 2010, η παραγωγή του καταστράφηκε ολοσχερώς λόγω πλημμύρας στην περιοχή. Ότι εξαιτίας της παραπάνω καταστροφής, ο ΕΛΓΑ με σχετική ανακοίνωσή του στις 15-4-2010 κάλεσε όλους τους αγρότες της περιοχής να δηλώσουν τη ζημία που είχαν υποστεί από τις πλημμύρες προκειμένου να αποζημιωθούν από τον Οργανισμό. Ότι μετά την ως άνω ανακοίνωση και ενόψει του ότι δεν είχε δηλωθεί η μίσθωση ούτε στη ΔΟ.Υ. ούτε σε κάποια αγροτική υπηρεσία, σε συνεννόηση με τον εναγόμενο, επειδή η αποζημίωση αφορούσε την καταστροφή της παραγωγής του τριφυλιού, η κάρπωση και εκμετάλλευση της οποίας ανήκε σ' αυτόν (ενάγοντα), βάσει της καταρτισθείσας μεταξύ τους σύμβασης μίσθωσης, αποφάσισαν να δηλώσει ο εναγόμενος στον ΕΛΓΑ τη ζημία, όπως και έπραξε, και να του αποδώσει τα χρήματα της αποζημίωσης μετά την είσπραξή τους. Τέλος, αφού εκθέτει ο ενάγων, ότι μολονότι ο εναγόμενος εισέπραξε από τον ΕΛΓΑ ως αποζημίωση για την καταστροφή της παραγωγής στα συγκεκριμένα αγροτεμάχια, το ποσό των 38.577,81 ευρώ, το οποίο του ανήκε, αφού αφορούσε τη ζημιά που υπέστη η παραγωγή του, αρνήθηκε, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του να του το αποδώσει όπως υποχρεούτο βάσει της μισθωτικής σχέσης τους και ότι με την είσπραξη από τον εναγόμενο του ως άνω ποσού της αποζημίωσης από τον ΕΛΓΑ, η οποία του ανήκε και τη μη απόδοσή του σ' αυτόν, ο εναγόμενος παρανόμως "ιδιοποιήθηκε ξένο εν όλω πράγμα, δηλαδή το ποσό των 38.577,81 ευρώ, διαπράττοντας το αδίκημα της υπεξαίρεσης", ζήτησε με βάση το ιστορικό αυτό, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, να του καταβάλει το ανωτέρω χρηματικό ποσό με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, καθώς και το ποσό των 5.000 ευρώ (επιφυλασσόμενος να ζητήσει επιπλέον 40 ευρώ ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου) για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη εξαιτίας της παραπάνω υπαίτιας και παράνομης συμπεριφοράς του εναγομένου, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Από το ως άνω περιεχόμενο της αγωγής, στο ιστορικό της οποίας ο ενάγων κάνει ρητή αναφορά, αφ' ενός μεν ότι ο εναγόμενος διέπραξε το αδίκημα της υπεξαίρεσης, για το οποίο μάλιστα υπέβαλε (ο ενάγων) ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης την από 10-1-2011 μήνυσή του (ABM ...), αφ' ετέρου δε, σε υποχρέωση του εναγομένου να του αποδώσει το ποσό των 38.577,81 ευρώ, που εισέπραξε από τον ΕΛΓΑ, "όπως υποχρεούτο βάσει της μισθωτικής σχέσης τους", καθώς και σε συνεννόηση - συμφωνία του εναγόμενου με τον ενάγοντα για είσπραξη της αποζημίωσης απ' αυτόν, προκειμένου να την αποδώσει στη συνέχεια στον ενάγοντα, ενόψει του ότι ο εναγόμενος, λόγω της προφορικής κατάρτισης της μίσθωσης φερόταν τυπικά ως νόμιμος δικαιούχος της αποζημίωσης, προκύπτει σαφώς ότι το ως άνω αίτημα της αγωγής, με βάση τα εκτιθέμενα σ' αυτή, θεμελιωνόταν, εκτός από τις διατάξεις περί αδικοπρακτικής ευθύνης σωρευτικά και στις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής ευθύνης, απορρέουσας, από την επικαλούμενη από τον ενάγοντα σύμβαση μίσθωσης, όπως συμπληρώθηκε με τη μεταγενέστερη συμφωνία των διαδίκων. Με τα δεδομένα αυτά, ορθώς έκρινε το Εφετείο ότι η αγωγή με βάση τα εκτιθέμενα σ' αυτή θεμελιώνεται σε δύο κύριες βάσεις, τη συμβατική και την αδικοπρακτική και ότι ο γενόμενος από τον ενάγοντα χαρακτηρισμός του δικογράφου της αγωγής ως αγωγής από αδικοπραξία, ουδόλως δεσμεύει το δικαστήριο ως προς το νομικό χαρακτηρισμό της ένδικης έννομης σχέσης, ως απορρέουσας από αδικοπραξία και επομένως ο πρώτος λόγος αναίρεσης με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατά το άρθρο 270 παρ. 2 εδ. γ' Κ.Πολ.Δ., όπως ίσχυε πριν από την κατάργησή του με την παρ. 1 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ίδιου ως άνω νόμου, εφαρμοζόταν και στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης, ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου λαμβάνονται υπόψη το πολύ τρεις για κάθε πλευρά και μόνο αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου, δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση και αν πρόκειται να δοθούν στην αλλοδαπή οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτή. Κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης ενώπιον των πρωτοβαθμίων και δευτεροβαθμίων δικαστηρίων, κατά την τακτική διαδικασία, είναι παραδεκτές, ως αποδεικτικά μέσα, και ένορκες βεβαιώσεις, εφόσον δόθηκαν μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου μέρους. Αν λείπει η προϋπόθεση αυτή οι ένορκες βεβαιώσεις δεν είναι απλώς άκυρες, αλλά ανύπαρκτες ως αποδεικτικά μέσα (ανυπόστατα έγγραφα) και δεν λαμβάνονται υπόψη. Οι ως άνω δε, ένορκες βεβαιώσεις αποτελούν ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο σε σχέση με τα έγγραφα και πρέπει να μνημονεύονται ειδικά στην απόφαση (ΑΠ 184/2011). Τα ανωτέρω δεν ισχύουν, όμως, όταν η ένορκη βεβαίωση λήφθηκε για να χρησιμοποιηθεί σε δίκη κατά την οποία εφαρμόζεται η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, στην οποία δεν προβλέπεται, όπως στην τακτική διαδικασία (άρθρο 270 παρ. 2 ΚΠολΔ) ή στις ειδικές διαδικασίες (άρθρα 650 παρ. 1, 671 παρ. 1, 681Α και 681Β ΚΠολΔ), το αποδεικτικό μέσο των ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, αλλά ισχύουν, όπως προαναφέρθηκε, ιδιαίτεροι κανόνες ως προς την απόδειξη, τη συγκέντρωση των αποδεικτικών μέσων και την εν γένει διαδικασία της αιτήσεως και συνεπώς δεν συνιστούν ανυπόστατα έγγραφα οι ληφθείσες στο πλαίσιο της ειδικής αυτής διαδικασίας (ασφαλιστικών μέτρων) ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν χωρίς προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου.
Συνεπώς, στη δίκη που εφαρμόζεται η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, στην οποία λαμβάνονται υπόψη και μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, οι ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν χωρίς προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου εκείνου που είχε την επιμέλεια της καταθέσεως, λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο και συνεκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 1857/2011). Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 339 και 395 του Κ.Πολ.Δ, προκύπτει ότι ως δικαστικά τεκμήρια, τα οποία επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά μέσα, εάν επιτρέπεται η απόδειξη και με μάρτυρες, μπορούν να χρησιμεύσουν και καταθέσεις μαρτύρων που λήφθηκαν στα πλαίσια άλλης πολιτικής ή ποινικής δίκης, καθώς επίσης και ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, εκτός αν αυτές, κατά την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, έγιναν επίτηδες για να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικό μέσο στη συγκεκριμένη δίκη.
Συνεπώς, ως δικαστικά τεκμήρια μπορούν να χρησιμοποιηθούν και ένορκες βεβαιώσεις που είχαν ληφθεί χωρίς κλήτευση του αντιδίκου εκείνου που τις προσκομίζει και είχαν προσκομισθεί σε άλλη δίκη ασφαλιστικών μέτρων, εφόσον δεν λήφθηκαν, κατά την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, για να χρησιμοποιηθούν στη συγκεκριμένη δίκη (ΑΠ 736/2016). Στην προκειμένη περίπτωση, με τους δεύτερο και δέκατο τέταρτο, κατά ένα μέρος του, λόγους αναίρεσης, ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 11γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Εφετείο, δεν έλαβε υπόψη του για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, την υπ' αριθμ. 1926/19-5-2015 ένορκη βεβαίωση του Χ. Α. ενώπιον της συμβολαιογράφου ... Α. Γ., που είχε ληφθεί στο πλαίσιο άλλης παρεμφερούς δίκης (αναστολής εκτελέσεως της προσβαλλόμενης απόφασης), διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων μεταξύ αυτού και του αναιρεσιβλήτου, την οποία επικαλέστηκε και προσκόμισε παραδεκτά στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Σχετικά με την παραπάνω ένορκη βεβαίωση το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα: "Στην προκείμενη περίπτωση ο εκκαλών - ενάγων προσκομίζει και επικαλείται, πλην άλλων, και τη με αριθμό 1926/19-5-2015 ένορκη βεβαίωση του Χ. Α. ενώπιον της συμβολαιογράφου ... Α. Γ., η οποία λήφθηκε με επιμέλεια του εκκαλούντος, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης σε διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων. Η ένορκη αυτή βεβαίωση, η οποία λήφθηκε μετά την έναρξη της δίκης, χωρίς προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου του εκκαλούντος, συνιστά, σύμφωνα και με τα προπαρατιθέμενα στη μείζονα σκέψη, απαράδεκτο αποδεικτικό μέσο και δεν θα ληφθεί υπόψη του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, διότι λήφθηκε για να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό μέσο στη συγκεκριμένη δίκη, όπως συνάγεται από το ότι το περιεχόμενο αυτής (η κατάρτιση ή μη σύμβασης μίσθωσης των αγροτεμαχίων μεταξύ των διαδίκων) ταυτίζεται με τη βάση της αντιδικίας των διαδίκων της παρούσας δίκης, και επιπροσθέτως από το ότι, κατά το χρόνο που δόθηκε η ένορκη αυτή βεβαίωση (19-5-2015), στην οποία γίνεται μνεία ότι θα χρησιμοποιηθεί σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων, είχε αρχίσει η ένδικη δίκη και ειδικότερα είχε ήδη εκδοθεί η εκκαλουμένη απόφαση (19-1-2015) και ασκηθεί η υπό κρίση έφεση κατ' αυτής (5-2-2015).
Συνεπώς, η ανωτέρω βεβαίωση δόθηκε επίτηδες για να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό μέσο στη μεταξύ των διαδίκων συγκεκριμένη πολιτική δίκη και, επομένως, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, αποτελεί ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο και δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ούτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων". Όπως προκύπτει από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης το Εφετείο κατά την εκτίμηση των αποδείξεων εξαίρεσε και δεν έλαβε υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων την ως άνω ένορκη βεβαίωση, η οποία λήφθηκε στο πλαίσιο άλλης δίκης, διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης και την άσκηση έφεσης κατ' αυτής, επειδή έκρινε, για τους λόγους που αναφέρει, ότι η ένορκη αυτή βεβαίωση λήφθηκε για να χρησιμοποιηθεί στη δίκη ενώπιον του Εφετείου. Με τα δεδομένα αυτά, οι δεύτερος και δέκατος τέταρτος, κατά το πιο πάνω μέρος του, λόγοι αναίρεσης είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι εφόσον η κρίση του Εφετείου ότι η ένορκη βεβαίωση δόθηκε επίτηδες για να χρησιμεύσει στην παρούσα δίκη, σύμφωνα με τα αναφερόμενα σχετικώς στη μείζονα σκέψη είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, ανεξαρτήτως της αοριστίας τους, εφόσον ο αναιρεσείων δεν αναφέρει τον ισχυρισμό προς απόδειξη του οποίου προσκόμισε το ως άνω αποδεικτικό μέσο, ώστε να κριθεί εάν είναι ουσιώδης. Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 561 ΚΠολΔ "Η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, εκτός αν παραβιάστηκαν κανόνες δικαίου, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί ή αν υπάρχει λόγος αναίρεσης κατά το άρθρο 559 αρ. 19 και 20". Η παρούσα διάταξη είναι απόρροια της φύσης του Αρείου Πάγου, ως ακυρωτικού δικαστηρίου που ασχολείται μόνο με νομικά ζητήματα. Έτσι ρητώς εξαιρείται του αναιρετικού ελέχου η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγράφων, εκτός αν εντεύθεν παραβιάστηκαν κανόνες δικαίου, στους οποίους συμπεριλαβάνονται και οι ερμηνευτικοί ή αν υπάρχει λόγος αναίρεσης κατ' άρθρο 559 αρ. 19 και 20. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αιτίαση ότι το Εφετείο, "ερμήνευσε (εκτίμησε) εσφαλμένα το αποδεικτικό υλικό και δέχτηκε ύπαρξη μισθωτικής σχέσης η οποία δεν προκύπτει από κανένα έγγραφο στοιχείο, παραβιάζοντας έτσι θεμελιώδεις αρχές του ουσιαστικού και του δικονομικού δικαίου". Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, εφόσον αφορά στην εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία δεν ελέγχεται αναιρετικά (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ) ούτε άλλωστε η αποδιδόμενη αιτίαση συνδέεται από τον αναιρεσείοντα με παραβίαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, ή με κάποια πλημμέλεια από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Σύμφωνα με το άρθρο 619 ΑΚ (Αγρομίσθωση) "με τη σύμβαση της μίσθωσης αγροτικού κτήματος ο εκμισθωτής έχει υποχρέωση, με αντάλλαγμα την καταβολή μισθώματος, να παραχωρήσει στο μισθωτή τη χρήση του μισθίου και την κάρπωσή του με τους όρους της τακτικής εκμετάλλευσης". Ή έννοια της παραχωρήσεως της χρήσεως στο άρθρο 619 ΑΚ είναι η ίδια όπως και στη μίσθωση πράγματος. Ο εκμισθωτής υποχρεούται (όπως και κατ' άρθρο 574 ΑΚ) όχι μόνο νά παραχωρήσει στο μισθωτή τη χρήση, αλλά και να εξασφαλίσει τη χρήση σ' αυτόν από κάθε κώλυμα ή κίνδυνο καθ' όλη τη διάρκεια της μισθώσεως. Το μίσθιο πρέπει να παραδοθεί στο μισθωτή για τη συμφωνηθείσα χρήση και κάρπωση, που σημαίνει ότι πρέπει να παραδοθεί σ' αυτόν η κατοχή του μισθίου, για να μπορέσει να το εκμεταλλευθεί με σκοπό την παραγωγή καρπών. Ως κάρπωση νοείται στο άρθρο 619 ΑΚ η "κατά τους όρους τακτικής εκμετάλλευσης" κάρπωση του μισθίου, δηλ. η απόληψη των καρπών που σύμφωνα με το γεωργικό προορισμό του παράγει το κτήμα. Με άλλα λόγια ως κάρπωση νοείται εδώ η απόλαυση των καρπών του πράγματος με την έννοια της διάταξης του άρθρου 961 παρ. 1 ΑΚ που περιλαμβάνει τα φυσικά προϊόντα του πράγματος, δηλ. τα όσα παράγονται κατά τους φυσικούς νόμους περιοδικά και οργανικά από το κτήμα, χωρίς να καταστρέφεται ή βλάπτεται αυτό, όπως οι καρποί των φυτών και των δέντρων, καθώς και τα προϊόντα του κτήματος σύμφωνα με τον προορισμό του. Αναφορικά με τις δαπάνες εκμεταλλεύσεως του αγροτικού κτήματος, με τη διάταξη του άρθρου 621 εδ. 2 ΑΚ ορίζεται ότι ο μισθωτής αγροτικού κτήματος φέρει και τις δαπάνες της τακτικής εκμετάλλευσης του πράγματος και ιδίως της καλλιέργειας. Η διάταξη είναι λογική απόρροια της αρχής ότι αυτός που καρπούται τις ωφέλειες ενός πράγματος εκμεταλλευόμενος αυτό, πρέπει να βαρύνεται και με τις δαπάνες αυτού, ως δαπάνες δε τακτικής εκμετάλλευσης του κτήματος και ιδίως της καλλιέργειας πρέπει να θεωρηθούν οι δαπάνες αροτριώσεως, σποράς, συγκομιδής, λιπασμάτων κ.λπ. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 627 ΑΚ, ο μισθωτής έχει δικαίωμα σε ανάλογη ελάττωση του μισθώματος, αν η πρόσοδος του μισθίου μειώθηκε σημαντικά πριν από τη συγκομιδή ή ύστερα απ' αυτήν εξαιτίας γεγονότων ανώτερης βίας. Κάθε προκαταβολική παραίτηση του μισθωτή απ' αυτό το δικαίωμα είναι άκυρη. Ελάττωση του μισθώματος δεν χωρεί, εφόσον η ζημία από τη μείωση της προσόδου καλύφθηκε με άλλο τρόπο και ιδίως από ασφαλιστική σύμβαση. Ως γεγονότα ανώτερης βίας μπορούν να μνημονευθούν εδώ η πλημμύρα, ο παγετός, το χαλάζι κ.λπ., ενώ λέγοντας ο νόμος "με άλλο τρόπο" εννοεί κάλυψη λόγω αποζημιώσεως (από τό Κράτος, Οργανισμούς Γεωργικής Ασφάλισης (ΟΓΑ, ΕΛΓΑ) ή τον προκαλέσαντα τη ζημία κ.λπ.) ή ασφαλιστικής συμβάσεως. Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ θεσπίζεται η ελευθερία σύναψης ποικίλου περιεχομένου συμβάσεων δεσμευτικών για τους συμβαλλομένους, αρκεί το περιεχόμενό τους να μην προσκρούει σε απαγορευτική διάταξη νόμου ή στα χρηστά ήθη. Από την παραπάνω διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, προκύπτει ότι είναι ισχυρή η σύμβαση με την οποία αναγνωρίζει κάποιος το χρέος του από ορισμένη αιτία. Η σύμβαση αυτή, η οποία διαφέρει από τη ρυθμιζόμενη από το άρθρο 873 ΑΚ αναιτιώδη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους και καταρτίζεται ατύπως, ιδρύει νέα ενοχική σχέση που αποτελεί αυτοτελή βάση υποχρέωσης προς εκπλήρωση της παροχής, με την έννοια ότι ο οφειλέτης δεν μπορεί να προβάλλει ενστάσεις που πηγάζουν από την παλαιά ενοχική σχέση, η οποία δεν εξετάζεται πλέον (ΑΠ 134/2013). Στην περίπτωση αυτή για την πληρότητα της αγωγής, καθώς και για την επάρκεια της αιτιολογίας της σχετικής απόφασης, όσον αφορά την αιτία από την οποία προέρχεται το αναγνωρισθέν χρέος, αρκεί η παράθεση στο δικόγραφο αυτής ή στην απόφαση, όσων πραγματικών στοιχείων είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό της αναγνωριζόμενης ενοχής, ώστε να μη γεννάται αμφιβολία γι' αυτήν (ΑΠ 1279/2012). Περαιτέρω, με το άρθρο 1 του Ν. 1790/ 1988 "Οργανισμός Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων" ιδρύθηκε Οργανισμός με την επωνυμία "Οργανισμός Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων" (ΕΛΓΑ), ο οποίος είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, ανήκει εξ ολοκλήρου στο Δημόσιο και τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Γεωργίας. Με το άρθρο 2 του ίδιου νόμου σκοπός του ΕΛΓΑ είναι η ασφάλιση της φυτικής και ζωικής παραγωγής και του φυτικού και ζωικού κεφαλαίου των αγροτικών εκμεταλλεύσεων κατά ζημιών που προκαλούνται από καταστροφικούς φυσικούς κινδύνους, η ενεργητική προστασία της αγροτικής παραγωγής, του φυτικού, ζωικού, αλιευτικού και εγγείου κεφαλαίου των αγροτικών εκμεταλλεύσεων κ.λπ. Ειδικότερα, η παρεχόμενη από τον ΕΛΓΑ. ασφάλιση περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και την κάλυψη (αποζημίωση των αγροτών για τις άμεσες ζημιές που προξενούνται στη φυτική παραγωγή) από τους φυσικούς κινδύνους που αναφέρονται στο άρθρο 3 του προαναφερόμενου νόμου και καθορίζονται από τον σχετικό κανονισμό και δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν από τους ασφαλισμένους παραγωγούς. Συγκεκριμένα στην ασφάλιση του ΕΛΓΑ υπάγονται οι ακόλουθοι καταστροφικοί φυσικοί κίνδυνοι, που μπορεί να προκαλέσουν φυσικές σε έκταση και ένταση καταστροφές: α) Η πλημμύρα. β) Η ανεμοθύελλα. γ) Ο παγετός και το υπερβολικό ψύχος. δ) Το χιόνι. ε) Το χαλάζι. στ) Οι υψηλές θερμοκρασίες και η ηλιακή ακτινοβολία. ζ) Οι υπερβολικές ή άκαιρες βροχοπτώσεις. η) Η ξηρασία. 8) Οι επιφυτείες και οι καταστροφικού χαρακτήρα εντομολογικές και φυτοπαθολογικές προσβολές των καλλιεργειών. ι) Οι νόσοι επιζωοτικής μορφής. ια) Ο κεραυνός, ως αιτία πυρκαγιάς. ιβ) Ο σεισμός. ιγ) Οι κίνδυνοι από τη θάλασσα. Περαιτέρω με την ΥΠΟΥΡΓΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ 281245/2008 - ΦΕΚ 628/Β'/9.4.2008 "Κανονισμός Κρατικών Οικονομικών Ενισχύσεων", που ίσχυε κατά το κρίσιμο χρόνο καταστροφής της αναφερόμενης στην αγωγή και στην ένδικη απόφαση γεωργικής παραγωγής, καθορίστηκαν, οι όροι, οι προϋποθέσεις, οι περιορισμοί και οι διαδικασίες με τις οποίες εγκρίνεται η καταβολή κρατικών οικονομικών ενισχύσεων, προκειμένου να ενισχυθούν οι γεωργοί και οι κτηνοτρόφοι έναντι ζημιών στη γεωργική και ζωική παραγωγή ή στα μέσα παραγωγής, συμπεριλαμβανομένων του παγίου κεφαλαίου, που προκαλούνται από απρόβλεπτα γεγονότα όπως θεομηνίες, δυσμενείς καιρικές συνθήκες ή άλλα έκτακτα γεγονότα, σε εφαρμογή της περίπτωσης α της παραγρ. 17 του άρθρου 28 του ν. 3147/2003 και σύμφωνα με το Κεφάλαιο V, υποκεφάλαια V.A. έως και V.B.3 των Κοινοτικών Κατευθυντήριων Γραμμών για τις Κρατικές Ενισχύσεις στον τομέα της γεωργίας και δασοκομίας (2006/C 319/ΕΚ, Ε.Ε. C 319 27/12/2006).Ε Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθμός 19 Κ.Πολ.Δ., λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της τα περιστατικά που είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ως προς τη συνδρομή των νομίμων όρων και προϋποθέσεων της διατάξεως, που εφαρμόσθηκε, ή για τη μη συνδρομή τους, που αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες στο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Αντίθετα δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσεως, όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές το πόρισμα και για το λόγο αυτό γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι το Εφετείο με το να δεχτεί ότι συμφωνήθηκε μεταξύ αυτού και του ενάγοντος, ότι θα υπέβαλε ο ίδιος (εναγόμενος) την αίτηση προς τον ΕΛΓΑ για την είσπραξη της ως άνω αποζημίωσης την οποία στη συνέχεια θα απέδιδε στον ενάγοντα, δεδομένου ότι αυτός ως φερόμενος καλλιεργητής ήταν ο μόνος που νομιμοποιείτο να υποβάλει στον ως άνω Οργανισμό (Ε.Λ.Γ.Α.) αίτηση για αποζημίωση της καταστραφείσας καλλιέργειας, παραβίασε με το να μην εφαρμόσει την Υ.Α. 281245/2008, η οποία ρητώς αναφέρει ποιοι είναι δικαιούχοι αποζημιώσεως από τον ΕΛΓΑ, συμπεριλαμβάνοντας ρητά και την περίπτωση της προφορικώς καταρτισθείσας μίσθωσης, την οποία και ρυθμίζει η εν λόγω απόφαση. Περαιτέρω, με τον πέμπτο λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στην κρίση περί ύπαρξης συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων για το ποιός απ' αυτούς είναι δικαιούχος της αποζημίωσης από τον ΕΛΓΑ διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση αντιφατικές αιτιολογίες και ειδικότερα εσφαλμένως και με αντιφατικές αιτιολογίες στο σκεπτικό της ενώ ρητώς αποδέχεται την μη ύπαρξη συμφωνίας για το ποιός διάδικος θα δικαιούται αποζημιώσεως σε περίπτωση καταστροφής της παραγωγής όπως ρητώς αναφέρει, εν τούτοις σε άλλο σημείο της απόφασης, μετά την πιο πάνω αναφορά, χαρακτηρίζει ως "αυτονόητο" ότι δικαιούχος της αποζημιώσεως είναι ο ενάγων. Επίσης, με τον ένατο λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου του, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την ίδια ως άνω πλημμέλεια, επειδή το Εφετείο παρέλειψε να αιτιολογήσει γιατί δεν υπέβαλε ένσταση ο αναιρεσίβλητος στον ΕΛΓΑ για να διεκδικήσει αποζημίωση, για την καταστροφή της παραγωγής, αφής στιγμής, όπως η προσβαλλόμενη αναφέρει και αναγνωρίζει δεν υπήρχε πρόβλεψη να εισπραχθεί από τον αναιρεσίβλητο η αποζημίωση σε περίπτωση καταστροφής της σοδειάς. Το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχτηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά που έχουν σχέση με τους ερευνώμενους αναιρετικούς λόγους: "Μεταξύ των διαδίκων καταρτίστηκε τον Αύγουστο του έτους 2006 προφορική σύμβαση μίσθωσης πέντε (5) αγροτεμαχίων, συνολικής έκτασης 187 στρεμμάτων, κειμένων στην κτηματική περιοχή ..., προκειμένου ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος να τα καλλιεργήσει με βιολογική μηδική. Η διάρκεια της μίσθωσης συμφωνήθηκε τετραετής, αρχομένη από την καλλιεργητική περίοδο του έτους 2007. Ως μίσθωμα συμφωνήθηκε το ποσό των 6.000 ευρώ ετησίως, το οποίο θα καταβαλλόταν από τον ενάγοντα κατά το χρονικό σημείο είσπραξης των επιδοτήσεων, ήτοι την επομένη καλλιεργητική περίοδο και θα αφορούσε την καλλιέργεια της προηγούμενης χρονιάς. Ο εναγόμενος θα ελάμβανε επίσης την κρατική επιχορήγηση, καθώς και την κοινοτική επιδότηση που χορηγείται στα πλαίσια της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής για την καλλιέργεια του ανωτέρω βιολογικού προϊόντος και ανέρχεται στο ποσό των 60 ευρώ ανά καλλιεργούμενο στρέμμα. Ο ενάγων θα καλλιεργούσε και θα λάμβανε τα κέρδη από την εκμετάλλευση και πώληση του συγκεκριμένου βιολογικού προϊόντος, επιβαρυνόμενος ταυτόχρονα και με τις δαπάνες καλλιέργειας αυτού, ήτοι σποράς, οργώματος, λίπανσης κ.λπ. Σε εκτέλεση της παραπάνω σύμβασης μίσθωσης, ο ενάγων κατά την καλλιεργητική περίοδο του έτους 2007, προέβη σ' όλες τις απαιτούμενες εργασίες για την προετοιμασία και καλλιέργεια των ανωτέρω αγρών με βιολογική μηδική, η οποία είναι πολυετής καλλιέργεια με άπαξ φύτευση και τακτική λίπανση για τις επόμενες καλλιεργητικές περιόδους. Για το λόγο αυτό ο ενάγων, ο οποίος βαρυνόταν με τα έξοδα της καλλιέργειας, προμηθεύτηκε τις αναγκαίες ποσότητες σπόρου (βλ. υπ' αριθμ. ... τιμολόγια πώλησης και τα αντίστοιχα υπ' αριθμ. ... δελτία αποστολής, συνολικής αξίας 4.687 ευρώ), ακολούθως δε και ποσότητες λιπάσματος (βλ. τα υπ' αριθμ... τιμολόγια πώλησης-δελτία αποστολής, συνολικής αξίας 3.906,56 ευρώ, αντίστοιχα, που νόμιμα αυτός προσκομίζει και επικαλείται). Επιπλέον ο ενάγων, προς εκπλήρωση της απορρέουσας από τη σύμβαση μίσθωσης υποχρέωσής του, κατέβαλε στον εναγόμενο το ποσό των 6.000 ευρώ, που αφορά στο μίσθωμα που αντιστοιχεί στο έτος 2007, το οποίο κατέθεσε σε τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε ο τελευταίος στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος (βλ. από 20-3-2008 επικαλούμενη και προσκομιζόμενη απόδειξη κατάθεσης). Ο ενάγων καλλιέργησε τους ανωτέρω αγρούς κατά τις καλλιεργητικές περιόδους των ετών 2007-2009, εκμεταλλευόμενος την παραγωγή από αυτούς, την οποία εκποιούσε σε τρίτους. Ο εναγόμενος απέβλεπε κυρίως στην είσπραξη των παρεχόμενων επιδοτήσεων που αφορούσαν στην βιολογική καλλιέργεια, οι οποίες για το σύνολο των καλλιεργούμενων αγροτεμαχίων ανερχόταν στο ποσό των 11.220 ευρώ (187 στρ. χ 60€/στρ.) ετησίως, και για το λόγο αυτό η μίσθωση καταρτίστηκε άτυπα (προφορικά), καθώς ως καλλιεργητής των αγρών έπρεπε να εμφανίζεται, έναντι των σχετικών Υπηρεσιών, ο εναγόμενος με συνέπεια όλες οι αποδείξεις, δηλώσεις, αιτήσεις και τα διάφορα παραστατικά που αφορούσαν στην καλλιέργεια (όπως καταβολές προς ΤΟΕΒ, τιμολόγια πώλησης παραγωγής, δηλώσεις ζημιών προς ΕΛΓΑ, αιτήσεις προς Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών κ.λπ.) συντάσσονταν ή εκδίδονταν στο όνομά του, ενώ το εισπραττόμενο από αυτόν μίσθωμα δεν δηλωνόταν ως έσοδο στην φορολογική του δήλωση. Η σύμβαση μίσθωσης μεταξύ των διαδίκων λειτούργησε ομαλά μέχρι και τον χειμώνα του έτους 2010, οπότε η κτηματική περιοχή όπου βρίσκονται τα καλλιεργούμενα από τον ενάγοντα αγροτεμάχια επλήγη από πλημμύρες που κατέστρεψαν ολοσχερώς την παραγωγή. Ο εναγόμενος, ως φερόμενος καλλιεργητής των πληγεισών από την πλημμύρα εκτάσεων, ήταν ο μόνος που νομιμοποιείτο τυπικά, κατά την κείμενη σχετική νομοθεσία, να υποβάλει στον Οργανισμό Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΕΛ.Γ.Α.) αίτηση για την αποζημίωση της ανωτέρω καλλιέργειας. Κατά την κατάρτιση της μίσθωσης δεν είχε ρητά συμφωνηθεί ποιος από τους διαδίκους θα δικαιούται την αποζημίωση σε περίπτωση καταστροφής της παραγωγής, καθώς σύμφωνα με τις συνήθειες της περιοχής, τα διδάγματα της κοινής πείρας, αλλά και τον σκοπό του κανονισμού ασφάλισης φυτικής παραγωγής [βλ. Κ.Υ.Α. Υπουργών Οικονομικών και Γεωργίας Αριθ. 15711/30.9.98 (ΦΕΚ 1079/Β'/14.10.98)], σε περίπτωση απώλειας ή υποβάθμισης της φυτικής παραγωγής εξαιτίας φυσικών φαινομένων που καλύπτει η ασφάλιση του ΕΛ.Γ.Α (π.χ. χαλάζι, παγετός, πλημμύρα κ.λπ.) αποκαθίσταται η μείωση του αντικειμενικώς προσδοκώμενου εισοδήματος των παραγωγών, δηλαδή αυτό που θα αποκόμιζαν αυτοί που εκμεταλλεύονται την καλλιέργεια ανάλογα με τις δαπάνες και τον κόπο που κατέβαλαν για να καλλιεργήσουν τις πληγείσες από την φυσική καταστροφή εκτάσεις.
Συνεπώς, εφόσον συμφωνήθηκε ότι την εκμετάλλευση της παραγωγής θα είχε ο ενάγων, ο οποίος προέβη στην καλλιέργεια των εκτάσεων και υποβλήθηκε σε όλες τις απαιτούμενες για το λόγο αυτό δαπάνες, αυτονόητο παρίστατο πως ο ίδιος θα ήταν δικαιούχος της αποζημίωσης σε περίπτωση καταστροφής της παραγωγής. Σε συζητήσεις, μάλιστα, μεταξύ των διαδίκων, στις οποίες ήταν παρών και ο μάρτυρας του ενάγοντος, που κατέθεσε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, συμφωνήθηκε πως την αίτηση προς τον ΕΛ.Γ.Α. θα υπέβαλε ο εναγόμενος, αφού ο ίδιος είχε δηλώσει την καλλιέργεια και φερόταν ως νόμιμος δικαιούχος της αποζημίωσης, στη συνέχεια δε θα απέδιδε την αποζημίωση που θα εισέπραττε στον ενάγοντα. Ο εναγόμενος, ωστόσο, αρνείται τόσο την κατάρτιση της σύμβασης μίσθωσης των αγροτεμαχίων, όσο και την μεταγενέστερη συμφωνία του με τον ενάγοντα, με την οποία αναγνώρισε την υποχρέωσή του να του αποδώσει την αποζημίωση που θα εισέπραττε από τον ΕΛ.Γ.Α. Ειδικότερα με τις πρωτοδίκως κατατεθείσες προτάσεις του, αλλά και με τα δικόγραφα της ένδικης έφεσής του και των πρόσθετων λόγων αυτής, ισχυρίζεται πως ουδέποτε καταρτίστηκε σύμβαση μίσθωσης των αγροτεμαχίων μεταξύ αυτού και του ενάγοντος, αλλά πως μεταξύ αυτών συμφωνήθηκε το καλοκαίρι του 2006 μια ιδιότυπη μορφή συνεργασίας, η οποία χαρακτηρίζεται από τον ίδιο ως "αφανής εταιρία", σύμφωνα με την οποία ο ενάγων αναλάμβανε την υποχρέωση να καλλιεργήσει για λογαριασμό του εναγομένου 187 στρέμματα αγρών που βρίσκονται στην ... ..., από τα οποία τα 34 είναι της ιδιοκτησίας του και τα λοιπά μισθωμένα από τρίτους ιδιοκτήτες, πως η παραγωγή θα πωλούνταν από τον ίδιο με την έκδοση τιμολογίων στο όνομά του και πως από την πραγματική αξία της πωλούμενης μηδικής θα αφαιρούνταν πρώτα όλα τα έξοδα παραγωγής (σπόροι, σπορά, λιπάσματα, εισφορές ΤΟΕΒ, ποτίσματα κ.λπ.) και στη συνέχεια θα ακολουθούσε η κατ' ισομοιρία διανομή του υπολοίπου μεταξύ των διαδίκων, ενώ ρητά συμφωνήθηκε πως οι επιδοτήσεις και αποζημιώσεις θα ανήκαν αποκλειστικά στον εναγόμενο και δεν θα αποτελούσαν έσοδα της "αφανούς εταιρίας". Πλην, όμως, οι ανωτέρω ισχυρισμοί του εναγομένου έρχονται σε αντίθεση με το περιεχόμενο της από 28-3-2011 ανωμοτί εξέτασης του ιδίου ενώπιον της Πταισματοδίκη Σαμοθράκης, που δόθηκε στα πλαίσια προκαταρκτικής εξέτασης που διενεργήθηκε κατόπιν υποβολής μηνύσεως του ενάγοντος κατά του εναγομένου, όπου ο εναγόμενος καταθέτει αυτολεξεί πως "ο μηνυτής (δηλ. ο ενάγων) ανέλαβε να σπείρει όλα τα χωράφια, ιδιόκτητα και ενοικιαζόμενα, να τα καλλιεργεί και να εκμεταλλεύεται την παραγωγή με υποχρέωση να πληρώνει τον ΤΟΕΒ. (...) η συμφωνία μας ήταν να πληρώνει τα μισθώματα για τα ενοικιαζόμενα σε μένα. Πέραν αυτών δεν συμφωνήθηκε τίποτε άλλο. Για τις επιδοτήσεις (ενν. 60€/στρ.) δεν έγινε καμιά κουβέντα, καθόσον δεν τον αφορούσε".
Συνεπώς, σύμφωνα με όσα καταθέτει ο εναγόμενος, η καλλιέργεια των αγρών και η εκμετάλλευση της παραγωγής θα γινόταν από τον ενάγοντα, ο οποίος θα είχε την υποχρέωση να καταβάλει τις ανάλογες εισφορές στον ΤΟΕΒ και το μίσθωμα των ενοικιαζόμενων από τον εναγόμενο αγρών. Ο εναγόμενος, προς επίρρωση των ισχυρισμών του ότι ουδέποτε εκμίσθωσε τους αγρούς στον ενάγοντα και πως καλλιεργεί και εκμεταλλεύεται ο ίδιος τις εκτάσεις αυτές, επικαλείται την από 22-1-2008 σύμβαση καλλιέργειας που συνήψε με την εταιρία εμπορίας ζωοτροφών "... Α.Ε." και αφορούσε στην πώληση προς την άνω εταιρία της παραγωγής των αναφερόμενων σ' αυτήν (σύμβαση) αγρών. Πλην όμως από το ανωτέρω έγγραφο προκύπτει ότι πρόκειται για την πώληση της παραγωγής άλλων αγρών, που εκμεταλλεύεται ο εναγόμενος, αφού τα στοιχεία των αγρών και ειδικότερα η έκταση αυτών δεν ταυτίζονται με τα ακίνητα της υπό κρίση υπόθεσης. Περαιτέρω από τα έγγραφα, που προσκομίζει και επικαλείται ο εναγόμενος (τιμολόγια πώλησης μηδικής προς τη "... Α.Ε.", βεβαιώσεις καλλιέργειας από ΤΟΕΒ, βεβαίωση καταβολής αποζημίωσης φυτικής παραγωγής ΕΛ.Γ.Α. για χρονικό διάστημα από 1-1-2006 έως 24-3-2015, κατάσταση ελέγχου αιτήσεων παραγωγών της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών ...), τα οποία έχουν εκδοθεί στο όνομά του, δεν προκύπτει ότι ο ίδιος πράγματι προέβη στην καλλιέργεια και εκμετάλλευση της παραγωγής των παραπάνω αγρών, καθώς προϋπόθεση για να εισπράξει τις κοινοτικές επιδοτήσεις, στις οποίες κυρίως απέβλεπε, είναι να εμφανίζεται ο ίδιος τυπικά ως καλλιεργητής των ανωτέρω εκτάσεων. Ενδεικτικό δε είναι το γεγονός ότι ο εναγόμενος ούτε αποδεικνύει, ούτε καν επικαλείται πως κατέβαλε δαπάνες για την καλλιέργεια των ανωτέρω εκτάσεων, αφού δεν προσκομίζει τιμολόγια αγοράς σπόρου ή λιπασμάτων. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, οι ισχυρισμοί του εναγομένου πως δεν καταρτίστηκε σύμβαση μίσθωσης των παραπάνω αγροτικών κτημάτων μεταξύ των διαδίκων, αλλά πως υπήρχε ιδιότυπη μεταξύ τους συμφωνία, σε εκτέλεση της οποίας ο ενάγων καλλιέργησε τους αγρούς κατά το χρονικό διάστημα 2007-2010, ο οποίος κατέβαλε τις δαπάνες καλλιέργειας για σπόρους και λίπασμα, ενώ όφειλε να καταβάλει τα μισθώματα των μισθωμένων από τον εναγόμενο αγρών, καθώς και τις εισφορές προς τον ΤΟΕΒ, ενώ την παραγωγή θα εκμεταλλευόταν ο εναγόμενος, το τίμημα από την εκποίηση της οποίας θα μοιραζόταν εξίσου στους διαδίκους μετά την αφαίρεση των εξόδων, δεν αντέχει στην κοινή λογική. Εξάλλου όσα εκθέτει ο εκκαλών στο δικόγραφο των προσθέτων λόγων, προς ενίσχυση του ισχυρισμού του ότι ουδέποτε καταρτίστηκε σύμβαση αγρομίσθωσης, ότι δηλαδή δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις για καταβολή αποζημίωσης από τον ΕΛ.Γ.Α. στον εφεσίβλητο και πως ο τελευταίος ουδέποτε επιδίωξε να αποδείξει την προφορική σύμβαση μίσθωσης ώστε να διεκδικήσει την αποζημίωση από τον ΕΛ.Γ.Α., ούτε υπέβαλε ένσταση κατά του πίνακα δικαιούχων αποζημίωσης, αλυσιτελώς προβάλλονται, δεδομένου ότι η ένδικη αξίωση του ενάγοντος έχει συμβατικό θεμέλιο και ειδικότερα την μεταξύ των διαδίκων συμφωνία πως ο εναγόμενος θα του απέδιδε την αποζημίωση που θα εισέπραττε από τον ΕΛ.Γ.Α. και δεν ασκείται από τον ενάγοντα κατά του ανωτέρω οργανισμού, ώστε να ενδιαφέρουν οι προϋποθέσεις διεκδίκησης αποζημίωσης από αυτόν. Για τους ίδιους λόγους κρίνεται ως αλυσιτελής και ο ισχυρισμός του εκκαλούντος πως δικαιούχος της αποζημίωσης από τον ΕΛ.Γ.Α. είναι ο ίδιος καθώς αυτός κατέβαλε τα ασφάλιστρα για την παραγωγή στον Οργανισμό. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι την 30/9/2010 ο ΕΛΓΑ, μετά τη διάγνωση από τα αρμόδια όργανά του ότι οι ανωτέρω αγροί καλλιεργούνται και ότι η παραγωγή σ' αυτούς καταστράφηκε ολοσχερώς (ποσοστό 100%), κατέβαλε στον εναγόμενο ως αποζημίωση για τις καταστραφείσες από την πλημμύρα ένδικες καλλιέργειες το ποσό των 38.577,81 ευρώ (βλ. την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τον εκκαλούντα από 24-3-2015 βεβαίωση του ΕΛ.Γ.Α. περί καταβολής αποζημιώσεων φυτικής παραγωγής από 1-1-2006 έως 24-3-2015). Παρά την είσπραξη του ποσού της αποζημίωσης από τον ΕΛ.Γ.Α. ο εναγόμενος αρνείται να αποδώσει αυτήν στον ενάγοντα, αθετώντας την ως άνω συμβατική του υποχρέωση, παρότι επανειλημμένα έχει κληθεί προς τούτο από τον ενάγοντα". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο έκρινε ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχτηκε εν μέρει την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη δεν έσφαλε, αλλά ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ότι για το λόγο αυτό είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι ο δεύτερος λόγος της έφεσης και οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, με τους οποίους ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι το δικαστήριο εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις καθώς ουδέποτε είχε καταρτιστεί σύμβαση μίσθωσης των αγρών μεταξύ των διαδίκων, ούτε ο εναγόμενος είχε αναγνωρίσει την υποχρέωσή του να αποδώσει στον ενάγοντα το ποσό που θα εισέπραττε από τον ΕΛ.Γ.Α. ως αποζημίωση για την καταστραφείσα παραγωγή. Από το προαναφερόμενο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο με επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, δέχτηκε ότι η έννομη σχέση που συνέδεε τους διαδίκους - συμβαλλόμενους, στο πλαίσιο της οποίας συμφωνήθηκε ο ενάγων, για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών, να καλλιεργεί τους αναφερόμενους σ' αυτή αγρούς και να καρπώνεται την παραγωγή, αντί συμφωνηθέντος και καταβλητέου στον εναγόμενο ετήσιου μισθώματος, βαρυνόμενος με τις δαπάνες καλλιέργειας αυτών και οφείλοντας να καταβάλει τις εισφορές προς το ΤΟΕΒ (δαπάνες άρδευσης των αγρών) φέρει τα στοιχεία της σύμβασης αγρομίσθωσης, καθώς και ότι η ένδικη αξίωση του ενάγοντος έχει συμβατικό θεμέλιο και ειδικότερα την μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση μίσθωσης μεταγενέστερη αυτής συμφωνία, ότι ο εναγόμενος θα του απέδιδε την αποζημίωση που θα εισέπραττε από τον ΕΛ.Γ.Α., επί των οποίων (σύμβασης αγρομίσθωσης και μεταγενέστερης συμφωνίας) ήταν εφαρμοστέες οι διατάξεις των άρθρων 619 επ. Α.Κ. και 361 ΑΚ αντίστοιχα, τις οποίες και εφάρμοσε, έστω και αν δεν γίνεται ειδική αναφορά των διατάξεων αυτών στην προσβαλλόμενη απόφαση. Δεν πάσχει δε η αιτιολογία της απόφασης λόγω αντιφατικών παραδοχών, όπως διατείνεται ο αναιρεσείων, επειδή το Εφετείο, ενώ δέχεται ότι κατά την κατάρτιση της σύμβασης μίσθωσης, δεν είχε συμφωνηθεί ποιός αυμβαλλόμενος θα δικαιούται την αποζημίωση από τον ΕΛΓΑ σε περίπτωση καταστροφής της καλλιέργειας λόγω γεγονότων ανωτέρας βίας, όπως είναι και η πλημμύρα, εν τούτοις, ακολούθως με αναφορά σε στοιχεία, που βρίσκονται εκτός της σύμβασης (συνήθειες της περιοχής και στα διδάγματα της κοινής πείρας, και στο σκοπό του κανονισμού ασφάλισης φυτικής παραγωγής [βλ. Κ.Υ.Α. Υπουργών Οικονομικών και Γεωργίας Αριθ. 15711/30.9.98 (ΦΕΚ 1079/Β'/14.10.98)], θεώρησε ως αυτονόητο, ότι δικαιούχος της αποζημιώσεως είναι ο ενάγων, αφού η δεύτερη παραδοχή, ανεξαρτήτως του ότι δεν αναιρεί την πρώτη, αναφέρεται εκ περισσού, και δε στηρίζει το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, λαμβανομένου υπόψη ότι το Εφετείο δεν στήριξε την κρίση του ότι δικαιούχος της αποζημιώσεως είναι ο ενάγων, στην παραδοχή ότι τούτο ήταν αυτονόητο, για τους λόγους που αναφέρει αλλά στην καταρτισθείσα μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση μίσθωσης μεταγενέστερη αυτής συμφωνία ότι ο εναγόμενος θα του απέδιδε την αποζημίωση που θα εισέπραττε από τον ΕΛ.Γ.Α. Εξάλλου, και ανεξαρτήτως του ότι το Εφετείο απέρριψε ως αλυσιτελείς τους διατυπούμενους υπό μορφή επιχειρημάτων σχετικούς ισχυρισμούς του εναγομένου και ως εκ τούτου δεν στοιχειοθετείται ο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, το Εφετείο, αιτιολόγησε για ποιό λόγο ο ενάγων αν και κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές του είχε συναφθεί προφορικά σύμβαση μίσθωσης μεταξύ των διαδίκων, δεν ζήτησε την καταβολή της ως άνω αποζημίωσης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 6 περ. Ε της Υ.Α. 281245/2008, η οποία ρυθμίζει την περίπτωση καταστροφής καλλιεργειών κατά την οποία η μίσθωση είχε καταρτισθεί προφορικά πριν την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος, και ορίζει ότι η προφορική αυτή συμφωνία μπορεί να αποδεικνύεται με ένορκη βεβαίωση των συμβαλλομένων (μισθωτή και εκμισθωτή) ενώπιον Συμβολαιογράφου ή Ειρηνοδίκου, ή σε κάθε περίπτωση δεν υπέβαλε αίτηση-ένσταση διοικητικού ελέγχου για να κριθεί αυτός δικαιούχος της κρατικής ενίσχυσης, σύμφωνα με το άρθρο 20 της ως άνω Υπουργικής απόφασης, καθ' ην στιγμή δεν υπήρχε πρόβλεψη να εισπραχθεί από τον ενάγοντα η αποζημίωση σε περίπτωση καταστροφής των αγρών-σοδειάς, δεχόμενο ότι τούτο έγινε ενόψει του ότι είχε συμφωνηθεί ότι ο εναγόμενος θα λάμβανε την κρατική επιχορήγηση καθώς και την κοινοτική επιδότηση που χορηγείται στα πλαίσια της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής για την καλλιέργεια του ανωτέρω βιολογικού προϊόντος και ανέρχεται στο ποσό των 60 ευρώ ανά καλλιεργούμενο στρέμμα και ως εκ τούτου προκειμένου να κριθεί αυτός δικαιούχος των επιδοτήσεων αυτών, θα έπρεπε να εμφανίζεται έναντι των σχετικών Υπηρεσιών, ως καλλιεργητής των αγρών ο ίδιος (εναγόμενος), με συνέπεια όλες οι αποδείξεις, δηλώσεις, αιτήσεις και τα διάφορα παραστατικά που αφορούσαν στην καλλιέργεια (όπως καταβολές προς ΤΟΕΒ, τιμολόγια πώλησης παραγωγής, δηλώσεις ζημιών προς ΕΛΓΑ, αιτήσεις προς Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών κ.λπ.) να συντάσσονται ή εκδίδονταν στο όνομά του, ενώ εξάλλου, ενόψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε, η ένδικη αξίωση του ενάγοντος με βάση τα εκτιθέμενα στην αγωγή και τα γενόμενα δεκτά με την προσβαλλόμενη απόφαση, θεμελιώνεται νομικώς στην ως άνω, μεταγενέστερη της σύμβασης μίσθωσης συμφωνία, ο προβαλλόμενος τρίτος λόγος αναίρεσης αλυσιτελώς προβάλλεται. Επομένως, οι τέταρτος, πέμπτος, ένατος, ενδέκατος και δέκατος τέταρτος κατά ένα μέρος λόγοι αναίρεσης από τους αριθμούς 1, ο τέταρτος, 19 οι πέμπτος, ένατος και ενδέκατος και 19, επίσης, κατ' ορθή εκτίμηση, ο δέκατος τέταρτος κατά ένα μέρος του, του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους ο αναιρεσείων προβάλλει ως αιτιάσεις κατά της προσβαλλόμενης απόφασης ότι το Εφετείο με το να δεχτεί ότι συμφωνήθηκε μεταξύ αυτού και του ενάγοντος, ότι θα υπέβαλε ο ίδιος (εναγόμενος) την αίτηση προς τον ΕΛΓΑ για την είσπραξη της ως άνω αποζημίωσης την οποία στη συνέχεια θα απέδιδε στον ενάγοντα, δεδομένου ότι αυτός ως φερόμενος καλλιεργητής ήταν ο μόνος που νομιμοποιείτο να υποβάλει στον ως άνω Οργανισμό (Ε.Λ.Γ.Α.) αίτηση για αποζημίωση της καταστραφείσας καλλιέργειας παραβίασε με το να μην εφαρμόσει την Υ.Α. 281245/2008 η οποία ρητώς αναφέρει ποιοι είναι δικαιούχοι αποζημιώσεως από τον ΕΛΓΑ, συμπεριλαμβάνοντας ρητά και την περίπτωση της προφορικώς καταρτισθείσας μίσθωσης, την οποία και ρυθμίζει η εν λόγω απόφαση (τέταρτος λόγος), ότι προκειμένου να καταλήξει στην κρίση περί ύπαρξης συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων για το ποιός απ' αυτούς είναι δικαιούχος της αποζημίωσης από τον ΕΛΓΑ διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες και ειδικότερα εσφαλμένως και με αντιφατικές αιτιολογίες στο σκεπτικό της ενώ ρητώς αποδέχεται την μη ύπαρξη συμφωνίας για το ποιός διάδικος θα δικαιούται αποζημιώσεως σε περίπτωση καταστροφής της παραγωγής όπως ρητώς αναφέρει, εν τούτοις σε άλλο σημείο της απόφασης, μετά την πιο πάνω αναφορά, χαρακτηρίζει ως "αυτονόητο" ότι δικαιούχος της αποζημιώσεως είναι ο ενάγων (5ος λόγος), παρέλειψε να αιτιολογήσει γιατί δεν υπέβαλε ένσταση ο αναιρεσίβλητος στον ΕΛΓΑ για να διεκδικήσει αποζημίωση, αφής στιγμής όπως η προσβαλλόμενη αναφέρει και αναγνωρίζει δεν υπήρχε πρόβλεψη να εισπραχθεί από τον αναιρεσίβλητο η αποζημίωση σε περίπτωση καταστροφής των αγρών-σοδειάς (9ος λόγος), ενώ ακόμη αφ' ενός μεν δέχτηκε ότι ο ενάγων δικαιούτο την ως άνω αποζημίωση αν και δεν πληρούσε τις αναφερόμενες προϋποθέσεις του άρθρου 3 της ισχύουσας κατά το κρίσιμο χρόνο της καταστροφής ΥΑ 281245/2008, υπό τις οποίες επιτρέπεται η καταβολή ενισχύσεων από τον ΕΛΓΑ για επανόρθωση ζημιών στη γεωργική παραγωγή, αφ' ετέρου δε, δεν έλαβε υπόψη, όπως όφειλε, εφόσον δέχτηκε ότι υπήρχε δήθεν νόμιμιμη προφορική μίσθωση, τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 6 περ. Ε της Υ.Α. 281245/2008, η οποία ρητώς αναφέρει ποιοι είναι δικαιούχοι της αποζημιώσεως του ΕΛΓΑ και ορίζει ότι στις περιπτώσεις καλλιεργειών όπου η μίσθωση είχε καταρτισθεί προφορικά πριν την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος, τότε η προφορική αυτή συμφωνία μπορεί να αποδεικνύεται με ένορκη βεβαίωση των συμβαλλόμενων (μισθωτή και εκμισθωτή) ενώπιον Συμβολαιογράφου ή Ειρηνοδίκου, διαδικασία την οποία δεν τήρησε ο αναιρεσίβλητος-ενάγων ή σε κάθε περίπτωση, και αν ακόμη ο τελευταίος επικαλείτο, ότι αυτός (αναιρεσείων - εναγόμενος) δεν συμφωνούσε να τηρηθεί η παραπάνω νόμιμη διαδικασία τη διάταξη του άρθρου 20 της παραπάνω Υπουργικής Απόφασης, σύμφωνα με την οποία ο αναιρεσίβλητος - ενάγων θα είχε το δικαίωμα να υποβάλλει ένσταση κατά του καταλόγου των δικαιούχων από τον ΕΛΓΑ μέσα στην νόμιμη προθεσμία, πράγμα το οποίο πάλι δεν έπραξε ο τελευταίος (14ος λόγος). Η αιτίαση από τον αρ. 19 του άρθρ. 559 του ΚΠολΔ, που περιέχεται στον 11ο λόγο αναίρεσης περί ελλείψεως αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης καθόσον αφορά τη μισθωτική σχέση, διότι αποδείχθηκε πλήρως ότι δεν υπήρξε τέτοια σχέση, είναι απαράδεκτη, καθόσον υπό την επίφαση της ως αναιρετικής πλημμέλειας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου, της ουσίας (άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως ήδη έχει εκτεθεί. Περαιτέρω, οι προβαλλόμενες με τους έκτο, έβδομο, όγδοο, δέκατο, δωδέκατο λόγους αναίρεσης αιτιάσεις που συνίστανται, αντίστοιχα, στο ότι το Εφετείο ερμήνευσε (εκτίμησε) εσφαλμένα το αποδεικτικό υλικό και ειδικότερα: α) την ανωμοτί κατάθεση του εναγομένου στον Πταισματοδίκη Σαμοθράκης, β) τη σύμβαση καλλιέργειας που συνήψε ο εναγόμενος με την εταιρία εμπορίας ζωοτροφών με την επωνυμία "... Α.Ε.", γ) μετά από εσφαλμένη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού δέχτηκε ότι ο αναιρεσείων δεν προσκόμισε τιμολόγια αγοράς λιπασμάτων, δ) εσφαλμένως δεν στάθμισε τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα και το εν γένει αποδεικτικό υλικό αλλά αντίθετα στήριξε την κρίση του σε εικασίες και αξιολογικές κρίσεις κάνοντας δεκτό ότι υπήρξε δήθεν μισθωτική σχέση, ε) διότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη αφού από τα ανωτέρω επικαλούμενα ειδικότερα στοιχεία αποδεικνύεται πλήρως ότι ο αναιρεσείων δε είχε μισθωτική σχέση με τον αναιρεσίβλητο, στ) διότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ερμήνευσε (εκτίμησε) ορθώς ούτε την ανωμοτί εξέτασή του ενώπιον του πταισματοδίκη Σαμοθράκης, αλλά παρέλειψε ταυτόχρονα να λάβει υπόψη της ή αιτιολογημένα να απορρίψει το δεδικασμένο του απαλλακτικού βουλεύματος με αριθμό 19/2013 του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης που εκδόθηκε κατόπιν εγκλήσεως-μηνύσεως του ενάγοντος σε βάρος του, το οποίο αναφέρει ότι δεν αποδείχτηκε μισθωτική σχέση, απαραδέκτως προβάλλονται καθόσον υπό την κατ' επίφαση επίκληση των αναιρετικών πλημμελειών από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλήττεται πράγματι η εκτίμηση των αποδείξεων από το Εφετείο, η οποία είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη (άρθρ. 561 § 1 ΚΠολΔ), ενώ εξάλλου και ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος περί δεδικασμένου απορρέοντος από το υπ' αριθμ. 19/2013 απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης είναι νομικά αβάσιμος, καθόσον δεδικασμένο σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 321 ΚΠολΔ αποτελούν οι τελεσίδικες αποφάσεις, ήτοι οι οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, γεγονός που δεν συμβαίνει εν προκειμένω, κατά τα εκτιθέμενα στο σχετικό λόγο αναίρεσης. Ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 11γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης στοιχειοθετείται αν το δικαστήριο της ουσίας παρέλειψε να λάβει υπόψη, κατά την κατάστρωση του αποδεικτικού συλλογισμού του, αποδεικτικά μέσα, τα οποία οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν παραδεκτά και νόμιμα και τα οποία ήταν χρήσιμα για άμεση ή έμμεση (με συναγωγή τεκμηρίων) απόδειξη πραγματικών ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, δηλαδή παραδεκτών και νομίμων πραγματικών ισχυρισμών, που θεμελιώνουν την αγωγή ή τις ενστάσεις ή χρησιμεύουν για την απόκρουση της αγωγής ή των ενστάσεων και, ως εκ τούτου, επιδρούν στη διαμόρφωση του διατακτικού της απόφασης (Ολ.ΑΠ 2/2008, 42/2012). Από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339 και 340 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του ως προς τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λαμβάνει υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, που επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα οι διάδικοι, χωρίς να απαιτείται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου, αλλά αρκεί να προκύπτει με βεβαιότητα από όλο το περιεχόμενο της απόφασης ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, που προσκομίστηκαν νόμιμα με επίκληση από τους διαδίκους (Ολ.ΑΠ 42/2002). Στην προκειμένη περίπτωση, με το δέκατο τρίτο λόγο της αίτησης αναίρεσης ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις από τους αριθμούς 8 και 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες και κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό την από τον αριθμό 11γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, διότι, το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα αναφορικά με το χαρακτήρα της καταρτισθείσας μεταξύ αυτού και του αναρεσίβλητου σύμβασης ως μίσθωσης και την κατάρτιση μεταγενέστερης αυτής συμφωνίας για είσπραξη απ' αυτόν της αποζημίωσης και την εν συνεχεία απόδοσή της απ' αυτόν στον αναιρεσίβλητο, δεν έλαβε υπόψη νομίμως επικληθέντα και προσκομισθέντα απ' αυτόν αποδεικτικά μέσα και συγκεκριμένα: α) Τα ιδιωτικά συμφωνητικά μίσθωσης των επίδικων χωραφιών, που αποδεικνύουν ότι αυτός (αναιρεσείων) τα είχε μισθωμένα και άρα δεν μπορεί να τα είχε υπομισθώσει με προφορική σύμβαση στον αναιρεσίβλητο, αφού και ο νόμος αλλά και τα συμφωνητικά το απαγόρευαν ρητώς, β) την υπ' αριθμ. 1926/19-5-2015 ένορκη βεβαίωση του Χ. Α., ενός εκ των ιδιοκτητών των επίδικων χωραφιών που υποτίθεται ότι μίσθωνε ο αναιρεσίβλητος από αυτόν, η οποία πρέπει να ληφθεί ως δικαστικό τεκμήριο (2ο σκέλος του 13ου λόγου), γ) την από 10/09/2008 σύμβαση καλλιέργειας με την εταιρία "... Α.Ε." για τα επίδικα χωράφια περιοχής ...ς Έβρου, που αποδεικνύει ότι τα εκμεταλλευόταν αυτός ο ίδιος και όχι ο αναιρεσίβλητος, δ) την από 30/05/2009 σύμβαση καλλιέργειας του αναιρεσίβλητου με την εταιρεία "... Α.Ε.", για άλλα χωράφια στην περιοχή ..., τα οποία ουδεμία σχέση έχουν με την περιοχή των επίδικων χωραφιών, και αποδεικνύει ότι ο αναιρεσίβλητος εκμεταλλευόταν και πουλούσε προϊόντα στο όνομά του για άλλα χωράφια και όχι για τα επίδικα, ε) τα τιμολόγια πώλησης στο όνομά του, έτους 2009, αξίας περίπου 16.000 ευρώ, που αποδεικνύουν ότι για τα συγκεκριμένα χωράφια τα προϊόντα πωλούνταν στο όνομά του και όχι στο όνομα του αναιρεσίβλητου, όπως ισχυρίζεται στην αγωγή του, στ) τις βεβαιώσεις του Τοπικού Οργανισμού Εγγείων Βελτιώσεων ...ς ( Τ.Ο.Ε.Β.) που αναφέρουν ότι από το έτος 2006 έως το 2010 έχει καλλιεργήσει τα ως άνω χωράφια και έχει καταβάλει το ποσό των 4.091 ευρώ, ζ) τη βεβαίωση καταβολής αποζημιώσεων από 1/1/2006 έως τις 24/3/2015 από τον ΕΛΓΑ για τα επίδικα χωράφια, η) τις δηλώσεις καλλιέργειας από το έτος 2006 έως το 2010 για τα επίδικα χωράφια στο όνομά του, από τις οποίες αποδεικνύεται ποιός ήταν ο νόμιμος κάτοχος και καλλιεργητής των χωραφιών και ποιοι οι ιδιοκτήτες αυτών από τους οποίους τα μίσθωνε, θ) τις βεβαιώσεις καταβολής εισφορών υπέρ ΕΛΓΑ για τα έτη 2011 έως το 2014, τα Ε1 ετών 2008 έως 2011 που αποδεικνύουν τα έσοδα που δήλωνε από τις γεωργικές επιχειρήσεις των επίδικων χωραφιών αλλά και των μισθωμάτων που κατέβαλε για την εκμίσθωσή τους ως νόμιμος κάτοχος και καλλιεργητής, ι) το υπ' αριθμ. 19/2013 απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξανδρούπολης, σύμφωνα με το οποίο απαλλάχτηκε ως προς το ποινικό μέρος για τη συγκεκριμένη υπόθεση, αφού έγινε αποδεκτό ότι δεν υπήρχε μισθωτική σχέση, όπως ισχυριζόταν ο αναιρεσίβλητος και ια) τη με στοιχεία Υ.Α. 281245/2008 υπουργική απόφαση άρθρα 3, 9, 11, 12, 16, 20. Ο λόγος αυτός, καθόσον αφορά: α) στη με στοιχεία 281245/2008 υπουργική απόφαση, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, εφόσον, οι υπουργικές αποφάσεις δεν αποτελούν αποδεικτικό μέσο, καθόσον δε αφορά στα λοιπά φερόμενα ως μη ληφθέντα υπόψη αποδεικτικά στοιχεία, από τη ρητή διαβεβαίωση στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι το Εφετείο για να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση "έλαβε υπόψη εκτός από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα (ένορκες καταθέσεις μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ομολογίες των διαδίκων, διδάγματα κοινής πείρας) και όλα τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα ή για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 339, 395 ΚΠολΔ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικότερα στη συνέχεια, χωρίς να παραλείπεται η αξιολόγηση ουδενός", καθίσταται απολύτως βέβαιο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε με τα άλλα αποδεικτικά μέσα όλα τα παραπάνω φερόμενα από τον αναιρεσείοντα ως μη ληφθέντα υπόψη έγγραφα. Εξάλλου, πρέπει να αναφερθεί, ειδικά, καθόσον αφορά στο επικαλούμενο από τον αναιρεσείοντα υπ' αριθμ. 19/2013 απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αλεξ/πολης, που εκδόθηκε επί της υποβληθείσας από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου μήνυσης για υπεξαίρεση, ότι δεν υπήρχε ανάγκη αντικρούσεως του βουλεύματος αυτού από το Εφετείο ενόψει του ότι είχε ήδη αμετακλήτως απορριφθεί η αγωγή ως μη νόμιμη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως προς τη βάση της από την αδικοπραξία, χωρίς να ασκηθεί ένδικο μέσο από τον ενάγοντα για την απόρριψη της βάσης αυτής και ερευνάτο μόνο ως προς τη βάση της από τη σύμβαση. Πέραν τούτου από την παραδεκτή κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση του ως άνω βουλεύματος, ως διαδικαστικού εγγράφου άλλης δίκης, για την έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας του αφορώντος αυτό λόγου, προκύπτει ότι το Συμβούλιο, με αναφορά εξ ολοκλήρου στην εισαγγελική πρόταση έκρινε ότι δεν έπρεπε να γίνει κατηγορία σε βάρος του αναιρεσείοντος και τότε κατηγορουμένου για την αποδιδόμενη σ' αυτόν αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από διαχειριστή ξένης περιουσίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, κατ' εξακολούθηση, πράξη που φέρεται να τελέστηκε από αυτόν στην Αλεξανδρούπολη, σε μη επακριβώς προσδιορισθείσα ημερομηνία εντός του μηνός Σεπτεμβρίου του 2010, καθόσον δεν υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του αναιρεσείοντος και τότε κατηγορουμένου για τη στήριξη εναντίον του κατηγορίας για τέλεση της αποδιδόμενης σ' αυτόν πράξης, η δε οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ του κατηγορουμένου και του μηνυτή για τη μετέπειτα, μετά την είσπραξή της από τον αναιρεσείοντα διάθεση του ποσού της αποζημίωσης είναι διαφορά αστικής φύσης και πρέπει να επιλυθεί από τα αρμόδια πολιτικά δικαστήρια που επλήφθηκαν της υπόθεσης κατόπιν της με αριθμό κατάθεσης 53/Τ.Μ./2/11-1-2011 αγωγής, που κατατέθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης και κατόπιν ματαίωσης και επαναφοράς της με κλήση αναμενόταν να εκδικαστεί στις 16-10-2013. Από το περιεχόμενο συνεπώς του ως άνω βουλεύματος δεν προκύπτει παραδοχή περί μη ύπαρξης μισθωτικής σχέσης μεταξύ των διαδίκων, όπως αβάσιμα διατείνεται ο αναιρεσείων, αντίθετα υπάρχει παραδοχή ότι η οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, για τη διάθεση του ποσού της αποζημίωσης θα επιλυθεί από τα αρμόδια πολιτικά δικαστήρια.
Τέλος, ο δέκατος τέταρτος λόγος αναίρεσης, κατά τα άλλο μέρος του, με το οποίο ο αναιρεσείων, με την αριθμητική επίκληση των περιπτώσεων 8, 10 και 11 του άρθου 559 ΚΠολΔ, αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις αναιρετικές πλημμέλειες από τις διατάξεις αυτές, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, εφόσον οι προβαλλόμενες με αυτόν αιτιάσεις αναφέρονται στην αιτιολόγηση του σαφούς αποδεικτικού πορίσματος ότι η έννομη σχέση που συνέδεε τους διαδίκους - συμβαλλόμενους, φέρει τα στοιχεία της σύμβασης αγρομίσθωσης, καθώς και ότι η ένδικη αξίωση του ενάγοντος έχει συμβατικό θεμέλιο και ειδικότερα την μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση μίσθωσης μεταγενέστερη αυτής συμφωνία, ότι ο αναιρεσείων εκμισθωτής θα απέδιδε στον αναιρεσίβλητο εναγόμενο την αποζημίωση που θα εισέπραττε από τον ΕΛ.Γ.Α.
Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε από τον αναιρεσείοντα για την άσκησή της στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. ε' Κ.Πολ.Δ.) και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσιβλήτου (άρθρ. 183 Κ.Πολ.Δ.), ο οποίος παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 24-5-2017 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. 35/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θράκης.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε από τον αναιρεσείοντα για την άσκηση της αναίρεσης στο δημόσιο ταμείο. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Σεπτεμβρίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Δεκεμβρίου 2018.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή