Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Πλαστογραφία.
Περίληψη:
Επαρκής αιτιολογία παραπεμπτικού βουλεύματος για από κοινού και κατ εξακολούθηση πλαστογραφία σε βαθμό κακουργήματος.
Αριθμός 141/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 12 Δεκεμβρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1021/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Αυγούστου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1484/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αναστάσιος Κανελλόπουλος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού με αριθμό 491/20.10.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω κατ' άρθρ 485 &1 ΚΠΔ την με αριθμ. 146/22-8-2008 αίτηση του Χ για αναίρεση του με αριθμ. 1021/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίπτεται κατ ουσία η με αριθμ. 296 /2007 έφεση του κατά του με αριθμ. 994/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί για πλαστογραφία με χρήση από κοινού και κατ εξακολούθηση συνολικό όφελος ή ζημία άνω του 73.000 και εκθέτω τα ακόλουθα:
Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από τον κατηγορούμενο και στρέφεται κατά βουλεύματος που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματική πράξη και περιέχει σαν λόγο την έλλειψη ειδικής αιτιολογίας ( αρθρ. 484 & 1 δ ΚΠΔ).Είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ο προβαλλόμενος λόγος, ο οποίος συνίσταται όπως αναφέρεται στην αίτηση αναίρεσης ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται αιτιολογίας, δεν εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα αποδεικτικά στοιχεία και ειδικώτερα δεν αναφέρονται περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η αντικειμενική υπόσταση της πράξης για την οποία κατηγορήθηκε, και ότι το προσβαλλόμενο έκρινε βάσει εικασιών και συμπερασματικών σκέψεων και όχι βάσει αποδεικτικών στοιχείων όπως επίσης δεν αξιολόγησε και δεν απάντησε στον ισχυρισμό του ότι και αυτός έπεσε θύμα απατεώνων και ότι οι επιταγές τις οποίες φέρεται ότι πλαστογράφησε περιήλθαν σ'αυτόν από τρίτο από νόμιμη συναλλαγή.
Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 και 3 του ΠΚ, όπως η διάταξη της τελευταίας παραγράφου ισχύει μετά το άρθρο 1 παρ. 7 εδ. α' του Ν. 2408/1996 και αντικ. με το άρθρο 14&2α του ν. 2721/99 "παρ. 1 Όποιος καταρτίζει πλαστό έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση.... παρ. 3. Αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (παρ. 1 και 2) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.370 ευρώ. Με την ίδια ποινή τιμωρείται ο υπαίτιος που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των "δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ".
Με τις διατάξεις αυτές θεσμοθετείται το έγκλημα της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος χάριν της προστασίας των υπομνημάτων τα οποία αποτελούν διακινούμενα έγγραφα με ουσιώδες περιεχόμενο και από τα οποία πηγάζουν δικαιώματα και υποχρεώσεις. Για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται η κατάρτιση εξ αρχής εγγράφου από μη δικαιούμενο πρόσωπο ή νόθευση του περιεχομένου του καταρτισμένου ήδη γνησίου εγγράφου, υποκειμενικά δε απαιτείται δόλος συνιστάμενος στη γνώση και θέληση παραγωγής των περιστατικών, τα οποία θεμελιώνουν την πράξη της πλαστογραφίας, συγχρόνως όμως και σκοπός του υπαιτίου όπως με τη χρήση του πλαστού εγγράφου ή του εγγράφου που νοθεύτηκε παραπλανηθεί άλλος για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες με στόχο να προσπορίσει στον εαυτό του ή άλλον, με βλάβη τρίτου, περιουσιακό όφελος ή να βλάψει τρίτον, χωρίς να ασκεί επιρροή ή επέλευση του περιουσιακού οφέλους ή βλάβη του τρίτου. Και ότι κατά τις διατάξεις του άρθρου 14&2α του Ν 2721/99 για τον υπολογισμό του ποσού της ζημίας στις κατ εξακολούθηση πλαστογραφίες λαμβάνεται υπ' όψη του συνολικό όφελος ή ζημίας στο οποίο απέβλεψε ο κατηγορούμενος (ΑΠ 467/2002, ΑΠ 2170/2002, ΑΠ 858/2004, ΑΠ 1142/2003).
Εξάλλου η κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η έλλειψη της οποίας θεμελιώνει λόγο αναιρέσεως στο παραπεμπτικό βούλευμα από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. Ε' του ΚΠΔ υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν εκθέτει σ' αυτό τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στήριξε την κρίση του για την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων προς συγκρότηση όλων ή μερικών από τους αντικειμενικούς και υποκειμενικούς όρους του εγκλήματος, για το οποίο έκρινε, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς υπαγωγής τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφήρμοσε και κατέληξε στην κρίση του αυτή. (ΑΠ Ολ. 2/2002, ΑΠ 814/2000 ΑΠ 1167/2000 ΑΠ 854/2004 ΑΠ 1504/2004 ΑΠ 1984/2004).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δέχθηκε ανέλεγκτα με αναφορά στην εισαγγελική πρόταση ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία λεπτομερώς αναφέρει, προέκυψαν τα εξής:
Στην ... από 20-6-2002 έως 10-12-2002 ο αναιρεσείων μαζί με τους συγκατηγορουμένους από κοινού ενεργώντας και αφού με άγνωστο τρόπο είχε περιέλθει σ'αυτούς η σφραγίδα της εγκαλούσας εταιρείας κατάρτισαν τις με αριθμ. .... και ημερομηνία έκδοσης 3010-2002 ποσού 22.100 σε διαταγή της Φ, την με αριθμ. ... και ημερομηνία έκδοσης 20-1-2003 ποσού 18.635 ε που σε διαταγή του εκπροσώπου της εγκαλούσας εσύροντο επί του λογαριασμού ... της εγκαλούσας εταιρείας και την με αριθμ. ... η ... (το τέταρτο ψηφίου είναι δυσδιάκριτο) με ημερομηνία έκδοσης 1-3-2003 ποσού 16.520 σε διαταγή του εκπροσώπου της εγκαλούσας που εσύρετο επί του ανυπάρκτου λογαριασμού ...., την με αριθμ. ... με ημερομηνία έκδοσης 5-10-2002 ποσού 9.714 . σε διαταγή της Ζ η οποία εσύρετο επί του με αριθμ. ... λογαριασμού της εγκαλούσας, την με αριθμ. ... με ημερομηνία έκδοσης 10-1-2002 ποσού 9.625 σε διαταγή Ζ και την με αριθμ. .... ποσού 10.000 σε διαταγή του εκπροσώπου της εγκαλούσας και αφού έθεσαν επ'αυτών την σφραγίδα και τις υπογραφές του εκπροσώπου της εγκαλούσας εταιρείας τις χρησιμοποίησαν σαν μέσα πληρωμής για την διενέργεια διαφόρων αγοραπωλησιών ή άλλων εμπορικών πράξεων. Συγκεκριμένα την με πρώτη με αριθμ. .... ποσού 22.100 φερόμενη εις διαταγή της εκ των κατηγορουμένων Φ την εμφάνισε ο Β στον Μ εκπρόσωπο εταιρείας νημάτων για να αγοράσει προϊόντα της εταιρείας αυτής, πλην η συναλλαγή δεν έγινε γιατί ο Μ τηλεφωνικά βεβαιώθηκε από την εγκαλούσα ότι η επιταγή αυτή ήταν πλαστή και δεν είχε εκδοθεί από αυτήν. Τις υπόλοιπες δύο τις παρέδωσε ο αναιρεσείων προς προεξόφληση στον Ψ στον οποίο και παρέδωσε και ένα τιμολόγιο υπηρεσιών προς την εγκαλούσα εταιρεία το οποίο έφερε μόνο την δική του υπογραφή προς ενίσχυση από μέρους του της γνησιότητας και του αξιοχρέου των επιταγών αυτών και τις οποίες μετά την από μέρους του Ψ απόκρουση της οπισθογράφησης λόγω του ότι η εγκαλούσα εταιρεία τον βεβαίωσε ότι οι επιταγές αυτές ήταν πλαστές και ότι δεν είχε καμιά σχέση με το τιμολόγιο που του παρέδωκε ο αναιρεσείων τις παρέλαβε και όπως λέγει κατέστρεψε τα σώματα των επιταγών αυτών τις δε υπόλοιπες δια των άλλων κατηγορουμένων τις χρησιμοποίησαν για την διενέργεια διαφόρων εμπορικών πράξεων.
Το προσβαλλόμενο βούλευμα στην συνέχεια και μέσα στα πλαίσια της αιτιολογίας απέρριψε τους ισχυρισμούς και τα από μέρους του αναιρεσείοντα επιχειρήματα περί του ότι οι επιταγές αυτές αντιπροσώπευαν νόμιμη συναλλαγή και ότι του τις είχε δώσει κάποιο άτομο το οποίο του συστήθηκε σαν Κ κατά την συναλλαγή για την διενέργεια διαφόρων εργασιών εκσκαφής ενός οικοπέδου στην ..., λόγω του ότι αποδείχθηκε ότι δεν έγιναν οι εργασίες αυτές όπως επίσης απορρίφθηκε και ο ισχυρισμός του ότι είχε βεβαιωθεί για την γνησιότητα τους από την εκδότρια Τράπεζα γιατί αντίθετα με τους ισχυρισμούς του η εκδότρια τράπεζα με έγγραφα της βεβαίωσε περί του αντιθέτου αλλά και το σπουδαιότερο ότι όταν από τον Ψ αποκρούστηκε η προεξόφληση των επιδίκων επιταγών σαν πλαστών αυτός τις πήρε πίσω και τις έσκισε την στιγμή που αντιπροσώπευαν γι αυτόν ένα σημαντικό ποσό αμοιβής ύψους 35.000 περίπου ευρώ για εργασίες που ισχυρίζεται ότι είχε προσφέρει στο άτομο που του εμφανίστηκε σαν Κ ποσό καθόλου ευκαταφρόνητο και το οποίο οποιοσδήποτε θα το διεκδικούσε με βάση τις επιταγές αυτές.
Με τις παραδοχές αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα έχει πλήρη σαφή και συγκεκριμένη αιτιολογία για το ότι κατά του αναιρεσείοντα προέκυψαν οι απαραίτητες αποχρώσες ενδείξεις για την παραπομπή του στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου και ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στις παρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 98 και 216 ΠΚ με τις οποίες κατηγορήθηκε και ότι καμία αντίφαση δεν παρατηρείται ούτε και υπάρχουν αντιφάσεις στην αιτιολογία του προσβαλλόμενου βουλεύματος όπως δεν υφίσταται έλλειψη αιτιολογίας με την εξ ολοκλήρου αναφορά του Συμβουλίου στην πρόταση του Εισαγγελέα γιατί η πρόταση του εισαγγελέα ενσωματώνεται στο βούλευμα και αποτελεί με αυτό ενιαίο σύνολο και το βούλευμα, και περιέχει πλήρη και σαφή αιτιολογία όταν γίνεται εξ ολοκλήρου αναφορά του Συμβουλίου στην ενσωματούμενη πρόταση προς αποφυγή επαναλήψεων πολλώ μάλλον στην προκειμένη περίπτωση κατά την οποία το προσβαλλόμενο βούλευμα περιέχει δική του αιτιολογία και σκέψεις και γίνεται απλή αναφορά στην σε αντίθετο συμπέρασμα καταλήγουσα εισαγγελική πρόταση (ΑΠ Ολ. 1227/79, ΑΠ 1151/2006 ΑΠ 59/2005 ΑΠ 1527/2000).
Κατ'ακολουθία των παραπάνω η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης πρέπει ν'απορριφθεί.
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω:
Να απορριφθεί η με αριθμ. 146/22-8-2008 αίτηση του Χ για αναίρεση του με αριθμ. 1021/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίπτεται κατ ουσία η με αριθμ. 296/2007 έφεση του κατά του με αριθμ. 994/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος των αναιρεσειόντων.
Αθήνα την 25-10-2008
Ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- Κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 Π.Κ. "όποιος καταρτίζει πλαστό ή νoθεύει έγγραφο, ΅ε σκοπό να παραπλανήσει ΅ε τη χρήση του άλλον σχετικά ΅ε γεγονός που ΅πορεί να έχει έννο΅ες συνέπειες, τι΅ωρείται ΅ε φυλάκιση τουλάχιστον τριών ΅ηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση". Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλή΅ατος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικει΅ενικώς ΅εν η απαρχής κατάρτιση από τον υπαίτιο εγγράφου, που το ε΅φανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, υποκει΅ενικώς δε δόλος που περιλα΅βάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγ΅ατικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη αυτή, και σκοπός του υπαιτίου να παραπλανήσει ΅ε τη χρήση του πλαστoύ ή νοθευ΅ένου εγγράφου άλλον για γεγονός που ΅πορεί να έχει έννο΅ες συνέπειες, δηλαδή δη΅ιουργία, ΅εταβίβαση ή κατάργηση δικαιώ΅ατος που πρoστατεύεται από το νό΅ο. Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παραγράφου 3 εδ. α' του άρθρου 216 ΠΚ, αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τι΅ωρείται ΅ε κάθειρξη ΅έχρι δέκα ετών, εάν 'το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ. Τέλος, κατά το άρθρο 45 ΠΚ, αν δύο οι περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τι΅ωρείται ως αυτουργός. Με το όρο από κοινού, αντικει΅ενικώς νοείται σύ΅πραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως και υποκει΅ενικώς κοινός δόλος ΅ε την έννοια ότι κάθε συ΅΅έτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγ΅άτωση της αντικει΅ενικής υποστάσεως του εγκλή΅ατος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συ΅΅έτοχοι πράττουν ΅ε δόλο τελέσεως του αυτού εγκλή΅ατος. Η σύ΅πραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως ΅πορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγ΅ατώνει την όλη αντικει΅ενική υπόσταση του εγκλή΅ατος ή το έγκλη΅α .πραγ΅ατώνεται ΅ε συγκλίνουσες επί ΅έρους πράξεις των συ΅΅ετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές.
ΙΙ.- Το παραπε΅πτικό βούλευ΅α έχει την απαιτού΅ενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Σuντάγ΅ατος και 139 ΚΠΔ ειδική και ε΅περιστατω΅ένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπό΅ενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αuτό ΅ε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγ΅ατικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικει΅ενικά και uποκει΅ενικά στοιχεία του εγκλή΅ατος, οι αποδείξεις που τα θε΅ελιώνουν και οι σκέψεις, ΅ε τις οποίες το Σu΅βούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρ΅οσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγ΅άτωση του εγκλή΅ατος και την παραπο΅πή του κατηγοροu΅ένοu στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισ΅ός των αποδεικτικών ΅έσων που λήφθηκαν υπόψη από το Συ΅βούλιο για την παραπε΅πτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και ΅νεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει, ό΅ως, να προκύπτει ότι το Συ΅βούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτί΅ησε όλα και όχι ΅όνο ΅ερικά από αuτά. Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 1021/2008 βούλευμά του, με δικές του σκέψεις κατά το νομικό και πραγματικό μέρος της υποθέσεως, δέχτηκε, κατ' εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερόμενων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών στοιχείων, ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στην ..., το χρονικό διάστημα από την 20-6-2002 έως την 10-12-2002, η πρώτη κατηγορουμένη Ζ ο δεύτερος κατηγορούμενος Γ (ως προς τον οποίο με το εκκαλούμενο βούλευμα έπαυσε η ποινική δίωξη, λόγω θανάτου του), η τέταρτη κατηγορουμένη Φ, ο πέμπτος κατηγορούμενος Β και ο έκτος κατηγορούμενος - εκκαλών Χ δρώντας από κοινού και έχοντας προηγουμένως καταρτίσει, με άγνωστο τρόπο, μια σφραγίδα της εκκαλούσας εταιρίας με τα στοιχεία: ".... ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΠΕ - ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ-...-ΑΦΜ: ... ΔΟΥ: ...." κατάρτισαν τις κατωτέρω αναφερόμενες πλαστές επιταγές, των οποίων εκδότρια φερόταν η εγκαλούσα εταιρία ΕΠΕ με την επωνυμία ".... ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ", με σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση τους άλλους σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και να προσπορίσουν στον εαυτό τους περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτους. Στη συνέχεια έκαναν χρήση των επιταγών αυτών με σκοπό να προσπορίσουν στον εαυτό τους περιουσιακό όφελος σε βάρος της εγκαλούσας εταιρίας. Έτσι, αφού συναποφάσισαν: Α) Στις 20-6-2002, κατάρτισαν από κοινού το σώμα της υπ' αριθμ.... επιταγής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, αφού αυτή ουδέποτε χορηγήθηκε στην εγκαλούσα εταιρία, αλλά ούτε και σε κάποιον άλλο πελάτη της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (βλ. το από 27-6-2002 έγγραφο της ανωτέρω Τράπεζας), στην οποία έθεσαν ημερομηνία εκδόσεως την 30-10-2002, τόπο εκδόσεως την Αθήνα, ποσό σε ευρώ, αριθμητικώς "22.100" και ολογράφως "είκοσι δύο χιλιάδες εκατό", σε διαταγή της τέταρτης κατηγορουμένης Φ, για να πληρωθεί από τον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό της εγκαλούσας εταιρίας στην ανωτέρω Τράπεζα, ενώ στην θέση του εκδότη έθεσαν την ανωτέρω σφραγίδα της εγκαλούσας εταιρίας και κατ' απομίμηση και χωρίς καμία εντολή ή συναίνεση προς τούτο, την υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου αυτής. Προέβησαν στην πράξη τους αυτή έχοντας σκοπό να παραπλανήσουν τους τρίτους κομιστές αυτής για γεγονός που έχει έννομες συνέπειες, ότι δηλαδή η επιταγή έχει εκδοθεί νομίμως από την εγκαλούσα. Στη συνέχεια, έκαναν χρήση της ανωτέρω πλαστής επιταγής δια του πέμπτου κατηγορουμένου Β, (βλ. την τεθείσα σφραγίδα όπισθεν της επιταγής), ο οποίος εμφανίστηκε στον Μ, ως εκπρόσωπος εταιρίας νημάτων, με έδρα την ... και του παρέδωσε την πλαστή αυτή επιταγή, προκειμένου να προβεί στην αγορά διαφόρων προϊόντων. Ο Μ επικοινώνησε με τους εκπροσώπους της εγκαλούσας εταιρίας, οι οποίοι τον διαβεβαίωσαν ότι η επιταγή είναι πλαστή και έτσι η συναλλαγή δεν πραγματοποιήθηκε. Β) Στις την 20-9-2002, οι ανωτέρω κατηγορούμενοι κατάρτισαν από κοινού α) το σώμα της υπ' αριθμ. ... επιταγής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, αφού αυτή ουδέποτε χορηγήθηκε στην εγκαλούσα εταιρία, αλλά ούτε και σε κάποιον άλλο πελάτη της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (βλ. το από 3-10-2002 έγγραφο της ανωτέρω Τράπεζας), στην οποία έθεσαν ημερομηνία εκδόσεως την 20-1-2003, τόπο εκδόσεως τον Πειραιά, ποσό σε ευρώ αριθμητικώς "18.635" και ολογράφως "δεκαοκτώ χιλιάδες εξακόσια τριάντα πέντε", σε διαταγή "εμού του ιδίου", για να πληρωθεί από τον υπ' αριθμ. .... λογαριασμό της εγκαλούσας εταιρίας στην ανωτέρω Τράπεζα, ενώ στην θέση του εκδότη έθεσαν την ανωτέρω σφραγίδα της εγκαλούσας εταιρίας και κατ' απομίμηση και χωρίς καμία εντολή η συναίνεση προς τούτο την υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου αυτής και β) το σώμα της υπ' αριθμ. ... ή ... (ο τέταρτος αριθμός είναι δυσδιάκριτος) επιταγής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, αφού αυτή ουδέποτε χορηγήθηκε στην εγκαλούσα εταιρία, αλλά ούτε και σε κάποιον άλλο πελάτη της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (βλ. το από 3-10-2002 έγγραφο της ανωτέρω Τράπεζας), στην οποία έθεσαν ημερομηνία εκδόσεως την 1-3-2003, τόπο εκδόσεως την Αθήνα, ποσό σε ευρώ, αριθμητικώς "16.520" και ολογράφως "δεκαέξι χιλιάδες πεντακόσια είκοσι", σε διαταγή εμού του ιδίου, για να πληρωθεί από τον υπ' αριθμ .... ανύπαρκτο λογαριασμό (βλ. το από 3-10-2002 έγγραφο της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος), ενώ στην θέση του εκδότη έθεσαν την ανώτερο σφραγίδα της εγκαλούσας εταιρίας και κατ' απομίμηση και χωρίς καμία εντολή ή συναίνεση προς τούτο, την υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου αυτής. Και στις δύο αυτές επιταγές έθεσαν στην θέση του πρώτου οπισθογράφου την ανωτέρω σφραγίδα της εγκαλούσας εταιρίας και κατ' απομίμηση και χωρίς να έχουν καμία εντολή ή συναίνεση προς τούτο, την υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της. Προέβησαν στην πράξη τους αυτή έχοντας σκοπό να παραπλανήσουν τους τρίτους κομιστές αυτής για γεγονός που έχει έννομες συνέπειες, ότι δηλαδή η επιταγή έχει εκδοθεί νομίμως από την εγκαλούσα. Στη συνέχεια, έκαναν χρήση της ανωτέρω πλαστής επιταγής δια του έκτου κατηγορουμένου - εκκαλούντος Χ, ο οποίος εμφανίστηκε στον Ψ, που διατηρεί επιχείρηση εμπορίας ξυλείας με έδρα την ..., οδός ... και υποκατάστημα στην ..., οδός ... και του παρέδωσε τις παραπάνω δύο πλαστές επιταγές για να τις προεξοφλήσει. Επίσης, του παρέδωσε και το από 23-8-2002 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών του προς την εγκαλούσα εταιρία, το οποίο όμως δεν έφερε την υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της, παρά μόνο την δική του ως εκδότη. Όμως, ο Ψ επικοινώνησε αμέσως με τους εκπροσώπους της εγκαλούσας εταιρίας, και τους απέστειλε φωτοτυπίες των δύο επιταγών. Αυτοί τον διαβεβαίωσαν ότι και οι δύο είναι πλαστές. Κατόπιν τούτου ενημέρωσε τον κατηγορούμενο, ο οποίος κατέστρεψε τα σώματα των επιταγών. Γ) Το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2002, οι ανωτέρω κατηγορούμενοι κατάρτισαν από κοινού το σώμα της υπ' αριθμ. ... επιταγής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, στην οποία έθεσαν ημερομηνία εκδόσεως την 5-10-2002, τόπο εκδόσεως "...", ποσό σε ευρώ, αριθμητικώς "9.714" και ολογράφως "εννέα χιλιάδες επτακόσια δεκατέσσερα", σε διαταγή της πρώτης κατηγορουμένης Ζ, για να πληρωθεί από τον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό της εγκαλούσας εταιρίας στην ανωτέρω Τράπεζα, ενώ στην θέση του εκδότη έθεσαν την ανωτέρω σφραγίδα της εγκαλούσας εταιρίας και κατ' απομίμηση και χωρίς καμία εντολή ή συναίνεση προς τούτο, την υπογραφή του εκπροσώπου αυτής. Προέβησαν στην πράξη τους αυτή έχοντας σκοπό να παραπλανήσουν τους τρίτους κομιστές αυτής για γεγονός που έχει έννομες συνέπειες, ότι δηλαδή η επιταγή έχει εκδοθεί νομίμως από την εγκαλούσα. Στη συνέχεια, έκαναν χρήση της ανωτέρω πλαστής επιταγής δια της πρώτης κατηγορουμένης Ζ, η οποία οπισθογράφησε την επιταγή αυτή στον δεύτερο κατηγορούμενο Γ, ο οποίος με τη σειρά του την οπισθογράφησε εκ νέου στην Ζ. Αμέσως μετά, η Ζ την οπισθογράφησε και την παρέδωσε στην εταιρία "ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΟΥΛΟΥΡΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΙΣΤΙΚΗ - ΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ Α.Ε.". Στις 9-10-2002 ο .... εμφάνισε την ανωτέρω επιταγή στην πληρώτρια Τράπεζα, όμως αυτή δεν πληρώθηκε, αλλά αποκρούστηκε και σφραγίστηκε, λόγω ανομοιότητας της υπογραφής του υπογράφοντος κάτω από την επωνυμία της φερομένης εκδότριας εγκαλούσας εταιρείας με το τηρούμενο στο κατάστημα δείγμα υπογραφής του νομίμου εκπροσώπου αυτής, ενώ το σώμα επιταγής δεν είχε χορηγηθεί από το κατάστημα αυτό στην δικαιούχο του λογαριασμού, (βλ. το από 14-10-2002 έγγραφο της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος). Δ) Στις 10-10-2002, οι ανωτέρω κατηγορούμενοι κατάρτισαν από κοινού το σώμα της υπ' αριθμ. ... επιταγής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, στην οποία έθεσαν ημερομηνία εκδόσεως την 10-10-2002 τόπο εκδόσεως την Αθήνα, ποσό σε ευρώ, αριθμητικώς "9.625" και ολογράφως "εννέα χιλιάδες εξακόσια είκοσι πέντε", σε διαταγή της πρώτης κατηγορουμένης Ζ, για να πληρωθεί από τον υπ' αριθμ. .... λογαριασμό της εγκαλούσας εταιρίας στην ανωτέρω Τράπεζα, ενώ στην θέση του εκδότη έθεσαν την ανωτέρω σφραγίδα της εγκαλούσας εταιρίας και κατ' απομίμηση και χωρίς καμία εντολή ή συναίνεση προς τούτο, την υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου αυτής. Προέβησαν στην πράξη τους αυτή έχοντας σκοπό να παραπλανήσουν τους τρίτους κομιστές αυτής για γεγονός που έχει έννομες συνέπειες, ότι δηλαδή η επιταγή έχει εκδοθεί νομίμως από την εγκαλούσα. Στη συνέχεια, έκαναν χρήση της ανωτέρω πλαστής επιταγής δια της πρώτης κατηγορουμένης Ζ η οποία αυθημερόν οπισθογράφησε την επιταγή στον δεύτερο κατηγορούμενο Γ, ο οποίος αμέσως την οπισθογράφησε στην ίδια και στη συνέχεια αυτή την εμφάνισε στο κατάστημα της Τράπεζας EFG EUROBANK επί της οδού ... στην .... Την 14-10-2002, η επιταγή εμφανίστηκε στο Γραφείο Συμψηφισμού της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, όμως δεν πληρώθηκε, αλλά αποκρούστηκε και σφραγίστηκε, λόγω ανομοιότητας της υπογραφής του υπογράφοντος κάτω από την επωνυμία της φερομένης εκδότριας εγκαλούσας εταιρείας με το τηρούμενο στο κατάστημα δείγμα υπογραφής του νομίμου εκπροσώπου αυτής, ενώ το σώμα της επιταγής δεν είχε χορηγηθεί από το κατάστημα στον δικαιούχο του λογαριασμού, (βλ. το από 5-11-2002 έγγραφο της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος). Ε) Στις 10-12-2002, οι ανωτέρω κατηγορούμενοι κατάρτισαν από κοινού το σώμα της υπ' αριθμ. ... επιταγής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, αυτή ουδέποτε χορηγήθηκε στην εγκαλούσα εταιρία, αλλά ούτε και σε κάποιον άλλο πελάτη της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (βλ. το από 27-6-2002 έγγραφο της ανωτέρω Τράπεζας), στην οποία έθεσαν ημερομηνία εκδόσεως την 26-12-2002, τόπο εκδόσεως ..., ποσό σε ευρώ, αριθμητικώς "10.000" και ολογράφως "δέκα χιλιάδες", σε διαταγή "εμού του ιδίου", για να πληρωθεί από τον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό της εγκαλούσας εταιρίας στην ανωτέρω Τράπεζα, ενώ στην θέση του εκδότη έθεσαν την ανωτέρω σφραγίδα της εγκαλούσας εταιρίας και κατ' απομίμηση και χωρίς καμία εντολή ή συναίνεση προς τούτο, την υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου αυτής. Ακολούθως στη θέση του πρώτου οπισθογράφου ανέγραψαν την επωνυμία της εταιρίας "Αμφιτρύων Προμόσιον ΑΕ" και έθεσαν κατ' απομίμηση και χωρίς καμία εντολή ή συναίνεση προς τούτο την υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της, στη θέση του δεύτερου οπισθογράφου ανέγραψαν το ονοματεπώνυμο του .... και έθεσαν κατ' απομίμηση και χωρίς καμμία εντολή ή συναίνεση προς τούτο την υπογραφή του τελευταίου. Προέβησαν στην πράξη τους αυτή έχοντας σκοπό να παραπλανήσουν τους τρίτους κομιστές αυτής για γεγονός που έχει έννομες συνέπειες, ότι δηλαδή η επιταγή έχει εκδοθεί νομίμως από την εγκαλούσα. Στη συνέχεια, έκαναν χρήση της ανωτέρω πλαστής επιταγής παραδίδοντάς τη σε άτομο με το όνομα ..., η οποία την παρέδωσε στο .....
Από τα ανωτέρω προαναφερθέντα προκύπτει ότι, η πρώτη κατηγορουμένη Ζ, ο δεύτερος κατηγορούμενος Γ (ως προς τον οποίο έχει παύσει η ποινική δίωξη), η τέταρτη κατηγορουμένη Φ, ο πέμπτος κατηγορούμενος Β και ο έκτος κατηγορούμενος - εκκαλών Χ, στην ..., κατά το χρονικό διάστημα από την 20-6-2002 έως και την 10-12-2002, δρώντας από κοινού: α) κατάρτισαν τα σώματα των ανωτέρω έξι επιταγών, β) κατασκεύασαν, με άγνωστο τρόπο, την ανωτέρω σφραγίδα της εγκαλούσας εταιρίας, γ) συμπλήρωσαν τα στοιχεία των επιταγών αυτών, όπως ανωτέρω περιγράφεται, δ) έθεσαν στην θέση του εκδότη αυτών την πλαστή αυτή σφραγίδα και κατ' απομίμηση, χωρίς να έχουν προς τούτο καμία εντολή ή συναίνεση, την υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της εγκαλούσας εταιρίας, ώστε να παραπλανήσουν τους τρίτους, κομιστές αυτών, ότι οι ανωτέρω επιταγές έχουν εκδοθεί από την εγκαλούσα εταιρία και ε) έκαναν χρήση των έξι πλαστών επιταγών κυκλοφορώντας αυτές με τους τρόπους που ανωτέρω περιγράφονται, αλλάζοντας το πρόσωπο που τις εμφάνιζε σε κάθε περίπτωση. Με τις επιμέρους αυτές πράξεις τους σκόπευαν να προσπορίσουν στον εαυτό τους περιουσιακό όφελος, το οποίο ανέρχεται συνολικά στο χρηματικό ποσό των 86.594 ευρώ, βλάπτοντας κατά το αντίστοιχο ποσό την περιουσία της εγκαλούσας, είναι δε αδιάφορο ότι δεν επιτεύχθηκε πραγματικά το επιδιωχθέν όφελος, ούτε η βλάβη που σκοπήθηκε σε βάρος της εγκαλούσας. Ο έκτος κατηγορούμενος Χ στην από 15-4-2005 απολογία του, στο σχετικό απολογητικό του υπόμνημα, αλλά και με τους λόγους έφεσης αρνείται τις αποδιδόμενες κατηγορίες και ισχυρίζεται ότι παρέλαβε πράγματι τις επιταγές των 18.635 και 16.250 ευρώ, στις οποίες και μόνο εμπλέκεται το όνομά του, πλην όμως έπεσε θύμα απάτης, ενώ με τις λοιπές επιταγές ουδεμία σχέση έχει. Συγκεκριμένα ισχυρίζεται ότι κάποιο άγνωστο άτομο, το οποίο του δήλωσε ότι ονομάζεται Κ του ανέθεσε εργασίες εκσκαφής σε ένα οικόπεδό του στην οδό ... στην .., ότι μετά την εκτέλεση των εργασιών το άγνωστο αυτό άτομο του παρέδωσε τις ανωτέρω δύο επιταγές ποσού 18.635 και 16.250 ευρώ, έναντι αμοιβής του, τις οποίες αυτός, αφού πρώτα επικοινώνησε με την πληρώτρια τράπεζα και τον διαβεβαίωσε ότι ο λογαριασμός της εγκαλούσας ήταν "εντάξει", α) παρέδωσε στον Ψ για να τις προεξοφλήσει, επειδή είχε ανάγκη χρημάτων για να πληρώσει το συνεργείο που είχε εκτελέσει τις εργασίες. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί ελέγχονται ως ουσιαστικά αβάσιμοι, και καταρρίπτονται ειδικότερα από τα εξής: 1) Δεν συνηθίζεται στις συναλλαγές η ανάληψη τόσο μεγάλων έργων χωρίς να ελεγχθεί η ταυτότητα και φερεγγυότητα του εργοδότη, αλλά και χωρίς να συνταχθεί έγγραφο για τους όρους της σύμβασης. Η εγκαλούσα εταιρία δεν έχει στην κυριότητά της οικόπεδο στη ..., ούτε ο νόμιμος εκπρόσωπός της ανέθεσε οποιαδήποτε εργασία στον κατηγορούμενο - εκκαλούντα. Εξάλλου η έκδοση από τον έκτο κατηγορούμενο - εκκαλούντα Χ του 22/23-8-2002 τιμολογίου παροχής υπηρεσιών προς την εγκαλούσα με αιτιολογία "χωματουργικές εργασίες και απομάκρυνση μπάζων στο έργο ..., οδός .... και η παράδοσή του στον Ψ, έγινε προκειμένου ο τελευταίος να πεισθεί ότι τον εκκαλούντα - κατηγορούμενο κομιστή των επιταγών και την εγκαλούσα - εκδότρια των επιταγών συνέδεε νόμιμη συμβατική σχέση, δεν αποδεικνύει δε και πραγματική εκτέλεση έργου, αφού δεν φέρει την υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου της εγκαλούσας εταιρίας, παρά μόνο την υπογραφή του εκκαλούντος - κατηγορουμένου, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο ανωτέρω κατηγορούμενος ουδέν άλλο στοιχείο προσκόμισε για την εκτέλεση του έργου, όπως φωτογραφίες από το εκτελεσθέν έργο, βεβαιώσεις από ΙΚΑ για ασφάλιση του απασχοληθέντος προσωπικού, φορολογικές του δηλώσεις από τις οποίες να προκύπτει δήλωση εισοδημάτων από χωματουργικές εργασίες. 2) Στο ανωτέρω τιμολόγιο αναγράφεται η λέξη "ΕΞΟΦΛΗΘΗ", πλην όμως, στην περίπτωση παράδοσης επιταγής προς κάλυψη οφειλόμενης εργολαβικής αμοιβής, δεν συνηθίζεται στις συναλλαγές η βεβαίωση εξόφλησης της αμοιβής από τον εργολάβο πριν την είσπραξη της επιταγής. 3) Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου - εκκαλούντος ότι είχε την διαβεβαίωση της πληρώτριας Τράπεζας σχετικά με το ότι ο λογαριασμός της εκδότριας εταιρίας ήταν "εντάξει", διαψεύδεται από το από 3-10-2002 έγγραφο της πληρώτριας Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, σύμφωνα με το οποίο ο λογαριασμός επί του οποίου συρόταν η δεύτερη εκ των ανωτέρω επιταγών ήταν ανύπαρκτος, επιπλέον δε ότι οι ανωτέρω δύο επιταγές δεν είχαν χορηγηθεί στην εγκαλούσα, ούτε σε κάποιον άλλο πελάτη της. 4) Διαφορετικός είναι ο λόγος της προεξόφλησης των επιταγών που επικαλείται ο εκκαλών - κατηγορούμενος Χ (πληρωμή συνεργείου), από εκείνον που επικαλείται ο Ψ στην από 23-1-2004 ένορκη κατάθεση του (επισκευή φορτηγού). 5) Ο εκκαλών - κατηγορούμενος δεν δίνει καμία πειστική εξήγηση γιατί, αφού, όπως ισχυρίζεται, έπεσε θύμα απάτης, δεν προέβη σε καμία δικαστική ή εξώδικη ενέργεια σε βάρος αυτών που τον εξαπάτησαν, αλλά έσκισε τις πλαστές επιταγές, που ήταν το αποδεικτικό στοιχείο, το οποίο θα μπορούσε να θεμελιώσει την εξαπάτησή του.
Επειδή, απ' όσα ανωτέρω προεκτέθηκαν και σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη του παρόντος για τη θεμελίωση της ένδικης άδικης πράξης, προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις σε βάρος και του έκτου κατηγορουμένου - εκκαλούντος Χ για την αποδιδόμενη σ'αυτόν αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως από κοινού και κατ' εξακολούθηση, από υπαίτιους που σκόπευαν να προσπορίσουν στον εαυτό τους περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτους, το οποίο (συνολικό όφελος) υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών ή των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ.
Συνεπώς νόμιμη συντρέχει περίπτωση να παραπεμφθεί ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, το οποίο είναι καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 1, 119 παρ. 1, 122 παρ. 1 ΚΠΔ, προκειμένου να δικαστεί για την πιο πάνω πράξη...".
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού στο βούλευμα εκτίθενται με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 45, 216 παρ. 1, 3α, τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, προσδιορίζεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα η ταυτότητα των εγγράφων (επιταγών) τα οποία από κοινού ο αναιρεσείων και οι συγκατηγορούμενοί της κατήρτισαν ως δήθεν εκδοθέντα και υπογραφόμενα από τον νόμιμο εκπρόσωπο της εγκαλούσας εταιρίας και εξηγεί το συμβούλιο από ποια στοιχεία πείθεται ότι τα ανωτέρω έγγραφα είναι πλαστά καθ' όλο το περιεχόμενο αυτών και κατά την υπογραφή του φερόμενου ως εκδότη. Περαιτέρω με σαφή και πλήρη αιτιολογία το βούλευμα αποκρούει τους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, τέλος δε παρατίθενται οι σκέψεις από τις οποίες το Συμβούλιο κατέληξε στο αποδεικτικό πόρισμα της συναυτουργικής δράσης του κατηγορουμένου και των λοιπών συμμετόχων στο έγκλημα, για δε την πληρότητα της αιτιολογίας δεν ήταν αναγκαίο να εξειδικεύονται οι επί μέρους υλικές ενέργειες καθενός των συμμετόχων στο έγκλημα αυτό. Συνεπώς, ο μόνος από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται το βούλευμα για έλλειψη αιτιολογίας, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 22-8-2008 αίτηση του Χ, για αναίρεση του υπ' αριθμ. 1021/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 9 Ιανουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιανουαρίου 2009.-
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ