Αριθμός 1862 /2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλυομένου του αρχαιοτέρου της συνθέσεως Αρεοπαγίτη Βασιλείου Φούκα), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 15 Μαΐου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειουσών: 1)Σ. Γ. συζ. Σ. Σ., το γένος Μ. Σ. Χ. και 2)Α. Ν. συζ. Α. Μ. Ν., το γένος Μ. Σ. Χ., κατοίκων ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Σωτηρόπουλο.
Της αναιρεσίβλητης: Χ. χας Μ. Σ. Μ., το γένος Τ. Μ. Ο. Χ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μιχαήλ Μαρμαρινό, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11-8-2009 αγωγή των ήδη αναιρεσειουσών, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ροδόπης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 50/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 392/2011 του Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 23-1-2012 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ελένη Διονυσοπούλου ανέγνωσε την από 6-5-2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειουσών ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη της αναιρεσίβλητης στη δικαστική δαπάνη τους.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή με τη διάταξη του άρθρου 10 του Ν. 2345 / 1920 επαναλήφθηκε, τροποποιηθείσα, η διάταξη του άρθρου 11 παρ.9 της Συνθήκης των Αθηνών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, που κυρώθηκε με το Ν.ΔΣΙΓ/1913. Κατά τη διάταξη αυτή οι μουφτήδες ασκούν δικαιοδοσία μεταξύ Μουσουλμάνων επί γάμων, διατροφών, επιτροπειών, κηδεμονιών, χειραφεσίας ανηλίκων, ισλαμικών διαθηκών και της εξ αδιαθέτου διαδοχής, εφόσον διέπεται υπό του Ιερού Μουσουλμανικού νόμου. Το διαπροσωπικό των Μουσουλμάνων Ελλήνων υπηκόων δίκαιο, που καθιερώθηκε με την παραπάνω επικυρωθείσα συνθήκη, αποτελεί κατά το άρθρο 28 παράγ. 1 του Συντάγματος αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού Ελληνικού δικαίου και υπερισχύει κάθε αντίθετης διάταξης νόμου. Επίσης το άρθρο 4 του Ν.147/1914 ορίσθηκε, εκτός άλλων, ότι τα των συγγενικών δεσμών των Ισραηλιτών και Μουσουλμάνων, διέπονται υπό του ιερού αυτών νόμου και κρίνονται υπ' αυτών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι σκοπήθηκε από το νομοθέτη όπως οι κληρονομικές σχέσεις των εις την Ελλάδα Μουσουλμάνων Ελλήνων υπηκόων, ως προς τα καθαρής ιδιοκτησίας κτήματα αυτών (μούλκια), διέπονται υπό του Ιερού Μουσουλμανικού νόμου. Εξάλλου οι διατάξεις του Ν. 2345 /1920 δεν καταργήθηκαν με το άρθρο 1 ΕισΝΑΚ, 2, διότι για το παραπάνω θέμα διέλαβε ειδικώς το άρθρο 6 του ίδιου νόμου, με το οποίο καταργήθηκε το παραπάνω άρθρο 4 του Ν. 147/1914 μόνο ως προς τους Ισραηλίτες. Επομένως και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, εφόσον δεν καταργήθηκαν οι Νόμοι 147/1914 και 2345/1920, οι κληρονομικές σχέσεις των Μουσουλμάνων το θρήσκευμα Ελλήνων υπηκόων, εξακολουθούν να ρυθμίζονται ως προς τα κτήματα καθαρής ιδιοκτησίας από το μουσουλμανικό νόμο (Ολ.Α.Π.322/1960). Και ναι μεν μεταγενεστέρως με το άρθρο 9 του Ν. 1920 / 1991, με το οποίο κυρώθηκε η από 24/12/1990 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου "περί Μουσουλμάνων θρησκευτικών λειτουργών" καταργήθηκε τελικά ο παραπάνω Ν. 2345/1920, όμως με το άρθρο 5 παρ.2 αυτού επαναλήφθηκε πανομοιότυπη η παραπάνω διάταξη του άρθρου 10 του καταργηθέντος Ν. 2345/1920 και συνεπώς και μετά το Ν. 1920 / 1991 οι κληρονομικές σχέσεις των Μουσουλμάνων το θρήσκευμα Ελλήνων υπηκόων εξακολουθούν να ρυθμίζονται, ως προς τα καθαρής ιδιοκτησίας ακίνητα, από τον μουσουλμανικό νόμο (ΑΠ 1041/2000, ΑΠ 1097/2007, ΑΠ 2113/2009). Σύμφωνα δε μ' αυτόν, βάση του κληρονομικού δικαίου των μωαμεθανών, αποτελεί η εξ' αδιαθέτου διαδοχή και όχι η εκ διαθήκης, δεδομένου ότι στο δίκαιο αυτό, δεν προβλέπεται αντίστοιχος θεσμός, με τη μορφή και τη θέση που έχει στα σύγχρονα δίκαια, ώστε να αποτελεί λόγο κλήσεως στην κληρονομιά, παρά μόνον κατ' εξαίρεση επιτρέπεται, με άλλη διάταξη του Κορανίου, που προτρέπει τους πιστούς σε αγαθοεργίες, ότι οι μουσουλμάνοι μπορούν κινούμενοι από πνεύμα αγαθοεργίας, να διαθέτουν υπέρ τρίτων ποσοστό μη υπερβαίνον το 1/3 της κληρονομιάς. Η "διαθήκη" δε αυτή των μωαμεθανών, τυγχάνει είδος απλής κληροδοσίας υπέρ τρίτου εν γένει, που δεν έχει την ιδιότητα του κατά το ιερονομικό κληρονομικό δίκαιο κληρονόμου ή υπέρ ευαγών και φιλανθρωπικών προορισμών. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, 4/2005). Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται δηλαδή αν η αγωγή, κυρία παρέμβαση, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (ΟλΑΠ 10/2011). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο επικύρωσε την απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης, κρίνοντας ως μη νόμιμη την αγωγή των αναιρεσειουσών κατά της αναιρεσίβλητης, με την οποία ζητούσαν την αναγνώριση της ακυρότητας της δημόσιας διαθήκης του κληρονομουμένου αδελφού τους και συζύγου της τελευταίας Έλληνα υπηκόου, μουσουλμάνου κατά το θρήσκευμα, η κληρονομιαία περιουσία του οποίου αποτελείται από ακίνητα καθαρής ιδιοκτησίας "μούλκια" επικαλούμενες την εφαρμογή του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου, που δεν αναγνωρίζει το θεσμό της δημοσίας διαθήκης και διέπει τις κληρονομικές σχέσεις των ελλήνων υπηκόων μουσουλμάνων, καθ' όσον αφορά τα ακίνητα καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια). Δέχθηκε ειδικότερα το Εφετείο ότι οι προαναφερόμενες νομοθετικές διατάξεις αποτελούν μεν ειδικό δίκαιο, που προσκρούει όμως στο περιεχόμενο τους η ερμηνεία τους κατά τρόπο ώστε να αφαιρούνται από τους Έλληνες πολίτες μουσουλμάνους ατομικά δικαιώματα, παρά τη ρητή δήλωση τους να τα ασκήσουν. Ότι τα προαναφερόμενα ισχύουν για τις ισλαμικές διαθήκες και για την εξ' αδιαθέτου διαδοχή, ενώ ο Μουφτής δεν έχει δικαιοδοτική αρμοδιότητα επί της δημόσιας διαθήκης, ότι δηλαδή σε όλες τις άλλες περιπτώσεις υπαγωγής της κληρονομιάς ή σε σχέση με τα άλλα ακίνητα εφαρμόζεται το κοινό κληρονομικό δίκαιο κατά τον ελληνικό Αστικό Κώδικα. Ότι η δικαιοδοσία του Μουφτή δε θα μπορούσε να αφορά τη βούληση του διαθέτη, την οποία ουδείς μπορεί να δεσμεύσει, γιατί θα επήρχετο διάκριση με βάση τη θρησκεία, η οποία είναι αθέμιτη σύμφωνα με τις γενικές ρήτρες απαγόρευσης των διακρίσεων. Ότι ο διαθέτης είναι ελεύθερος να προβεί στη σύνταξη δημόσιας διαθήκης σύμφωνα με το άρθρο 1724 ΑΚ και δεν απορρέει υποχρέωση υπαγωγής στο μουσουλμανικό δίκαιο, το οποίο δε ρυθμίζει ζητήματα δημόσιας διαθήκης. Περαιτέρω δέχθηκε το Εφετείο κατ' ανέλεγκτη κρίση "Οι ενάγουσες είναι αδελφές του Μ. Σ. Μ. του Χ. και της Φ., μέλους της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης, ο οποίος απεβίωσε την 21.3.2008 στην .., όπου και κατοικούσε εν ζωή. Κατά το χρόνο του θανάτου του κατέλειπε πλησιέστερους συγγενείς του την εναγόμενη σύζυγο του και τις δύο αδελφές του, δηλαδή τις ενάγουσες. Δυνάμει της υπ' αρ. .../7.2.2003 δημόσιας διαθήκης του, η οποία συντάχθηκε από τη συμβολαιογράφο Κομοτηνής . Δέσποινα Παπαδοπούλου-Μενοπούλου και δημοσιεύθηκε νόμιμα με τα υπ' αρ. 119/ΔΔ119/2008 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης, ο Μ. Σ. Μ. άφησε ολόκληρη την αναλυτικά περιγραφόμενη ακίνητη περιουσία του στη σύζυγο του. Η επιλογή του εν λόγω διαθέτη, Έλληνα πολίτη, μουσουλμάνου στο θρήσκευμα και μέλους της θρησκευτικής μειονότητας της Θράκης, να απευθυνθεί σε συμβολαιογράφο και να ζητήσει τη σύνταξη δημόσιας διαθήκης, επιλέγοντας ελευθέρως να καθορίσει αυτός τον τρόπο και τα πρόσωπα, στα οποία επιθυμούσε να περιέλθει η περιουσία του, συνιστά, κατά τα εκτιθέμενα στην ως άνω νομική σκέψη, νόμιμο δικαίωμα του να διαθέσει την περιουσία του μετά θάνατον υπό τους ίδιους όρους, όπως και οι υπόλοιποι Έλληνες πολίτες, στο πνεύμα των κατοχυρωμένων δικαιωμάτων του, μειονοτικού ειδικού χαρακτήρα ή γενικού δικαίου, και δεν υφίσταται νομική υποχρέωση υπαγωγής του στο μουσουλμανικό δίκαιο, το οποίο όπως προαναφέρθηκε δε ρυθμίζει ζητήματα δημόσιας διαθήκης. Επομένως, η αναγνώριση της ακυρότητας της ως άνω δημόσιας διαθήκης ως απαγορευμένης από τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο αποκλείεται ως αντικείμενη στις προαναφερθείσες διατάξεις. Μετά ταύτα πρέπει η αγωγή να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμη". Έτσι που έκρινε το Εφετείο παραβίασε ευθέως τις προαναφερόμενες διατάξεις, αφού εφαρμοστέο δίκαιο για τη ρύθμιση της κληρονομικής διαδοχής του κληρονομουμένου αδελφού και συζύγου των διαδίκων είναι το κληρονομικό δίκαιο του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου, που αποτελεί εσωτερικό δίκαιο και εφαρμόζεται ειδικά για τους έλληνες υπηκόους, μουσουλμάνους στο θρήσκευμα, αφού τα κληρονομιαία ακίνητα ανήκουν στην κατηγορία των καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια) και συνεπώς η ένδικη δημόσια διαθήκη θεωρείται ανίσχυρη και δεν παρήγαγε έννομο αποτέλεσμα, καθ' όσον το εφαρμοστέο στην περίπτωση αυτή Ιερό Μουσουλμανικό Δίκαιο δεν αναγνωρίζει αντίστοιχο θεσμό.
Συνεπώς ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον αρ.1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. (και όχι και από το 14 κατ' ορθή υπαγωγή του διαλαμβανομένου νομικού σφάλματος ως προς το 2° λόγο) της ευθείας παραβίασης των παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, καθώς και των άρθρων 174, 175 και 180 ΑΚ, είναι βάσιμοι. Κατ' ακολουθίαν πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο αφού είναι δυνατή η σύνθεση του από άλλους δικαστές πλην εκείνων που εξέδωσαν την αναιρουμένη απόφαση. Η αναιρεσίβλητη ως ηττηθείσα διάδικος πρέπει να καταδικαστεί στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειουσών (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ.)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 392/2011 απόφαση του Εφετείου Θράκης
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, πλην αυτών που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειουσών, την οποία ορίζει στο ποσόν των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Ιουνίου 2013
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 7 Οκτωβρίου 2013
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ