Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1136 / 2024    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Αριθμός 1136/2024

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Ελευθέριο Σισμανίδη, Σπυρίδωνα Κουτσοχρήστο και Γεώργιο Παπαγεωργίου-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαρτίου 2024, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Μαρίας Γκανέ (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Π. Σ. του Γ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηλία Αναγνωστόπουλο, για αναίρεση της υπ'αριθμ. 3854,4051,4453/2022 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Με υποστηρίζοντα την κατηγορία τον Π. Β. του Γ., κάτοικο ..., ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίου δικηγόρου του, Χριστίνας Νικολοπούλου.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Ιουλίου 2023 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε με δήλωση, που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 14.07.2023, έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 5315/2023 και η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 773/23.

Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση, από 14.7.2023 και με αριθ. πρωτ. 5315/14.7.2023, αίτηση της Π. Σ. του Γ. , ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που επιδόθηκε σ` αυτόν αυθημερόν, για αναίρεση της, υπ` αριθ. ΑΤ3854, ΑΤ4051, ΑΤ4453/2022, απόφασης του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά και με την οποία καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως 3 μηνών, ανασταλείσα επί τριετία , για την πράξη της παραβίασης δικαστικής απόφασης, (άρθρα 1, 2, 14, 26§1, 27,79 και 169 Α νΠΚ), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στις 14.7.2023, ήτοι εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών, από της καταχώρησης της, την 27.6.2023, στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 9 του ν. 969/1979, από άτομο που είχε δικαίωμα και έννομο συμφέρον προς άσκησή της, κατ' αποφάσεως που υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, (462, 464, 466 παρ. 1, 473 παρ. 2 και 3, 474 παρ. 1, 504 παρ. 1, εδ. α'και 505 παρ. 1, περ. α'ΚΠΔ) . Επί πλέον αυτή (αναίρεση) περιλαμβάνει αναιρετικούς λόγους, συνιστάμενους στην παραβίαση της αρχής της δημοσιότητας, σε απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και σε έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α', Γ και Δ' ΚΠΔ) και συνεπώς, θα πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την βασιμότητα των διαλαμβανομένων σ' αυτήν σχετικών λόγων.

ΙΙ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 331 ΚΠΔ, η διαδικασία στο ακροατήριο γίνεται προφορικά, για τη συζήτηση συντάσσονται πρακτικά και η απόφαση απαγγέλλεται προφορικά και διατυπώνεται εγγράφως, σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 140 έως 144 του ίδιου Κώδικα. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 141 παρ. 1 εδ. α' του αυτού Κώδικα, τα πρακτικά συνεδρίασης πρέπει να περιέχουν με συντομία τις καταθέσεις των μαρτύρων και τις προσθήκες ή τις διαφορές των καταθέσεων που γίνονται στο ακροατήριο σε σχέση με εκείνες που έγιναν στην ανάκριση, όπως επίσης και τα συμπεράσματα των πραγματογνωμόνων και των τεχνικών συμβούλων, τις απολογίες και τις δηλώσεις των κατηγορουμένων και των τεχνικών συμβούλων, τις προτάσεις και τις αιτήσεις του εισαγγελέα και των διαδίκων, τις αποφάσεις του δικαστηρίου και τις διατάξεις εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση και γενικά κάθε αξιόλογο γεγονός κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης. Στην παρ. 2 εδ. α' του ίδιου άρθρου, ορίζεται ότι ο εισαγγελέας και οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να ζητούν την καταχώριση κάθε δήλωσης όσων εξετάζονται ή εκείνων που μετέχουν στη δίκη, αν έχουν συμφέρον και δεν είναι αντίθετο στο νόμο και να παραδίδουν γραπτώς σε αυτόν που διευθύνει τη συζήτηση τις δηλώσεις τους που αναπτύχθηκαν προφορικά. Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, τα πρακτικά, ωσότου προσβληθούν για πλαστότητα, αποδεικνύουν όλα όσα αναγράφονται σ' αυτά, σύμφωνα με το άρθρο 140. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει, με σαφήνεια, ότι τα συνταχθέντα πρακτικά συνεδρίασης αποτελούν το μόνο επίσημο αποδεικτικό στοιχείο για όσα έλαβαν χώρα κατά τη συνεδρίαση και ασκούν επιρροή, προκειμένου να ελεγχθούν οι ενέργειες των διαδίκων και του δικαστηρίου, καθώς και ότι αποτελούν πλήρη απόδειξη ωσότου προσβληθούν για πλαστότητα, τόσο κατά τις θετικές βεβαιώσεις τους, ότι τηρήθηκε κάποια διατύπωση, όσο και ως προς την έλλειψη διατύπωσης, η τήρηση της οποίας δεν βεβαιούται σ` αυτά, με επακόλουθο δηλώσεις, αυτοτελείς ισχυρισμοί κλπ, που δεν έχουν καταχωρισθεί στα πρακτικά, να θεωρούνται ότι δεν έγιναν. Επίσης, (προκύπτει) ότι οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν την καταχώριση στα πρακτικά οποιασδήποτε δήλωσης και την επανόρθωση κάθε παράλειψης μέχρι το πέρας της διαδικασίας, καθώς και να εγχειρίσουν σε αυτόν που διευθύνει τη συζήτηση, εγγράφως, τις δηλώσεις τους, επομένως και τους ισχυρισμούς τους, υπό την προϋπόθεση να προβάλουν και να αναπτύξουν αυτούς και προφορικά, κατά τα ουσιώδη στοιχεία της νομικής και πραγματικής θεμελίωσής τους, ώστε να γίνουν αντικείμενο έρευνας κατά τη συζήτηση. Τούτο, άλλωστε, επιβάλλεται και από την αρχή της προφορικότητας της κύριας διαδικασίας στο ακροατήριο, η οποία καθιερώνεται από το προμνημονευόμενο άρθρο 331 του ΚΠΔ, και η οποία, όχι μόνο δεν περιστέλλεται με την προαναφερθείσα διάταξη, αλλά αντιθέτως ενισχύεται, αφού η καταχώριση των δηλώσεων αυτών στα πρακτικά, τελεί, εκτός των άλλων, και υπό την προϋπόθεση της προηγούμενης προφορικής ανάπτυξής τους (Ολ. ΑΠ 2/2005, ΑΠ 1034/2023, ΑΠ 15/2021, ΑΠ 784/2020).

ΙΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης προβάλλεται η πλημμέλεια ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβίασε την αρχή της δημοσιότητας κατά το μέρος που η συνήγορος παράστασης προς υποστήριξη της κατηγορίας, πριν την εξέταση του πρώτου μάρτυρα, υπέβαλλε υπόμνημα προς το δικαστήριο με ισχυρισμούς, το οποίο καταχωρήθηκε στα πρακτικά, χωρίς να αναπτυχθεί προφορικώς στο ακροατήριο. Κατά πιστή μεταφορά των πρακτικών της προσβαλλομένης απόφασης στη σελίδα 7 αυτών αναγράφεται : "αμέσως μετά, η συνήγορος του παριστάμενου προς υποστήριξη της κατηγορίας, αφού έλαβε τον λόγο, αφενός αντίλεξε ως προς τους ισχυρισμούς από την πλευρά της εκκαλούσας - κατηγορούμενης και αφετέρου προέβαλε τους παρακάτω γραπτούς ισχυρισμούς (ακολουθούν οι ισχυρισμοί του πολιτικώς ενάγοντος, όπως κατατέθηκαν εγγράφως)" . Στη συνέχεια και μετά την προβολή των γραπτών ισχυρισμών του δικηγόρου της υπεράσπισης της κατηγορίας ο συνήγορος υπεράσπισης : "... αφού έλαβε το λόγο, πρόσθεσε ότι δεν είχε την πρόθεση να αναφερθεί στη δίκη που πρόκειται να γίνει , στο ΜΟΔ γιατί δεν έχει σχέση άμεση με την σημερινή υπόθεση ώστε να δημιουργεί εξάρτηση" και αμέσως μετά την επιφύλαξη του Εισαγγελέα για το άρθρο 59 ο ίδιος συνήγορος υπεράσπισης "ζήτησε να δικαστεί η εντολέας του για τις συγκεκριμένες ημερομηνίες σύμφωνα με το κατηγορητήριο". Από το ανωτέρω απόσπασμα προκύπτει ότι κατά την προφορική ενώπιον του ακροατηρίου διαδικασία , η συνήγορος του παριστάμενου προς υποστήριξη της κατηγορίας παρουσίασε - διατύπωσε, τους γραπτούς ισχυρισμούς του. Στην επ' ακροατηρίω διαδικασία δεν νοείται στάδιο έγγραφης διαδικασίας με την εγχείρηση - κατάθεση και μόνο, στο Γραμματέα του δικάζοντος Δικαστηρίου, εγγράφων υπομνημάτων ώστε να τεθεί η ανάγκη προφορικής εκ νέου επανάληψής των ενώπιον του Δικαστηρίου. Οι ισχυρισμοί ανακοινώνονται - διατυπώνονται, άλλως προβάλλονται, ενώπιον του Δικαστηρίου και τα έγγραφα υπομνήματα, υποστηρικτικά των προφορικών ισχυρισμών κατατίθενται στο Δικαστήριο. Από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποτυπώνεται ότι οι έγγραφοι ισχυρισμοί του παριστάμενου προς υποστήριξη της κατηγορίας παρουσιάστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου και δεν παραβιάσθηκε η αρχή της προφορικότητας . Κατά συνέπεια ο πρώτος λόγος αναίρεσης στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1γ του ΚΠΔ είναι αβάσιμος . IV. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1510, 1511, 1512, 1513, 1514 και 1518 ΑΚ συνάγεται, ότι η γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου του (η οποία εμπεριέχει ιδίως την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευση του τέκνου, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του), επιπλέον δε, τη διοίκηση της περιουσίας του και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη που αφορά το πρόσωπο ή την περιουσία του. Σε περίπτωση διακοπής της συζυγικής συμβίωσης, όταν ανατρέπονται πλέον οι συνθήκες της ζωής της οικογένειας, καταργείται ο συζυγικός οίκος, δημιουργείται χωριστή εγκατάσταση του καθενός από τους γονείς και ανακύπτει το θέμα της διαμονής των ανηλίκων τέκνων πλησίον του πατέρα ή της μητέρας τους, η ρύθμιση της γονικής μέριμνας και της επιμέλειας αυτών γίνεται από το δικαστήριο. Ως κατευθυντήρια γραμμή για την άσκηση της γονικής μέριμνας ή της επιμέλειας, στην περίπτωση διαφωνίας των γονέων των τέκνων και της προσφυγής τους στο δικαστήριο, αλλά και πυρήνας για τον προσδιορισμό της άσκησής, της είναι το αληθινό συμφέρον του τέκνου, σωματικό, υλικό, πνευματικό, ψυχικό, ηθικό και γενικά κάθε είδους συμφέρον, που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανηλίκου σε μια ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα. Η διάταξη του άρθρου 1520 όπως ίσχυε την 28.6.2016 την ορίζει τα εξής : "Ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο διατηρεί το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας με αυτό. Οι γονείς δεν έχουν το δικαίωμα να εμποδίζουν την επικοινωνία του τέκνου με τους απώτερους ανιόντες του, εκτός αν υπάρχει σοβαρός λόγος". Το πλαίσιο της επικοινωνίας, πέρα του χρονικού διαστήματος που συνήθως ορίζεται, είτε με δικαστική απόφαση είτε με συμφωνία των γονέων περιλαμβάνει τόσο τη φυσική παρουσία και επαφή με το τέκνο, όσο και τη διαμονή του τέκνου στην οικία του. Εξάλλου σύμφυτες της επικοινωνίας δραστηριότητες, που σχετίζονται με την αλληλοεπίδραση του επικοινωνούντα γονέα με το ανήλικο τέκνο του, είναι και η χρήση τεχνολογικών μέσων όπως η ανταλλαγή μηνυμάτων δια μέσου τηλεφωνικών ή ηλεκτρονικών συσκευών καθώς και η λήψη και μετάδοση εικόνων και "βίντεο" και η αποτύπωση τόσο του γονέα όσο και του ανηλίκου τέκνου σε ηλεκτρονικά αρχεία εικόνας και ήχου.
V. Εξάλλου, κατά το άρθρο 177 παρ. 2 του ΚΠΔ, αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη για την κήρυξη της ενοχής, την επιβολή ποινής ή τη λήψη μέτρων καταναγκασμού, εκτός αν πρόκειται για κακουργήματα που απειλούνται με ποινή ισόβιας κάθειρξης και έχει εκδοθεί για το ζήτημα αυτό ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου, η χρησιμοποίηση δε στη ποινική δίκη απαγορευμένου αποδεικτικού μέσου προσβάλλει το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου και επάγεται την κατά το άρθρο 171 παρ. 1 δ' του ΚΠΔ απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως. Με την ως άνω διάταξη του άρθρου 177 παρ. 2 του ΚΠΔ θεσπίζεται, κατ' εξαίρεση της αρχής της ηθικής απόδειξης, που καθιερώνει η διάταξη της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, η απαγόρευση της αξιοποιήσεως αποδεικτικού μέσου, που έχει αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών και επομένως δεν λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο για την κήρυξη της ενοχής ή την επιβολή ποινής ή τη λήψη μέτρων καταναγκασμού, αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με τέτοιες πράξεις, όπως π.χ. μαγνητοταινία ή βιντεοσκόπηση που αποτυπώνει ιδιωτική συνομιλία ή φωτογράφηση μεταξύ του ενδιαφερομένου και τρίτου, χωρίς τη συναίνεση του τελευταίου. Η αξιόποινη αυτή πράξη, προβλέπεται και τιμωρείται από τη διάταξη του άρθρου 370Α' παρ. 2 του ΠΚ, η οποία (διάταξη) θεσπίστηκε στα πλαίσια της γενικότερης προστασίας που παρέχεται στον άνθρωπο από τα άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 9Α και 19 του Συντάγματος, για την προστασία και το σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και ειδικότερα το δικαίωμα για πληροφοριακή αυτοδιάθεση ως συνταγματικά προστατευόμενη αξία που απορρέει από τις διατάξεις των άρθρ. 2 παρ. 1 (ανθρώπινη αξιοπρέπεια), 5 παρ. 1 (δικαίωμα να αναπτύσσει καθένας ελεύθερα την προσωπικότητά του), 9 (κατοικία, ιδιωτική και οικογενειακή ζωή), 9 Α (δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων) και 19 (απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας) του Συντάγματος. Παρά δε τα αναφερόμενα στις διατάξεις των ως άνω άρθρων (370 Α' του Π.Κ. και 177 παρ. 2 ΚΠΔ ) και της θεσπισθείσης απολύτου απαγορεύσεως της χρήσεως ως αποδεικτικών μέσων μαγνητοταινιών ή μαγνητοφωνήσεων που αποκτήθηκαν παρανόμως, από πλευράς ποινικού δικονομικού δικαίου, η προβλεπομένη απόλυτη απαγόρευση δικονομικής αξιοποιήσεως τέτοιων αποδεικτικών μέσων, πρέπει να ελέγχεται από το επιλαμβανόμενο της εκδικάσεως της υποθέσεως ποινικό δικαστήριο, αν είναι συμβατή με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1δ του Συντάγματος, που προστατεύουν το απόλυτο αγαθό της ανθρώπινης αξίας, για να μη τίθενται σε διακινδύνευση τα έννομα αγαθά της ζωής της τιμής και της ελευθερίας του ατόμου τα οποία απολαύουν απόλυτης συνταγματικής προστασίας. Ωστόσο, ο κανόνας αυτός της απαγόρευσης χρήσης αποδεικτικού μέσου παρανόμως κτηθέντος, που θεσπίζεται από την εν λόγω διάταξη και το άρθρο 19 §3 του Συντάγματος, κάμπτεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όχι μόνον υπέρ αλλά και εναντίον του κατηγορουμένου. Έτσι, υπό τον περιορισμό της αρχής της αναλογικότητας (άρθρ. 25 §1 Συντ.) μπορεί να συνεκτιμηθεί από το δικαστήριο ένα τέτοιο "παράνομο" αποδεικτικό μέσο, όταν αυτό αποτελεί το μοναδικό ενδεχομένως στοιχείο, στο οποίο ο παθών μπορεί να στηρίξει την καταγγελία του για να επιδιώξει την κατά το άρθρο 20 §1 Συντ. έννομη προστασία του ή όταν αυτό αποτελεί το μόνο προτεινόμενο από τον κατηγορούμενο αποδεικτικό μέσο προς απόδειξη της αθωότητάς του. (ΑΠ 1367/2020, ΑΠ 277/2014, 1202/2011, 816/2006). VI. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση της προσβαλλόμενης με αριθμό ΑΤ 3854 , ΑΤ4051 , ΑΤ 4453/2022 Απόφαση του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά , που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο και των πρακτικών αυτής, τα οποία παρέχουν πλήρη απόδειξη, εφόσον δεν προσβλήθηκαν ως πλαστά, προκύπτει ότι ο συνήγορος υπεράσπισης αντιτάχθηκε στην επισκόπηση οπτικοακουστικού υλικού - βίντεο- που προσκομίστηκε από την υπεράσπιση της κατηγορίας με το αιτιολογικό ότι αναφέρονται σε προγενέστερους χρόνους Μαρτίου και Απριλίου του 2016 αλλά και δεν μπορεί να βεβαιωθεί η γνησιότητά του (σελίδα 40 των πρακτικών) στη συνέχεια μετά από διακοπή της διαδικασίας, κατά τη δικάσιμο της 21/12/2022 ο συνήγορος υπερασπίσεως της αναιρεσείουσας προέβαλε την ένσταση περί της απολύτου ακυρότητας της συμπερίληψης στα αναγνωστέα έγγραφα του οπτικοακουστικού υλικού που προσκόμισε ο παριστάμενος προς υποστήριξη της κατηγορίας εντός φορητής εξωτερικής μονάδας δίσκου (usb flash disk), ισχυρισμό τον οποίο υπέβαλε γραπτώς και τον ανέπτυξε προφορικά προβάλλοντας ότι : "ο παριστάμενος για την υποστήριξη της κατηγορίας βιντεοσκόπησε τη θυγατέρα μας σε προσωπικές της στιγμές, οι οποίες συνιστούν πέρα ως πέρα ευαίσθητο προσωπικό δεδομένο αυτής και άνευ δικαιώματος χρησιμοποιεί αυτό μεταδίδοντας το, διαθέτοντας το και καθιστώντας το προσιτό σε μη δικαιούμενα πρόσωπα, άνευ σύνδεσης του φορέα του έννομου αγαθού ήτοι του τέκνου και με δεδομένη την αρνητικότητα αυτού έχουσα στην αποκλειστική επιμέλεια μητέρας του, νυν κατηγορούμενης, η οποία αρνείται ρητώς τη χρήση των προσωπικών δεδομένων της θυγατέρας της" . Με την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε η ένσταση της μη λήψης υπόψη παράνομου αποδεικτικού μέσου με την αιτιολογία ότι " .. είναι δυνατόν να προσαχθούν και να αναγνωστούν ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου έγγραφα που άπτονται των προσωπικών ή και ευαίσθητων δεδομένων προσώπου, προκειμένου να αναζητηθεί και βρεθεί ουσιαστική αλήθεια της υπόθεσης. Ειδικότερα κατά τα αναφερόμενα από τον πολιτικώς ενάγοντα στα εν λόγω βίντεο έχουν αποτυπωθεί συνομιλίες του ίδιου με την ανήλικη θυγατέρα του, στο αυτοκίνητο του ίδιου και σε κάποιον δημόσιο χώρο, τα οποία έχουν ληφθεί από τον ίδιο νόμιμα ως ασκούντος τη γονική μέριμνα της ανήλικης και ως εκ τούτων δεν έχουν αποκτηθεί με αξιόποινη πράξη ή μέσω αυτής. Ως εκ τούτου καμία ακυρότητα δεν δημιουργείται, καθόσον δεν πρόκειται για αποδεικτικό στοιχείο το οποίο προέκυψε κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 177 παρ. 2 του ΚΠΔ ή των συνταγματικών διατάξεων 19 παρ. 3 και 9Α του Συντάγματος ή τις διατάξεις του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ και δεν αποκτήθηκε κατά τρόπο που προσβάλλει την αξία του ανθρώπου. Επισημαίνεται δε ότι η απεικόνιση της εικόνας της ανήλικης αποτελεί μεν προσωπικό δεδομένο πλην όμως όχι ευαίσθητο, αφού δεν απεικονίζεται η ανήλικη σε κάποια προσωπική της στιγμή". Με τις παραδοχές αυτές το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο απάντησε αιτιολογημένα στον ισχυρισμό της κατηγορουμένης - αναιρεσείουσας για την (δήθεν) παράνομη αξιοποίηση των προσωπικών δεδομένων φυσικού προσώπου. Σημειωτέον ότι οι διατάξεις των άρθρων 358-364 του ΚΠΔ είναι ειδικές σε σχέση με εκείνες του ν 4624/2019 περί προστασίας προσωπικών δεδομένων και υπερισχύουν έναντι αυτών, όπως και υπό το προϊσχύσαν δίκαιο του ν. 2472/1997 (ΑΠ 49/2011). Κατά το άρθρο 59 του νόμου αυτού "στο πλαίσιο ποινικής έρευνας και διαδικασίας, τα δικαιώματα ενημέρωσης για την επεξεργασία, πρόσβασης, διόρθωσης και περιορισμού των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ασκούνται σύμφωνα με όσα ορίζουν οι διατάξεις του ΚΠΔ, ειδικές δικονομικές διατάξεις και ΚΟΔΚΔΛ όπως κάθε φορά ισχύουν".
Συνεπώς και στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως, στα πλαίσια αυτά γίνεται δεκτό, ότι από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 54, 59 ν 4624/2019 σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 177, 217, 251, 358, 362 ΚΠΔ, είναι δυνατόν να προσαχθούν και να αναγνωσθούν ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου έγγραφα που άπτονται των προσωπικών ή και ευαίσθητων δεδομένων, προκειμένου να αναζητηθεί και ευρεθεί η ουσιαστική αλήθεια της υπόθεσης (ΑΠ 606/2024, ΑΠ 254/2021, ΑΠ 954/2020, ΑΠ 1520/2017). Ούτε όμως υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος της αναιρεσείουσας σε δίκαιη δίκη (άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ και 14 παρ.1,2 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα), συνδυαστικά με πρόκληση απόλυτης ακυρότητας, αφορώσης την εμφάνιση, εκπροσώπηση και υπεράσπιση του κατηγορουμένου (άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ). Η αιτιολογία δε της προσβαλλόμενης απόφασης είναι η απαιτούμενη από το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ επαρκής, ειδική και εμπεριστατωμένη, διότι ως ορθώς έγινε δεκτό στην προκειμένη υπόθεση ουδεμία χρήση παράνομου αποδεικτικού μέσου έγινε από το Δικαστήριο της ουσίας. Η αναιρεσείουσα με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση για παράβαση των διατάξεων για τη δημοσιότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Γ' του ΚΠΔ), αφετέρου δε για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ) για τον λόγο ότι το Δικαστήριο αξιοποίησε αποδεικτικά παρανόμως κτηθέν αποδεικτικό μέσο και ειδικότερα ότι το δικαστήριο αξιοποίησε δύο βιντεοσκοπημένες λήψεις που είχαν παραχθεί από τον υποστηρίζοντα την κατηγορία και περιείχαν λήψεις της ανήλικης θυγατέρας τους, οι δε λήψεις αυτές έγιναν χωρίς την συναίνεση της αναιρεσείουσας η οποία ασκούσε με τον υπερασπίζοντα την κατηγορία από κοινού την γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου της και έχουσα την αποκλειστική επιμέλεια αυτού, σύμφωνα με την ισχύουσα τότε απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθμό 172/2016 . Σύμφωνα με τις ανωτέρω νομικές σκέψεις υπό στοιχεία
ΙV και, V για να διαπιστωθεί ότι η καταγραφή σε ήχο και εικόνα του ανηλίκου τέκνου από τον γονέα που έχει την γονική μέριμνα , κατά το χρονικό διάστημα που ασκεί το δικαίωμα της επικοινωνίας είναι παράνομη θα πρέπει η απαγόρευση να πηγάζει είτε από το νόμο είτε από δικαστική απόφαση. Η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη , με το δεύτερο λόγο αναίρεσης, αν και ισχυρίζεται ότι έχει την αποκλειστική επιμέλεια, δεν ισχυρίζεται ότι στο πλαίσιο της αποκλειστικής επιμέλειας έχει απαγορευθεί με δικαστική απόφαση, στον ασκούντα το δικαίωμα της επικοινωνίας γονέα, κατά τη διάρκεια της επικοινωνίας η καταγραφή της εικόνας και της φωνής του ανηλίκου τέκνου σε ηλεκτρονικά μέσα. Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων 1510, 1511, 1512, 1513, 1514, 1518 και 1520 ΑΚ προκύπτει ότι τέτοιου είδους απαγόρευση δεν υφίσταται. Αντίθετα προκύπτει ότι κατά την άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας ο έχων την αποκλειστική επιμέλεια πρέπει να σεβαστεί τα χρονικά όρια που τίθενται για την επικοινωνία και μην εμποδίζει την απρόσκοπτη επικοινωνία του γονέα που ασκεί το δικαίωμα αυτό και στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και η ανάπτυξη της προσωπικής επικοινωνίας γονέα - τέκνου και με τη χρήση , χρησιμοποίηση και αποτύπωση των ιδιαίτερων στιγμών επικοινωνίας σε μηχανήματα υψηλής τεχνολογίας , όπως είναι οι ψηφιακές βιντεοκάμερες και ηλεκτρονικές φωτογραφικές μηχανές. Επομένως δεν προκύπτει ότι η λήψη εικόνας και ήχου - "βιντεοσκόπηση" του ανηλίκου τέκνου ήταν παράνομη. Με βάση τα ανωτέρω, σε συνδυασμό με όσα έχουν εκτεθεί στις προηγηθείσες υπό
ΙV και V νομικές σκέψεις , ο δεύτερος λόγος της κρινόμενης αίτησης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση αφενός για παράβαση των διατάξεων για τη δημοσιότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Γ' του Κ.Ποιν.Δ.), αφετέρου δε για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ), επικαλούμενος ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του, για την περί ενοχής της κρίση του, έγγραφα και ειδικότερα επέτρεψε την επισκόπηση και συνεκτίμηση οπτικοακουστικών ηλεκτρονικών αρχείων (βίντεο), τα οποία έπρεπε να εκτιμηθούν ως παράνομα αποδεικτικά μέσα είναι αβάσιμος.
VIΙ. Περαιτέρω η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, ενώ σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο, προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι ακριβώς προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ' επιλογή. Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε αρχικά με τον Ν. 2329/1953 και εκ νέου με το ΝΔ 53/1974, αποτελεί εγχώριο δίκαιο και κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος έχει αυξημένη ισχύ έναντι των κοινών νόμων, προκύπτει ότι η πολιτεία, μέσω των οργάνων της, οφείλει να απαντά σε όλα τα επιχειρήματα του κατηγορουμένου και να εξετάζονται αυτά κατά τρόπο πραγματικό από το Δικαστήριο, δηλαδή το Δικαστήριο οφείλει να προβαίνει σε αποτελεσματική εξέταση των παρατηρήσεων, επιχειρημάτων και αποδείξεων που επικαλούνται οι διάδικοι (ΑΠ 870/2024, ΑΠ 854/2024, ΑΠ 836/2024, ΑΠ 823/2024, ΑΠ 100/2023, ΑΠ 861/2022, ΑΠ 1363/2020), ενώ παραβίαση της ως άνω αρχής, πέραν της αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, επάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και ιδρύεται και ο από τα άρθρα 510 παρ. 1 στοιχ. Α' και 171 παρ. 1 περ. Δ' ΚΠΔ λόγος αναίρεσης (ΑΠ 100/2023, ΑΠ 861/2022, ΑΠ 501/2020). Δεν είναι όμως απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και συγκριτική στάθμιση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσης, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιό ή από ποιά αποδεικτικά μέσα προέκυψε η κάθε παραδοχή. Όταν δε, εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Περαιτέρω, δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας ή της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και της έλλειψης νόμιμης βάσης, πλήττεται ανεπιτρέπτως, η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΟλΑΠ 1/2005, ΑΠ 962/2024 , ΑΠ 858/2024 , ΑΠ 856/2024 , ΑΠ 457/2022, ΑΠ 151/2021).
VI
ΙΙ. Όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη καταδικαστική απόφαση το δικαστήριο της ουσίας (ΑΤ 3854, ΑΤ4051, ΑΤ 4453/2022 Απόφαση του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά), που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη κρίση του, μετά από αξιολόγηση και συνεκτίμηση των ειδικώς αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν, κατά το ενδιαφέρον εδώ μέρος του σκεπτικού της, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα: "Ο πολιτικώς ενάγων και η κατηγορουμένη τέλεσαν νόμιμο πολιτικό γάμο στον Πειραιά στις 17-2-2011, όταν η κατηγορουμένη διένυε ήδη τον έβδομο μήνα της εγκυμοσύνης τους. Το ανήλικο τέκνο των διαδίκων, η Ε., γεννήθηκε στις ...2011. Η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων δεν εξελίχθηκε ομαλά και διασπάστηκε οριστικά τον Σεπτέμβριο του έτους 2011. Μετά την διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης η κατηγορουμένη διέμενε με την ανήλικη θυγατέρα της στον Πειραιά Αττικής. Η επικοινωνία του πολιτικώς ενάγοντος με το ανήλικο τέκνο του ήταν ομαλή κατόπιν συνεννόησης μεταξύ των γονέων του μέχρι τα τέλη του έτους 2014, οπότε οι σχέσεις των τέως συζύγων εντάθηκαν δραματικά. Δυνάμει δε της υπ' αριθμ. 172/22-3-2016 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το Δικαστήριο, αφού συνεκδίκασε στις 27-10-2015 τις αντίθετες αιτήσεις του πολιτικώς ενάγοντος και της κατηγορούμενης, ανέθεσε προσωρινά την επιμέλεια της ανήλικης Ε. αποκλειστικά στην κατηγορουμένη και ρύθμισε προσωρινά το δικαίωμα της επικοινωνίας του πολιτικώς ενάγοντος με την ανήλικη Ε. ως εξής: "α) Καθημερινά κάθε Τρίτη από ώρα 16.00 έως και ώρα 20:00, β) κάθε δεύτερο (2ο) Σαββατοκύριακο του μήνα από ώρα 11.00 του Σαββάτου έως και ώρα 20:00 της Κυριακής, γ) Κατά την διάρκεια των εορτών Χριστουγέννων και Νέου Έτους από ώρα 11.00 της 24ης Δεκεμβρίου έως ώρα 18:30 της 30ης Δεκεμβρίου για τα έτη με μονό αριθμό και από ώρα 11.00 της 31ης Δεκεμβρίου έως ώρα 18:30 της 6ης Ιανουαρίου για τα έτη με ζυγό αριθμό, δ) κατά την διάρκεια των εορτών του Πάσχα, από ώρα 11.00 του Σαββάτου του Λαζάρου έως ώρα 20.00 της Μ. Πέμπτης για τα έτη με μονό αριθμό και από ώρα 11.00 της Μ. Παρασκευής έως ώρα 20.00 της Δευτέρας της Διακαινησίμου για τα έτη με ζυγό αριθμό, ε) Κατά τη διάρκεια των θεριvώv διακοπών έκαστον έτους, επί δεκαπέντε (15) ημέρες είτε τον μήνα Ιούλιο, είτε τον μήνα Αύγουστο, κατόπιν προηγούμενης συνεvνόησης μεταξύ των διαδίκων και στ) καθημερινή τηλεφωνική επικοινωνία και ώρα 20.00. Ο πατέρας θα παραλαμβάνει το τέκνο του από την κατοικία της μητέρας του και θα το επιστρέφει στο ίδιο μέρος, προσωπικά ο ίδιος.". Η ως άνω απόφαση επιδόθηκε στην κατηγορουμένη στις 23-6-2016 (βλ την υπ' αριθμ. 5276/23-6-2016 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Μιχαήλ Ασημακόπουλου). Μετά την επίδοση της ως άνω απόφασης, η κατηγορουμένη στις 29-7-2016 επέδωσε στον πολιτικώς ενάγοντα την από 27- 7-2016 εξώδικη δήλωσή της, με την οποία τον ενημέρωνε ότι επρόκειτο να απουσιάσει με την ανήλικη για τις θερινές τους διακοπές για το χρονικό διάστημα από 1η Αυγούστου 2016 έως και 24 Αυγούστου 2016. Επισημαίνεται στο σημείο ότι παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του πολιτικώς ενάγοντος η κατηγορουμένη, η οποία μάλιστα ασκούσε αποκλειστικά την επιμέλεια της ανήλικης, διατηρούσε το δικαίωμα παραθερισμού με την ανήλικη κατά την διάρκεια των θερινών διακοπών και δυνατό να το ασκήσει χωρίς τη συναίνεση του πολιτικώς ενάγοντος και μάλιστα χωρίς περιορισμούς, αφού τέτοιοι δεν ορίστηκαν στην ως άνω απόφαση. Κατόπιν αυτών στις 2/8/2016 (ημέρα Τρίτη), στις 9/8/2016 (ημέρα Τρίτη) και στις 13/08/2016 (2ο Σάββατο του μήνα Αυγούστου), πράγματι η κατηγορουμένη δεν συμμορφώθηκε με το διατακτικό της ανωτέρω υπ' αριθ. 172/2016 Απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά με την οποία οριζόταν η επικοινωνία του πολιτικώς ενάγοντος με την ανήλικη θυγατέρα του Ε., καθώς πράγματι δεν παρευρίσκετο στην οικία της ώστε να ασκήσει το δικαίωμα επικοινωνίας του, παραβιάζοντας μ' αυτόν τον τρόπο την προαναφερόμενη δικαστική απόφαση, πλην όμως τέλεσε την ως άνω πράξη ασκώντας το νόμιμο δικαίωμα της, ως ασκούσα την γονική μέριμνα και την επιμέλεια του τέκνου του, για παραθερισμό μαζί του κατά την διάρκεια των θερινών διακοπών, έχοντας προηγουμένως ενημερώσει προς τούτο τον πολιτικώς ενάγοντα. Σημειώνεται ότι στην ως άνω υπ' αριθμ. 172/2016 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων ρυθμίζεται μόνο το δικαίωμα επικοινωνίας του πολιτικώς ενάγοντος με την ανήλικη κατά την διάρκεια των θερινών διακοπών, πλην όμως αυτό δεν αποκλείει το αντίστοιχο δικαίωμα της μητέρας για παραθερισμό με την ανήλικη κατά το ίδιο χρονικό διάστημα. Ως εκ τούτων αίρεται ο άδικος χαρακτήρας των μερικότερων πράξεων του κατ' εξακολούθηση αδικήματος της παραβίασης δικαστικής απόφασης που φέρεται ότι τέλεσε η κατηγορουμένη στον Πειραιά στις 2/8/2016, 9/8/2016 και στις 13/8/2016, κατ' εφαρμογή του άρθρου 20 του ΠΚ, γενομένου δεκτού του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού. Ωστόσο, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι η κατηγορουμένη στις 28/6/2016 και ημέρα Τρίτη με πρόθεση δεν συμμορφώθηκε με το διατακτικό της ίδιας ως άνω υπ' αριθ. 172/2016 απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία οριζόταν ότι η επικοινωνία πολιτικώς ενάγοντος, με την ανήλικη θυγατέρα του Ε., θα λάμβανε χώρα κάθε Τρίτη από ώρα 16:00 έως 22:00, καθώς αυτή (κατ/νη) δεν παρευρίσκετο στην οικία της, προκειμένου αυτός να ασκήσει το δικαίωμα επικοινωνίας του, παραβιάζοντας μ' αυτόν τον τρόπο την προαναφερόμενη δικαστική απόφαση, όπως τούτο προκύπτει από το απόσπασμα του ημερήσιου δελτίου οχήματος ΕΑ-26166 της 28ης-6-2016 της Διεύθυνσης Άμεσης Δράσης Αττικής. Κατά τα αναφερόμενα δε στο ως άνω απόσπασμα τα αστυνομικά όργανα χτύπησαν το κουδούνι της οικίας της κατηγορουμένης επί της οδού 2ας Μεραρχίας αρ. 19 περί ώρα 16:20, πλην όμως ουδείς άνοιξε την πόρτα. Ο δε ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι ο πολιτικώς ενάγων είχε προσέλθει στην οικία της τουλάχιστον είκοσι λεπτά νωρίτερα, ότι ενόψει του η ανήλικη αρνείτο κλαίγοντας με αναφιλητά να τον ακολουθήσει, ο τελευταίος αποχώρησε, χωρίς αυτή (η κατηγορουμένη) να αντιληφθεί ότι θα επιστρέψει και θα καλέσει περιπολικό καθώς και ότι προκειμένου να ηρεμήσει την ανήλικη κατέφυγε σε κάποιο πάρκο κοντά στην οικία της δεν κρίνεται πειστικός, δεν ενισχύεται από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο και δεν συνάδει με την έλλειψη εμπιστοσύνης και τις τεταμένες σχέσεις μεταξύ των διαδίκων. Ως εκ τούτων δοθέντος ότι δεν αποδείχτηκε ότι η κατηγορουμένη βρισκόταν στην οικία της και ότι, παρεπομένως, η ανήλικη αρνήθηκε να ακολουθήσει τον πολιτικώς ενάγοντα, η άρνηση της οποίας συνέχεται άμεσα με τους προβληθέντες αυτοτελείς ισχυρισμούς περί άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης (αρ. 20, 25 ΠΚ) και του καταλογισμού (αρ. 33 του ΠΚ), πρέπει οι εν λόγω αυτοτελείς ισχυρισμοί να απορριφθούν ως ουσία αβάσιμοι. Πρέπει, επομένως, η κατηγορουμένη να κηρυχθεί ένοχη για την πράξη της παραβίασης δικαστικής απόφασης, την οποία τέλεσε στον Πειραιά στις 28-6- 2016". Μετά ταύτα το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό περί αναβολής της δίκης, κατ' άρθρο 59 ΚΠΔ, δέχθηκε τον αυτοτελή ισχυρισμό περί άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης αναφορικά με τις πράξεις του κατηγορητηρίου που φαίνεται ότι τέλεσε η κατηγορούμενη στις 02/08/2016, στις 09/08/2016 και στις 13/08/2016 και κήρυξε αθώα την κατηγορουμένη για τις μερικότερες πράξεις της κατ' εξακολούθηση αξιόποινες πράξεις της παραβίασης δικαστικής απόφασης. Στη συνέχεια υπό τις διαλαμβανόμενες στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης παραδοχές απέρριψε τον αυτοτελή ισχυρισμό περί άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης και του καταλογισμού αναφορικά με την μερικότερη πράξη του κατ' εξακολούθηση αποδιδόμενου αδικήματος που τελέστηκε στις 28/06/2016 και την καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης τριών μηνών, ανασταλείσα για τρία έτη , του ότι " στον Πειραιά στις 28/6/2016, με πρόθεση δεν συμμορφώθηκε σε διάταξη δικαστικής απόφαση με την οποία υποχρεωνόταν σε πράξη που δεν μπορούσε να γίνει από τρίτο πρόσωπο και η επιχείρησή της εξηρτάτο αποκλειστικά από τη βούλησή της. Ειδικότερα με πρόθεση δεν συμμορφώθηκε με το διατακτικό της υπ' αριθ. 172/2016 Απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά - Τμήμα Ασφαλιστικών Μέτρων με την οποία ορίζετο η επικοινωνία του εγκαλούντος Π. Β. του Γ., με την ανήλικη κόρη του Ε. Β., να γίνεται κάθε Τρίτη από ώρα 16:00 έως 22:00, εν τούτοις αυτή (κατ/νη) δεν παρευρίσκετο στην οικία της, προκειμένου αυτός να ασκήσει το δικαίωμα επικοινωνίας του, παραβιάζοντας μ' αυτόν τον τρόπο την προαναφερόμενη δικαστική απόφαση". Με τις προαναφερθείσες κατά τον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού παραδοχές, η προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι σε αυτήν περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, δηλαδή της εκ μέρους της αναιρεσείουσας τέλεση του εγκλήματος της παραβίασης δικαστικής απόφασης κατ' εξακολούθηση. Ειδικότερα, αναφέρονται όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία ελήφθησαν υπόψη για το σχηματισμό της περί των πραγμάτων κρίσης του και αιτιολογεί, με σαφήνεια και πληρότητα, γιατί δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα συντρεχόντων των λόγων της άρσης του άδικου αυτού του αδικήματος της παραβιάσεως δικαστικής αποφάσεως που αποδίδεται στην κατηγορουμένη για τις μερικότερες πράξεις του κατηγορητηρίου στις 02/08/2016, 9/8/2016 και 13/8/2016 για τις οποίες κηρύχθηκε αθώα η κατηγορουμένη αλλά και γιατί στοιχειοθετείται αντικειμενικά και υποκειμενικά το αδίκημα για τη μερικότερη πράξη του κατηγορητηρίου της 28/06/2016. Με τις περιεχόμενες στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης αιτιολογίες, οι οποίες αλληλοσυμπληρώνονται με όσα περιέχονται στο διατακτικό της και αποτελούν ενιαίο σύνολο, εκτίθεται με επάρκεια γιατί το δικαστήριο της ουσίας πείστηκε για την ενοχή της κατηγορουμένης στη συγκροτούμενη από τα αναφερόμενα παραπάνω στοιχεία αξιόποινη πράξη, αφού προσδιορίζονται θετικά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, από τα οποία προέκυψε η τέλεση της εν λόγω πράξεως. Για το σχηματισμό της κρίσης του δικαστηρίου της ουσίας λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους και ειδικότερα η κατάθεση του εγκαλούντος που εξετάστηκε στο ακροατήριο, τα έγγραφα που αναγνώστηκαν και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, η απολογία της και από τα οποία το δικαστήριο της ουσίας συνήγαγε τα περιστατικά που εκτιμήθηκαν και κατέληξε στην εν μέρει καταδικαστική του κρίση χωρίς να είναι απαραίτητο να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα και χωρίς να απαιτεί τη συγκριτική στάθμιση, αξιολογική συσχέτιση και ανάλογη δικαιοδοτική εκτίμησή του ο προσδιορισμός της αποδεικτικής βαρύτητας εκάστου, ενώ από το σύνολο του περιεχόμενο της απόφασης αυτής καθίσταται βέβαιο, ότι λήφθηκαν υπόψη και αξιολογήθηκαν τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα στο σύνολό τους, όπως αναφέρονται κατ' είδος στην αρχή του σκεπτικού της. όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και τα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αναίρεσης έγγραφα: α) 1020/1/5932 - α της 24ης Μαΐου 2016, 1020/ 2/ 6289 -α της 31 Μαΐου 2016, 1020/2/6288 -α στις 07/06/2016, 1020/2/10.862 της 27 Σεπτεμβρίου 2016, αποσπάσματα ημερήσιων δελτίων οχήματος, β) το από 14/06/2016 αντίγραφο περιγραφή συμβάντος, και γ) οι υπ' αριθμόν 376/2016, 4495 και 4496/2016, ένορκες βεβαιώσεις του Σωτήρη Αλεξόπουλου, Νικολάου Νύχα και Ματίνα Νύχα, δ) η με αριθμό 3982/2019 απόφαση του Β' Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, που εμπεριέχεται αυτούσια στους αυτοτελείς ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας ε) η με αρ. 1305/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, στ) οι επιστολές του διευθυντή του 2ου νηπιαγωγείου Κω με ημερομηνία 29/11/2017, 13/11/2018, 28/06/2019, 01/07/2019, 09/10/2019, 05/10/2020, 23/10/2020, καθώς επίσης και η αναφορά της Μ. Κ. και την έκθεση παιδοψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης του Π. Β. Επίσης λήφθηκαν υπόψη και τα λοιπά αναγνωσθέντα έγγραφα, καθώς επίσης και η απολογία της κατηγορουμένης και η κατάθεση του εγκαλούντος που περιέχονται στα ίδια πρακτικά. Εξάλλου, για τη βεβαιότητα ότι, παρά τα αντίθετα αβασίμως υποστηριζόμενα στην αίτηση αναίρεσης, δεν αγνοήθηκαν τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα που διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο, αρκεί ότι αυτά, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, αναφέρονται κατά το είδος και την κατηγορία τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερου προσδιορισμού τους και μνείας του τί προέκυψε από αυτά, το δε γεγονός, ότι δεν έγινε δεκτό το περιεχόμενό τους ή ότι το Δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε μείζονα αποδεικτική βαρύτητα σε άλλα στοιχεία, που προέκυψαν από τις αποδείξεις, δεν σημαίνει, ότι για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης περιορίστηκε επιλεκτικά σε ορισμένα μόνον αποδεικτικά μέσα και αγνόησε ή δεν συνεκτίμησε τα υπόλοιπα, σαφώς δε συνάγεται ότι τα έλαβε υπόψη του στο σύνολό τους, αφού δεν εξαίρεσε κανένα, καταλήγοντας κυριαρχικά στην καταδικαστική του κρίση, ενώ περαιτέρω αναφέρεται ακόμη η άρνηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης να συμμορφωθεί στην προαναφερθείσα υπ' αρ 172/22.3.2016 με την οποίαν είχε ρυθμισθεί με κάθε λεπτομέρεια η επικοινωνία του ως άνω εγκαλούντος Π. Β. με το προαναφερθέν ανήλικο τέκνο του, Ε., ο τρόπος, οι προφάσεις και τα μέσα που χρησιμοποίησε η κατηγορουμένη για να παρεμποδίσει αυτή την επικοινωνία, ο χρόνος τέλεσης του εν λόγω αδικήματος ταυτιζόμενος απόλυτα με τον χρόνο ισχύος της σχετικής ως άνω δικαστικής αποφάσεως και επί πλέον, ο δόλος της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης, ο οποίος προκύπτει από την εκ μέρους της γνώση της σχετικής υποχρέωσής της, να φροντίζει δηλαδή να παραλαμβάνει κάθε φορά ο εγκαλών το ανήλικο τέκνο του, ώστε να επιτυγχάνεται με τον τρόπον αυτόν η επικοινωνία μαζί του, σύμφωνα με τα αναλυτικώς προβλεπόμενα από την παραπάνω σχετική δικαστική απόφαση, αλλά και την θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών πραγμάτωσης του εν λόγω αδικήματος, ενώ στην περί της ενοχής αιτιολογία περιλαμβάνεται και η απάντηση επί του προαναφερθέντος ισχυρισμού της κατηγορουμένης - αναιρεσείουσας περί άρσης του καταλογισμού της, που όμως στην πραγματικότητα συνιστά άρνηση της κατηγορίας και όχι αυτοτελή ισχυρισμό, τον οποίον πάντως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη του και τον αξιολόγησε, ακολούθως τον απέρριψε, δεχόμενο ότι δεν αποδείχθηκε ότι η κατηγορούμενη ήταν στην οικία της και ότι παρεπομένως η ανήλικη αρνήθηκε να ακολουθήσει τον πολιτικώς ενάγοντα, η άρνηση της οποίας συνέχεται άμεσα με τους προβληθέντες αυτοτελούς ισχυρισμούς περί άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης και του καταλογισμού και ότι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί αυτοί ισχυρισμοί απορρίφθηκαν ως ουσία αβάσιμοι. Εξάλλου, οι υπόλοιπες αιτιάσεις, κατά το μέρος που συνιστούν διαφορετική αξιολόγηση του περιεχομένου της ανωμοτί εξέτασης, της μαρτυρικής κατάθεσης και των αναγνωσθέντων στο ακροατήριο εγγράφων και της απολογίας της κατηγορουμένης και καταλήγουν σε αμφισβήτηση της αναιρετικά ανέλεγκτης ουσιαστικής κρίσης του δικαστηρίου, προβαλλόμενες υπό την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, είναι απαράδεκτες. Επομένως όλοι οι προαναφερθέντες αναιρετικοί λόγοι είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Κατ' ακολουθίαν των προαναφερθέντων, πρέπει να απορριφθεί η ως άνω κρινόμενη αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. ΑΤ 3854, ΑΤ4051, ΑΤ 4453/2022 απόφασης του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ενώ πρέπει ακόμη να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 578 παρ. 1 ΚΠΔ), όπως αμέσως παρακάτω στο διατακτικό αυτής της απόφασης ορίζεται ειδικότερα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 14.7.2023 και με αριθ. πρωτ. 5315/14.7.2023, αίτηση της Σ. Π. του Γ., κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αριθμ. ΑΤ 3854, ΑΤ4051, ΑΤ 4453/2022 απόφασης του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στην καταβολή των εξόδων της ποινικής διαδικασίας, ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Ιουνίου 2024.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ και τούτου αποχωρήσαντος από την υπηρεσία, η αρχαιότερη της συνθέσεως Αρεοπαγίτης, ήδη Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 30 Σεπτεμβρίου 2024.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή