Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.
Περίληψη:
Στοιχεία κακουργηματικής απάτης τελεσθείσας κατ’ επάγγελμα. Ορθή και αιτιολογημένη παραπομπή της αναιρεσείουσας για κακουργηματική απάτη κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη περιουσιακή ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ. Απορρίπτει.
Αριθμός 1672/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοΐνη και Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 13 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1 περί αναιρέσεως του με αριθμό 1418/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητά τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Σεπτεμβρίου 2007 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1692/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την με αριθμό 509/17.12.2007 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω κατ' αρθρ. 485 &1 ΚΠΔ την με αριθμ. 198/20-9-2007 αίτηση της Χ1 για αναίρεση του με αριθμ. 1418/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών , το οποίο δέχθηκε κατ' ουσία την με αριθμ. 70/16-2-2007 έφεση του πολιτικώς ενάγοντα κατά του με αριθμ.430/2007 απαλλακτικού για την αναιρεσείουσα βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και την παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί για απάτη κατ' εξακολούθηση, με περιουσιακή ζημία άνω των 73.370 ευρώ και εκθέτω τα ακόλουθα: Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από κατηγορούμενη με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και συντάχθηκε η με αριθμ. 198/2007 έκθεση αναίρεσης στην οποία περιέχονται οι συγκεκριμένοι λόγοι και οι πλημμέλειες κατά του προσβαλλόμενου βουλεύματος και στρέφεται κατά βουλεύματος που την παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματική πράξη (άρθρ. 484 & 1 περ δ, ΚΠΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι. Ο μοναδικός προβαλλόμενος λόγος συνίσταται όπως αναφέρεται στην αίτηση αναίρεσης ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ειδικά ότι δεν υπάρχουν πραγματικά περιστατικά προς υποστήριξη της υποκειμενικής υπόστασης της πράξης της απάτης αλλά το προσβαλλόμενο βούλευμα στηρίχθηκε σε υποθετικούς συλλογισμούς που εμπεριέχονται μόνο στην κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντα ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν εκτίθενται σαφή και συγκεκριμένα περιστατικά από τα οποία να θεμελιώνονται οι ενδείξεις ενοχής της και ότι δεν περιέχονται αποδεικτικά στοιχεία που να δικαιολογούν την υπαγωγή τους στην διάταξη του 386 &1-3 ΠΚ που εφαρμόστηκε. Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δυο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και να πραγματοποιήσει το όφελος αυτό, β)εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παράγωγο αίτιο, παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις χωρίς να απαιτείται και ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος προσώπου. Ως γεγονότα δε νοούνται τα αναφερόμενα σε πραγματικά περιστατικά, παρελθόντα ή τουλάχιστον υπάρχοντα κατά το χρόνο της παράστασης από το δράστη ως αληθινών, όχι δε και τα δυνάμενα να συμβούν στο μέλλον, εκτός αν οι στο μέλλον αναφερόμενες διαβεβαιώσεις παρίστανται ως απλή συνέπεια μιας συγχρόνως παριστάμενης παρούσας ή παρελθούσας πραγματικής κατάστασης (ΑΠ,1913 /2000,ΑΠ 1820/ 2003, ΑΠ 55/20041944/2003 ΑΠ 190/2005). Εξάλλου κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/96, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Η παράγραφος όμως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/99, που άρχισε να ισχύει από 3 Ιουνίου 1999 ως εξής: "Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών, ή β) το περιουσιακό όφελος ή ζημία που προξενήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών". Από τη διατύπωση της τελευταίας αυτής διάταξης προκύπτει ότι για να είναι πλέον η απάτη κακούργημα πρέπει ο υπαίτιος ή να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελός του ή η ζημία του παθόντος να υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών, ή, χωρίς τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιπτώσεων κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, αλλά το όφελος που επιδιώκει ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε να υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών (ΑΠ 2200/2002 ΑΠ 692/200). Εξάλλου επί της κατ' εξακολούθηση απάτης για το χαρακτηρισμό αυτής ως κακουργήματος με βάση το ως άνω ποσό του οφέλους ή της βλάβης λαμβάνεται υπόψη, το συνολικό όφελος αυτού ή η συνολική ζημία των παθόντων αν ο δράστης με τις μερικότερες πράξεις απέβλεπε στο αποτέλεσμα αυτό (ΑΠ 32/2003, ΑΠ 1307/2002, ΑΠ 2900/2002). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δέχθηκε ανέλεγκτα ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία λεπτομερώς αναφέρει, προέκυψαν τα εξής: Στις αρχές Απριλίου 2000 οι Χ2 και Χ3 συνδεόμενοι με πολυετή φιλία με τους μηνυτές σε συζήτηση που είχαν τους πληροφόρησαν ότι είχαν κάνει επικερδή επένδυση ενός ποσού 15.000 δολ. ΗΠΑ στον διεθνή επενδυτικό οργανισμό ''.......'' με εγγυημένες μηνιαίες αποδόσεις της τάξης 1,5 έως 1,9 % και ότι εκπρόσωπος του επενδυτικού οίκου ήταν η αναιρεσείουσα η οποία μέχρι πρότινος ήταν στην Κύπρο και ότι είχε έρθει στην Ελλάδα λόγω του γάμου της με τον ....... και ότι τα γραφεία του επενδυτικού οίκου στην Ελλάδα τα οποία και διηύθυνε η αναιρεσείουσα βρισκόταν στον οδό ..... και ότι η παραπάνω είχε αναλάβει την προώθηση των εργασιών του διεθνούς ομίλου που αναφέρθηκε παραπάνω στην Νότια Ευρώπη . Οι μηνυτές συνάντησαν την αναιρεσείουσα στην οικία των παραπάνω και θέλησαν να πληροφορηθούν σχετικά με αυτόν τον επενδυτικό οργανισμό, τις αποδόσεις των επενδύσεων και την ασφάλειά τους . Η αναιρεσείουσα τους πληροφόρησε για τα επενδυτικά προγράμματα του οργανισμού τους παρέστησε ότι είναι εκπρόσωπος του οργανισμού αυτού , τους ανέφερε ότι το ύψος των αποδόσεων για ποσό επένδυσης 100.000 δολ. ΗΠΑ ανερχόταν στο ύψος του 1,5-1,9% ότι η ελάχιστη διάρκεια της επένδυσης ήταν δωδεκάμηνη, ότι προσφέρονταν η δυνατότητα επιλογής της ετησίας ή της μηνιαίας απόληψης του προϊόντος της επένδυσης τους και ότι η επένδυσης τους ήταν απόλυτα ασφαλής και εγγυημένη λόγω της φερεγγυότητας του παραπάνω οργανισμού και των δισεκατομμυριούχων ιδρυτών του Γ1 και Γ2 με τους οποίους βρισκόταν σε διαρκή επικοινωνία , μάλιστα δε για την ενίσχυση των ανωτέρω δήθεν εμπιστευτικά τους είπε ότι ο οργανισμός αυτός μπορούσε και έδινε τέτοια ποσοστά κέρδους γιατί ο οργανισμός αυτός έδιδε βραχυχρόνιες πιστώσεις με υψηλά επιτόκια σε κρατικούς οργανισμούς και πολυεθνικές επιχειρήσεις και τραπεζικά ιδρύματα και προέβη σε σχετική απαρίθμηση κρατών κα μεγάλων εταιρειών και τους συνέστησε να επιλέξουν την επένδυση με μηνιαία κεφαλαιοποίηση για μεγιστοποίηση της απόδοσης της επένδυσης τους . Σε σχετική ερώτηση του μηνυτή περί του ότι αυτό τον επενδυτικό οργανισμό τον αγνοούσε , του απάντησε και τον διαβεβαίωσε ότι ο οργανισμός αυτός δεν ήταν υπεράκτια εταιρεία (off shore ) αλλά διεθνής επενδυτικός οργανισμός με έδρα το Λονδίνο τους κάλεσε δε στα γραφεία της εταιρείας για περισσότερες λεπτομέρειες και για πληρέστερη ενημέρωση. Ο μηνυτές πράγματι την επισκέφτηκαν στα γραφεία της εταιρείας στην .... όπου και επανέλαβε τις ίδιες διαβεβαιώσεις για την επένδυση που αυτοί επιθυμούσαν να κάνουν τους έδωσε σχετικά φυλλάδια για επενδυτικά πλάνα και προϊόντα με υψηλές αποδόσεις και τους υποσχέθηκε ότι θα έκανε διαπραγματεύσεις για λογαριασμό τους με την εταιρεία στο Λονδίνο προκειμένου να επιτύγχανε για λογαριασμό τους μεγαλύτερη απόδοση. Μετά από αυτά οι μηνυτές πείστηκαν και έκαναν επένδυση του ποσού των 100.000 με μηνιαία κεφαλαιοποίηση και για το σκοπό υπογράφηκε προετοιμασμένη σύμβαση την όποία από πλευράς της εταιρείας υπήρχε υπογραφή αγνώστου σ' αυτούς ατόμου άλλα προσυπεγράφη και από την αναιρεσείουσα. Στην σύμβαση αυτή αναφέρονταν μεταξύ των άλλων και η δωδεκάμηνη διάρκεια της επένδυσης, το εγγυημένο της απόδοσης, το ποσοστό της μηνιαίας απόδοσης και ο όρος του ανατοκισμού. Ακολούθησε χρονικό διάστημα μέχρι του μηνός Ιουνίου 2000 κατά το οποίο γινόταν τακτική ενημέρωση για την επένδυση τους και οι μηνυτές ζήτησαν την τροποποίηση της σύμβασης ώστε αντί να κεφαλοποιείται το ποσοστό απόδοσης κεφαλαίου να αποδίδεται ανά μήνα. Η αναιρεσείουσα το απέκλεισε λέγουσα ότι τα κεφάλαια τους είχαν επενδυθεί σε επενδυτικό πρόγραμμα της...... LtD και τους παρότρυνε να επενδύσουν πλέον στον οργανισμό αυτό με μηνιαία απόδοση 1,5% και τους παρέστησε ότι και ο οργανισμός αυτός ήταν φερέγγυος. Μετά από αυτά οι μηνυτές αποφάσισαν να συνάψουν νέα επενδυτική σύμβαση με την εταιρεία αυτή . Μετά ταύτα και κατά τον μήνα Δεκέμβριο 2000 μετά από το ''περπάτημα ''της προηγούμενης σύμβασης η αναιρεσείουσα παρότρυνε και οι μηνυτές πείστηκαν να προβούν σε νέα επένδυση άλλων 50.000 δολ. ΗΠΑ στην νέα εταιρεία στο ίδιο επενδυτικό προϊόν Κατά τον Απρίλιο 2001 η αναιρεσείουσα με την λήξη των επενδυτικών συμβάσεων παρότρυνε τους μηνυτές και οι μηνυτές δέχθηκαν λόγω των βεβαιώσεων και της καλλιεργημένης σ' αυτούς πίστης για την ασφάλεια της επένδυσης τους να μην αναλάβουν το ποσό των 150.000 αλλά να το επανεπενδύσουν με εγγυημένη απόδοση 1,833% και να μεταφέρουν την ετήσια απόδοση του κεφαλαίου τους σε ένα άλλο λογαριασμό για τον οποίο και υπέγραψαν σχετική σύμβαση. Ο μηνυτές κατά τον Μάρτιο για δικός τους λόγους θέλησαν να μην ανανεώσουν την επένδυση τους των 150.000 και ζήτησαν την επιστροφή του ποσού αυτού επιδίδοντας σχετική επιστολή παρά τις προσπάθειες της αναιρεσείουσα να τους αποτρέψει. Μετά ταύτα και μετά την πάροδο της 45ήμερης συμβατικής προθεσμίας επιστροφής του κεφαλαίου τους και ενώ ανέμεναν της επιστροφή του κεφαλαίου τους η αναιρεσείουσα τους ενημέρωσε τηλεφωνικά ότι η εταιρεία αδυνατούσε να τους επιστρέψει τα χρήματα τους γιατί έλαβαν χώρα απρόβλεπτα γεγονότα και τα περιουσιακά στοιχεία της δεσμεύτηκαν και τους συνέστησε υπομονή. Λίγες μέρες αργότερα τους πληροφόρησε ότι σε συνεννόηση με τους συνιδιοκτήτες της ..... είχε φροντίσει να μεταφέρει την επένδυση τους σε νέο επενδυτική εταιρεία με μεγάλη ακίνητη περιουσία και ότι η σταδιακή εκποίηση της θα έδινε την ευκαιρία να τους επιστρέψουν την επένδυση τους αρκεί να υπέγραφαν διετή σύμβαση επένδυσης των κεφαλαίων τους, γεγονός που έγινε μπροστά στον κίνδυνο να χάσουν τα χρήματα τους υπογράψαντες νέα σύμβαση με την επενδυτική εταιρεία ...... LtD στην εταιρεία .... LtD και στη συνέχεια μετά από υπόδειξη της αναιρεσείουσας υπέγραψαν νέα σύμβαση για μεταφορά της επένδυσης όλως των επενδυτικών τους λογαριασμών στην εταιρεία ''..... '' και την ... υπέγραψαν σύμβαση εκχώρησης μετά από υπόδειξη της αναιρεσείουσας των δικαιωμάτων τους στην τελευταία εταιρεία. Τελικά το ποσό των χρημάτων τους που είχαν επενδύσει μετά από τις συστάσεις τις κατευθύνσεις και τις παραστάσεις της αναιρεσείουσας το απώλεσαν γιατί κανένα ποσό δε τους επιστράφηκε από την έρευνα δε που έκαναν διαπιστώθηκε ότι η αρχική εταιρεία που τους συνέστησε ήταν υπεράκτια εταιρεία και ότι οι διευθύνοντες σύμβουλοι κηρύχθηκαν σε κατάσταση πτώχευσης και ότι η εταιρεία αυτή είχε εμπλακεί σε σκανδαλώδεις επενδυτικές δραστηριότητες γι' αυτό και αποτέλεσε αντικείμενο έλεγχο με συνέπεια να μεταφέρει την έδρα της από τις Μπαχάμες που ήταν και όχι στο Λονδίνο στην Γρενάδα των Δυτικών Ινδιών και ότι από τις αρχές διαφόρων κρατών η εταιρεία αυτή ουσιαστικά εκπροσωπούσε οργανισμό υπόπτων δραστηριοτήτων . και ότι όλα αυτά η αναιρεσείουσα τα γνώριζε και παρά ταύτα τα απέκρυπτε , παριστάνοντας άλλα και για τον λόγο κάθε φορά που προέκυπτε σχετικό πρόβλημα κατηύθυνε την επένδυση των μηνυτών σε άλλη εταιρεία γνωρίζοντας το αφερέγγυο της κάθε μιάς από αυτές τις εταιρείες με συνέπεια οι μηνυτές να χάσουν τα χρήματα τους . Το προσβαλλόμενο βούλευμα περαιτέρω ασχολείται και απαντά στους απολογητικούς ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας τονίζοντας το ότι η αναιρεσείουσα ενεργούσε σαν εκπρόσωπος των εταιρειών αυτών, παρίστανε την υγιή επενδυτική δραστηριότητα τους, παρίστανε και εγγυόταν την φερεγγυότητα των εταιρειών αυτών όπως και το εξασφαλισμένο της επιστροφής των χρημάτων των μηνυτών τελούσα σε γνώση περί των αντιθέτων , ότι αυτή ενεργούσε σαν εκπρόσωπος - μεσίτης και ότι έπαιρνε και ποσοστά από τις καταρτιζόμενες συμβάσεις. πλέον της μηνιαίας αμοιβής της. Με τις παραδοχές αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα έχει πλήρη σαφή και συγκεκριμένη αιτιολογία και ότι ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στις παρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 98 και 386&1-3β με τις οποίες κατηγορήθηκε και ότι καμία αντίφαση δεν παρατηρείται στο σκεπτικό ούτε και υπάρχουν αντιφάσεις στην αιτιολογία του προσβαλλόμενου βουλεύματος.
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να απορριφθεί η με αριθμ. η με αριθμ. 198/20-9-2007 αίτηση της Χ1 για αναίρεση του με αριθμ. 1418/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών το οποίο δέχθηκε κατ ουσία την με αριθμ. 70/16-2-2007 έφεση του πολιτικώς ενάγοντα κατά του με αριθμ.430/2007 απαλλακτικού για την αναιρεσείουσα βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και την παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί για απάτη κατ' εξακολούθηση , με περιουσιακή ζημία άνω των 73.370 ευρώ. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος της αναιρεσείουσας. Αθήνα την 30-11-2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός".
Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ. προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται : α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, όντος αδιαφόρου, αν πραγματοποιήθηκε ή όχι ο σκοπός αυτός και β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος να προβεί σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή από την οποία επέρχεται ζημιά στην περιουσία του παραπλανηθέντος ή τρίτου. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα, που πρόκειται να συμβούν, δηλαδή ανάγονται στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις, εκτός αν οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα από ψευδείς παραστάσεις και διαβεβαιώσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρελθόν ή στο παρόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργείται η εντύπωση βάσει της εμφανιζομένης ψευδούς πραγματικής καταστάσεως, μελλοντικής εκπληρώσεως από το δράστη, που έχει ειλημμένη εξ υπαρχής την απόφαση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, οπότε αυτές, κατά την αληθινή έννοια της ανωτέρω διατάξεως, αποτελούν γεγονός και θεμελιώνουν, συντρεχόντων και των λοιπών απαιτουμένων συστατικών όρων, την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απάτης. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 παρ. 1.1 του Ν.2408/1996 και την εκ νέου αντικατάστασή της με άρθρο 14 παρ. 4 του Ν.2721/1999, η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η ζημία συνολική υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών ή 15.000 ευρώ και β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 13 περ. στ' του Π.Κ., όπως το εδάφιο προστέθηκε από το άρθρο 11 παρ. 1 του Ν.2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξεως συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση αυτής ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Επανειλημμένη τέλεση συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, αφού πρόκειται για μορφή πραγματικής ομοειδούς συρροής.
Συνεπώς, για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίπτωσης τελέσεως του εγκλήματος κατ' επάγγελμα απαιτείται, αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεσή του, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη καταδίκη του δράστη για το ίδιο έγκλημα. Κατ' επάγγελμα δε τέλεση υπάρχει και όταν η πράξη τελείται το πρώτον, όχι, όμως, ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή, όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, προκύπτει σκοπός του προς πορισμό εισοδήματος. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 98 ΠΚ, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν.2721/1999 και άρχισε να ισχύει από τις 3.6.1999, η αξία του αντικειμένου της πράξης και η περιουσιακή βλάβη ήτο περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Στην περίπτωση της απάτης κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα εφαρμόζεται η παραπάνω διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 98 του ΠΚ. Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από τον άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση (κυρία ή προανάκριση) για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση αιτιολογικού και διατακτικού, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κ.λ.π.), χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τί προέκυψε από το καθένα. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικονομικής του πεποίθησης, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι κατ' επιλογή μερικά από αυτά. Έτσι η εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων - έστω και εσφαλμένη δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως. Περαιτέρω, λόγω αναιρέσεως του βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' του ΚΠοινΔ, αποτελεί και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφήρμοσε. Περίπτωση τέτοιας εφαρμογής υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου για το λόγο ότι στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 1418/2007 βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που το εξέδωσε, με δικές του σκέψεις, δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα, που επιτρεπτώς, γενικώς κατά το είδος σ' αυτό αναφέρονται και συγκεκριμένα "από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, συμπεριλαμβανομένων και των ανωμοτί καταθέσεων των εγκαλούντων - πολιτικώς εναγόντων, τα επισυναπτόμενα στη δικογραφία έγγραφα, τα οποία λαμβάνονται όλα ανεξαιρέτως υπόψη και αν δεν γίνεται ειδικότερη μνεία αυτών, σε συνδυασμό με την απολογία των κατηγορουμένων και τα απολογητικά υπομνήματα που υπέβαλαν αυτοί, λαμβανομένων υπόψη και των ισχυρισμών των μηνυτών που περιέχονται στην ένδικη μήνυση, το περιεχόμενο της οποίας βεβαίωσαν ενόρκως αυτοί, προέκυψαν ως προς την αναιρεσείουσα κατηγορούμενη, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στις αρχές Απριλίου του έτους 2000, οι δύο τελευταίο κατηγορούμενοι Χ2 και Χ3, οι οποίοι είναι σύζυγοι και διατηρούσαν πολυετή οικογενειακή φιλία με το ζεύγος των εγκαλούντων Ψ1 (εκκαλούντα) και ......., επισκέφθηκαν τους τελευταίους στην οικία τους, όπου τους ανακοίνωσαν ότι είχαν τοποθετήσει το ποσό των 150.000 δολλαρίων ΗΠΑ σε μια εξαιρετικά επικερδή και απόλυτα ασφαλή επένδυση που διαχειρίζεται ο διεθνής επενδυτικός οργανισμός "......." με εγγυημένες μηνιαίες αποδόσεις της τάξεως του 1,50 - 1,90% κατά την προηγούμενη πενταετία. Ως εκπρόσωπο του ανωτέρω επενδυτικού οίκου που είχε αναλάβει την προώθηση των εργασιών του ανωτέρω διεθνούς οργανισμού στη Νότια Ευρώπη, παρουσίασαν την πρώτη κατηγορουμένη Χ1, βρετανίδα υπήκοο, η οποία είναι κουμπάρα τους. Η τελευταία, η οποία μέχρι την εγκατάσταση της το πρώτον στην Ελλάδα, το έτος 1999, λόγω του γάμου της με το δεύτερο κατηγορούμενο, αντιπροσώπευε τον ως άνω επενδυτικό οίκο στην Κύπρο, αμέσως μετά την εγκατάσταση της στη χώρα μας, ενεργώντας ως εκπρόσωπος του εν λόγω επενδυτικού οργανισμού στην Ελλάδα, άνοιξε σε συνεργασία με δικηγόρους, οι οποίοι επιλήφθηκαν των σχετικών νομικών θεμάτων, υποκατάστημα του ως άνω επενδυτικού ομίλου ("....") στεγαζόμενο σε πολυτελή γραφεία στην οδό ......, το οποίο διηύθυνε η ίδια, η οποία είχε αναλάβει την προώθηση των εργασιών του ανωτέρω διεθνούς ομίλου στη Νότια Ευρώπη. Οι εγκαλούντες, μόλις πληροφορήθηκαν από τους δυο τελευταίους κατηγορούμενους για την κατά τα ανωτέρω εξαιρετικά επικερδή και απόλυτα ασφαλή επένδυση του κεφαλαίου τους μέσω του διεθνούς επενδυτικού οργανισμού (".....") θέλησαν να ενημερωθούν από την πρώτη κατηγορουμένη Χ1 για τα επενδυτικά προγράμματα του εν λόγω επενδυτικού οίκου. Πράγματι, έπειτα από ένα τριήμερο, επισκέφθηκαν την κατοικία του ζεύγους Χ2 όπου συνάντησαν την πρώτη κατηγορουμένη. Εκεί η πρώτη κατηγορουμένη τους περιέγραψε συνοπτικά στην αγγλική γλώσσα, την οποία γνώριζαν καλά λόγω του ότι επί πολλά χρόνια ήταν εγκατεστημένοι στην Αμερική, το επενδυτικό πρόγραμμα της "......") εξηγώντας τους ότι ο επενδυτικός οργανισμός της προσφέρει για κεφάλαια 100.000 δολλαρίων ΗΠΑ εγγυημένη απόδοση 1,50% με 1,90% το μήνα, ότι η ελάχιστη διάρκεια της επενδύσεως είναι δωδεκάμηνη, ότι η επένδυση των κεφαλαίων τους διασφαλίζεται πλήρως στο 100%, του επενδυτικού οργανισμού αναλαμβάνοντος την υποχρέωση με τη λήψη της αντίστοιχης έγγραφης εντολής, να επιστρέψει την επένδυση τους σε αξία όχι μικρότερη του 100%, ότι προσφέρεται η επιλογή ανάμεσα στο δικαίωμα αναλήψεως της μηνιαίας αποδόσεως οποτεδήποτε και στη μηνιαία κεφαλαιοποίηση της αποδόσεως χωρίς δικαίωμα αναλήψεως και ότι χιλιάδες ιδιώτες επενδυτές σε όλες τις ηπείρους έχουν επωφεληθεί από τα προγράμματα της "....." και ακολούθως τους διαβεβαίωσε ότι η προτεινόμενη επένδυση και η μηνιαία απόδοση του κεφαλαίου τους είναι απόλυτα ασφαλείς και εγγυημένες λόγω της φερεγγυότητας του διεθνούς οργανισμού της "...." και των δισεκατομμυριούχων ιδρυτών της, Γ1 και Γ2, με τους οποίους, όπως τους εξήγησε ήταν σε διαρκή επαγγελματική επικοινωνία και κυρίως συνδεόταν με χρόνιους δεσμούς φιλίας. Ακολούθως, αφού τους "εκμυστηρεύτηκε" ότι ο επενδυτικός οργανισμός της έχει τη δυνατότητα να προσφέρει αποδόσεις της τάξεως του 1,90%, μηνιαίως, διότι παρέχει προνομιακά βραχυπρόθεσμες πιστώσεις με εξαιρετικά υψηλό επιτόκιο σε κρατικούς οργανισμούς, πολυεθνικές επιχειρήσεις και τραπεζικά ιδρύματα, αναφέροντας ενδεικτικά τις περιπτώσεις του Βρετανικού Στρατού και της Βritish Airways, τελικά τους συμβούλευσε να επιλέξουν τη μηνιαία κεφαλαιοποίηση της αποδόσεως για αυξημένα κέρδη, της τάξεως του 1,90% το μήνα. Σε σχετική ερώτηση του εκκαλούντος - πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος της δήλωσε ότι αγνοούσε την "......." λόγω της απειρίας τους σε ιδιόμορφες επενδυτικές συναλλαγές, η πρώτηκατηγορουμένη τους διαβεβαίωσε ότι δεν επρόκειτογια υπεράκτια (off shore) εταιρία αλλά για διεθνή επενδυτικό οργανισμό με έδρα το Λονδίνο, υποσχέθηκε ότι θα έλεγχε προσωπικά την πορεία του επενδυτικού λογαριασμού τους, επικαλούμενη ως περαιτέρω εγγύηση την ιδιότητα της ως παγκοσμίου φήμης επενδυτικής συμβούλου με εμπειρία στιςασφαλείς επενδύσεις υψηλών αποδόσεων σεσυνδυασμό με την ηγετική θέση της στην ".....", και τελικά τους κάλεσε ναεπισκεφτούν τα γραφεία του ως άνω επενδυτικούοργανισμού στη ..., αφού τους έδωσε σχετικήκάρτα με τη διεύθυνση των εν λόγω γραφείων.
Πράγματι μετά από λίγες ημέρες οι εγκαλούντεςεπισκέφτηκαν την πρώτη κατηγορουμένη σταπολυτελή γραφεία του ως άνω επενδυτικούοργανισμού στην οδό ......., όπου η τελευταία προς επίρρωση τωνως άνω διαβεβαιώσεών της τους έδωσε σχετικόδιαφημιστικό
φυλλάδιο
της "...") αναφερόμενο στις αποδόσεις των επενδυόμενων στην τελευταία κεφαλαίων, αφού τους υποσχέθηκε ότι θα ερχόταν σε διαπραγματεύσεις με την εταιρία στα κεντρικόγραφεία της, προκειμένου να επιτύχει την υψηλότερη πιθανή μηνιαία απόδοση για την επένδυση τους. Πεισθέντες από όλες τις παραπάνω διαβεβαιώσεις της πρώτης κατηγορουμένης, οι μηνυτές αποφάσισαν να συνάψουν επενδυτική σύμβαση δωδεκάμηνης διάρκειας με την εταιρία ".... LtD", που ανήκε στον ως άνω όμιλο και να καταβάλουν προς επένδυση στον εν λόγω επενδυτικό οργανισμό το ποσό των 100.000 δολλαρίων ΗΠΑ, αφού δήλωσαν στην πρώτη κατηγορουμένη ότι επιλέγουν τη μηνιαία κεφαλαιοποίηση της αποδόσεως, αρχομένης από τηλήψη των κεφαλαίων στο λογαριασμό της επενδυτικής εταιρίας. Προς υλοποίηση του εν λόγω προγράμματος, την 17-4-2000, ανέβασαν το ποσό των 100.000 δολαρίων ΗΠΑ σε τραπεζικό λογαριασμό της επενδυτικής εταιρίας με την επωνυμία ".... LtD" επί της .... LtD, που τους υπέδειξε η πρώτη κατηγορουμένη (βλ. την από ..... αίτηση εμβάσματος της Citibank καθώς και από το από ... έγγραφο της ".... LtD" που βεβαιώνει τη λήψη του κατατιθέμενου ποσού). Ακολούθως, υπάλληλος της πρώτης κατηγορουμένης κάλεσε τηλεφωνικά τους μηνυτές να μεταβούν στο παραπάνω υποκατάστημα να υπογράψουν το έντυποτης σχετικής με ημερομηνία ... επενδυτικήςσύμβασης, η οποία έφερε τα στοιχεία .... με την "..LtD", που εστάλη από το Λονδίνο, όπωςτους δήλωσε. Κατόπιν τούτου, προσήλθαν σταπολυτελή γραφεία της Χ1 επί της οδού ..... στη .... καιυπέγραψαν το αντίτυπο της ως άνω συμβάσεως, στηνοποία ήταν προεκτυπωμένα τα βασικά στοιχείααυτής, και η οποία, ήταν υπογεγραμμένη από κάποιοεκπρόσωπο της συμβαλλόμενης εταιρίας, ηταυτότητα του οποίου δεν προσδιοριζόταν στησύμβαση,
ενώ η πρώτη
κατηγορουμένη προσυπέγραψε στο κάτω μέρος της σύμβασης αυτής ως μάρτυρας. Στη σύμβαση δε αυτή, η οποία φέρει τον τίτλο "Συμφωνία προστατευόμενης τοποθέτησης κεφαλαίου σταθερής ανάπτυξης (με ανατοκισμό)" αναφέρονται όλοι οι συνομολογούμενοι όροι, μεταξύ των οποίων η δωδεκάμηνη διάρκεια της, η εγγυημένη μηνιαία απόδοση του κεφαλαίου τους σε ποσοστό 1,902303% το μήνα με ανατοκισμό των μηνιαίων αυτών αποδόσεων (όρος 3.1), ο όρος περί εγγυήσεως του κεφαλαίου τους (όρος 4.1), σύμφωνα με τον οποίο "ο Κύριος διασφαλίζει την επένδυση των κεφαλαίων του πελάτη πλήρως, στο 1 00%, σύμφωνα Ιμε το προασάρτημα 1 της Συμβάσεως", κατά το οποίο προσάρτημα 1 η συμβαλλόμενη επενδυτική εταιρία "αναλαμβάνει την υποχρέωση ότι με τη λήψη της αντίστοιχης έγγραφης εντολής της θα επιστρέψει στους συμβαλλόμενους επενδυτές (πελάτες) την επένδυση της σε αξία, όχι μικρότερη του 100%", και γενικά οι όροι που τους είχε περιγράψει προφορικά η πρώτη κατηγορουμένη. Κατά το χρονικό διάστημα που επακολούθησε μετά την κατάρτιση της ως άνω συμβάσεως η σύμβαση αυτή φαινόταν ότι λειτουργούσε κανονικά, δεδομένου ότι οι μηνυτές λάμβαναν τακτικά τις μηνιαίες καταστάσεις (statements) της ..... LtD για τον .... επενδυτικό λογαριασμό που τους απέστειλλε ή παρέδιδε η τελευταία στο γραφείο της πρώτης κατηγορουμένης και στις οποίες διαλαμβανόταν εξ ολοκλήρου η συμφωνημένη μηνιαία απόδοση, γεγονός το οποίο όχι μόνο δεν επέτρεπε την ελάχιστη υποψία στους εγκαλούντες για τυχόν αναλήθεια των διαβεβαιώσεων της πρώτης κατηγορουμένης, αλλά και τους ενέπνευσε ακόμη μεγαλύτερη εμπιστοσύνη προς το πρόσωπο της εν λόγω κατηγορουμένης. Στις αρχές Ιουνίου 2000 οι εγκαλούντες, παρακινηθέντες από τους δύο τελευταίους κατηγορούμενους οι οποίοι τους ενημέρωσαν ότι ήδη εισπράττουν τακτικά τη συμφωνημένη μηνιαία απόδοση του επενδυθέντος κεφαλαίου τους, αφού δεν είχαν επιλέξει τη μηνιαία κεφαλαιοποίηση της αποδόσεως, ζήτησαν από την πρώτη κατηγορουμένη την τροποποίηση της ισχύουσας επενδυτικής σύμβασης τους προκειμένου να αποκτήσουν δικαίωμα αναλήψεως της μηνιαίας απόδοσης του κεφαλαίου τους, πλην, όμως η τελευταία αφού τους εξήγησε ότι δικαίωμα αναλήψεως συνεπάγεται χαμηλότερη απόδοση (της τάξεως του 1,50% το μήνα) και τους δήλωσε ότι τα κεφάλαια τους είχαν ήδη δεσμευτεί σε διαδοχικές πιστώσεις της "...... LtD", τους παρότρυνε με πειστικότητα να τοποθετήσουν νέα κεφάλαια σε επενδυτικό πρόγραμμα της ".... LtD", με δικαίωμα αναλήψεως της μηνιαίας αποδόσεως για να "γεύονται τους καρπούς των χρημάτων τους" και τους προσέφερε εγγυημένη μηνιαία απόδοση της τάξεως του 1,50%. Συνεπεία των πιο πάνω παροτρύνσεων της πρώτης κατηγορουμένης, και ενόψει των προηγηθεισών κατά τα ανωτέρω διαβεβαιώσεων της προς αυτούς σχετικά με τη φερεγγυότητα του ως άνω επενδυτικού ομίλου, αλλά και του γεγονότος της τακτικής λήψεως των μηνιαίων καταστάσεων (statements) της "... LtD" για τον πρώτο υπ' αριθμ. ..... επενδυτικό λογαριασμό τους, οι εγκαλούντες Ι αποφάσισαν να συνάψουν νέα επενδυτική σύμβαση, με την εταιρία "...... LtD", δωδεκάμηνης διάρκειας και να καταβάλουν προς επένδυση στον εν λόγωεπενδυτικό οργανισμό το ποσό τω 100.000δολλαρίων ΗΠΑ, με δικαίωμα αναλήψεως τηςμηνιαίας αποδόσεως, ύψους 1,50%, συνταχθείσηςπρος τούτο της υπ' αριθμ. .... σύμβασηςτων εγκαλούντων με την "...... LtD", η οποία φέρει τον τίτλο "Συμφωνία προστατευόμενης τοποθέτησης σταθερής ανάπτυξης", την οποία και υπέγραψαν αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη και προσυπέγραψε επίσης ως μάρτυρας η πρώτη κατηγορουμένη, στην οποία επίσης περιλαμβάνεται ο προαναφερόμενος όρος εγγυήσεως του κεφαλαίου και ειδικότερα περί διασφαλίσεως της επένδυσης των κεφαλαίων του πελάτη πλήρως, στο 1ΟΟ%, και αναλήψεως υποχρεώσεως της εταιρίας με τη λήψη της αντίστοιχης έγγραφης εντολής της να επιστρέψει στους συμβαλλόμενους επενδυτές (πελάτες) την επένδυσή τους σε αξία, όχι μικρότερη του 100%", και γενικά οι όροι που τους είχε περιγράψει προφορικά η πρώτη κατηγορουμένη (βλ. την από ... υπ' αριθμ. .... σύμβαση των εγκαλούντων με την "...... LtD", καθώς και το από το από.... έγγραφο της "...... LtD" που βεβαιώνει τη λήψη του ως άνω κεφαλαίου). Κατά τον ίδιο παραπάνω τρόπο, το γραφείο της πρώτης κατηγορουμένης απέστελλε στους εγκαλούντες τακτικά τις μηνιαίες καταστάσεις (statements) της "..... LtD" για τον ....... επενδυτικό λογαριασμό τους, στις οποίες διαλαμβανόταν εξ ολοκλήρου η συμφωνημένη μηνιαία απόδοση, και επί πλέον τους εστάλη πιστωτική κάρτα Mastercard για την ανάληψη της συμφωνημένης μηνιαίας αποδόσεως. Ακολούθως, στις αρχές Δεκεμβρίου 2000 η πρώτη κατηγορουμένη τους παρότρυνε να επενδύσουν νέα κεφάλαια, διότι, όπως τους εξήγησε οι αποδόσεις των επενδυτικών προγραμμάτων της "...... LtD" επρόκειτο να μειωθούν από τις αρχές του 2001 λόγω τα απότομης συσσώρευσης επενδυτικών κεφαλαίων. Πράγματι οι εγκαλούντες πείστηκαν ότι δεν έπρεπε να απωλέσουν την ευκαιρία που τους προσέφερε η πρώτη κατηγορουμένη και τοποθέτησαν με έμβασμα επί πλέον ποσό 50.000 δολλαρίων ΗΠΑ στον πρώτο υπ' αριθμ..... της ".... LtD" επενδυτικό λογαριασμό της "..... LtD", όπως προκύπτει από την από .... αίτηση εμβάσματος της Citi Bank και το από ..... έγγραφο της "....LtD" για τον ίδιο επενδυτικό λογαριασμό που βεβαιώνει τη λήψη των πρόσθετων Κεφαλαίων τους (Αdditional Funds Received US $ 50.000), στην επιλογή δε του πρώτου επενδυτικού λογαριασμού τους χωρίς δικαίωμα αποδόσεως, για την κατάθεση του ως άνω πρόσθετου ποσού των 50.000 δολλαρίων ΗΠΑ, προέβησαν οι εγκαλούντες, αφού ουσιαστικά δεν αναλάμβαναn τα ποσά των αποδόσεων του δεύτερου .... επενδυτικού λογαριασμού τους, που προέβλεπε δικαίωμα αναλήψεως της μηνιαίας αποδόσεως. Τον Απρίλιο του 2001, ενόψει της επικείμενης λήξεως της διάρκειας της πρώτης υπ' αριθμ. ...... επενδυτικής συμβάσεως τους με τη μηνιαία κεφαλαιοποίηση της αποδόσεως, η πρώτη κατηγορουμένη παρότρυνες τους εγκαλούντες να μην αναλάβουν το κεφάλαιο τους και τις μηνιαίες αποδόσεις του κεφαλαίου τους, αλλά να ανανεώσουν την επένδυση των 150.000 δολλαρίων ΗΠΑ με εγγυημένη απόδοση 1,833%το μήνα και να μεταφέρουν μόνο την ετήσια απόδοση των 27.906,56 δολλαρίων ΗΠΑ στο δεύτερο υπ' αριθμ. ..... επενδυτικό λογαριασμό τους που προέβλεπε δικαίωμα αναλήψεως της μηνιαίας αποδόσεως. Οι εγκαλούντες υπάκουσαν με προθυμία, αφού όλα φαίνονταν ότι έβαιναν ομαλά, και έτσι υπέγραψαν τη νέα από ... υπ' αριθμ. ... επενδυτική σύμβαση με την "..... LtD", ανήκουσα επίσης στον ως άνω επενδυτικό όμιλο, σε ανανέωση της .... συμβάσεως με την "...... LtD". Και μετά την κατάρτιση τα συμβάσεως αυτής, κατά τον ίδιο παραπάνω τρόπο, το γραφείο της πρώτης κατηγορουμένης απέστελλε στους εγκαλούντες τακτικά τις μηνιαίες καταστάσεις της "....LtD" για τον υπ' αριθμ. ..... επενδυτικό λογαριασμό, στις οποίες διαλαμβανόταν ες ολοκλήρου η συμφωνημένη μηνιαία απόδοση, ώστε τίποτε να μην μπορεί να κινήσει τις υποψίες των εγκαλούντων ότι οι επενδυτικές συμβάσεις τους, οι οποίες φαίνονταν εξαιρετικά επικερδείς, όπως τους είχε διαβεβαιώσει η πρώτη κατηγορουμένη, δεν λειτουργούσαν ομαλά. Έτσι, στις αρχές Αυγούστου 2001, υπάκουσαν και πάλι στις υποδείξεις της πρώτης κατηγορουμένης να ανανεώσουν επίσης τη δεύτερη υπ' αριθμ..... επενδυτική σύμβασή τους, η οποία είχε λήξει. Προς τούτο υπέγραψαν τη νέα από ... υπ' αριθμ. ... σύμβαση με την ".... LtD", για επενδυθέν κεφάλαιο ποσού 127.906,56 δολλαρίων ΗΠΑ, που προκύπτει από το αρχικά επενδυθέν κεφάλαιο των 100.000 δολλαρίων ΗΠΑ του υπ' αριθμ. ... επενδυτικού λογαριασμού, στον οποίο μεταφέρθηκε ακολούθως η απόδοση των 27.906,56 δολλαρίων ΗΠΑ από τον .... επενδυτικό λογαριασμό.
Στις αρχές Μαρτίου 2002 η πρώτη κατηγορουμένη παρότρυνε τους εγκαλούντες να της συστήσουν νέους επενδυτές υποσχόμενη σ' αυτούς ως αντάλλαγμα, ποσοστά από την προμήθεια την οποία θα λάμβανε από τις συναφθησόμενες επενδυντικές συναλλαγές. Οι εγκαλούντες, κατά τον παραπάνω χρόνο, για λόγους υγείας του πρώτου απ' αυτούς, πολιτικώς ενάγοντος, αποφάσισαν να μην ανανεώσουν την υπ' αριθμ..... επενδυτική σύμβαση, ποσού 150.000 δολλαρίων ΗΠΑ με εγγυημένη απόδοση 1,833% το μήνα, χωρίς δικαίωμα αναλήψεως της μηνιαίας αποδόσεως του κεφαλαίου, που έληγε τον Απρίλιο του 2002. Η πρώτη κατηγορουμένη τους αντιπρότεινε επένδυση με εγγυημένη απόδοση 1,916% το μήνα και τελικά δέχτηκαν να επανεπενδύσουν μέρος της ετήσιας αποδόσεως του .... λογαριασμού. Έτσι, στις 17-4-2002, της παρέδωσαν έγγραφη εντολή για την επιστροφή του ποσού των 160.000 δολλαρίων ΗΠΑ (150.000 δολλ. ΗΠΑ κεφάλαιο + 10.000 δολλ. ΗΠΑ μέρος της ετήσιας αποδόσεως της υπ' αριθμ. ..... επενδυτικής σύμβασης), για την απόδοση του οποίου έπρεπε να αναμείνουν 45 ημέρες σύμφωνα με το όρο 6.1 της οικείας συμβάσεως. Ακολούθως υπέγραψαν την από ... υπ' αριθμ. .... σύμβαση με τη διάδοχο της αρχικής εταιρίας "......LtD" για την επανεπένδυση του ποσού των 26.598,13 δολλαρίων ΗΠΑ, που αποτελούσε το υπόλοιπο μέρος της ετήσιας αποδόσεως της υπ' αριθμ. ...... επενδυτικής σύμβασης, για την οποία (νέα σύμβαση) εκδόθηκε η από 15-5-2002 μηνιαία κατάσταση του οικείου επενδυτικού λογαριασμού Ένα δεκαήμερο μετά την κατάρτιση της τελευταίας αυτής συμβάσεως, και ενώ οι εγκαλούντες ανέμεναν την απόδοση σ' αυτούς από την επενδυτική εταιρία "..... LtD" του ζητηθέντος ποσού των 160.000 δολλαρίων ΗΠΑ, η πρώτη κατηγορουμένη τους ενημέρωσε τηλεφωνικά, ότι η εταιρία δεν μπορούσε να τους αποδώσει το παραπάνω ποσό, δεδομένου ότι αιφνιδίως προέκυψε αλυσίδα απρόβλεπτων και δυσάρεστων γεγονότων, διότι δεσμεύτηκαν τα περιουσιακά στοιχεία της "...." και εισήλθαν στον επενδυτικό οργανισμό ορκωτοί λογιστές, συνεπεία ενός πρόσφατου κακόβουλου άρθρου εφημερίδας, συνιστώντας τους υπομονή και διαβεβαιώνοντας τους ότι οι έμπειροι δικηγόροι του οργανισμού είχαν αναλάβει δράση κατά των συκοφαντών.
Λίγες ημέρες μετά, η πρώτη κατηγορουμένη κάλεσε τους εγκαλούντες στα γραφεία της στη ..., όπου τους εξήγησε ότι, σε συνεννόηση με τους συνιδιοκτήτες της "...", είχε φροντίσει να μεταφέρει τις επενδύσεις τους σε νέα επενδυτική εταιρία με μεγάλη ακίνητη περιουσία, η σταδιακή εκποίηση της οποίας επρόκειτο να τους ικανοποιήσει, υπό την προϋπόθεση να δεσμεύσουν εκ νέου τα κεφάλαια τους για δύο έτη. Μη έχοντας άλλη επιλογή πλέον, προκειμένου να διασώσουν, τουλάχιστον τα επενδυθέντα κεφάλαια τους, από το να υπογράψουν ό,τι τους υποδείκνυε η πρώτη κατηγορουμένη με την ελπίδα της επιστροφής των χρημάτων τους, αποδέχτηκαν την πρόταση της πρώτης κατηγορουμένης, κι έτσι στις .... υπέγραψαν σύμβαση για τη μεταφορά της ..... επενδυτικής σύμβασης τους και του ποσού των 186.598,13 δολλαρίων ΗΠΑ (160.000 δολλάρια ΗΠΑ που είχαν ζητήσει να αποδοθούν + 26.598,13 δολλάρια ΗΠΑ που φέρονταν ότι είχαν μεταφερθεί στον .... επενδυτικό λογαριασμό της "...... LtD" στην εταιρία " .... LtD" και σε κλειστή διετή σύμβαση (βλ.σχετ. το από .... έντυπο, που φέρει τον ιδιόχειρο γραφικό χαρακτήρα της πρώτης κατηγορουμένης, η οποία το συμπλήρωσε).
Ακολούθως στις 18-6-2002 οι εγκαλούντες, με υπόδειξη της πρώτης κατηγορουμένης, υπέγραψαν νέο έντυπο για τη μεταφορά στην εταιρία "....." του ίδιου ως άνω Ομίλου, όλων των επενδυτικών λογαριασμών τους, συνολικού ποσού 338.732 δολλαρίων ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων και των καταβληθέντων κεφαλαίων τους, συνολικού ποσού 250.000 δολλαρίων ΗΠΑ(100.000 + 1000.000 + 50.000 δολλάρια ΗΠΑ, ενώ στις 5-8-2002 πάντοτε με υπόδειξη της πρώτης κατηγορουμένης, υπέγραψαν σύμβαση εκχώρησης των δικαιωμάτων τους από την ... επενδυτική σύμβαση στην εταιρία "......", του ίδιου επίσης επενδυτικού ομίλου.
Στις 18-10-2002 η πρώτη κατηγορουμένη, αποφεύγοντας να έρχεται σε απ' ευθείας επαφή με τους εγκαλούντες, ενόψει των έντονων διαμαρτυριών των τελευταίων προς αυτή για τη μη επιστροφή των χρημάτων τους, απέστειλε κατάσταση του νέου υπ' αριθμ. .....επενδυτικού λογαριασμού τους με την "....", κατά την οποία η επένδυση τους φέρει αξία 338.258,89 δολλαρίων HΠΑ μέσω FAX στο φιλικό τους ζεύγος των τρίτου και τέταρτης των κατηγορουμένων, από τους οποίους και τους παραδόθηκε η εν λόγω κατάσταση, ενώ όμοια κατάσταση τους παραδόθηκε τον Ιούνιο του 2003 από τους τελευταίους (τρίτο και τέταρτη κατηγορούμενους), στους οποίους απεστάλη επίσης μέσω FAX από την πρώτη κατηγορουμένη. Τελικά, το ως άνω ποσό των 338.258,89 δολλαρίων ΗΠΑ, ουδέποτε αποδόθηκε στους εγκαλούντες, με αποτέλεσμα αυτοί να απωλέσουν, όχι μόνο την εγγυημένη απόδοση των κεφαλαίων τους, αλλά και αυτά τα επενδυθέντα αρχικά κεφάλαια τους, συνολικού ποσού 250.000 δολλαρίων ΗΠΑ για τα οποία, όπως προαναφέρθηκε, είχε περιληφθεί στις σχετικές συμβάσεις ο όρος "εγγυήσεως του κεφαλαίου" και ειδικότερα περί διασφαλίσεως της επένδυσης των κεφαλαίων του πελάτη πλήρως, στο (100%, και αναλήψεως υποχρεώσεως της εταιρίας με τη λήψη της αντίστοιχης έγγραφης εντολής του συμβαλλόμενου επενδυτή (πελάτη) να επιστρέψει στους συμβαλλόμενους επενδυτές (πελάτες) την επένδυση τους σε αξία, όχι μικρότερη του 100%", καθόσον, όπως προέκυψε εκ των υστέρων, οι ανωτέρω εταιρίες αποτελούσαν μια καλά οργανωμένη απάτη σε βάρος ανυποψίαστων επενδυτών πουδρούσαν διεθνώς, γεγονός που αποκαλύφθηκε από τιςαρχές της Μ. Βρετανίας. Μάλιστα δε, αποδείχτηκεαπό την έρευνα που διενεργήθηκε από τουςαρμόδιους φορείς, ότι ο όμιλος των εταιριών".....", στον οποίοανήκουν οι προαναφερόμενες εταιρίες με τις οποίεςσυμβλήθηκαν οι μηνυτές, οι οποίες ήταν υπεράκτιεςκαι εξ ολόκληρους αφερέγγυες εταιρίες μεπαράνομους σκοπούς, καταχράστηκε πάνω από 300εκατομμύρια δολλάρια ΗΠΑ από τους πελάτες τους.
Κύριοι δε ιδρυτές του ανωτέρω ομίλου καιδιευθύνοντες σύμβουλοι των ανωτέρω εταιριών ήτανοι Γ1 και Γ2, οι οποίοι κηρύχτηκαν σε πτώχευση από τοΠεριφερειακό Πρωτοδικείο της επαρχίας GRIMSΒΥτης Αγγλίας στις 2-5-2003, αλλά και με προηγούμενηαπόφαση ο πρώτος εξ αυτών το έτος 1996 περίπου.
Ακόμη προέκυψε ότι η ".....", ήδη δε από το 1998 είχε εμπλακεί σεαπατηλές
και σκανδαλώδεις επενδυτικές δραστηριότητες, γιατο λόγο δε αυτό είχε αναγκαστεί από το έτος 1999 να μεταφέρει την έδρα της από τις Μπαχάμες στη Γρενάδα των Δυτικών Ινδιών, όπου ο κρατικός έλεγχος ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτος (βλ. το από ... δημοσίευμα της διαδικτυακής εφημερίδας ..., ιδιοκτησίας της αμερικάνικης εταιρίας ......) Ότι τότε θυγατρική εταιρία της υπεβλήθη σε έκτακτο έλεγχο της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Κεφαλαιοαγοράς των ΗΠΑ και υποχρεώθηκε να καταβάλει αποζημίωση 1.670.000 δολλάρια ΗΠΑ. Ότι ήδη από το έτος 1999 η Επιτροπή Κεφαλαιοαγοράς της Νέας Ζηλανδίας είχε απαγορεύσει στην ..... την προώθηση ακριβώς των ίδιων επίμαχων επενδυτικών προγραμμάτων της, τα οποία προωθούσε η πρώτη κατηγορουμένη, και μάλιστα εξέδωσε ανακοίνωση προς το κοινό για αυτά με τον τίτλο "ΠΡΟΣΟΧΗ ΑΠΑΤΗ",ότι στην πραγματικότητα τα επίμαχα επενδυτικά προγράμματα της ....., στα οποία η πρώτη κατηγορουμένη έπεισε τους μηνυτές να τοποθετήσουν τα κεφάλαια τους, δεν είχαν το ελάχιστο ιστορικό επιτυχιών αλλά επρόκειτο για απατηλά μέσα εκμετάλλευσης ανυποψίαστων ιδιωτών επενδυτών, προφανώς δε, δεν ήταν τυχαία η σύσταση νέας (διάδοχης) επενδυτική εταιρίας κάθε φορά που αποκαλυπτόταν η παράνομη δράση της προηγούμενης. Ακόμη προέκυψε, ότι ο ανωτέρω όμιλος προωθούσε σε όλο τον κόσμο μέσω μιας σειράς πωλητών που πληρώνονταν με προμήθεια, επενδυτικά προϊόντα, τα οποία εμφάνιζε ότι είχαν ως βασικά χαρακτηριστικά: 1) την ασφάλεια και προστασία του επενδυτή, 2) τις εγγυημένες αποδόσεις, σημαντικά υψηλότερες από τα επιτόκια της αγοράς, 3) την ανάπτυξη του κεφαλαίου με ρυθμούς σημαντικά υψηλότερους από εκείνους της αγοράς και 4) ελάχιστους κινδύνους, ενώ κανένα από αυτά τα χαρακτηριστικά δεν υπήρχε την πραγματικότητα. Όλα τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά προκύπτουν από την εκτίμηση του συνόλου του αποδεικτικού υλικού και κυρίως τα προσκομιζόμενα έγγραφα, τα οποία έχουν επίσημα μεταφραστεί στην ελληνική γλώσσα και αποτελούν αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι όλες οι ως άνω, διαβεβαιώσεις, παραστάσεις και εξηγήσεις της πρώτης κατηγορουμένης προς τους μηνυτές εξ αιτίας των οποίων παρασύρθηκαν στη σύναψη των επίμαχων συμβάσεων ότι δηλ. η εταιρία επενδύσεων ".... LtD", της οποίας αυτή ήταν εκπρόσωπος στο υποκατάστημα της στην Ελλάδα καθώς και οι διάδοχες αυτής εταιρίες..... LtD, ......LTD, ... του ομίλου ....., είναι φερέγγυες, με μεγάλο κύκλο εργασιών, βρετανικές εταιρίες, υποβαλλόμενες σε αυστηρούς τακτικούς ελέγχους ορκωτών λογιστών, ότι τα προσφερόμενα απ' αυτές επενδυτικά προγράμματα είναι απόλυτα ασφαλή, ότι η ασφάλειατων προσφερόμενων επενδυτικών προγραμμάτωνενισχύεται
από
τη φερεγγυότητα των δισεκατομμυριούχων ιδρυτών
της ".....", ότι για κεφάλαιο ύψους 100.000 $ ΗΠΑ η εν λόγω επενδυτική εταιρία "..... LTD" προσφέρει εγγυημένη απόδοση 1,50% έως 1,9% μηνιαίως, όπως αναληθές ήταν και το ότι αυτή ήταν παγκοσμίου φήμης και έμπειρη επενδυτική σύμβουλος, αφού η αλήθεια, την οποία εάν γνώριζαν οι μηνυτές δεν θα κατέβαλαν προς επένδυση τα ως άνω ποσά στην εταιρία και δεν θα ανανέωναν στη συνέχεια τις συμβάσεις τους περί επενδύσεων των χρημάτων τους, είναι ότι η εταιρία επενδύσεων "... LTD" καθώς και οι διάδοχες αυτής εταιρίες ..... LTD, ..... LTD, ......, δεν ήταν φερέγγυες και αντιμετώπιζαν προβλήματα οικονομικής φύσεως και έναντι των κρατικών αρχών, ότι επρόκειτο για υπεράκτιες (off shore) εταιρίες και όχι βρετανικές εταιρίες, που υπόκεινται σε αυστηρούς ελέγχους, ότι οι ιδρυτές του ως άνω επενδυτικού ομίλου...... ήταν αφερέγγυοι και μάλιστα ο ένας απ' αυτούς είχε ήδη από το 1996 κηρυχθεί σε κατάσταση πτώχευσης, ότι τα προσφερόμενα επενδυτικά προγράμματα δεν είχαν το ελάχιστο ιστορικό επιτυχιών, ότι αυτή δεν ήταν έμπειρη στις επενδυτικές συναλλαγές, Εξάλλου, ερευνητέο είναι στην προκειμένη περίπτωση, αν η πρώτη κατηγορουμένη γνώριζε, όπως 5ιατείνονται οι εγκαλούντες το καλοστημένο σχέδιο εξαπάτησης των ιδιοκτητών των εταιριών και παρά ταύτα τους παρέστησε τα προαναφερόμενα ψευδή γεγονότα, βάσει των οποίων απαγγέλθηκε σε βάρος της κατηγορία, κατά τα προεκτεθέντα, για να τους πείσει να επενδύσουν τα χρήματα τους σ' αυτές. Η τρωτή κατηγορουμένη κατά την απολογία της στον ως άνω Ανακριτή αρνήθηκε τη σε βάρος της κατηγορία ισχυριζόμενη ότι αγνοούσε την παράνομη δραστηριότητα των ως άνω εταιριών, δεδομένου ότι χυτή ήταν απλή υπάλληλος του ανωτέρω ομίλου αμειβόμενη με μηνιαίο μισθό, ο οποίος μαζί με τα λειτουργικά έξοδα του υποκαταστήματος στο οποίο εργαζόταν, το οποίο θα ήταν ένα βοηθητικό γραφείο για τη μητρική εταιρία, αποστελλόταν με εμβάσματα από τη μητρική εταιρία και ότι ο ρόλος της ήταν καθαρά διεκπεραιωτικός στη συνομολόγηση των επίμαχων συμβάσεων και απλά παρουσίαζε και ανέλυε τους όρους των συμβάσεων στους υποψήφιους επενδυτές, ειδικότερα δε τα καθήκοντα της ήταν να λαμβάνει ονόματα από μελλοντικούς πελάτες, ναπαραδίδει διαφημιστικά φυλλάδια στους πελάτες τηςεταιρίας να τους ενημερώνει και να αποστέλλει ταστοιχεία αυτά στην κεντρική εταιρία, με την οποία οιυποψήφιοι επενδυτές, αν αποφάσιζαν να προβούνστην επένδυση, θα έρχονταν σε συνεννοήσεις καιαπευθείας σε επικοινωνία, να παραδίδει στουςπελάτες όλες τις μηνιαίες ανακοινώσεις που τουςέστελνε η μητρική εταιρία από τις Μπαχάμες καθώςκαι την αλληλογραφία. Ο ισχυρισμός αυτός τηςκατηγορουμένης δεν
ανταποκρίνεται
στην πραγματικότητα, αν ληφθεί υπόψη ότι αυτή όπως προέκυψε ήταν το μοναδικό πρόσωπο που διηύθυνε αποκλειστικά το ως άνω υποκατάστημα, που είχε αναλάβει την προώθηση των εργασιών της .... στη Νότια Ευρώπη, την ίδρυση και λειτουργία του οποίου επιμελήθηκε προσωπικά, συνεργασθείσα με δικηγόρους οι οποίοι επιλήφθηκαν του νομικού μέρους και έκλεισε τελικά κατόπιν δικής της επιλογής, όταν αποκαλύφθηκε στους Έλληνες επενδυτές η απατηλή δραστηριότητα των ως άνω εταιριών, ανέθετε σε τρίτους, ως "μεσίτες", παρά τα αντιθέτως απ' αυτή υποστηριζόμενα, την προσέλκυση, αντί προμήθειας, υποψήφιων επενδυτών στον επενδυτικό όμιλο που αντιπροσώπευε, όπως επιχείρησε να πράξει και με τους μηνυτές, τους Ι οποίους στις αρχές Μαρτίου 2002 παρότρυνε να της συστήσουν νέους επενδυτές υποσχόμενη ποσοστά από τα κέρδη της, πράγμα το οποίο δεν θα συνέβαινε αν ήταν μία απλή υπάλληλος, και ο ρόλος της στη συνομολόγηση των επίμαχων συμβάσεων ήταν απλά διεκπεραιωτικός, όπως ισχυρίζεται, το γεγονός δε ότι αυτή κατά την επίδικη περίοδο τυπικά φερόταν ότι απασχολείτο με σχέση εξαρτημένης εργασίας από την εταιρία ".... LΤD" (θυγατρική εταιρία του ως άνω επενδυτικού ομίλου), όντας ασφαλισμένη στο ΙΚΑ, δεν αναιρεί τον ενεργό ρόλο που διαδραμάτιζε αυτή στον ως άνω όμιλο, λαμβάνοντας επί πλέον και ποσοστά επί του ύψους των συναλλαγών που εξασφάλιζε για τον επενδυτικό όμιλο που εκπροσωπούσε, όπως προκύπτει και από το γεγονός ότι παρότρυνε τους μηνυτές να της συστήσουν νέους επενδυτές υποσχόμενη "ποσοστά από τα κέρδη της", αν ληφθεί υπόψη ότι τα προαναφερόμενα πολυτελή γραφεία στην ...., τα οποία διηύθυνε αυτή, δεν αποτελούσαν μόνο γραφείο στην Ελλάδα της εταιρίας "..... LΤD", στην οποία φέρεται ότι απασχολείτο με σχέση εξαρτημένης εργασίας, ως απλή υπάλληλος, αλλά και υποκατάστημα του ως άνω επενδυτικού ομίλου στην Ελλάδα, με σκοπό την προώθηση των απατηλών και μη εχόντων το ελάχιστο ιστορικό επιτυχίας επενδυτικών προγραμμάτων του στη Νότια Ευρώπη, τα οποία παρά ταύτα αυτή εμφάνιζε ως επικερδή και απόλυτα ασφαλή. Εξάλλου, ναι μεν η κατηγορουμένη δεν υπέγραφε η ίδια τις σχετικές συμβάσεις επενδύσεων ως εκπρόσωπος των εταιριών, αφού αυτές έφεραν δυσανάγνωστες υπογραφές τρίτων προσώπων, φερομένων ως νομίμων εκπροσώπων των εκάστοτε συμβαλλομένων εταιριών, των οποίων τεχνηέντως δεν αναφέρονταν στις συμβάσεις τα στοιχεία ταυτότητας, πλην, όμως οι ως άνω συμβάσεις υπογράφονταν από τους επενδυτές παρουσία της στα γραφεία της....., και μάλιστα αυτή προσυπέγραψε τις συμβάσεις αυτές, ως μάρτυρας.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η πρώτη κατηγορουμένη αποτελούσε διευθυντικό στέλεχος του ως άνω ομίλου εταιριών, λόγω δε της θέσης της αυτής, αλλά και του γεγονότος ότι αυτή διετέλεσε αντιπρόσωπος του εν λόγω ομίλου στην Κύπρο, έχοντας προηγουμένως εργαστεί επί πολλά έτη για τον οίκο αυτό προφανώς γνώριζε..κατά την κατάρτιση των επίμαχων επενδυτικών συμβάσεων την παράνομη δραστηριότητα και έλλειψη φερεγυότητας των ως άνω εταιριών, και των ιδρυτών τους, αφού ο όμιλος αυτός, ήδη από το έτος 1998, είχε εμπλακεί σε απατηλές δραστηριότητες, οι οποίες είχαν πάρει διαστάσεις σκανδάλου, δι' ο λόγο από το έτος 1999, όταν η κατηγορουμένη διηύθυνε το ως άνω γραφείο στη Γλυφάδα, είχε αναγκαστεί να μεταφέρει την έδρα του, από τις Μπαχάμες στη Γρενάδα, όπου ο κρατικός έλεγχος ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτος, τα προσφερόμενα από τις ως άνω εταιρίες επενδυτικά προγράμματα τα οποία εμφάνιζε στους υποψήφιους επενδυτές ως απόλυτα ασφαλή και επικερδή, διανέμοντας σ' αυτούς και σχετικά διαφημιστικά φυλλάδια, δεν είχαν το ελάχιστο ιστορικό επιτυχίας, και μάλιστα, κατά τα προαναφερόμενα, είχε απαγορευτεί η προώθηση τους, και είχε εκδοθεί σχετική ανακοίνωση ότι επρόκειτο για απάτη, ακόμη δε ήταν γνωστό σ' αυτή ότι οι εταιρίες του επενδυτικού ομίλου "....", κάθε φορά που αποκαλυπτόταν η απατηλή δραστηριότητά τους συνιστούσαν διάδοχες εταιρίες, για, τη μεταφορά των επενδύσεων από τις αρχικές εταιρίες, πράγμα το οποίο συνέβη και στην περίπτωση των μηνυτών, τους οποίους η πρώτη κατηγορουμένη στις 18.4.2001 και στις 3-8-2001 έπεισε να μην αναλάβουν τα χρήματά τους κατά το χρόνο λήξης των δύο ως άνω συμβάσεων (.... και ....) αλλά να ανανεώσουν τις συμβάσεις αυτές με την εταιρία "..... LTD", διάδοχο της ".... LTD" και τέλος στις 18.6.2002 να μεταφέρουν στην εταιρία ..... διάδοχο της αρχικής εταιρίας, όλους τους επενδυτικούς λογαριασμούς τους, γνωρίζοντας ότι η αρχική εταιρία ..... LTD δεν ήταν σε θέση να eπιστρέψει στους εγκαλoύντες τα χρήματα των επενδύσεων τους και παρά ταύτα παρέστησε στους εγκαλούντες τα προαναφερόμενα ψευδή γεγονότα, για να τους πείσει να επενδύσουν τα χρήματα τους σ'αυτές, αποτέλεσμα, δε της ως άνω δόλιας συμπεριφοράς της κατηγορουμένης (ήταν να ωφεληθεί παράνομα η εν λόγω επενδυτική εταιρία και οι προαναφερόμενες διάδοχες αυτής εταιρίες το ως άνω συνολικό ποσό των 250.000 $ΗΠΑ που κατέβαλαν οι μηνυτές προς επένδυση, το ισάξιο του οποίου υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, με αντίστοιχη ζημία των μηνυτών.
Περαιτέρω, καθόσον αφορά τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης της πράξεως της απάτης, από την εκτίμηση του συνόλου των αποδεικτικών στοιχείων που προαναφέρθηκαν, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά : Η τέλεση της αποδιδόμενης στην κατηγορουμένη παραπάνω αξιόποινης πράξης, για την οποία κατηγορείται, δεν ήταν ευκαιριακή, αλλά αποτέλεσμα οργανωμένου σχεδιασμού που είχε ως απώτερο σκοπό όχι μόνο την εξαπάτηση των συγκεκριμένων εγκαλούντων από τους οποίους απέσπασε το ποσό των 250.000 δολλαρίων ΗΠΑ, προκειμένου να αποκομίσει η επενδυτική εταιρία .... LTD και οι προαναφερόμενες διάδοχες αυτής εταιρίες παράνομο περιουσιακό όφελος, αλλά και άλλων ανυποψίαστων μελλοντικών επενδυτών, όπως άλλωστε έπραξε και με τους δύο τελευταίους κατηγορούμενους, οι οποίοι ήταν και αυτοί επενδυτές που έχασαν τα χρήματα τους, σε βάρος των οποίων σχεδίαζε να επαναλαμβάνει την επιδειχθείσα στους μηνυτές αξιόποινη συμπεριφορά της, προκειμένου με τη δραστηριότητα της αυτή αποκομίζουν οι ως άνω εταιρίες, που ανήκαν στον εκπροσωπούμενο απ' αυτή στην Ελλάδα επενδυτικό όμιλο ..... υπέρογκα παράνομα περιουσιακά οφέλη σε βάρος της περιουσίας τους, αποβλέποντας στον πορισμό εισοδήματος. Τούτο, προκύπτει σαφώς από το γεγονός ότι η κατηγορουμένη, για την ευόδωση του εγκληματικού σκοπού της, εμφανιζόταν ψευδώς στον κύκλο των επενδυτών ως παγκοσμίου φήμης επενδυτική σύμβουλος, έμπειρη στις επενδυτικές συναλλαγές, ενεργούσα για λογαριασμό δήθεν φερέγγυων και με μεγάλο κύκλο εργασιών αλλοδαπών εταιριών, οι οποίες προσέφεραν απόλυτα ασφαλή επενδυτικά προγράμματα, επιδείκνυε στους υποψήφιους επενδυτές τα ως άνω πολυτελή γραφεία στα οποία αναπτυσσόταν η παράνομη δραστηριότητα της, μέσω αυτής της ιδίας, ως διευθύντριας των ως άνω γραφείων, το άνοιγμα των οποίων είχε επιμεληθεί προσωπικά η ίδια, όπως ομολόγησε με το απολογητικό υπόμνημα της ενώπιον της ως άνω Ανακρίτριας και τελικά έκλεισε κατόπιν δικής της επιλογής, όταν αποκαλύφθηκε ο απατηλός σκοπός των εταιριών που αντιπροσώπευε, αν και απλή υπάλληλος, ενεργούσα πάντοτε κατ' εντολή και υπόδειξη των νομίμων εκπροσώπων των εταιριών, όπως αβασίμως ισχυρίζεται. Ακόμη, προς επιβεβαίωση των ισχυρισμών της σχετικά με την αποδοτικότητα των επενδύσεων τις οποίες προωθούσε και τη φερεγγυότητα των επικαλούμενων απ' αυτήν εταιριών, τις οποίες φερόταν ότι αντιπροσώπευε, η κατηγορουμένη είχε εφοδιαστεί για διανομή στο επενδυτικό κοινό, με ενημερωτικά διαφημιστικά φυλλάδια συντεταγμένα στην αγγλική, αναφερόμενα στις αποδόσεις των επενδυόμενων κεφαλαίων αντίτυπα των οποίων παρέδωσε στους μηνυτές, παρά το γεγονός ότι οι επενδύσεις αυτές στο παρελθόν δεν είχαν παρουσιάσει κέρδη. Με τα δεδομένα αυτά υπάρχουν επαρκή στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι η ως άνω κατηγορουμένηείχε διαμορφώσει τις προϋποθέσεις (υποδομή) γιαεπανειλημμένη τέλεση της πράξεως της απάτης, ώστεστο μέλλον να ενεργεί ως αυτουργός ή υπόοποιαδήποτε συμμετοχική,
ιδιότητα
στην πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του ίδιου εγκλήματος, αποσκοπώντας με την ενέργεια της αυτή στον πορισμό εισοδήματος (αρθρ.13 εδ. στ' του ΠΚ, που προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2408/1996). Η κατηγορουμένη, όχι μόνο είχε πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης της απάτης σε βάρος ανυποψίαστων πολιτών, όπως προκύπτει από την υποδομή που είχε διαμορφώσει, αλλά και επιχειρούσε πράγματι επαναληπτικά τέτοιες πράξεις, όπως προκύπτει και από το γεγονός, το οποίο άλλωστε και η ίδια συνομολογεί, ότι οι επενδυτές των ως άνω εταιριών "έπεσαν θύματα απάτης χάνοντας χρήματα", αλλά και από την ενεργό ανάμιξη της στην εγκληματική δραστηριότητα της εταιρίας αυτής, και ειδικότερα για την προώθηση απατηλών επενδύσεων παρά το γεγονός, ότι γνώριζε εξαρχής, όπως κατά τα ανωτέρω έγινε δεκτό, την απατηλή δραστηριότητα των εταιριών για λογαριασμό των οποίων συναλλασσόταν, αποσκοπώντας και σε ίδιο περιουσιακό όφελος" Τέλος, από την κατά τα ανωτέρω, εξακολουθητική τέλεση της ως άνω πράξης της απάτης από την κατηγορουμένη, συνάγεται ότι αυτή έχει αποκτήσει σταθερή ροπή προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείου της προσωπικότητάς της". Με βάση τις παραδοχές αυτές και τις σκέψεις αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, έκρινε ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις περί της τελέσεως από την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη της αξιόποινης πράξεως της απάτης κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα με σκοπούμενο όφελος και προξενηθείσα αντίστοιχη ζημία άνω των 73.000 ευρώ και για το λόγο αυτό έκανε δεκτή ως κατ' ουσίαν βάσιμη την ασκηθείσα έφεση του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1, κατά του υπ' αριθμ. 430/2007 απαλλακτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών καθόσον αφορά την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη Χ1, μεταρρύθμισε το εκκαλλούμενο πρωτόδικο βούλευμα ως προς την απαλλακτική του διάταξη, που αφορά την παραπάνω κατηγορουμένη και παρέπεμψε αυτήν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών προκειμένου για να δικαστεί για την ως άνω πράξη. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, αναφορικά με την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη στην αναιρεσείουσα αξιόποινη πράξη της απάτης στην κακουργηματική της μορφή, τις αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε ότι υπάρχουν αποχρώσες (σοβαρές) ενδείξεις για την παραπομπή αυτής (κατηγορουμένης) στο ακροατήριο, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα ανωτέρω περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 εδ. α', 27 παρ. 2, 98 και 386 παρ. 1β - α και 3α, β, όπως η παρ. 3 αντικαταστάθηκε με άρθρο 1 παρ. 11 του Ν.2408/1996 και στη συνέχεια, με άρθρο 14 παρ. 4 του Ν.2721/1999, τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις. Ειδικότερα αιτιολογείται με πληρότητα η τέλεση του εγκλήματος της απάτης από την αναιρεσείουσα με την ιδιότητά της ως εκπροσώπου της βρετανικής εταιρίας επενδύσεων .... LTD στο υποκατάστημά της στην Ελλάδα. Περαιτέρω στο προσβαλλόμενο βούλευμα εκτίθενται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, πλην άλλων α) τα ψευδή γεγονότα, που εν γνώσει της η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη παρέστησε σαν αληθινά, με τα οποία παραπλανήθηκαν οι εγκαλούντες, β)ο σκοπός της αναιρεσείουσας να αποκομίσουν η ως άνω επενδυτική εταιρία και οι διάδοχες αυτής εταιρίες..... LTD, ......, .... του Ομίλου .... παράνομο περιουσιακό όφελος, ύψους 250.000 δολλαρίων ΗΠΑ, που κατέβαλαν οι μηνυτές προς επένδυση, το ισάξιο του οποίου σε ευρώ, υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, με αντίστοιχη ζημία των μηνυτών και γ) τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την επιβαρυντική περίσταση της κατ' επάγγελμα τελέσεως της απάτης. Επίσης στο προσβαλλόμενο βούλευμα μνημονεύονται κατ' είδος όλα τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε το Συμβούλιο και από τα οποία αυτό συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην αναφερόμενη κρίση για την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής της αναιρεσείουσας, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να αναφέρεται στο καθένα από αυτά και στο τί προκύπτει ξεχωριστά από το καθένα, αρκεί ότι τα εξετίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Κατ' ακολουθίαν, οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' του ΚΠοινΔ προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως της ένδικης αίτησης, με τους οποίους πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή της εφαρμοσθείσας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 386 παρ 1β-α και 3α, β' του ΠΚ, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Μετά από αυτά, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αριθμ. 198/20.9.2007 αίτηση της Χ1 , για αναίρεση του υπ'αριθμ. 1418/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 25 Ιουνίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ